Ήταν απόγευμα, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όλοι ετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή. Στη μικρή κωμόπολη, ο κεντρικός δρόμος (εκεί όπου βρίσκονταν τα περισσότερα καταστήματα) ήταν γεμάτος κόσμο. Οι άνθρωποι έκαναν βιαστικά τα τελευταία απαραίτητα ψώνια. Χιόνιζε και έκανε πολύ κρύο και όλοι ήταν ντυμένοι με ζεστά παλτά και σκούφους και γάντια. Όχι όμως κι αυτό το κοριτσάκι που βρισκόταν μπροστά στην είσοδο του βιβλιοπωλείου. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, δέκα χρονών περίπου, ξανθό και χλωμό. Φαινόταν να υποφέρει από το κρύο. Και δεν ήταν ν' απορεί κανείς, αφού απλώς ήταν τυλιγμένο με μερικά λεπτά, τρυπημένα κουρέλια και τα πόδια και τα χέρια του ήταν γυμνά. Το κοριτσάκι είχε μπροστά του ένα μικρό κιβώτιο με κουτιά σπίρτα και τα πουλούσε. Βέβαια κανείς δε χρειαζόταν σπίρτα, όμως που και που κάποιος- περισσότερο επειδή λυπόταν το κοριτσάκι - αγόραζε ένα δύο κουτιά. Κι αν κάποιος παρατηρούσε καλύτερα θα καταλάβαινε πως δεν ήταν μόνο το κρύο που βασάνιζε το κοριτσάκι. Το βλέμμα του ήταν τόσο λυπημένο, τόσο δυστυχισμένο.
Πράγματι το κοριτσάκι που κρύωνε τόσο πολύ έβλεπε γύρω του όλα αυτά τα ευτυχισμένα πρόσωπα, τις οικογένειες και τα παιδάκια που περίμεναν με αγωνία τον ερχομό του νέου χρόνου και σκεπτόταν πως αυτό ήταν ορφανό και μόνο στον κόσμο και κανέναν δεν είχε να περάσουν μαζί αυτές τις γιορτινές μέρες και κρύωνε δύο φορές περισσότερο. Σκεπτόταν τους γονείς του που χάθηκαν και δάκρυα έρχονταν στα μάτια του .
Κι όταν πια τα χέρια του πάγωσαν τόσο πολύ που ούτε να τα αισθανθεί δε μπορούσε, αποφάσισε ν' ανάψει ένα σπίρτο για να τα ζεστάνει κάπως. Άναψε το σπίρτο και το κράτησε μες στα χέρια του. Κοίταξε την πορτοκαλιά φλόγα που τρεμόπαιζε. Τα χέρια του ζεστάθηκαν λίγο και το σπίρτο πλησίαζε να σβήσει όταν
για μια στιγμή σα μέσα σ' όνειρο του φάνηκε πως είδε τη μορφή της μητέρας του
να του χαμογελάει. Ύστερα το σπίρτο έσβησε και όλα έγιναν όπως πριν. Το κοριτσάκι ξαφνιάστηκε πολύ. Όμως έστω κι αυτή μόνο η στιγμή που "ξανάδε" τη μητέρα του, το συγκίνησε. Άναψε δεύτερο σπίρτο κι άρχισε πάλι να κοιτάζει την πορτοκαλιά φλόγα. Και να πάλι σα μέσα σ' όνειρο του φάνηκε πως βρέθηκε μες στο
παλιό σπίτι τους. Ήταν λέει το σπίτι στολισμένο για τις γιορτές και καθόταν το
κοριτσάκι μπροστά στο τζάκι και έπαιζε με τα παιχνίδια του. Μέσα από την κουζίνα έβγαιναν μυρωδιές από φαγητά και γλυκά και είδε τώρα καθαρά μέσα στην
κουζίνα τη μητέρα του με την ποδιά να ετοιμάζει τα απαραίτητα για το γιορτινό
τραπέζι. Και σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι της και είδε το κοριτσάκι και χαμογέλασε αλλά το σπίρτο έσβησε και χάθηκαν πάλι όλα.
Το κοριτσάκι άναψε και τρίτο σπίρτο και πάλι βρέθηκε στο σπίτι του και τώρα άνοιξε η εξώπορτα και μπήκε μέσα γελαστός και γεμάτος δώρα ο πατέρας του
και όταν έσβησε το τρίτο σπίρτο και έσβησαν μαζί όλα αυτά, γρήγορα γρήγορα άναψε άλλο ένα και να τώρα που όλοι μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν μέσα στο σπίτι και το κοριτσάκι ήταν πια ευτυχισμένο και ούτε που κρύωνε καθόλου. Γέλαγε
και φώναζε από τη χαρά του και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο, ώσπου αποφάσισε σε μια στιγμή να τ' ανάψει όλα τα σπίρτα μαζί για ν' αργήσει πολύ να σβήσει η φλόγα, να μη σβήσει ποτέ. Και τ' άναψε όλα μαζί τα σπίρτα και βγήκε μια πολύ μεγάλη φλόγα και πήραν φωτιά τα ρούχα του και η φλόγα το τύλιξε. Άρχισε να φωνάζει τρομαγμένο και να στριγγλίζει με όλη του τη δύναμη. Όμως χωρίς να το
καταλάβει η ώρα είχε περάσει, όλοι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, ο δρόμος
ήταν πια έρημος και δεν το άκουσε κανείς. Το κοριτσάκι καιγόταν ζωντανό. (Και
βέβαια η ζέστη που ένοιωθε τώρα ήταν πολύ πολύ μεγαλύτερη απ' αυτή που επιθυμούσε λίγες ώρες πριν, όταν είχε παγώσει απ' το κρύο).
Κι αν την άλλη μέρα κάποιος περνούσε από εκεί σίγουρα θα παρατηρούσε αυτήν
την τόσο άσχημη αντίθεση: το άσπρο χιόνι, δηλαδή, που είχε σκεπάσει τα πάντακαι αυτόν το μικρό μαύρο σωρό μπροστά στην είσοδο του βιβλιοπωλείου.
Πράγματι το κοριτσάκι που κρύωνε τόσο πολύ έβλεπε γύρω του όλα αυτά τα ευτυχισμένα πρόσωπα, τις οικογένειες και τα παιδάκια που περίμεναν με αγωνία τον ερχομό του νέου χρόνου και σκεπτόταν πως αυτό ήταν ορφανό και μόνο στον κόσμο και κανέναν δεν είχε να περάσουν μαζί αυτές τις γιορτινές μέρες και κρύωνε δύο φορές περισσότερο. Σκεπτόταν τους γονείς του που χάθηκαν και δάκρυα έρχονταν στα μάτια του .
Κι όταν πια τα χέρια του πάγωσαν τόσο πολύ που ούτε να τα αισθανθεί δε μπορούσε, αποφάσισε ν' ανάψει ένα σπίρτο για να τα ζεστάνει κάπως. Άναψε το σπίρτο και το κράτησε μες στα χέρια του. Κοίταξε την πορτοκαλιά φλόγα που τρεμόπαιζε. Τα χέρια του ζεστάθηκαν λίγο και το σπίρτο πλησίαζε να σβήσει όταν
για μια στιγμή σα μέσα σ' όνειρο του φάνηκε πως είδε τη μορφή της μητέρας του
να του χαμογελάει. Ύστερα το σπίρτο έσβησε και όλα έγιναν όπως πριν. Το κοριτσάκι ξαφνιάστηκε πολύ. Όμως έστω κι αυτή μόνο η στιγμή που "ξανάδε" τη μητέρα του, το συγκίνησε. Άναψε δεύτερο σπίρτο κι άρχισε πάλι να κοιτάζει την πορτοκαλιά φλόγα. Και να πάλι σα μέσα σ' όνειρο του φάνηκε πως βρέθηκε μες στο
παλιό σπίτι τους. Ήταν λέει το σπίτι στολισμένο για τις γιορτές και καθόταν το
κοριτσάκι μπροστά στο τζάκι και έπαιζε με τα παιχνίδια του. Μέσα από την κουζίνα έβγαιναν μυρωδιές από φαγητά και γλυκά και είδε τώρα καθαρά μέσα στην
κουζίνα τη μητέρα του με την ποδιά να ετοιμάζει τα απαραίτητα για το γιορτινό
τραπέζι. Και σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι της και είδε το κοριτσάκι και χαμογέλασε αλλά το σπίρτο έσβησε και χάθηκαν πάλι όλα.
Το κοριτσάκι άναψε και τρίτο σπίρτο και πάλι βρέθηκε στο σπίτι του και τώρα άνοιξε η εξώπορτα και μπήκε μέσα γελαστός και γεμάτος δώρα ο πατέρας του
και όταν έσβησε το τρίτο σπίρτο και έσβησαν μαζί όλα αυτά, γρήγορα γρήγορα άναψε άλλο ένα και να τώρα που όλοι μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν μέσα στο σπίτι και το κοριτσάκι ήταν πια ευτυχισμένο και ούτε που κρύωνε καθόλου. Γέλαγε
και φώναζε από τη χαρά του και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο, ώσπου αποφάσισε σε μια στιγμή να τ' ανάψει όλα τα σπίρτα μαζί για ν' αργήσει πολύ να σβήσει η φλόγα, να μη σβήσει ποτέ. Και τ' άναψε όλα μαζί τα σπίρτα και βγήκε μια πολύ μεγάλη φλόγα και πήραν φωτιά τα ρούχα του και η φλόγα το τύλιξε. Άρχισε να φωνάζει τρομαγμένο και να στριγγλίζει με όλη του τη δύναμη. Όμως χωρίς να το
καταλάβει η ώρα είχε περάσει, όλοι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, ο δρόμος
ήταν πια έρημος και δεν το άκουσε κανείς. Το κοριτσάκι καιγόταν ζωντανό. (Και
βέβαια η ζέστη που ένοιωθε τώρα ήταν πολύ πολύ μεγαλύτερη απ' αυτή που επιθυμούσε λίγες ώρες πριν, όταν είχε παγώσει απ' το κρύο).
Κι αν την άλλη μέρα κάποιος περνούσε από εκεί σίγουρα θα παρατηρούσε αυτήν
την τόσο άσχημη αντίθεση: το άσπρο χιόνι, δηλαδή, που είχε σκεπάσει τα πάντακαι αυτόν το μικρό μαύρο σωρό μπροστά στην είσοδο του βιβλιοπωλείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου