Σάββατο πρωί. Ημέρα για διάφορες δουλειές και ψώνια που δεν πρόλαβαν να γίνουν μες στην εβδομάδα. Ημέρα τροφοδοσίας. Στο χασάπικο, στο ψαράδικο, στο σούπερ μάρκετ, στη λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου. Και τέτοια.
Ένα Σάββατο πρωί λοιπόν, πήγαινα στο κατάστημα αλληλέγγυου εμπορίου, που βρισκόταν κοντά στην πλατεία Εξαρχείων. Στο συγκεκριμένο πουλούσαν προϊόντα καφέ, τσάι, ζάχαρη, σοκολάτες. Σύμφωνα με τις αρχές του αλληλέγγυου εμπορίου, τα προϊόντα και οι πρώτες ύλες αγοράζονταν από τους παραγωγούς σε αξιοπρεπείς (και όχι εξευτελιστικές τιμές) και μετά από την παρέμβαση των ελάχιστων δυνατόν μεσαζόντων, για την επεξεργασία, τυποποίηση κ.λ.π., διατίθεντο στην αγορά, μέσω ενός μη εκτεταμένου δικτύου καταστημάτων – δε μπορούσες άρα να βρεις αλληλέγγυα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ ή στο μπακαλικάκι της γειτονιάς. Μάλιστα, στα λίγα αυτά καταστήματα, οι υπάλληλοι εργάζονταν εθελοντικά και το ωράριο λειτουργίας ήταν μειωμένο. Οι «περιορισμοί» αυτοί, εμένα δε με ενοχλούσαν καθόλου. Βλέπετε, είχα γεννηθεί και μεγαλώσει και ζούσα ακόμα στο κέντρο της πόλης κι είχα συνηθίσει «να τα έχω όλα μέσα στα πόδια μου». Επιπλέον η τιμή ήταν λίγο μόνο ακριβότερη από τα βιομηχανικά αντίστοιχα προϊόντα και η ποιότητα αισθητά καλύτερη. Για τους λόγους λοιπόν αυτούς, είχα συνηθίζει να αγοράζω τον καφέ και τις σοκολάτες μου από κεί.
Έφθασα που λέτε στο μαγαζί, μπήκα μέσα. Ένας κύριος προηγείτο, έβλεπα την πλάτη του. Και στο βάθος, γύρω από ένα τραπέζι κάθονταν μερικοί αλληλέγγυοι, εθελοντές υπάλληλοι του καταστήματος και κάποιοι αλληλέγγυοι φίλοι τους και έπιναν αλληλέγγυο καφέ και τσιμπολογούσαν αλληλέγγυα μπισκότα και βουτήματα. Μας κοίταξαν και τους δύο, τον κύριο και μένα ερωτηματικά, κάποιος τους σηκώθηκε μα πριν πει «παρακαλώ», ο κύριος μπρος μου άρχισε ένα χαμηλόφωνο τροπάριο, δεν άκουγα τί έλεγε, μα με τόσο γνωστό τόνο και ύφος που αμέσως κατάλαβα ότι δεν είχε έρθει εδώ για να ψωνίσει μα για να ζητιανέψει – αυτός ήταν ο τόνος και το ύφος που ήξερα καλά. Ξέρετε, σ’ αυτήν τη γειτονιά πού ‘χα γεννηθεί και μεγαλώσει, παρεπιδημούσαν πλήθος τζανκίς που συστηματικά επαιτούσαν για «να φάνε κάτι», «να αγοράσουν εισιτήρια λεωφορείου», «να βάλουν βενζίνη στο μηχανάκι», «για να πάρουν φάρμακα», αλλά βέβαια όλα αυτά ήταν δικαιολογίες καθώς το μόνο που ενδιαφέρει έναν τζανκί είναι να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του και μόνον.
Ο αλληλέγγυος υπάλληλος αρνήθηκε, οφείλω να πω ευγενικά, κι ο άνθρωπος αργά κι απελπισμένα, άρχισε να στρέφεται προς την έξοδο. Τον πρόσεξα καλύτερα. Ήταν μεν πτωχοντυμένος, αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο στην όψη του που να πρόδιδε την έξη που είχα φαντασθεί. Άρα κάποιος άπορος ίσως, ποιός ξέρει. Τη στιγμή που διασταυρωθήκαμε ψιθύρισε με μια κλαψιάρικη φωνή: «Κανείς δε με βοηθάει» και βγήκε, έφυγε.
«Παρακαλώ;» είπε τώρα ο αλληλέγγυος υπάλληλος. «Μμμμμμ;». «Παρακαλώ κύριε, τι θα θέλατε;». «Εεεεε, ναι, θά ‘θελα ……. εεε, δύο πακέττα καφέ φίλτρου και τρεις σοκολάτες μπίττερ». Πήρα τα πράγματα μου, πλήρωσα κι έφυγα. Και σκεπτόμουν σε όλον το δρόμο της επιστροφής: κι αν έλεγε αλήθεια αλληλέγγυοι φίλοι, ο άνθρωπος; Τότε;
Τότε, όλοι μας, και σεις και γω, θα βρεθούμε μαζί πάλι και στο διηνεκές. Και τα πιο απομακρυσμένα σημεία σ’ αυτούς τους σκοτεινούς, σπηλαιώδεις, υπόγειους κόσμους δε θα φτάνουν να φωτίσουν οι φωτιές που θα καίνε κάτω από τα καζάνια μας. Όμως θα φτάνουν ως εκεί, αντηχώντας, οι φωνές μας, απεγνωσμένες, γοερές: «Κανείς δε μας βοηθάει, κανείς δε μας βοηθάει!».