Ξέρασ' η γη τα σωθικά της
σκόρπισαν πετρώματα, ορυκτά και μεταλλεύματα
λάβα και μάγμα
φωτιά και στάχτη
κι ηρέμησε το ηφαίστειο και κοιμήθηκε
μα ο κουρνιαχτός εσκέπασε τα πάντα
ένας σταχτής κρανίου τόπος
ύστερα έπιασαν βροχές
φυσούσε αέρας
έβρεξε πάλι, χιόνισε κιόλας μερικές φορές
ανέτειλε ο ήλιος, έδυε, ανέτειλε ξανά
αλλάζαν οι εποχές
βλάστησαν κάποιοι απ' τους θαμμένους σπόρους
ξεμύτισαν μικρά φυτά, βγάλανε άνθη
ήρθανε έντομα τα άνθη να τρυγήσουνε
κάποια φυτά γίνανε θάμνοι, βγάλανε καρπούς
ήρθαν πουλιά που τρώγαν τους καρπούς
πολλαπλασιάστηκαν έντομα, πουλιά, φυτά
γινήκαν δέντρα κάποιοι θάμνοι
πρασίνισε ο τόπος
ήρθανε ζούδια που τρώγαν τα φυτά
και μετά ήρθαν ζούδια
που τρων΄εκείνα που τρώνε τα φυτά
και μετά ήρθαν κάτι άλλα ζούδια παράξενα
που στέκονταν στα δυο τους πόδια
που τρώγανε και τα φυτά και τους καρπούς
και όλα τ' άλλα ζωντανά
και χρησιμοποιούσαν τα τομάρια τους
για να καλύπτουν τα κορμιά τους
ή μερικά τα ημέρωναν
κοντά τους τα κρατούσαν
για παρέα ή για βοήθεια
για να τους κάνουνε δουλειές
το γάλα να τους πίνουνε
τ΄αυγά τους για να τρώνε
ή και τη σάρκα τους χωρίς να χρειαστεί
να κυνηγήσουν να τα πιάσουν
καλλιεργήσανε τη γη που όμως δεν έφτασε
και έτσι χτίσανε
πεζούλες στα βουνά
να την πολλαπλασιάσουν
πέτρες πελέκησαν και ξύλα
φτιάξανε καταλύματα
φωτιά ανάβαν να ζεσταίνουνται
και για να μαγειρεύουν
έκαμαν μονοπάτια για να μετακινούνται
από τον έναν ως τον άλλον τον καταυλισμό
δεν παραμέλησαν να εκμεταλλευθούν
κι όλη τη γύρω θάλασσα
ψαρεύαν την τροφή τους συμπληρώνοντας
χτίσανε ξύλινα μέσα πλωτά
κι έτσι να ταξιδεύουν
πληθαίνανε με τον καιρό
κάποιοι εφτάσαν ως τ' απέναντι νησιά
όμως και άλλοι επίσης που
κινήθηκαν εκείνοι αντιστρόφως
τσακώθηκαν, πολέμησαν, σκοτώθηκαν
κάψανε τα χωριά, τις καλλιέργειες
μαύρισ' ο τόπος
και δώσ' του πάλε απ' την αρχή
ξεκίνησαν ανταλλαγή στα προϊόντα τους
τα στέλναν απ' τη θάλασσα
στα κοντινά λιμάνια
και τη μεγάλη Πόλη όπως τη λέγαν
πού 'χε γίνει στο βορρά
το κοιμισμένο ηφαίστειο
άφηνε τόπους τόπους
μικρές ανάσες γύρω στα νερά
πού 'ταν ζεστά συνέχεια
και μύριζαν περίεργα
και βρήκαν πως αν μέσα βουτηχτείς
γιατρεύονται οι πόνοι κι οι αρρώστιες
το μάθανε κι αλλού και άρχισαν
πλήθη μεγάλα κόσμου να συρρέουν
φτιάχτηκαν σπίτια κι άλλα σπίτια, μαγαζιά
να τους φιλοξενήσουν
μεγάλων΄ολοένα το κεντρικό ιδίως το χωριό
και ζούσανε προσώρας όλοι πλούσια και χαρούμενοι
απ' τον επιλεγόμενο
τον "τουρισμό"
άλλαξ' όμως η μόδα και σταμάτησε
νά 'ρχεται πια ο κόσμος τόσο
δε φτάναν οι δουλειές, η γης
να ταϊστούν οι ανθρώποι
ίσως και νά 'χανε πια μάθει διαφορετικά
και να ζητούσαν άλλα
εύκολες πλέον οι μετακινήσεις
είχαν φτιαχτεί και δρόμοι
φύγανε πρώτα νέοι πολλοί
τους ακολούθησαν και κάποιοι μεγαλύτεροι
μείνανε μόνο οι γέροντες
που αρχίσαν να πεθαίνουν
ερήμωσαν τα σπίτια, οι συνοικισμοί
παρατηθήκαν κι αγριέψαν τα χωράφια
άσπαρτες οι πεζούλες, δεν πήγαινε κανείς
αμάζευτες οι ελιές
χαθήκανε πολλά από τα μονοπάτια
το δάσος κάλυπτε εδάφη
η φύση πίσω άρχισε
να παίρνει αυτό που της ανήκει
παρ' όλα αυτά σε κάποιους άρεσε ο τόπος
ήρθαν εδώ και χτίσαν νέα σπίτια
ή επισκεύασαν παλιά
άλλοι με γούστο, σεβασμό και προσοχή
άλλοι πάλι καθόλου
σαν είναι η εποχή ζεστή
έρχονται ορισμένοι για παραθερισμό
μη φανταστείς ωστόσο καμμιά πολυκοσμία
οι πιο περισσότεροι είναι περαστικοί
υπάρχουν ορισμένοι, φίλοι πολύ, επισκέπτες
και λίγοι μόνιμοι φανατικοί
εκ των οποίων ελάχιστοι
(άλλοι τους λεν και γραφικούς)
σπέρνουν πάλι, φυτεύουνε, φτιάχνουν, δημιουργούνε
γυρίζουν και μαθαίνουνε κάθε γωνιά
βάζουν σχέδιο φιλόδοξο
να εντοπίσουν και να ανοίξουνε ξανά
τις στράτες τις χαμένες στα βουνά
που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί
ώστε να δύνανται οι φυσιολάτρες, οι περιηγητές
να περπατούν γύρω εκεί θαυμάζοντας
την τόση, τόση ομορφιά
που δίνει ασφαλώς και η ιδιαίτερη
πολύ μορφολογία
η σχετιζόμενη σαφώς
με της δημιουργίας τις ιδιαιτερότητες
που στην αρχή αναφέρθηκαν
σε τούτον τον παραμυθένιο νεραϊδότοπο
μια από τις αναμφισβήτητα
πιο ωραίες τις γωνιές αυτής της χώρας.