Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Πινακίδα νεόν

Σκοτάδι γοργά αμέσως απλώθηκε
παντού όταν έσβησ' ο ήλιος
την τελευταία του αχτίδα
όρεξη να κάνω δεν είχα για τίποτα
ξένος σ' αυτήν την έρημη πόλη
κι έτσι νωρίς τόσο ξάπλωσα
στου μοτέλ το άβολο, στενό το κρεββάτι
το πρόσωπο μου όμως λούστηκε
μ' ένα νεόν, δυνατό απ' έξω φως
που με τρύπαε ίσα στο μάτι
σηκώθηκα, πήγα ως τη μπαλκονόπορτα
να δω τί έλεε η πινακίδα
και είδα απέναντι που έλεγε (Χα!):
"Γραφείο Τελετών - Η Τελευταία Φροντίδα".

Σημ.:
1) Γραμμένο στην ουρά αναμονής υπηρεσιών της Δ.Ε.Η., οδός Αριστείδου, Αθήνα
2) Βασισμένο σε πραγματικό περιστατικό κατά τη διάρκεια επαγγελματικού ταξιδιού - ευχαριστώ συνάδελφε Γώργο Α. για την αφήγηση

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Εξαίσια, ανεξέλεγκτη, τελείως

Η βραδιά ήταν εξαίσια
η δεξίωση οργανωμένη τελείως
οικοδεσπότες φίνοι, στυλ όλο και χάρι
το νεόνυμφο, πάμπλουτο κείνο ζευγάρι
εμφανίστηκες μ' έναν ακόμα
νέο καβαλιέρο που δέκα
και πλέον αυτή τη φορά
πιο μικρός σου ήταν στα χρόνια
και φόραγες πάλι ένα πανέμορφο
μικροσκοπικό σχεδόν τίποτα
από λεπτότατο ύφασμα ίσα
που σκέπαζε το θείο σου σώμα
στημένο σαν υπέροχο άγαλμα
πάνω σε τακούνια από γόβες
ψηλά και ψιλά σα βελόνες
"Μα καλά, το κάνεις επίτηδες;
Τί βάζεις συνέχεια αυτήν την
καδένα που σού 'χα χαρίσει;"
σαν σε είδα τόσα αισθήματα...:
οργή, φθόνο, μανία
επιθυμία, λαγνεία και θλίψη
να τα κρύψω καλά πιστεύω κατάφερα
εκτός από μια εντονώτατη
παράφορη, ανεξέλεγκτη στύση.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Χειμερινό (με υπότιτλο και επεξηγηματική σημείωση μεγάλα σχεδόν όσο και το ίδιο το - ο θεός να το κάνει - ποίημα)

Ήρθαν πάλι οι ατέλειωτοι χειμώνες
στης πόλης τις σαβάνες
και τους έρημους λειμώνες
το μικρό το σπουργιτάκι
το λιγνό του το κορμάκι
πίνει ένα καφτό τσαγάκι
για να ζεσταθεί
για να ζεσταθεί ν' αντέξει
και το κρύο να παλέψει
και την παγωνιά
κάνε θεέ μου ας μην κρατήσει η
βαρυχειμωνιά.

Σημ.: πρόχειροι στίχοι (με δανεικό τον πρώτο) πριν βρεθούμε για φρεσκοψημμένα μάφινς, ζεστούς καφέδες και τσάι, την πρώτη φετινή, κρύα, χειμωνιάτικη Κυριακή. Καλό χειμώνα!

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ο αμεταννόητος

Μες στο λασπόλακκο
ως ο χοίρος
που όλο ξαπλώνει
έτσι στο βόρβορο
η ψυχή του λύνεται
κι ήσυχα απλώνει
με βίο κτήνους ώστε
λοιπόν περνά ο καιρός
και το ξέρει μια μέρα
πως θα πεθάνει
αμαρτωλός.