(*από τα παραμύθια της Άννας – βλ. και δημοσιεύσεις 28ης Αυγούστου 2007 και Πέμπτης 27ης Μαΐου 2010)
Στην Καροτούπολη όλα ήταν φτιαγμένα από καρότο. Όλα; Μάλιστα, όλα! Μα…….όλα; Μάλιστα, όλα!!!!
Τα σπίτια για παράδειγμα. Από καρότο ήταν φτιαγμένα: οι τοίχοι από καροτότουβλα, οι σκεπές από καροτοκεραμίδια, τα πατώματα, οι πόρτες και τα παράθυρα από καροτοσανίδες και λοιπά……και λοιπά. Βέβαια, δε χρειάζεται να πούμε ότι στις γλάστρες, στις βεράντες και τις αυλές, φυτρώνανε αποκλειστικά και μόνο καρότα.
Ακόμα, οι δρόμοι όλοι: και οι μικροί δρόμοι στις γειτονιές και οι μεγάλοι δρόμοι στο κέντρο της πόλης, με καροτόχωμα ήταν στρωμένοι. Και με καροτόπλακες ήταν στρωμένες οι πλατείες της Καροτούπολης που τις ομόρφαιναν τα συντριβάνια και τα αγάλματα, με τέχνη σκαλισμένα σε στιλπνό, αστραφτερό καροτόλιθο!
Τα ρούχα των κατοίκων της Καροτούπολης είχαν βεβαίως όλα χρώμα καροτί. Άλλο χρώμα δεν έβλεπες, παρά μόνο που και που, στα κουμπιά – για παράδειγμα - ή στους γιακάδες, άντε λίγο πράσινο (όπως τα φύλλα του καρότου) ή λίγο καφέ (όπως το χώμα, που μέσα του φυτρώνουν και μεγαλώνουν τα καρότα).
Όσο για το τι τρώγανε και το τι πίνανε στην Καροτούπολη…χρειάζεται και σκέψη;
Όλα τα φαγητά και τα γλυκά, φτιάχνονταν από καρότο. Δηλαδή: καρότα βραστά, καρότα ψητά, καρότα σαλάτα, καροτόσουπα, καρότα αλά κρεμ, καρότα κοκκινιστά, καρότα στον ατμό, στα κάρβουνα, στη σούβλα, καρότα με σάλτσα καρότου, καροτόπιτες, καροτοκροκέτες, κέικ καρότου, παγωτό καρότο, καρότο του κουταλιού και άλλα πολλά. Και με τα ποτά το ίδιο: καροτόζουμο, καροτάδα, χυμός καρότου και άλλα πολλά.
Και γιατί όλα αυτά;, ίσως ρωτήσετε. Μα γιατί στην Καροτούπολη οι άνθρωποι αγαπούσαν, μα τι λέω – λάτρευαν! τα καρότα.
Γιατί η Καροτούπολη από τα πολύ - πολύ παλιά χρόνια βγάζει τα καλύτερα καρότα του κόσμου. Γιατί το λένε τα βιβλία, το λένε τα τραγούδια και ο καθένας μας το ξέρει πως τα πιο νόστιμα, ζουμερά, μεγάλα καρότα, είναι της Καροτούπολης. Γιατί η Καροτούπολη είναι χτισμένη ανάμεσα σε απέραντες εκτάσεις με καροτοχώραφα που ανήκουν στους κατοίκους της Καροτούπολης, που για γενιές και γενιές τα καλλιεργούν. Και βέβαια τα καρότα της Καροτούπολης έχουν την πιο ψηλή τιμή στην αγορά και χάρη στα καρότα που παράγουν και πουλάνε, οι κάτοικοι της Καροτούπολης ζούνε μια πολύ άνετη ζωή.
Γι αυτό αγαπούν τόσο τα καρότα τους και είναι περήφανοι γι αυτά και γι αυτό ίδρυσαν στην Καροτούπολη, την περίφημη Ακαδημία του Καρότου. Το επιβλητικό κτίριο της Ακαδημίας δεσπόζει στο κέντρο της πόλης και ξεπροβάλλει ψηλό και εντυπωσιακό, περιτριγυρισμένο από καροτόκηπους, υποδειγματικά περιποιημένους.
Όλη τη μέρα η Ακαδημία είναι γεμάτη από εκατοντάδες σπουδαστές που παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδουν οι σοφοί και σεβάσμιοι καθηγητές της Ακαδημίας, ή μελετούν και κάνουν τις εργασίες τους. Και στα διαλείμματα συζητούν με πάθος και ενθουσιασμό για διάφορα (γύρω από το καρότο) θέματα ή απλά ξεκουράζονται κάνοντας περιπάτους στον κήπο ροκανίζοντας δροσερά καρότα.
Ενώ την ίδια ώρα του διαλείμματος, οι σοφοί και σεβάσμιοι καθηγητές της Ακαδημίας προχωράνε βιαστικοί στους διαδρόμους, για να προλάβουν να προετοιμαστούν για την επόμενη παράδοση. Και άμα διασταυρώνονται, βγάζουν τους σκούφους και τα καπέλα τους και λένε ο ένας στον άλλον:
- Καλημέρα κύριε συνάδελφε!
- Καλημέρα κύριε συνάδελφε!
Και συνεχίζουν βιαστικοί κουβαλώντας τα βιβλία και τις σημειώσεις τους κάτω από τη μασχάλη, να προλάβουν να είναι έτοιμοι για το επόμενο μάθημα. Γιατί οι καθηγητές της Ακαδημίας αγαπούν πολύ τη δουλειά τους και αισθάνονται μεγάλο χρέος και μεγάλη ευθύνη για τη νέα γενιά, τους σπουδαστές τους, που θα γίνουν οι αυριανοί καλλιεργητές των περίφημων καρότων της Καροτούπολης, των καλύτερων καρότων του κόσμου.
Έτσι η φήμη της Ακαδημίας της Καροτούπολης έχει φτάσει στις άκρες του κόσμου. Όλοι έχουν ακουστά για τη σπουδαία αρχιτεκτονική του κτιρίου της Ακαδημίας, την τέλεια οργάνωση της, το υψηλό επίπεδο σπουδών, τους πιο σπουδαίους επιστήμονες καθηγητές στον κόσμο και τους άξιους και μελετηρούς σπουδαστές της.
Όμως υπάρχει και μια άλλη φήμη, λιγότερο διαδεδομένη που κυκλοφορεί κυρίως στα γύρω χωριά και τις γειτονικές με την Καροτούπολη πόλεις. Οι άνθρωποι εκεί δε πολυσυμπαθούν τους κατοίκους της Καροτούπολης και - για να λέμε τα πράγματα όπως είναι -, τους ζηλεύουν. Γιατί τους ζηλεύουν;
Μα για τα καρότα τους, τι άλλο; Γιατί όσο κι αν προσπαθούν, τα καρότα που καλλιεργούν εκείνοι ποτέ δε φθάνουν σε ποιότητα τα καρότα της Καροτούπολης και ποτέ δεν πιάνουν τόσο καλές τιμές στην αγορά. Και λένε πως δε μπορεί, οι κάτοικοι της Καροτούπολης έχουνε κάποιο μυστικό που κάνει τα καρότα τους τόσο καλά. Κάποιο μυστικό γνωστό από παλιά, πολύ παλιά, τότε που βγήκαν στην Καροτούπολη τα πρώτα τόσο καλά καρότα από τους προγόνους των σημερινών κατοίκων της πόλης. Μετά από δοκιμές πολλές με ποικιλίες διάφορες και διασταυρώσεις, με σπορά σε πολλά διαφορετικά χώματα, με πειραματισμούς στο όργωμα, στο σκάλισμα, στο πότισμα, ανάλογα και με τον καιρό, κατάφεραν τελικά εκείνοι οι πεισματάρηδες και παθιασμένοι καλλιεργητές να παράγουν μια ποικιλία καρότων εξαιρετικής ποιότητας που, απ’ ότι φάνηκε στα επόμενα χρόνια, ήταν και συνέχισε και συνεχίζει να είναι, η καλύτερη στον κόσμο.
Οι λεπτομέρειες λοιπόν που οδήγησαν σε αυτήν την επιτυχία και ο σπόρος της ποικιλίας αυτής και ποιος ξέρει τι άλλο είναι, λέγανε οι άνθρωποι αυτοί, το μυστικό των καρότων της Καροτούπολης. Κι ακόμα λέγανε πως στο κτίριο της Ακαδημίας, εκτός από τα αμφιθέατρα, τις αίθουσες διδασκαλίας, τα εργαστήρια, τη βιβλιοθήκη, τα γραφεία και όλους τους άλλους χώρους, υπήρχε κάπου καλά, πολύ καλά κρυμμένη, σε κάποιο βαθύ υπόγειο, σε κάποια ψηλή σοφίτα ίσως, σε μυστική στοά, ή άλλη απίθανη κρυψώνα………υπήρχε λοιπόν μέσα στο κτίριο της Ακαδημίας, η Αίθουσα του Μυστικού των Καρότων. Και μέσα εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος μονάχα: ο Φύλακας του Μυστικού των Καρότων.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, ο Φύλακας του Μυστικού, που εκλεγόταν με διαδικασίες μυστικές ανάμεσα στους κατοίκους της Καροτούπολης, είχε σε όλη τη ζωή του ένα καθήκον, μία δουλειά, ένα σκοπό: να φυλάει το Μυστικό των Καρότων. Να μη χαθεί, να μη γίνει γνωστό έξω από την Καροτούπολη και να εφαρμόζεται κάθε χρόνο από τους καλλιεργητές με ακρίβεια, για να φέρνει επιτυχία. Κι όταν πέρναγαν πολύ τα χρόνια και ο φύλακας ήταν πια πολύ-πολύ γέρος, τότε – πάλι με τις μυστικές διαδικασίες – εκλεγόταν ο νέος Φύλακας του Μυστικού, που έπαιρνε τη θέση του στην αίθουσα του Μυστικού και φρόντιζε και τον προκάτοχο του γέρο φύλακα, που λίγο καιρό μετά την εκλογή του νέου, αναπαυόταν για πάντα.
Κάποιοι λοιπόν από τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών της Καροτούπολης, που πίστευαν στο θρύλο του Μυστικού των Καρότων, μην αντέχοντας άλλο να μη μπορούν να βγάλουν καρότα καλύτερα, ή τουλάχιστον ίδια με αυτά της Καροτούπολης, αγανακτισμένοι και τυφλωμένοι από τη ζήλεια, πήραν μια φοβερή απόφαση: να κλέψουν το Μυστικό των Καρότων!
Οργανώθηκαν, σχεδίασαν την επιχείρηση, επέλεξαν τους πιο ικανούς κι ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι ξεκίνησαν. Στην Καροτούπολη κοιμόντουσαν όλοι. Ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, ακούστηκε μια φοβερή κραυγή: ΛΑΓΟΙ!!!!!!!!!!!!
Σηκώθηκαν όλοι ξαφνιασμένοι από τα κρεβάτια τους. Η άγρια κραυγή ξανακούστηκε, ακόμα πιο δυνατή: ΛΑΓΟΙ!!!!!!!!!!!!! Οι κάτοικοι της Καροτούπολης τότε, έντρομοι και ανήσυχοι, ντύθηκαν όπως-όπως, άρπαξαν τσουγκράνες, δρεπάνια, σκαλιστήρια, ραβδιά και τρέξανε όλοι στα χωράφια με τα καρότα. Γιατί ήξεραν, όπως όλοι μας, ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των καρότων είναι ο λαγός, που τόσο του αρέσουν και πως ένα κοπάδι πεινασμένοι λαγοί θα μπορούσαν σε λίγη ώρα, με τα κοφτερά τους δόντια, να αφανίσουν τη σοδειά που σε λίγες μέρες περίμεναν να μαζέψουν, αφού τόσους μήνες είχαν κοπιάσει γι αυτήν. Σε λίγα λεπτά η Καροτούπολη είχε αδειάσει. Ακόμα και η Ακαδημία του Καρότου άδειασε. Οι φοιτητές, οι φύλακες, κι αυτοί ακόμα οι σοφοί και σεβάσμιοι καθηγητές της Ακαδημίας ξεχύθηκαν κατά τα καροτοχώραφα, για να προστατέψουν τα αγαπημένα και πολύτιμα καρότα τους από τις ορδές των αδηφάγων λαγών.
Τότε λοιπόν, με το που ερήμωσε και άδειασε η Ακαδημία, κάποιες σκιές ξεγλίστρησαν από το σκοτάδι και πλησίασαν στην είσοδο της. Ήταν οι ζηλιάρηδες γείτονες της Καροτούπολης, που αυτοί οι ίδιοι βέβαια ήταν που φώναξαν «ΛΑΓΟΙ» -χωρίς λαγοί να υπάρχουν, για να αδειάσει η πόλη και το κτίριο και τώρα μπήκαν μέσα, μοιράστηκαν σε μικρότερες ομάδες και ξεκίνησαν να ψάχνουν για την αίθουσα του μυστικού.
Ψάξανε παντού, ψάξανε δεξιά, ψάξανε αριστερά, ψάξανε πάνω, ψάξανε κάτω, ψάξανε όλους τους ορόφους, όλους τους χώρους, κάθε γωνιά….τίποτα, τίποτα, τίποτα! Είχανε απογοητευτεί τελείως και ήταν όλοι τους έτοιμοι να πιστέψουν ότι το Μυστικό και η Αίθουσα και ο Φύλακας δεν ήταν παρά ένας μύθος και τίποτε στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.
Όμως τότε ένας από όλους τους που είχε φτάσει βαθιά στα υπόγεια της Ακαδημίας, στα πλυσταριά (εκεί που πλένανε τα τραπεζομάντηλα από το εστιατόριο, τα σεντόνια από τα κρεβάτια των κοιτώνων και τις τηβέννους και τους σκούφους των σοφών και σεβάσμιων καθηγητών της Ακαδημίας και ότι άλλο ύφασμα χρειαζόταν πλύσιμο), είδε μια μικρή, στενή σκάλα που κατέβαινε λίγο πιο κάτω ακόμα και σταμάταγε μπροστά σε μια ξεθωριασμένη, ταπεινή, ξύλινη πορτίτσα. Μη πιστεύοντας πως μπορούσε να υπάρχει τίποτα σπουδαίο μέσα εκεί, κατέβηκε τα σκαλιά, άνοιξε το πορτάκι κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τι κρυβόταν από πίσω: ένα άδειο μεγάλο δωμάτιο και μες στη μέση να κάθεται ένας αφάνταστα μεγάλης ηλικίας γέροντας που φόραγε ένα καροτί μανδύα και σκούφο στο ίδιο χρώμα, και ήτανε κοντά του, στο πάτωμα ακουμπισμένα, από τη μια ένα πανέρι με καρότα – από τα οποία, εκείνη τη στιγμή, πήρε ένα ο γέροντας και άρχισε να το τρώει με απόλαυση – και από την άλλη ένα ξύλινο σφραγισμένο κασελάκι. Με το που είδε το κασελάκι ο κλέφτης, χωρίς να το θέλει, έβγαλε μια δυνατή φωνή: Ααααααααααααααααα!! που ακούστηκε ακόμα πιο δυνατή σε όλο το άδειο κτίριο της Ακαδημίας. Οι υπόλοιποι κλέφτες ψάχνοντας να βρουν από πού ήρθε η φωνή αυτή, μαζεύτηκαν τελικά όλοι στο τελείωμα της σκάλας και κοίταζαν από το άνοιγμα της πόρτας την περίφημη Αίθουσα του Μυστικού των Καρότων της Καροτούπολης και ολοζώντανο μπροστά τους, τον υπερήλικα Φύλακα του Μυστικού, ο οποίος μάλιστα – άκουσον, άκουσον! – χαμογέλαγε καλωσυνάτα και ενθαρρυντικά στους κλέφτες και τους έκανε φιλικά νεύματα, σα να τους προσκαλούσε να μπουν στην αίθουσα, να κάτσουν γύρω του και να πάρουν από το πανέρι καρότα για να φάνε.
Τότε ένας από τους κλέφτες, ο πιο τολμηρός ή – για να πούμε την αλήθεια – ο πιο αυθάδης και αγενής, προσπέρασε τους άλλους, μπήκε στην αίθουσα, στάθηκε απέναντι στο γέροντα με τα καροτί ρούχα που του χαμογελούσε ευγενικά, έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο, ξύλινο γουδοχέρι (που το είχε σουφρώσει από την κουζίνα του σπιτιού του), το σήκωσε ψηλά και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του φύλακα του Μυστικού των Καρότων.
Ένας παράξενος ήχος («Φτλοπ»!) ακούστηκε και ο γερο Φύλακας, χωρίς το χαμόγελο να χαθεί από τα χείλη του, έγειρε προς τα πίσω και ξάπλωσε στο πάτωμα φαρδύς – πλατύς. Ο κλέφτης όρμηξε προς το μέρος του, έσκυψε, έσπασε τη σφραγίδα και άνοιξε το κασελάκι, κοίταξε μέσα κι ύστερα γύρισε και μ’ ένα άγριο γέλιο και βλέμμα, έδειξε στους άλλους κλέφτες τι υπήρχε μέσα εκεί. Τι υπήρχε; ….Μα τι άλλο;…Το Μυστικό των Καρότων!!: Αναλυτικές σημειώσεις για σπόρο, για λιπάσματα, για πότισμα, για σκάλισμα, για φροντίδα γενική των καρότων και επιπλέον σακουλάκια διάφορα με δείγματα σπόρων!!!
Επιτέλους, το περίφημο Μυστικό ήταν στα χέρια τους. Πήραν το πολύτιμο λάφυρο και πήραν γρήγορα το δρόμο του γυρισμού. Βγήκανε τρέχοντας από την Ακαδημία και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Και βγαίνανε από την Καροτούπολη την ώρα που οι κάτοικοι της επέστρεφαν σε αυτήν, απορημένοι μα και ανακουφισμένοι που δε βρήκανε λαγό κανένα ή άλλο τίποτα να απειλεί τα καμαρωτά καρότα τους.
Την ίδια ώρα ο γερο Φύλακας του Μυστικού συνερχόταν από τη λιποθυμία που του προξένησε το χτύπημα με το γουδοχέρι, σηκωνόταν από το πάτωμα, έφερνε με κόπο το χέρι του στο πάνω μέρος του κεφαλιού του – εκεί όπου είχε φυτρώσει ένα μακρύ και μυτερό, σαν (τι άλλο;)..καρότο, μεγάλο καρούμπαλο και κοιτάζοντας γύρω, διαπίστωνε ότι έλειπε το κασελάκι και σκύβοντας κάτω έπιανε – μιας και τίποτα άλλο πια εκεί δεν υπήρχε – ένα από τα τελευταία καρότα που είχαν μείνει στο πανέρι.
Αμέσως από την άλλη μέρα και μάλιστα πρωί – πρωί ξεκίνησαν οι κλέφτες, γείτονες της Καροτούπολης, να εφαρμόζουν τις μεθόδους που περιγράφονταν στο Μυστικό των Καρότων και λίγες κιόλας εβδομάδες μετά, ήταν φανερό πως καρότα σαν κι αυτά δεν είχαν ξαναβγάλει, με τέτοια ποιότητα εξαιρετική, ισάξια (αν όχι καλύτερη) με αυτή των καρότων της Καροτούπολης. Χάρηκαν τόσο! Ξετρελλάθηκαν από τη χαρά τους! Μετά από χρόνια και χρόνια, να που κι αυτοί – επιτέλους! – ήταν πρώτοι από τους πρώτους. Κλαίγανε, γελάγανε από χαρά, τρέχανε κάθε τρεις και λίγο στα χωράφια μην τυχόν κάτι πάει στραβά και πάψει η ποιότητα των καρότων να είναι τόσο καλή, μα κάθε φορά που πήγαιναν ακόμα καλύτερα τα βρίσκανε και δώστου και κλαίγανε και γελάγανε από χαρά και οργανώνανε γιορτές και γλέντια και συγκεντρώσεις.
Ε, δεν ήθελε και πολύ. Το νέο μαθεύτηκε παντού. Ήρθανε οι πρώτοι έμποροι καρότων που είχαν ακούσει τις φήμες, και μετά κι άλλοι κι ύστερα κι άλλοι και είδανε με τα μάτια τους τι υπέροχα, λαχταριστά καρότα φυτρώνανε και στις περιοχές γύρω από την Καροτούπολη – όχι σε αυτήν μονάχα. Άρχισαν οι έμποροι να κάνουν προσφορές για να καπαρώσουν τα καρότα των περιοχών γύρω από την Καροτούπολή κι όσο περνούσαν οι μέρες, οι προσφορές γίνονταν όλο και καλύτερες κι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εμπόρων μεγάλωνε.
Τελικά τα νέα έφτασαν στ’ αυτιά του φημισμένου Μεγαλέμπορου που έκανε εμπόριο καρότων στην περιοχή από πολύ – πολύ παλιά και είχε συνεργαστεί με τους πατεράδες και τους παππούδες ακόμα, των σημερινών καλλιεργητών.
Έφτασε λοιπόν στα χωριά γύρω από την Καροτούπολη όπου μια επιτροπή κατοίκων τον υποδέχθηκε με ευγένεια και σεβασμό μεγάλο. Ήτανε γέρος, πολύ γέρος, σχεδόν ίδιας ηλικίας με το Φύλακα του Μυστικού. Και είχε ένα χαμόγελο πικρό και ένα τόσο λυπημένο βλέμμα!
Του φέρανε μερικά καρότα να τα δει και να τα δοκιμάσει κι ύστερα τον πήγανε να δει και τα χωράφια. Όταν τελειώσανε εκείνος είπε:
- «Καλά. Πάω τώρα μέχρι την Καροτούπολη και θα τα πούμε μετά!!»
Έφτασε στην Καροτούπολη όπου οι ανήσυχοι και στεναχωρημένοι για όλα αυτά που συνέβαιναν κάτοικοι, τον αντίκρισαν με έκπληξη. Όταν τους ζήτησε να δει το φύλακα, αυτοί τον οδήγησαν χωρίς αντιρρήσεις, αφού το Μυστικό δεν ήταν πια μυστικό, σε εκείνον. Μπήκε στη αίθουσα του Μυστικού και κάθησε απέναντι του. Toυς άφησαν μόνους. Μοιάζανε κάπως οι δυο τους, έτσι αν τους έβλεπες μαζί.
Και είπε ο Μεγαλέμπορος των Καρότων στο Φύλακα του Μυστικού των Καρότων:
- «Θα τα αγοράσω. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Γέρασα γέρο κάνοντας πράγματα άλλα από αυτά που ονειρεύτηκα. Αλλά τουλάχιστον τα κάνω με αρχές και τρόπο σωστό. Τα καρότα των γειτόνων σας είναι φέτος καλά όσο και τα δικά σας. Εγώ οφείλω να τα αγοράσω και να τα πληρώσω στην ανάλογη τιμή. Μονάχα, ήθελα να σε ρωτήσω…….πώς έγινε και άφησες να σου πάρουν, όπως ακούω, το Μυστικό;»
Ο Φύλακας χαμογέλασε και του απάντησε:
- «Αυτό που πήρανε οι κλέφτες δεν ήταν το πραγματικό Μυστικό. Το Μυστικό των Καρότων και όλων των πραγμάτων και όλης της ζωής, είναι εδώ…….»
….είπε και πήρε το πανέρι που ήταν δίπλα του στο πάτωμα, το αναποδογύρισε, άδειασε τα καρότα που ήταν μέσα, το τίναξε μάλιστα από λίγα χώματα που είχε, το γύρισε ξανά και είπε στο Μεγαλέμπορο:
- «Να το Μυστικό!»
Έσκυψε εκείνος και είδε. Είδε που στο χάρτινο κάλυμμα, στον πάτο του πανεριού, ήταν γραμμένες οι λέξεις:
ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΦΙΛΙΑ ΑΓΑΠΗ
ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΛΩΣΥΝΗ
Σήκωσε τότε το κεφάλι ο γέρος Μεγαλέμπορος και είπε στο φύλακα, πλατιά χαμογελώντας:
- «Κατάλαβα. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Τώρα πρέπει να φύγω»
Και ο Φύλακας του απάντησε:
- «Να πας στο καλό. Χάρηκα που σε γνώρισα»
Ο γέρος Μεγαλέμπορος των καρότων έφυγε και σ’ όλο το δρόμο, συνέχεια (πόσο σπάνιο γι αυτόν!) χαμογελούσε. Ήταν η ώρα του δειλινού και όλα γύρω είχαν αποκτήσει χρώματα υπέροχα, μα πιο πολύ ο ουρανός που είχε βαφτεί μ’ ένα βαθύ, μαγευτικό – χωρίς αμφιβολία – χρώμα καροτί!
Την άλλη μέρα ο Μεγαλέμπορος πήγε στις γύρω πόλεις, έκλεισε συμφωνία με τους κατοίκους και ξεκίνησαν για τα χωράφια, να μαζέψουν τα καρότα. Όμως, όταν άρχισαν οι εργάτες να βγάζουν τα πρώτα καρότα από το χώμα, είδαν όλοι πως τα ως τα χθες τέλεια και τρανά καρότα, είχανε πάρει σχήματα αλλόκοτα και μοιάζανε (πώς ήταν δυνατόν;!) με γράμματα κι έτσι όπως φυτρώνανε δίπλα – δίπλα στις βραγιές, σχηματίζανε μια λέξη!!!:
Κ Λ Ε Φ Τ Ε Σ
Οι κάτοικοι τά ‘χασαν και τρόμαξαν πολύ. Ο Μεγαλέμπορος έβαλε τα γέλια, ακύρωσε τη συμφωνία, πήρε τα συνεργεία των εργατών του και πήγε γραμμή στην Καροτούπολη όπου τον δέχτηκαν με χαρά και ανακούφιση και πήγαν στα χωράφια, μάζεψαν τα καρότα, τα ζύγισαν, τα φόρτωσαν, κανόνισαν την πληρωμή και στήσανε το βράδυ το καθιερωμένο γλέντι, να γιορτάσουν που κι αυτή τη χρονιά πήγε καλά η σοδειά τους! Τι ωραία! Όλα ήταν όπως πριν!
Στις γύρω πόλεις όμως; Πάλι απογοήτευση, πάλι στεναχώρια! Πέρασαν λίγες μέρες. Οι κλέφτες είχαν καταλάβει το λάθος τους και γεμάτοι τύψεις και ντροπή ξεκίνησαν και πήγαν στην Καροτούπολη και συνάντησαν το Φύλακα του Μυστικού. Κι εκείνος όχι μόνο τους συγχώρεσε, μα και τους έδειξε το πραγματικό Μυστικό! και τους έδωσε ένα σωρό άλλες συμβουλές και μαζί τις ευχές του.
Λίγες μέρες μετά, στα χωριά και τις πόλεις γύρω από την Καροτούπολη, ξεκινούσαν οι καλλιεργητές μια νέα προσπάθεια. Έσπερναν πάλι, μα αυτή τη φορά όχι καρότα: αλλού ραπανάκια, αλλού πατζάρια, αλλού κρεμμύδια, πατάτες, ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές, φασολάκια, κουνουπίδια, λάχανα, μαρούλια. αγκινάρες και άλλα λαχανικά.
Έτσι τους είχε συμβουλέψει ο φύλακας. Αφού στην Καροτούπολη βγαίνανε τόσα χρόνια τα καλύτερα καρότα, γιατί αυτοί δε δοκιμάζανε να καλλιεργήσουν κάτι άλλο;
Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν τη δοκιμή και μάλιστα να εφαρμόσουν το Μυστικό (το πραγματικό) στον τρόπο που καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους αλλά και στη συμπεριφορά τους και τη ζωή τους γενικά.
Ήρθε λοιπόν μετά η ώρα της συγκομιδής και για δες…….όλα τα λαχανικά βγήκαν σε ποιότητα πολύ – πολύ καλή και πουλήθηκαν σε πολύ καλή τιμή και χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν πολύ οι καλλιεργητές και ξεκίνησαν με κέφι και μεράκι να δουλεύουν για την επόμενη σοδειά, που βγήκε ακόμη καλύτερη και η επόμενη ακόμα πιο καλύτερη.
Σε λίγα χρόνια, στην περιοχή γύρω από την Καροτούπολη, βγαίνανε χωρίς υπερβολή τα καλύτερα λαχανικά του κόσμου. Τα καλύτερα πατζάρια, τα καλύτερα κουνουπίδια, τα καλύτερα κολοκύθια κ.λ.π.. Οι πόλεις και τα χωριά αλλάξανε ονόματα και - ανάλογα με το τι καλλιεργούσαν στο καθένα – γίνανε Πατζαρούπολη, Κουνουπιδούπολη, Κολοκυθούπολη κ.λ.π. Και σε κάθε μία πόλη, ιδρύθηκε η αντίστοιχη Ακαδημία: η Ακαδημία του Πατζαριού, η Ακαδημία του Κουνουπιδιού, η Ακαδημία του Κολοκυθιού κ.λ.π.
Όλοι δούλευαν, σπούδαζαν και ζούσαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Και κάθε φορά που μαζευόταν μια σοδειά, οργάνωναν πανηγύρια και γιορτές και έτσι όλο το χρόνο η ατμόσφαιρα ήταν χαρμόσυνη και γιορτινή.
Γι αυτό και σας προτείνω να πάτε οπωσδήποτε μια βόλτα ως εκεί. Να ζήσετε από κοντά τη χαρούμενη αυτή ατμόσφαιρα, να γεμίσετε τις τσάντες σας φρέσκα, πεντανόστιμα λαχανικά και να γνωρίσετε τους κατοίκους της περιοχής που είναι τόσο φιλόξενοι και ευγενικοί. Εγώ τους επισκέπτομαι συχνά, γι αυτό σας παρακαλώ να τους δώσετε τα χαιρετίσματα μου, γιατί τους αγαπώ πολύ και – όχι για να το παινευτώ, μα έτσι νομίζω είναι – κι εκείνοι με αγαπάνε.