Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Τα έξοχα Ιωάννινα

(γράμμα στη Λ. που γύρισε από τα Γιάννενα, τα οποία βρήκε - και στα οποία πέρασε – «έξοχα!»)



Αχ! Τα Ιωάννινα! Η πόλις η εξόχως ενδιαφέρουσα! Που βρίθει (εξόχως) εξόχων ενδιαφερόντων, αξιοθεάτων, απολαύσεων και αισθήσεων!
Το έξοχον σπήλαιον βεβαίως, στην εξοχή, έξω από τα Ιωάννινα.
Το των κερίνων ομοιωμάτων μουσείον.
Οι έξοχοι μεζέδες και τα εδέσματα, τα εκ των πλασμάτων της Λίμνης προερχόμενα (πόδες βατράχων και άλλα).
Η νήσος της Λίμνης, οι κάτοικοι της οποίας λέγεται ότι κατάγονται από τη Λακωνία, από τη Μάνη.
Η παράδοση της εξόχου συντεχνίας των τοπικών ασημουργών.
Και τόσα άλλα!...
Μα πάνω από όλα… η έξοχα ρομαντική, καταλυτική, συντριπτικά ποιητική δι όλους ημάς που τον έως τώρα ανωφελή μας βίον αναλώσαμε, αναλώνουμε και – όπως όλα δείχνουν – δια παντός το αυτό θα πράττουμε, σε χίμαιρες, ονειροπολήσεις, φαντασιοπληξίες και ρεμβασμούς, η έξοχη λέω ιστορία εκείνης της υπέροχης γυναίκας, της ερωμένης του Αλή Πασσά, της κυρά Φροσύνης!

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Επιστολαί Στρατηγού Ευάγγελου Τζ.

Ο Ευάγγελος Τζ. αφού σημείωσε μια θαυμαστή και λαμπρή πορεία στο στράτευμα, έφθασε τελικά – εν δόξα και τιμή – στο ανώτατο αξίωμα του Στρατηγού.
Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής επέδειξε (και απέδειξε) αμέτρητες φορές στα πεδία των μαχών, απίστευτο πατριωτισμό, ηρωισμό, αλτρουισμό, ιμπρεσσιονισμό, φανατισμό, διακανονισμό, δανεισμό, σεισμό, καταποντισμό, αθλητισμό, πολιτισμό, μυστικισμό, αγνωστικισμό, πεσιμισμό, μιμητισμό, εθισμό, ερωτισμό, σαδισμό, μαζοχισμό, φετιχισμό, πριαπισμό, παραλληλισμό, φιλοτελισμό, καθολικισμό, ισλαμισμό, βουδισμό, ινδουισμό, παγανισμό, δαλτωνισμό, φροϋδισμό, μαρξισμό, αναγραμματισμό, συλλαβισμό, φωτισμό, ηλεκτρισμό, μαγνητισμό, φιλελευθερισμό, προγραμματισμό, εγκλωβισμό, φεμινισμό, μισογυνισμό, αφανισμό, ισολογισμό, αποχαιρετισμό, ατταβισμό, ακτιβισμό, εντοιχισμό και παλιμπαιδισμό.
Επίσης – και όχι λίγες φορές – επέδειξε, από την κορυφή του λόφου απ’ όπου επόπτευε τη μάχη, επέδειξε λέω… γυμνά τα οπίσθια του στους εχθρούς, με αποτέλεσμα οι άντρες του αντίπαλου στρατού, εξοργισμένοι να αφήνουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους και μην υπακούοντας στις εντολές των αξιωματικών να προχωρούν, έξαλλοι από θυμό και διψασμένοι για εκδίκηση, σε πρόωρη και άτακτη επίθεση με αποτέλεσμα (βεβαίως) σύντομη και μεγαλοπρεπή ήττα!
Πέραν τούτων και όπως έγινε ήδη φανερό από τα προλεγόμενα, ο Στρατηγός ήταν ξακουστός και για το εκλεπτυσμένο, πρωτότυπο, ανεξάντλητο, παροιμιώδες χιούμορ του.
Όλα τα παραπάνω πιστοποιούνται από εκατοντάδες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες και μάλιστα από την ογκωδέστατη αλληλογραφία, που για δεκαετίες ο Στρατηγός διατηρούσε με γνωστούς και φίλους, ένα μικρό δείγμα της οποίας στη συνέχεια παραθέτουμε.

Μετά την αποστράτευση του, ο Στρατηγός αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα και τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών αυτών συνέχισε τη συστηματική του αλληλογραφία και δεν έχασε ούτε στιγμή το χιούμορ του, όπως φαίνεται και από το χαρακτηριστικό και σπάνιο ντοκουμέντο που ακολουθεί:

Σημείωση: η αλληλογραφία του στρατηγού φυλάσσεται σε ιδιωτικό αρχείο και δεν επετράπει (δυστυχώς και ελπίζουμε προς το παρόν), η εδώ και σε τόσο ευρύ κοινό δημοσίευση της. Ελπίζουμε να γίνει στο μέλλον.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Αυτογνωσία

Καθώς - για μια ακόμη βραδιά - καθόμουν στο μπαρ και έπινα, σκεφτόμουν:
«μηχανικός, μελετητής της ιστορίας της τεχνολογίας, επιχειρηματίας γαιοκτήμων, εκκολαπτόμενος συγγραφέας,....τί είμαι τελικά;»…
Κι εκείνη τη στιγμή έγινε σιωπή στο μπαρ καθώς φάνηκε ότι ο διπλανός μου γηραιός συμπότης, πελάτης παλαιότατος του καταστήματος και γνωστός με όλους, ετοιμαζόταν κάτι να δηλώσει.
Ύψωσε εκείνος το ποτήρι και με στόμφο είπε:
- «Κύριοι, είμεθα όλοι αλκοολικοί!».
………………
………………

Ω! το παράξενο λουλούδι της αυτογνωσίας.
Στα πιο απίθανα μέρη, ξαφνικά φυτρώνει.


7/2/2000: Bar “Au Revoir” – Οδός Πατησίων, Αθήνα και (ακόμα παλαιότερα): Bar "Λώρας" - Πλατεία Μαβίλη, Αθήνα

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Γράμμα στην Μ. για το καινούριο της σπίτι, στη συμβολή των οδών Συνεσίου Κυρήνης και Κοσμά Μελωδού (Ιούνιος 1991)

Ήταν στη μέση περίπου της Ανοιξης. Η μέρα Τρίτη του Πάσχα,η ώρα λίγο μετά το μεσημέρι, όταν οι δύο άντρες ανηφόριζαν το φιδογυριστό μονοπάτι που οδηγούσε στο κάστρο, στην κορφή του λόφου. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, καθαρός χωρίς σύννεφα. Ο ήλιος λαμπρός. Δεν έκανε ζέστη όμως, φύσαγε ένα δροσερό αεράκι που έπαιρνε και σκόρπιζε τη σκόνη που σηκώνανε τα βήματά τους στο χωμάτινο δρομάκι και κυμάτιζε τα μακριά ριχτά τους ενδύματα.
Αν τους παρατηρούσε κανείς.......το βάδισμά τους, το ντύσιμό τους, τις χειρονομίες τους καθώς συζητούσαν περπατώντας, και κυρίως την ευγενική και σοβαρή φυσιογνωμία τους, θα συμπέραινε ότι πρόκειται για ανθρώπους ξεχωριστούς, σημαντικούς ίσως. Και δε θά'κανε λάθος καθώς και οι δύο ήταν ξακουστοί σ'ολόκληρη την Αυτοκρατορία απ'άκρη σ'άκρη.
Ο ένας ήταν ο Συνέσιος Κυρήνης, ο επίσκοπος της Κυρηναικής Πενταπόλεως και ο άλλος ο Κοσμάς ο Μελωδός, ο φημισμένος εκκλησιαστικός ποιητής, γνωστός και σαν Αγιοπολίτης. Φίλοι παιδικοί που μεγάλωσαν και σπούδασαν μαζί κι είχαν να συναντηθούν χρόνια και χρόνια αφού κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χώρισαν, μέχρι που η τύχη όρισε να βρεθούν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας σ'αυτό το μικρό νησί του Αιγαίου για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το Αγιο Πάσχα.
Η χαρά τους ήταν μεγάλη που ξανάβρισκαν ο ένας τον άλλο γιατί δε σβήνουνποτέ οι φιλίες της παιδικής και της νεανικής μας ηλικίας. Πέρναγαν τις μέρεςκαι τις ώρες τους συνέχεια μαζί απ'το πρωί ως το βράδυ. Μίλησαν πρώτα για τη ζωή τους όλο αυτό τον καιρό από τότε που είχαν ειδωθεί για τελευταία φορά.
Είπε ο Συνέσιος στον Κοσμά πώς αποφάσισε ν'ακολουθήσει τον ιερατικό βίο και πώς σιγά-σιγά χάρη στην αγάπη του λαού έγινε δημοφιλής και ανεβαίνοντας τους βαθμούς του κλήρου έφθασε να γίνει επίσκοπος. Το πόσο μόχθησε για το καλό της αγαπημένης του ιδιαίτερης πατρίδας, της Κυρήνης, πώς πήγε για τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον τότε βασιλιά Αρκάδιο και κατάφερε να μειώσει τη φορολογία που επιβαλλόταν στους συμπατριώτες του, πώς αγωνιζόταν σαν αντίπαλος του τυρρανικού διοικητή της Κυρήνης Ανδρόνικου και πώς εναντίον των Αφρικανών που χρόνια τώρα προσπαθούσαν να κατακτήσουν τα εδάφη της πατρίδας του.
Και είπε ο Κοσμάς στο Συνέσιο πώς τον μάγεψε η ποίηση και η μουσική, πώς έθεσε σα σκοπό της ζωής του να υμνήσει τη δόξα του θεού με τα τροπάρια και τους ψαλμούς που συνέθετε, πώς αυτός και ορισμένοι άλλοι διαμόρφωσαν το ποιητικό είδος του κανόνα, και χωρίς καθόλου έπαρση σα σεμνός άνθρωπος που ήταν απ'τη φύση του είπε πως ένα δικό του έργο μεταφρασμένο στα λατινικά χρησιμοποιείται στη λειτουργία των καθολικών. Τέλος του είπε ότι είχε πριν από ένα μήνα ζητήσει να ενταχθεί στο τάγμα της μονής του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων και περίμενε με αγωνία την απάντηση γιατί ήταν κάτι που επιθυμούσε πολύ.
Και ύστερα θυμήθηκαν με συγκίνηση διάφορα περιστατικά από το παρελθόν και κοινούς τους φίλους, αγαπημένα τους πρόσωπα, τους δασκάλους τους, και μίλησαν πολύ αναπολώντας τις αγνές ξένοιαστες μέρες της νιότης τους. Και μετά μιας και ήταν κι οι δύο άνθρωποι με μεγάλη μόρφωση και καλλιέργεια,άνθρωποι της σκέψης, μίλησαν για την τέχνη και για τις επιστήμες, για τα βιβλία και τους μεγάλους συγγραφείς, για το Θεό και τον Ανθρωπο, για τα μυστήρια της Ψυχής και του Νου, για τη Ζωή.............και μίλαγαν, μίλαγαν ώρες ολόκληρες, περνώντας απ'το ένα θέμα στο άλλο με την άνεση που τους παρείχε το εφόδιο των μεγάλων γνώσεων,του ανύσηχου και στοχαστικού τους πνεύματος.
Απολάμβαναν τις ατελείωτες αυτές συζητήσεις και γι αυτό καθαυτό το περιεχόμενό τους και τα θέματά τους, τα οποία πάντα τους ενδιέφεραν και τα ερευνούσαν, αλλά πιο πολύ γιατί ήταν αυτοί οι δύο, οι αχώριστοι κάποτε φίλοι, που τώρα ώριμοι άντρες πια είχαν αυτή την ευκαιρία, και ευχαριστούσαν το Θεό για τις ευτυχισμένες στιγμές που τους χάριζε.
Eτσι και εκείνη τη μέρα, συζητώντας για κάποιο ζήτημα ανέβαιναν προς το κάστρο που κάποτε το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του νησιού για να προφυλάσσονται απ'τις επιδρομές των πειρατών, μιας όμως και το φαινόμενο αυτό είχε πια εκλείψει ήταν ερειπωμένο και σπάνια ανέβαινε κανείς ως εκεί πάνω. Εφθασαν έτσι στην είσοδο του κάστρου, η βαριά σιδερένια πόρτα ήταν ανοιχτή και πέρασαν από την πύλη που ήταν χτισμένη από μεγάλες πελεκητές πέτρες κι άρχισαν να περιδιαβαίνουν ανάμεσα στους διαδρόμους του κάστρου, τα κτίσματα, τους πύργους, τα λιθόστρωτα δρομάκια, τα τείχη με τις πολεμίστρες. Ελάχιστα όμως παρατηρούσαν το περιβάλλον γύρω τους καθώς ήταν απορροφημένοι στην κουβέντα τους. Περπατούσαν, κοντοστέκονταν που και που και μετά συνέχιζαν μιλώντας πάντα.
Ωσπου έφθασαν κάποια στιγμή σ'ένα πλατωμα του κάστρου και ξαφνικά σταμάτησαν κι οι δύο εκέι που βρίσκονταν και σώπασαν απότομα. Οι λέξεις έμειναν κρεμασμένες στα χείλη τους κι οι σκέψεις σβήσαν και διαλύθηκαν. Δεν κάναν τίποτα παρά μόνο κοιτούσαν το θέαμα μπροστά τους. Μερικά μέτρα πιο κει, κάτω από ένα μικρό δεντράκι ήταν ένα νεαρό κορίτσι γονατισμένο στην πράσινη χλόη. Σ'εκείνο το σημείο ο αέρας είχε πάρει φαίνεται κι είχε ρίξει το τζάμι από ένα παράθυρο κάποιου πύργου και αυτό είχε σπάσει γεμίζοντας τον τόπο με χίλια δυο κομματάκια γυαλί και το κορίτσι σκυμμένο διάλεγε τα γυαλάκια, τα μάζευε από κάτω με το ένα χέρι και τά'βαζε στη χούφτα του άλλου της χεριού.Και μάζευε ένα ένα τα μικρά διάφανα κομματάκια που γυάλιζαν και αντανακλούσαν με το φώς του ήλιου σαν πετράδια πολύτιμα, και ήταν τόσο ήρεμες και μαγικές οι κινήσεις της, τόσο όμορφο το νεανικό της πρόσωπο, ο αέρας φύσαγε μια τούφα απ'τα μαλλιά της που της έπεφτε στο πρόσωπο, τα λουλούδια της Ανοιξης άνθιζαν πάνω απ'το πράσινο χορτάρι, η θάλασσα κάτω χαμηλά απέραντη γαλάζια, ένα μικρό καραβάκι την έσκιζε σε μια μεριά αφήνοντας μια άσπρη γραμμή αφρού πίσω του, πουλιά κελαηδούσαν κάπου κοντά και απόμακρα ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας του νησιού που καλούσαν στη λειτουργία κι εκεί το κορίτσι, Χριστέ μου το κορίτσι αυτό απορροφημένο στην ασχολία του, με το κεφάλι σκυφτό να μαζεύει τα γυαλάκια χωρίς να δίνει σημασία τι γίνεται γύρω του, ούτε που τους ένοιωσε που στέκονταν λίγο πιο πέρα ακίνητοι και την κοιτούσαν.
Και σα να συμφώνησαν κι οι δύο παρ'όλο που δεν αντάλλαξαν κουβέντα,στρέψανε και σιγά σιγά να μην τους καταλάβει γύρισαν πίσω από το δρόμο που είχαν έρθει, έφθασαν στην πύλη, βγήκαν απ'το κάστρο κι άρχισαν να κατηφορίζουν το δρόμο προς το νησί. Ούτε μια λέξη δεν έλεγαν, περπατούσαν μόνο δίπλα δίπλα γεμάτοι απ'την εικόνα που λίγο πριν είχαν αντικρύσει. Και πού πήγαν τώρα οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, πού πήγε η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ψυχή του ανθρώπου, οι αξίες της ζωής, τα ιδανικά, οι στοχασμοί, οι κρίσεις, το νόημα του κάθετι,τα σπουδαία βιβλία, οι σοφοί άνθρωποι της ιστορίας, χάθηκαν χάθηκαν όλα, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο η εικόνα του κοριτσιού που μάζευε σκυμμένο τα γυαλάκια πάνω στο κάστρο.
Εφθασαν έτσι, χωρίς καθόλου νά'χουν μιλήσει, στο χωριό του νησιού. Και μετά από λίγες μέρες έφυγαν, ο καθένας για τον προορισμό του αφού αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν δακρυσμένοι.
Εζησαν κι οι δυο τους χρόνια ακόμη, ζωή δημιουργική και ένδοξη και έμαθαν,γνώρισαν και είδαν πράγματα πολλά. Ομως απ'όλα πιο ζωντανό μες στην καρδιά και το μυαλό τους έμεινε ένα: η εικόνα του κοριτσιού στο κάστρο, μια Τρίτη του Πάσχα σ'ένα νησί του Αιγαίου.
Και δεν το ξέχασαν ποτέ.
Κι ακόμα νομίζω το θυμούνται.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Όλο Βι και Βη…. (και Βυ και Βει και Βοι και Βυι κ.λ.π.)

(Χρόνια Πολλά Β.)

Εξάρχεια, 26 Ιουλίου 010

Στο στάδιο αυτό, του ανωφελούς μου βίου, όπου έχω πια φθάσει, έχοντας συμπληρώσει τέσσερις – και πλέον - δεκαετίες ζωής και με (κατά πάσσαν πιθανότητα) ολίγα μόνο χρόνια ζωής να μου απομένουν για να ζήσω (βλέπεις, επί σειρά πολλών ετών στη διάρκεια της νεότητος μου, είχα βυθισθεί σε κάθε είδους καταχρήσεις), στο στάδιο αυτό λοιπόν λέω, έχω αποκτήσει ένα από τα προνόμια της ηλικίας: την πείρα.. Χάρι σ’ αυτήν μπορώ να παραμένω ψύχραιμος και νηφάλιος όταν συμβαίνουν διάφορα απροσδόκητα, ακαταννόητα, αιφνίδια γεγονότα, την ώρα που νεότεροι συνάνθρωποι (τελείως βέβαια δικαιολογημένα) σαστίζουν και τα χάνουν: «Αμάν! Πώς έγινε αυτό; Μα πώς είναι δυνατόν; Ωωωω! Τι θα κάνουμε τώρα; Αααα, δε μπορώ να το πιστέψω. Τί θ’ απογίνω θεέ μου, δε μπορώ, δε μπορώ!». Την ώρα εκείνη εγώ κουνώ με συγκατάβαση το γέρικο κεφάλι μου και μ’ ένα κάπως πικρό χαμόγελο στα χείλη, συνεχίζω να λειτουργώ. Ένα που λες από αυτά που με δίδαξε η πείρα, είναι πως ισχύει πέρα για πέρα αυτό που λεν, πως δηλαδή: «η πραγματικότητα ξεπερνά – συχνά - τη φαντασία». Πόσες και πόσες φορές, δεν τό ‘χω διαπιστώσει; Και ιδού ένα παράδειγμα: Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα (μέρα για μένα και σημαντική, καθώς η εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της Αγίας Παρασκευής, όστις τυγχάνεις αγία πολιούχος και θαυματουργή στο χωριό μου), μου συμβαίνει κάτι εντελώς παράδοξο: αλλοιώνεται η ομιλία μου, ο λόγος μου στρεβλώνει, υποπίπτω σε ένα γλωσσικό παραλήρημα. Ωστόσο, το φαινόμενο διαρκεί μόνον τη συγκεκριμένη ημέρα, την 26η Ιουλίου – ούτε πριν παρατηρείται, ούτε μετά. Σε τι συνίσταται το παραλήρημα αυτό, που – καθώς προηγουμένως σου έλεγα – το έχω πλέον αποδεχθεί και ενστερνισθεί και συμφιλιωθεί μαζί του, που το αντιμετωπίζω με ηρεμία που σε πολλούς φαντάζει αδιαννόητη σε σχέση με το πόσο «ιδιαίτερο» είναι, σε τι συνίσταται λοιπόν; Ε, να: λέω όλο Βι. Και Βη. Και Βυ και Βει και Βοι και Βυι και τα λοιπά. Τί πάει να πει αυτό θα μου πεις; Μα… αυτό που μόλις σου είπα. Χρησιμοποιώ τη συγκεκριμένη συλλαβή ακατάσχετα. Και όταν πρέπει και όταν δεν πρέπει. Και εκεί που ταιριάζει και είναι σωστό και εκεί που δεν ταιριάζει και είναι λάθος. Και στον γραπτό και στον προφορικό λόγο. Συνεχώς, όλην τη μέρα. Καλό, εν τούτοις, πιστεύω είναι να σου δώσω παραδείγματα, να γίνει το παράδοξο αυτό καταννοητό. Φερ ειπείν επιστρατεύω τα ολίγιστα γερμανοαγγλογαλλοιταλολατινικά μου και μιλώ, με κάθε ευκαιρία, σ’ αυτές τις - εν πολλοίς άγνωστες σε μένα – γλώσσες, χρησιμοποιώντας λέξεις που περιέχουν τη συλλαβή «Βι» και χωρίς απαραίτητα αυτά που λέω να αρμόζουν (μάλλον το αντίθετο!) στις περιστάσεις. Π.χ.: «Βη γκέτες ίννεν; Ααααα; Νιχτ ζο γκουτ; Βη ζο; / Λεεετς γκόου φέλλοους….φορ βίιιιιιικτορυ / Ε βιζαβί σι βου βουλέ. Ντακόρ; Αλλόρ, λα βι εν ρόζε / Λα βίτα ε μπέλλα, ε σινιόρα; / Αρς λόνγκα βίτα μπρέβις» κ.λ.π. Επίσης: χρησιμοποιώ συνεχώς μονοσύλλαβες ελληνικές λέξεις με κατάληξη κάθε είδους «ι», αντικαθιστώντας το σύμφωνο που προηγείται του «ι» με «β». Όπως: «Και βι πάει να βει αυτό ρε βυ; Βη νομίζεις ότι είμαι κορόιδο. Φαίνεται, όποιος και να το βει, αμέσως θα καταλάβει. Βι αυτό σταμάτα να με δουλεύεις. Και βη, με αυτόν τον απροκάλυπτο τρόπο. Μα πώς μπορεί κανείς να βει λέγοντας συνέχεια ψέμματα; Όμως, χα!, τα πάντα βει αγαπητέ μου. Ας γελάσω: βι, βι, βι! Ή ακόμα, όταν έρθει η ώρα να καταπιαστώ με το γράψιμο, όπως κάθε μέρα προσπαθώ να κάνω, το γραπτό προκύπτει χαοτικό και σχεδόν ακαταννόητο. Διότι βέβαια βρίθει από λέξεις που περιέχουν «βι» και (μάλλον) στερείται νοήματος – ή μήπως όχι; Χα! χα! χα! Ακολουθεί, ως παράδειγμα, κάτι που ανέσυρα από το αρχείο μου: «Έγλειστος, σ’ ένα ίδρυμα περιθάλψεως ψυχικώς νοσούντων, ετελεύτησε ο Γεώργιος Βιζυηνός. Παν και τα δοκίμια, παν και οι μεταφράσεις και τα διηγήματα και τα παιδικά ποιήματα. Ο πνευματικός του βίος τελείωσε πριν το βιολογικό του θάνατα. Τι φοβερό! Κι εγώ; Πώς – πού θα πεθάνω; Λες, τόσο τη φύση που αγαπώ, σε κάποιον βιότοπο, σ’ ένα βιβάρι; Σ’ ένα πράσινο λιβάδι όπου βίσσωνες βοσκούν; Σε μια ακροποταμιά παρατηρώντας να πλατσουρίζουνε παιχνιδιάρικα οι βίδρες; Ή μήπως θεατής – ακροατής σ’ ένα κοντσέρτο την ώρα που οι βιόλες, τα βιολοντσέλλα και τα βιολιά θα εκτελούν κρεσσέντο; Αχ! τι ωραία μουσική; Ή λες μήπως κι εγώ, όπως πολλοί το λεν κι επιθυμούνε (ο τέλειος θάνατος), ανάμεσα στα απαλά, ζεστά τα στήθη αγαπημένης γυναικός, απάνω στα βυζιά της να ααααχ! κοιμηθώ για πάντα; Μπααα, δε νομίζω. Ε, τότε μήπως παρακαλώ: σε μια σκοτεινή, δροσερή βιβλιοθήκη; Εκεί, ανάμεσα στους αναρίθμητους τους τόμους, φίλοι αγαπημένοι και πιο πιστοί από παιδί, πόσο λατρεύω κι αγαπώ: τα βιβλία, στα βιβλία. Ω! μάταιη ελπίδα. Μα κι είναι δίκαιο. Βλέπεις, με βία φέρθηκα χρόνια πολλά στον εαυτό μου. Και τώρα πρέπει να πληρώσω. Βυθίζομαι την ώρα που οι άλλοι κάνουν βίρα. Αααααα, μάλλον σε κάποια φρικτή πόλη. Γεμάτη θόρυβο, βιασύνη και ρύπους: βυρήλιο, βισμούθιο και άλλα δηλητήρια να αιωρούνται στον αέρα που ανασαίνουμε. Πώς να το αποφύγω δεν ξέρω. Από την άλλη ξέρω, άχρηστη γνώση θα μου πεις…., θέλω να πώ όλοι σχεδόν ξέρουν τον Δημήτριο Βικέλα ως αναβιωτή των Ολυμπιακών αγώνων και αγνοούν τα υπέροχα διηγήμτα που έχει γράψει. Θέλω (και πάλι) να πώ: δεν είμαι βάρβαρος βησσιγότθος μα ούτε κι ευγενής βυζαντινός. Κάνω ότι μπορώ. Διαβάζω τη Βίβλο σχεδόν καθημερινά. Προσεύχομαι στον Άγιο Βίβο (μεγάλη η χάρη του), τον οσιομάρτυρα, μοναχό και διάκονο που συνελλήφθει στον επί Δεκίου διωγμό διωγμό από τον ηγεμόνα Ουαλεριανό στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αφού υπέστη σκληρά βασανιστήρια, αποκεφαλίσθηκε. Και Κύριε, σε Σε που εγεννήθεις εν Βηθλεέμ τη πόλει, ελπίζω. Τουλάχιστον, την ώρα κείνη, κάπου – έστω μακριά – ν’ ακούγεται Βιβάλντι. Και να μπορέσω να δω σαν σε όραμα τη μορφή του Δάσκαλου, του «μάγου από το Βίντσι», και τα σπινθηροβόλα μάτια του και το γλυκό μέσα από την ολόλευκη γενειάδα του χαμόγελο. Μαέστρο!»

Να, λοιπόν. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Πώς; Δε με πιστεύεις;…… Ε, τότε μέτρησε τα «Βι» στο κείμενο αυτό.

Βικρή μου.

Χρόνια Πολλά.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (152)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.


Τσεκουρώ ΙΙ
(βλ. και λήμμα 118 – 20/1/010): ουρώ σε ειδικό πλαστικό δοχείο, το οποίο στη συνέχεια παραδίδω σε γιατρό, νοσοκόμο ή άλλο υπεύθυνο. Το περιεχόμενο του δοχείου (τα «εξετούρρα» - βλ. λήμμα 150, 19/7/010), προορίζεται, προφανώς, για μικροβιολογικές εξετάσεις, ανάλυση κ.λ.π..

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Επέτειος (21 Ιουλίου 1928)

Αναδημοσίευση από: http://alex-the-walker.blogspot.com/2008/01/blog-post.html

Στις 20 Ιουλίου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα, αφού επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας, λίγες ώρες αργότερα αυτοκτόνησε με περίστροφο κάτω από έναν ευκάλυπτο, έχοντας πάνω του ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε:


«..
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
…»

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (151)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.


Χριστοπαναγιώτης, ο: αυτός που βρίζει ασύστολα τα θεία (σπανίως χρησιμοποιείται το θηλυκό «Χριστοπαναγιώτα» μια που οι κυρίες συνήθως χρησιμοποιούν βρισιές και χειρονομίες σεξουαλικού περιεχομένου – ο καθένας ότι του λείπει). Π.χ. «Αυτός δεν έχει ιερό και όσιο, μεγάλος Χριστοπαναγιώτης»

Ευχαριστώ ξάδελφε Χρήστο για τη λέξη

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (150)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Εξετούρρα
: τα προς μικροβιολογικές εξετάσεις, ανάλυση, καλλιέργεια κ.λ.π. ούρρα (βλ. και λήμμα «τσεκουρώ II». Π.χ. (υποχόνδριος πελάτης σε μικροβιολογικό ιατρείο): «Πω! Πω! Εξετάσεις, πω πω νούμερα, διαγράμματα…. μα είστε σίγουρος γιατρέ;», «- Πώς είπατε;», «- Λέω, είστε βέβαιος;», «- Τί εννοείτε κύριε;», «- Μα…να: με τόσα λίγα εξετούρρα, ένα κυπελλάκι τόσο δα, κάνατε τόσο πολλές εξετάσεις; Εγώ θά ’λεγα ότι θά ’πρεπε νά ’χετε πάρει έναν κουβά τουλάχιστον. Μήπως κάνετε λάθος;», «-Καλή σας ημέρα και ΑΝΤΙΟ κύριε!».

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (149)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.


Νοσηρόπιττα, η: πιττοειδές παρασκεύασμα, εξαιρετικά εύγεστο όταν το καταναλώνετε, πλην όμως αμέσως μετά το μετανοιώνετε, στην αρχή με καούρες και βάρος στο στομάχι και μετά το εμπεδώνετε (πως την πατήσατε κι από την πίττα ότι νοσήσατε), όταν αρχίσετε τις επισκέψεις στην τουαλέττα για «εξαγωγές», όταν αρχίσουν οι κρυάδες, οι κομάρες, οι εκ του αφορήτου πόνου οιμωγές (βλ. και λήμμα 148: «Νοστυρόπιττα»).

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Κλέφτες στην Καροτούπολη *

(*από τα παραμύθια της Άννας – βλ. και δημοσιεύσεις 28ης Αυγούστου 2007 και Πέμπτης 27ης Μαΐου 2010)

Στην Καροτούπολη όλα ήταν φτιαγμένα από καρότο. Όλα; Μάλιστα, όλα! Μα…….όλα; Μάλιστα, όλα!!!!
Τα σπίτια για παράδειγμα. Από καρότο ήταν φτιαγμένα: οι τοίχοι από καροτότουβλα, οι σκεπές από καροτοκεραμίδια, τα πατώματα, οι πόρτες και τα παράθυρα από καροτοσανίδες και λοιπά……και λοιπά. Βέβαια, δε χρειάζεται να πούμε ότι στις γλάστρες, στις βεράντες και τις αυλές, φυτρώνανε αποκλειστικά και μόνο καρότα.
Ακόμα, οι δρόμοι όλοι: και οι μικροί δρόμοι στις γειτονιές και οι μεγάλοι δρόμοι στο κέντρο της πόλης, με καροτόχωμα ήταν στρωμένοι. Και με καροτόπλακες ήταν στρωμένες οι πλατείες της Καροτούπολης που τις ομόρφαιναν τα συντριβάνια και τα αγάλματα, με τέχνη σκαλισμένα σε στιλπνό, αστραφτερό καροτόλιθο!
Τα ρούχα των κατοίκων της Καροτούπολης είχαν βεβαίως όλα χρώμα καροτί. Άλλο χρώμα δεν έβλεπες, παρά μόνο που και που, στα κουμπιά – για παράδειγμα - ή στους γιακάδες, άντε λίγο πράσινο (όπως τα φύλλα του καρότου) ή λίγο καφέ (όπως το χώμα, που μέσα του φυτρώνουν και μεγαλώνουν τα καρότα).
Όσο για το τι τρώγανε και το τι πίνανε στην Καροτούπολη…χρειάζεται και σκέψη;
Όλα τα φαγητά και τα γλυκά, φτιάχνονταν από καρότο. Δηλαδή: καρότα βραστά, καρότα ψητά, καρότα σαλάτα, καροτόσουπα, καρότα αλά κρεμ, καρότα κοκκινιστά, καρότα στον ατμό, στα κάρβουνα, στη σούβλα, καρότα με σάλτσα καρότου, καροτόπιτες, καροτοκροκέτες, κέικ καρότου, παγωτό καρότο, καρότο του κουταλιού και άλλα πολλά. Και με τα ποτά το ίδιο: καροτόζουμο, καροτάδα, χυμός καρότου και άλλα πολλά.
Και γιατί όλα αυτά;, ίσως ρωτήσετε. Μα γιατί στην Καροτούπολη οι άνθρωποι αγαπούσαν, μα τι λέω – λάτρευαν! τα καρότα.
Γιατί η Καροτούπολη από τα πολύ - πολύ παλιά χρόνια βγάζει τα καλύτερα καρότα του κόσμου. Γιατί το λένε τα βιβλία, το λένε τα τραγούδια και ο καθένας μας το ξέρει πως τα πιο νόστιμα, ζουμερά, μεγάλα καρότα, είναι της Καροτούπολης. Γιατί η Καροτούπολη είναι χτισμένη ανάμεσα σε απέραντες εκτάσεις με καροτοχώραφα που ανήκουν στους κατοίκους της Καροτούπολης, που για γενιές και γενιές τα καλλιεργούν. Και βέβαια τα καρότα της Καροτούπολης έχουν την πιο ψηλή τιμή στην αγορά και χάρη στα καρότα που παράγουν και πουλάνε, οι κάτοικοι της Καροτούπολης ζούνε μια πολύ άνετη ζωή.
Γι αυτό αγαπούν τόσο τα καρότα τους και είναι περήφανοι γι αυτά και γι αυτό ίδρυσαν στην Καροτούπολη, την περίφημη Ακαδημία του Καρότου. Το επιβλητικό κτίριο της Ακαδημίας δεσπόζει στο κέντρο της πόλης και ξεπροβάλλει ψηλό και εντυπωσιακό, περιτριγυρισμένο από καροτόκηπους, υποδειγματικά περιποιημένους.
Όλη τη μέρα η Ακαδημία είναι γεμάτη από εκατοντάδες σπουδαστές που παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδουν οι σοφοί και σεβάσμιοι καθηγητές της Ακαδημίας, ή μελετούν και κάνουν τις εργασίες τους. Και στα διαλείμματα συζητούν με πάθος και ενθουσιασμό για διάφορα (γύρω από το καρότο) θέματα ή απλά ξεκουράζονται κάνοντας περιπάτους στον κήπο ροκανίζοντας δροσερά καρότα.
Ενώ την ίδια ώρα του διαλείμματος, οι σοφοί και σεβάσμιοι καθηγητές της Ακαδημίας προχωράνε βιαστικοί στους διαδρόμους, για να προλάβουν να προετοιμαστούν για την επόμενη παράδοση. Και άμα διασταυρώνονται, βγάζουν τους σκούφους και τα καπέλα τους και λένε ο ένας στον άλλον:
- Καλημέρα κύριε συνάδελφε!
- Καλημέρα κύριε συνάδελφε!
Και συνεχίζουν βιαστικοί κουβαλώντας τα βιβλία και τις σημειώσεις τους κάτω από τη μασχάλη, να προλάβουν να είναι έτοιμοι για το επόμενο μάθημα. Γιατί οι καθηγητές της Ακαδημίας αγαπούν πολύ τη δουλειά τους και αισθάνονται μεγάλο χρέος και μεγάλη ευθύνη για τη νέα γενιά, τους σπουδαστές τους, που θα γίνουν οι αυριανοί καλλιεργητές των περίφημων καρότων της Καροτούπολης, των καλύτερων καρότων του κόσμου.
Έτσι η φήμη της Ακαδημίας της Καροτούπολης έχει φτάσει στις άκρες του κόσμου. Όλοι έχουν ακουστά για τη σπουδαία αρχιτεκτονική του κτιρίου της Ακαδημίας, την τέλεια οργάνωση της, το υψηλό επίπεδο σπουδών, τους πιο σπουδαίους επιστήμονες καθηγητές στον κόσμο και τους άξιους και μελετηρούς σπουδαστές της.
Όμως υπάρχει και μια άλλη φήμη, λιγότερο διαδεδομένη που κυκλοφορεί κυρίως στα γύρω χωριά και τις γειτονικές με την Καροτούπολη πόλεις. Οι άνθρωποι εκεί δε πολυσυμπαθούν τους κατοίκους της Καροτούπολης και - για να λέμε τα πράγματα όπως είναι -, τους ζηλεύουν. Γιατί τους ζηλεύουν;
Μα για τα καρότα τους, τι άλλο; Γιατί όσο κι αν προσπαθούν, τα καρότα που καλλιεργούν εκείνοι ποτέ δε φθάνουν σε ποιότητα τα καρότα της Καροτούπολης και ποτέ δεν πιάνουν τόσο καλές τιμές στην αγορά. Και λένε πως δε μπορεί, οι κάτοικοι της Καροτούπολης έχουνε κάποιο μυστικό που κάνει τα καρότα τους τόσο καλά. Κάποιο μυστικό γνωστό από παλιά, πολύ παλιά, τότε που βγήκαν στην Καροτούπολη τα πρώτα τόσο καλά καρότα από τους προγόνους των σημερινών κατοίκων της πόλης. Μετά από δοκιμές πολλές με ποικιλίες διάφορες και διασταυρώσεις, με σπορά σε πολλά διαφορετικά χώματα, με πειραματισμούς στο όργωμα, στο σκάλισμα, στο πότισμα, ανάλογα και με τον καιρό, κατάφεραν τελικά εκείνοι οι πεισματάρηδες και παθιασμένοι καλλιεργητές να παράγουν μια ποικιλία καρότων εξαιρετικής ποιότητας που, απ’ ότι φάνηκε στα επόμενα χρόνια, ήταν και συνέχισε και συνεχίζει να είναι, η καλύτερη στον κόσμο.
Οι λεπτομέρειες λοιπόν που οδήγησαν σε αυτήν την επιτυχία και ο σπόρος της ποικιλίας αυτής και ποιος ξέρει τι άλλο είναι, λέγανε οι άνθρωποι αυτοί, το μυστικό των καρότων της Καροτούπολης. Κι ακόμα λέγανε πως στο κτίριο της Ακαδημίας, εκτός από τα αμφιθέατρα, τις αίθουσες διδασκαλίας, τα εργαστήρια, τη βιβλιοθήκη, τα γραφεία και όλους τους άλλους χώρους, υπήρχε κάπου καλά, πολύ καλά κρυμμένη, σε κάποιο βαθύ υπόγειο, σε κάποια ψηλή σοφίτα ίσως, σε μυστική στοά, ή άλλη απίθανη κρυψώνα………υπήρχε λοιπόν μέσα στο κτίριο της Ακαδημίας, η Αίθουσα του Μυστικού των Καρότων. Και μέσα εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος μονάχα: ο Φύλακας του Μυστικού των Καρότων.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, ο Φύλακας του Μυστικού, που εκλεγόταν με διαδικασίες μυστικές ανάμεσα στους κατοίκους της Καροτούπολης, είχε σε όλη τη ζωή του ένα καθήκον, μία δουλειά, ένα σκοπό: να φυλάει το Μυστικό των Καρότων. Να μη χαθεί, να μη γίνει γνωστό έξω από την Καροτούπολη και να εφαρμόζεται κάθε χρόνο από τους καλλιεργητές με ακρίβεια, για να φέρνει επιτυχία. Κι όταν πέρναγαν πολύ τα χρόνια και ο φύλακας ήταν πια πολύ-πολύ γέρος, τότε – πάλι με τις μυστικές διαδικασίες – εκλεγόταν ο νέος Φύλακας του Μυστικού, που έπαιρνε τη θέση του στην αίθουσα του Μυστικού και φρόντιζε και τον προκάτοχο του γέρο φύλακα, που λίγο καιρό μετά την εκλογή του νέου, αναπαυόταν για πάντα.
Κάποιοι λοιπόν από τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών της Καροτούπολης, που πίστευαν στο θρύλο του Μυστικού των Καρότων, μην αντέχοντας άλλο να μη μπορούν να βγάλουν καρότα καλύτερα, ή τουλάχιστον ίδια με αυτά της Καροτούπολης, αγανακτισμένοι και τυφλωμένοι από τη ζήλεια, πήραν μια φοβερή απόφαση: να κλέψουν το Μυστικό των Καρότων!
Οργανώθηκαν, σχεδίασαν την επιχείρηση, επέλεξαν τους πιο ικανούς κι ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι ξεκίνησαν. Στην Καροτούπολη κοιμόντουσαν όλοι. Ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, ακούστηκε μια φοβερή κραυγή: ΛΑΓΟΙ!!!!!!!!!!!!
Σηκώθηκαν όλοι ξαφνιασμένοι από τα κρεβάτια τους. Η άγρια κραυγή ξανακούστηκε, ακόμα πιο δυνατή: ΛΑΓΟΙ!!!!!!!!!!!!! Οι κάτοικοι της Καροτούπολης τότε, έντρομοι και ανήσυχοι, ντύθηκαν όπως-όπως, άρπαξαν τσουγκράνες, δρεπάνια, σκαλιστήρια, ραβδιά και τρέξανε όλοι στα χωράφια με τα καρότα. Γιατί ήξεραν, όπως όλοι μας, ότι ο μεγαλύτερος εχθρός των καρότων είναι ο λαγός, που τόσο του αρέσουν και πως ένα κοπάδι πεινασμένοι λαγοί θα μπορούσαν σε λίγη ώρα, με τα κοφτερά τους δόντια, να αφανίσουν τη σοδειά που σε λίγες μέρες περίμεναν να μαζέψουν, αφού τόσους μήνες είχαν κοπιάσει γι αυτήν. Σε λίγα λεπτά η Καροτούπολη είχε αδειάσει. Ακόμα και η Ακαδημία του Καρότου άδειασε. Οι φοιτητές, οι φύλακες, κι αυτοί ακόμα οι σοφοί και σεβάσμιοι καθηγητές της Ακαδημίας ξεχύθηκαν κατά τα καροτοχώραφα, για να προστατέψουν τα αγαπημένα και πολύτιμα καρότα τους από τις ορδές των αδηφάγων λαγών.
Τότε λοιπόν, με το που ερήμωσε και άδειασε η Ακαδημία, κάποιες σκιές ξεγλίστρησαν από το σκοτάδι και πλησίασαν στην είσοδο της. Ήταν οι ζηλιάρηδες γείτονες της Καροτούπολης, που αυτοί οι ίδιοι βέβαια ήταν που φώναξαν «ΛΑΓΟΙ» -χωρίς λαγοί να υπάρχουν, για να αδειάσει η πόλη και το κτίριο και τώρα μπήκαν μέσα, μοιράστηκαν σε μικρότερες ομάδες και ξεκίνησαν να ψάχνουν για την αίθουσα του μυστικού.
Ψάξανε παντού, ψάξανε δεξιά, ψάξανε αριστερά, ψάξανε πάνω, ψάξανε κάτω, ψάξανε όλους τους ορόφους, όλους τους χώρους, κάθε γωνιά….τίποτα, τίποτα, τίποτα! Είχανε απογοητευτεί τελείως και ήταν όλοι τους έτοιμοι να πιστέψουν ότι το Μυστικό και η Αίθουσα και ο Φύλακας δεν ήταν παρά ένας μύθος και τίποτε στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.
Όμως τότε ένας από όλους τους που είχε φτάσει βαθιά στα υπόγεια της Ακαδημίας, στα πλυσταριά (εκεί που πλένανε τα τραπεζομάντηλα από το εστιατόριο, τα σεντόνια από τα κρεβάτια των κοιτώνων και τις τηβέννους και τους σκούφους των σοφών και σεβάσμιων καθηγητών της Ακαδημίας και ότι άλλο ύφασμα χρειαζόταν πλύσιμο), είδε μια μικρή, στενή σκάλα που κατέβαινε λίγο πιο κάτω ακόμα και σταμάταγε μπροστά σε μια ξεθωριασμένη, ταπεινή, ξύλινη πορτίτσα. Μη πιστεύοντας πως μπορούσε να υπάρχει τίποτα σπουδαίο μέσα εκεί, κατέβηκε τα σκαλιά, άνοιξε το πορτάκι κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό βλέποντας τι κρυβόταν από πίσω: ένα άδειο μεγάλο δωμάτιο και μες στη μέση να κάθεται ένας αφάνταστα μεγάλης ηλικίας γέροντας που φόραγε ένα καροτί μανδύα και σκούφο στο ίδιο χρώμα, και ήτανε κοντά του, στο πάτωμα ακουμπισμένα, από τη μια ένα πανέρι με καρότα – από τα οποία, εκείνη τη στιγμή, πήρε ένα ο γέροντας και άρχισε να το τρώει με απόλαυση – και από την άλλη ένα ξύλινο σφραγισμένο κασελάκι. Με το που είδε το κασελάκι ο κλέφτης, χωρίς να το θέλει, έβγαλε μια δυνατή φωνή: Ααααααααααααααααα!! που ακούστηκε ακόμα πιο δυνατή σε όλο το άδειο κτίριο της Ακαδημίας. Οι υπόλοιποι κλέφτες ψάχνοντας να βρουν από πού ήρθε η φωνή αυτή, μαζεύτηκαν τελικά όλοι στο τελείωμα της σκάλας και κοίταζαν από το άνοιγμα της πόρτας την περίφημη Αίθουσα του Μυστικού των Καρότων της Καροτούπολης και ολοζώντανο μπροστά τους, τον υπερήλικα Φύλακα του Μυστικού, ο οποίος μάλιστα – άκουσον, άκουσον! – χαμογέλαγε καλωσυνάτα και ενθαρρυντικά στους κλέφτες και τους έκανε φιλικά νεύματα, σα να τους προσκαλούσε να μπουν στην αίθουσα, να κάτσουν γύρω του και να πάρουν από το πανέρι καρότα για να φάνε.
Τότε ένας από τους κλέφτες, ο πιο τολμηρός ή – για να πούμε την αλήθεια – ο πιο αυθάδης και αγενής, προσπέρασε τους άλλους, μπήκε στην αίθουσα, στάθηκε απέναντι στο γέροντα με τα καροτί ρούχα που του χαμογελούσε ευγενικά, έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο, ξύλινο γουδοχέρι (που το είχε σουφρώσει από την κουζίνα του σπιτιού του), το σήκωσε ψηλά και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του φύλακα του Μυστικού των Καρότων.
Ένας παράξενος ήχος («Φτλοπ»!) ακούστηκε και ο γερο Φύλακας, χωρίς το χαμόγελο να χαθεί από τα χείλη του, έγειρε προς τα πίσω και ξάπλωσε στο πάτωμα φαρδύς – πλατύς. Ο κλέφτης όρμηξε προς το μέρος του, έσκυψε, έσπασε τη σφραγίδα και άνοιξε το κασελάκι, κοίταξε μέσα κι ύστερα γύρισε και μ’ ένα άγριο γέλιο και βλέμμα, έδειξε στους άλλους κλέφτες τι υπήρχε μέσα εκεί. Τι υπήρχε; ….Μα τι άλλο;…Το Μυστικό των Καρότων!!: Αναλυτικές σημειώσεις για σπόρο, για λιπάσματα, για πότισμα, για σκάλισμα, για φροντίδα γενική των καρότων και επιπλέον σακουλάκια διάφορα με δείγματα σπόρων!!!
Επιτέλους, το περίφημο Μυστικό ήταν στα χέρια τους. Πήραν το πολύτιμο λάφυρο και πήραν γρήγορα το δρόμο του γυρισμού. Βγήκανε τρέχοντας από την Ακαδημία και χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Και βγαίνανε από την Καροτούπολη την ώρα που οι κάτοικοι της επέστρεφαν σε αυτήν, απορημένοι μα και ανακουφισμένοι που δε βρήκανε λαγό κανένα ή άλλο τίποτα να απειλεί τα καμαρωτά καρότα τους.
Την ίδια ώρα ο γερο Φύλακας του Μυστικού συνερχόταν από τη λιποθυμία που του προξένησε το χτύπημα με το γουδοχέρι, σηκωνόταν από το πάτωμα, έφερνε με κόπο το χέρι του στο πάνω μέρος του κεφαλιού του – εκεί όπου είχε φυτρώσει ένα μακρύ και μυτερό, σαν (τι άλλο;)..καρότο, μεγάλο καρούμπαλο και κοιτάζοντας γύρω, διαπίστωνε ότι έλειπε το κασελάκι και σκύβοντας κάτω έπιανε – μιας και τίποτα άλλο πια εκεί δεν υπήρχε – ένα από τα τελευταία καρότα που είχαν μείνει στο πανέρι.
Αμέσως από την άλλη μέρα και μάλιστα πρωί – πρωί ξεκίνησαν οι κλέφτες, γείτονες της Καροτούπολης, να εφαρμόζουν τις μεθόδους που περιγράφονταν στο Μυστικό των Καρότων και λίγες κιόλας εβδομάδες μετά, ήταν φανερό πως καρότα σαν κι αυτά δεν είχαν ξαναβγάλει, με τέτοια ποιότητα εξαιρετική, ισάξια (αν όχι καλύτερη) με αυτή των καρότων της Καροτούπολης. Χάρηκαν τόσο! Ξετρελλάθηκαν από τη χαρά τους! Μετά από χρόνια και χρόνια, να που κι αυτοί – επιτέλους! – ήταν πρώτοι από τους πρώτους. Κλαίγανε, γελάγανε από χαρά, τρέχανε κάθε τρεις και λίγο στα χωράφια μην τυχόν κάτι πάει στραβά και πάψει η ποιότητα των καρότων να είναι τόσο καλή, μα κάθε φορά που πήγαιναν ακόμα καλύτερα τα βρίσκανε και δώστου και κλαίγανε και γελάγανε από χαρά και οργανώνανε γιορτές και γλέντια και συγκεντρώσεις.
Ε, δεν ήθελε και πολύ. Το νέο μαθεύτηκε παντού. Ήρθανε οι πρώτοι έμποροι καρότων που είχαν ακούσει τις φήμες, και μετά κι άλλοι κι ύστερα κι άλλοι και είδανε με τα μάτια τους τι υπέροχα, λαχταριστά καρότα φυτρώνανε και στις περιοχές γύρω από την Καροτούπολη – όχι σε αυτήν μονάχα. Άρχισαν οι έμποροι να κάνουν προσφορές για να καπαρώσουν τα καρότα των περιοχών γύρω από την Καροτούπολή κι όσο περνούσαν οι μέρες, οι προσφορές γίνονταν όλο και καλύτερες κι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εμπόρων μεγάλωνε.
Τελικά τα νέα έφτασαν στ’ αυτιά του φημισμένου Μεγαλέμπορου που έκανε εμπόριο καρότων στην περιοχή από πολύ – πολύ παλιά και είχε συνεργαστεί με τους πατεράδες και τους παππούδες ακόμα, των σημερινών καλλιεργητών.
Έφτασε λοιπόν στα χωριά γύρω από την Καροτούπολη όπου μια επιτροπή κατοίκων τον υποδέχθηκε με ευγένεια και σεβασμό μεγάλο. Ήτανε γέρος, πολύ γέρος, σχεδόν ίδιας ηλικίας με το Φύλακα του Μυστικού. Και είχε ένα χαμόγελο πικρό και ένα τόσο λυπημένο βλέμμα!
Του φέρανε μερικά καρότα να τα δει και να τα δοκιμάσει κι ύστερα τον πήγανε να δει και τα χωράφια. Όταν τελειώσανε εκείνος είπε:
- «Καλά. Πάω τώρα μέχρι την Καροτούπολη και θα τα πούμε μετά!!»
Έφτασε στην Καροτούπολη όπου οι ανήσυχοι και στεναχωρημένοι για όλα αυτά που συνέβαιναν κάτοικοι, τον αντίκρισαν με έκπληξη. Όταν τους ζήτησε να δει το φύλακα, αυτοί τον οδήγησαν χωρίς αντιρρήσεις, αφού το Μυστικό δεν ήταν πια μυστικό, σε εκείνον. Μπήκε στη αίθουσα του Μυστικού και κάθησε απέναντι του. Toυς άφησαν μόνους. Μοιάζανε κάπως οι δυο τους, έτσι αν τους έβλεπες μαζί.
Και είπε ο Μεγαλέμπορος των Καρότων στο Φύλακα του Μυστικού των Καρότων:
- «Θα τα αγοράσω. Δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Γέρασα γέρο κάνοντας πράγματα άλλα από αυτά που ονειρεύτηκα. Αλλά τουλάχιστον τα κάνω με αρχές και τρόπο σωστό. Τα καρότα των γειτόνων σας είναι φέτος καλά όσο και τα δικά σας. Εγώ οφείλω να τα αγοράσω και να τα πληρώσω στην ανάλογη τιμή. Μονάχα, ήθελα να σε ρωτήσω…….πώς έγινε και άφησες να σου πάρουν, όπως ακούω, το Μυστικό;»
Ο Φύλακας χαμογέλασε και του απάντησε:
- «Αυτό που πήρανε οι κλέφτες δεν ήταν το πραγματικό Μυστικό. Το Μυστικό των Καρότων και όλων των πραγμάτων και όλης της ζωής, είναι εδώ…….»
….είπε και πήρε το πανέρι που ήταν δίπλα του στο πάτωμα, το αναποδογύρισε, άδειασε τα καρότα που ήταν μέσα, το τίναξε μάλιστα από λίγα χώματα που είχε, το γύρισε ξανά και είπε στο Μεγαλέμπορο:
- «Να το Μυστικό!»
Έσκυψε εκείνος και είδε. Είδε που στο χάρτινο κάλυμμα, στον πάτο του πανεριού, ήταν γραμμένες οι λέξεις:

ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΦΙΛΙΑ ΑΓΑΠΗ
ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΚΑΛΩΣΥΝΗ

Σήκωσε τότε το κεφάλι ο γέρος Μεγαλέμπορος και είπε στο φύλακα, πλατιά χαμογελώντας:
- «Κατάλαβα. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Τώρα πρέπει να φύγω»
Και ο Φύλακας του απάντησε:
- «Να πας στο καλό. Χάρηκα που σε γνώρισα»
Ο γέρος Μεγαλέμπορος των καρότων έφυγε και σ’ όλο το δρόμο, συνέχεια (πόσο σπάνιο γι αυτόν!) χαμογελούσε. Ήταν η ώρα του δειλινού και όλα γύρω είχαν αποκτήσει χρώματα υπέροχα, μα πιο πολύ ο ουρανός που είχε βαφτεί μ’ ένα βαθύ, μαγευτικό – χωρίς αμφιβολία – χρώμα καροτί!
Την άλλη μέρα ο Μεγαλέμπορος πήγε στις γύρω πόλεις, έκλεισε συμφωνία με τους κατοίκους και ξεκίνησαν για τα χωράφια, να μαζέψουν τα καρότα. Όμως, όταν άρχισαν οι εργάτες να βγάζουν τα πρώτα καρότα από το χώμα, είδαν όλοι πως τα ως τα χθες τέλεια και τρανά καρότα, είχανε πάρει σχήματα αλλόκοτα και μοιάζανε (πώς ήταν δυνατόν;!) με γράμματα κι έτσι όπως φυτρώνανε δίπλα – δίπλα στις βραγιές, σχηματίζανε μια λέξη!!!:

Κ Λ Ε Φ Τ Ε Σ

Οι κάτοικοι τά ‘χασαν και τρόμαξαν πολύ. Ο Μεγαλέμπορος έβαλε τα γέλια, ακύρωσε τη συμφωνία, πήρε τα συνεργεία των εργατών του και πήγε γραμμή στην Καροτούπολη όπου τον δέχτηκαν με χαρά και ανακούφιση και πήγαν στα χωράφια, μάζεψαν τα καρότα, τα ζύγισαν, τα φόρτωσαν, κανόνισαν την πληρωμή και στήσανε το βράδυ το καθιερωμένο γλέντι, να γιορτάσουν που κι αυτή τη χρονιά πήγε καλά η σοδειά τους! Τι ωραία! Όλα ήταν όπως πριν!
Στις γύρω πόλεις όμως; Πάλι απογοήτευση, πάλι στεναχώρια! Πέρασαν λίγες μέρες. Οι κλέφτες είχαν καταλάβει το λάθος τους και γεμάτοι τύψεις και ντροπή ξεκίνησαν και πήγαν στην Καροτούπολη και συνάντησαν το Φύλακα του Μυστικού. Κι εκείνος όχι μόνο τους συγχώρεσε, μα και τους έδειξε το πραγματικό Μυστικό! και τους έδωσε ένα σωρό άλλες συμβουλές και μαζί τις ευχές του.
Λίγες μέρες μετά, στα χωριά και τις πόλεις γύρω από την Καροτούπολη, ξεκινούσαν οι καλλιεργητές μια νέα προσπάθεια. Έσπερναν πάλι, μα αυτή τη φορά όχι καρότα: αλλού ραπανάκια, αλλού πατζάρια, αλλού κρεμμύδια, πατάτες, ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, πιπεριές, φασολάκια, κουνουπίδια, λάχανα, μαρούλια. αγκινάρες και άλλα λαχανικά.
Έτσι τους είχε συμβουλέψει ο φύλακας. Αφού στην Καροτούπολη βγαίνανε τόσα χρόνια τα καλύτερα καρότα, γιατί αυτοί δε δοκιμάζανε να καλλιεργήσουν κάτι άλλο;
Αποφάσισαν λοιπόν να κάνουν τη δοκιμή και μάλιστα να εφαρμόσουν το Μυστικό (το πραγματικό) στον τρόπο που καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους αλλά και στη συμπεριφορά τους και τη ζωή τους γενικά.
Ήρθε λοιπόν μετά η ώρα της συγκομιδής και για δες…….όλα τα λαχανικά βγήκαν σε ποιότητα πολύ – πολύ καλή και πουλήθηκαν σε πολύ καλή τιμή και χάρηκαν και ευχαριστήθηκαν πολύ οι καλλιεργητές και ξεκίνησαν με κέφι και μεράκι να δουλεύουν για την επόμενη σοδειά, που βγήκε ακόμη καλύτερη και η επόμενη ακόμα πιο καλύτερη.
Σε λίγα χρόνια, στην περιοχή γύρω από την Καροτούπολη, βγαίνανε χωρίς υπερβολή τα καλύτερα λαχανικά του κόσμου. Τα καλύτερα πατζάρια, τα καλύτερα κουνουπίδια, τα καλύτερα κολοκύθια κ.λ.π.. Οι πόλεις και τα χωριά αλλάξανε ονόματα και - ανάλογα με το τι καλλιεργούσαν στο καθένα – γίνανε Πατζαρούπολη, Κουνουπιδούπολη, Κολοκυθούπολη κ.λ.π. Και σε κάθε μία πόλη, ιδρύθηκε η αντίστοιχη Ακαδημία: η Ακαδημία του Πατζαριού, η Ακαδημία του Κουνουπιδιού, η Ακαδημία του Κολοκυθιού κ.λ.π.
Όλοι δούλευαν, σπούδαζαν και ζούσαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Και κάθε φορά που μαζευόταν μια σοδειά, οργάνωναν πανηγύρια και γιορτές και έτσι όλο το χρόνο η ατμόσφαιρα ήταν χαρμόσυνη και γιορτινή.
Γι αυτό και σας προτείνω να πάτε οπωσδήποτε μια βόλτα ως εκεί. Να ζήσετε από κοντά τη χαρούμενη αυτή ατμόσφαιρα, να γεμίσετε τις τσάντες σας φρέσκα, πεντανόστιμα λαχανικά και να γνωρίσετε τους κατοίκους της περιοχής που είναι τόσο φιλόξενοι και ευγενικοί. Εγώ τους επισκέπτομαι συχνά, γι αυτό σας παρακαλώ να τους δώσετε τα χαιρετίσματα μου, γιατί τους αγαπώ πολύ και – όχι για να το παινευτώ, μα έτσι νομίζω είναι – κι εκείνοι με αγαπάνε.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (148)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Νοστυρόπιττα, η: αγνώστου ποιότητος - όσον αφορά τα υλικά -, τρόπου, συνθηκών και μεθόδου παρασκευής…. πλην όμως νοστιμότατη τυρόπιττα που τυγχάνει της προτιμήσεως, πλήθους πεινασμένων (βλ. και λήμμα «Νοσηρόπιττα»).

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Το πεπονάκι

Το πεπονάκι στη γη φυτρώνει
στο χώμα ταπεινό ξαπλώνει
με του ήλιου τις αχκτίδνες
ωριμάζει, γιναμώνει
άγουρο, πράσινο στην αρχή και
μετά κίτρινο, σχεδόν σα λεμόνι
σκύβει ο γεωργός
το κόβει, το σηκώνει
το αγγίζει, το μυρίζει
και το καμαρώνει
το πάει στο σπίτι και
η γυναίκα καθαρίζει
τις φέτες βγάζουνε
να φάνε στο μπαλκόνι
μμμ! τι άρωμα και ζουμερό
και τι γλυκό – στο στόμα λειώνει
και γεύση τί υπέροχη το πεπονάκι
αυτού που απλώνει!

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Ο Βασίλης πήρε τ’ όπλο του

Νότια Λακωνία, 1940

Η επιστράτευση είχε αρχίσει. Ήρθε και η σειρά του Ασωπού. Οι άντρες που είχαν κληθεί άφηναν το χωριό. Ο Βασίλης ο Βλαχάκης, περνώντας μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς, τη χαιρέτησε φωνάζοντας:
«- Άντε Τριάδα γειάααα, φεύγωωω. Θα βάλω να σου στείλουν το τομάρι μου, να το κάνεις τουλούμι, να βάζεις ελιές!».
«- Τι είναι αυτά που λες καημένε Βασίλη….», του απάντησε η γιαγιά, «- άντε στο καλό και καλή αντάμωση».

Στο ειδικό ένθετο φύλλο της 28ης – 29ης Οκτωβρίου 1995, της εφημερίδος «Η Καθημερινή», με τίτλο «Πού έπεσαν οι 7.948 νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου», διαβάζουμε στην εισαγωγή:

Οι νεκροί του αλβανικού μετώπου

Βρίσκονται παντού. Στην Τρεμπεσίνα και το Πόγραδετς, στο 731 και στην Κλεισούρα, στα υψώματα του Μπούμπεσι και στην πεδιάδα του Βούρκου. Στο Μάλι Σπατ και στην Κορυτσά. Ενταφιασμένοι όπως-όπως κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, θαμμένοι άλλοι στο χιόνι. Ιταλικοί λόχοι υγειονομικού συγκέντρωσαν μετά το ’40 τα οστά δικών τους και Ελλήνων, σε μεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία: «Εχθροί στον πόλεμο, σύντροφοι στο θάνατο», επιγραφές που το καθεστώς του Χότζα φρόντισε γρήγορα να εξαφανίσει. Είναι παντού οι Μεγάλοι μας Νεκροί. Στην Άρτζα θυμούνται ακόμα, μετά τις επιχειρήσεις, σπαρμένους Έλληνες και Ιταλούς, αγκαλιασμένους νεκρούς, στις μάχες σώμα με σώμα. Στο ύψωμα 731 μετρήσαμε 20 θραύσματα οβίδων και όλμων, ανά τετραγωνικό μέτρο. 178 νεκροί μας. Λίγο πιο κάτω ανακαλύπτουμε, χαμένη μέσα στα βάτα, ξεριζωμένη από τη γη αλλά ατόφια, μια επιτύμβια στήλη, ένα πρόχειρο τσιμεντένιο μνημείο των Ιταλών: Οι μεραρχίες Πούλια και Πινερόλο στα παιδιά τους. Νότια, το μικρό, κατωφερικό λιβάδι γλίτωσε από τη μανία των ερπυστριοφόρων του αγροτικού συνεταιρισμού. Ένας κυματισμός στο ανάγλυφο του εδάφους: «Σταματήσαμε μόλις αρχίσαμε να ξεθάβουμε τα πρώτα οστά. Το έδαφος ήταν γεμάτο άσκαστα βλήματα. Για να φτιάξουμε αυτές τις καταραμένες πεζούλες στο ύψωμα χάσαμε 2 από τους καλύτερους χειριστές μας, ένας τρίτος ζει ανάπηρος στο χωριό». Τρεμπεσίνα, βουνό γυμνό και τεράστιο, σα ράχη μυθικού θηρίου. Οι μάχες γίνηκαν σε όλο του το μήκος. Από την κορυφή των 1920 μ. μέχρι βόρεια, το Κιτσόκου. Πολλές φορές το χιόνι έφτανε τα δύο μέτρα. Κονσέρβες ελληνικές, θραύσματα παντού και πλήθος ανέπαφων βλημάτων.
Στην Ζαγοριά, ιστορίες για τους φαντάρους που φιλοξενούνταν στα σπίτια. Αποδείξεις, συγκινητικά ανορθόγραφες, από τις επιτάξεις ζώων και εφοδίων. Στο Νταγκότι της Κλεισούρας, προς τη μεριά του Τεπελενιού, ξεχωρίζει στη στενή κοιλάδα μια τετραγωνισμένη έκταση, 4 περίπου στρεμμάτων. Ακαλλιέργητη από τον καιρό του πολέμου. Το 1993 ήλθαν εδώ παιδιά από τη Θεολογική, φτιάξανε μια πρόσβαση στον κεντρικό δρόμο με πέτρες που κουβάλησαν από το βουνό. Γύρω-γύρω από το νεκροταφείο ρίξαν βότσαλα ποταμίσια. Στο Βουλιαράτι οι κάτοικοι ξανάφτιαξαν το παλιό νεκροταφείο. Τοποθέτησαν σταυρούς, ξέρουν λένε και τα ονόματα. Στην Δρόβιανη, στο βουνό, στον προφήτη Ηλία, κτυπήθηκαν πολλοί, κατά λάθος από φίλια πυρά. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα. Είναι και οι τρεις Μεγάλοι μας Νεκροί στο φιλόξενο νεκροταφείο της παραλίας. Νεκροί αυτοί, διότι λιποψύχησαν κι έκαναν πίσω. Η δίκη συνοπτική και η απόφαση άμεσα εκτελεστή. Βρίσκονται παντού, θαμμένοι στις όχθες των ποταμών, κάτω από «παλάτια πολιτισμού», δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, ριγμένοι στο λάκκο με τον ασβέστη, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία.
Η «Καθημερινή», στις σελίδες που ακολουθούν, φέρνει στο φως, πρώτη φορά, τον πλήρη κατάλογο αξιωματικών και οπλιτών – 7.948 ψυχές – που έπεσαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 εντός του αλβανικού εδάφους.


Και ύστερα, στο γράμμα Β του καταλόγου, διαβάζουμε:

Βλαχάκης Βασίλειος του Αναστασίου – Στρατιώτης 5ου Συντάγματος Πεζικού, 4/1/41, Υψ. 1220 (Μάλι Σεβράνι) Βορ. Φράταρι

Ο Βασίλης δε γύρισε ποτέ στον Ασωπό. Η γιαγιά Τριάδα πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1998 στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών. Τα τελευταία χρόνια ήταν άρρωστη και την είχαν φέρει στην Αθήνα να την προσέχουν οι κόρες της, η θεία μου κι η μάνα μου. Δεν άντεξε τον καύσωνα του καλοκαιριού εκείνου, μεταφέρθηκε σε μικρή κλινική της γειτονιάς και ξεψύχησε εκεί. Τη μέρα εκείνη εγώ γύριζα από διακοπές.
Τη θάψαμε στο χωριό. Το τομάρι του Βασίλη, δε στάλθηκε βέβαια από την Αλβανία, πίσω στον Ασωπό. Παρέμεινε, μαζί με τη σάρκα και τα κόκαλα του, κάπου στο
«Υψ. 1220 (Μάλι Σεβράνι) Βορ. Φράταρι ή δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία….».
Ελαφρύ ας είναι το χώμα και των δύο.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (147)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Σφεταίρα, η
: σύνθετη διπλοβρισιά, από το σφετερίστρια και το εταίρα (πουτάνα). Π.χ. «Μωρή παλιοσφεταίρα, δε ντρέπεσαι μωρή παλιοξετσίπωτη, κάθεσαι στο γέρο άνθρωπο για να σου γράψει την περιουσία του. Εγώ όμως είμαι αίμα του, καταλαβαίνεις; Είναι θείος μου και πρέπει εγώ να του τα φάω………εεεεεε….. να τον κληρονομήσω, ήθελα να πω».

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (146)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Φριττεζάρω
: παθαίνω συγκοπή και πεθαίνω από υπερβολικό τρόμο, από φρίκη. Π.χ. «Μια και είμαστε στην Ερμούπολη να πάμε και στο κοιμητήριο που έχει υπέροχα μνήματα, πραγματικά έργα τέχνης; Και διαλέξατε τώρα που σουρούπωσε; Να μας πιάσει νύχτα μέσα εκεί και να γίνει τίποτα, να φριττεζάρω…. Χα! Να πάτε μόνοι σας. Εγώ πάω να ψωνίσω λουκούμια στον Κορρέ*».

* Βιοτεχνία λουκουμιών Kορρές, Πλατεία Μιαούλη (Δημαρχείο Ερμούπολης), οδό Χίου 29, www.korres-syros.gr

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (145)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Λορδοκομείο, το
: αυτοσαρκαστικός προσδιορισμός για κέντρο σίτισης αστέγων, απόρων και λοιπών αναξιοπαθούντων, εκ μέρους ορισμένων από τους εκεί τακτικά συχνάζοντες, προικισμένους με κάπως… ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Π.χ. «- Κυρίες και κύριοι συγκάτοικοι», (μεταξύ αστέγων που διανυκτερεύουν σε υπόγεια διάβαση), «νομίζω πως ήρθε η ώρα να μεταβούμε εις το λορδοκομείο για το δείπνο μας, τί λέτε;», «- Μα βεβαίως, παρακαλώ!». Και ξεκινούν ομαδόν, ρακένδυτοι, ρυπαροί, ταλαιπωρημένοι, πλην όμως με κάποιον τρόπο περίεργον, κάπως ξένοιαστοι θα έλεγε κανείς… κι ίσως ακόμα κάπως… ευτυχισμένοι.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Ο καπνιστής

Ο καπνιστής καπνίζει
παφ πουφ, παφ πουφ
ο βιολιστής βιολίζει
στο παγκάκι Παγκανίνι
μαέστρο Νικολό, για μόνο
το δικό σας οβολό
ο σφυριχτής σφυρίζει
φιρουλί φιρουλό
ο βαδιστής βαδίζει
εν δυο, εν δυο
ο γεμιστής γεμίζει
ο σαλπιγκτής σαλπίζει
τουρουρού, τρουλουλού
στα τείχη της Ιεριχούς κι αλλού
ο ζυγιστής ζυγίζει
τετρακόσα μια
δράμια στην οκά
ο ναζιστής..
ο σαδιστής..
ο φασιστής..
ο βιαστής..
γαμώ το κέρατό τους
ψοφίμια οξαποδώ
και ο ληστής ξαφρίζει
ο μπαρμπέρης μπαρμπερίζει
και κουρεύει και ξυρίζει
ο μεθυστής μεθύζει
ο μυριστής μυρίζει
ο υβριστής υβρίζει
ο νομιστής νομίζει
ο εξορκιστής ξορκίζει
ο Ασιάτης ρύζι
ο μάγειρας το βράζει στον ατμό
ο θεριστής θερίζει
και ο Ζορρό ζορίζει
τους άλλους και μα
τον ίδιο του εαυτό
ο χαριστής χαρίζει
κι ο ζωγράφος ζωγραφίζει
το μοντέλο που ποζάρει του γυμνό
κι ο δανειστής δανείζει
και η κότα κακαρίζει
η γυναίκα μουρμουρίζει
και ο σύζυγος τη βρίζει
αχ! τί το ’θελα εγώ να παντρευτώ;
η καμαριέρα συγυρίζει
και ο κύριος της χουφτώνει τον πωπό
ο κιθαριστής αρχίζει
ένα γλυκό να παίζει λησμονικό σκοπό
κι απ’ τα στήθια τα σφιχτά
σου η ηδονή αναβλύζει
την πλάτη σου μια στάμπα στιγματίζει
σ’ εν’ του ποδιού τα δάχτυλα
σου κρίκος που γυαλίζει
σου πετράδι τη στολίζει
την κοιλιά στον αφαλό
τους γλουτούς σου είναι μια
γραμμή που τους χωρίζει
εκεί θα ‘θελα για πάντα να σταθώ
ο αρχιστής αρχίζει
ο ψευδιστής ψευδίζει
ο ψελλιστής ψελλίζει
ο τραυλιστής τραυλίζει
ο δικαστής ορκίζει
τους μάρτυρες κι ελπίζει
να του τύχει επιτέλους
μια υπόθεση ν’ αξίζει
ο κομιστής κομίζει
και το νερό της θάλασσας
ωραία κυματίζει
καθώς ο ιερόσυλος
τα θεία μαγαρίζει
ο γάιδαρος γκαρίζει
ο μπανιστής μπανίζει
μία γκαρσόνα χαρωπή
τα πιάτα σερβιρίζει
κι ο δυστυχής ο άνθρωπος
ίσως και να φροντίζει
για μέλλον πιο καλύτερο
αδίκως μάλλον διότι αφού
η μοίρα το ορίζει
το πουλάκι το μικρό
κελαηδεί και φτερουγίζει
στο ξύλινο το πάτωμά
η χαραμάδα τρίζει
και ο βορριάς φυσά τα
καίει τ΄ άνθη και τα μαβρίζει
ήθελα ν΄ άφηνα ξέρεις κι εγώ
κάτι που να αξίζει
σαν πέθενα και έτσι πως
κάτι να με θυμίζει

μα ίσως όμως θέλει αλλιώς
Αυτός που ξέρει
και που γνωρίζει.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (144)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Λυσκύλος, ο
: σκύλος λυτός και/ή λυσσάρης και για αυτό επίφοβος και τρομακτικός. Π.χ. «Όλο για το σκύλο της, τον Αττίλα, μας έλεγε η κυρία Λόλα Μπασσαβιόλα. Ο Αττίλας αυτό, ο Αττίλας το άλλο, ο Αττίλας τούτο, ο Αττίλας κείνο…. Ε, ήταν και το όνομα τέτοιο, νομίσαμε και μεις ότι θά’ ταν κάνας λυσκύλαρος μέχρι κει πάνω. Μέχρι που μια μέρα, η κυρία Λόλα μας παρουσίασε τον Αττίλα ολοζώντανο! Και φίλε, ο Αττίλας ήταν ένα μικροσκοπικό , σαν ποντίκι, τσιουαουαουάουα. Ε, δεν μπορέσαμε να συγκρατηθούμε. Ξεραθήκαμε στα γέλια. Μέχρι δακρύων όμως σου λέω…., μέχρι σπασμών. Η κυρία Λόλα εκνευρίστηκε. Μας απεκάλεσε άξεστους, αμόρφωτους βλάχους, θλιβερούς μαμελούκους, γελοίους βαζιβουζούκους, και απεχώρησε αγέρωχη, με τη μύτη ψηλά. Και ξοπίσω της ο Αττίλας, κουνώντας νευρικά τα μικρούτσικα οπίσθια του. Αδερφέ και τώρα που το σκέφτομαι, ακόμα γελάω».

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (143)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Αλεβρωμύλος, ο: εκείνος που εξ επαγγέλματος ανακατώνεται με άλευρα (μυλωνάς, αρτοποιός, ζαχαροπλάστης, τηγανιστής κ.λ.π.) και ταυτόχρονα διακρίνεται από παροιμιώδη απέχθεια για την τήρηση των κανόνων υγιεινής και καθαριότητας που επιβάλλονται ώστε να εξασφαλίζεται η υγεία των πελατών

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (142)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Αμηχανόβιος, ο: για την πλειοψηφία των ανθρώπων, η αμηχανία είναι ένα συναίσθημα στιγμιαίο. Υπάρχει ωστόσο, μία μικρή μειοψηφία που τελεί εν αμηχανία δια βίου. Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονται αμηχανόβιοι. Π.χ. «- Ο κύριος Νεκτάριος Ακάριος είναι, νομίζω, ένας άνθρωπος γαλήνιος και μακάριος. Αλλά μου φαίνεται κάπως αμήχανος…..», «- Και όχι μόνο. Είναι αμηχανόβιος.», «- Αμηχανόβιος; Τί ειν’ αυτό;», «- Να πάρεις το Πλαθολόγιο Λέξεων, να διαβάσεις, να μάθεις.», «- Πλαθολόγιο; Τί ειν’ αυτό;».

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (141)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.


Ξελογάστρα, η: ταβέρνα ή ρεστωράν με εξαιρετικό φαγητό που διακρίνεται ιδίως για τα πιάτα «της γάστρας». Όποιος πάει, η γεύση, η νοστιμιά, του μένει αξέχαστη και θέλει οπωσδήποτε να ξαναπάει. Π.χ. «- Ααααχ! Αυτή η ξελογάστρα!», «- Τί λες βρε; Δεν ντρέπεσαι; Μπροστά μου;», «- Μα τί λες αγάπη μου;», «- Ποιά είναι αυτή η σουρλουλού, που για χάρη της στενάζεις;», «- Μα τί λες καλή μου; Εγώ λέω για την Μαραμένη Κληματαριά, που φάγαμε το Σάββατο. Ααααχ! Αυτό το κατσικάκι με πατατούλες στη γάστρα… αξέχαστο μού‘ χει μείνει. Μμμμμμ! Τί νοστιμιά ήταν αυτή;», «- Αα, αυτό ήτανε; Ε, να πάμε τότε κοιλιοδουλογουρουνάκι μου. Σου χαλάω εγώ χατίρι;».