Ποιός να είναι αλήθεια
απορώ
τέτοια ώρα της νύχτας
που την πόρτα του κάστρου
χτυπάει
πήγαινε αμέσως να δεις,
να ελέγξεις
ΠΗΓΑΙΝΕ ΕΙΠΑ τί στέκεσαι;
ω! πόσο με εκνευρίζει
ετούτος
ο γέρος και σχεδόν πια
τελείως κουφός υπηρέτης
είναι βέβαια αφοσιωμένος,
πιστός
και η οικογένεια του όλη
εδώ και γενιές
υπηρετούν τη δική μου
κι αυτός μένει κοντά μου
από μια αίσθηση
καθήκοντος, χρέους, ενώ
είναι βεβαίως γεγονός
πως τα τελευταία τα
χρόνια έχω κάπως ξεπέσει
κι ούτε πληρώνεται πια
ο καημένος, ένα πιάτο φαΐ
μοναχά
θά 'πρεπε μάλλον να μη
θυμώνω μαζί του
μα ειδικά η κακή ακοή του
με εξοργίζει πολύ
και μου ταράζει τα νεύρα
ορίστε, ποιός είναι
λοιπόν;
τί; ένας κόλακας;
α! μα τον Θεό, μετά από
τόσο καιρό
επιτέλους ένα ευχάριστο
νέο
ένας υποψήφιος λοιπόν
για τη θέση του κόλακα που
είχα κηρύξει
μα θα μου πείτε στον
παρακμάζοντα οίκο μου
με τις τόσες πια
ελλείψεις που έχει
είναι η θέση του κόλακα
που δίνω
τόση πολλή σημασία;
ο προηγούμενος καιρό
είναι που έφυγε
απειλώντας να
χρησιμοποιήσει έννομα μέσα
να διεκδικήσει τους
μισθούς μηνών αρκετών
απλήρωτος που ήταν
μια φορά τον θέλω εγώ
παρ' όλο που ξέρω
πως οι υπηρεσίες του
είναι
μια υποκρισία, μια χίμαιρα
κι ένα ίσως απροκάλυπτο
ψέμα, γιατί
τη ματαιοδοξία, το εγώ
μου τονώνει
τη χαμένη μου πίστη
στηρίζει
ορίστε λοιπόν, ας περάσει
ο κύριος
καλωσορίσατε, ελάτε,
καθίστε, δεν κάθεστε;
όπως νομίζετε, κατ' αρχάς
να σας πω -επιτρέπετε;
πως από το παρουσιαστικό
σας που μου αρέσει πολύ
εγκρίνεστε ήδη
η ευθυτενής σας
κορμοστασιά
το ψιλόλιγνο σώμα
τονισμένα από τα σκούρα
ενδύματα
κι αυτόν τον παλαιϊκό
πού 'χετε επιλέξει εμμ...
μανδύα
τα μακριά, τα λεπτά σας
τα -τολμώ να πω-
γυναικεία τα δάχτυλα
με τα περιποιημένα
και κάπως βέβαια μακριά
σας τα νύχια
τα μαλλιά σας μάβρα,
στιλπνά
χτενισμένα σχολαστικά
προς τα πίσω
και το πρόσωπο σας, τόσο
χλωμό
μα ο ήλιος ποτέ δε σας
βλέπει;
και τα μάτια σας κόκκινα
μήπως δεν κοιμάστε καλά;
και το βλέμμα σας έντονο
τόσο
επιμόνως στραμμένο είναι
πάνω μου
και μάλιστα όχι στο
κεφάλι, όχι στο σώμα
θά 'λεγα κάπου ανάμεσα
μα... καταλαβαίνω καλά;
στο λαιμό μου;
στη φλέβα τη μεγάλη που
πάλλεται
αντλώντας και στέλνοντας
στο κορμί μου το αίμα;
και πώς κοιτάτε τώρα εκεί
ακριβώς
με μανία θα μπορούσα να
πω
με αχόρταγη πείνα
ααα... και πως μισανοίγει
το στόμα σας
και είναι οι κυνόδοντες
παρά φύσιν μεγάλοι
και με
πλησιάζετε...μηη...
Ωωω!... τώρα κατάλαβα!
Αχ, άθλιε, ηλίθιε, γέρο,
κουφέ υπηρέτη
σαν ρώτησες τί είναι δεν
σου είπε κόλακας.