Στον καταυλισμό των τσιγγάνων, στην ποταμιά. Τα τσαντήρια στημένα. Η γιαγιά της έριχνε τα κόκαλα κι έλεγε τα μελλούμενα σε μια παρέα. Ο παππούς, απ’ το πρωί μεθυσμένος, καθόταν κάτω από μια τέντα κι έπαιζε το κλαρίνο του. Η μάνα της έπλενε τα σκουτιά. Ο πατέρας της, μαζί με τ’ αδέρφια της, γύριζε τα χωριά να πουλάει πεπόνια. Κι εκείνη ζεστάθηκε τόσο! Πήγε να δροσιστεί σε μια γωνιά κρυφή, στο ποτάμι. Πού να ξέρει ότι παραφυλάγαμε εκεί, κρυμμένοι πίσω από τις καλαμιές, οι φίλοι μου κι εγώ και τη βλέπαμε. Που όταν ερχόταν στο χωριό κάτι να αγοράσει, κάτι να χαζέψει, τόσο όμορφη που ήτανε με τα βραχιόλια και τα πολύχρωμα ρούχα, μη μπορώντας άλλο να κάνουμε (πόσο τη θέλαμε!, ας ήμασταν τόσο μικροί), μόνο την κοροϊδεύαμε: «Ουουου! τσιγγάνα, Ουουου! γύφτισσα, Ουουου! κατσιβέλα». Κι ας λιώναμε ύστερα λιγωμένοι από επιθυμία και πόθο. Έβγαλε εκείνη τη φουστάνα και την πουκαμίσα της και τις πέταξε στα βότσαλα. Κι απόμεινε με ένα βρακί μπλε ξεβαμμένο κι ένα παράταιρο στηθόδεσμο, ροζ, δαντελλένιο. Πώς κρατηθήκαμε και δεν ουρλιάξαμε όλοι μαζί, λες κι από μυστική συμφωνία βουλώσαμε ο ένας το στόμα του άλλου. Βούτηξε στο νερό με φωνούλες απόλαυσης κι ευχαρίστησης, κολύμπησε λίγο και ξαναβγήκε. Όρθια στην ακροποταμιά, βρεμένη, με τα εσώρουχα κολλητά στο κορμί της, κοίταξε γύρω – γύρω, δεν είδε κανέναν (ήμασταν καλά κρυμμένοι) και με δυο κινήσεις βιαστικές τά ‘βγαλε και τα δυο και τα πέταξε μακριά. Γυμνή, ολόγυμνη, με τα νερά να στάζουν στο κορμί της, χρυσό χνούδι οι τριχούλες στην πλάτη της, τα μαύρα πλούσια μαλλιά να σκεπάζουν το λαιμό της και κατσαρές, βρεμένες να στάζουν οι τρίχες στο εφηβαίο, ένα τόνο λιγότερο σκούρο το δέρμα στα στήθια, στους γλουτούς της, να γλιστράει το νερό στις καμπύλες, σε απόκρυφες κοιλότητες, ξανάπεσε στο ποτάμι, κολύμπησε για ώρα, βγήκε και ξάπλωσε, λιάστηκε, στέγνωσε, ντύθηκε κι έφυγε, ανέμελη, αθώα, μην ξέροντας πόσο βαθιά μας στιγμάτισε, πόσο μας τάραξε η εικόνα της, πόσο μας ταράζει ίσα με τώρα.
Κυριακή 19 Αυγούστου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου