Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Με όλο το θάρρος, απολογούμενος και λόγω της ημέρας κύριε Νταφόου

Άγιος Θωμάς, Μαρούσι, Αθήνα, 26/7/'016

Ο Ροβινσών επιβεβαίωσε την υπόθεση που είχε κάνει όταν αντίκρισε το αποτύπωμα του πέλματος στην άμμο της παραλίας, ότι δηλαδή αυτό ανήκε σε γυναίκα. Στις παρυφές του δάσους που ξεκινούσε πιο πέρα και μες στην κουφάλα ενός δέντρου, βρήκε να κρύβεται μια νεαρή, ημίγυμνη ιθαγενής. Δε φάνηκε καθόλου να τον φοβάται όταν ξεκίνησε να της μιλά και παρότι ήταν ολοφάνερο ότι δεν τον καταλάβαινε, η στάση της ήταν συναινετική έως και κάπως… υποτακτική. Βέβαια εκείνος δε μπόρεσε να μην προσέξει το ωραίο της χαμόγελο, τα λαμπερά της μάτια και τις ζουμερές καμπύλες της που μάταια πάσχιζαν να καλύψουν τα αυτοσχέδια, μικροσκοπικά δείγματα ενδυματισμού. Αναθυμούμενος το ημερολόγιο, που φρόντιζε πάντα να τηρεί και να εορτάζει και να τιμά τις θρησκευτικές εορτές, τις εθνικές αργίες,  τις ιστορικές επετείους και όλα τα αξιοσημείωτα γεγονότα, της ανακοίνωσε ότι δεδομένου ότι την ημέρα εκείνη, δηλαδή Τρίτη 26 Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1719, η Εκκλησία τιμούσε τη μνήμη της Αγίας Παρασκευής της Αθληφόρου Μεγαλομάρτυρος, θα την ονόμαζε κι εκείνη Παρασκευή και την κάλεσε να τον ακολουθήσει, πράγμα που η νεαρή, ημίγυμνη, χυμώδης Παρασκευή έπραξε πρόθυμα, έως τη σπηλιά που ο Ροβινσών είχε διαμορφώσει ως κατάλυμα. Όπως και αργότερα, το βράδυ, όταν την κάλεσε και στο κρεββάτι του, ομοίως πρόθυμα το έκανε κι αυτό. Πέρασε καιρός… Η ζωή του είχε βελτιωθεί πολύ και περνούσε πολύ καλά, πάρα πολύ καλά με την Παρασκευή, στο βαθμό που είχε αρχίσει να σκέπτεται ότι αν ποτέ, λέμε τώρα αν, γινόταν τρόπος να φύγει απ’ αυτό το έρημο νησί και να γυρίσει στην πατρίδα του, μάλλον θα έπαιρνε μαζί του την Παρασκευή στο Κουήν’ς Ντοκ Χαλλ, στην Αγγλία και θα την κράταγε κοντά του. Αυτά αναλογιζόταν καθώς ήταν οι δυο τους ξαπλωμένοι (εκείνη την είχε πάρει ο ύπνος), όμως μετά θυμήθηκε ότι τον πρώτο καιρό στο νησί, όταν διακατεχόταν από μεγάλους φόβους, ανησυχίες και άγχος για το μέλλον, αν θα τα καταφέρει να επιβιώσει, αν θα σωθεί ποτέ κ.λ.π. του ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, τη ρήση ενός σοφού Ινδού, ότι δηλαδή δεν έχει νόημα κι αξία να ασχολείται κανείς με το μέλλον, παρά να ζει πρέπει το παρόν, την κάθε ώρα και μέρα και στιγμή. Και πίεσε τον εαυτό του να το εφαρμόσει και βρήκε την πρακτική αυτή ωφέλιμη πολύ. Έτσι λοιπόν και τώρα, σταμάτησε να σκέπτεται και άπλωσε τα χέρια του στο πλάι, ώσπου το ένα εσυνάντησε τον ευμεγέθη μαστό της Παρασκευής, που πάντοτε εξάπλωνε θεόγυμνη, και το άλλο το σφριγηλό γλουτό της. Αμφότερα τα γυναικεία μέλη, ενθυλακώθηκαν στις παλάμες του με τις οποίες εκείνος άρχισε τις ψαύσεις, τις τριβές και τις μαλάξεις. Οι χειρονομίες αυτές φαίνεται άρχισαν να αποσπούν από τας αγκάλας του Μορφέως την Παρασκευή, η οποία αφήνοντας μικρούς αναστεναγμούς απόλαυσης, άνοιξε εν τέλει τους οφθαλμούς της και αντιλαμβανόμενη τα τεκταινόμενα χαμογέλασε πλατειά και άπλωσε κι εκείνη το λεπτό της χέρι, με μία αποφασιστική κίνηση προς το κέντρο του κορμού του, ομού και του ανδρισμού του.

       

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Η τελευταία γύρα


Στίχοι του τραγουδιού “Last Call” του Αμερικανού τραγουδιστή Dave Van Ronk, 1936 – 2002, μπορεί κανείς ενδεικτικά να το ακούσει στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=AaRTvAFIYF4 , μετάφραση Χ.Δ.Τ.

Κι έτσι είχαμε άλλη μια βραδιά
πολύ μετά απ’ τη δύση
κι όλοι θα μείνουν μοναχοί
το μπαρ όταν θα κλείσει

Και τελευταίο ένα πίνουμε
λύπη – χαρά ας ποτίσει
κι ευχόμαστε να κράταγε
ώσπου αύριο το μπαρ ν’ ανοίξει

Κι ως σκουντουφλάμε πίσω ξανά
σα χορευτές παράλυτοι
την ερώτηση όλοι ξέρουμε
και όλοι την απάντηση

Και πίνουμε τελευταίο ποτό
που κόβει το νου λωρίδες
σημασία δεν έχει η απάντηση
κι η ερώτηση ελπίδες

Ράγισε η δόλια μου καρδιά
μα θα ξανακολλήσει
μα όποιος πίνει από μωρό
θλίψη δε θα γνωρίσει

Και λέμε την ύστερη ευχή
που να ειπωθεί δεν κάνει
εβίβα στην καλή καρδιά
κομμάτια όλο που χάνει.


Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Ξεκίνα την ημέρα σου με κάποιο τρόπο ωραίο


Σήμερα ξύπνησα από πολύ νωρίς
κι απασχολήθηκα με διάφορες μικρής
κλίμακας εργασίες
ως επί παραδείγματι
έβγαλα - άπλωσα τα ρούχα
της πλύσης βραδυνής
ετοίμασα ύστερα για το γραφείο το κολατσιό
κι έπειτα στο διαδίκτυο πρωϊνές
διάβασα τις ειδήσεις
και νά 'μαι τώρα στη βεράντα
πίνοντας τον καφέ
σαν έχει αρχίσει να χαράζει
κι απολαμβάνω αυτήν την ώρα
της σπάνιας ησυχίας
(βλέπετε στο πολύβουο
κέντρο της πόλης διαμένω)
απολαμβάνω αυτήν ώρα
που η μέρα ξεκινάει

κι αίφνης...σε κάποιο από τα γύρωθεν
διαμέρισμα ένα χαμηλό
με τρόπο ιδιαίτερα ηχηρό
και ώρα πολλή με δυνατούς
σπασμούς κάποιος ξερνάει.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Έρως το θέρος


Καθ' όλο το θέρος
κατισχύει ο έρως
τα ελαφρά τα ενδύματα
τ' ανοιχτά υποδήματα
γεννούν γενναία αισθήματα
διόλου αγνά
ανομολόγητα πάθη ξυπνούν
και λαγνά.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Ο Φίδης (άζμα λαϊκό - ρεμπέτικο)

Πλησίον λιμένος Αγίας Μαρίνας, Σχινιάς, Μαραθώνας - Β.Α. Αττική, 9/7/'016

Πηγαίνοντας τη Μ. να πάρει το φέρρυ, 10 η ώρα το πρωί, μέσα σχεδόν Ιουλίου, οδηγώντας στον επαρχιακό δρόμο, την τελευταία στιγμή είδαμε να βγαίνει μέσα από τα ξερόχορτα ένα μακρύ ασημόχρωμο φίδι και να προσπαθεί να διασχίσει την άσφαλτο με το χαρακτηριστικό του φίδινο τρόπο. Μ' ένα πολύ απότομο ελιγμό και βγάζοντας το αυτοκίνητο από την πορεία του, την τελευταία στιγμή, ίσα που καταφέραμε νη μην το πατήσουμε. Προσπαθώντας να συνέλθουμε από το ξάφνιασμα κοιτούσαμε με αγωνία από τον καθρέπτη απ' όπου και είδαμε ότι ο επόμενος οδηγός ατάραχος (ή μήπως ανυποψίαστος;) απλά πέρασε από πάνω του. Στο γυρισμό, πλησιάζοντας το σημείο αυτό ήλπιζα να μη δω τίποτα και άρα να τα είχε καταφέρει τελικά. Φευ, το φίδι ήταν εκεί και σε πολύ άσχημη κατάσταση, ένα με το δρόμο. Στα επόμενα λίγα λεπτά (και χιλιόμετρα) εμπνεύστηκα τους στίχους αυτού του τραγουδιού, τους οποίους και έγραψα μαζί με την εισαγωγή στο τεφτέρι μου, σε τρεις σύντομες στάσεις στην άκρη του δρόμου. Τώρα δουλεύω τη μελοποίηση με το μπαγλαμά. Αλλά αυτό θα μου πάρει μάλλον περισσότερο χρόνο. Γιατί μουσική δεν ξέρω. Και ούτε μπαγλαμά έχω.

Σε σκοτώσανε ρε Φίδη
τώρα είσαι πια σκουπίδι
ασυνείδητα ανθρωπάκια
βορά 'γινες στα κοράκια

Το τιμόνι κόβω το όλο
και σε γλύτωσα στον πόντο
μα οι επόμενοι σε βρήκαν
μάλλον ούτε το σκεφτήκαν

Το κορμί το λυγερό σου
το ασημί και μακρουλό σου
πλακουτσό τώρα έχει γίνει
και μια μπόχα αναδίνει

Α ρε Φίδη μου καημένε
τώρα πια συχωρεμένε
ζωή νά 'χει η Φίδαινα σου
κι όλα τα φιδόπουλα σου.


Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (298)



…Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Καλωπσιμμός, ο: υπάρχουν άλλοι που σε αντίθεση με τους άλλους, θέλουν το πιάτο με το κρέας που θα τους σερβιρισθεί να φάνε, πέρα από τις ενδιαφέρουσες γαρνιτούρες και την πολύ καλή ποιότητα, να μην περιέχει επ' ουδενί τους χυμούς του και -Θεός φυλάξοι- το αίμα του. Η διαδικασία παρασκευής του κρέατος κατ' αυτόν τον τρόπο ονομάζεται καλωπσιμμός ή αλλιώς καλοψημός και το προϊόν της είναι... καλοψημένο. Π.χ. "Πόσο ακόμα για τη μπριζόλα του Οράτιου ρε σεις; Θα με τρελλάνετε κοτζαμάν Σεφ! Είναι βρε ίσως ο καλύτερος πελάτης μας. Είναι ανάγκη να το λέω; Εεε;", "Ένα λεπτάκι ακόμα κύριε Αχέροντα και θά 'χει πια... καλωπσιθεί!".

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Είναι ζωή αυτή;

Τα φάρμακα μου τα πολλά παίρνω απ' το φαρμακείο
ξυρίζομαι φτηνό, σ΄ενός γνωστού κουρείο
τρώω κάθε μέρα στης γωνίας το μαγειρίο
κι έρωτα τις Παρασκευές βρίσκω σ' ένα πορνείο

τα ρούχα μου ράβω - μαντάρω στο ίδιο το ραφείο
υπάλληλος χρόνια πολλά, σ΄ένα άχαρο γραφείο
για δόξα, έμπνευση, χαρά μικρό είναι το πεδίο
ξεχνιέμαι όμως τα Σάββατα σ΄ένα χαμαιτυπείο

χάος πια πλέον επικρατεί, στο νου, εν τω κρανίω
και τρικυμία στην καρδιά και βάσανο και κρύο
ένα ανθρωπάκι τόσο δα, ασήμαντο, αστείο
τις Κυριακές συχώρεση ψάχνω σε ναό οικείο.