Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Και τί στον κόσμο…

Αγαπητοί επισκέπτες, αναγνώστες, φίλες και φίλοι, το ιστολόγιο ευχαριστώντας σας για την αγάπη και την στήριξη, αποχαιρετά το χρόνο που φεύγει με μία μικρή ιστορία και εύχεται σε όλους: Καλή δύναμη - και του χρόνου με υγεία!

Η θεία μου, αδερφή της μάνας μου, με ανάστησε από μωρό. Αυτή με ανάθρεψε. Από λίγες μέρες μετά τη γέννα, που πέθανε η συχωρεμένη, με πήρε στην προστασία της. Στην ουσία αφιέρωσε τη ζωή της για μένα. Το αναγνωρίζω αυτό και το εκτιμάω πολύ. Άμα δεν ήταν η θεία, σε κάποιο ίδρυμα σίγουρα θα με είχαν πάει. Την ευγνωμονώ. Και με μεγάλωσε καλά. Τίποτα δε μού ΄λειψε. Και μου φερόταν και πολύ καλά. Μια μόνο λόξα είχε, μια εμμονή. Ήθελε, σώνει και καλά, άμα μεγαλώσω να σπουδάσω. Να πάω στο Πανεπιστήμιο. Ιατρική. Να γίνω γιατρός. Αυτό ήταν το απωθημένο της. «Να σε δω με την άσπρη μπλούζα και τί στον κόσμο! Και τί στον κόσμο!...». Έτσι μού ‘λεγε όλη την ώρα. Και ούτε λάμβανε υπ’ όψιν τα σημάδια, ήδη από το δημοτικό, ότι δεν τά ‘παιρνα τα γράμματα, ότι δηλαδή μάλλον στουρνάρι ήμουνα. «Δεν πειράζει», έλεγε. «Θα μεγαλώσεις, θα πήξει το μυαλό σου, θα βελτιωθείς. Κι αν χρειαστεί  θα πάμε σε φροντιστήρια, θα πάρουμε τους καλύτερους καθηγητές για ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Εσύ μια φορά, θα σπουδάσεις. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Θα πας στο πανεπιστήμιο. Ιατρική. Αχ βρε… να σε δω γιατρό με την άσπρη μπλούζα και τί στον κόσμο!». Έτσι έλεγε η θεία συνεχώς. Ούτε μετά, στο γυμνάσιο, που άρχισα τα σκασιαρχεία και τα τέτοια, ούτε όταν την καλούσαν ο γυμνασιάρχης και οι καθηγητές για συστάσεις, ούτε τότε ίδρωνε τ’ αυτί της. Και μετά πια, στο λύκειο, οι συστάσεις άρχισαν νά ‘ρχονται από αστυφύλακες από το τμήμα της περιοχής και δεν ήταν τόσο ήπιες όσο των καθηγητών του γυμνασίου. Μα και πάλι, η θεία τίποτα. «Αυτό το παιδί που βλέπετε», τους έλεγε, «ο ανιψιός μου, σε λίγα χρόνια θά ΄ναι γιατρός με την άσπρη ποδιά, την άσπρη μπλούζα και θα τρίβετε τα μάτια σας».  Έδωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις μόνο και μόνο για να της κάνω το χατίρι. Κι όταν της εξηγούσα ότι είχα γράψει μηδέν, ότι είχα παραδώσει λευκή κόλλα σε όλα τα μαθήματα, αυτή με έπαιρνε στο ψιλό. «Άντε από κει βρε», μού ‘λεγε. Και μια δυο μέρες μετά που βγήκαν τα αποτελέσματα, που ασφαλώς με επιβεβαίωναν, έκανα  - καταραμένη η ώρα – εκείνη την απαράδεκτη πράξη για την οποία θα μετανιώνω σε όλη τη ζωή μου. Μια πράξη τόση άσχημη που δε δικαιολογείται από κανένα νεαρό της ηλικίας, κανένα αίμα που βράζει, καμιά κακή παρέα και επιρροή. Και - πολύ δίκαια – με συλλάβανε και με μπουζουριάσανε. Μέσα. Φυλακή. Σ’ όλα τα χρόνια της φυλακής, βράχος η θεία. Σε κάθε επισκεπτήριο, εκεί, παρούσα. Τί γράμματα, τί πακέτα με δώρα και χρειαζούμενα διάφορα, τί καλοπιάσματα στους φύλακες και στον διευθυντή… Τί να παρακινεί συλλόγους, θεατρικές ομάδες, μουσικούς, να διοργανώνει εκδηλώσεις συμπαράστασης για τους φυλακισμένους… Δε θέλω να λέω μεγάλα λόγια, ότι η φυλακή με έκανε καλύτερο άνθρωπο και τέτοια. Αλλά ότι με άλλαξε, μ’ άλλαξε πολύ. Όταν αποφυλακίστηκα είχα αποφασίσει να προσπαθήσω να κάνω μιαν άλλη ζωή, χωρίς καθόλου να ξέρω αν θα μπορούσα να το πετύχω. Έκανα στην αρχή διάφορες δουλειές του ποδαριού, ύστερα μπήκα μόνιμα βοηθός σ’ ένα κρεοπωλείο της γειτονιάς. Το αφεντικό και η γυναίκα του που ήταν μέσα στο μαγαζί, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Το ίδιο και οι άλλοι εργαζόμενοι και οι ντόπιοι και από άλλες χώρες. Δούλευα γερά αλλά όχι απάνθρωπα. Πληρωνόμουνα κανονικά, με δώρα, υπερωρίες, απ’ όλα. Έπαιρνα και προϊόντα σε τιμές κόστους  άμα ήθελα ή και κάποια έτσι, χωρίς λεφτά. Άρχισα να γνωρίζομαι με την πελατεία, μερικοί που ήταν χρόνια στη γειτονιά με θυμηθήκανε και με καλοδέχτηκαν. Νοίκιασα και μια καμαρούλα δικιά μου. Δειλά δειλά άρχισα να κάνω και κάτι καινούριες παρέες. Ήμουν ευχαριστημένος. Κάθε δεύτερη, αν όχι κάθε μέρα, έκανα επίσκεψη στη θεία. Είχε μεγαλώσει η καημένη. Την κυρία Πωλίνα, μια στρουμπουλή, πρασινομάτα, ευγενέστατη κυρία, ομογενή από τη Ρωσία, χρόνια στην Ελλάδα, ένα τετράγωνο παραδίπλα, που παλιά τη φώναζε για βοήθεια στις βαριές δουλειές του σπιτιού, τώρα την είχε σχεδόν μόνιμη. Να της κάνει το σπίτι, να μαγειρεύει, νά ‘χει το νου της στα φάρμακα, να πηγαίνουν στους γιατρούς. Πώς χαιρόταν τόσο η θεία κάθε φορά που πήγαινα και πίναμε καφέ και τα λέγαμε… Μάλιστα από τότε που άρχισα να πληρώνομαι τακτικά, κάθε μήνα της πήγαινα το ένα τρίτο του μισθού μου. «Μια μικρή βοήθεια θεία», της έλεγα, «τώρα έχεις έξοδα, φάρμακα, γιατρούς, την κυρία Πωλίνα. Εσύ με πρόσεξες μικρόν, εγώ θα σε προσέξω τώρα. Κι ότι θέλεις εδώ είμαι εγώ, τ’ ακούς;». Βούρκωνε η καλή μου η θεία. Έπαιρνε τα χρήματα χωρίς στην πραγματικότητα να τα έχει ανάγκη, στην άκρη τά ‘βαζε. Ήξερα ότι είχε μια καλή σύνταξη και νοίκια από κάτι ακίνητα. Μα της άρεσε να αποδέχεται αυτή την κίνηση ευγνωμοσύνης από μένα και επί πλέον δεν ήθελε και να με προσβάλει. Τον δεύτερο χειμώνα από τότε που βγήκα, η θεία δεν τον πέρασε καλά. Σχεδόν συνέχεια στο κρεβάτι ήταν, μπήκε και δυο φορές νοσοκομείο. Η κυρία Πωλίνα είχε πια μπει εσωτερική. «Γεράματα», μου εξηγούσαν οι γιατροί, «δε μπορείτε να κάνετε κάτι». Τα ίδια μού ‘λεγε και η κυρία Πωλίνα που μ΄έβλεπε να στεναχωριέμαι. Πάντως, παρά τις δυσκολίες, τον έβγαλε πέρα η θεία τον χειμώνα, παλληκάρι. Κι ύστερα μπήκε εκείνη τη χρονιά, μια άνοιξη… μια άνοιξη! Τί καλοκαιρίες, τί μέρες γλυκές, τί νά ‘χουνε πρασινίσει όλα, στα μπαλκόνια, στις βεράντες, στο παρκάκι, στις πλατείες, τί να ανθοφορούνε, να μυρίζουν τα φυτά, ζουζούνια να πετούν, πουλάκια, ευδιάθετος ο κόσμος, γελαστός… χαρά Θεού. Ένα τέτοιο πρωινό ήμουν στο μαγαζί και λιάνιζα κάτι κρέατα στον πάγκο και ξάφνου σηκώνω το βλέμμα μου και τί να δω έξω από το μαγαζί (είχαμε ανοιχτές, με τον καλό καιρό, τις πόρτες)…Τη θεία με την κυρία Πωλίνα να στέκονται και να με κοιτάνε. Τά ‘χασα. Όπως έμαθα μετά, η θεία αισθανόταν καλύτερα τις τελευταίες  μέρες, είχε σηκωθεί και ειδικά εκείνο το πρωί, παρά τις αντιρρήσεις της κυρίας Πωλίνας, ήταν αμετανόητη. Ντύθηκε καλά, βγήκανε έξω και σιγά σιγά, φρούστου φρούστου σέρνοντας τα πόδια της βήμα βήμα, στηριζόμενη στο μπαστουνάκι της απ’ τη μια, στην κυρία Πωλίνα από την άλλη, κάνανε μια βόλτα τα τετράγωνα και τυχαία (τάχα μου) την έφερε ο δρόμος έξω απ’ το μαγαζί και να τώρα να με κοιτάει η θεία με κάτι μάτια έκπληκτα που δεν είχα ξαναδεί. Σκούπισα τα χέρια μου στην πιτσιλισμένη μου ποδιά, τά ‘πλυνα στη βρύση γρήγορα γρήγορα, τα στέγνωσα και βγήκα έξω. «Βρε καλώς τα κορίτσια, καλώς ήλθατε. Τί κάνεις θεία; Βρε ηρωίδα ατρόμητη, βγήκες έξω; Καλύτερα σε βλέπω, φτου φτου φτου… Τί με κοιτάς καλέ έτσι; Δεν με αναγνωρίζεις; Ή δεν έχεις δει κρεοπώλη ξανά, ε;». Για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με κοιτούσε έτσι και πάνω που είχα αρχίσει να ανησυχώ, πετάρισαν τα βλέφαρα της, καθάρισαν τα μάτια της, μου χαμογέλασε και μού ‘δωσε και μια τσιμπιά στο μάγουλο. «Μισό λεπτό», τους είπα κι έτρεξα μες στο μαγαζί και τους έφερα ένα πακέτο εκλεκτό κιμά, «τρεις φορές τον πέρασα από τη μηχανή θεία, πιο μαλακός δε γίνεται, αφρός είναι… να φας και να δυναμώσεις, άντε άντε, να μου φυλάξετε και μένα, θά ‘ρθω το απόγευμα»… και της έσκασα ένα φιλί. Συγκινήθηκε, δάκρυσε. Με χαιρετήσανε και ξεκίνησαν, στράτα στρατούλα η θεία, σέρνοντας τα ποδαράκια της, φρούστου φρούστου με το μπαστουνάκι της και την κυρία Πωλίνα από την άλλη, φύγανε για  το σπίτι. Λίγες μέρες μετά η θεία πέθανε. Όταν άρχισαν ύστερα και τα τυπικά, ενημερώθηκα ότι η θεία πέρα από κάτι κληροδοτήματα για αγαθοεργίες, με είχε ορίσει γενικό κληρονόμο. Ένα σοβαρό ποσό σε μετρητά (που περιελάμβανε βέβαια όσα της είχα δώσει από το μισθό μου) και μερικά ακίνητα. Έδωσα ένα ποσό σε μετρητά στην κυρία Παυλίνα για όσα είχε κάνει φροντίζοντας τόσο καλά τη θεία. Επίσης της είπα να κάνει ότι νόμιζε με την κινητή περιουσία (επίπλωση, ρουχισμό, πιατικά κ.λ.π.) πέρα από δυο τρία ενθύμια. Κι εγώ μέχρι να σκεφτώ τί θα κάνω, συνέχισα να δουλεύω στο κρεοπωλείο κανονικά. Κάθε τόσο μου ερχόταν στο μυαλό η σκηνή από κείνη την ημέρα, η εικόνα της θείας έξω από το μαγαζί να κοιτάει τόσο έντονα. Και προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί. Μα δεν έβγαζα άκρη. Πέρασαν μήνες. Και έπειτα, ένα απόγευμα που κάναμε διάλλειμα στην πίσω αυλή του μαγαζιού και καπνίζαμε με τους συναδέλφους, καθώς έκανα να βάλω το πακέτο των τσιγάρων πίσω στη μπλούζα της δουλειάς, μού ‘ρθε η επιφοίτηση: τη μέρα εκείνη η θεία, είχε επιτέλους  (και τί στον κόσμο!) δει τον ανιψιό της με την άσπρη μπλούζα. Και λίγο μετά έφυγε, ευχαριστημένη θέλω να ελπίζω. Για τον άλλο κόσμο.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (296)

..Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Τζηπιαίσιο, το (περί τέλους):   η ευτυχής/επιτυχής κατάληξη/ ολοκλήρωση αυτοκινητιστικής διαδρομής μακρινής, απροσδόκητης και δαιδαλώδους που γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού/δορυφορικού συστήματος πλοήγησης ΤζηΠηΕς. Π.χ. Υπακούοντας την ψηφιακή φωνή της καλής κυρίας στρίψαμε από την Εθνική δεξιά στην παράκαμψη και καταλήξαμε να περιπλανούμαστε για πάνω από 40 λεπτά στο ορεινό οδικό δίκτυο και τα χωριά του Δήμου Αποκορώνου Χανίων (ενώ όπως διαπιστώσαμε αν είχαμε συνεχίσει για περίπου 5 χιλιόμετρα στην Εθνική ευθεία, υπήρχε μία τεράστια ταμπέλα εξόδου και από εκεί το χωριό ήταν στα 500 μέτρα). Έτσι όταν φθάσαμε στην ταβέρνα όλοι οι φίλοι μας ήταν ήδη εκεί και είχαν ξεκινήσει. Ωστόσο οι καρέκλες μας ήταν άδειες, τα πιάτα και οι κούπες μας γεμάτα κι έτσι αμέσως γίναμε κι εμείς συνδαιτυμόνες στο συμπόσιο και περάσαμε πολύ ωραία μετά από αυτήν τη μικρή περιπέτεια που είχε ευτυχώς τζηπηαίσιο τέλος.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Ογδόντα πάνω κάτω

28 Δεκ. '015 - Χανιά, Κρήτη

Τα δάχτυλα προτεταμένα ενώνω
τον δείκτη και τον μέσο
κι έτσι ακριβώς
όπως οι ειδικοί μου έχουν δείξει
στο εσωτερικό του καρπού τα ακουμπώ
αφουγκράζομαι εκεί
και κοιτώντας το ρολόι
σ ένα λεπτό μέσα καταμετρώ
ογδόντα πάνω κάτω
κι αναλογίζομαι
μέσα στο ίδιο διάστημα
πόσοι σ' όλη τη χώρα
σε άλλες χώρες
στον κόσμο όλον
μέσα σε σπίτια, έξω απ' τα σπίτια
στους δρόμους, στις γειτονιές
στην εξοχή, στην φύση
μεταξύ ζώων, μεταξύ ανθρώπων
από πείνα, από μίσος, από ζήλια, από τρέλλα
για επιβίωση, για εκδίκηση, για επιβολή

Σφαγμοί. 

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ο υιός

27/12/'015,  πτήση Αθήνα - Χανιά


Παρέδωσε το τέκνο της στον κόσμο
στις 20 Απριλίου 1968
βράδυ Μεγάλου Σαββάτου
την ώρα που χτυπούσαν
οι καμπάνες για την Ανάσταση

Παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο
στις 11 Απριλίου 2015
βράδυ Μεγάλου Σαββάτου
η σορός έβγαινε από το σπίτι
την ώρα που χτυπούσαν
οι καμπάνες της Ανάστασης.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Poeticus Maximus Surealus Contradictus


Με τις καλύτερες κατάρες μου
με τις χειρότερες  ευχές μου
με τις ελάχιστες δυνάμεις μου
με τις τεράστιες αντοχές μου

Πρωί: «ένα διπλό ακόμα σού ‘πα»
βράδι: με τον καφέ αχνιστό στην κούπα

Τα πιο σκληρά τα μήλα, κύριε μανάβη, σε μένα όλα δώστα
τέτοια φρούτα, αφού ξέρεις, τα τρώω μόνο κομπόστα

Μες στο σκοτάδι νά ‘βρω
ψάχνω ένα μαύρο
λευκή πέφτει η σκόνη
το χιόνι και λερώνει

Αρχιμάγειρος της πείνας
γαστρονόμος καραντίνας

Μ’ οχτώ πόδια Θεά Κάλι και οχτάχερο χταπόδι
ποδηλάτης δίχως άκρα και καινούριο καλαπόδι

Με ακαριαίο φαρμάκι ποτισμένη καραμέλα
ολοτρύφερη μπριζόλα και γεμάτη σαλμονέλα

Σ΄αυτοσχέδια αγχόνη εκρεμάσθει με μανία
τέζα ο φροντιστής των κήπων στην αρχαία Βαβυλωνία

Μ’ ένα έλατο το Πάσχα
αυγά μες στα Χριστούγεννα
αναμνήσεις ακριβείας
απ’ όλα τα μελλούμενα

Με ανάθρεψαν ως μόσχο
απ’ τις δίαιτες απόσχω
τρώω πάντα νουά ψάρι
και ποτέ βραστό μοσχάρι

Θέλω να φωνάζω ζήτω
και με απελπισία να φρίττω
εν σιωπή γοερά να κλαίω
τραγούδια  εύθυμα να λέω

Μέχρις έως βαθμού εσχάτου
εκ μιας μοίρας επαράτου
διακριθείς επ’ ανδραγαθία
τυχών τύχη ευνοϊκή...
              και θεία.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (295)



...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ηθοπηγή: το λήμμα, αγαπητοί αναγνώστες, είναι ασφαλώς μια σύνθετη λέξη με προφανή συνθετικά και όχι όπως θα μπορούσε κανείς να νομίσει και να παραπαλανηθεί, εάν στην αρχή το γνώριζε ηχητικά μόνο (εάν το άκουγε δηλαδή) και να φανταστεί ότι πρόκειται για το ουσιαστικό με το οποίο ονομάζεται τα παλαιότατο και φημισμένο καλλιτεχνικό επάγγελμα στο αρσενικό του γένος, πληθυντικό αριθμό, ονομαστική πτώση, όπως θα ακουγόταν από τα χείλη κάποιου ορεσίβιου πατριώτη μας με βουκολικές καταβολές (οι ηθοποιγοί). Κάθε άλλο. Π.χ. (από το χθεσινό φύλλο της εφημερίδος "Η Μεταμεσονυκτία", απόσπασμα είδησης: "... πλήρης ημερών και 111 ετών "έφυγε" χθες η γνωστή συγγραφέας και Ακαδημαϊκός Βιολέττα Τσιγγολελέτα. Η Κυρία Βιολέττα όπως (απλά) την έλεγαν οι φίλοι, οι γείτονες, οι μαθητές της κ.λ.π. πέρα από το πλούσιο συγγραφικό της έργο θα μείνει στη μνήμη όλων τόσο για την ακόμα πιο πλούσια κοινωνική της δράση όσο και -κυρίως- για τη γενικότερη στάση ζωής της με την οποία ως δυνατός φωτοφάρος ελάμπρυνε τις ζωές και ως ηθοπηγή δρόσισε και ξεδίψασε γενιές πάμπολλων Ελλήνων. Το χώμα ελαφρύ...". 

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (294)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Αργοστόλης, ο: άνθρωπος άνδρας ο οποίος τυγχάνει να ονομάζεται, κατά το υποκοριστικόν, «Τόλης» εκ του πλήρους ονόματος φερ’ ειπείν «Απόστολος/Αποστόλης» και ταυτοχρόνως τυγχάνει εξαιρετικά αργός εις όλα: τη σκέψιν, την ομιλίαν, τη γραφήν, τις δράσεις όλες γενικώς, την εργασίαν κ.ο.κ., αυτός είναι ο... βλ. λήμμα. Π.χ. «Αμάν μωρέ! Δε φτάνει που άργησες σαρανταπέντε λεπτά στο ραντεβού, πας τώρα να μας πασσάρεις και φούμαρα δικαιολογία ψέφτικια και θα μας πάρει και καμμιά ώρα ακόμα έτσι όπως τα λες αργά αργάαααα... Ε, όχι φίλε μου! Τέρμα! Σώπαινε. Κουβέντα! Τ’ ακούς;  Άντε, πάμε τώρα μην κλείσει και το μαγαζί, ώρα που έχει πάει... Άντε ρε καημένε, πιο γρήγορα, πάρ’ τα πόδια σου πανάθεμα σε, αμάν πια ρε Αργοστόλη, αμάν!...».

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Δεν την αντέχω, σου λέω πια άλλο, αυτήν την απαίσια αηδία


22 Δεκεμβρίου '015, Λεωφ. Αλεξάνδρας, Πεδίον Άρεως, Αθήνα

Φριχτός Χειμώνας νυχτώνει
πριν έρθει ακόμα το βράδι
έξι η ώρα και είναι
ήδη πηχτό το σκοτάδι

Αχ! το καλό Καλοκαίρι νυχτώνει
πολύ μετά τις εννέα
διαφορά τερατώδης αλήθεια
είναι αυτή και ραγδαία.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Βρε πώς γίναμε έτσι;


30/11/’015 – Αμπελόκηποι, Λεωφ. Αλεξάνδρας - Αθήνα

Η φαντασία
πουλά λαχεία
η ρομαντική ιστορία
μια μόνιμη πια έχει γίνει απορία
το καθεστώς
είναι εκτός
μια νέα εξουσία
δίχως διόλου ουσία
κι η παλιά συνταγή
μια στυγνή διαταγή
οι καλές πράξεις
ό,τι βρεις να αρπάξεις
συλλαβές που μπερδεύονται, εύθυμης μέθης σημάδι
ψέλλισμα άναρθρο, σκοτάδι του Άδη
το «έρως ανίκατε»
«αυτά πού τα βρήκατε;»
το «αγαπάτε αλλήλους»
«σφάχτε τους σκύλους»
εμπνευσμένος ο στίχος
κινητού νέος ήχος
ο άσπιλος κρίνος
να πίνω μόνο σαν κτήνος
πριν πεθάνεις να ζήσεις
αμήχανος να ξεψυχήσεις
κι απ’ το ν’ αντισταθείς
δούλος, όλο σκυφτός  να σταθείς
το «έλα πια, φτάνει, είναι κρίμα»
στο «ό,τι είναι πιο αδύνατο μου γίνεται κτήμα»
αντί «θα σ’ αγαπώ μέχρι να τελειώσει το φως»
«καλύτερα νά ‘μαι μια μια ζωή μοναχός»
απ’ το «στρατό πατρίδας δε θέλω κανένα»
τώρα στο «εν δυο, εν δυο, εν δύο ένα»
κι έτσι οι ελεύθεροι αλήτες
πειθήνιοι γίνανε οπλίτες
και το γλυκό το φεγγάρι λαμπρό
ένα ψυχρό νέον φως αιχμηρό
το γυμνό, το καλλίγραμμο στήθος
σεμνοπρέπεια κι αυστηρό τόσο ήθος
το «για βραβείο θα σε πάω σε μπερντέ Καραγκιόζη»
στο «τιμωρία πολύ σκληρή σου αρμόζει»
αντί «δόξα Σοι» και «βοήθεια μας»
στο «η αγάπη Του καλύτερα να μένει μακριά μας»
το Ιερό Ευαγγέλιο
ανήλεο φραγγέλιο
και η Ελπίδα
μια παλλακίδα

Μα θα γίνουμε έτσι;
κούφια η ώρα

Έτσι είναι τώρα
σκάσε, προχώρα.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Πότε θα φάμε τα τυριά



Παράφραση Χ.Δ.Τ. του παραδοσιακού κρητικού «Πότε θα κάμει ξαστεριά;», στίχοι και μουσικές εκτελέσεις: http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=1119

Πότε θα φάμε τα τυριά
και θα ψητό μυρίσει;

να πάρω το πηρούνι μου
και την πιο βαθιά κουτάλα

στα πανηγύρια στα χωριά
να πάω και στα τσιμπούσια

να βρω κει πειναλέοντες
να βρω καλοφαγάδες

να τρώμε και να πίνουμε
και ν’ αρχινάμε πάλι

και μοναχά όταν σκάσουμε
να σταματάμε λίγο

κι ορκίζομαι να φαγωθούν
ούλα προτού να φύγω.

Ντουμ’ζ νταίη


(Αμέρικαν)

Δεκέμβριος ‘015, Αιγάλεω, Αθήνα

Ιτ ις νοτ κλήαρ
δη ατμοσφήαρ
λουκς λάικ δη εντ ις κάμινγκ
λουκς λάικ ιτ’ς νήαρ

Ε ντάιϊνγκ σαν
ε σίκεντ κόλορ
δη εντ οφ λάιφ
δη σταρτ οφ χόρορ

Ντο’ντ χελπ ένυμποντυ
ντο’ντ ήβεν τράη
τζαστ σέηβ γιορ πρέσιους σελφ
βόισες άσκινγκ χελπ, του ώλλ ντηνάη

Γιου σενς ιτ ιν δη ατμοσφήαρ
φάιναλ ντέηζ οφ δε φάιναλ γήαρ
εντ Γκοντ’ζ αιγουαίη
Ντέβιλ’ζ  χήαρ!


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Μ’ ακούς που σου μιλάω; Ε; Μ’ ακούς;


Δεκέμβριος ‘015, Εξάρχεια, Αθήνα

Άντρες, γυναίκες, βραδάκι
στους δρόμους της πόλης γυρνούν
στους συνοδοιπόρους τους όλο μιλούν
τους προτρέπουν, τους εντέλλουν, τους ρωτούν
μα αυτοί δεν ανταποκρίνονται διόλου
σιωπή και απάθεια πλήρης
ούτε θυμός, ούτε χαρά

ίσως μπορεί
γιατί είναι δεμένοι
απ’ το λαιμό με λουρί
κι έχουν ουρά. 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Είδομεν αληθινόν, λάβομεν επουράνιον


Ανέβηκε η μπλούζα
παραπάνω από τη μέση
το παντελόνι καλύπτει
α! οι κρουστοί σου λαγόνες

μα... λακκάκια έχεις
στη βάση της πλάτης
τα είδα πάνω απ’ τον κώλο

πίστη ορκίζομαι
κατανύξεως θρησκεία
μυσταγωγία, νηστεία
λατρεία αγνή χωρίς δόλο

λακκάκια αχ! έχεις
τα είδα, πάνω απ’ τον κώλο. 


Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Μικρό κοκταίηλ προσευχής


(Ανάμικτα υλικά: στίχοι ύμνων προς τον Θεόν, σπαράγματα ιερών κειμένων, αποσπάσματα των Γραφών)

Θου Κύριε φυλακήν τω στοματί μου
ελθέτω η Βασιλεία Σου
λαμά σαβαχθανί
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών
εκτός Σου άλλον ουκ είδομεν
και φθοράς λυτρούσαι τους γηγενείς
ο πλανηθείς λυτρούται
καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος
καμφητοί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας
κατά το μέγα Σου έλεος
φιλάνθρωπε, δόξα Σοι.