Σειρά έγχορδων χειροκατασκευών - οργάνων με όλως
ιδιαίτερο ήχο και ακόμα πιο ιδαίτερη προέλευση, συλλεκτικών και σπάνιων, όπως
αναφέρει στη συνέχεια η πλήρως εξακριβωμένη και διασταυρωμένη από το επιτελείο
μας, εγκυκλοπαιδική μαρτυρία. (Σημ. η απολύτως έγκυρη πηγή, παραμένει κατ'
επιθυμίαν ανώνυμη, τα πλήρη στοιχεία στη διάθεση της διεύθυνσης).
Πριν πολλά πολλά χρόνια,
έφηβος ήμουνα θυμάμαι, θυμάμαι έναν πολύ ηλικιωμένο θείο μου να λέει πως στην
περιοχή της Βάρης (Αττικής), άμα πήγαινες όταν ήταν εκείνος έφηβος, που τότε η
Βάρη ήτανε ένα πολύ πολύ μακρινό μέρος, όπου άμα τέλος πάντων κατάφερνες με
κάποιο, ασφαλώς εξαιρετικά μακρόχρονο και ιδιαίτερα κοπιώδη τρόπο να πας, και
αφού εντέλει πήγαινες (και έφτανες), τύχαινε να βρεθείς σε κάποιο από τα
ταβερνεία ή τα καφενεία της περιοχής κι έπαιρνε τυχόν τ' αυτί σου το απόγευμα,
από παραδιπλανά τραπέζια όπου συναθροίζονταν οι πρεσβύτεροι ειδικότερα, τότε
γρήγορα ή αργά θα άκουγες και την ιστορία του ότι δηλαδή ήτανε μια φορά κι ένα
καιρό στην περιοχή αυτή, της Βάρης (Αττικής), μια γυναίκα πολύ μεγάλης ηλικίας,
πολύ άσχημη, πολύ κακότροπη και μοχθηρή, μια δηλαδή σαν τις μάγισσες, τις
στρίγγλες των παραμυθιών, γι αυτό και τη
λέγαν "η Στρίγγλα της Βάρης". Όλο στα κακούδια, τις αναποδιές και τη
δυστυχία στο νου της αυτή είχε, μ' αυτά λες και τρεφόταν κι άμα δεν τ'
απαντούσε κάθε μέρα, πράγμα που σπάνια συνέβαινε καθώς βλέπεις ο Μεγαλοδύναμος,
του οποίου είναι άγνωσται αι βουλαί και μυστήριαι αι μέθοδαι, αλίμονο με
απλοχεριά και αφθονία τις μοιράζει, την κακοτυχιά λέμε, τις θλίψεις, τους
καημούς και τα πάθια στον κόσμο, κι άμα η Στρίγγλα της Βάρης δεν τά 'βρισκε στο
διάβα της, φρόντιζε - και ήξερε πολύ καλά να μπορεί - να τα δημιουργεί.
Μόνη της βέβαια ζούσε,
συγγενείς δεν είχε, ούτε κανένας έκανε χωριό μαζί της από τους χωριανούς,
αρκετά έξω από το χωριό, σε μια τρωγλοκαλύβα, με έσοδα και μέσα πενιχρά, μα
ούτε πού' δειχνε καθόλου να τηνε νοιάζει. Κι άμα τύχαινε να βρεθεί στο χωριό
κανένας αγυιόπαις, νεοφερμένος απ' αλλού, και του βαλνότανε στο μυαλό να την
πλησιάσει για να την προγκάρει και να την πειράξει, το μετάνοιωνε πικρά. Χρόνια
περνάγανε μέχρι να ξαναμιλήσει, να κοιμηθεί μονάχος και χωρίς φως, να μην
ξαναβρέξει τα βρακιά του ή έστω να ξαναβγεί απ' το σπίτι.
Πάντως, όπως μαρτυρούν
εκείνοι οπού θυμούνται, κάποια στιγμή σε πολύ πιο προχωρημένη από την ήδη
μεγάλη της ηλικία, που σε άλλην απ' αυτήν κανείς δε τη θυμόταν, με άλλα λόγια
κανείς δε τη θυμόταν νέα, σε αφύσικα λοιπόν μεγάλη ηλικία, ποιός ξέρει με βάση
ποιό γύρισμα της μοίρας, η Στρίγγλα της Βάρης άλλαξε απ΄τη στιγμή που
καταπιάστηκε με μια παράξενη ασχολία και ούτε ξαναπείραξε κανέναν, άσε που
άρχισε να έχει κάποιες αραιές επαφές με τους ανθρώπους. Και όχι για κακό. Η
ασχολία αυτή ήταν, άκουσον άκουσον, η κατασκευή μουσικών οργάνων και μάλιστα
έγχορδων και ειδικότερα βιολιών, βιόλων, βιολοντσέλων κ.λ.π. Πώς της ήρθε τώρα
αυτό, τρέχα γύρευε. Είπαμε ήδη άλλωστε: ανεξερεύνηται αι βουλαί και
μυστηριώδεις οι τρόποι Του. Ούτε προηγούμενη εμπλοκή είχε, ούτε κλίση οιαδήποτε
είχε ποτέ επιδείξει, ούτε τίποτα. Παρά ξεκίνησε όλως απότομα να μαζεύει εδώ κι
εκεί που γύριζε, τίποτα παλιοσάνιδα, τίποτα σκεβρωμένα ξύλα στις ακρογυαλιές
που ξέβραζε η θάλασσα, τίποτα κούτσουρα στο δάσος. Και δώστου μετά να τα
πελεκάει, να τα σχίζει, να τα πριονίζει, να τα πλανίζει, να τα τρίβει, να τα
ζεσταίνει, να τα λυγίζει και να τα διαμορφώνει (πού την έβρισκε τη δύναμη και
τη σωματική τη ρώμη ήθελα νά 'ξερα;...) κι ύστερα να τα βερνικώνει και μετά να
τα συνταιριάζει και να τα κολλά κάνοντας τα σκάφη των οργάνων, κι ύστερα να
βάζει τα μπράτσα στο άκρο των οποίων προσάρμοζε λογιών βίδες και κοχλίες,
ενίοτε - σχεδόν πάντα - σκουριασμένες και στραβές, για να προσαρτήσει στο τέλος
τις - τρόπον τινά - χορδές, άλλες από κάτι παλιοσύρματα κι άλλες φτιαγμένες από
πλέξιμο τριχών της μίας και μοναδικής της κατσίκας, την οποία είχε και
καταμαδήσει, γεγονός για το ποίο η κατσίκα ήταν εντελώς δυσαρεστημένη και
εξαιρετικά πλέον ευερέθιστη και φοβική.
Η Στρίγγλα της Βάρης
"εργαζόταν" φαίνεται πυρετωδώς διότι τα "όργανα" (οι
δημιουργίες της), άρχισαν να πληθαίνουν και να σωρεύονται σε μία γωνία της
καλύβας της, το ένα δίπλα ή πάνω στο άλλο, πλην όμως αποδέκτης για αυτά δεν
υπήρχε, κάποιος δηλαδή να τα πάρει, να τα δοκιμάσει ή να τα χρησιμοποιήσει.
Ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε το αθώο, φιλοπερίεργο, τολμηρό και χωρίς πολλούς
δισταγμούς, φόβους ή σκέψεις ον και ήταν ασφαλώς... ένα παιδί. Ξενόφερτο κι
αυτό, μέλος μιας - πολύ μεγάλης - οικογένειας τσιγγάνων που μαζί με κάποιες
άλλες είχαν έρθει με καραβάνι και είχαν στήσει τον καταυλισμό τους έξω απ' το
χωριό, για να συμμετέχουν ως πλανόδιοι μουσικοί στους εορτασμούς και το
πανηγύρι που, όπως κάθε χρόνο, θα γινότανε σε λίγες μέρες. Αυτό το παιδί
λοιπόν, με έμφυτη τη ροπή προς την περιπλάνηση και την περιπέτεια, για την
οποία άλλωστε παλαιόθεν διακρίνεται η φυλή του, ένα απόγευμα ξεστράτισε και
βρέθηκε μπροστά στην καλύβα της Στρίγγλας της Βάρης, στην οποία και χωρίς
καμμία περίσκεψη και χωρίς να χτυπήσει καμμία πόρτα, εισήλθε ξένοιαστα για να
εξέλθει λίγη ώρα μετά όχι απλώς αλώβητο και σώο, αλλά και με ένα
"βιολί" και μάλιστα δωρισμένο στο χέρι.
Γυρίζοντας στον
καταυλισμό κι αφού με καμάρι το επέδειξε στα υπόλοιπα παιδιά και έπαιξαν
κάμποση ώρα με αυτό, στη συνέχεια το παράτησε σε μια γωνιά μες στο τσαντήρι και
πήγε με τους φίλους του να παίξουν... ποδόσφαιρο. Ο παππούς του νεαρού,
αρχιμουσικός της οικογένειας, δάσκαλος των νεότερων και μαέστρος της ορχήστρας,
που από ώρα παρατηρούσε απ' το σημείο που καθόταν, κάτω από ένα δένδρο, το
περίεργο αντικείμενο στα χέρια του εγγονού του, μπήκε στο τσαντήρι, το πήρε στα
χέρια του, το περιεργάστηκε και βγήκε κρατώντας το. Επέστρεψε στη θέση του,
πήρε ένα δοξάρι και άρχισε να... παίζει. Η πρώτη του αντίδραση όταν ακούστηκαν
οι πρώτοι ήχοι, ήταν να μορφάσει με ενόχληση. Δεν πτοήθηκε όμως παρά επιχείρησε
να τροποποιήσει τα χορδίσματα και συνέχισε τις απόπειρες... επί ώρα.Με το που
σκοτείνιασε, συγκεντρώθηκαν γύρω του και άλλοι μουσικοί, για πρόβα αλλά και από
περιέργεια. Άνοιξαν και μια μπουκάλα ούζο και άκουγαν αρχικά το νέο ήχο, ενώ
από ένα σημείο και μετά άρχισαν να παίζουν όλοι μαζί έως τις πρώτες πρωϊνές
ώρες.
Την άλλη μέρα, στο
πανηγύρι, το ιδιότυπο "βιολί" χρησιμοποιήθηκε σε κάποια τραγούδια και
ο πολύ ειδικός του ήχος, με κάποιον τρόπο ταίριαξε με αυτόν της ορχήστρας και
με κάποιο - επίσης - τρόπο, συνέβαλλε στο κέφι και στο γλέντι. Την άλλη - πάλι
- μέρα ο παππούς και μερικοί ακόμα πήγαν ως την καλύβα με μερικά χρήματα και
δώρα και έφυγαν με αρκετά όργανα από εκεί.
Τα επόμενα χρόνια, τα
αφύσικα πολλά χρόνια, η Στρίγγλα της Βάρης κατασκεύσασε αρκετά ακόμα
"βιολιά", "βιόλες" και μερικά "βιολοντσέλα". Εν
συνόλω υπολογίζονται σε μερικές (όχι πολλές) εκατοντάδες. Από στόμα σε στόμα, η
ύπαρξη τους διαδόθηκε και κάμποσοι ακόμα πλανόδιοι μουσικοί τα απέκτησαν και τα
χρησιμοποίησαν. Σε κάποια ανύποπτη στιγμή, η Στρίγγλα της Βάρης απλά χάθηκε από
προσώπου γης. Μερικές εβδομάδες μετά οι χωρικοί πήγαν ως την καλύβα όπου και
βρήκαν τα τελευταία όργανα και τα πήραν.
Η ιστορία αυτή θα είχε με
βεβαιότητα ολοσχερώς ξεχασθεί εάν δε βρισκόταν ένας ιδιόρυθμος, ερασιτέχνης -
αλλά πολύ ευσυνείδητος και μεθοδικός - λαογράφος (ο οποίος και ετύγχανε πρόγονος αδελφικού μου
φίλου, εξ ου και γνωρίζω τα δεδομένα της περίπτωσης αυτής), που ασχολήθηκε με
τη συγκεκριμένη περιοχή και έκπληκτος εντόπισε το φαινόμενο, παθιάστηκε
παράφορα και φρόντισε να το γνωστοποιήσει σε εξίσου ιδιόρυθμους φίλους του μουσικούς, της πειραματικής σκηνής,
αυτοσχεδιαστικής ελεύθερης τζαζ και άλλα. Λίγο μετά, μουσικοί, ερευνητές και
άλλοι απίθανοι επιδόθηκαν σε ένα μανιασμένο αγώνα για πιθανή εξεύρεση κάποιων
κοματιών και τελικά η έκβαση, όπως πάντα όταν η προσπάθεια είναι μεγάλη, απέβη
θετική. Τα πρώτα τεμάχια βρέθηκαν για να αποδειχθεί, όχι χωρίς - πολύ - μεγάλη
έκπληξη, ότι ήταν εντελώς ανεπηρρέαστα από τα τόσα χρόνια που είχαν παρέλθει.
Άρχισαν να δοκιμάζονται
σε συναυλίες και ηχογραφήσεις για να ενθουσιάσουν τόσο τους μουσικούς όσο και
τους ακροατές, αυτούς των ακραίων μουσικών ρευμάτων, που αρέσκονται στους
φαλσέτο και εκτός κλίμακος ήχους. Γρήγορα το όλο θέμα απέκτησε τη μορφή μίας
τάσης "cult" και τα όργανα έχουν υπέρμετρη απήχηση, συνεχίζουν να αναζητούνται
κομμάτια, ενώ τυχόν δημοπρασίες κάποιου τεμαχίου έχουν ως αποτέλεσμα εντελώς
δυσθεώρητα ύψη τιμών αγοράς, όπως για παράδειγμα τον προηγούμενο χειμώνα, στο
Βουκουρέστι, που ένα βιολί πωλήθηκε για εικοσάκις μυριάδες δηλάρια σε άγνωστο
αγοραστή που οι εικασίες αναφέρουν ότι πρόκειται για Άραβα ή Κινέζο κροίσο.
Και αυτή, λίγο έως πολύ,
είναι η ιστορία των βιολιών Στριγγλοβάρη.