Σ’ ένα καφέ απ’ την Κατμαντού
δυτικά
μ΄ένα συνάφι μπλέχτηκα
απ’ τα πιο φρικτά
Ο Άλη Χαν και οι τρεις
του αδερφοί
ο Κερ Αλή, ο Μώης και ο
Σταγκρ Αλή
Ένας κι ένας είχαν βγει
μόλις απ’ τη φυλακή
μα κρατήθηκα, δεν έφυγα,
έμεινα εκεί
Μια παλαβή μου ιδέα τους
πούλησα για φανταστική
του Τσέγκις Χαν την πόλη
να βρούμε τη μυστική
Αλήτες ήμασταν,
κακοποιοί, καθάρματα, αλήτες σωστοί
Στα πλούτη ήπιαμε, στη
δόξα, στη φήμη
στων Άγιων όλων, στην
ιερή τους τη μνήμη
Και σαν επιτέλους ήρθε
πια το πρωί
κι άλλη μπουκάλα ανοίξαμε
και φτου απ’ την αρχή
Το μεσημέρι σαν κάπως να
ξεμεθύσαμε
και βρίζοντας στην τύχη
όλα τ΄αφήσαμε
Χωρίς χάρτες κι εφόδια,
ξυπόλυτοι
μα για επιτυχία πηγαίναμε
απόλυτη
Δεκατέσσερις μέρες χωρίς
σταματημό
σαν Εβραίοι πορευόμασταν,
στον ξενιτεμό
Να μαστιγώνει η άμμος, η
έρημος να καίει
θα ψοφήσει η καμήλα μου,
ο καθένας να λέει
Στις δεκαπέντε μέρες
στήσαμε μια σκηνή
όλο καβγάδες, τσακωμούς
και φωνή
Στα ερείπια που ονομάζουν
του Αλλάχ τα Σκαλιά
οι δυο απ’ τους τρεις
Αλήδες άκουσαν του Θεού τη λαλιά
Τα αίματα ανάψαν με
κουβέντες βαριάς προσβολής
στον Μώη την άναψε πρώτος
ο Κερ Αλής
Του Χαρτούμ η πόλη
φαινόταν απ’ την τρύπα του κεφαλιού
το λογικό μου κατάλαβα θά
‘φευγε, θα πετούσε γι αλλού
Τα παράτησα κι έφυγα
ολομοναχός
πίσω να πάω, άλλος δεν
ήταν προορισμός
Θησαυρό δε βρήκα διάβολε,
μόνο άφθονη σκόνη
αλλά θά ‘χω να λέω μια
ιστορία τα βράδυα με το κρύο, με το χιόνι.