Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Cruel Sister

Βρεττανική μπαλλάντα του 17ου αιώνα, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.
(Δεκάδες εκτελέσεις, πιο γνωστή, αυτή των “Pentangle”)


Κάπου στην άκρη της βόρειας θάλασσας, ζούσε μια κυρά,
δυο κόρες έφερε στον κόσμο, γέλια – χαρά.
(Λαίη δε Μπεντ του δε Μπόννυ Μπρουμ)
Έγινε η μικρή μεγαλώνοντας, σαν τον ήλιο φωτεινή,
Κρύα έγινε η μεγάλη και σκοτεινή.

Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ένας ιππότης ευγενικός
είχε από μακριά ταξιδέψει για να γίνει γαμπρός.
Με δώρα: γάντια και δαχτυλίδια, γέμισε τη μεγάλη,
Μα ερωτεύθηκε παράφορα την άλλη.

«Ω, έλα αδερφούλα μαζί να περπατήσουμε,
τα πλοία που σαλπάρουν ν’ αποχαιρετήσουμε»,
κι ως περπατούσανε στην άκρη του γκρεμού, την ανεμοδαρμένη,
στη θάλασσα έσπρωξε η σκληρή, την αδερφούλα την αγαπημένη.

Πότε βυθίζονταν και πότε κολυμπούσε
«το χέρι σου άπλωσε αδερφή» έκλαιε, παρακαλούσε,
«βόηθα αδερφή, αδερφούλα μου να ζήσω
κι ότι είναι δικά μου, όλα θα στα χαρίσω».

«Τον άντρα που σ’ αγάπησε θέλω να μου χαρίσεις,
όμως γι αυτό πρέπει εσύ πια άλλο να μη ζήσεις».
Και να! το σώμα στον αφρό, έπλεε σαν άσπρου κύκνου,
αφρό του αρμυρού νερού και του μαύρου ύπνου.

Εκεί, στην ανεμοδαρμένη ακτή, το είδαν και το πέρασαν για ψάρι,
περιπλανώμενοι δυο τραγουδιστές, το ξεβρασμένο της κουφάρι.
Και με του θώρακα της τα οστά έπιασαν κι έφτιαξαν μια λύρα
με ήχο που εγέμιζε την πιο σκληρή καρδιά, γλυκιά πλημμύρα.

Απ’ τα ξανθά μαλλιά της, τρεις χρυσές κλωστές,
πήραν και βάλανε στη λύρα για χορδές.
Και πήγανε να παίξουνε στου γάμου τη γιορτή,
στον κόσμο, τον γαμπρό και νύφη τη μεγάλη αδερφή.

Μα πριν αγγίξουνε τη λύρα για αρχή,
ξεκίνησε εκείνη να παίζει μοναχή,
μια μελωδία η χορδή η πρώτη λυπητερή:
«έπνιξε η νύφη τη μικρή της αδερφή».

Και άμα έπαιξε θλιμμένα η δεύτερη χορδή,
να τρέμει άρχισε από φόβο η σκληρή αδερφή.
Μα όταν έπιασε, η τρίτη η χορδή, σιγά να ψιθυρίζει,
ξεκίνησε η σκληρή αδερφή, πικρά μετανοιωμένη να δακρύζει.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Matty Groves

Αγγλική μπαλλάντα του 17ου αιώνα (ή ενωρίτερα) - Απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.
(πολύ γνωστή εκτέλεση αυτή, των "Fairport Convention")


Μια καλή γιορτή του χρόνου, μία σχόλη, μια αργία
του αφέντη η όμορφη κυρά πήγε στη λειτουργία.
Κι όταν τελείωσε η εκκλησιά, κοίταε γύρω τις εικόνες του θεούλη
κι είδε ανάμεσα στο πλήθος το πιστό, τον Μάττυ Γκρόουβς, τον μικρούλη.
"Έλα μαζί μου Μάττυ Γκρόουβς, σπίτι μου τη νύχτα αυτή,
έλα μαζί μου Μάττυ Γκρόουβς και μείνε ως το πρωί".
"Ω, μα δε μπορώ και δε θαρθώ στο σπίτι σου Κυρά μου,
του Λόρδου μας Μυλαίδη εσύ και του άρχοντα μου".
"Τι κι αν είμαι καθώς λες του άρχοντα γυναίκα
στα μακρινά τα κτήματα, λείπει ημέρες δέκα".

Τί λέγαν όμως άκουε, ένας υπηρέτης λίγο πιο πέρα
κι ορκίσθηκε να μάθει ο Λόρδος, πριν τελειώσει η μέρα.
Και τσακίστηκε να τρέχει για να φτάσει να μιλήσει
και στο ρέμα το βαθύ έπεσε να κολυμπήσει.

Ο Μάττυ Γκρόουβς κοιμήθηκε στου κρεββατιού μιαν άκρη
κι ο Λόρδος τον εξύπνησε όλο οργή και δάκρυ.
κι είπε: "Ε, πώς σου φαίνονται λοιπόν, το πουπουλένιο στρώμα,
τα σεντόνια κι η γυναίκα μου στην αγκαλιά σου ακόμα;".
"Μ' αρέσουν τα σεντόνια σου, το πουπουλένιο στρώμα,
μα πιο πολύ η γυναίκα σου στην αγκαλιά μου ακόμα".
"Ντύσου τώρα" είπ' ο Λόρδος όλο οργή, όλο θυμό,
"γιατί άντρα η Αγγλία δε θα πει πως έσφαξα γυμνό".
"Ω, δε σηκώνομαι κι ούτε παλεύω για τη ζωή μου πια,
συ έχεις δυο καλά σπαθιά και γω ένα μικρό σουγιά".
"Ναι, έχω δυο καλά σπαθιά και ακριβά πολύ,
να πάρε το κοφτερό το μακρύ και γω το κοντό, το πλατύ.
Και χτύπα με σαν άντρας, την πρώτη τη σπαθιά
και δεύτερος γω, αν μπορέσω, στο στήθος σου βαθιά".

Κι ο Μάττυ χτύπησε το Λόρδο και τον έκοψε βαθιά,
κι ύστερα ο Λόρδος χτύπησε κι ο Μάττυ δε χτύπαε πια.
Και πήρε τη γυναίκα του μέσα στην αγκαλιά του
και ρώταε τώρα αν το Μάττυ αγαπά ή την αφεντιά του.
Και η γυναίκα μίλησε χωρίς να φοβάται άλλο:
"Κάλλιο απ' τα χείλη τα νεκρά του ένα φιλί, παρά μαζί σου άλλο".

Ούρλιαξε ο Λόρδος δυνατά με κολασμένο ήχο
την άμοιρη γυναίκα του, την κάρφωσε στον τοίχο.
Και τάφο ζήτησε στους δυο εραστές να σκάψουνε στη γης
και πάνω αυτή που ήταν.. ευγενικής καταγωγής.