Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Χαρωπά (παραλλαγή)

Χαρωπά το κεφάλι μου χτυπώ
χαρωπά το κεφάλι μου χτυπώ
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
το κεφάλι μου στον τοίχο το χτυπώ

Χαρωπά τις φλέβες μου τις κόβω
χαρωπά τις φλέβες μου τις κόβω
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
χαρωπά τις φλέβες κόβω εγώ

Χαρωπά απ’ την ταράτσα μου πηδώ
χαρωπά απ’ το μπαλκόνι μου πηδώ
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
χαρωπά πηδώ και πέφτω στο κενό

Δέκα κούτες χαρωπά χαπάκια παίρνω
δέκα κούτες χάπια παίρνω εγώ
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
δέκα κούτες χάπια παίρνω με νερό

Χαρωπά θα ουρλιάξω δυνατά
χαρωπά θα σκούξω γοερά
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
κι άμα θες ξαναρχίζω να θρηνώ.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (158)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Εικόσαυρο, το
: παρ’ ότι ακούγεται ως είδος προϊστορικού ερπετού της Ιουρασσείου περιόδου, ωστόσο πρόκειται για λέξη της αργκώ, των ανθρώπων της πιάτσας, αναφερόμενη στο χαρτονόμισμα των είκοσι Ευρώ. Π.χ. «- Πειδής ‘σαι καλός και τσίφτης άνθρωπας, θα σε ξεπερετήσω ρε Μανούσακα και μάλιστα σχεδό δωρεά. Δώσε δυο εικόσαυρα κι είμαστε φίνα!».

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (157)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Αξιομνημονευτοπεριεργοδιοτροποφοβερό, το: πολυσύνθετη λέξη που εκφράζει, σε υπερθετικό βαθμό, την ιδιαιτερότητα καταστάσεων, γεγονότων, όντων, αντικειμένων κλπ.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ο καπνιστής II *

Ο καπνιστής καπνίζει
παφ πουφ, παφ πουφ
ο βιολιστής βιολίζει
στο παγκάκι Παγκανίνι
μαέστρο Νικολό, για μόνο
το δικό σας οβολό
ο σφυριχτής σφυρίζει
φιρουλί φιρουλό
ο βαδιστής βαδίζει
εν δυο, εν δυο
ο γεμιστής γεμίζει
ο σαλπιγκτής σαλπίζει
τουρουρού, τρουλουλού
στα τείχη της Ιεριχούς κι αλλού
ο ζυγιστής ζυγίζει
τετρακόσα μια
δράμια στην οκά
ο ναζιστής..
ο σαδιστής..
ο φασιστής..
ο βιαστής..
γαμώ το κέρατό τους
ψοφίμια οξαποδώ
και ο ληστής ξαφρίζει
ο μπαρμπέρης μπαρμπερίζει
ο μεθυστής μεθύζει
ο μυριστής μυρίζει
ο υβριστής υβρίζει
ο νομιστής νομίζει
ο εξορκιστής ξορκίζει
ο Ασιάτης ρύζι
ο μάγειρας το βράζει στον ατμό
ο θεριστής θερίζει
και ο Ζορρό ζορίζει
τους άλλους και μα
τον ίδιο του εαυτό
ο χαριστής χαρίζει
κι ο ζωγράφος ζωγραφίζει
το μοντέλο που ποζάρει του γυμνό
κι ο δανειστής δανείζει
και η κότα κακαρίζει
η γυναίκα μουρμουρίζει
και ο σύζυγος τη βρίζει
αχ! τί το ’θελα εγώ να παντρευτώ;
η καμαριέρα συγυρίζει
και ο κύριος της χουφτώνει τον πωπό
ο κιθαριστής αρχίζει
ένα γλυκό να παίζει λησμονικό σκοπό
κι απ’ τα στήθια τα σφιχτά
σου η ηδονή αναβλύζει
την πλάτη σου μια στάμπα στιγματίζει
σ’ εν’ του ποδιού τα δάχτυλα
σου κρίκος που γυαλίζει
σου πετράδι τη στολίζει
την κοιλιά στον αφαλό
τους γλουτούς σου είναι μια
γραμμή που τους χωρίζει
εκεί θα ‘θελα για πάντα να σταθώ
ο αρχιστής αρχίζει
ο ψευδιστής ψευδίζει
ο ψελλιστής ψελλίζει
ο τραυλιστής τραυλίζει
ο δικαστής ορκίζει
τους μάρτυρες κι ελπίζει
να του τύχει επιτέλους
μια υπόθεση ν’ αξίζει
κι ο χασάπης με μπαλτά
το κρέας το λιανίζει
στο μαγερειό ο τηγανιστής
μαρίδες τηγανίζει
η κοκότα στο μπορντέλλο με σπουδή
τα πόδια, τις μασχάλες, το αιδοίο της ξυρίζει
ταλαίπωρος ο αλιεύς
τα δίχτυα ξεψαρίζει
χύνεται ο ζύθος στα ποτήρια
τα πληρώνει και αφρίζει
εδώ κι εκεί η μέλισσα ακάματα
πετά και ζουζουνίζει
θα βρέξει! σύννεφα, μάβρος
ουρανός και μπουμπουνίζει
έρωτες της μιας βραδιάς
ο κίναιδος ψωνίζει
κάτι βραδιές σαν τούτη δω
πώς η ψυχή μαβρίζει
χώρες πτωχές – αλίμονο!-
ο λιμός μαστίζει
πεισματικά κει κάθεται, δε φεύγει
εδώ είναι – λέει – το δικό μου μετερίζι
όλο λουκούμια τρώγαμε
κι η σκόνη πάνω μας καθίζει
σχολαστικά η νοικοκυρά
πάντοτε σφουγγαρίζει
έφυγε! πάρ’ το απόφαση
και πίσω δε γυρίζει
κι οι δαίμονες που σε κυριαρχούν
μάβροι δεν ειν’ μα γκρίζοι
ο κομιστής κομίζει
και το νερό της θάλασσας
ωραία κυματίζει
καθώς ο ιερόσυλος
τα θεία μαγαρίζει
ο γάιδαρος γκαρίζει
ο μπανιστής μπανίζει
μία γκαρσόνα χαρωπή
τα πιάτα σερβιρίζει
κι ο δυστυχής ο άνθρωπος
ίσως και να φροντίζει
για μέλλον πιο καλύτερο
αδίκως μάλλον διότι αφού
η μοίρα το ορίζει
το πουλάκι το μικρό
κελαηδεί και φτερουγίζει
στο ξύλινο το πάτωμά
η χαραμάδα τρίζει
και ο βορριάς φυσά τα
σπαρτά λυγίζει
ήθελα ν΄ άφηνα ξέρεις κι εγώ
κάτι που να αξίζει
σαν πέθενα και έτσι πως
κάτι να με θυμίζει

μα ίσως όμως θέλει αλλιώς
Αυτός που ξέρει
και που γνωρίζει.


* γραφή δεύτερη, επαυξημένη μα ουχί και επ’ ουδενί βελτιωμένη

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Για σένα, για τον πόνο πίνω *

Πίνω
για σένα πίνω
για τον πόνο πίνω
για να ξεχνώ εσένα πίνω
μόνο για σένα πίνω
μόνο πίνω
εγώ για σένα πίνω
εγώ θα πίνω για σένα μόνο
για να ξεχνώ τον πόνο πίνω
για τον πόνο μόνο πίνω
εσένα μόνο πίνω
εγώ θα πίνω πόνο
για σένα μόνο
πίνω
για σένα μόνο πόνο
πίνω
μόνο θα πίνω μόνο
για σένα για τον πόνο

* Στίχοι πεπλεγμένοι από τα τραγούδια:

«Πιες γλυκό κρασί, δεν ειν’ ντροπή» (στιχουργός Κώστας Νικολαΐδης)
και
«Εγώ θα κόψω το κρασί, για σένα μόνο» (στιχουργός Τάκης Σωτήρχος»

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (156)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Μοκασένιος/-α, ο/η
: ο άνδρας ή η γυναίκα που φορούν υπέρκομψα, δερμάτινα, εξαιρετικής ποιότητος και υλικού κατασκευής (αχ! κακόμοιρα ζωάκια), πιθανότατα χειροποίητα, κατά παραγγελίαν, χαμηλά δερμάτινα παπούτσια, τα οποία αναδεικνύουν και τονίζουν τα υπέροχα πόδια και τον υπέροχο εαυτό τους εν γένει. Π.χ. (σε δεξίωση γάμου, υπερπολυτελή σε νησί, δυο τύποι ξεκάρφωτοι και μάλλον λαθροκαλεστοί, συζητούν μεταξύ τους): «- Τί ειν’ αυτά ρε που κρατάς;», «- Τα παπούτσια της μοκασένιας κυρίας Στρυφνογαρίδα. Τά ‘βγαλε για να χορέψει και ‘γω τα βούτηξα – μια περιουσία κοστίζουν αυτά!», «- Ρε, δε ντρέπεσαι λίγο ρε; Αααααχ, άμα είναι γύφτος ο άνθρωπος……», «- Εσύ; Τί ειν’ αυτά που κρατάς στα χέρια σου;», «- Ε;», «- Τί ειν’ αυτά λέω που κρατάς στα χέρια σου;», «- Τα παπούτσια μου.», «- Και τι φοράς;», «- Τα υποδήματα του μοκασένιου κύριου Φιγουροσάλιαγκα. Τά ΄βγαλε για να χορέψει με την κυρία Στρυφνογαρίδα. Μια περιουσία θα κοστίζουν!», «- Ε, τί λες; Να την κάνουμε σιγά – σιγά;», «- Παρακαλώ! Μετά από σας!».

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Έξω οι ξένοι απ’ την Ελλάδα – η Ελλάδα στους Έλληνες!

(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», φύλλο 17ης Αυγούστου 2010, στήλη «Η γωνιά του αρχισυντάκτη»)

Αγαπητοί αναγνώστες, πολλές φορές και πολύ συχνά, με διάφορες αφορμές ή και χωρίς καμμία, θυμάμαι τον πολυαγαπημένο μου παππού, τον οποίο λάτρευα. Για παράδειγμα, την προηγούμενη εβδομάδα, οπότε και βρέθηκα στο χωριό μου, στους τόσο οικείους χώρους του σπιτιού της οικογένειας, εκεί που τόσα και τόσα καλοκαίρια και Χριστούγεννα και Πάσχα είχα περάσει, με τα ξαδέρφια και τους θείους και τις θείες, τη γιαγιά και – κυρίως – τον παππού.
Επιστρέφοντας χθες στο γραφείο της εφημερίδας, βρήκα την είδηση της αποτρόπαιας επίθεσης, στο κέντρο της πόλης, εναντίον ανυπεράσπιστων μεταναστών, στην πλειοψηφία τους υπερηλίκων, γυναικών και παιδιών. Αναλυτικά θα διαβάσετε, καλοί μου αναγνώστες, σχετικά με το θέμα αυτό, στη στήλη του αστυνομικού ρεπορτάζ, από τους ειδικούς συνεργάτες μας.
Ωστόσο, δε μπόρεσα – με αφορμή το περιστατικό αυτό – να μη θυμηθώ (και πάλι) τον παππού κι ένα από τα πολλά τραγουδάκια που μας έλεγε, για να μας ψυχαγωγήσει.
Ένα τραγουδάκι που μίλαγε για Ρώσσους και Γάλλους και Σκωτσέζους και έγχρωμους, σε μια εποχή που τέτοιους ξέραμε μόνον από τα βιβλία του Ιουλίου Βερν που αχόρταγα διαβάζαμε.
Καημένε, αγαθέ, καλέ μου παππού…. σήμερα μπορεί και να σε παρεξηγούσαν για τις «ρατσιστικές αποχρώσεις» και το πνεύμα μισαλλοδοξίας και φυλετικών διακρίσεων, που χαρακτηρίζει τους στίχους του……. Αχ! παππού.


Μέσα στης νυκτός το σκότος
νά ‘σου ένας τσιγκούνης Σκώτος
και μες στης αυγής την άλλως
ένας τζαναμπέτης Γάλλος
και στου πρωϊού το δρόσος
ένας μεθυσμένος Ρώσσος
τί θα δω το μεσημέρι;
να! Αιγύπτιο καμηλιέρη
και τί τ’ απομεσήμερο;
Μάβρον του Κογκό.. μα ήμερο!
ποιόν θα δεις το δειλινό;
Τούρκο μωαμεθανό

Κι όταν έρθει το βραδάκι;
αααα! εκεί να δεις μεράκι!
Έλληνα υπερήφανο
με παχύ μουστάκι
στην ταβέρνα τραγουδά
μ’ αγκαλιά το μπουζουκάκι

Ποιόν απ’ όλους προτιμάς
θα μου πεις παιδάκι;
Μα…. τον Έλληνα παπού!
δώσμου ένα φιλάκι…

Καληνύχτα σου παππού
Όνειρα νά ’χεις γλυκά
καλό μου εγγονάκι.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Χάσμα γενεών

Γκροτέσκα πρόσωπα
απαίσιες γκριμάτσες
ξεσηκωμένες λες από
σήριαλ τηλεόρασης
και εκπομπές πρωί
τόσο στερεότυπες
και όλες ίδιες

Μα πώς μπορείτε
και τις ανέχεστε σεις
που απέναντι τους είστε;
Πώς δεν τους χύνετε
στο χυδαίο πρόσωπο
τη μπύρα, τον καφέ
τη βότκα τόνικ;
Πώς δεν τους φέρνετε
καπέλλο τη σαλάτα;
Πώς δεν τους δέρνετε,
πώς δεν τους φτύνετε,
δεν τους περιφρονείτε;

Μα γιατί έτσι μας αρέσει
κι έτσι είμαστε καλά
απαίσιε γέροντα φρικτέ
της κάθε μέρας τη χαρά
συ και οι όμοιοι σου
δεν ξέρετε – αγνοείτε.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (155)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Εξαθλία, η: η κατάστασις του αθλίου ονομάζεται «αθλία». Η κατάστασις του εξαθλιωμένου πώς ονομάζεται, ε πώς; Μπράαααβο. Αχ! καλέ μου αναγνώστη, πώς με συγκινείς που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο νόημα της πλαθολεξίας….

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Μαντινάδα για το πόσο γρήγορα περνά ο καιρός

Σήμερα είναι Κυριακή και αύριο Δευτέρα
πώς η βδομάδα πέρασε όπως περνά μια μέρα

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Πες δυο λόγια

« - Πες δυο λόγια. Πες δυο λόγια, όχι μια ξερή, τυπική και τετριμμένη ευχή, πες κάτι πνευματώδες, κάτι με χιούμορ, με φαντασία, κάτι διαφορετικό, κάτι με ψυχή, πες δυο λόγια – εσύ είσαι καλός με τις λέξεις -, αλήθεια….. από πού έρχονται οι λέξεις;»
« - Δεν ξέρω. Βουίζουν μέσα στο κεφάλι μου.»
« - Ή ξέρεις τι; Ακόμα καλύτερα πες μια ιστορία, ναι βέβαια, αυτό είναι – πες μια ιστορία!!! Αλήθεια…. Από πού έρχονται οι ιστορίες;»
« - Δεν ξέρω ακριβώς, πάντως από έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν εδώ.»
« - Έτσι όπως το λες φαίνεται να τον προτιμάς αυτόν τον κόσμο. Μόνο που ο πραγματικός κόσμος είναι αυτός εδώ, αυτός που ζούμε, ο άλλος είναι ανύπαρκτος, φανταστικός, είναι μια χίμαιρα, κατάλαβες;»
« - Αψού!»
« - Γιατί φταρνίζεσαι;»
« - Μου μπαίνει στη μύτη η πολύχρωμη σκόνη απ’ τα φτερά τους καθώς πετούν γύρω μου. Φύγετε μωρέ, αμάν πια, άντε φύγετε τώρα, φτάνει, αψού, αψού. Οι περισσότεροι τις συμπαθούν αλλά καμιά φορά σου δυσκολεύουν τη ζωή όπως βλέπεις.»
« - Συγνώμη… για ποιές μιλάς;»
« - Μα…. γι αυτές εδώ τις νεράιδες, τι άλλο;»
« - Ααααααχα, χα, χα ….νεράιδες, αααααααα, καλό – καλό, έλαααααα… ΒΛΑΚΕΙΕΣ! Πάντως να ξέρεις, προκοπή δεν πρόκειται να δεις άμα συνεχίσεις το βιολί αυτό. Κατάλαβες;»
« - Όχι.»
« - Εμ, βέβαια, είσαι και βραδύστροφος.»
« - Βέβαια.»
« - Ώστε το παραδέχεσαι;»
« - Ναι.»
« - Και δε ντρέπεσαι;»
« - Γι αυτό να ντρέπομαι;»
« - Και πού ’σαι; .. δε συζητάμε για γυναίκες και τέτοια, ξέχασε το δε θέλουν τέτοια οι γυναίκες καημένεεεεε!»
« - Όχι, ε;»
« - Ο-Χ-Ι. Άιντε, εγώ θα στα λέω κι είσαι και 40 χρονών πια.»
« - 39 και 3 μηνών και 5 ημέρων.»
« - Το ίδιο είναι…. Και να σου πω κάτι, τι πιστεύω; Ακόμα και αν, ΑΝ λέω υποθέσουμε ότι είχες κάποια υποψία, ανθυποταλέντου… αφ’ ενός δεν το εξάσκησες καθόλου….»
« - Ναι….»
« - Αφ’ ετέρου ούτε τις λέξεις πια φαίνεται τόσο εύκολα να βρίσκεις.»
« - Έχει γίνει κάπως συγκεχυμένο το βουητό στο κεφάλι μου και δεν τις ξεχωρίζω εύκολα.»
« - Ούτε τις ιστορίες.»
« - Έχω κάπως μπερδευτεί, δε θυμάμαι το δρόμο, πως πήγαινα στον κόσμο που βρίσκονται.»
« - Ξέρεις όμως γιατί ή θα στο πω κι αυτό εγώ;»
« - Ε, σίγουρα.»
« - Ξέρεις πραγματικά που τα έβρισκες όλα αυτά, και τις λέξεις και τις ιστορίες και όλα; Ε, ξέρεις πραγματικά που;»
« - Ε, σίγουρα εσύ ξέρεις καλύτερα.»
« - Ασφαλώς. Να σου πω λοιπόν;»
« - Ασφαλώς.»
« - Στον πάτο των μπουκαλιών που εξερευνούσες κι έκανες μακροβούτια κάθε μέρα για είκοσι τόσα χρόνια. ΕΚΕΙ τά ‘βρισκες. Τώρα…….. τέρμα οι εξερευνήσεις, τέρμα τα μακροβούτια, τέρμα τα μπουκάλια… τέρμα και οι λέξεις, τέρμα οι ιστορίες, τέρμα οι ιδέες, τέρμα οι φαντασίες… τέρμα!»
« - Μπορείς να πας λίγο πιο κάτω και δεξιά, μπροστά από το σπίτι του φύλακα, εκεί έχει μια βρύση.»
« - Τι; Τι πράγμα; Τι λες μωρέ;»
« - Δε λέω σε σένα, εδώ στο φίλο μας το λέω. Είδες, με τέτοια ζέστη, ακόμα και αυτά τα μικροσκοπικά (αλλά και τόσο θαυμαστά) πλάσματα, υποφέρουν και διψούν.»
« - Συγνώμη…. Για ποιους μιλάς;»
« - Μα…. γι αυτόν το συμπαθέστατο νάνο, τι άλλο;»
« - Ααααααχα, χα, χα ….νάνος, αααααααα, καλό – καλό, έλαααααα… ΑΗΔΙΕΣ! Λοιπόν τελείωνε τώρα με αυτά. Άντε μάζεψε εκεί πέρα ότι αποθέματα και περισσεύματα τυχόν έχεις, βρες δυο λόγια να πούμε στην κοπέλα που γιορτάζει αύριο, να τελειώνουμε. Άντε γιατί πρέπει να φύγουμε κιόλας. Θα κλείσει όπου να ’ναι κι ο κήπος. Ο ήλιος έδυσε. Αλήθεια, με τι ήρθες; Με τα πόδια, με το μετρό, με ταξί;»
« - Όχι, με το μονόκερο έχω έρθει. Βοσκά στη χλόη, εδώ πιο πέρα. Θες μήπως να σε πετάξω κάπου;»
« - Τι; Τι; Με το μονόκ….! Αχαχαχαχαχαχαχα! Καλό! Καλόοοοο! …. Και γω ξέρεις με τι έχω έρθει; Με τον Πήγασο!! Καλό, ε; Αχχχχααα χα χα!. Έλααααα! ΕΛΑ! ΣΑ – ΧΛΑ – ΜΑ – ΡΕΣ! Άντε τελείωνε! Θα πεις δυο λόγια; Η μια ιστορία;»
« - Θα πω….»
« - Άντε πες…»
« - Θα πω δυο λόγια.»
« - Άντε, άντε πες τα, μας έσκασες.»
« - Ε, λοιπόν, να! Ένα: Χρόνια.. Δύο: Πολλά.. Τρία: Β….*!»
« - Α, όχι φίλε μου, όχι φίλε μου ζαβολιές – αυτά δεν ήταν δυο λόγια, ήταν τρία!»
« - Ναι, τα λόγια ήταν τρία κι αν άκουγες προσεκτικά έχω ήδη πει και μια ιστορία.»
« - Εσύ;…Σε μένα;….Ιστορία;….Πότε;…..Ποιά;»


«
………….
Ήταν μετά τη μέση του καλοκαιριού, προς το τέλος του Ιουλίου. Η πόλη έβραζε μετά από πολλούς παρατεταμένους καύσωνες. Οι δύο άντρες κάθονταν αποχαυνωμένοι σε ένα παγκάκι του Εθνικού Κήπου λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ο ένας κάπνιζε κι έπινε μια παγωμένη μπύρα και κοίταζε την κοπέλα που τάιζε τους κύκνους στη λιμνούλα και ο άλλος έπινε παγωμένο τσάι και κοίταζε τους κύκνους που τάιζε η κοπέλα στη λιμνούλα. Και γύρισε ο πρώτος και είπε στο δεύτερο:
« - Πες δυο λόγια. Πες δυο λόγια.»
…………»


* Σημ. Γυναικείο όνομα (της εορτάζουσας)

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Πόσο μισώ… το κρύο και το χιόνι

Το μεσημέρι περίπου να πνίγομαι
ένοιωσα και βγήκα μια βόλτα να κάνω

και μια κοντά μου δεν ήτανε θάλασσα
στο δάσος είπα να κινήσω να πάω

παγωνιά τόσο που έκανε
μα η φύση με γαλήνεψε κάπως

οι νιφάδες να πέφτουν δεν άργησαν
σκέπαζαν στα χωράφια το χώμα

μα το δάσος πυκνό, οι κορφές τους
σαν ομπρέλες σμίγαν των δέντρων

κι ησυχία που είχε!.. γρήγορα νύχτωσε
όταν γύριζα στίλβοντα ήταν τα χιόνια

το φεγγάρι τα γυάλιζε, ο αέρας ανάσαινε
κι ένα τσακάλι αλυχτούσε

το δρόμο με κουράγιο περπάτησα
μία ώρα ακόμα να φτάσω

Μίσος ακριβώς δε σου κράτησα
ούτε και ζήλεια, αλήθεια

μα να! Νύχτες σαν κι αυτή σαν σε σκέπτομαι
κάτι μου δαγκώνει τα μέσα

πώς να! Όρθια κι ολόγυμνη στέκεσαι
μπρος στην αχνιστή σου μπανιέρα

και με χάρι το θείο σου πόδι υψώνεται
στο νερό βουτάς και βουλιάζεις

ευχαρίστησης βόγγοι απ’ τα χείλη σου, τα ρουθούνια
ανοίγουν μυρωδιές σαπουνιού να χωρέσουν

και τα μάτια γλαρώνουν και κλείνουνε
όταν αρχίζει αυτός τα μαλλιά να σου λούζει


Με πείσμα το βήμα μου τάχυνα
χα! λες και κάποιος με περίμενε σπίτι

που με τέτοιο καιρό κρύο που θά ‘τανε
ιδίως κείνη η άδεια μπανιέρα.

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Υπερρεαλιστικό – ακαταννόητο (πρέπει να σταματήσω τα ναρκωτικά)

Ήταν όλο οξοί ήχοι, στο μυθοπάζαρο
Αφηρηνιάστηκε και δίπλωσε προς τα πάνω
Ήξερε βέβαια, τώρα πια τάχα πως τίποτα
Σύλλεγε σκιάχτρα μονάχος
Βάση πήγαν που έστρωνε κέρματα
Βρέχει σκοπίμως
Μια σφραγίδα πουθενά
Τον διακάτεχαν φέτες από στιλπνό πορτοκάλι
Δεν ήταν πρόθυμοι οι τοίχοι του
Θα φύγω ξοπίσω
Φοβισμένα τα ασύδοτα σε απόχρωση οδύνης
Κάθισε μέσα του
Ένα φαιδρό μεθεόρτιο πέρα από σφήνες αρίστου
Τρόμος και γύψος
Η μητέρα χωρίστηκε μα η αυλή βήχει και κρίνει
Σε λιγνές καμήλες ακούμπησε
Είχε κι αυτός την ιδιαίτερη του κουβέρτα
Ο γόης που ρώταγε με προπέρσινο πέταλο
Μα και μήπως ιδιότητες χάνανε λάμψη στο πλήθος;
Πάλι και πάλι μουρμούριζε με βρεγμένο παπούτσι
Μια φίλη κορύφωνε στατικά απαρτία
Και συμπλήρωνε θάμνοντα, αναδύοντα κείνος
«- Βρε! Πού να;» τον προχώρησε
Κι αυτός γιάλωνε πρόκες
Να σου δύσω κορδόνια και πήδησε
Τώρα ξέρω κι εντόνως
Κάθε γιέτι μουρμούριζε σαραντάχρονη κάμπια
Κραταιός βατραχάνθρωπος με απαστράπτον σουσάμι
«- Τί μας λες αλεξίσφαιρα;»
Μήπως τρομάζει η παγίδα;
Θα συλληφθώ ούτε βούκινο, με θαλλασί πιρουέττες
Κρόκος στάζει κι ωρύεται
Συμβιβάζεται η τέρψη
Ο μειλήχιος γορίλλας μου
Ευφροσύνη και κλίμα
Σταυρωτός επιδιώκεται σπαρταρώντας πατίνια
Η αγάπη εκτίμησε οδοντόκρεμα βύνης
Μια ιδέα ασήμωσε σφριγηλή υπεροψία
Μ’ ένα πάθος σφυρήλατο καντίνας ανάσα
Δεν σπουδαίο ασσύμετρα
Γάτας μαχαίρι
Κουνιστή, κρυφοκίτρινη με τριάντα συνέπειες
Ανεξάντλητε πύθωνα ταπεινά καθελκύεις,
μ’ ένα στήθος παρήγορο μολυβένια σταφύλια
Ιδιοχείρως ξεσήκωσε ένα σμήνος ομπρέλλες
Πουθενά κάποια ίωση σα μια γλάστρα σαρδέλλες
Ωχριούν εξαπτέρυγα σε μια γέφυρα όντας
Κι από πάνω δυο πέρδικες σε ρυθμό εναντίον
Τρικυμία και όνειδος σε μια κούφια ταράτσα
Σιδεριάς εξαΰλωση στης γαλήνης το πέλος
Μέσα τώρα στο πέλαγος κηπουρέ, στρατηλάτη
Αναγόμωσις ύστερα με φορτίο πλημμύρας
 Κουνούπια κι εσσώρουχα σε αρένα που δύει
Λίγο θά ‘θελα έντιμα να σου ντύνω την πίστη
 Πανταχόθεν κλιμάκωση με σωρούς σημασίας
Με ερεθίζουνε κύματα αλλεπάληλης σκόνης
Αρχηγέ μου αλοίθωρε, ροχαλίζεις σαν πρίσμα
Στιβαρός τυφλοπόντικας ατενίζει τηγάνια
Σού ‘πα άλλωστε γίγαντα να διορίζεις μαδέρια
Ααααα! Στρογγυλή προκατάληψη, τρυφερή κουστωδία
Σαν το λύχνο ψιθύριζε ο μανδαρίνος σανδάλια
Σαν τσιπούρα ορθώθηκε η ανασφαλής μαζορέττα
Κρότος κι ένδειας επίδειξη θεοσεβούμενου πότη
Και λυγμός ένας τετράγωνος αμφιβάλλει μονίμως
Δε διαρκεί η συνείδηση στην αυλαία που ουρλιάζει
Κάνω κάτι ορόσημα και μετά γδέρνω μπίρες
«- Σού ΄χει τύχει αφαλτόστρωση;»
Νομίζω πνίγηκε απ’ έξω
Με θανάσιμη κλείδωση κι ένα τέλος ξοάνου
Ως τις τρεις σβήνουν μεσάνυχτα
Σε αυτό το τετράδιο πισίνας.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (154)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Κολοκυθοπόταμος, ο: η άνευ προηγουμένου και πέραν κάθε προσδοκίας υπερπαραγωγή καλλιέργειας ζαρζαβατικών και συγκεκριμένα κολοκυθιών. Π.χ. «- Τίιιι έγινε Βαγγέλη; Πώωωως πάει το μποστάνι στο νησί;», «- Πολύ καλά παιδιά, πάρα πολύ καλά. Με αυτό το αγροβιοργανολίπασμα που έριξα, είχα απίστευτη παραγωγή - ειδικά στα κολοκύθια – κολοκυθοπόταμος πραγματικός!. Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν τελείως απροετοίμαστος και δυσκολεύομαι να τη διαχειριστώ και να τη διαθέσω στην αγορά. Μιας και τό ‘φερε η κουβέντα, μήπως θέλετε καμμιά 150αριά κιλά για το σπίτι;».

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (153)

-->
...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.
Αστράγαλος, ο (σημασία 2η): δε μπορώ να καταλάβω γιατί τα λεξικά αποκρύπτουν και αποσιωπούν αυτήν τη σημασία. Αστράγαλος είναι αυτός που δεν έχει ή δε θέλει να έχει (δεν του αρέσουν) καμμία σχέση με τα στραγάλια. Π.χ. «- Ορίστε το ουζάκι σας, ορίστε κι ο «μεζές» - φρέσκα στραγαλάκια!», «- Πάρ’ τα ’πο ’δω παιδί μου αυτά. Αν έχει φέρε κανά φυστίκι, αλλιώς - άσε, το πίνω σκέτο. Εγώ είμαι μεγάλος αστράγαλος!».

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

O Jules

Ο Ζυλ κάθε απομεσήμερο, έπαιρνε τον καφέ τους και κάπνιζε το πούρο του, στο ψητοπωλείο του Αρτούρ …. ιάν (αρμενικής – προφανώς – καταγωγής, μία μεγάλη φωτογραφία του όρους Αραράτ χιονισμένου, δέσποζε στον τοίχο), στη γωνία των οδών Καλλιδρομίου και Ιπποκράτους, στα Εξάρχεια. Θα μου πείτε, περίεργο να πηγαίνει κανείς για καφέ σε ένα ψητοπωλείο. Νά ’ταν το μόνο παράξενο στον Ζυλ αυτό…. . Εκεί έκανε κι όλα τα ραντεβού του. Καθόταν πάντα στο γωνιακό τραπέζι, στην ακριανή καρέκλα, εκεί που ενώνονταν οι δύο τζαμαρίες. Στο πιο φανερό σημείο του μαγαζιού δηλαδή. Γι αυτό ίσως και το πιο απαρατήρητο. Βλέπεις όλοι κοιτούσαν πιο μέσα, πιο πέρα, πιο μακριά. Εκεί λοιπόν δεχόταν ο Ζυλ, διάφορους περίεργους τύπους, τα «ραντεβού» του - όπως τα ονόμαζε και συνομιλούσε μαζί τους. Κι όταν δεν έκανε αυτό μιλούσε στον Αρτούρ. Ανακατεύοντας τον καφέ στο φλυτζάνι του και δαγκώνοντας το πούρο του. Κι ο τεράστιος Αρτούρ, ένα ανθρώπινο βουνό 1, 95 ύψος και πάνω από 160 κιλά, τον άκουε εκστατικός με τα μαύρα μάτια του καρφωμένα στο Ζυλ. Πάντα κοστουμαρισμένος, χειμώνα - καλοκαίρι, με έναν αιώνιο μπερέ καρφωμένο στο κεφάλι, πάντα με γραββάτα εκτός από τις φορές που στη θέση της φόραε λαιμοδέτη καθολικού παππά (τρέχα γύρευε γιατί), με τα μεγάλα του γυαλιά και το παχύ, πυκνό μουστάκι του, άσπρο από τα χρόνια και κιτρινισμένο από τα πούρα.
……………………………
Ο Ζυλ λοιπόν, ή ο «Ζυλς» - όπως λάθος πρόφεραν τ’ όνομα του και έτσι τον φώναζαν κάποιοι μαγαζάτορες της γειτονιάς, ή - ακόμα χειρότερα - ο «Ζύλης» (ωστόσο αυτός δεν είχε πρόβλημα και σε όλα απάνταγε και τους αντιχαιρετούσε), πέρα από την ιεροτελεστία του καφέ που απαρέγκλιτα τηρούσε τα απομεσήμερα και - τερπνόν, μετά ωφελίμου - συνδύαζε με τις δουλειές του…. κατά περιόδους διακατεχόταν και από όρεξη για «άλλα» ροφήματα, πιο…. «πνευματώδη».
Τότε, μετακινείτο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω, διαγωνίως, στο μπιλιαρδάδικο του Φριτς. Ο Φριτς (Φρειδερίκος κανονικά) ήταν κάτοχος γερμανικού ονοματεπωνύμου και μακρινός απόγονος αξιωματικού του βασιλέως Όθωνα που παντρεύτηκε Ελληνίδα και έμεινε στην Ελλάδα. Και τα δισεγγονοτρισέγγονα του δεν άλλαξαν τ’ όνομα τους, ούτε καν στην περίοδο του Πολέμου. Εκεί λοιπόν, στου Φριτς, καλά κρυμμένη απ’ τα τραπέζια, στο βάθος του μαγαζιού και σε σημείο που οι τζαμαρίες καλύπτονταν από βαριές κουρτίνες, λειτουργούσε μια μικρή, αλλά πλήρως εξοπλισμένη, με όλα τα ποτά μπάρα. Εκεί και σε δυο - τρία άλλα μέρη της γειτονιάς, όπως το εργαστήριο φύλλων και ζύμης του Ανέστη και το ραφτάδικο του Στάβρου, μαζεύονταν και τα κοπανούσαν οι γνωστοί, σκληροί πότες του κέντρου της Αθήνας, όταν «είχαν τις κλειστές τους». Όταν «είχαν τις ανοιχτές τους», συγκεντρώνονταν ευφρόσυνοι στα γνωστά καθαρόαιμα ποτάδικα, το Au Revoir, το Galaxy, το Λώρα και τα άλλα. Μα όταν ήθελαν να τα πιουν ήσυχοι και μονάχοι, πηγαίνανε στου Στάβρου και του Ανέστη και του Φριτς. Εκεί πήγαινε κι o Ζυλ…..

Συνεχίζεται……………..

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Ο Μαυροκέφαλος πειρατής

Κυρία Μαυροκεφάλου χαίρετε. Προσπαθώντας, πρόσφατα, να τακτοποιήσω το – ούτως ή άλλως – χαώδες αρχείο μου, το οποίο μετά από μία πρόσφατη μετακόμιση σε νέο σπίτι ξέφυγε από κάθε έλεγχο, βρήκα μία σημείωση που είχα κάνει ένα χρόνο πριν και αφορούσε εσάς. Είχα τότε πάρει το θάρρος να ζητήσω από τον εκδοτικό σας οίκο την ταχυδρομική σας διεύθυνση, για να σας στείλω την επιστολή αυτή. Σκοπός μου (που τώρα πραγματοποιείται) ήταν να εκφράσω τα συγχαρητήρια μου και τις ευχαριστίες μου για το ωραιότατο έργο σας «Βίος και πολιτεία του Γερακάρη Λυμπεράκη». Το είχα πάρει μαζί μου το Σεπτέμβριο του 2003 σε ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Λακωνία και μάλιστα μου «στέρησε» ορισμένες προσχεδιασμένες εκδρομές και περιηγήσεις στην αγαπημένη πατρώα γη, καθώς για μιάμιση μέρα δεν έκανα τίποτε άλλο από το να διαβάζω το βιβλίο σας. Αλλά μου χάρισε την Εξαιρετική απόλαυση της ανάγνωσης.
Και πάλι συγχαρητήρια.
Και πάλι ευχαριστώ.


Σημ.
(ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΑΡΗ ΛΙΜΠΕΡΑΚΗ, συγγραφέας ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ ΛΙΛΗ, Εκδοτικός Οίκος : ΚΕΔΡΟΣ
Ο πολυκύμαντος βίος του Μανιάτη Γερακάρη Λυμπεράκη που από αδυσώπητος εκδικητής και διαβόητος πειρατής του 17ου αιώνα, καταλήγει άθλιος υπόδικος στις βενετικές φυλακές. Δράση και περιπέτεια στην ανελέητη Μάνη, στην εκλεπτυσμένη Βενετία, στην Κωνσταντινούπολη των σουλτάνων, στα κουρσαρονήσια του Αιγαίου)

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

666 – The number of (the shoes of) the beast

(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», από τη στήλη «Ανταποκρίσεις»)

Περίπου 1908 χρόνια πέρασαν, αγαπητοί αναγνώστες, από το θάνατο του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Κυρίου, σε προχωρημένη ηλικία στην Έφεσο και μερικά ακόμη παραπάνω, από τότε που σε παραληρηματική κατάσταση, πλήρης ένθεης έμπνευσης, έγραφε μέσα σε ένα σπήλαιο, εξόριστος στη νήσο Πάτμο, τα περίφημα κείμενα της Αποκάλυψης, και μόλις φέτος δόθηκε μια νέα διάσταση σε ένα από τα πιο γνωστά, πολυσχολιασμένα και ποικιλότροπα ανά τις εποχές ερμηνευμένα εδάφια, εκείνο που αφορά τον Αριθμό του Θηρίου: 666.
Αυτό συνέβη πριν λίγες εβδομάδες, οπότε και δημοσιεύθηκε στην έγκυρη, ιστορική εφημερίδα «Καιροί» του Λονδίνου, το σχετικό άρθρο από τον θρυλικό δημοσιογράφο και (ας μας επιτραπεί αγαπητοί ανα-γνώστες ο –δικαιολογημένα- υπερήφανος κομπασμός): προσωπικό φίλο Τζέραλντ Αλλοΐσιους Χοίραμ Μακ Χογκ, αυτόν τον ευπατρίδη της δημοσιογραφίας, τον επί σαράντα και πλέον έτη ακαταπόνητο εργάτη της πέννας, τον χαλκέντερο ερευνητή της αλήθειας, τον πρωτοπόρο της ενημέρωσης, τον μαχητή της είδησης, το ίνδαλμα, το πρότυπο για αναρίθμητους συναδέλφους του κλάδου μας.
Στο άρθρο του λοιπόν ο Μακ Χογκ, στα πλαίσια της ευρύτερης, πολυετούς έρευνας του για τον αποκρυφισμό, έρευνας που έγινε με απόλυτη ψυχραιμία και νηφαλιότητα – όπως άλλωστε απαιτούσε η ιδιαιτερότητα του θέματος - , στάση που έγινε σεβαστή από τους αντιπροσώπους οργανώσεων και κινημάτων του χώρου, που παγίως δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση με δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης εν γένει. Εξ ου και οι ιστορικές του συνεντεύξεις με τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας του Σατανά: Άντον Λε Βαίη και τους κληρονόμους του Αλλέιστερ Κρώλλεη.
Αυτή τη φορά ο Μακ Χογκ, ανακοινώνει ότι συναντήθηκε με τους τελευταίους αντιπροσώπους της «Σέχτας των οπαδών του Θηρίου», της αποκρυφιστικής οργάνωσης ή ύπαρξη της οποίας εικαζόταν εδώ και αιώνες, πλην όμως για πρώτη φορά επιβεβαιώνεται με στοιχεία (που δημοσιοποιούνται με λεπτομέρειες, εκτός των ονομάτων – που ωστόσο βρίσκονται στη διάθεση του αρχισυντάκτη της εφημερίδος- ). Ταυτόχρονα δηλώνεται η διάλυση της, καθώς – όπως εξηγούν τα αποχωρούντα ηγετικά της στελέχη – ο ιερός σκοπός της, που πιστά υπηρετήθηκε δια μέσου των αιώνων από χιλιάδες μέλη, έχει πλέον ανεπανόρθωτα και οριστικά αποτύχει.
Ο δημοσιογράφος, αφού ανακοινώνει την προσεχή έκδοση επίτομου έργου που θα καλύπτει πλήρως και ενδελεχώς τη συναρπαστική αυτή ιστορία, συνοδευόμενο και από πλήθος οπτικοακουστικά ντοκουμέντα σε ψηφιακό δίσκο ντηβηντή, αναλύει συντομογραφικά το θέμα.
Ιδρυτής της μυστικής σέχτας, ήταν ο …. (όνομα διαθέσιμο), συμβολαιογράφος στο Παρίσι το 13ο αιώνα, που πάτησε τον επαγγελματικό όρκο και αφιερώθηκε στο νέο, ιερό σκοπό του, λίγες εβδομάδες αφού συνέταξε τη διαθήκη ενός γηραλέου μέλους του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, ελληνικής καταγωγής, ονόματι Φανούρη Φανφαρόνη, ο οποίος είχε – εν τω μεταξύ – πεθάνει. Η παρακαταθήκη του γέροντα ιππότη και η εξιστόρηση του βίου του, συγκίνησαν βαθιά το συμβολαιογράφο που αποφάσισε να οικειοποιηθεί τη διαθήκη και μην την κοινοποιήσει στους μακρινούς συγγενείς του στην Ελλάδα, στον τόπο καταγωγής του, στη νήσο Πάτμο.
Και η ιστορία ήταν αυτή: νεαρός ψαράς στο νησί ο Φανφαρόνης, θέλγονταν ιδιαίτερα στην συναναστροφή των μοναχών του μοναστηριού (της περίφημης Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που χτίσθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα στο νησί), που αρέσκονταν να κατηχούν ή να επιχειρούν να μορφώσουν τα παιδιά και τους νέους.
Και πιο πολύ του άρεσε να ακούει τις ιστορίες για την Αποκάλυψη, που ερέθιζαν την ευαίσθητη φύση του και έκαναν τη ζωηρή του φαντασία να καλπάζει. Πολλές φορές μάλιστα πήγαινε μέχρι το σπήλαιο της Αποκάλυψης, κούρνιαζε εκεί δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, μισόκλεινε τα μάτια του και ονειροπολούσε με τις ώρες. Φανταζόταν ότι στο βάθος του σπηλαίου βρισκόταν ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ο Θεολόγος, ο μαθητής του Κυρίου, που νέος ήταν ψαράς κι αυτός σαν κι εκείνον, και τώρα σε γεράματα βαθιά, σκυμμένος πάνω στο βράχο έγραφε πυρετικά στο τρεμάμενο φως των κεριών τα ιερά κείμενα, μέρος των οποίων του υπαγόρευε η Φωνή που έβγαινε με ένα φύσημα από ένα σχίσιμο στο βράχο, και άλλα υπαγόρευε εκείνος στον πιστό μαθητή του Πρόχορο που τον συντρόφευε ορισμένα βράδυα.
Kι έπειτα ο νεαρός Φανούρης αρρώστησε βαριά από την επιδημία που χτύπησε το νησί κι αφάνισε πολλούς από τους κατοίκους και ψήθηκε στον πυρετό για μέρες και νύχτες πολλές, κατά τη διάρκεια μιας από τι οποίες είδε ένα όραμα που θεώρησε θεόσταλτο και ερμήνευσε αφ’ εαυτού, εκείνος ο αμόρφωτος ψαράς, ότι οι σοφοί καλόγεροι πάνω στο μοναστήρι κι άλλοι πολλοί πριν από αυτούς δεν είχαν καταλάβει. Μα αυτός κατάλαβε και είδε τί ήταν ο αριθμός του Θηρίου. Κι από τότε, αφού συνήλθε και ανάρρωσε από την ασθένεια κι έγινε καλά, δε βρήκε ησυχία κι ο τόπος δεν τον χώραγε.
Τό ‘σκασε με την πρώτη ευκαιρία, σαλτάροντας σ’ ένα μανιάτικο κουρσάρικο μπάρκο που είχε αράξει σε μια απόμερη παραλία του νησιού. Δυο χρόνια γύριζε το Αιγαίο κουρσεύοντας ασταμάτητα. Σκλήρυναν τα χέρια του από τις δουλειές, από τους τραχείς κάβους κι από του σπαθιού το αδιάκοπο χτύπημα, σκάφτηκε το πρόσωπο του από τον αέρα και την αρμύρα, μάκρυναν τα μαλλιά και τα μουστάκια και τα γένια του, κρέμασε σιδερένιους κρίκους και στα δυο του αυτιά και χτύπησε στάμπες στους ώμους και τα μπράτσα του. Και στα δυο χρόνια πάνω «μετακόμισε» σ’ ένα μπαρμπερίνικο πειρατικό. Με αυτό «οι δουλειές ανοίξανε». Οι Μπαρμπερίνοι αλωνίζανε όλη τη Μεσόγειο. Άλλα τέσσερα χρόνια έμεινε με τους πειρατές. Το παλιό του όραμα τό ‘χε πια σχεδόν ξεχάσει.
Κι ύστερα, μια μέρα έτσι ξαφνικά, τα παράτησε κι έμεινε στη Μάλτα. Γοητεύθηκε εκεί από τους ιππότες κι έβαλε σκοπό να γίνει ένας από αυτούς. Κι όσο κι αν αυτό φαίνεται απίθανο, με χίλιες δυσκολίες και περνώντας τις πιο απίστευτες δοκιμασίες, τα κατάφερε (το σημείο αυτό της ιστορίας αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο, ενώ στο δίσκο ντηβηντή υπάρχει δραμα-τοποιημένο απόσπασμα με πρωταγωνιστή το διάσημο γόη ηθοποιό του Χολλυγούντ, Τζος Χωλλογουαίη).
Η ιερατική διάσταση στις πεποιθήσεις και τους σκοπούς του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, συγκίνησε τον Φανφαρόνη, που αποφάσισε να επικεντρωθεί σε αυτήν και όχι στις παρεκτροπές ή τις συχνές ακρότητες, τις οποίες – δυστυχώς – συνήθιζαν πολλοί από τους τωρινούς συντρόφους του, που γίνονταν έτσι όμοιοι με τους προηγούμενους, μόνο που τούτοι είχαν στο λάβαρο τους το σταυρό αντί του τρομερού κρανίου με τα διασταυρούμενα οστά. Ζώντας πειθαρχημένα, ασκητικά κι ενάρετα, άρχισε να νοιώθει και πάλι σιγά-σιγά και να θυμάται την αίσθηση της ιερής ατμόσφαιρας του νησιού του και τις διδαχές των μοναχών που με τα χρόνια είχε ξεχάσει.
Και θυμήθηκε το βραδινό του όραμα , θυμήθηκε τη σημασία του αριθμού του Θηρίου: 6 και 6 και 6. Εξιακόσια εξήντα έξη – αυτός ήταν ο αριθμός του Θηρίου, που ξεκίνησε μια μέρα να το βρει και να το αντιμετωπίσει. Του πήρε χρόνια πολλά. Γύρισε όλους τους τόπους ακολουθώντας τα σημάδια του οράματος, ρώτησε μάγους, αλχημιστές, σοφούς, σαμάνους, τρελλούς… χίλιες φορές απέτυχε, δέκα χιλιάδες φορές απελπίστηκε, μα δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια ποτέ.
Είχαν ασπρίσει πια τα μακριά μαλλιά και τα γένια του, όταν μια μέρα (άλλη μια μέρα που κυνηγούσε τον ιερό σκοπό του) στην έρημο της Αλγερίας, βρέθηκε έξω από μια σκοτεινή σπηλιά. Ένοιωσε περίεργα, το δέρμα του ανατρίχιασε κι άρχισε να μυρίζει θειάφι και να ακούει ένα υπόκωφο ήχο από τα βάθη της σπηλιάς. Σε λίγο η μυρωδιά έγινε αποπνικτική, ο ήχος εκκωφαντικός και στην είσοδο του σπηλαίου φάνηκε το πιο αποτρόπαιο πλάσμα που είχε ποτέ στη γη πατήσει, της ίδιας της Κόλασης ξέβρασμα, του Εωσφόρου δημιούργημα, τεράστιο, αποτρόπαιο και απειλητικό. Ο ατρόμητος ιππότης Φανούρης Φανφαρόνης, ένοιωσε προς στιγμήν την καρδιά του να σταματάει. Όμως αμέσως συνήλθε, έκανε το σταυρό του και κραδαίνοντας το ξίφος του χίμηξε στο Θηρίο. Πάλεψαν με λύσσα ως τη δύση του ηλίου κι ύστερα κι άλλο ως την ανατολή. Πιο λυσσαλέα μάχη δεν είχε ξαναδοθεί από κτίσεως αυτού το κόσμου. Και την ώρα που ο ήλιος του Θεού άρχισε να στέλνει τις ακτίνες του στους αμμόλοφους και τα πετρώδη βουνά, την ώρα που η νέα μέρα ξημέρωνε κι όλα πλημμύριζαν με φως, ο γενναίος Φανφαρόνης με ένα αποφασιστικό και καίριο κτύπημα, βύθισε το ξίφος του στην καρδιά του Θηρίου και το αποτελείωσε.
Αφού προσευχήθηκε ευλαβικά, χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, άρχισε να γδέρνει το τεράστιο σώμα, παίρνοντας το δέρμα κι αφήνοντας – βορά στα όρνεα και τα τσακάλια της ερήμου – την ανόσια σάρκα του τεράστιου σώματος του θηρίου.
Το δέρμα αυτό κόπηκε συμβολικά σε 666 κομμάτια, τα οποία μοιράστηκαν σε διάφορα σημεία, σε φημισμένους μάστορες της εποχής, τόσο στη Βαλέτα της Μάλτας, όσο και στην Αλάμβρα της Ισπανίας, την Αμβέρσα του Βελγίου, τη Φλωρενδία της Ιταλίας, τη Γοτίγγη της Γερμανίας και μερικά βέβαια στη μικρή, ταπεινή Πάτμο, στην Ελλάδα.
Οι μάστορες επεξεργάστηκαν τα κομμάτια του δέρματος και έφτιαξαν από αυτά 666 ζευγάρια παπούτσια διαφόρων μεγεθών και σχεδίων, ανδρικά, γυναικεία και παιδικά. Το πρώτο από αυτά τα ζευγάρια το φορούσε ο ίδιος ο Φανφαρόνης, ένα εξαιρετικό ζευγάρι μαλακά μοκασίνια, αναπαυτικά και άνετα για τα γέρικα, ταλαιπωρημένα του πόδια. Κι αυτά ήταν τα υποδήματα της νεκρικής φορεσιάς του γενναίου Ιππότη. Ο Γάλλος συμβολαιογράφος τα είδε με τα μάτια του.
Η δόλια ιδέα που κατέλαβε τον αξιολύπητο αυτό άνθρωπο και δεν τον απέτρεψε ούτε από την φρικτή πράξη της τυμβωρυχίας, ούτε από πολλές ανομολόγητες άλλες, ήταν να συγκεντρώσει τα 666 ζευγάρια παπούτσια, να ενώσει τα κομμάτια του δέρματος, να φέρει και πάλι – με τελετές μαύρης μαγείας – στη ζωή το Θηρίο και να κατακτήσει ανείπωτη δύναμη ως πιστός υπηρέτης του.
Για να πετύχει το σκοπό του προσηλύτισε πολλούς, που όταν εκείνος πέθανε (χωρίς όπως ο Φανφαρόνης, να έχει δει το όνειρο του να γίνεται πραγματικότητα), κάλεσαν με τη σειρά τους άλλους, κι αυτοί άλλους. Όμως η σκοτεινή αυτή οργάνωση δεν τα κατάφερε. Στην καλύτερη εποχή τους, κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε μια απόρθητη κρύπτη, στη μυστική Στοά τους, κάπου στην παλιά πόλη της Πράγας, γύρω στα 333 ζευγάρια. Τα υπόλοιπα με τα χρόνια χάθηκαν, ή έλιωσαν από την πολύ χρήση και πετάχτηκαν ή κόπηκαν σε λωρίδες και μικρά κομμάτια και γίνανε μπαλώματα άλλων παπουτσιών και χαλινάρια των αλόγων και καλύμματα ματιών των μουλαριών.
Σύμφωνα δε με τις πληροφορίες των μελών της οργάνωσης, που γι αυτό πλέον διαλύεται, το τελευταίο αφόρετο ζεύγος υποδημάτων, το Εξιακοσιοστοεξηκοστοέκτο – το 666ο (γυναικείο το συγκεκριμένο) – περίπου 700 χρόνια από τότε που κατασκευάστηκε, έφθασε (ποιός ξέρει με τί απίθανο περιπετειώδη τρόπο) στην Ελλάδα, στην τωρινή της πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπου και – χωρίς αμφιβολία – θα πωληθεί την περίοδο των εορτών, σε κάποια ανύποπτη δεσποινίδα που θα χαίρεται με την ποιότητα και την κομψότητα των καινούριων της παπουτσιών, χωρίς ούτε κατά διάνοια να υποψιάζεται την τρομερή τους ιστορία και την υπερβατική τους σημασία!
Για την ανταπόκριση και με τις καλύτερες ευχές μας για χαρούμενες γιορτές, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες: Αλληλούια!

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ!!!


(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», από τη στήλη «Τέχνες, πολιτισμός, λογοτεχνία)



Κυρίες και Κύριοι, Ευγενικοί Αναγνώστες

είμαι από τους τυχερούς, από τους ευλογημένους θα έλεγε κανείς, ανθρώπους που η δουλειά τους, τους αρέσει. Η δουλειά μου γεμίζει την ημέρα μου ευχάριστα (και σε καμία περίπτωση καταναγκαστικά). Μου προξενεί συνεχώς, σε μικρές δόσεις, συναισθήματα όπως ενδιαφέρον, δημιουργικότητα, ανανέωση, ικανοποίηση, χαρά κ.ά. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένες φορές (μία ή δύο το χρόνο) που τα συναισθήματα αυτά συνδυάζονται όλα ταυτόχρονα και παρουσιάζονται μάλιστα σε ακραίο βαθμό, σε μια (με θετικές επιδράσεις εννοείται) συναισθηματική έκρηξη. Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί που έχουν αυτό το προνόμιο. Πάντα αυτές οι «συναισθηματικές εκρήξεις» σχετίζονται με την «ανακάλυψη» από πλευράς μου ενός νέου έργου, πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη. Όταν μάλιστα, μετά από χρόνια, η πορεία της «ανακάλυψης» που παρουσιάστηκε με ενθουσιασμό στην εφημερίδα, τον δικαιώνει, τότε η ικανοποίηση είναι βαθιά και ολοκληρωτική.
Υπάρχουν τώρα κάποιες περιπτώσεις – φαινόμενα, που εμφανίζονται μια φορά στα δέκα χρόνια, οπότε και μιλάμε για «αΠοκάλυψη». Και πιο κοντινό (η αναφορά γίνεται στην ίδια σελίδα) παράδειγμα δε θα μπορούσε να δοθεί: ο Κος Φανούρης Φανφαρόνης! Δεν πιστεύω πως έχει κανείς ξεχάσει ότι ήταν ο υποφαινόμενος που τον παρουσίασε ως «πολλά υποσχόμενο» στο κοινό, πριν από είκοσι περίπου χρόνια. *
Ευγενικοί αναγνώστες, παρ’ ότι ιδιαίτερα συγκινημένος, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι μέσα από τις γραμμές της σημερινής «σελίδας λόγου στην εποχή του παραλόγου» θα σας παρουσιάσω την «αποκάλυψη» όλης της καριέρας μου!
Πρόκειται για τη σημαντικότερη νέα παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας μας και ταυτόχρονα για τη νεότερη νέα παρουσία. Η μόλις 4 ½ (!) χρονών δεσποινίς Α. Τ. με το πρώτο της κείμενο, ένα παραμυθάκι κομψοτέχνημα, τόσο μικρής έκτασης αλλά ταυτόχρονα τόσο άρτια και έξυπνα δομημένο, λιτό αλλά και περίτεχνο, με χιούμορ, φαντασία και χαρίσματα που θα ζήλευαν φτασμένοι συγγραφείς, μας δίνει υποσχέσεις για το πιο λαμπρό μέλλον.
Ο υπογράφων έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει στη στήλη του τα κείμενα των νέων λογοτεχνών που ανακαλύπτει. Σε αυτήν όμως την περίπτωση, κατ’ εξαίρεση για πρώτη φορά στην τόσο μακρά συνεργασία του με τη «Μεταμεσονυκτία», έκανε ειδική εισήγηση η οποία και έγινε αποδεκτή από την αξιότιμο διεύθυνση της εφημερίδος και έτσι το παραμύθι της μικρής Α. Τ. τυπώθηκε αυτόνομο και διατίθεται ως ειδικό ένθετο μαζί με το φύλλο Προτείνω στους αναγνώστες να το φυλλάξουν, γιατί σύντομα η νεαρά θα γίνει διάσημη και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο θα αποκτήσει μεγάλη συλλεκτική αξία.

Έως τότε: Καλή Επιτυχία Α.!

*Βλ. δημοσίευση 1ης Αυγούστου, τρέχοντος έτους

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

ΟΧΙ, ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΚΑΝΕΤΕ ΝΑ ΠΑΨΩ ΝΑ ΜΙΛΑΩ! ΟΧΙ, ΔΕ ΘΑ ΜΕ ΦΙΜΩΣΕΤΕ! ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ!

(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», στήλη «Επικαιρότητα»)

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την απάντηση του συντάκτη της στήλης, στους δράστες της άνανδρης επίθεσης που δέχθηκε πριν από μερικά βράδια βγαίνοντας από το κτίριο της εφημερίδας.

Ήταν ένα βράδυ, πριν από είκοσι ημέρες περίπου. Βρισκόμουν στο μπαρ που συχνάζω, με μια παρέα φίλων. Η ώρα ήταν περασμένη. Συζητούσαμε για θέματα διάφορα. Δε θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα και αναφέρθηκα στο γεγονός ότι από πολύ μικρή ηλικία αποστρεφόμουν το ευρύτατα χρησιμοποιούμενο στην Ελληνική κουζίνα (και ειδικά την αρτοποιία) σουσάμι. Μάλιστα εντόπισα στο γεγονός ότι ενώ θεωρούσα τα κουλούρια ένα – κατά τ’ άλλα – νοστιμότατο, θρεπτικό, οικονομικό, εύκολο να το βρεις παντού κολατσιό, εν τούτοις δεν τα κατανάλωνα γιατί όλα ήταν γεμάτα με σουσάμι. Ανέφερα μάλιστα το γεγονός ότι κάποτε είχα κάνει μία συζήτηση με ένα κουλουροπώλη, γιατί να μην έχει και κουλούρια χωρίς σουσάμι για ορισμένους που μπορεί να μην τους αρέσει και είχα έντονα διαφωνήσει με την ανένδοτη στάση του:
«Ααααα! Μα έτσι τα θέλει ο κόσμος».
Στη συνέχεια και απ’ ότι θυμάμαι, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα. Έτσι κι αλλιώς, όπως είπαμε, η ώρα ήταν περασμένη και οι συλλογισμοί και οι στοχασμοί ήταν πλέον, μάλλον «ουϊσκώδεις» παρά πνευματώδεις.
Τη συγκεκριμένη μου αναφορά σε αυτό το ζήτημα την είχα ξεχάσει όταν διαπίστωσα μερικές μέρες μετά ότι στάθηκε η αφορμή για τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισαν ορισμένοι επαγγελματικοί κλάδοι της χώρας, στην ιστορία τους.
Κάποιοι από τους συνδαιτυμόνες της παρέας εκείνης της βραδιάς, δεν ξέρω γιατί και πως, βρήκαν ενδιαφέρον το να αναφερθούν σε αυτό που είχα πει, την άλλη μέρα σε άλλες παρέες. Από κει και πέρα δε μπορώ καθόλου να συλλάβω σε τι είδους παράλογα εύφορο έδαφος η πληροφορία έπεσε και φύτρωσε και άνθισε και πολλαπλασιάστηκε. Πόσο πια μεγάλο ρόλο έπαιξε και η φήμη μου (την οποία δεν έχει νόημα να απαρνούμαι – απλά, με κάθε ευκαιρία δηλώνω ότι ποτέ δεν την επεδίωξα). Ή τί άλλο συνέβη; Το γεγονός όμως είναι (άλλωστε το ξέρετε όλοι ήδη από τις ειδήσεις, τα άρθρα κ.λ.π.) ότι δυο – τρεις μέρες μετά τη μοιραία εκείνη βραδιά, οι κουλουροπώλες της πόλης άρχισαν να έχουν κάτι περίεργες – κατ’ αρχάς – ερωτήσεις από τους πελάτες:
«Χωρίς σουσάμι έχετε»;
Στη συνέχεια, χειρότερα, οι πωλήσεις έπεσαν κατακόρυφα:
«Μα όλα με σουσάμι είναι; Καλά, αφήστε, δε θα πάρω».
Και τέλος, η απελπισία:
«Αααα. Κοιτάξτε, αν δε φέρετε χωρίς σουσάμι, δε θα ξαναπάρω ποτέ!».
Τα διηγήθηκε βέβαια και με το πιο γλαφυρό τρόπο, όλα τα παραπάνω, στην κάμερα της τηλεόρασης ο κύριος Χαρίλαος που κάνει το επάγγελμα σαράντα χρόνια και έχει τον πάγκο του έξω από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων δίπλα στη Νομική Σχολή:
«Τι να σας πω παιδιά μου; Τέτοια κεσάτια! Να ακόμα και ο κύριος Μαυρολέων, ο μεγαλοδικηγόρος μαθές, πόχει το γραφείο δω πιο πάνω στο Κολωνάκι. Τριάντα χρόνια πελάτης. Κάθε πρωί του διάλεγα το κουλούρι, ζεστό, ξεροψημένο, λαχταριστό. Εδώ και κάτι μέρες, τίποτις! – Α! όχι, Χαρίλαε…μου λέει, όχι με σουσάμι».
Μετά από μια εβδομάδα, οι κουλουροπώλες και οι κουλουροποιοί αποφάσισαν να αντιδράσουν και – παρά την παράδοση αιώνων – έφτιαξαν μερικές παρτίδες κουλούρια χωρίς σουσάμι. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν θετική. Όμως τότε επενέβησαν οι μεγαλέμποροι του σουσαμιού οι οποίοι είχαν κλείσει συμβόλαια με τους κουλουροποιούς για ελάχιστη εβδομαδιαία κατανάλωση (με αντίστοιχη ευνοϊκή τιμή), επιβράβευση με επιπλέον εκπτώσεις για υπέρβαση των συμφωνηθέντων ποσοτήτων αλλά και αυστηρές ρήτρες σε περίπτωση πιθανής αθέτησης όρων της συμφωνίας. Μετά λοιπόν από μεγάλες πιέσεις για σχετικές κυρώσεις οι κουλουροποιοί αναδιπλώθηκαν και έφτιαξαν τις νέες παρτίδες κουλούρια με σουσάμι και οι κουλουροπώλες τα καμάρωναν απούλητα στους πάγκους και τα καροτσάκια.
Οι διαστάσεις που είχε πάρει το πρόβλημα, επέβαλαν σα μόνη λύση την από κοινού συνέλευση των συνδικάτων των σισαμεμπόρων, των κουλουροποιών και των κουλουροπωλών. Αυτό έγινε την προηγούμενη Κυριακή το πρωί σε κλειστό γήπεδο μπάσκετ. Και κατέληξε (όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις) σε πλήρες φιάσκο, με όλους να διαφωνούν και να διαπληκτίζονται με όλους. Ωστόσο, μια ομάδα φανατικών (και από τα τρία συνδικάτα) αποφάσισε να ακολουθήσει αυτόνομη δράση και να χτυπήσει (προς παραδειγματισμόν) το κακό στη ρίζα του, δηλαδή εμένα. Έτσι το ίδιο βράδυ, την ώρα που έβγαινα από το μέγαρο της «Μεταμεσονυκτίας» μου επιτέθηκαν με την – προ δεκαετιών δημοφιλή – τακτική του γιαουρτώματος, νομίζοντας οι ανόητοι ότι…….ΤΙ; Ότι θα με τρομάξουν; Ότι θα με σοκάρουν; Ποιος ξέρει τι;
Κύριοι, η απάντηση που σας δίνω είναι η επικεφαλίδα του παρόντος άρθρου.

Συνεχίζεται….

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

ΕΙΔΗΣΗ: Έτοιμο το νέο διήγημα του διάσημου λογοτέχνη Κου Φανούρη Φανφαρόνη….. αλλά πώς;

(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», από τη στήλη «Τέχνες, πολιτισμός, λογοτεχνία)


Ο διάσημος λογοτέχνης Κος Φανούρης Φανφαρόνης, ο άνθρωπος που έχει χαρακτηρισθεί σε αναρίθμητα δημοσιεύματα και κριτικές, σε πολλές χώρες του κόσμου ως «ο κορυφαίος της γενιάς του» όχι μόνο σε Ελληνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, πέντε φορές έως τώρα υποψήφιος για βραβείο Πούλιτζερ, εννιά για Μπούκερπράις, επτά για Νόμπελ, τρεις για Όσκαρ, Έντεκα για Γκράμμυ, Εννιά για Μίστερ Υφήλιος και μία για Μις Υφήλιος (χωρίς ωστόσο να έχει ποτέ διακριθεί) ανακοίνωσε την έκδοση του νέου του διηγήματος. Η ανακοίνωση έγινε – βεβαίως - με το γνωστό ριζοσπαστικό τρόπο, σε «απίθανα» έντυπα, εξαιρετικά περιορισμένης αναγνωσιμότητας και - πρέπει εδώ να πω – ότι δε θα ήμουν σε θέση να κάνω την πρώτη αναδημοσίευση για το ευρύ κοινό στο σημερινό φύλλο της Μεταμεσονυκτίας χωρίς τη βοήθεια του επιτελείου μου, των αγαπητών νεαρών συναδέλφων οι οποίοι με ζήλο υπερβάλλοντα και επάξια πλέον φέροντες τον τίτλο του «λαγωνικού» δίνουν τη δυνατότητα σε εμένα, αλλά πάνω απ’ όλα σε Εσάς αγαπητοί αναγνώστες, να γινόμαστε κοινωνοί τέτοιων ειδήσεων και γεγονότων που – εν πολλοίς – καθορίζουν την τέχνη της Λογοτεχνίας αλλά και τον Πολιτισμό γενικότερα.
Συγκεκριμένα λοιπόν η ανακοίνωση έγινε σε τρία έντυπα που κυκλοφόρησαν την ίδια ημέρα:
- Στην εξαμηνιαία έκδοση «Η Εφημερίς των Φιλοτελιστών της νήσου Παραπόλα»1
- Στο, περιοδικής κυκλοφορίας, fanzine ομάδας Ελλήνων τραβεστί «Το Σκούξιμο»
- Εμβόλιμα, στο κείμενο προλόγου, που έγραψε ο Κος Φανούρης Φανφαρόνης στο νέο βιβλίο του αδελφικού του φίλου, ποιητή, Κου Θράσου (Θρασύβουλου) Αντροχίνακα, βιβλίο που αυτήν τη φορά δεν ήταν μια νέα συλλογή ποιημάτων αλλά αφιερωμένο στο μεγάλο πάθος του Κου Θ. Αντροχίνακα, το ψάρεμα, με τίτλο «Ψάρεμα: Τέχνη και Τεχνική». Πριν τη δημοσίευση του παρόντος κειμένου ήλθαμε σε επαφή με τον Κο Θ. Αντροχίνακα ο οποίος, ενθουσιασμένος όταν έμαθε ότι το δικό του βιβλίο περιείχε κατά το εν τρίτον το αποκλειστικό προνόμιο της σπουδαίας ανακοίνωσης, μας εδώρισε ένα - ακόμη – ακυκλοφόρητο σε βιβλίο ποίημα του, το οποίο δημοσιεύουμε (στο ένθετο «Η ζωή και η τέχνη», ευχαριστώντας τον θερμά.
Σύμφωνα λοιπόν με την ανακοίνωση, η δημοσίευση θα ξεκινείσει αμέσως μετά την ανατολή του ήλιου, στις 1/9/’010. Η δημοσίευση θα γίνει σε συνέχειες. Τμήματα παραγράφων ή ακόμα και τμήματα φράσεων θα αρχίσουν να εμφανίζονται με τη μορφή επιγραφών με σπραίη στους τοίχους της γειτονιάς των Εξαρχείων όπου έχει γεννηθεί, μεγαλώσει και ακόμα ζει ο συγγραφέας. Η έκδοση του διηγήματος θα ολοκληρωθεί σε πέντε περίπου ημέρες. Για λόγους διευκόλυνσης των αναγνωστών, η πρώτη φράση θα δημοσιευθεί (θα εμφανισθεί δηλαδή σχετική επιγραφή σε τοίχο) σε απόσταση πολύ κοντινή με την περίφημη πλατεία των Εξαρχείων. Στο τέλος της ανακοίνωσης δίνεται η διευκρίνιση ότι «την εργασία έχουν αφιλοκερδώς αναλάβει ενθουσιώδεις νεαραί και νεαροί θαυμασταί». Αγαπητοί αναγνώστες, άποψη της στήλης είναι ότι αυτήν τη φορά η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία του εγχειρήματος του Κου Φανούρη Φανφαρόνη ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Πιστεύουμε οπωσδήποτε ότι πρόκειται για τον πλέον καινοτομικό τρόπο δημοσίευσης λογοτεχνικού κειμένου. Θα πρέπει δε κανείς να συνυπολογίσει ότι η συγκεκριμένη συνοικία της πόλης βρίθει συνθημάτων γραμμένων σε οποιαδήποτε προσφερόμενη, προσιτή και μη επιφάνεια. Άρα η ανίχνευση των κειμένων του διηγήματος ανάμεσα σε τόσα άλλα κείμενα θα είναι πολύ δυσκολότερη.
Επιπλέον θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι μέλη των γνωστών αντιεξουσιαστικών, εξτρεμιστικών, αναρχικών ομάδων που παραδοσιακά συχνάζουν στην περιοχή, ενεργοποιώντας το ιδιαίτερο, περιπαικτικό, αιχμηρό, σαρκαστικό, πάντως ευφυές και πνευματώδες χιούμορ που τους χαρακτηρίζει θα αρχίσουν – από διάθεση «αντίδρασης» γενικότερα – να «επεμβαίνουν» στη διαδικασία της δημοσίευσης, είτε γράφοντας με σπραίη στους τοίχους δικά τους, παραπλανητικά ψευδοκείμενα, είτε εντοπίζοντας πρώτοι και παραποιώντας τα αυθεντικά.
Διακατεχόμενοι ήδη από «δημιουργική» περιέργεια και αγωνία για την έκβαση του εγχειρήματος, θέλουμε ωστόσο να δώσουμε από τώρα θερμά συγχαρητήρια στο συγγραφέα – για την ιδέα – και να δηλώσουμε ότι πιστεύουμε με βεβαιότητα ότι με αυτήν την κίνηση έχει κερδίσει μια νέα σειρά από υποψηφιότητες για τη χρονιά που έρχεται.

1 Παραπόλα: μικρή νήσος στο Μυρτώο Πέλαγος (ακατοίκητος)