(απόδοση Χ.Δ.Τ.)
Έγινε μια μέρα στου
Δεκέμβρη το τέλος
δυο γείτονες πήγαν να
βρουν ένα παλιό της παρέας τους μέλος
το φτωχικό του μαγαζί πώς
το είχε στολίσει!
με κλαδιά γκι και έλατου
το είχε γεμίσει
Κι ο γεροΚόνραντ με πρόσωπο
φωτεινό
τους είπε "την αυγή
σαν άκουγα τον πετεινό
στ΄όνειρο μου ήρθ' ο
Κύριος Μας ο αγαπημένος
και μου είπε σε σένα
φέτος θα ειμ΄ Εγώ καλεσμένος"
Το ταπεινό τούτο μέρος
βάλθηκα να συγυρίσω
και όλα ν' αστράφτουν, να
το καθαρίσω
στρωμένο τραπέζι και γύρω
καθίσματα
αναφτό το καντήλι στα
εικονίσματα
Τώρα τον Κύριο να φανεί
περιμένω
όλο αγωνία γρήγορα
ανασαίνω
τα βήματα Του ν΄ακουστούν
στο κατώφλι εδώ
ν΄ανοίξω την πόρτα και τη
μορφή Του να δω
Οι φίλοι του έφυγαν και
τον άφησαν μόνο
χρόνια τώρα γι αυτόν τα
Χριστούγεννα σήμαιναν πόνο
γιατί οι αγαπημένοι του
είχαν όλοι πεθάνει
μόνος ο Κόνραντ είχε
αρχίσει πια να τα χάνει
Μα φέτος, με τον Κύριο
καλεσμένο δικό του
Χριστούγεννα χαράς θά ΄χε
ξανά στο σπιτικό του
Με γλυκειά την καρδιά
πρόσμενε με προσοχή
πότε το βήμα στην πόρτα
θ' ακουστεί να ηχεί
Και να που ακούστηκε κάτι
- τρέχει γοργά
κι ανοίγει, πολύ χιόνι που
πέφτει, ο άνεμος πώς βοά
ήταν -αλλίμονο- ένας
ζητιάνος με ρούχα σχισμένα
κουρέλια λεπτά, τα παπούτσια
του χαλασμένα
Τον λυπήθηκε ο Κόνραντ, αχ ο καημένος
όλος θα είναι τελείως
παγωμένος
έλα, έχω στο μαγαζί
παπούτσια να σου δώσω ένα ζευγάρι
ένα παλιό μου παλτό, κι
ένα τσάι καφτό, το κρύο να σου πάρει
Ο φτωχός έφυγε γεμάτος
ευγνωμοσύνη
κι ο Κόνραντ είδε πως η
μέρα είχε μικρύνει
δεν είχε φανεί ο Κύριος
και η ώρα περνούσε
αχ! πότε την πόρτα του
γλυκά θα χτυπούσε
Και νάτος ο χτύπος - πω
πω πω τί χαρά!
ένας άγνωστος ήταν όμως άλλη
μία φορά
Μια γυναίκα στα μαύρα ταλαιπωρημένη κι αυτή
μ΄ένα ξύλα δεμάτι στην
πλάτη, διπλωμένη, σκυφτή
Του ζήτησε μόνο λίγο να
ξαποστάσει
στο μέρος πού ΄χε ο
Κόνραντ για τον καλεσμένο ετοιμάσει
"Μη με διώξεις, άσε
με λίγο σε παρακαλώ
Χριστούγεννα σήμερα,
γιορτάζουμε τον Θεό τον Καλό"
Ο Κόνραντ της έβαλε να
πιει και να φάει
και παρέα της έκανε πριν
φύγει και πάει
μα είχε αρχίσει πια να
νοιώθει απελπισία
πουθενά του εκλεκτού του
καλεσμένου η παρουσία
Τον Κύριο δεν είδε να
'ρθει και να φτάνει
μάλλον ο Κόνραντ λάθος
κάποιο είχε κάνει
και μες στην ησυχία
ξαφνικά, ακούει κάποιον να κλαίει
"Βοηθήστε με! Πού
είμαι;" να παρακαλεί και να λέει
Και να πάλι του Κόνραντ
το σπίτι ανοιχτό
και να πάλι δεν έγινε ότι
περίμενε το βράδυ αυτό
ένα παιδάκι ήταν μόνο
στον παγωμένο αέρα
τους γονείς του είχε χάσει
των Χριστουγέννων ημέρα
Ω! βαριά θλίψη τον έπιασε
και λύπη πολύ
μα το παιδάκι έτρεμε σαν
τρομαγμένο πουλί
Με λόγια ζεστά σιγά σιγά
το ηρέμησε
με χάδια πολλά τα δάκρυα
του στέγνωσε
Μέχρι το σπίτι το πήγε και
γύρισε πίσω
στον εαυτό του λέγοντας πάει
πια!
απόψε τον Κύριο δε θα
συναντήσω
Στην κάμαρα του
κλαίγοντας γονάτισε για να προσευχηθεί
"γιατί Κύριε δεν
έγινε ότι είχα ευχηθεί;
Γιατί δεν ήρθες κοντά μου
τη νύχτα αυτή
τη συντροφιά Σου είχα
τόσο πολύ ονειρευτεί"
Στη σιγαλιά μια απαλή
φωνή ακούστηκε
" Σήκω Κόνραντ κι η
ευχή σου εισακούστηκε
Τρεις φορές η σκιά Μου
ήρθε κοντά σου
τρεις φορές απόψε βρέθηκα
μπροστά σου
Ο ζητιάνος που είδες
φτωχό, κουρελή,
η γυναίκα που έδωσες να
φάει και να πιει
το παιδάκι που βόηθησες
νά 'βρει το δρόμο
τρεις φορές καλωσύνη
βρήκα στο σπίτι σου μόνο
πιο μεγάλο δώρο είναι η
αγάπη, ανθρώπων ευλογημένων
τιμή Μου που ήμουν... ο καλεσμένος σου, των Χριστουγέννων".
τιμή Μου που ήμουν... ο καλεσμένος σου, των Χριστουγέννων".