Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

Απόσπασμα από το κείμενο «Οι αναμνήσεις των περιηγήσεων μου» του Μάρκο Πόλο

Τριάντα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, ανακαλύφθηκαν τα χειρόγραφα του σε ιδιωτική βιβλιοθήκη Βενετού ευγενούς. Με χρήση τυπογραφικών μεθόδων που μόλις είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται, δημιουργήθηκαν τρία ή τέσσερα αντίτυπα. Στα μετέπειτα χρόνια το κείμενο διαδόθηκε και έγινε τόσο δημοφιλές, που οι ανατυπώσεις καθώς και οι μεταφράσεις του είναι αναρίθμητες και συνεχίζονται έως τις μέρες μας. Το χειρόγραφο δυστυχώς έχει χαθεί όπως και τα πρώτα αντίτυπα, εκτός από ένα το οποίο φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βενετίας όπου ο επισκέπτης της όμορφης αυτής πόλης μπορεί να το δει.
Το χωριό που πηγαίναμε να επισκεφθούμε είχε το εξής χαρακτηριστικό: ήταν χτισμένο δίπλα ακριβώς στο σημείο που αποτελούσε το Μέσον του Μεγάλου Τείχους. Αυτό μου είχε πει ο γεωμέτρης του Αυτοκράτορα, λίγες μέρες πριν, που βρισκόμασταν στο Παλάτι. Μου είχε μάλιστα παρουσιάσει τη μελέτη του όπου υπήρχε το συνολικό μήκος του Τείχους παρουσιασμένο με έναν αριθμό τόσο μεγάλης ακρίβειας που μου θύμισε τα νούμερα που προκύπτουν όταν οι χρυσοχόοι στην πατρίδα υπολογίζουν το βάρος του χρυσού με ειδικές ζυγαριές.
Η μελέτη περιείχε και έναν χάρτη στον οποίον φαινόταν ολόκληρη η χώρα και το Τείχος. Σε τέσσερα σημεία πάνω στο σχήμα που απεικόνιζε το Τείχος, υπήρχαν κύκλοι με κόκκινο μελάνι και τα τέσσερα αυτά σημεία έμοιαζαν να ισαπέχουν μεταξύ τους. Ο γεωμέτρης μου εξήγησε ότι στην πραγματικότητα εκεί ακριβώς όπου ξεκινούσε το κάθε τέταρτο μήκους του τείχους, υπήρχε χτισμένος ανάμεσα στα δομικά υλικά ένα κομμάτι κόκκινος γρανίτης.
Τα τέσσερα αυτά σημάδια πάνω στο πελώριο κτίσμα βοηθούσαν τους στρατιωτικούς, τους επιστήμονες αλλά και τους απλούς ταξιδιώτες να υπολογίζουν τις αποστάσεις μέσα στις αχανείς εκτάσεις της Αυτοκρατορίας. Όταν τον ρώτησα έκπληκτος πώς είχαν καταφέρει να κάνουν τόσο ακριβείς μετρήσεις χαμογέλασε πλατιά, τα σχιστά του μάτια στένεψαν πιο πολύ ακόμη και υποκλίθηκε ταπεινά ενώ εγώ τον κοιτούσα άφωνος από την έκπληξη και τον θαυμασμό, κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τόσο συχνά από τότε που φθάσαμε στην Κίνα, ώστε σχεδόν την είχα συνηθίσει.
Αυτά σκεπτόμουν καθώς προχωρούσαμε πλάι στο Τείχος και πλησιάζαμε στο μικρό χωριό. Όμως άλλος ήταν ο λόγος που με είχε κάνει να αποφασίσω να επισκεφθώ το μέρος εκείνο και όχι η ιδιαιτερότητα της τοποθεσίας.
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αυλή άκουσα να γίνεται λόγος για ένα γέρο σοφό που ούτε λίγο ούτε πολύ τον θεωρούσαν προστάτη των ερωτευμένων. Αν η καρδιά σου, λέγανε, καιγόταν για κάποιον και κείνος δε σού ’δινε σημασία, αν είχες μια αγάπη που είχε αρχίσει σιγά σιγά να σβήνει, αν το ταίρι σου στο πήρε άλλος, άμα εμπόδια, προβλήματα, και δυσκολίες σου φράζανε το δρόμο του έρωτα, πήγαινες σε κείνον κι αυτός με τις σοφές συμβουλές του σού ‘βρισκε πάντα λύση και χάρη σ’ αυτόν «η Αγάπη Βασιλεύει Πάντα στο Βασίλειο» λέγανε οι μικρές δεσποινιδούλες της Αυλής και ξεσπάγανε σε χαχανητά σκεπάζοντας με το χέρι το στόμα τους, καθώς τα μάγουλα τους κοκκίνιζαν.
Μα για το θέμα αυτό μιλούσαν και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, ώριμοι και σοβαροί, πολλοί δε από αυτούς κατείχαν τέτοια αξιώματα που νομοτελειακά τα λεγόμενα τους είχαν μεγάλο κύρος. Το ιδιότυπο της ιστορίας αυτής καθώς και η συχνότητα με την οποία έφτανε στα αυτιά μου, μου κίνησαν τόσο την περιέργεια ώστε αποφάσισα να επισκεφθώ το γέρο σοφό. Το μέρος όπου αυτός βρισκόταν ήταν το μικρό χωριό στο οποίο τώρα σχεδόν είχαμε φθάσει η συνοδεία μου κι εγώ και το βλέπαμε καθαρά στα δεξιά μας, ανάμεσα σε κήπους. Υπήρχε μπροστά ένα μικρό δρομάκι που ενωνόταν με την κεντρική οδό πλάι στο Τείχος, και περνώντας μέσα από τους κήπους οδηγούσε στο χωριουδάκι. Τη στιγμή που αφήσαμε το μεγάλο δρόμο και μπήκαμε στον μικρό, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα προς το Τείχος. Εκεί, ακριβώς στο σημείο που ξεκινούσε το παρακλάδι του δρόμου, ανάμεσα στους ογκόλιθους του Τείχους ήταν χτισμένο ένα κομμάτι κόκκινου γρανίτη. Για μια στιγμή νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου το σοφό γεωμέτρη να χαμογελά με μετριοφροσύνη…..Προχωρήσαμε.
Κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην είσοδο του χωριού, και στη μία και στην άλλη πλευρά, υπήρχαν άνθρωποι κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης, επαγγέλματος, ιδιότητας, και – κρίνοντας από την ενδυμασία κυρίως – προερχόμενοι από διάφορες περιοχές της χώρας. Και εδώ δε μπόρεσα να μη σκεφθώ και να χαμογελάσω παράλληλα, με το παράδοξο του πράγματος: ότι δύο απομακρυσμένες περιοχές στην Κίνα μπορεί να απείχαν μεταξύ τους όσο οι πιο απομακρυσμένες χώρες στο «δικό μου» κόσμο ή και πιο πολύ ακόμα.
Το παράξενο λοιπόν (λόγω της επιμειξίας) αυτό πλήθος, σχημάτιζε δύο μεγάλες ουρές και οι άνθρωποι περίμενα υπομονετικά. Καθώς συνεχίσαμε να προχωράμε έφιπποι ανάμεσα τους, ορισμένοι διαμαρτυρήθηκαν κι έβαλαν τις φωνές, μόλις όμως πρόσεξαν τα αυτοκρατορικά διακριτικά στη στολή του επικεφαλής της στρατιωτικής συνοδείας, σώπασαν αμέσως και υποχώρησαν υποκλινόμενοι.
Ο λόγος που βρισκόταν εκεί όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος ήταν φανερός. Ήθελαν όλοι να συναντήσουν το γέρο σοφό και να ζητήσουν τη συμβουλή του. Η αγάπη, ο έρωτας ήταν που τους είχε φέρει από τους μακρινούς τους τόπους και τους είχε συγκεντρώσει εδώ και που έκανε να στέκονται δίπλα δίπλα κείνος ο βοσκός ο ντυμένος με προβιές ζώων, που κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο μπαστούνι και είχε μακριά, μπερδεμένα γένεια και μαλλιά, αυτός ο θεόρατος άνθρωπος που ποιος ξέρει από ποιο απομονωμένο και μακρινό βουνό είχε κατέβει, με τη μικρή, λεπτεπίλεπτη χορεύτρια που βρισκόταν πίσω του, που φορούσε ακόμα τα παπούτσια του χορού και ένα μεταξωτό, πολύχρωμο ρούχο που τύλιγε σφιχτά το λυγερό κορμί της κι έκανε τις καμπύλες της να διαγράφονται καθαρά, κι ενώ όλοι οι άντρες που ήταν γύρω την κοίταζαν αχόρταγα, εκείνη γέλαγε ανέμελα και το γέλιο της συνόδευαν οι ήχοι από τα καμπανάκια που κρέμονταν στα βραχιόλια που φόραγε στα χέρια και τα πόδια της. Η πάλι τι σχέση είχε ο λιγνός έμπορος με τη μακριά κοτσίδα και το ριχτό του ρούχο που έτριβε συνεχώς τα χέρια του τό’να με τ’άλλο και κοίταζε γύρω του πονηρά, με το μισθοφόρο πολεμιστή που ήταν ακριβώς απέναντι, στην άλλη σειρά και ήταν αρματωμένος λες και ξεκίναγε για τη μάχη, με τα σπαθιά, τα μαχαίρια, τα τόξα και τα βέλη στερεωμένα σε δερμάτινες ζώνες που τον τύλιγαν, με το σκληρό βλέμμα και τα σημάδια στα μπράτσα, στα πόδια, στο πρόσωπο, ενθύμια σκληρών αναμετρήσεων. Η μήπως υπό άλλες συνθήκες θα ’βλεπε κανείς να κάθονται κουρασμένοι δίπλα δίπλα τούτη δω η σεμνή νοικοκυρά με τα πεντακάθαρα ρούχα και τα στιλπνά, μαύρα της μαλλιά σφιχτά τυλιγμένα στο κεφάλι, που καθάριζε προσεκτικά ένα λωτό και τον έτρωγε κομματάκι κομματάκι και ο οπιομανής με τα ρουφηγμένα μάγουλα, τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, το θολό βλέμμα, τσακισμένος από τις κραιπάλες κι εξαντλημένος από την κατάχρηση του αγαπημένου βοτανιού, να στέκεται παρ’ όλα αυτά με σθένος εκεί και να περιμένει. Ήταν λοιπόν ο Έρωτας με τη δύναμη του που όμοια της δεν υπάρχει, που τους είχε μαζέψει όλους εκεί σαν προφήτης που κηρύττει μια νέα θρησκεία γεμάτη ελπίδα και αγάπη και γαλήνη και όλοι πάνε να τον ακούσουν.
Προχωρήσαμε. Μετά από λίγο φτάσαμε εκεί που τελείωναν οι γραμμές των ανθρώπων, έξω δηλαδή από την αυλή του σπιτιού του γέρο σοφού. Το σπιτάκι ήταν σαν όλα τ’άλλα του χωριού, μικρό και χαριτωμένο, χτισμένο με σκούρο ξύλο. Στην πρόσοψη υπήρχε μια μικρή αυλή με παρτέρια γεμάτα λουλούδια και από την πίσω πλευρά του σπιτιού μπορούσες να διακρίνεις έναν κήπο με πορτοκαλιές που υπήρχε. Ξεπεζέψαμε και ο επικεφαλής αξιωματικός προχώρησε προς το σπίτι για να κανονίσει τη συνάντηση. Μια μικρή κοπέλα βγήκε από το σπίτι για να τον προϋπαντήσει και μόλις είδε τη στολή άρχισε αμέσως τις υποκλίσεις και πισωπατώντας επέστρεψε – υποκλινόμενη – μέσα. Μετά από λίγο ξαναβγήκε, με ένα νεαρό άντρα δίπλα της αυτή τη φορά, και πλησίασαν – με συνεχείς υποκλίσεις – τον αξιωματικό. Οι δύο άντρες μίλησαν και η κοπέλα στεκόταν δίπλα με χαμηλωμένο το βλέμμα.
Σε μια στιγμή ο αξιωματικός έδειξε προς το μέρος μου και γύρισαν κι οι δυο τους και με κοίταξαν με ενδιαφέρον. Μετά η μικρή τους συνομιλία τελείωσε και ξανά οι δυο τους άρχισαν τις υποκλίσεις και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Η υπόκλιση, σκέφτηκα, είναι για τους Κινέζους τόσο συνηθισμένη κίνηση όσο για μας οι ελαφρές κινήσεις του κεφαλιού που σημαίνουν κατάφαση ή άρνηση, μόνο που η υπόκλιση συνεπάγεται μια απότομη και μεγάλης έκτασης κίνηση του σώματος και…. τέλος πάντων…. πόσο διαφορετικοί λαοί είμαστε!
Ένας μεσήλικας με ενδυμασία ευγενούς – προφανώς αυτός που μόλις είχε συναντηθεί με το γέρο σοφό βγήκε από το σπίτι. Ο νεαρός άντρας φάνηκε στην πόρτα κι ένευσε ότι ήταν η σειρά μας. Προχώρησα με τον προσωπικό μου διερμηνέα να με ακολουθεί. Αμέσως μετά την αίθουσα υποδοχής ένας διάδρομος οδηγούσε σε μία μισάνοιχτη πόρτα. Στο κατώφλι, δίπλα στην πόρτα, ήταν καθισμένη στο πάτωμα η νεαρή κοπέλλα και έπαιζε μουσική με ένα άγνωστο σε μένα έγχορδο όργανο. Η μελωδία ήταν αργή και νωχελική αλλά και πολύ γλυκειά. Η δεξιοτεχνία της κοπέλλας ήταν φανερή και το σοβαρό της ύφος, καθώς έπαιζε τη μουσική της, την έκανε ιδιαίτερα συμπαθητική. Της χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο, περάσαμε δίπλα της και μπήκαμε στο δωμάτιο.
Δεν υπήρχε μέσα εκεί, κανενός είδους έπιπλο. Στη μέση του δωματίου και πάνω σ’ ένα απλό ψάθινο χαλάκι ήταν καθισμένος ο γέροντας. Η φορεσιά τους ήταν λευκή, το ίδιο και τα μακριά μαλλιά και τα γένεια του, που κύλαγαν στους ώμους και το στήθος του. Η όψη τους δε ήταν τέτοια που σε έκανε να φαντάζεσαι μια υφή μεταξένια. Φαινόταν για άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, από τις αμέτρητες ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό του και από τα λιπόσαρκα χέρια του, όπου τα οστά διαγράφονταν καθαρά κάτω από το λεπτό δέρμα. Όμως το γεγονός ότι ήταν τόσο πολύ γέρος δεν τον έκανε σε καμμία περίπτωση αποκρουστικό, ή αξιολύπητο ή απόκοσμο, ή δε σου δημιουργούσε την εντύπωση κάποιου που από καιρό έπρεπε να έχει φύγει από τον κόσμο τούτον. Κι από όλα πιο εντυπωσιακό σ’ αυτόν ήταν τα μάτια του που είχαν χρώμα ένα απαλό γαλάζιο και το βλέμμα που ακτινοβολούσαν ήταν τόσο βαθύ και τόση σοφία νόμιζες ότι κρυβόταν πίσω από τα μάτια αυτά, σοφία ήρεμη και γλυκειά, καλοπροαίρετη, φιλική, φιλική – αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, όχι μια εξωανθρώπινη, ακαταννόητη, ανώτερη ευφυία που θα σε έκανε να νοιώσεις μηδαμινός κι ανάξιος.
Αυτά όλα σ’ εκείνο το δωμάτιο με τη γλυκειά μελωδία που ακουγόταν πίσω απ’ την πόρτα, με τα κελαϊδίσματα των πουλιών που έρχονταν από την άλλη πόρτα που έβλεπε στον κήπο, τον κελαρυστό ήχο του νερού από τον μικρό τεχνητό καταρράκτη που βρισκόταν κάπου εκεί έξω και τη μυρωδιά από τα άνθη της πορτοκαλιάς , κυρίως όμως με την παντοδύναμη παρουσία του γέρο σοφού που καθόταν στο ψάθινο χαλάκι του στη μέση του δωματίου, ακίνητος, γαλήνιος, ένοιωσα για μια στιγμή πως αν υπήρχε ο Παράδεισος στον οποίο πιστεύαμε εμείς οι Χριστιανοί, κάπως έτσι πρέπει να ήταν.
Μού ‘δειξε με το χέρι να κάτσω μπροστά του, πράγμα που αμέσως έκανα. Ο διερμηνέας στάθηκε πιο πίσω μου όρθιος και με τη βοήθεια του έγινε ο ακόλουθος διάλογος.
- Σ’ ακούω ξένε…. μου είπε.
- Σεβαστέ Δάσκαλε…. αποκρίθηκα εγώ… δεν κρύβω ότι ο λόγος που ήρθα μέχρι εδώ ήταν η περιέργεια και μόνον που μου δημιουργήθηκε μετά από τα τόσα που είχα ακούσει για σένα. Όμως τώρα πια, πλησιάζοντας σε, νοιώθω μεγάλη επιθυμία να σου εμπιστευθώ ένα προσωπικό μου πρόβλημα σαν κι αυτά στα οποία δίνεις λύση και όχι να αναζητήσω τη μέθοδο και την πηγή της σοφίας για την οποία πια καμμία αμφιβολία δεν έχω ενώ πριν είχα και για αυτό αισθάνομαι ντροπή και σου ζητάω ταπεινά συγνώμμη.
- Ο Θεός, νεαρέ ξένε, είναι άπειρος μες στη σοφία Του και τα έργα Του όλα, στα οποία Αυτός βρίσκεται, θαυμάσια. Το άνθος της πορτοκαλιάς είναι πιο σημαντικό από μένα και η μνήμη του παγωνιού που ζει διακόσια χρόνια λέει πως ένα βρέφος που κολυμπά μέσα στα ζεστά νερά της λίμνης, κι εγώ, δεν είμαστε παρά το ίδιο πράγμα. Ο ήχος που κάνουν οι χορδές του πον-γινκ που η τρισέγγονή μου παίζει έξω από το δωμάτιο τούτο μου λένε ότι η μητέρα σου ανέθρεψε ευγενικό βλαστό. Μ’ όλη την καλή μου διάθεση ακούω το πρόβλημα σου.
Κι όπως με κοίταγε κατάματτα, εγώ του είπα:
- Στην πατρίδα μου Δάσκαλε, που ονομάζεται Βενετία, ζει μια κόρη, γόνος ευγενικής γενειάς και παιδί ενός άρχοντα σεβαστού, αξιότιμου και καλού. Τους τελευταίους μήνες, πριν ξεκινήσω το μακρινό μου ταξίδι στη θαυμαστή σας χώρα, η ομορφιά και η χάρη της κόρης αυτής μου σκλάβωσαν την καρδιά. Είναι όμως μικρή σε ηλικία και έτσι, από σεβασμό σ’ αυτήν και τον άρχοντα πατέρα της, δε μπόρεσα να της φανερώσω τα αισθήματα μου.Τη μέρα πριν την αναχώρηση μου επισκέφθηκα τον πατέρα της και του μίλησα για τις προθέσεις μου και του ζήτησα να περιμένει την επιστροφή μου πριν δώσει την κόρη του σε γάμο. Εκείνος μου είπε πως μετά χαράς θα με έκανε γαμπρό του και πως αν επέστρεφα από το ταξίδι μου στον καθορισμένο χρόνο και η κόρη του θα συμφωνούσε, τότε θα μού’ δινε το χέρι της και μέχρι να γυρίσω εγώ θα απέρριπτε κάθε άλλη πρόταση απ’ οποιονδήποτε αυτή κι αν προερχόταν. Όλον αυτόν τον καιρό που λείπω Δάσκαλε ζω κάθε στιγμή με την εικόνα της και με τη γλυκειά προσδοκία να τη δω ξανά αλλά και με ανησυχία μεγάλη μήπως εκείνη δε με θέλει. Τι μπορώ να κάνω για να με αγαπήσει και να με δεχτεί για άντρα γιατί είναι κάτι που θέλω όσο τίποτα άλλο και ξέρω πως με τη γυναίκα αυτή δίπλα μου θά ’μαι ευτυχισμένος για τη ζωή μου όλη. Τη συμβουλή σου περιμένω με κάθε σεβασμό!

Σώπασε για λίγο και μετά είπε: - Τραγανιστή πάπια.
- Ορίστε;;;
- Τραγανιστή πάπια.
Κοίταξα λοξά το διερμηνέα μου μα εκείνος σήκωσε τους ώμους δείχνοντας μου ότι μετέφραζε σωστά παρ’ όλο που η απάντηση του φαινόταν κι αυτουνού αλλόκοτη.
- Συγνώμη Δάσκαλε, μα δεν καταλαβαίνω.
- Η πείρα και η γνώση που κρύβονται στις σπηλιές των χιονισμένων βουνών κάτω από τεράστια μαγικά λουλούδια, οι παλιές γραφές που είναι σκαλισμένες στα τοιχώματα του μεγάλου πηγαδιού που τώρα πια κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, τα όσα έχει πει η άσπρη εκείνη κουκουβάγια που μίλαγε με ανθρώπινη λαλιά και όσα μού ‘λεγε ο παππούς μου, πού ΄χε το ίδιο χάρισμα με μένα, τις άγριες νύχτες του χειμώνα δίπλα στη φωτιά, όλα συμφωνούν πως η λύση στο πρόβλημα σου είναι η τραγανιστή πάπια. Ένα φαγητό Κινέζικο που μαγείρευαν οι αρχαίοι πρόγονοι μας τόσο παλιά που εκεί που τώρα βρίσκονται τα ανάκτορα, ήτανε κάμποι με χλόη ψηλή όσο το μπόι ενός ανθρώπου και βοσκούσαν εκεί πέρα τα κοπάδια των μαμμούθ. Θα σου δώσω γραμμένη τη συνταγή με τα υλικά και ακριβείς οδηγίες. Θα ακολουθήσεις το γραφτό πιστά και θα ετοιμάσεις το φαγητό. Θα την καλέσεις να φάει μαζί σου και δε θα τις φανερώσεις τον έρωτα σου ούτε στιγμή, μόνο θα φροντίσεις να αδειάσει το πιάτο της. Θα τη συνοδεύσεις στο σπίτι της σα να μη συμβαίνει τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί που θα ξυπνήσει, θά ’ναι δικιά σου. Θα πω να σου ετοιμάσουν ένα αντίγραφο της συνταγής να πάρεις μαζί σου. Πήγαινε τώρα ξένε και να ‘ναι ο δρόμος σου ευτυχισμένος.

Πήδηξα πάνω τρέμοντας από ενθουσιασμό.
- Δάσκαλε, είπα, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Γέμισες την καρδιά μου με χαρά. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Στο βιβλίο που γράφω για το ταξίδι μου, θα σε μνημονεύω σε κεφάλαιο ιδιαίτερο ώστε οι γενιές που θάρθουν, στον τόπο μου, να μάθουν για τη μεγαλωσύνη σου και θα μιλήσω στους σοφούς της πατρίδας μου για σένα και αν θέλεις κάτι από μένα θα κάνω τα πάντα να στο δώσω και….
Με διέκοψε με ένα νεύμα που σήμαινε πως όλα αυτά δεν είχαν νόημα για αυτόν.
- Μόνο πρόσεξε, είπε. Σου λέω ξανά να εκτελέσεις πιστά τη συνταγή και σου δηλώνω πως χέρι όχι Κινέζικο μπορεί και να μην πετύχει. Αυτά.
Μες στον ενθουσιασμό μου δεν έδωσα σημασία ιδιαίτερη. Σηκώθηκα, υποκλίθηκα και παίρνοντας μαζί μου το διερμηνέα, βγήκαμε απ’ το δωμάτιο. Ο νεαρός του σπιτιού μου έδωσε το αντίγραφο της συνταγής, που το φύλαξα βαθιά στον κόρφο μου. Συναντήσαμε τους υπόλοιπους της συνοδείας και φύγαμε από το χωριό.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά οι ώρες και οι μέρες περνούσαν εκπληκτικά γρήγορα. Οτιδήποτε κι αν γινόταν, οπουδήποτε κι αν βρισκόμουν, μου ήταν όλα τόσο αδιάφορα ώστε ουσιαστικά μόνο το σώμα μου ήταν παρόν. Διότι το μυαλό μου, ήταν μονίμως αλλού. Δύο σκέψεις τριγυρνούσαν συνέχεια στο μυαλό μου, η μια εναλλασσόταν με την άλλη χωρίς να παρεμβάλλεται άλλο τίποτα και έτσι δικαιολογείται η κατάσταση μου – θέλω να πω όταν βρίσκεται κανείς σε μια τέτοια κατάσταση, χάνει την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Οι δύο έμμονες ιδέες, οι δυο μοναδικές μου σκέψεις αφορούσαν δύο θηλυκά. Την όμορφη Βενετσάνα μου και την πάπια. Άλλο δεν ήθελα παρά να γυρίσω στη Βενετία, να μαγειρέψω την τραγανιστή πάπια, να ταΐσω την αγαπημένη μου και να κερδίσω για πάντα την καρδιά της. Έτσι λοιπόν περνούσα τον καιρό μου και οι μόνες στιγμές που ξαναποκτούσα επαφή με την πραγματικότητα, ήταν όταν χωνόμουνα στην κουζίνα του Παλατιού και με τη βοήθεια των μαγείρων, με τη συνταγή στο χέρι, έφτιαχνα τραγανιστή πάπια πάλι και πάλι ώσπου στο τέλος έμαθα πια να εκτελώ τη συνταγή με κλειστά μάτια και είχα –υπολογίζω- όταν έφθασα στο σημείο αυτό, μαγειρέψει τουλάχιστον τέσσερα – πέντε κοπάδια πάπιες τραγανιστές. Το άλλο που έκανα ήταν να φροντίσω να προμηθευτώ γενναίες ποσότητες από τα υλικά εκείνα που απαιτούσε η συνταγή και δεν ήταν απαραίτητα φρέσκα, συνεπώς μπορούσαν να αντέξουν το μακρινό ταξίδι της επιστροφής. Αυτή η ενέργεια βέβαια, ήταν ολωσδιόλου άνευ ουσίας γιατί – δεν ξέρω αν το’πα και πιο πριν – τα υλικά της συνταγής ήταν απλούστατα και θα μπορούσα εύκολα να τα βρω και στην πατρίδα. Όμως εμένα με γέμιζε αυτοπεποίθηση να ξέρω ότι τα έχω όλα έτοιμα εκτός από λίγα φρέσκα λαχανικά τα οποία θυμόμουν καλά ότι φύτρωναν σε αφθονία στον κήπο του σπιτιού μου, και το σημαντικότερο……… την πάπια!
Μ’ αυτά και μ’αυτά λοιπόν, ο καιρός περνούσε. Φρόντισα κι εγώ να επισπεύσω διάφορες διαδικασίες, να ακυρώσω εκδρομές, επισκέψεις, συναντήσεις και κυρίως να συντομεύσω την οργάνωση του ταξιδιού της επιστροφής. Και έτσι έφτασε η μέρα της αναχώρησης μας. Με λαμπρές τελετές και με ενθουσιασμό μεγάλο, τόσο οι επίσημοι όσο και ο λαός, μας αποχαιρέτησαν και το καραβάνι μας ξεκίνησε. Στο ταξίδι μου συνέβαινε ότι και τον τελευταίο καιρό στην Κίνα. Δεν ένοιωθα τις μέρες που περνούσαν, το κρύο, τη ζέστη, την κούραση, μόνο εκείνη σκεφτόμουν και είχα την εικόνα της στο μυαλό μου, άσε που την έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Σ΄ένα σύννεφο στον πρωϊνό ουρανό, στην επιφάνεια ενός βράχου, στο πρόσωπο μιας νεαρής αγρότισσας που μας κούναγε το χέρι από το πλάι του δρόμου καθώς περνούσαμε καλπάζοντας.
Μια φορά μάλιστα, - μόλις που είχε ανατείλει ο ήλιος, θυμάμαι, ενώ εμείς είχαμε ξεκινήσει μια ώρα τουλάχιστον πριν – την είδα πιο ωραία από ποτέ, μέσα σε μια μικρή λιμνούλα, στη ρεματιά κάτω από το δρόμο, με τα μάτια της να μου γελάνε και τα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά όμοια με την επιφάνεια του νερού. Τράβηξα, θυμάμαι, δυνατά τα χαλινάρια του αλόγου και το σταμάτησα. Στηρίχτηκα με τα δυο χέρια στο μπροστινό μέρος της σέλλας και κοίταζα απορροφημένος από κει πάνω, τη γυναίκα – λίμνη κάτω χαμηλά και ξαφνικά η θεϊκή μορφή, πάει, έσπασε σε μικρά κομματάκια κι αμέσως μετά χάθηκε τελείως καθώς κάτι ανατάραζε τα νερά κι ένας κόμπος σφίχτηκε στο στομάχι και την καρδιά μου – κακοσημαδιά σκέφτηκα. Μα μετά που ηρέμησαν οι αφροί και τα νερά, τι λέτε πως είδα; Πάνω στη λίμνη να πλέει καμαρωτή, αφήνοντας πίσω της δύο βαθιά αυλάκια, μια καφεγαλαζοπράσινη πάπια, γυαλιστερή, πανέμορφη, με άσπρο δαχτυλίδι στο λαιμό κι όμορφα σα χάντρες κόκκινα, μάτια. Το γεγονός το θεώρησα καλό οιωνό σε τέτοιο σημείο που είχα κέφι ανεξάντλητο για όλη την επόμενη εβδομάδα και όλη μα όλη εκείνη την ημέρα τραγουδούσα πάνω στο άλογο μου, με δυνατή φωνή – και να σημειώσω ότι δεν είμαι καθόλου καλλίφωνος (και είναι αυτό ένα από τα πράγματα που δεν έγινα όπως θα επιθυμούσε η μητέρα μου να γίνω) – μέχρι που οι υπασπιστές και οι αχθοφόροι άρχισαν να με κοιτάνε καχύποπτα. Μετά από δικές μου εντολές ο ρυθμός του ταξιδιού ήταν εξαντλητικά γοργός και καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στην πατρίδα στο ένα τρίτο του χρόνου που είχαμε κάνει όταν πηγαίναμε. Πολλά μίλια πριν τη Βενετία ο κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει στο δρόμο να μας προϋπαντήσει, να μας ραίνει με λουλούδια, να προσφέρει φρούτα, δροσερό νερό, φιλοξενία – το νέο του ερχομού μας είχε διαδοθεί παντού – εμείς όμως προχωρούσαμε γρήγορα χωρίς στάσεις, εκτός από τις απόλυτα αναγκαίες . Το τελευταίο βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα πανδοχείο. Ο ιδιοκτήτης μας περιποιήθηκε τόσο πολύ που φεύγοντας, εκτός από γενναία αμοιβή – ενώ δεν ήθελε χρήματα καθόλου – του έδωσα επίσης ένα ζευγάρι κεντητές μεταξωτές παντόφλες γι αυτόν και μια υπέροχη βεντάλια για τη γυναίκα του και του εξήγησα ότι είναι αντικείμενα από τη μακρινή χώρα που είχα πάει.
Ξύπνησα πολύ-πολύ πριν φέξει. Υπολόγιζα ότι θα φτάναμε στη Βενετία, μεσημεράκι. Κέντριζα το άλογο μου κι έτρεχα πιο γρήγορα και πιο γρήγορα ενώ οι υπόλοιποι με προσπάθεια μεγάλη με ακολουθούσαν. Προς το μεσημέρι, λίγη ώρα πριν μπούμε στην πόλη, είχα συγκρατήσει τον καλπασμό του αλόγου και προχωρούσα πιο αργά απολαμβάνοντας την υπέροχη προοπτική που τον τελευταίο καιρό γέμιζε την ψυχή μου και τώρα δεν απείχε παρά μόνο λίγες ώρες η στιγμή για να πραγματοποιηθεί. Έτσι αφηρημένος που ήμουν καθώς ονειροπολούσα, ξαφνιάστηκα πολύ από ένα θόρυβο που άκουσα απ’ τον ουρανό ακριβώς από πάνω μου. Το τίναγμα μου τρόμαξε το άλογο που άρχισε να τινάζεται κι αυτό, να χλιμιντρίζει και να σηκώνεται στα πίσω πόδια, όμως αμέσως σχεδόν το ησύχασα και το έκανα να υπακούσει γιατί ήταν ζώο καλό κι εκπαιδευμένο. Κοίταξα να δω τι ήταν αυτό που με είχε ξαφνιάσει. Προς τα δεξιά μου, στο πλάι του δρόμου, ένα κοπάδι πουλιά έπεφτε μέσα στις λόχμες και τους ψηλούς θάμνους. Άκουσα τον ήχο απ’ τις φτερούγες τους που μετά σταμάτησε καθώς κατέβηκαν στο έδαφος και ίσα με την άκρη του ματιού μου που είδα κάποια απ’ αυτά. Δεν είδα, πιο πολύ από τον ήχο των φτερών συμπέρανα ότι ήταν μεγάλα πουλιά. Μα υποψία γεννήθηκε μέσα μου, ξεκρέμασα τη βαλλίστρα μου και πήρα στο χέρι δυο βέλη. Ξεπέζεψα και σκυφτός κι όσο πιο ήσυχος μπορούσα μπήκα μέσα στους θάμνους. Λίγο μετά οι θάμνοι άνοιγαν κι υπήρχε εκεί ένα ξέφωτο όπου κυλούσε ένα ποτάμι. Τα πουλιά ήταν εκεί. Ήταν πάπιες! Η καρδιά μου χοροπήδησε μες στο στήθος. Στέκονταν εκεί και τσιμπολογούσαν στο χώμα, μερικές χτύπαγαν τα φτερά τους να τα ξεμουδιάσουν κι άλλες είχαν αρχίσει να αργοπλατσουρίζουν στο νερό. Όμως δεν είχαν προλάβει ακόμα να χαλάσουν τελείως το σχηματισμό που είχαν όταν πετούσαν. Δυο γραμμές δηλαδή που φτιάχνανε παίρνοντας θέση η μία πίσω από την άλλη και οι γραμμές αυτές ενώνονταν στη μια τους άκρη φτιάχνοντας έτσι μία γωνία. Στην κορυφή υπήρχε μια πάπια πιο μεγάλη και πιο εντυπωσιακή από τις άλλες και φανερά πιο όμορφη από τις υπόλοιπες. Προφανώς ήταν αρχηγός, αυτή που όταν πετούσαν πήγαινε μπροστά κι έδειχνε το δρόμο. Τώρα αφού επιθεώρησε για λίγο τις υπόλοιπες, με μια όλο σιγουριά κίνηση γλίστρησε μέσα στο νερό κι άρχισε να πλέει όλο καμάρι, απολαμβάνοντας τη δροσιά. Πιο σπουδαία πάπια δεν είχα ξαναδεί ποτέ κι αμέσως αποφάσισα πως η μοίρα την έστειλε για να με βοηθήσει να πετύχω τον ευγενικό σκοπό μου. Στήριξα το βέλος στη βαλλίστρα και τη σημάδεψα. Ποτέ μου δεν υπήρξα κυνηγός και τη λυπήθηκα έτσι όπως στόχευα κι αυτή «κολυμπούσε» ανέμελη. «Είναι για καλό και για ευτυχία» της είπα, αλλά μιλώντας στον εαυτό μου, κι έριξα. Το βέλος τη χτύπησε καίρια. Μπήκα στο νερό μέχρι τα γόνατα, τη μάζεψα, επέστρεψα στο άλογο μου και τη στήριξα στη σέλλα.
Ξεκινήσαμε ξανά και μετά από λίγο φτάσαμε στη Βενετία. Υπό άλλες συνθήκες, η υποδοχή που μου έγινε θα ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα που συνέβησαν στη ζωή μου. Όμως με την αγωνία για την έκβαση του σχεδίου μου, που θα εφαρμοζόταν σε λίγο, με την προσμονή και τον πόθο να πάλλονται μέσα μου σαν κάτι ζωντανό, αντιμετώπισα την υποδοχή αυτή σαν απόμακρο και δευτερεύον γεγονός. Δε θέλω να υποτιμήσω την περίσταση, απλώς θέλω να πω ότι αν ήμουν απερίσπαστος, το καμάρι και η περήφανη συγκίνηση που ένοιωσα θα ήταν συναισθήματα σαρωτικά καθώς αντίκρυσα την πόλη όλη σημαιοστολισμένη, στρατιωτικά αγήματα να αποδίδουν τιμές, χιλιάδες λαού να ζητωκραυγάζει και να μας ραίνει με λουλούδια, φωνές που υψώνονταν και καλωσόριζαν τη «Δόξα της Βενετίας» και τους επίσημους: τον επίσκοπο, το ναύαρχο, τον ίδιο το Δόγη και ω! τη Μεγαλειότητά Του, το Διάδοχο να περιμένουν για να με συγχαρούν.
Με διπλωματία και επιδεξιότητα τέτοια που θαύμασα τον εαυτό μου κατάφερα να φερθώ με κάθε ευγένεια και σεβασμό, αλλά συνάμα και να μεταθέσω όλες τις προς τιμήν μου εκδηλώσεις, τις προσκλήσεις, τις δεξιώσεις και όλα αυτά για την αυριανή μέρα προφασιζόμενος εξάντληση από το μακρινό – α! πόσο μακρινό – ταξίδι.
Έσπευσα στο σπίτι μου κι αφού δέχθηκα τις φιλοφρονήσεις και την ειλικρινή, όλο αγάπη, υποδοχή του υπηρετικού μου προσωπικού, πήρα παράμερα την πιστή μου μαγείρισσα, μια παχουλή, καλόβουλη κυρία και πήγαμε στην κουζίνα όπου της εξήγησα διεξοδικά τι ήθελα από αυτήν. Της έδωσα οδηγίες για τις βασικές προετοιμασίες. Την ώρα που έφευγα την είδα να έχει ξεκινήσει το ξεπουπούλιασμα της πάπιας.
Είχα ήδη στείλει αγγελιοφόρο και έτσι με περίμεναν στο σπίτι της μέλλουσας συντρόφου μου!! Με υποδέχτηκε ο πατέρας της με συγχαρητήρια και εξαίροντας την τόλμη, το σθένος και τα δεκάδες άλλα προτερήματα μου και μεταξύ ατελείωτων φιλοφρονήσεων μου δήλωσε ότι είχε μείνει πιστός στη συμφωνία που είχαμε κάνει πριν φύγω και πως μόνο η συγκατάθεση της κοπέλλας απέμενε για να ξεκινήσουμε αμέσως τις πρέπουσες ενέργειες. Δήλωσα ξανά τον απεριόριστο σεβασμό μου και ζήτησα την άδειά του να καλέσω τη μικρή στο σπίτι μου για δείπνο. Δέχτηκε αμέσως κι έστειλε μια υπηρέτρια να την ειδοποιήσει και να της ανακοινώσει την πρόσκλησή μου.
Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, μια μικρή θεά!! Δέκα φορές πιο όμορφη απ’ ότι την είχα αφήσει, με τα μαλλιά της ξέπλεκα και τα μάτια – που όμοια δεν είχα ξαναδεί – να λάμπουν, κινιόταν με τη χάρη της λαφίνας, έδειξε μεγάλη χαρά που με είδε, μού ΄δωσε το λευκό χεράκι της να φιλήσω, τόσο απαλό, τόσο φίνο, τόσο ευωδιαστό, τόσο δροσερό που ήταν σαν το ακούμπησα με τα χείλη μου – η καρδιά μου χόρευε τόσο μες στο στήθος μου που νόμισα ότι θα πεταχτεί έξω και σταύρωσα τα μπράτσα μου σφιχτά να την εμποδίσω, παρ΄όλο που δεν ήταν τούτη η πλέον αρμόζουσα στάση.
Όταν της είπε ο πατέρας της την πρόταση μου, κοκκίνησε και δήλωσε ότι την τιμά πολύ και ευχαρίστως θα δεχόταν. Πήγα να λιποθυμήσω. Φεύγοντας κατέβαινα πέντε – πέντε τα σκαλιά και πήδαγα σαν παιδάκι του σχολείου από την χαρά μου.
Φτάνοντας σπίτι άρχισα να φροντίζω για όλες τις λεπτομέρειες. Το τραπεζομάντηλο, τα κηροπήγια, το σερβίτσιο – από Κινέζικη πορσελάνη, το είχα φέρει μαζί μου ειδικά γι αυτό το σκοπό -, το καλύτερο κρασί απ’ το κελλάρι μου, ένα μικρό σύνολο που θα έπαιζε μουσική κάτω στον κήπο και πολλά ακόμη. Δεν άφησα στην τύχη το παραμικρό.
Μετά χώθηκα στην κουζίνα και με βοηθό τη μαγείρισσα έβαλα όλη μου την τέχνη κι ετοίμασα την πάπια. Μια μικρή δοκιμή με έπεισε ότι ξεπέρασα τον εαυτό μου και χωρίς ίχνος έπαρσης πιστεύω ότι η τραγανιστή μου πάπια θα αποσπούσε ευνοϊκότατα σχόλια ακόμα και από τους πιο απαιτητικούς Κινέζους μαγείρους.
Αφού ντύθηκα και στολίστηκα κάθισα και την περίμενα μ’ένα ποτήρι κρασί. Δεν είχα πια καθόλου αγωνία, μόνο μια ήρεμη αυτοπεποίθηση. Ένοιωθα την παρουσία του Κινέζου σοφού πολύ κοντά μου, ήξερα ότι είχα κατά γράμμα ακολουθήσει τις οδηγίες του κι ήξερα επίσης πως ότι εκείνος έλεγε, έβγαινε πάντα αλήθεια.
Ήρθε ακριβώς την ώρα που είχαμε συμφωνήσει.
Φορούσε βραδυνό, επίσημο ένδυμα. Είχε τα μαλλιά της χτενισμένα προς τα πίσω, πιασμένα σε κοτσίδα με μια διαμαντένια καρφίτσα. Κι άλλα πολύτιμα κοσμήματα στόλιζαν τα δάχτυλα, το λαιμό και τα αυτιά της. Επίσης είχε ελαφρά βαμμένα τα χείλη και τα μάτια. Ήταν όμορφη, όμορφη όπως πάντα με ένα διαφορετικό όμως είδος ομορφιάς από εκείνο το κοριτσίστικο που εγώ είχα συνηθίσει. Με αυτήν την εμφάνιση σού’δινε πιο πολύ την εντύπωση όχι μιας ωραίας κοπέλλας αλλά μάλλον μιας ωραίας γυναίκας! Ενθουσιάστηκα. Την κάθισα απέναντι μου στο τραπέζι. Διακριτικά της είπα ότι ήταν πολύ όμορφη απόψε. Κοκκίνησε και χαμήλωσε τα μάτια. Μ΄ευχαρίστησε για τη φιλοφρόνηση μου αλλά και για την πρόσκληση μου που την έκανε πολύ χαρούμενη και την τιμούσε πολύ. Ήταν πάντως, στην αρχή, πολύ ντροπαλή και συγκρατημένη. Η ατμόσφαιρα όμως, το φως των κεριών δηλαδή, οι μελωδίες των μουσικών απ’ τον κήπο, ο τρόπος που της μιλούσα και όσα της έλεγα αλλά κυρίως δύο ποτήρια κρασί, την έκαναν να νοιώσει άνετα και να αρχίσει να αντιδρά πιο αυθόρμητα. Η δική μου συμπεριφορά ήταν πιστεύω άψογη. Κατάφερα να ελέγξω τόσο πολύ τον εαυτό μου που ούτε στα μάτια μου δε φάνηκε η αχόρταγη επιθυμία μου για εκείνη. Μόνο μιλούσα και μιλούσα συνεχώς. Και όχι για άλλο πράγμα παρά μόνον για όσα είχαν σχέση με το ταξίδι μου. Είχα διαλέξει τα πιο παράξενα, τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο διασκεδαστικά απ΄όσα μου συνέβησαν και της εξιστορούσα. Και κείνη πότε άνοιγε διάπλατα τα μάτια από ενθουσιασμό, πότε προσηλωνόταν με προσοχή μεγάλη, και πότε γελούσε αυθόρμητα. Έδειχνε να περνάει πολύ καλά. Κάποια στιγμή σερβιρίστηκε η πάπια. Για μια στιγμή γέμισα άγχος τρομερό γιατί σκέφτηκα κάτι που μέχρι τότε δε μού΄χε περάσει απ’ το μυαλό, ότι δηλαδή το φαγητό μπορεί να μην της άρεσε. Τη στιγμή που έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα της μού’ χε κοπεί η ανάσα και μόνον όταν άφησε ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας αισθάνθηκα καλά και πάλι. Συνεχίσαμε να τρώμε, να πίνουμε και να μιλάμε. Άδειασε όλο της το πιάτο και μάλιστα έφαγε και για συμπλήρωμα μια μικρή φτερούγα.
Όλα είχαν πάει καλά. Πιο ικανοποιημένος δε θα μπορούσα να είμαι. Η ώρα περνούσε και δεν έδειχνε καμμία διάθεση να φύγει. Της υπενθύμισα όμως ότι παρ΄ όλο που η συντροφιά της μου έδινε μεγάλη χαρά, ήταν πρέπον να επιστρέψει σπίτι της. Για να πάμε έως εκεί, χρησιμοποιήσαμε τη δική μου άμαξα. Όταν φθάσαμε κατέβηκα πρώτος και βοήθησα και εκείνη να κατέβει (ένοιωσα ρίγη καθώς την άγγιξα). Ευχαριστήσαμε ο ένας τον άλλον για την ωραία βραδυά, είπαμε καληνύχτα κι εκείνη ανέβηκε τις σκάλες του σπιτιού, μετά κοντοστάθηκε λίγο, γύρισε, μου χαμογέλασε (ένα χαμόγελο όλο γλυκειές υποσχέσεις) και μπήκε μετά γρήγορα γρήγορα μες στο σπίτι. Εγώ επέστρεψα στο δικό μου. Τα είχα καταφέρει! Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα τόσο καλά όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.
Ξύπνησα νωρίς. Καλωσόρισα τον ήλιο, το ξύπνημα των γειτόνων μου και το δροσερό πρωινό αεράκι. Όταν η ώρα μου φάνηκε κατάλληλη, ξεκίνησα για το σπίτι της αγαπημένης μου. Βρήκα την εξώπορτα κλειστή. Χτύπησα…. Κανείς. Χτύπησα πάλι, πιο δυνατά. Άκουσα κίνηση από μέσα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα και την άνοιξαν. Φάνηκε μια ηλικιωμένη υπηρέτρια με μάτια κατακόκκινα και βουρκωμένα που τα σκούπιζε με ένα μουσκεμένο μαντήλι, ολοφάνερα σημάδια ότι είχε πλαντάξει στο κλάμμα! Κάτι δυσοίωνο άρχισε να πλανιέται στην ατμόσφαιρα.
- Μπορώ να δω τη νεαρή κυρία σου; Ρώτησα.
Και να που ξέσπασε σε κλάμματα γοερά, μου άρπαξε το χέρι και άρχισε να το φιλάει.
- Αχ! Αφέντη μου. Αχ! Αχ! Μουρμούρισε.
- Μα τι συμβαίνει καλή μου; Τη ρώτησα σφίγγοντας της το χέρι.
- Αχ! Αφέντη μου. Αχ! Κακό που μας βρήκε!
- Γυναίκα, θα μιλήσεις καθαρά; της είπα με αυστηρό τόνο.
Και κείνη αποκρίθηκε κομπιάζοντας από τα αναφιλητά.
- Αχ! ευγενικέ μου αφέντη. Συμφορά μεγάλη βρήκε το σπιτικό τούτο. Χτες τη νύχτα η κόρη του κυρίου κλέφτηκε κρυφά με το Μάριο, κείνον τον ψηλό, το μελαχροινό γονδολιέρη που περνάει τα κανάλια τραγουδώντας κι όλες οι γυναίκες σκύβουνε να τον δουν κι είναι όλες, παντρεμένες κι ανύπαντρες ερωτευμένες μαζί του, τόσο όμορφος αληθινά που είναι, σαν άγαλμα αρχαίο, πλάνεψε και το δικό μας το κορίτσι, πού΄χανε μαζί έρωτα κρυφό, ένα χρόνο τώρα. Ήρθε το βράδυ και την πήρε μαζί του την περιστέρα μας, ποιος ξέρει που την πήγε, καταραμένος να’ναι, με την ομορφιά του τη γέλασε και σκόρπισε την απελπισία στο σπίτι τούτο. Αχ! Ο κύριος μου ο δύστυχος είναι πάνω τώρα ξαπλωμένος, έχουν έρθει οι γιατροί, δε μιλάει, δεν κουνιέται – μου φαίνεται πως θα πεθάνει. Έλα αφέντη μου πάνω, έλα να του μιλήσεις, να τον καλοπιάσεις, εσένα που σε σέβεται και…..
Εκείνη μίλαγε αλλά είχα πάψει πια ν’ ακούω. Γύρισα κι έφυγα. Παραπατώντας προχωρούσα σα χαμένος. Μόλις βρέθηκα στο πρώτο κανάλι, κατέβηκα τα σκαλοπάτια που φτάνανε ως κάτω στο νερό και τα χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες και οι επιβάτες για να μπαίνουν στις γόνδολες, σωριάστηκα στο τελευταίο σκαλί και κοίταγα αποσβολωμένος τα θολά νερά του καναλιού.
Πώς ήταν δυνατόν; Δε μπορούσα να το πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε! Όλα γκρεμίστηκαν. Καταστροφή. Μα γιατί, γιατί; Αφού όλα είχαν πάει καλά, λάθος δεν είχα κάνει κανένα. Πήγαινα να χάσω το μυαλό μου. Και τότε κάτι αναδεύτηκε στο βάθος των θολών νερών. Μια μαύρη σκιά πλησίασε για λίγο προς την επιφάνεια κι έπειτα χάθηκε ξανά. Ήτανε μάλλον ένα από τα σκουρόχρωμα εκείνα ψάρια που ζούνε βαθιά μες στο κανάλι. Κι έτσι όπως η μαύρη μορφή του φάνηκε μες στη θολούρα, έτσι όπως ξεχώρισε για μια στιγμή και διαγράφηκε καθαρά έτσι και μες στο μπερδεμένο μου μυαλό σχηματίστηκε με μιας η εξήγηση για ότι συνέβει.
Δεν είχα δώσε σημασία, τό’χα τελείως ξεχάσει. Να όμως που το θυμήθηκα ξαφνικά.
Μ’είχε προειδοποιήσει ο γέρο σοφός, μου το’χε πει πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να εγγυηθεί για την επιτυχία εάν το χέρι που μαγείρευε την πάπια δεν ήτανε Κινέζικο. Και την πάπια τη μαγείρεψα εγώ που είμαι Βενετσάνος και όχι Κινέζος και σα να’κανα κάποιου είδους ιεροσυλία, κάτι άπρεπο, οι Κινέζοι θεοί δεν ήταν μαζί μου, με μένα τον ξένο. Και όταν το μυαλό και η λογική ικανοποιήθηκαν με την εξήγηση που απαιτούσαν, τότε μαύρισε η ψυχή και ήρθε η δυστυχία. Η δυστυχία πού’κανε την καρδιά μου σπίτι της από εκείνη τη στιγμή και δεν έχει φύγει λεπτό μέχρι τα τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές, παρ’όλο που έχει περάσει ένας χρόνος.
Να, μόνο τις τελευταίες μέρες που αποφάσισα να ξεκινήσω να γράφω τις αναμνήσεις από τα ταξίδια μου, είμαι λίγο καλύτερα λες και το γράψιμο απαλύνει τον πόνο. Ελπίζω ο καλός θεός να με βοηθήσει να απαλλαχτώ από το αβάσταχτο βάρος πού’χει πλακώσει τη ζωή μου γιατί δε μπορώ να το αντέξω για πολύ ακόμα. Η ευσπλαχνία Του είναι η μόνη μου σωτηρία.
Όμως για Σένα, για Σένα Ευγενικέ Αναγνώστη, στο τέλος τούτου του γραφτού παραθέτω τη συνταγή όπως ακριβώς την πήρα από τον Κινέζο γερό σοφό και σου εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να καταφέρεις ότι εγώ δεν κατάφερα και να τα φέρει έτσι η τύχη και οι καιροί που θα αλλάξουν, που θα σταθεί δυνατό να φάει η εκλεκτή της καρδιάς σου πάπια τραγανιστή, μαγειρεμένη από χέρι Κινέζικο και να κερδίσεις Εκείνη, μαζί και τη Χαρά.

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (IV)....

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN: 960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

αρτιμάνιος, ο: ο σχολαστικός σε ψυχωτικό βαθμό με την ορθότητα, την πληρότητα και την αρτιότητα στο καθετί – ως συνήθως (με όλους τους σχολαστικούς) πρόκειται για άτομο ανικανοποίητο, βασανισμένο αλλά και κουραστικό για τον περίγυρο του. Π.χ. : «Άστο ρε παιδάκι μου, καλά είναι κι έτσι, αμάν πια με την αρτιμανία σου, Αμαάν!!!».

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Ο καημένος ο Έντουαρντ

Poor Edward, τραγούδι του Tom Waits, απόδοση στα Ελληνικά: Χ.Δ.Τ.


Τ’ άκουσες τα νέα για τον Έντουαρντ
στο πίσω μέρος του κεφαλιού του
έχει ένα δεύτερο πρόσωπο
πρόσωπο γυναίκας
ή νέας κοπέλλας.
Λένε ότι θα πεθάνει αν το αφαιρέσει
κι έτσι είναι καταραμένος ο καημένος ο Έντουαρντ,
το πρόσωπο γελούσε ή έκλαιγε
ήταν ο διαβολικός του δίδυμος
και τα βράδυα του μίλαγε
για πράγματα που ακούγονται μόνο στην Κόλαση.

Αδύνατο ήταν να τους χωρίσεις
δεμένοι μαζί για μια ζωή
στο τέλος σήμανε η ώρα του χαμού του,
νοίκιασε ένα ακριβό δωμάτιο
και κρεμάστηκε εκεί
από τα κάγκελα του μπαλκονιού.
Μερικοί πιστεύουν ακόμα
ότι από κείνη λυτρώθηκε
μα εγώ την ήξερα καλά
και λέω τον έσπρωξε στην αυτοκτονία
και μαζί της στην Κόλαση πήρε, τον καημένο τον Έντουαρντ.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Ο Προδότης

The Traitor - Τραγούδι του Leonard Cohen, απόδοση στα Ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Στον Αγγλικό ποταμό βούτηξε τώρα ο Κύκνος
α, διάπλατα ανοίξαν ροδοπέταλα αγάπης
μια ηλιοκαμμένη μ'ήθελε το καλοκαίρι
και κοίταγαν όλο από αντίπερα οι Κριτές.

Είπα στη μάνα μου "Μάνα, εγώ θα φύγω
φύλα την κάμαρα μου μα μην κλαις
κι αν φθάσουν λόγια στ' αυτιά σου γι άσχημο τέλος
λάθος ήταν δικό μου αλλά και της στιγμής.

Μ' αρρώστησα το Ρόδο μ' άλικα ρίγη
τον Κύκνο γέλασα με κάποιο ίχνος ντροπής
Είπε: στο τέλος ήμουν εγώ ο πιο καλός εραστής της
και με κεραυνοβόλησε μ' άγρια ματιά.

Οι Κριτές είπαν: "έχασες για τόσο δα λίγο
μάζεψε το στρατό σου να επιτεθείς"
ονειροπόλοι ενάντια στους ανθρώπους της δράσης
Ω, δες! Είναι οι ονειροπόλοι που νικούν.

Στους λαγόνες αγγίζοντας για μια στιγμή μοιραία
τα χείλη της φίλησα ότι διψούσα πολύ
αχ! η ψευτιά μου με τσίμπησε σα σφήκα
και το φαρμάκι μου παραλύει το κορμί.

Και δε μπορούσα να πω στους νέους στρατιώτες
ότι είχαν πια άνωθεν εγκαταλειφθεί
κι έτσι πλέον στων μαχών τα πεδία
με τους εχθρούς της αγάπης έχω καταταχθεί.

Και πάει καιρός πού 'πε "Εγώ θα φύγω
μα το σώμα μου κράτα να χρησιμοποιείς
να κουνιέσαι απάνω του όταν κοιμάμαι
τρύπα με βρόχια το Ρόδο ο Κύκνος να τυλιχτεί".

Κάθε μέρα λοιπόν το καθήκον μου κάνω
την αγγίζω εδώ κι εκεί όπως ξέρω καλά
το ανοιχτό της στόμα φιλώ, την ομορφιά της δοξάζω
κι ο κόσμος με λέει προδότη και με περιφρονεί.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (ΙΙI)....

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Βρωμοβιότοπος, ο: περιοχή όπου το νερό είναι κύριος παράγοντας ελέγχου του φυσικού περιβάλλοντος, της χλωρίδας και της πανίδας, όπως εκβολές ποταμού, λίμνη, λιμνοθάλασσα κ.λ.π., κατά κανόνα και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους που όμως – δυστυχώς – βρίσκεται στην Ελλάδα όπου ελάχιστοι δίνουν σημασία σε τέτοια θέματα και γεμίζουν τους χώρους αυτούς (όπως και καθετί ωραίο στη φύση - παραλίες, πηγές, ποτάμια, ρεματιές, φαράγγια, σπήλαια κ.ά.) με ένα σωρό σκουπίδια και βρωμιές. Π.χ. ο φίλος μου ο Γιάννης όταν είχε έρθει στην πατρίδα μου, στη Λακωνία, χλεύαζε τις πινακίδες «Προς υδροβιότοπο», στο Δέλτα του Ευρώτα: «Χα! Με τέτοιο σκουπιδαριό…προς βρωμοβιότοπο έπρεπε να λένε!!».

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Maestro

Ο Leonardo Da Vinci (1452-1519) συνήθιζε να έχει πάντα μαζί του σημειωματάρια όπου και σημείωνε διαρκώς. Το πλήθος των σημειώσεων του παρουσιάζουν την ίδια χειμαρρώδη πληθωρικότητα αλλά και αταξία με όλη τη δημιουργική παραγωγή του. Σημειώσεις για τα πάντα: πρόχειρες αυθόρμητες ενστικτώδεις σκέψεις, υπολογισμοί, εκτιμήσεις και υπενθυμίσεις για έργα του σε εξέλιξη ή μελλοντικά σχέδια, παρατηρήσεις για τη φύση ή για συμβάντα γύρω του, αναφορές σε έργα προγενέστερων, συχνά επαναλαμβανόμενα αποσπάσματα, μερικές φορές ακόμα και αντιφατικά, οι σημειώσεις του Λεονάρντο συμπληρώνουν το αχανές έργο αυτής της εμβληματικής προσωπικότητας, του «μάγου από το Βίντσι».
Ακολουθεί ένα απόσπασμα περί των αποκρυφιστικών τεχνών. Απόδοση από τα Αγγλικά: Χ.Δ.Τ.

«Η φύση ασχολείται με την παραγωγή των βασικών στοιχείων. Μα ο άνθρωπος, από αυτά τα βασικά στοιχεία παράγει ένα άπειρο αριθμό συνδυασμών, παρ’ όλο που δεν είναι εις θέση να παράγει κανένα στοιχείο εκτός από μια άλλη ζωή, σαν τον ίδιο – αυτό δηλαδή που συμβαίνει με τα παιδιά του.
Οι παλιοί αλχημιστές ας σταθούν μάρτυρες μου, που δεν τα κατάφεραν ποτέ ούτε με τύχη ούτε με τα πειράματα να αναδημιουργήσουν έστω και το παραμικρό στοιχείο που η φύση μπορεί να φτιάξει. Παρ’ όλα αυτά οι δημιουργοί αυτών των συνδυασμών αξίζουν αμέτρητους επαίνους για τη χρησιμότητα όσων εφευρίσκουν για τις ανάγκες των ανθρώπων και θα τους άξιζαν ακόμα περισσότεροι αν δεν είχαν υπάρξει και εφευρέτες ορισμένων ολέθριων πραγμάτων όπως τα δηλητήρια και άλλα παρόμοια που καταστρέφουν τη ζωή και το μυαλό, για τα οποία δεν απαλλάσσονται από τη μομφή.
Πολύ δε περισσότερο που, με πολύ μελέτη και πειράματα, προσπαθούν να δημιουργήσουν όχι τα ειδεχθή της φύσης αλλά τα πιο εξαιρετικά και συγκεκριμένα το χρυσό, τον πραγματικό γιο του ήλιου, αφού απ’ όλα τα δημιουργήματα είναι αυτό που μοιάζει περισσότερο στον ήλιο. Κανένα δημιούργημα δεν είναι τόσο άφθαρτο όσο αυτός ο χρυσός. Δεν καταστρέφεται από τη φωτιά που εξουσιάζει όλα τα άλλα δημιουργήματα και τα εξαλείφει σε στάχτες ή γυαλί ή καπνό. Ακόμα όμως κι αν ακραία φιλαργυρία σας οδηγήσει σε τέτοιο ατόπημα, τότε γιατί να μην πάτε στα ορυχεία, εκεί που η φύση δημιουργεί το χρυσό και να γίνετε μαθητής της;
Εκεί αυτή θα σας θεραπεύσει έμπρακτα από την αφροσύνη σας δείχνοντας σας πως τίποτα από αυτά που χρησιμοποιείτε στον κλίβανο σας δεν είναι ανάμεσα σε εκείνα που αυτή χρησιμοποιεί για να παράγει το χρυσό. Εδώ δεν υπάρχει ούτε υδράργυρος, ούτε θειάφι ούτε φωτιά άλλη από τη ζεστασιά της Φύσης που δίνει στον κόσμο μας ζωή. Και θα σας δείξει τις φλέβες του χρυσού να απλώνονται μέσω του μπλε κύανου lupis lazuli που το χρώμα του δεν επηρεάζεται από τη δύναμη της φωτιάς. Και εξετάστε καλά τις διακλαδώσεις των φλεβών του χρυσού και θα δείτε τις απολήξεις τους να απλώνονται συνεχώς με αργή κίνηση, μεταστοιχειώνοντας σε χρυσό ότι κι αν αγγίζουν. Και σημειώστε ότι εκεί μέσα υπάρχει ένας ζωντανός οργανισμός που είναι πέρα από τις δυνάμεις σας να τον δημιουργήσετε.

Από τις δοξασίες του ανθρώπου, η πιο ανόητη από όλες είναι αυτή που πιστεύει στην νεκρομαντεία, την αδελφή της αλχημείας. Μα είναι ακόμα πιο ανοιχτή σε επικρίσεις από την αλχημεία γιατί δε γεννά άλλο τίποτα παρά πράγματα σαν την ίδια, ψέματα δηλαδή. Αυτό δε γίνεται με την αλχημεία που ή άσκηση της δε μπορεί να γίνει από την ίδια τη φύση, γιατί δεν υπάρχουν σε αυτή τα όργανα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος με τα χέρια του για να φτιάξει γυαλί κ.ά. Αλλά αυτή η νεκρομαντεία είναι η σημαία, είναι το λάβαρο που φυσάει ο άνεμος, είναι ο οδηγός του ανόητου όχλου που είναι μόνιμα μάρτυρας στα χωρίς όριο αποτελέσματα αυτής της τέχνης. Κι έχουν γεμίσει βιβλία που λένε ότι οι γητείες και τα πνεύματα μπορούν να εργάζονται και να μιλάνε χωρίς οργανικά μέλη – χωρίς τα οποία είναι αδύνατος ο λόγος – και να μεταφέρουν τα βαρύτερα φορτία και να φέρνουν καταιγίδα και βροχή. Κι ότι οι άνθρωποι μπορούν να μεταμορφωθούν σε γάτες και λύκους και άλλα κτήνη παρόλο που είναι πράγματι αυτοί που βεβαιώνουν τέτοια πράγματα που πρώτα αποκτηνώνονται. Και σίγουρα αν αυτή η νεκρομαντεία υπήρχε, όπως πιστεύεται από ανθρώπους με ρηχό μυαλό, άλλο δε θα υπήρχε πάνω στη γη με τόσο μεγάλη σημασία για την καταστροφή όσο και την εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Αν ήταν αλήθεια ότι υπήρχε τέχνη με τέτοια δύναμη που να μπορεί να διαταράσσει την ηρεμία και τη γαλήνη του αέρα και να την μετατρέπει σε σκοτάδι, και να δημιουργεί λάμψη και αστραπές και κεραυνούς θανατηφόρους που να φωτίζουν σκίζοντας αυτό το σκοτάδι, και καταιγίδες ορμητικές που να ξεθεμελιώνουν ψηλά κτίρια και να ξεριζώνουν δάση, να κλονίζουν στρατούς και να τους διαλύουν και να τους καταλύουν, και – πιο σοβαρό ακόμα – να δημιουργούν σαρωτικές καταιγίδες που στερούν στους χωρικούς και τους αγρότες τη δίκαια ανταμοιβή των κόπων τους. Γιατί τι πιο ανήλεος πόλεμος μπορεί να υπάρξει από κείνον που στερεί στους ανθρώπους του αντίπαλου τη σοδειά τους; Και τι ναυμαχία θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη που θα έκανε όποιος μπορεί να εξουσιάζει τις συντριπτικές θύελλες και να βυθίζει τον κάθε στόλο; Σίγουρα όποιος εξουσιάζει τέτοιες βίαιες δυνάμεις θα γίνει ο Κύριος των εθνών και καμμία ανθρώπινη διάνοια δε θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στην καταστρεπτική ισχύ του. Οι θαμμένοι θησαυροί, οι πολύτιμοι λίθοι που βρίσκονται κρυμμένοι στο σώμα της γης, όλα θα φανερωθούν σ’ αυτόν. Ούτε κλειδαριά, ούτε φρούριο όσο απόρθητα κι αν είναι δε θα μπορέσουν να προστατέψουν κανέναν, ενάντια στη θέληση τέτοιου νεκρομάντη. Που θα κινείται εναέρια από την Ανατολή στη Δύση και όλα τα σημεία του ορίζοντα. Μα γιατί να επεκταθώ κι άλλο πάνω σ΄αυτό το θέμα; Τι υπάρχει που δε θα μπορούσε να γίνει από τέτοιο τεχνίτη; Τίποτα σχεδόν, εκτός από το να αποφύγει το θάνατο.
Εξηγήσαμε συνεπώς εν μέρει τις πονηριές και τις χρήσεις που μπορεί να έχει μια τέτοια τέχνη, αν είναι αληθινή. Κι αν είναι όμως αληθινή, γιατί δεν έχει μείνει μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους που τόσο την επιθυμούν και δεν έχουν σεβασμό σε κανένα θεό; Γιατί ξέρω πως υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι που για να χορτάσουν τις ορέξεις τους, θα κατέστρεφαν και το Θεό και το σύμπαν ολόκληρο. Και γιατί η τέχνη αυτή δεν έχει μείνει ανάμεσα στους ανθρώπους παρ’ όλο που τόσο τη χρειάζονται, γιατί ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ.

Είναι αδύνατον για οτιδήποτε από μόνο του να γίνει η αιτία της δημιουργίας του. Κι όσα υπάρχουν από μόνα τους είναι τα αιώνια».

____________________________________________
Από το βιβλίο “The Notebooks of Leonardo Da Vinci” με επιλογή και επιμέλεια της Irma A. Richter – έκδοση Oxford University Press από το 1952 με επανεκδόσεις έως το 1991, ISBN:0-19-281538-5

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Carrickfergus

Ιρλανδικό μοιρολόι - απόδοση στα Ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Ήθελα νά 'μουν
στο Carrickfergus
τις νύχτες μόνο
στο Ballygrand.
Τη βαθιά θάλασσα
να κολυμπήσω
μα τις νύχτες μόνο
στο Ballygrand.
Μα η θάλασσα είναι πλατιά
πως να την περάσω;
κι ούτε φτερά
έχω να πετώ.
Ήθελα νά 'ξερα
ένα βαρκάρη
αντίπερα να με πάρει
μ' Εκείνην μαζί.

Τώρα στο Kilkenny
είναι πια γραμμένο
σε μαρμαρόπετρες πάνω
μαύρες, σκοτεινές.
Με χρυσό κι ασήμι
θα την στόλιζα εγώ
μα δε θα τραγουδήσω
άλλο αν δεν πιω ένα ποτό.
Σήμερα μεθυσμένος
και τόσο σπάνια νηφάλιος
ένας αλήτης ωραίος
σε κάθε πόλη γυρνώ.
Α, μα έχω πια αρρωστήσει
κι είναι οι μέρες μου λίγες
ελάτε όλα τα αγόρια
και ξαπλώστε με εκεί.

Η παιδική μου ηλικία
λυπητερές αναμνήσεις
από χαρούμενες μέρες
πού 'ναι τόσο παλιές.
Τα παιδιά που ήταν φίλοι
κι όλοι οι συγγενείς μου
φύγαν σα χιόνι της άνοιξης
που γίνεται νερό.
Έτσι θα περιπλανιέμαι
και θα περνάει ο καιρός μου
μαλακιά είναι η χλόη
και το κρεββάτι μου εκεί.
Ω, να πάω στο σπίτι μου
στο Carrickfergus
απ' το μακρύ δρόμο κάτω
στην αλμυρή ακτή.



___________________________
Carrickfergus: πόλη στη Βόρειο Ιρλανδία, Ballygrand: χωριό στις Εβρίδες, Kilkenny: πόλη στην Ιρλανδία

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Ημερολόγιο τοίχου (αντιγραφή: Χ.Δ.Τ.)

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2007

Ανατολή: 6.49 - Δύση: 18.24
Σελήνη 18 ημερών

Λαυρεντίου οσίου, Βασιλέως & Αιθερίου

Πίσω όψη

Θέλω να μπω στη μαύρη
γη, να πάψουνε οι πόνοι,
γιατί το γέλιο κι η χαρά
σ' εμένα δε σιμώνει

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (ΙΙ)....

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Μισθόδουλος, ο (& η): Ο (ή η) επί σειράν ετών ασκών αλλ' ουχί αγαπών έμμισθο επάγγελμα με αποτέλεσμα να έχει σε σημαντικό βαθμό αδρανοποιηθεί για να αντέξει την καθημερινή, μηχανική, άσκοπη ανάλωση ψυχικών και σωματικών πόρων αλλά και του Χρόνου του με αντίτιμο τον σταθερό (και συχνά ούτε καν αξιόλογο) Μισθό, που χρειάζεται καθώς έχει πια απωλέσει τη φαντασία και το κουράγιο να βρει άλλο τρόπο να βιοπορίζεται. Και είναι αυτό ένα είδος δουλείας. Π.χ. "τα 10 πρώτα χρόνια στην εταιρία (ή υπηρεσία, ή μαγαζί, ή ...) όλο έλεγε ότι αυτό ήταν προσωρινό κι ότι όλα θα άλλαζαν σύντομα. Τώρα έχει συμβιβασθεί. Πού να τρέχουμε; Είναι κι ο σταθερός μισθός. Μεγάλο πράγμα!".

Πού βρίσκεις τις λέξεις;

Οι λέξεις βουίζουν στο κεφάλι μου
σαν κοπάδι από μέλισσες
σαν κοπάδι από σφήκες
από όταν ήμουν παιδί
στο κεφάλι μου οι λέξεις βουίζουν.

Όμως (Χα!), Εσάς ζαλίζουν!

Gold Rush

Μικρό ευχετήριο ποίημα για το καινούριο (χρυσαφί) αυτοκίνητο και συνοδευτική ιστορία.

Ο «πυρετός του χρυσού» αντίθετα από ότι έχει καθιερωθεί να πιστεύεται, δεν είναι μια φράση που περιγράφει τον ομαδικό παροξυσμό και τη μανία που κατέλαβε τους κατοίκους των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και των άλλων χωρών της Αμερικής - και της Ευρώπης ακόμα - όταν, στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε γνωστή η ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού στο βόρειο μέρος της ηπείρου, στο Γιούκον και το Κλόνταϊκ της Αλάσκας. Τότε που σε ελάχιστο χρόνο χιλάδες άντρες κάθε λογής (τυχοδιώκτες, διψασμένοι για εύκολο και γρήγορο πλούτο, απελπισμένοι ή απλά λάτρεις της περιπέτειας ή ποιός ξέρει τί άλλο) μετανάστευσαν στον παγωμένο και αφιλόξενο βορρά και άρχισαν να επιδίδονται εκεί, ζώντας σε άθλιες συνθήκες, σε ένα ξέφρενο κυνήγι του πολύτιμου μετάλλου, ακόμα πιο άγριο και εντατικό από αυτό που λίγους αιώνες πριν, στην ίδια ήπειρο, στάθηκε η αιτία να εξαφανιστούν οι αρχαίοι πολιτισμοί των Ίνκας, των Μάγιας και των Αζτέκων, από τους πρώτους Ισπανούς, Πορτογάλους και άλλους Ευρωπαίους που πάτησαν στα χώματα της Αμερικής.
Παρ’ όλο που «ο πυρετός του χρυσού» αφορά αυτό το γεγονός και τη χρονική περίοδο, δεν αναφέρεται –σα φράση- σε αυτό το στάδιο παρά σε ένα μεταγενέστερο. Τότε που πολλοί από τους άντρες αυτούς περιήλθαν σε μία τελείως ιδιότυπη πνευματική κατάσταση που τους οδήγησε σε ακραίες πράξεις και συμπεριφορές.
Αυτό θεωρείται πλέον απόλυτα ακριβές καθώς το βεβαιώνουν δεκάδες γραπτές μαρτυρίες. Αρκεί να αναφέρουμε εκείνες δύο προσώπων που υπήρξαν, μεταξύ άλλων, από τους πιο διάσημους χρυσοθήρες στον κόσμο.
Αυτή του Αμερικανού συγγραφέα Jack London (1876 – 1916) που πολύ πριν πεθάνει άρρωστος, τσακισμένος από τις καταχρήσεις, ναρκομανής, αλκοολικός, παγκοσμίως γνωστός, πάμπλουτος και ταυτόχρονα καταχρεωμένος, είχε –στα νιάτα του- πάει από τους πρώτους στην Αλάσκα.
Και επίσης τη μαρτυρία του Scrooge McDuck που είναι γνωστό ότι οι επιτυχημένες, νεανικές χρυσοθηρικές του εξερευνήσεις ήταν η αφορμή που πολύ σύντομα έγινε πάμπλουτος και –βέβαια- τόσο γνωστός ήρωας των comics.
Λένε λοιπόν οι συγκεκριμένοι δύο, αλλά και όλοι οι άλλοι μάρτυρες, ότι λίγους μήνες μετά από τότε που έφθαναν στην Αλάσκα, τους έπιανε τους άντρες αυτούς, ήδη καταβεβλημένους από την απάνθρωπη κούραση, την απίστευτη ταλαιπωρία, τις πολύ σκληρές καιρικές συνθήκες και –κυρίως- την αβάσταχτη αγωνία για την ανακάλυψη των πολύτιμων κοιτασμάτων που είχαν φανταστεί,…… τους έπιανε «ο πυρετός του χρυσού»!
Και τότε, στις ξύλινες καλύβες που όπως-όπως έμεναν, άλλοι μονάχοι τους και άλλοι μαζί, με μακριά πια γένεια όλοι τους και με θολό το μάτι, σα νά’ χαναν ξαφνικά το νου τους και σαν τρελλοί από τον «πυρετό» άρχιζαν να συμπεριφέρονται με παράξενο και συχνά ακραίο τρόπο.
Για παράδειγμα κάποιοι τους, ξαφνικά και χωρίς κουβέντα, εγκατέλειπαν τους συντρόφους και τα παραπήγματα τους και έβγαιναν έξω στην παγωμένη νύχτα κι άρχιζαν να περπατούν χωρίς κατεύθυνση συγκεκριμένη στα χιόνια και χάνονταν. Κι άλλους τους έβρισκαν μετά από μέρες ή βδομάδες κι άλλους δεν τους έβρισκαν ποτέ.
Άλλοι πάλι σηκώνονταν απότομα και με την όλο μυστήριο δήλωση (όλοι την ίδια, κάθε φορά): «Εγώ φεύγω, θα πάω με τους λύκους!», έφευγαν κι ακολουθώντας τα χνάρια των λύκων στο χιόνι και τα ουρλιαχτά τους, πήγαιναν να συναντήσουν την πιο κοντινή αγέλη. Κι όταν γινόταν η συνάντηση αυτή, δε χρειάζεται να πούμε τί ακολουθούσε…
Και ήταν άλλοι που με το τίποτα και για αφορμές ασήμαντες πιάνονταν σε καβγάδες απίστευτης έντασης και βίας που εξελίσσονταν χωρίς έλεγχο σε σκοτωμούς και σφαγές και λουτρά αίματος μεταξύ ανθρώπων που πριν λίγο ήταν φίλοι και συνεργάτες.
Πάντως η πιο ήπια και η πιο παράξενη ταυτόχρονα εκδήλωση του «πυρετού του χρυσού» ήταν η ακόλουθη: πολλοί –πάρα πολλοί- από τους χρυσοθήρες άρχιζαν αναπάντεχα να φτιάχνουν στίχους (μάλιστα στίχους!) και ποιήματα! Όσο αλλόκοτο κι αν ακούγεται, άνθρωποι χωρίς μόρφωση και παιδεία, χωρίς καμία κλίση στις τέχνες, αγράμματοι πολλοί από αυτούς, ταίριαζαν νύχτα-μέρα στίχους και ποιήματα. Ποταμούς ολόκληρους, χιλιάδες, εκατομμύρια λέξεις σε έργα χωρίς –εννοείται- κανενός είδους πνοή, ταλέντο ή λογοτεχνική αξία. Παράταιρα, άκομψα, συχνά ακατανόητα, με μόνη σταθερά την ιδέα του «χρυσού» ήταν τα «ποιήματα» αυτά: σε κάθε ένα, μα σε κάθε ένα!, υπήρχε μία τουλάχιστον αναφορά σε κάποιο χρυσό αντικείμενο. Είτε με στοιχεία από την ιστορία, ας πούμε αναφορές στα χρυσά αγάλματα και κοσμήματα πολιτισμών όπως οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες ή οι ιθαγενείς της Αμερικής, είτε με αναφορές σε γνωστά σε όλη τη δυτική κουλτούρα θέματα όπως το χρυσό γοβάκι της Σταχτοπούτας από το παραμύθι (Aschenputtel, Brueder Grimm: Kinder – und Hausmaerchen).
Κι όλα αυτά μπερδεμένα με τον πιο απροσδόκητο τρόπο, με το πιο ετερόκλητο υλικό όπως για παράδειγμα με τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις της βιομηχανικής επανάστασης που δίκαια πυροδοτούσαν και (ίσως) ξεπερνούσαν τη φαντασία των ανθρώπων της εποχής, καθώς και με τα κάθε είδους απωθημένα, πάθη και συναισθήματα των «δημιουργών».
Το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά μοναδικό.
Το συγκεντρωμένο, τεράστιο πλήθος στίχων της «ποίησης του πυρετού του χρυσού» αξίζει (από επιστημονικής, ιστορικής, λαογραφικής και λογοτεχνικής πλευράς) σοβαρής καταγραφής και μελέτης.
Προς το παρόν, στη σελίδα που ακολουθεί, δημοσιεύεται ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα.

Με το νέο το αμάξι
το «χρυσό» Nissan το Micra
εύχομαι καλά ταξίδια
και ωραίες βόλτες
κι όλο να σού’ρχονται χαρές
κι ούτε μία πίκρα

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Σπόγγος

Είμαι ΄νας σπόγγος, είμαι 'νας σπόγγος
σώμα τεράστιο - άχρηστος όγκος
είμαι 'νας σπόγγος.

Είμαι 'νας σπόγγος, είμαι 'νας σπόγγος,
άστοχη απόπειρα και λάθος φθόγγος
είμαι 'νας σπόγγος.

Μα ότι αποβάλλετε
εγώ ρουφάω
είμαι ΄νας σπόγγος.

Τα βάσανα σας
εγώ ακούω
είμαι 'νας σπόγγος.

Πικρία, λύπη και αγωνία
άγχος και φόβο και μανία
είμαι 'νας σπόγγος, είμαι 'νας σπόγγος.

Το δηλητήριο που μέσα έχετε
εγώ ρουφάω
είμαι 'νας σπόγγος.

Τόση μαυρίλα κι όμως αντέχω
κι ας το στομάχι δένεται κόμπος
είμαι 'νας σπόγγος, είμαι 'νας σπόγγος.

Κι αν ανακούφιση αυτό σας φέρει
κάτι θα έχω κι εγώ προσφέρει
είμαι 'νας σπόγγος.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Μικρή απογευματινή συζήτηση με τον Τζον Φάντε

είπε «δούλευα στο Χόλυγουντ όταν ο Φώκνερ
δούλευε στο Χόλυγουντ και ήταν
ο χειρότερος: ούτε να σταθεί από το μεθύσι
αργά το απόγευμα κι έπρεπε να τον βοηθάω
να βρει ταξί
κάθε μέρα κάθε μέρα».

«μα όταν έφυγε από το Χόλυγουντ, εγώ έμεινα κι ενώ
δεν έπινα τόσο πολύ ίσως έπρεπε να πίνω, μπορεί
έτσι νά ’χα τα κότσια να τσακιστώ να φύγω από
κει πέρα».

του είπα: «γράφεις το ίδιο καλά με τον
Φώκνερ».

«στ’ αλήθεια το πιστεύεις αυτό;» με ρώτησε χαμογελώντας
απ’ το κρεβάτι του νοσοκομείου.

______________________________________
Απόδοση στα Ελληνικά του ποιήματος "small conversation in the afternoon with John Fante" του Charles Bukowski (1920-1994)
Σημ.
William Cuthbert Faulkner (1897 -1962) – διάσημος Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής, τιμημένος με βραβείο Νόμπελ το 1949
John Fante (1909 – 1983) – ελάχιστα διάσημος Αμερικανός (Ιταλικής καταγωγής) συγγραφέας και σεναριογράφος, πολυαγαπημένος του Bukowski

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Παρίσι

ποτέ
ακόμα και τις πιο ήσυχες στιγμές μου
δεν ονειρεύτηκα ποτέ
να κάνω ποδήλατο
στους δρόμους αυτής της πόλης
φορώντας μπερέ

και πάντα
μου την έσπαγε
ο Καμύ


___________________________________
Απόδοση στα Ελληνικά του ποιήματος "Paris" του Charles Bukowski (1920-1994)

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Επιστολή ευχαριστήρια για συμβουλή σωτήρια ή "Τα Κομμάτια"

Γιώργο καλησπέρα.

Παρακαλώ να μεταφέρεις τις θερμές μου ευχαριστίες στην αγαπητή Έμυ κυρία σύζυγο σου για την επί της κηροπλαστικής τέχνης υπόδειξη που μου είχε κάνει, δηλαδή να χρησιμοποιώ μόνιμα (και όχι μιας χρήσεως) καλούπια για τα κεριά που φτιάχνω και μετά να τα βάζω στο ψυγείο ούτως ώστε δια της ψύξεως και της συνεπακόλουθης συστολής, το περιεχόμενο (το κερί δηλαδή) να αφαιρείται ευκόλως από το καλούπι, το οποίο (το καλούπι) παραμένει ανέπαφο για επόμενη χρήση.
Το δοκίμασα και φαίνεται να δουλεύει!
Αν τούτο εξακριβωθεί τελείως, η παρέμβαση θα αποδειχθεί χρησιμότατη δεδομένου ότι η ζήτηση από γνωστούς και φίλους που έχουν ήδη πάρει κεράκι - δωράκι (αλήθεια, σε εσάς έδωσα;) και θέλουν κι άλλα, έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Άρα και οι ρυθμοί της παραγωγής πρέπει να προσαρμοσθούν αναλόγως και τούτο θα ήτο δύσκολον να πραγματοποιηθεί χωρίς - εφ' όσον το εμπλεκόμενο προσωπικό (εγώ!) παραμένει αριθμητικά στάσιμο και ο χρόνος απασχολήσεως ο αυτός - χωρίς λέω κάποια καινοτομία!!! Βέβαια θα πρέπει για να ολοκληρωθεί η υπέρβαση να γίνει και μια δαπάνη για αγορά επιπλέον εξοπλισμού. Ενός ακόμα ψυγείου για τα κεριά, συγκεκριμένα.
Γιατί σε αυτό που έχω το μεγαλύτερο μέρος του χώρου καταλαμβάνουν τα λιγοστά τρόφιμα και ποτά και κυρίως τα κομμάτια. Τα κομμάτια των πτωμάτων. Των πτωμάτων των μικρών ανήλικων κοριτσιών. Που βιάζω. Και μετά σκοτώνω. Και μετά, για να εξαφανίσω τα πτώματα, τα κόβω. Σε κομμάτια. Και μετά τα τρώω. Όσα μπορώ φρέσκα. Τα άλλα τα βάζω στο ψυγείο.
Κατά τα άλλα βρίσκομαι στην κορυφαία (από πάσης απόψεως) κατάσταση του βίου μου. Με πλυμμηρίζουν θετικά συναισθήματα: σωματική ευεξία (ενδεχομένως παίζει ρόλο και η καλή διατροφή - τα κομμάτια -, πνευματική διαύγεια και ψυχική ευφορία!
Α, αλήθεια είμαι πολύ καλά, καλύτερα από ποτέ!
Νομίζω ωστόσο ότι ο πλέον καταλυτικός παράγοντας για την εξαιρετική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, είναι τα χάπια! Τόσο αυτά που μου δίνει ο γιατρός όσο και αυτά που παίρνω από τα παιδιά στην πλατεία. Στα Εξάρχεια! Κι όσο για αυτά που λέγονται, ότι δηλαδή δεν πρέπει τα χάπια να συνδυάζονται με αλκοόλ, ένα έχω να πω: ΑΗΔΙΕΣ! Εγώ το κάνω εδώ και μεγάλο διάστημα καθημερινά και καθ' υπερβολήν! Και δεν έχω πάθει τίποτα. Αντίθετα αισθάνομαι πολύ καλά! Απίθανα καλά! Τρρελλλά καλλλλαλά!
Πανευτυχής, υπόχρεος και ευγνώμων διατελλώ...

Λι Πο (Κίνα 701-762 μ.Χ.): 6 ποιήματα

(Απόδοση στα Ελληνικά από την Αγγλική μετάφραση)

Αυτοεγκατάλειψη

Καθόμουν εκεί πίνοντας κι ούτε κατάλαβα ότι σκοτείνιασε,
τα πέταλα των λουλουδιών που έπεφταν,
είχαν γεμίσει τα ρούχα μου παντού.
Μεθυσμένος σηκώθηκα και περπάτησα το μονοπάτι του φεγγαριού,
τα πουλιά είχαν φύγει και άνθρωποι υπήρχαν μόνο λίγοι.


Πίνοντας μόνος στο φως του φεγγαριού – Τρία ποιήματα - ΙΙΙ

Τον τρίτο μήνα, η πόλη του Χσιεν Γιανγκ
είναι σκεπασμένη με ένα παχύ χαλί από πεσμένα λουλούδια.
Ποιός, την άνοιξη, μπορεί μονάχος να θρηνεί;
Ποιός, νηφάλιος, μπορεί να βλέπει τοπία σαν κι αυτό;
Φτώχια και πλούτη, σύντομη ή μακριά ζωή
από το Δημιουργό των Πραγμάτων είναι μοιρασμένα και ρυθμισμένα.
Όμως μια κούπα κρασί ισορροπεί ζωή και θάνατο
και χίλια άλλα πράγματα, πεισματικά δύσκολα να τα αποδείξεις.
Όταν είμαι μεθυσμένος χάνω τον Παράδεισο, χάνω τη Γη.
Ακίνητος, σα να ανοίγω στα δύο πάνω στο μοναχικό κρεβάτι μου.
Στο τέλος ξεχνάω ακόμα κι ότι υπάρχω.
Και τη στιγμή αυτή, είναι στ’ αλήθεια η χαρά μου μεγάλη.

Πολεμώντας νότια απ’ το Κάστρο

Πολέμησαν την προηγούμενη χρονιά.
Στην πάνω όχθη του ποταμού Σανγκ – Καν.
Πολεμούν αυτήν τη χρονιά στα υψίπεδα των βουνών Ληκ.
Πλένουν τα σπαθιά και τις πανοπλίες τους
στα κρύα κύματα της θάλασσας Τιάο – Τσιν.
Τα άλογα τους ελευθερώνουν στα βουνά Τιαν
κι εκείνα ψάχνουν το λιγοστό γρασίδι κάτω απ’ το χιόνι.
Καιρό, πολύ καιρό πολεμούσαν, δέκα χιλιάδες μίλια από τα σπίτια τους μακριά.
Οι πανοπλίες τους λιώσανε, οι στρατιώτες γεράσανε.
Ω! οι πολεμόχαροι Τάταροι!
Η μόνη τους διασκέδαση: η σφαγή, το μακελειό!
Το μόνο θέαμα των ματιών τους, από τα αρχαία χρόνια:
πεδιάδες με άσπρα κόκαλα και κίτρινη άμμο.
Μάταιο ήταν, ο Αυτοκράτορας του Τσι’ ιν που έχτισε το Μεγάλο Τείχος,
ελπίζοντας τις μανιασμένες ορδές τους να εμποδίσει.
Σ’ όλο το μήκος που διατρέχει τη χώρα το Τείχος,
μέχρι τα μέρη της δυναστείας των Χαν, καίνε οι φρυκτωρίες.
Οι φωτιές συνεχίζουν να καίνε!
Ο πόλεμος δε θα σταματήσει ποτέ!
Οι στρατιώτες πολεμούν και σκοτώνονται σε θανάσιμα αγκαλιάσματα στα πεδία των μαχών,
την ώρα που τ’ άλογα τους πληγωμένα, ουρλιάζουν σπαρακτικά, τεντώνοντας τους λαιμούς τους στον έρημο ουρανό.
Τα σταχτιά κοράκια και τα πεινασμένα όρνεα
σκίζουν τα κορμιά και παίρνουν μαζί τους
τα μακριά σπλάχνα των σκοτωμένων.
Και τα κρεμάνε στα κλαδιά άψυχων, πεθαμένων δέντρων.
Ω! οι στρατιώτες που για τόσο καιρό πολεμάνε -
το αίμα τους ξέρανε ακόμα και τους θάμνους της ερήμου.
Μα πέρα από αυτό, τί άλλο κατάφεραν οι στρατηγοί;
Ξίφη και βέλη, επικίνδυνα, καταραμένα εργαλεία,
για αφέντες συνετούς που σ’ αυτά καταφεύγουν
μόνο όταν δε μπορούν να κάνουν αλλιώς.



Ακούγοντας ένα φλάουτο στο περίπτερο του Κίτρινου Γερανού

Ήρθα περιπλανώμενος εδώ
μα το σπίτι μου σκεπτόμουν,
το μακρινό Τσ’ανγκ-αν θυμόμουν.
Και τότε, κάπου βαθιά μέσα από το περίπτερο του Κίτρινου Γερανού,
άκουσα, υπέροχα να παίζει, ένα φλάουτο φτιαγμένο από μπαμπού,
τη μελωδία «Δαμασκηνιάς λουλούδια που πέφτουν».
Ήταν αργά την Άνοιξη, σε μια πόλη δίπλα στο ποτάμι.



Εμπιστευτικό

Ήταν το κρασί σε μια κούπα χρυσή
και μια κοπέλα δεκαπέντε χρονών απ’ το Βου
τα φρύδια της μαύρα βαμμένα
τα παντοφλάκια της άλικα, χρυσά κεντημένα.

Κι αν στην κουβέντα δεν ήταν τόσο καλή
όμως τραγουδούσε τόσο ωραία!
Φάγαμε και ήπιαμε μαζί
και φώλιασε στο τέλος στην αγκαλιά μου.

Πίσω από τις κουρτίνες
τις στολισμένες με κόκκινους λωτούς
πώς μπορούσα να αρνηθώ
τον πειρασμό των θέλγητρων της;

Για τον Λι Πο από το φίλο του, ποιητή Του Φου

Όταν το χέρι του κινείται, καθώς γράφει,
πάνω απ’ το χαρτί
φοβούνται το φεγγάρι κι η βροχή.
Όταν το ποίημα τελειώσει
δακρύζουν τα στοιχειά και οι θεοί.

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Ώστε αυτός είναι ο Μοίρας;

Για τον ποιητή, συγγραφέα, συμπατριώτη και φίλο Μιχάλη Μοίρα.


Αγέρωχος καβάλα στην πλάτη της πολύχρωμής του ψείρας
έρχεται κάθε βράδυ να μας βρει, στο Μπαρ, ο Μοίρας.
Μπαίνει μέσα κι οι πιτσιρικάδες στα τραπέζια μένουν με το στόμα ανοιχτό.
Σκύβουν ο ένας στον άλλον και λένε αναμεταξύ τους σιγανά:
«Αυτός είναι! Αυτός! Ω! μα είναι Υπέροχος!Είναι Σπουδαίος!
Είναι ο μεγαλύτερος ο Αρουραίος!» (*)
Κάθεται αυτός,βλέπει το σερβιτόρο και του φωνάζει:
«Ε! Ψιτ – γκαρσόν…
Σιλβουπλέ, ένα τουρμπιγιόν!»
Ανάβει ένα από τα τσιγάρα τα Δελφοί,
και βλέπει πως έχει μια τρύπα από κάφτρα πούρου στο καπέλο
αλλά δεν του καίγεται καρφί.
Τον σερβίρουν κι αρχίζει ν’ ανακατώνει
τα παγάκια, το νερό και το ποτό,
ίδιος με του Μεσαίωνα Αλχημιστή.
Σηκώνει το ποτήρι προς το μέρος μας
κι αντί για «Εις Υγείαν» μας φωνάζει:
«Να είσαστε Πιστοί!».
Κυλάει η Νύχτα και τα ποτά Της
ο Μοίρας τυλίγεται στα νήματα Της.
Ένας στην μπάρα λέει σ΄έναν άλλον:
«Μωρέ πόσο πάχυνα! πρέπει να πήρα δώδεκα πάουντ!»
Ο Μοίρας απαγγέλει μοναχός στίχους του Έζρα Πάουντ.
Ο άλλος λέει: «Άσ’ τα και μου ‘ρθε σήμερα έλεγχος, στο μαγαζί η Σ.Δ.Ο.Ε.»
Ο Μοίρας λέει: «Ένα βράδυ του 1849 πέθανε στη Βαλτιμόρη ο Πόε»!
Ο κύριος με το κοστούμι λέει: «Πάλι έχασα σήμερα! Το πήρα απόφαση παιδιά:
Δε θα ξαναπαίξω πόκα!»
Ο Μοίρας λέει: «Όταν πρωτοπήγα στο Μεξικό, ήξερα μόνο τρεις λέξεις Ισπανικές:
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.»
Υψώνει ένας τη φωνή και λέει στους άλλους δυνατά:
«Τι να σας πω μωρέ; Τι να σας πω. Δεν ξέρετε από ποίηση!»
Κι ο Μοίρας, μαέστρος μιας ανύπαρκτης ορχήστρας,
κουνώντας πέρα–δώθε το κουτάκι με τα σπίρτα που ρυθμικά ηχεί, σηκώνεται όρθιος
και φωνάζει σ’ όλους τους πελάτες του Μπαρ:
«Πάμε παιδιά, όλοι μαζί, από Σολ Δίεση!»
Κι η Νύχτα προχωράει, είναι αργά και το Μπαρ κλείνει.
Φεύγουμε όλοι σιγά-σιγά, πάμε να κοιμηθούμε.
Φεύγει κι ο Μοίρας, όχι για να κοιμηθεί μα σε άλλο Μπαρ για να συνεχίσει,
το τύλιγμα των νημάτων της Νύχτας να εξαντλήσει.
Αλλά μη φοβάστε: ο Μοίρας δεν πέφτει σε παγίδα.
Μοναχά που κάθε βράδυ, τέτοια ώρα έξω απ’ το Μπαρ,
μελαγχολεί λιγάκι γιατί θυμάται που όταν ήτανε στην Αμερική
είχε για τις Μεταφορές του – αντί για ψείρα – μια ακριβή,
λουσάτη, αστραφτερή και καλογυαλισμένη ακρίδα.


* "Ο μέγας Αρουραίος" - βιβλίο του Μιχάλη Μοίρα