Διότι, μόνον εγώ αγαπητοί αναγνώστες, όπως και σε άλλα κείμενα θα έχετε διαπιστώσει, μόνον εγώ ξέρω – μα και έχω το θάρρος να σας λέω – την αλήθεια! Ιδού:
Όταν ο Πέτρος μπήκε στην εφηβεία, το συμβούλιο του χωριού (μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας – κολλεκτίβας), αποφάσισε να του αναθέσει πιο υπεύθυνα καθήκοντα στις κοινές εργασίες. Και συγκεκριμένα, να βοσκά τα πρόβατα στο βουνό. Ο Πέτρος ήταν ένα έξυπνο, εργατικό και φιλότιμο παιδί. Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα. Ήτανε ψεύτης φοβερός, τερατολόγος, παραμυθάς. Τους είχε φλομώσει στο ψέμμα όλους. Κι ήτανε και καλός ο μπαγάσας. Όλοι την πατάγανε και τον πιστεύαν. Είπανε «Άσε, θα μεγαλώσει και θα του περάσει. Άσε, με τη δουλειά θα του περάσει».
Μα πού; Από την πρώτη μέρα, εκεί που βόσκαγε τα πρόβατα, μπήκε ο διάβολος μέσα του, πήγε μέχρι την άκρη του γκρεμού, έκανε τα χέρια του χωνί και βάλθηκε να φωνάζει προς τα κάτω, στον κάμπο, στο χωριό:
«Λύκος! Λύκος!»
Τρελλάθηκαν οι χωρικοί. Αρπάξαν τα μπαστούνια, αρπάξαν τα τουφέκια. Τρέξανε πάνω στο βουνό. Μα όταν φτάσανε πουθενά λύκος. Τα προβατάκια βοσκούσαν ήσυχα κι ο Πέτρος κυλιόταν κάτω από τα γέλια. Του κάνανε σοβαρή παρατήρηση και φύγαν θυμωμένοι.
Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια. Φώναξε ο Πέτρος με φωνή σπαρακτική:
«Λύκος! Αλήθεια μωρέ τούτη τη φορά σας λέω, λύκος, λύκος, λύκος!»
Θέλοντας και μη οι χωρικοί, αρπάξαν τις μαγκούρες, αρπάξανε τα δίκαννα, τρέξανε πάνω. Πάλι τα ίδια. Λύκος πουθενά κι ο Πέτρος ξελιγωμένος από τα γέλια. Ο πρόεδρος της κοινοτικής συνέλευσης, βράζοντας από θυμό, του έκανε δριμεία παρατήρηση και του δήλωσε ξεκάθαρα πως θά ‘χε μία μόνο, τελευταία ευκαιρία. Με ένα ακόμα λάθος θα τον διώχναν από το χωριό.
Την άλλη μέρα, εκεί που ο Πέτρος βόσκαγε τα πρόβατα – κάπως προβληματισμένος (πρέπει να πούμε) με τις εξελίξεις – κατάλαβε ξαφνικά τα ζωντανά νά ‘ναι κάπως νευρικά, άκουσε το τσοπανόσκυλο να γρυλλίζει, γυρνάει, κοιτάει, τί να δει; Στην άκρη του ξέφωτου, ένας αγριολύκαρος μέχρι κει πάνω, με τα αυτιά ορθωμένα και τα δόντια (πωω τι τεράστια δόντια!) ξεγυμνωμένα. Τρελλάθηκε από το φόβο του. Κι άρχισε να φωνάζει:
«Λύυυυκος! παιδιά ακούστε με, λύκος παιδιά πιστέψτε με, εεεεεεε χωριανοί αλήθεια, ορκίζομαι, λύκος μωρέεεε, βοήθειααααα!»
Ούτε που του δώσαν σημασία. Το προεδρείο της συνέλευσης συγκεντρώθηκε και βγήκε η απόφαση αμέσως: με το που θα γύριζε το δειλινό ο Πέτρος στο χωριό, θα μπάζαν μέσα το κοπάδι μα για αυτόν, η πύλη του περιβόλου του χωριού θά ‘ταν κλειστή. Ε, αμάν πια!
Ο Πέτρος κατάλαβε πως ήταν πια μόνος. Όλες τις ελπίδες του τις εναπόθεσε στον τετράποδο σύντροφό του και τόνε διέταξε (με όσο πιο σταθερή και δυνατή φωνή μπορούσε):
«Πάνω του Γκέκα! Όρμα του αγόρι μου!»
Το πιστό σκυλί υπάκουσε κι έκανε δυο τρία βήματα προς το μέρος του λύκου. Μα κείνος ύψωσε το – τουλάχιστον διπλάσιο από του σκύλου κορμί του – κι άφησε ένα τρομερό ουρλιαχτό. Ο καημένος ο Γκέκας, τράπηκε σε άτακτη φυγή κλαψουρίζοντας σαν κουτάβι:
«Κάι, κάι, κάι».
Κι έφυγε. Τα δε πρόβατα, είχαν σκορπίσει και φύγει από ώρα. Ο Πέτρος ήταν ολομόναχος με το λύκο που του χίμηξε με μεγάλες δρασκελιές. Στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, ο Πέτρος συλλογίσθηκε την – αλίμονο! – τόσο σύντομη ως τώρα ζωή του, αναγνώρισε τα λάθη και το τρομερό του ελάττωμα και προσευχήθηκε σιωπηλά ζητώντας συχώρεση από όλους: από την οικογένεια του, τους συγγενείς, τους φίλους, τους χωριανούς του και από το θεό. Και ετοιμάστηκε να πεθάνει.
Μα την ώρα που έκανε το τέρας πάνω του να πηδήσει, να τον αρπάξει, να τόνε φάει, κάτι τον έπιασε τον Πέτρο, ένας θυμός, μία μανία. Και κραδαίνοντας τη γκλίτσα του, ούρλιαξε προς το μέρος του θηρίου:
«Όχι ρε κερατά, όχι έτσι! Έλα το λοιπόν! Έλα ρε άμα σου βαστάει!»
Ο λύκος ξαφνιάστηκε από την ξαφνική αντίδραση του βοσκού που τον απώθησε, αναδιπλώθηκε, ζύγισε τη νέα του επίθεση και όρμησε ξανά. Πώς έγινε τώρα αυτό, θες ήταν τύχη, θες κάτι άλλο; Στη σύντομη μάχη που ακολούθησε, ξάφνου κάνει μια ο Πέτρος, μπαμ! με τη γκλίτσα στην κεφάλα του λύκου και στον τόπο τον αφήνει.
Κάθεται σ’ ένα βράχο ο Πέτρος λαχανιασμένος, κοιτώντας το ακίνητο κουφάρι του λύκου, μη μπορώντας να πιστέψει τί είχε κάνει. Κάπως μετά το παίρνει απόφαση, πλησιάζει, τον σκουντάει…. Ακούνητος. «Μπα» μονολογεί, «μωρέ τόνε σκότωσα». Κοιτάει μια τον ουρανό με ευγνωμοσύνη, ύστερα βγάζει το σουγιά του και γδέρνει το λύκο. Φοράει την προβιά του κι αρχίζει να κατηφορίζει προς το χωριό, αλαφρωμένος που θά ‘δειχνε σε όλους την απόδειξη πού ‘λεγε την αλήθεια και θα τόνε συγχωρούσανε.
Τρόμαξε ο φύλακας στην σκοπιά πού ‘δε ξαφνικά έναν τεράστιο λύκο να πλησιάζει στον περίβολο του χωριού και μάλιστα περπατώντας όρθιος!
«Ααααααα! Συναγερμός! Συναγερμός χωριανοί! Λύκος έρχεται στο χωριό. Αχ! κακούργοι πού ΄μαστε, ο θεός να μας συχωρέσει. Αλήθεια έλεγε, τούτη τη φορά, το κακόμοιρο το τσοπανούδι, ο Πέτρος και μεις δεν το πιστέψαμε και τό ‘φαγε ο λύκος κι έρχεται τώρα να φάει κι εμάς. Συναγερμός! Συναγερμός!»
Συγκεντρώθηκαν οι χωριανοί οπλισμένοι, πίσω από τον περίβολο, δεξιά κι αριστερά από την πύλη. Και με το που μπαίνει ο λύκος – Πέτρος του χιμάνε. Και να μαγκουριές. Και να ροπαλιές, Πάρτονε κάτω. Και να κλωτσές και να πατήματα. Και να! Και να! Και να!
«Παιδιά!» φωνάζει ένας, «ψόφησε πια νομίζω».
Πλησιάζει τότε ο χασάπης του χωριού με τη μαχαίρα του, κάνει μια έτσι κι άλλη μια έτσι, κι άλλη μια, κι άλλη μια και του παίρνει το τομάρι. Το παίρνουν και το πάνε στην πλατεία. Να κάνουνε το βράδυ μια τελετή. Να τιμήσουνε και μαζί να θρηνήσουνε τον Πέτρο, τον σωτήρα του χωριού. Που με τον άδικο χαμό του, τους έκαμε να βρουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν το λύκο για να τον γδικιωθούνε.
Στον τόπο του σκοτωμού, είχε μείνει ένας αγνώριστος σωρός – πολτός από κρέατα και αίματα, από λιανισμένα κόκκαλα και σάρκες. Μαζεύτηκαν του χωριού τα σκυλιά κι αρχίσανε με όρεξη να τρώνε. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα.
Μόνον ο Γκέκας δεν έφαγε. Καθόταν σε μια άκρη, κοίταγε γύρω γύρω κι έκανε λυπημένα:
«Κάι, κάι, κάι».
Μα ποιός ακούει, ποιός καταλαβαίνει, ποιός δίνει σημασία σ’ αυτά που λέει ένας σκύλος;