Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (183)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ρεβεγιονάριος, ο: αυτός που δεν εννοεί με τίποτα να περάσει την παραμονή της πρωτοχρονιάς σε κάποιο σπίτι, π.χ. το δικό του, φιλικό, συγγενικό κ.λ.π. παρά θέλει να πάει οπωσδήποτε σε κάποιο κέντρο διασκέδασης, κλαμπ, αίθουσα δεξίωσης κ.ά., σε εκδήλωση "ρεβεγιόν". Και με τίποτα δεν παραδέχεται ότι συχνά οι εκδηλώσεις αυτές είναι άχαρες, τυποποιημένες, απρόσωπες κ.ο.κ. και επιμένει ο ρεβεγιονάριος.

Σημ. Το ιστολόγιο εύχεται στους επισκέπτες, αναγνώστες και φίλους: αγάπη, ελπίδα και πίστη για τη νέα χρονιά.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Η δίνη

Κατά καιρούς με καταπίνει
μια σκοτεινή κι απαίσια δίνη
όσα κι αν πόνους, βάσανα,
άγχη και ανημπόρια δίνει
έχει μια τέρψη νοσηρή
μια γεύση όμως γλυκειά αφήνει

αχ! πόσος ως να 'ρθει ξανά
καιρός να έχει μείνει;

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (182)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Λασπορόνια, τα: τα ζυμαρικά που παράβρασαν τελείως όμως, άμα το κέφι και η παρέα είναι καλά, ή η λόρδα ή το πιώμα προχωρημένα, είναι - παρ' όλα αυτά - πεντανόστιμα.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (181)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Καβλειώνω: σύνθετη λέξη (ρήμα) με προφανή συνθετικά. Π.χ. Χαρακτηριστικός βόμβος μέσα από την τσάντα - ήρθε γραπτό μήνυμα στο κινητό - διακριτική ανάγνωση, λέει: "Παίδαρε μου, είμαι άρρωστος για σένα, καβλειώνω, έχω πάθει ζημιά μαζί σου", απάντηση: "Κι εγώ καλέ μου αλλά δε μπορώ τώρα, είμαι σε σύσκεψη/διάλεξη/κηδεία κ.λ.π.".

Σημ. Ώρες - ώρες έχω την εντύπωση ότι όλο και πιο συχνά το Πλαθολόγιο παίρνει "γενετήσιο" χαρακτήρα. Από την άλλη... εδώ που έχουμε φτάσει, τί άλλο μένει; Τα βιβλία, η μουσική, το χιούμορ, οι φίλοι, η καλή παρέα, το φαγητό, το κρασί και το.. αυτό. Αυτά.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Το εκτροφείο

Η καλή φίλη Νουνού, με ρώτησε αν θα μπορούσε να φέρει στη μικρή συγκέντρωση που θα έκανα στο σπίτι μου, τη φίλη της Ζουζού. Η Νουνού, εκτός από καλή φίλη, είναι τόσο γλυκιά και χαριτωμένη που είναι δύσκολο να της αρνηθεί κανείς, πόσο μάλλον εγώ. Ήρθαν λοιπόν μαζί.
Η Ζουζού ήταν μια γυναίκα πολύ κομψή και στυλάτη και αναμφίβολα όμορφη. Τί να την κάνεις όμως την ομορφιά που άμα ο άλλος ανοίξει το στόμα του, χάνεται και πάει; Η Ζουζού, που λέτε, ήταν απίστευτα σνομπ, «καλλιεργημένη καλλιτέχνις», φαντασμένη και ψηλομύτα. Φάνηκε με την πρώτη και επιβεβαιώθηκε τόσο πολλές φορές, μέσα σε τόσο λίγη ώρα, που δεν υπήρχε αμφιβολία. Και δεν τους χωνεύω καθόλου τους ψηλομύτες. Σε κάποια δόση μάλιστα, την άκουσα να λέει:
«Έτσι που λες χρυσή μου, η τελευταία μου σχέση τελείωσε μέσα σε λίγους μήνες. Μα δεν ταιριάζαμε, α πα πα πα. Ακούς εκεί, ήθελε λέει να “πάει μερικές μέρες στο χωριό, να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές”. Τί σχέση μπορεί να έχω εγώ με τέτοια πράγματα: “χωριό”, “ελιές”; Εγώ μόνο την ελιά του μαρτίνι ξέρω! Αχαχαχα!».
Είχα γίνει τούρκος. Γι αυτό όταν ήρθε κουνάμενη σεινάμενη προς το μέρος μου, με το ποτήρι του κρασιού στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο και κοιτώντας με στα μάτια, με τις βλεφαρίδες να πεταρίζουν, ε δεν κρατήθηκα.
«Κι εσύ, με τί ασχολείσαι;»
«Τί δουλειά κάνω εννοείς;»
«Ναι, ναι»
«Έχω μια μικρή επιχείρηση»
«Αχ! τί ωραία. Και τι επιχείρηση είναι αυτή;»
«Ένα μικρό εκτροφείο»
«Ω! τέλεια. Και τί εκτρέφετε;»
«Μινκ»
«Τί είναι αυτό;»
«Αυτά τα μικρά ζωάκια, σα νυφίτσες, που από το δέρμα τους φτιάχνονται οι ομώνυμες, περίφημες γούνες…..»
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα και με κοίταξε με φρίκη.
«Αααα πα πα! Και σκοτώνετε τα άμοιρα ζωάκια για να τους πάρετε το δέρμα; Μα πώς μπορείτε;»
Ύψωσα, επίτηδες, τον τόνο της φωνής μου και απάντησα, δήθεν, εκνευρισμένος.
«Ααααααααα! Πόσο θυμώνω και οργίζομαι όταν μου κάνουν αυτήν την ερώτηση. Και βέβαια τα σκοτώνουμε. Τί θέλατε δηλαδή; Να τα γδέρνουμε ζωντανά; Σαδιστές είμαστε;»
Η Ζουζού έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται. Κουνούσε με απογοήτευση το κεφάλι. Τη φαντάστηκα να σκέπτεται: «μα καλά, τί της ήρθε της Νουνού και μ’ έφερε στο σπίτι αυτού του κτήνους»; Το μάτι της έπεσε (αυτό δεν το είχα προσχεδιάσει) στο κέρατο του ελαφιού. Ήταν ένα κέρατο ελαφιού που είχα βρει στην Πάρνηθα, όπου πεζοπορούσαμε με τον φίλο μου τον Κώστα. Τα ελάφια της Πάρνηθας, μία φορά το χρόνο, όταν τα κέρατα τους έχουν αναπτυχθεί πλήρως, τα αποβάλλουν και φυτρώνουν νέα που μεγαλώνουν μέχρι τον επόμενο χρόνο κ.ο.κ. Όλοι οι εκδρομείς της Πάρνηθας και άλλων βουνών το ξέρουν αυτό και πολλοί έχουν διακοσμήσει το σπίτι τους με τα κέρατα αυτά.
«Αααααααααα!», έμπηξε μια φωνή η Ζουζού, «τί ειν’ αυτό;»
Ε, πάλι δε μπόρεσα να κρατηθώ.
«Τρόπαιο», της απάντησα.
«Τί τρόπαιο;», αποκρίθηκε, «αποτρόπαιο είναι».
«Α, δεν έχεις δίκιο. Αν ακούσεις πώς το απέκτησα, θα αλλάξεις γνώμη»
Ήταν φανερό, πως πάλευαν μέσα της οι καλοί της τρόποι και ένα αίσθημα χρέους, που ως προσκεκλημένη είχε, με την απέχθεια που πλέον της προκαλούσα. Τα πρώτα νίκησαν. Με κοίταξε με καρτερία. Και γω ξεκίνησα να λέω:
«Θα συμφωνείς φαντάζομαι Ζουζού, πως υπάρχουν κάποια ένστικτα του ανθρώπου πολύ παλιά και πολύ βαθιά, ανεξίτηλα μέσα του χαραγμένα με τρόπο…. πώς να το πω; Με τρόπο «γονιδιακό» ας πούμε. Αυτά δυστυχώς, στη σύγχρονη, «πολιτισμένη» εποχή τα καταπνίγουμε, τα αγνοούμε, τα χαλιναγωγούμε και να μου επιτρέψεις: πιστεύω πως τέτοιες πρακτικές δεν είναι άμοιρες στην εξάπλωση της κατάθλιψης κι ένα σωρό άλλων που μας κατατρύχουν. Κι ένα από αυτά τα ένστικτα τα αρχέγονα – κανείς δε μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει – είναι για τους ανθρώπους, τους άνδρες ιδίως ανθρώπους (!), το ένστικτο του κυνηγού.
Με βάση αυτά λοιπόν αποφάσισα κι εγώ, πάνε τρία χρόνια τώρα, ν’ ασχοληθώ με το κυνήγι. Μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία, πήρα μέρος σε κάτι σεμινάρια σχετικά. Μου κόστισε βέβαια κάτι παραπάνω (είναι βλέπεις κι ο εξοπλισμός πανάκριβος: ρούχα, αξεσουάρ διάφορα και – κυρίως – ο οπλισμός), αλλά εν τέλει αποζημιώθηκα. Μετά το πέρας των θεωρητικών σεμιναρίων και της βασικής εκπαίδευσης (σκοποβολή κ.λ.π.), πήρα μέρος σε κυνηγετική εκδρομή – σαφάρι που διοργάνωσε η ίδια εταιρία των σεμιναρίων, επίσης με πολύ τσουχτερό τίμημα.
Μεταβήκαμε στην περιοχή του κεντρικού ορεινού όγκου, στο Διρφομαίναλο, με θηριώδη 4x4 αυτοκίνητα που κουβαλούσαν εκτός από εμάς και τις προμήθειες, τον εξοπλισμό μας και βοηθητικό προσωπικό. Μισθώσαμε εκεί κάτι ντόπιους βλάχους, χωριάτες, να μας εξυπηρετούν ως ανιχνευτές. Εννοείται πως μόνο τούμπες δεν έκαναν, καθώς το μεροκάματο που τους δίναμε ξεπερνούσε το – υπό κανονικές συνθήκες – μηνιάτικο γι αυτούς. Πολλοί από εμάς (κι εγώ μεταξύ τους) εκμεταλλευθήκαμε το γεγονός αυτό και βγάλαμε τ’ άχτι μας πάνω τους.
Οι ομάδες χωρίστηκαν κι άρχισε η κάθε μία να σκαρφαλώνει το βουνό, μέσα στο δάσος. Μετά από δύο περίπου ώρες πεζοπορίας, ο ανιχνευτής μου έκανε νόημα πως είχε αρχίσει να βλέπει ίχνη και σημάδια παρουσίας ελαφιού και πως έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Συμμορφωθήκαμε και μετά από λίγο μού’ δειξε με το χέρι και το δάχτυλο τεντωμένο, ένα σημείο πάνω στην πλαγιά του βουνού.
Σήκωσα το πανίσχυρο, μεγάλου βεληνεκούς πολεμικό μου όπλο (κανονικά ήταν παράνομο να χρησιμοποιεί κανείς τέτοιου είδους όπλα για κυνήγια ή και να κατέχει τέτοια γενικά, μα δε βαριέσαι; Τί πάει να πει παράνομο στη χώρα αυτή, στα τέτοια μου άρα και μένα, σήκωσα λοιπόν το όπλο μου και κοίταξα από τη διόπτρα. Όντως ήταν εκεί, περίπου 250 μέτρα προς τα πάνω, στην πλαγιά, ένα περήφανο αρσενικό, με μεγαλόπρεπα κέρατα. Είχε ήδη κάτι αντιληφθεί και μύριζε τον αέρα με ανησυχία. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Σκόπευσα με ψυχραιμία και πάτησα την σκανδάλη.
Το χτύπημα ήταν συντριπτικό μα όχι θανάσιμο. Ήθελα βλέπετε το ελάφι ζωντανό ακόμα, όταν θα βρισκόμουν κοντά του. Γι αυτό το χτύπησα στην κλείδωση του πίσω ποδιού. Το πλήγμα από το πολεμικό μου όπλο ήταν τόσο ισχυρό που το κάτω άκρο αποχωρίσθηκε από το σώμα και πετάχθηκε μακριά, το δε ζώο σωριάσθηκε κάτω ημιλιπόθυμο.
Παρέδωσα το βαρύ όπλο σ’ έναν από τους Πακιστανούς δούλ…. εμ, βοηθούς που είχα στην ομάδα κι άρχισα να ανηφορίζω με τους υπόλοιπους να με ακολουθούν. Έφθασα στο μικρό πλάτωμα, το θήραμα μου ήταν εκεί ξαπλωμένο, αιμόφυρτο, λαχανιασμένο. Το πλησίασα. Έβγαλα από τη θήκη το πανάκριβο κυνηγετικό μου μαχαίρι, ολοκαίνουριο, αχρησιμοποίητο, είκοσι εκατοστά λάμα, κοφτερό σα νυστέρι, σκληρό σαν ατσάλι.
Το κτήνος πρέπει κάτι να κατάλαβε ή να διαισθάνθηκε. Η κόρη του ματιού του διεστάλλει τρομαγμένη. Και πάνω της είδα καθρεφτισμένο τον εαυτό μου και μα την αλήθεια, με καμάρωσα: γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Γονάτισα πάνω στο λαιμό του ζώου ρίχνοντας όλο μου το βάρος. Άρχισα να δουλεύω με τη μύτη του μαχαιριού στη βάση του κέρατου, κόβοντας δέρμα και κρέας. Το ελάφι άρχισε να βγάζει δυνατούς, πονεμένους μυκηθμούς και να προσπαθεί να ξεφύγει, μα δεν του άφησα κανένα περιθώριο. Το μαχαίρι μου σκάβοντας σα χειρουργικό εργαλείο βρήκε το σημείο που το κέρατο ενωνόταν με το κρανίο. Έμπηξα το μαχαίρι μου εκεί και κουνώντας το πάνω κάτω σα μοχλό, υποβοηθώντας και με δυνατά κουνήματα του ελεύθερου χεριού μου που είχε αρπάξει γερά το κέρατο, δουλεύοντας μεθοδικά και αδιαφορώντας για τις οιμωγές του μηρυκαστικού, κατάφερα μετά από 10 περίπου λεπτά να ξεκολλήσω το κέρατο από το κρανίο. Το σήκωσα ψηλά με υπερηφάνια. Είχα πετύχει το στόχο μου. Γύρισα και κοίταξα το θλιβερό, σακάτικο απομεινάρι. Δε μπορούσε να με εξυπηρετήσει άλλο κι είπα να το απαλλάξω απ’ τη μιζέρια του. Με ένα μοναδικό μα καίριο χτύπημα του έκοψα τη σφαγίτιδα φλέβα και πέθανε αυτοστιγμεί, κεραυνοβολήμένο. Γεύτηκα το ζεστό, αλμυρό, αίμα ακουμπώντας τη γλώσσα μου στη λάμα του μαχαιριού κι άρχισα να κατηφορίζω την πλαγιά με το τρόπαιο στα χέρια, αφήνοντας τους υπόλοιπους να γδάρουν και να τεμαχίσουν το ζώο.
Τα καλύτερα κομμάτια τα φάγαμε το βράδυ με τους άλλους φίλους κυνηγούς, σε ένα ξενώνα της περιοχής, συνοδεία ακριβού κρασιού. Το δείπνο ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή των εμπειριών και αφήγηση των περιπετειών μας, μαζί με ακριβά ουίσκυ μωλτ και πούρα, μέχρι σχεδόν το πρωί. Αα, υπέροχο πράγμα το κυνήγι!», κατέληξα, κοιτώντας όλο λατρεία το «τρόπαιο».
Η δεσποινίς Ζουζού ήταν πλέον πελιδνή και έτρεμε από φρίκη. Ακούμπησε όπως – όπως το ποτήρι της κάπου, άρπαξε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι κυριολεκτικά τρέχοντας, ενώ ήδη πριν την εξώπορτα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.
Αναμίχθηκα με τις παρέες των προσκεκλημένων μου. Γέμιζα τα ποτήρια με κρασί, ανανέωνα τους μεζέδες, έπιανα ψιλή κουβέντα. Με την άκρη του ματιού μου είδα τη Νουνού να γυρνάει στα δωμάτια απορημένη. Με πλησίασε και με ρώτησε:
«Μα… πού είναι η Ζουζού; Την είδες; Πού έχει πάει;»
Σήκωσα τους ώμους μου με το χαρακτηριστικό τρόπο που δηλώνει άγνοια.
«Μα πώς, αφού σε είδα μαζί της, της μιλούσες για ώρα……»
Σταμάτησε, σοβάρεψε ξαφνικά και μου είπε με θυμωμένο τόνο:
«Βρε τέρας! Τί είπες στην κοπέλλα βρε;»
Έτρεξε κι αυτή έξω απ’ το σπίτι, πληκτρολογώντας στο κινητό τον αριθμό της Ζουζούς. Βγήκε έξω στο δρόμο φωνάζοντας: «Ζουζουού! Ζουζουού!»
Εγώ επέστρεψα στη γιορτή. Ένοιωθα πολύ κεφάτος. Και ήμουν σίγουρος ότι θα περνούσαμε μια ωραία βραδιά.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (180)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Καρτανόηση, η: όλες οι δουλειές πια με κάρτες γίνονται, έχει γεμίσει το πορτοφόλι μου (και του καθενός) με έξυπνες κάρτες. Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο καρτανόηση.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο Σαμουήλ κλειθροποιός

Ο φίλος Γ. προσήλθε στο τακτικό μας, άπαξ της εβδομάδος, ραντεβού για απογευματινοβραδυνό απεριτίφ στο καφεμπάρ πλησίον της πλατείας Συντάγματος, όπου για χρόνια πολλά συχνάζαμε, προσήλθε λέω αργοπορημένος μα και εκνευρισμένος. Το κατάλαβα αμέσως από τον τρόπο που παρκάριζε το σκούτερ βλαστημώντας. Ήρθε προς το μέρος μου συνεχίζοντας να βρίζει, καθώς είχε και δυσκολίες να ξεκουμπώσει τον ιμάντα του κράνους - κάπως είχε μαγκώσει φαίνεται, χα! χα! κάπως έτσι δε συμβαίνουν αυτά πάντα; Κι εγώ ήμουν έτοιμος να τον τσιγκλίσω.
«Τι έγινε; Νευράκια; Νευράκια;»
«Άσε με ρε, άσε με σου λέω».
«Ναι, αλλά δεν πάει έτσι».
«Τί δεν πάει έτσι;»
«Να, πολύ εύκολα χάνεις την ψυχραιμία σου, δεν έχεις καθόλου…. πώς να το πω… αυτοέλεγχο, αυτοπειθαρχία. Είναι σοβαρό μειονέκτημα αυτό ξέρεις. Αργά ή γρήγορα θα το διαπιστ….»
«Ρε δεν πα να γαμηθείς λέω εγώ», με διέκοψε με τόνο οξύ ο Γ. μα αμέσως μετά με φωνή που γλύκανε είπε:
«Καλησπέρα, τι κάνεις; Συγνώμμη, ε;»
Αυτά ήταν για τη γλυκιά dj που βρισκόταν πίσω μου και μόλις την είχε δει.
«Καλησπέρα», απάντησε αυτή χαμογελαστή, «κανένα πρόβλημα».
Παρήγγειλε εν τω μεταξύ και ποτό που ήρθε, οπότε – με την ένταση να έχει εκτονωθεί – τον ρώτησα, στα σοβαρά τώρα:
«Τί έγινε ρε;»
«Άσε ρε μαλάκα, άσε, να κοίτα», μου είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα σπασμένο κλειδί και μου το έδειξε.
«Ε, τί είναι αυτό;»
«Έσπασε το γαμοκλειδί ασφαλείας μέσα στη γαμοκλειδαριά ασφαλείας, στη γαμόπορτα ασφαλείας του σπιτιού, γαμώ την ασφάλεια μου μέσα και δε βγαίνει με τίποτα!»
«Ε, και δε φώναξες κλειδαρά;»
«Φώναξα, πώς δε φώναξα;»
«Ε, και τί σού ‘πε;»
«Πως δε μπορεί να το βγάλει με τίποτα, πως έχει σφηνώσει για τα καλά και πως πρέπει να αλλαχθεί μέρος του μηχανισμού».
«Ε, εντάξει τότε».
«Τί εντάξει ρε βλάχο; 200 – 300 ευρώ θα κοστίσει. Συν 30 ευρώ η επίσκεψη – διάγνωση. Τώρα που έχω τόσα έξοδα ρε πούστη μου…..»
(Δε χρειάστηκε παρά 1 δευτερόλεπτο. Βέβαια, έτσι είναι. Άμα το ταλέντο είναι πηγαίο, άμα την έχει μέσα του ο άνθρωπος την κλίση……)
«Θες να δοκιμάσεις με τον δικό μου κλειδαρά που συνεργάζομαι χρόνια κι είναι πολύ καλός;»
Με κοίταξε με το φρύδι ερωτηματικά ανασηκωμένο. Συνέχισα.
«Να εδώ πιο κάτω, Ακαδημίας και Εμμανουήλ Μπενάκη γωνία είναι το μαγαζί του Σαμ».
«Του Σαμ;» (το φρύδι είχε σηκωθεί κι άλλο).
«Ναι, ο Σαμ ο κλειδαράς, ήμασταν μαζί στο στρατό».
«Ο Σαμ, ο κλειδαράς, απ’ τον στρατό…..» επανέλαβε αργά ο Γ. με το βλέμμα γεμάτο ειρωνεία και καχυποψία (λογικό με όλα αυτά τα φίδια και τα φούμαρα που τού ‘χα σερβίρει όλα τα χρόνια). Δεν τού ‘δωσα περιθώριο.
«Ναι ρε μαλάκα, αλήθεια, σοβαρά σου μιλάω. Να, πάμε να περάσουμε μετά με το μηχανάκι, να δεις το μαγαζί». Όντως υπήρχε κλειδαράδικο σε αυτό το σημείο – είχα πάει καναδυό φορές να φτιάξω κλειδιά για το παλιό μου αυτοκίνητο. Κάθε καλό ψέμμα, πρέπει να έχει μερικά συστατικά αλήθειας για να γίνεται πιστευτό. Στην περίπτωση μας, αυτό ήταν το μόνο αληθινό και βαρετό στοιχείο πεζής πραγματικότητας. Όλα τα άλλα θα ήταν….. Τέχνη. Που θα ξεκινούσε ευθύς.
«Άκου λοιπόν»: με τον Σαμ ήμασταν μαζί στον στρατό. Καλό παιδί ο Σαμ. Από το Σαμουήλ. Ο Σαμ ήταν Εβραίος, Έλληνας υπήκοος. Καλό, χρυσό παιδί που λες ο Σαμ, αλλά μας είχε πρήξει με τη δουλειά του (ήταν κλειδαράς όπως και όλοι στην οικογένεια του εδώ και 10 γενιές σχεδόν). Και τα κλειδιά τούτο κι οι κλειδαριές εκείνο κι οι πόρτες ασφαλείας το άλλο.
«Αμάν ρε Σαμ πια, μας έπρηξες!» του λέγαμε. «Λες κι είσαι πια επιστήμονας της ΝΑΣΑ. Ένας κλειδαράς είσαι». Και ο Σαμ διαμαρτυρόταν:
«Μα όχι, δεν έχετε δίκιο», και μας ανέλυε την υψηλή τέχνη της κατασκευής κλειδιών που τα παλιά τα χρόνια είχε δημιουργήσει κομψοτεχνήματα. Που μπορεί κανείς να δει στα μουσεία τάδε και τάδε και τάδε της Ευρώπης. Και η σπουδαία τεχνική της κατασκευής κλειδαριών. Και ο αυτοκράτωρ Λουδοβίκος ο 16ος που σχεδίαζε, κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε κλειδαριές!...«Εμ, τέτοιος χαραμοφάης πού ‘ταν και με τέτοιες μαλακίες που έκανε, είναι ν’ απορείς που τον περάσανε από την καρμανιόλα;», τον διακόπταμε.
«Μα όχι, όχι!» επέμενε ο Σαμ. Και οι πρόγονοί του, Εβραίοι ιταλικής καταγωγής, οικογένεια Bellochio στη Βενετία, σπουδαίοι κλειθροποιοί, προμηθευτές των ευγενών και του κράτους. Και ο προπάππους του που ήρθε στα Επτάνησσα, στην Ιθάκη και εξελλήνισε το όνομα του και από Μπελόκιο το έκανε Μπελόκος, επίθετο που είχε και αυτός (εμείς βέβαια αντί για Μπελόκο τον φωνάζαμε «Μπρελόκο» και τσαντιζότανε), κι ο παππούς που ήρθε στην Αθήνα και το μαγαζί που είχανε στο κέντρο, («αυτό για το οποίο σου μιλάω», είπα στο Γ.) και τα λοιπά και τα λοιπά. Γούστο είχε ο Μπρελόκος.
Απολυθήκαμε, χωρίσαμε, χαθήκαμε. Μια μέρα που γυρνούσα στο κέντρο και συμπτωματικά είχα ένα πρόβλημα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μού ‘ρθε στο μυαλό ο Σαμ. Θυμήθηκα στο περίπου τη διεύθυνση, έψαξα, ρώτησα, το βρήκα. Μπαίνω μέσα, τί να δω; Το Σαμ, στο βάθος, σκυμμένο σ’ ένα πάγκο να μαστορεύει. Δεν είχε και πελατεία, μοναχός ήταν οπότε βάζω και γω μια φωνή, εν είδει στρατιωτικής εντολής:
«Μπρελόκος!!! Πέντε μέρες φυλακή κωλόψαρο!!!».
Σήκωσε τα μάτια ξαφνιασμένος, με κοίταξε με απορία, μα μετά με αναγνώρισε… Χαρές και πανηγύρια. Είπαμε τα νέα μας, μού ‘φτιαξε και το κλειδί – δεν ήθελε να πάρει λεφτά, ξέρεις τώρα, συμφωνήσαμε να τα ξαναπούμε. Πέρασα μετά δυο τρεις φορές ακόμα, για καλημέρα. Μάλιστα κανονίσαμε και βρήκαμε και κάτι άλλες σειρούλες και κάναμε ένα απόγευμα ένα ωραίο γλεντάκι σ΄ ένα ουζερί πού ‘ταν εκεί κοντά. Φαντάζεσαι ε, αντροπαρέα, ούζα, ιστορίες από το στρατό… δε μας έμεινε άντερο απ’ το γέλιο. Από τότε, ότι δουλίτσα σχετική έχω, στο Σαμ πηγαίνω. Έχω στείλει κι άλλους κι έχουνε μείνει όλοι απόλυτα ευχαριστημένοι.
«Γι αυτό σου λέω, πήγαινε στο Σαμ εκ μέρους μου. Δύο τινά μπορεί να συμβούν. Θά ‘ρθει ο Σαμ και –πίστεψε με- άμα δε μπορέσει κι αυτός να βγάλει το κλειδί δε θα μπορεί κανένας. Θα το αντιμετωπίσει σαν πρόκληση, πώς να στο πω; Μπορεί να κάτσει δυο ώρες ναι παιδεύεται, χωρίς χρέωση εννοείται. Άμα λοιπόν ο Σαμ πει πως είναι αδύνατον, τότε όντως είναι έτσι και είχε δίκιο κι ο πρώτος κλειδαράς που φώναξες. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο Σαμ θα σου κάνει την επιδιόρθωση (και θα κάνει και εξαιρετικά καλή δουλειά) και θα σου πάρει και λίγα, αφού είσαι από μένα. Ε, τί άλλο θες;».
«Λες, ε;» ρώτησε ο Γ. διστακτικά. Αυτό ήταν! Είχε πεισθεί. Κουβεντιάσαμε για άλλα πια πράγματα, πέρασε η ώρα, φύγαμε ο καθένας για το σπίτι του.
Ξάπλωσα, ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, μ’ ένα χαμόγελο πλατύ. Φανταζόμουν το αυριανό σκηνικό…

«Καλημέρα σας!»
«Καλημέρα σας»
«Είσαι ο Σαμ;»
«Πώς είπατε;»
«Έρχομαι από τον Χ… πού ‘σασταν στο στρατό μαζί»
«Ποιός είναι αυτός; Δεν ξέρω κανέναν Χ.»
«Συγνώμμη, δεν είναι εδώ το μαγαζί του Σαμ του Μπρελόκ…… του Μπελόκου;»
«Όχι άνθρωπε μου. Το δικό μου μαγαζί είναι εδώ»
«Μα… μου είπανε… Μήπως ήτανε παλιά του Σαμ κι έχει φύγει τώρα;»
«Όχι βρε χριστιανέ μου, δικό μου είναι το μαγαζί είκοσι χρόνια τώρα. Και το όνομα μου είναι Επαμεινώνδας Σουσαμοβούρδουλας, όχι… Σαμ»
Παύση. Και μετά, οργισμένα:
«Α ρε πούστη, κερατά! Θα σε φτιάξω γω ρε!»
«Καλά, είσαι σοβαρός; Θα με βρίσεις κι από πάνω; Δε φτάνει που μπαίνεις στο μαγαζί και μου τσαμπουνάς ένα σωρό τρέλλες, θα μας βρίσεις και θα μας απειλήσεις κι όλας; Τί καταλαβαίνεις τώρα, θες να…..;»
«Όχι κύριε, με συγχωρείτε κύριε, λάθος, λάθος!»
«Ε, λάθος… λάθος, άιντε περάστε έξω κύριε…. Και στα τσακίδια κύριε!»

Ο ύπνος άρχισε σιγά – σιγά να με γλυκοπαίρνει.
Χε! χε! χε!

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (179)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Πυγμάγχος, το: νευρικότητα, ανησυχία, φόβος κ.λ.π., μ’ άλλα λόγια άγχος, που διακατέχει εξαιρετικά βραχύσωμο άτομο πριν αυτό προσεγγίσει άλλο άτομο που του αρέσει και τον έλκει. Το ενδεχόμενο της απόρριψης μα και –κυρίως- της χλεύης και της περιφρόνησης, λόγω παρουσιαστικού, προκαλεί παράλυση. Αφορά κυρίως άνδρες καθώς οι όχι ψηλές γυναίκες, συχνά θεωρούνται χαριτωμένα μικροκαμωμένες, έχουσες τα στυλ «μινιόν» ή «πετίτ». Π.χ. «Ακούς εκεί, πώς τόλμησε να μου την πέσει!», «Ποιός;», «Αυτός ο τάπας, ο ζουμπάς, ο σπιθαμιαίος, ο…ο… πυγμαίος!», «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;», «Μάλλον θα προχωρήσουμε, γουστόζικο τον βρίσκω!». (Σημ. τσάμπα το πυγμάγχος!).

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Η (αληθινή) ιστορία του Πέτρου και του λύκου


Διότι, μόνον εγώ αγαπητοί αναγνώστες, όπως και σε άλλα κείμενα θα έχετε διαπιστώσει, μόνον εγώ ξέρω – μα και έχω το θάρρος να σας λέω – την αλήθεια! Ιδού:
Όταν ο Πέτρος μπήκε στην εφηβεία, το συμβούλιο του χωριού (μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας – κολλεκτίβας), αποφάσισε να του αναθέσει πιο υπεύθυνα καθήκοντα στις κοινές εργασίες. Και συγκεκριμένα, να βοσκά τα πρόβατα στο βουνό. Ο Πέτρος ήταν ένα έξυπνο, εργατικό και φιλότιμο παιδί. Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα. Ήτανε ψεύτης φοβερός, τερατολόγος, παραμυθάς. Τους είχε φλομώσει στο ψέμμα όλους. Κι ήτανε και καλός ο μπαγάσας. Όλοι την πατάγανε και τον πιστεύαν. Είπανε «Άσε, θα μεγαλώσει και θα του περάσει. Άσε, με τη δουλειά θα του περάσει».
Μα πού; Από την πρώτη μέρα, εκεί που βόσκαγε τα πρόβατα, μπήκε ο διάβολος μέσα του, πήγε μέχρι την άκρη του γκρεμού, έκανε τα χέρια του χωνί και βάλθηκε να φωνάζει προς τα κάτω, στον κάμπο, στο χωριό:
«Λύκος! Λύκος!»
Τρελλάθηκαν οι χωρικοί. Αρπάξαν τα μπαστούνια, αρπάξαν τα τουφέκια. Τρέξανε πάνω στο βουνό. Μα όταν φτάσανε πουθενά λύκος. Τα προβατάκια βοσκούσαν ήσυχα κι ο Πέτρος κυλιόταν κάτω από τα γέλια. Του κάνανε σοβαρή παρατήρηση και φύγαν θυμωμένοι.
Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια. Φώναξε ο Πέτρος με φωνή σπαρακτική:
«Λύκος! Αλήθεια μωρέ τούτη τη φορά σας λέω, λύκος, λύκος, λύκος!»
Θέλοντας και μη οι χωρικοί, αρπάξαν τις μαγκούρες, αρπάξανε τα δίκαννα, τρέξανε πάνω. Πάλι τα ίδια. Λύκος πουθενά κι ο Πέτρος ξελιγωμένος από τα γέλια. Ο πρόεδρος της κοινοτικής συνέλευσης, βράζοντας από θυμό, του έκανε δριμεία παρατήρηση και του δήλωσε ξεκάθαρα πως θά ‘χε μία μόνο, τελευταία ευκαιρία. Με ένα ακόμα λάθος θα τον διώχναν από το χωριό.
Την άλλη μέρα, εκεί που ο Πέτρος βόσκαγε τα πρόβατα – κάπως προβληματισμένος (πρέπει να πούμε) με τις εξελίξεις – κατάλαβε ξαφνικά τα ζωντανά νά ‘ναι κάπως νευρικά, άκουσε το τσοπανόσκυλο να γρυλλίζει, γυρνάει, κοιτάει, τί να δει; Στην άκρη του ξέφωτου, ένας αγριολύκαρος μέχρι κει πάνω, με τα αυτιά ορθωμένα και τα δόντια (πωω τι τεράστια δόντια!) ξεγυμνωμένα. Τρελλάθηκε από το φόβο του. Κι άρχισε να φωνάζει:
«Λύυυυκος! παιδιά ακούστε με, λύκος παιδιά πιστέψτε με, εεεεεεε χωριανοί αλήθεια, ορκίζομαι, λύκος μωρέεεε, βοήθειααααα!»
Ούτε που του δώσαν σημασία. Το προεδρείο της συνέλευσης συγκεντρώθηκε και βγήκε η απόφαση αμέσως: με το που θα γύριζε το δειλινό ο Πέτρος στο χωριό, θα μπάζαν μέσα το κοπάδι μα για αυτόν, η πύλη του περιβόλου του χωριού θά ‘ταν κλειστή. Ε, αμάν πια!
Ο Πέτρος κατάλαβε πως ήταν πια μόνος. Όλες τις ελπίδες του τις εναπόθεσε στον τετράποδο σύντροφό του και τόνε διέταξε (με όσο πιο σταθερή και δυνατή φωνή μπορούσε):
«Πάνω του Γκέκα! Όρμα του αγόρι μου!»
Το πιστό σκυλί υπάκουσε κι έκανε δυο τρία βήματα προς το μέρος του λύκου. Μα κείνος ύψωσε το – τουλάχιστον διπλάσιο από του σκύλου κορμί του – κι άφησε ένα τρομερό ουρλιαχτό. Ο καημένος ο Γκέκας, τράπηκε σε άτακτη φυγή κλαψουρίζοντας σαν κουτάβι:
«Κάι, κάι, κάι».
Κι έφυγε. Τα δε πρόβατα, είχαν σκορπίσει και φύγει από ώρα. Ο Πέτρος ήταν ολομόναχος με το λύκο που του χίμηξε με μεγάλες δρασκελιές. Στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, ο Πέτρος συλλογίσθηκε την – αλίμονο! – τόσο σύντομη ως τώρα ζωή του, αναγνώρισε τα λάθη και το τρομερό του ελάττωμα και προσευχήθηκε σιωπηλά ζητώντας συχώρεση από όλους: από την οικογένεια του, τους συγγενείς, τους φίλους, τους χωριανούς του και από το θεό. Και ετοιμάστηκε να πεθάνει.
Μα την ώρα που έκανε το τέρας πάνω του να πηδήσει, να τον αρπάξει, να τόνε φάει, κάτι τον έπιασε τον Πέτρο, ένας θυμός, μία μανία. Και κραδαίνοντας τη γκλίτσα του, ούρλιαξε προς το μέρος του θηρίου:
«Όχι ρε κερατά, όχι έτσι! Έλα το λοιπόν! Έλα ρε άμα σου βαστάει!»
Ο λύκος ξαφνιάστηκε από την ξαφνική αντίδραση του βοσκού που τον απώθησε, αναδιπλώθηκε, ζύγισε τη νέα του επίθεση και όρμησε ξανά. Πώς έγινε τώρα αυτό, θες ήταν τύχη, θες κάτι άλλο; Στη σύντομη μάχη που ακολούθησε, ξάφνου κάνει μια ο Πέτρος, μπαμ! με τη γκλίτσα στην κεφάλα του λύκου και στον τόπο τον αφήνει.
Κάθεται σ’ ένα βράχο ο Πέτρος λαχανιασμένος, κοιτώντας το ακίνητο κουφάρι του λύκου, μη μπορώντας να πιστέψει τί είχε κάνει. Κάπως μετά το παίρνει απόφαση, πλησιάζει, τον σκουντάει…. Ακούνητος. «Μπα» μονολογεί, «μωρέ τόνε σκότωσα». Κοιτάει μια τον ουρανό με ευγνωμοσύνη, ύστερα βγάζει το σουγιά του και γδέρνει το λύκο. Φοράει την προβιά του κι αρχίζει να κατηφορίζει προς το χωριό, αλαφρωμένος που θά ‘δειχνε σε όλους την απόδειξη πού ‘λεγε την αλήθεια και θα τόνε συγχωρούσανε.
Τρόμαξε ο φύλακας στην σκοπιά πού ‘δε ξαφνικά έναν τεράστιο λύκο να πλησιάζει στον περίβολο του χωριού και μάλιστα περπατώντας όρθιος!
«Ααααααα! Συναγερμός! Συναγερμός χωριανοί! Λύκος έρχεται στο χωριό. Αχ! κακούργοι πού ΄μαστε, ο θεός να μας συχωρέσει. Αλήθεια έλεγε, τούτη τη φορά, το κακόμοιρο το τσοπανούδι, ο Πέτρος και μεις δεν το πιστέψαμε και τό ‘φαγε ο λύκος κι έρχεται τώρα να φάει κι εμάς. Συναγερμός! Συναγερμός!»
Συγκεντρώθηκαν οι χωριανοί οπλισμένοι, πίσω από τον περίβολο, δεξιά κι αριστερά από την πύλη. Και με το που μπαίνει ο λύκος – Πέτρος του χιμάνε. Και να μαγκουριές. Και να ροπαλιές, Πάρτονε κάτω. Και να κλωτσές και να πατήματα. Και να! Και να! Και να!
«Παιδιά!» φωνάζει ένας, «ψόφησε πια νομίζω».
Πλησιάζει τότε ο χασάπης του χωριού με τη μαχαίρα του, κάνει μια έτσι κι άλλη μια έτσι, κι άλλη μια, κι άλλη μια και του παίρνει το τομάρι. Το παίρνουν και το πάνε στην πλατεία. Να κάνουνε το βράδυ μια τελετή. Να τιμήσουνε και μαζί να θρηνήσουνε τον Πέτρο, τον σωτήρα του χωριού. Που με τον άδικο χαμό του, τους έκαμε να βρουν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν το λύκο για να τον γδικιωθούνε.
Στον τόπο του σκοτωμού, είχε μείνει ένας αγνώριστος σωρός – πολτός από κρέατα και αίματα, από λιανισμένα κόκκαλα και σάρκες. Μαζεύτηκαν του χωριού τα σκυλιά κι αρχίσανε με όρεξη να τρώνε. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα.
Μόνον ο Γκέκας δεν έφαγε. Καθόταν σε μια άκρη, κοίταγε γύρω γύρω κι έκανε λυπημένα:
«Κάι, κάι, κάι».
Μα ποιός ακούει, ποιός καταλαβαίνει, ποιός δίνει σημασία σ’ αυτά που λέει ένας σκύλος;

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (178)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Έμπυρος, εμπύρετος, εμπύρρειος κ.λ.π.: σειρά ομόηχων λέξεων με κοινή, διπλή, σημασία – αυτός που είναι πλήρης (έχων καταναλώσει μεγάλες ποσότητες) ζύθου, μα και αυτός που καλά (και εκ πείρας) γνωρίζει τις απολαύσεις που το δημοφιλές ποτό δύναται να χαρίσει στον άνθρωπο


Τριάδα και Γιάννη Κ., που βρήκατε κι εσείς τις λέξεις που είχα ήδη σημειώσει, για την υπενθύμιση, την παρότρυνση και το ενδιαφέρον, ευχαριστώ.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ο Λου Ρίδης (λήμμα από την αντι-Βικιπαίδεια)

Είναι γνωστό και παραδεκτό, ακόμα και από τα «επίσημα» μέσα (βλ. παραπομπή στο τέλος του κειμένου), ότι τα περί γονεϊκής καταγωγής του διακεκριμένου αμερικανού καλλιτέχνη Λου Ρηντ (Lou Reed), είναι κάπως συγκεχυμένα. Ο ίδιος μάλιστα, με τη στάση του, καθώς ούτε απορρίπτει – ούτε και βεβαιώνει τίποτα, δηλώνοντας μάλιστα πως το ζήτημα αυτό αποτελεί μία από τις πολλές πτυχές του παρελθόντος του, για τις οποίες όχι μόνον αδιαφορεί τελείως μα και επιθυμεί να ξεχάσει, ποσώς συνεισφέρει στη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Ωστόσο, ως συνήθως, οι ερευνητές – συντάκτες της αντι-Βικιπαίδειας, έχουν εντοπίσει την αλήθεια, η οποία έχει ως εξής:
Ο Λου Ρηντ γεννήθηκε (όντως) στο Βρούκλυν, Νέας Υόρκης, Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, τη δευτέρα Μαρτίου 1942. Ήταν το τέταρτο από τα πέντε τέκνα της οικογενείας ελληνοαμερικανών δεύτερης γενεάς, Ρίδη. Ο πατέρας του Επαμεινώνδας Ρίδης και η μητέρα του Γαρουφαλλιά Ρίδη (το γένος Γουωρχόλου), ήταν μουσικοί κλασσικής ορχήστρας. Ο πατέρας έπαιζε μπασσατούμπα και η μητέρα βιολαγιασάμπα.
Το πρώτο παιδί του ζεύγους ήταν ο Αλλοΐσιος Ρίδης, που οι γονείς του, του έδωσαν το χαϊδευτικό «Λούϊς». Το δεύτερο ήταν ο Λεωνίδας Ρίδης, με το χαϊδευτικό «Λύο». Το τρίτο παιδί το βάφτισαν Παντελή μα τον φώναζαν «Λη». Το τέταρτο παιδί ήταν ο Λούθηρος Ρίδης ή αλλιώς «Λου» Ρίδης, δηλαδή ο Λου Ρηντ. Μετά έκαναν και κορίτσι που ονομάστηκε Ιουλία, μα τη φώναζαν Λία.
Όλα τα παιδιά, ο Λούϊς, ο Λύο, ο Λη, ο Λου και η Λία, μεγάλωσαν σ’ ένα σπίτι γεμάτο μουσική και έμαθαν από μικρή ηλικία θεωρητικά μουσικά μα και να παίζουν διάφορα όργανα. Ο νεαρός Λου έδειξε ιδιαίτερη κλίση στην κιθάρα. Επίσης, χάρη στο επάγγελμα και τον κύκλο των γονιών τους, παρακολούθησαν αμέτρητα κοντσέρτα μα και τις πρόβες πριν από αυτά και όπως έδειχναν όλα, όλα τα τέκνα Ρίδη θα ακολουθούσαν τα βήματα των γονέων και θα γίνονταν μουσικοί.
Περί την εποχή που ο νεαρός Λου ήταν στην εφηβεία, η οικογένεια Ρίδη έκανε ένα ταξίδι στην πατρίδα Ελλάδα. Εκεί και μετά το πέρας των διακοπών, το ζεύγος Ρίδη συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο. Οι γονείς ανακοίνωσαν στα παιδιά ότι οι σκληροί ρυθμοί της Αμερικής τους είχαν εξουθενώσει και ότι θα επιθυμούσαν πλέον να ζήσουν στην πατρώα γη. Άφησαν στα τέκνα τους να αποφασίσουν ελεύθερα τί θα ήθελαν εκείνα να κάνουν, αφού προηγουμένως τα επληροφόρησαν ότι έχοντας βολιδοσκοπήσει τα στην Ελλάδα τεκταινόμενα περί του μουσικού επαγγέλματος, χάρη και σε συστάσεις και γνωριμίες που η εις την Αμερική δράση τους, τους είχε εξασφαλίσει, έκριναν πως τα παιδιά θα μπορούσαν να βιοπορισθούν ανέτως ως μουσικοί, μα όχι να τύχουν της καρριέρας που πιθανώς να είχαν εις τη Νέαν Υόρκην.
Όλως αναπάντεχα, ο Λούϊς, ο Λύο, ο Λη και η Λία συνεφώνησαν. Μα όχι ο Λου, ο οποίος αμετάπειστος έφυγε, με τις ευχές και την αγάπη της οικογένειας του, πάλι – και για πάντα – για την Αμερική.
Από εκεί και πέρα, οι ερευνητές – συντάκτες της αντι-Βικιπαίδειας δηλώνουν πως λίγο έως πολύ, εξαιρώντας κάποιες λεπτομέρειες, τα όσα καταγγράφονται για τη μετέπειτα ζωή και καρριέρα του Λου Ρίδη, είναι – σε γενικές γραμμές – ορθά και ακριβή.

Βλ. και: http://en.wikipedia.org/wiki/Lou_Reed

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (177)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Η πα πα!: επιφώνημα που εκφράζει απόρριψη, ειρωνεία, άρνηση ή ακόμα και αηδία προς ότι προέρχεται εξ Αμερικής (Γιουνάιντετ Στέητς). Π.χ. «- Πού θα πάτε για φαγητό; Για «μπέργκερς» και για «στέηκς»; Αν θά ‘ρθω; Η πα πα!.... Γιατί; Κατ’ αρχάς για λόγους αρχής. Επιπλέον βρε παιδί μου, έχουν αλλάξει με τα χρόνια τα γούστα μου και τέτοιες γεύσεις μα και το κρέας γενικότερα, δεν τα πολυγουστάρω πια… Αν πάτε καμμιά άλλη φορά για κανά ψαράκι ή κανά μαγειρευτό, ευχαρίστως να ‘ρθω.»

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (176)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Συγγραφεύγας, ο: ο λογοτέχνης συγγραφέας που διαθέτει το ταλέντο, χάρισμα θα μπορούσε να το πει κανείς, με το που ξεκινάς να διαβάζεις το βιβλίο του, να ξεχνιέσαι, να «φεύγεις» από το μάταιο τούτο κόσμο και να χάνεσαι στους δικούς του, φανταστικούς κόσμους.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (175)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Αργαναγνώστης, ο: αυτός που διαβάζει πάρα πολύ αργά. Π.χ. «- Σού ‘πα; Δε σού ‘πα…», «- Τι;», «- Μου πήρε βέβαια μια βδομάδα, αλλά διάβασα τον “Οδυσσέα” του Τζόυς *1», «- Έλα ρε θηρίο, τέτοιο δύσκολο κείμενο και τεράστιο βιβλίο σε μια βδομάδα μέσα;», «- Ε, όχι κι όλο – όλο το βιβλίο….», «- Αλλά;», «- Ε, να: 8 σελίδες από τον πρόλογο του μεταφραστή!», «- Ε, να! κι εγώ λοιπόν!», (πέφτει μούτζα).

Βλ. και λήμμα «Γοργαναγνώστης»

Σημειώσεις:
1) “Ulysses” – James Joyce. Η ελληνική έκδοση του Κέδρου (Αθήνα 1990, μετάφραση Σωκράτη Καψάσκη) είναι πάνω από 800 σελίδες, μεγάλου μεγέθους.

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (174)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Γοργαναγνώστης, ο: αυτός που διαβάζει πάρα πολύ γρήγορα. Π.χ. «Δεν έχω ξαναδεί μεγαλύτερο γοργαναγνώστη από τη Μεταξία τη Μαυρογλαροπούλογλου, που είναι συνάδελφος στο γραφείο. Διάβασε το «Μόμπυ Ντικ»*1 σ’ ένα Σαββατοκύριακο!».

Βλ. και λήμμα «Αργαναγνώστης»
Σημειώσεις:
1) “Moby Dick, or, The Whale” – Herman Melville. Η ελληνική έκδοση του Gutenberg (Αθήνα 1991, μετάφραση Α.Κ. Χριστοδούλου) είναι περίπου 1000 σελίδες.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

White Horse, Fine Old Scotch Whisky (μεταφράζοντας από το χαρτόνι της συσκευασίας)

Το εξαιρετικό, παλιό, σκωτσέζικο ουίσκυ «Γουάιτ Χορς», έχει μία μοναδική, διακριτικά χαρακτηριστική «τρυφώδη» γεύση. Στην καρδιά του μίγματος του, βρίσκονται τρία έξοχα «σινγκλ μωλτ»*1: τα «Κρεηγκελλάχη» *2 και «Γκλεν Έλγιν» *3 από το Σπεησάιντ *4 και «Λαγκαβούλιν»*5 από τη νήσο Άισλεη*6.
Η δημοφιλία του «Γουάιτ Χορς» βασίζεται στα υψηλά πρότυπα ποιότητας που καθιερώθηκαν από το δημιουργό του, Πήτερ Μακί *7.
Του έδωσε το όνομα «Ουάιτ Χορς» (λευκός ίππος), που είχε το ομώνυμο ιστορικό χάνι του Εδιμβούργου που βρισκόταν στη γη της οικογένειας Μακί.
Από την εμφάνιση του στην αγορά, έως σήμερα, το «Γουάιτ Χορς» έχει γίνει ένα από τα πιο δημοφιλή ουίσκυ στον κόσμο. Το απολαμβάνουν σε πάνω από 100 χώρες και έχει κερδίσει πλήθος βραβείων αριστείας.



Σημειώσεις:

1) Single malt whisky: http://en.wikipedia.org/wiki/Single_malt_Scotch
2) Craigellachie Single Malt Scotch Whisky: http://www.scotchwhisky.net/malt/craigellachie.htm
3) Glen Elgin Single Malt Scotch Whisky: http://en.wikipedia.org/wiki/Glen_Elgin
4) Speyside (Strathspey): περιοχή της Σκωτίας παρά τω ποταμώ Σπέη (Spey), φημισμένη για τα αποστακτήρια ουίσκυ και τα εκεί παραγόμενα προϊόντα - http://en.wikipedia.org/wiki/Strathspey,_Scotland
5) Lagavulin Single Malt Scotch Whisky: http://en.wikipedia.org/wiki/Lagavulin_Single_Malt
6) Islay: νήσος της Σκωτίας, άλλως γνωστή ως η βασίλισσα των Εβριδών - http://en.wikipedia.org/wiki/Islay
7) Sir Peter Mackie: http://www.whisky.com/brands/white_horse_brand.html

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (173)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ικεότητα, η: το αίσθημα που έχει κανείς όταν μπαίνει σ’ ένα σπίτι και νοιώθει πολύ σαν όλα να είναι κάπως γνωστά, νοιώθει πολύ… «ικέα» (βλ. και λήμμα «Κατικέα»).

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Φιάλες


Λόγω του επαγγέλματος που ασκώ, συνεχεία των σπουδών μου (σπούδασα και υποδύομαι –για βιοποριστικούς λόγους-, τον μηχανικό βιομηχανικών αυτοματισμών), επισκέπτομαι συχνά εργοστασιακές μονάδες βιομηχανικής παραγωγής διαφόρων προϊόντων.
Μεταξύ άλλων, έχω επισκεφθεί υαλουργίες. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς το πυρακτωμένο, ρευστό γυαλί που χύνεται στα καλούπια των μπουκαλιών, που αμέσως ανοίγονται και για μερικά κλάσματα δευτερολέπτου η ύλη του γυαλιού ιριδίζει με υπέροχα χρώματα, σε απίθανα σχήματα, πριν κρυώσει και στερεοποιηθεί τελείως. Στη συνέχεια τα μπουκάλια τακτοποιούνται και συσκευάζονται. Πολλά μπουκάλια. Εκατοντάδες, χιλιάδες, αμέτρητα μπουκάλια.
Επίσης, μεταξύ άλλων, έχω επισκεφθεί ζυθοποιΐες, οινοποιΐες, ποτοποιΐες διάφορες. Εκεί, τα μπουκάλια –που λέγαμε- γεμίζονται με τα διάφορα ποτά. Μετά σφραγίζονται, ετικεττάρονται, τακτοποιούνται και συσκευάζονται. Πολλά μπουκάλια. Εκατοντάδες, χιλιάδες, αμέτρητα μπουκάλια.
Ε, το λοιπόν κι εγώ, από μια αίσθηση …χρέους να το πούμε; …αρμονίας να το πούμε; …ισορροπίας;, τέλος πάντων για να κλείσει ο κύκλος βρε αδερφέ και να ξεκινήσει απ’ την αρχή, ε! φροντίζω να αδειάζω τα μπουκάλια. Πολλά μπουκάλια. Εκατοντάδες, χιλιάδες, αμέτρητα μπουκάλια.
Χα! χα! χα!

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Χο Τσι Μινχάουζεν


Χο Τσι Μινχάουζεν (από το σχετικό λήμμα, στη Βιετναμπαίδεια): ο διακεκριμένος πολιτικός ηγέτης Χο Τσι Μινχ, είχε μία ιδιότητα η οποία δεν είναι καθόλου γνωστή καθ’ ότι έχει σκοπίμως κι επιμελώς αποσιωπηθεί – ήταν μεγάλος ψεύτης! Μάλιστα! Μυθομανής, τερατολόγος, παραμυθάς από τους λίγους. Ο ίδιος θεωρούσε την πτυχή αυτή της προσωπικότητας του, δώρο θεού και σπουδαίο ταλέντο, το οποίο μάλιστα με συνέπεια μα και ενθουσιασμό ασκούσε στην πράξη, φλομώνοντας στο ψέμμα συγγενείς, γνωστούς, φίλους, συναδέλφους, πολιτικούς συνεργάτες και αντιπάλους, τόσο στο Βιετνάμ, την πατρίδα του, όσο και διεθνώς! Μελέτησε με πάθος τη ζωή και το έργο των, ανά τον κόσμο και τους αιώνες, ομοτέχνων του, π.χ. του Λουκιανού, του Αισώπου, του Χότζα Νασρεντίν, του Πινόκιο και βέβαια του διάσημου βαρώνου, προς τιμήν του οποίου τροποποίησε το ψευδώνυμο του (το πραγματικό του όνομα ήταν Νκιεν Σιν Κουνγκ) σε Χο Τσι Μινχ –άουζεν, απαιτώντας από όλους να τον αποκαλούν με αυτό. Όλα αυτά βέβαια, η «επίσημη» ιστορία, κατασκευασμένη (και όχι καταγεγραμμένη) από αρτηριοσκληρωτικούς ακαδημαϊκούς, τα εξωραΐζει ή ακόμα και τα εξαφανίζει. Δες π.χ.:
http://en.wikipedia.org/wiki/Ho_Chi_Minh

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Φεγγαράκι μου λαμπρό (η παράφραση του λυκάνθρωπου)

Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
έξω απ’ το παράθυρο

να ακούω τη δασκάλα στα παιδιά
να τους λέει τα γράμματα
γράμματα σπουδάματα
του θεού τα πράματα

το φριχτό μου ουρλιαχτό
τους παγώνει το μυαλό
σπάω το παράθυρο
και μέσα χιμώ

Μια λιγνή κοπελλίτσα, με κοτσίδα και γυαλιά τόσο τρομαγμένη μα που πασχίζει να κρατηθεί ψύχραιμη και σοβαρή, πρώτη της δουλειά πρέπει να είναι, μόλις έχει βγει απ’ τη σχολή. Σκούζουν τα παιδάκια πανικόβλητα, σφίγγουνται τό ‘να πάνω στ’ άλλο και μαζεύουνται πίσω της όπως τα κλωσσόπουλα πίσω από την κλώσσα, στριμώχνουνται όλοι στη γωνία της αίθουσας και η δασκαλίτσα στέκει μπροστά και με κοιτάει με πείσμα (θράσος που τό’ χει μα την αλήθεια!) κι απλώνει μπροστά τα χέρια της, λες για να με απωθήσει. Μια απότομη, ανάστροφη κίνηση του χεριού – ποδιού μου, τα χεράκια κόβουνται (σπάνε τα κόκκαλα σαν ξυλαράκια) αποχωρίζονται από το σώμα και πέφτουν το ένα στο πάτωμα της αίθουσας και τα’ άλλο πάνω σ’ ένα θρανίο. Ταυτόχρονα, ένα από τα τεράστια, γαμψά, σκληρά σα σίδερο και κοφτερά σα νυστέρι νύχια μου, της κόβει την καρωτίδα αρτηρία. Το αίμα τινάζεται ζεστό, σαν πίδακας ξεχύνεται, ανοίγω το στόμα μου, το δέχομαι μέσα με απόλαυση, το πίνω αχόρταγα. Το φως σβήνει απ’ τα μάτια της, το σφάγιο σωριάζεται κάτω. Τα παιδάκια τώρα έχουν σωπάσει, κάποια με κοιτούν με απόγνωση, τα πιο πολλά έχουν κλείσει τα μάτια. Πόση σάρκα! Φρέσκια, νεανική, παιδική, αγορίστικη, κοριτσίστικη, πόσα μικρά στηθάκια, πόσες κοιλίτσες, πόσα μπουτάκια, μικρά πνευμόνια και νεφρά, πόσες καρδούλες, πόσα αμελέτητα και πόσα παϊδάκια, γλωσσίτσες και ματάκια και μυαλά…. Πανδαισία!
Μια ώρα περίπου μετά, λουσμένος στο αίμα, πηδώ πάλι απ’ το παράθυρο έξω. Δεν έχει ακόμα φανεί φως. Το φεγγάρι στέκει περήφανο στον ουρανό. Το κοιτώ και πάλι του μιλώ:

Φεγγαράκι μου λαμπρό
υψώνω τη μουσούδα μου και σε χαιρετώ
Α! μα την αλήθεια
αυτό ήταν μακελειό!

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (172)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Σουηινδία, η: εσχάτως αυτοανακηρυχθέν ανεξάρτητο κρατίδιο (φανταστικό), στα βάθη της Ασίας ηπείρου, ενδεχομένως και μικρό νησί. Την πρωτοβουλία είχαν οι γηγενείς ιθαγενείς, μετά από παρότρυνση των μελών της εκεί παροικίας βορρειοευρωπαίων, που έχουν από καιρού πολλού εκεί εγκατασταθεί, βρίσκοντας τον επί γης Παράδεισο. Η ονομασία είναι (προφανώς), συμβολική και τιμητική όπως άλλωστε και ο τίτλος της «υπουργού εξωτερικών και πρέσβειρας καλής θελήσεως της Σουηινδίας», για την Κυρία ιδρυτή της παροικίας, που πρώτη ήρθε εδώ και έφερε και τους υπολοίπους. Εκείνη, αποδεχόμενη την τιμή και τα καθήκοντα, παρέλλαξε – εις αναγνώριση – το όνομα της και λέγεται πια «Ίντιγκμαρ Μπεργκμανγκάντι».

Ευχαριστώ Σωτήρη για την αρχική λέξη που γέννησε το λήμμα

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (171)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ατιμομάγειρας, ο: σεφ απατεώνας που δε σέβεται τον εργοδότη του, τους πελάτες του, τους συνεργάτες του, το επάγγελμα του το ίδιο. Παραγγέλνει, για να επιτελέσει την υψηλή του τέχνη, υλικά πρώτης ποιότητος που σε συνεργασία με λαμόγιο συνεταίρο, τα ανταλλάσει με άλλα δευτέρας ή και τρίτης η κι ακόμα χειρότερα και καρπώνονται την αξιοσέβαστη διαφορά. Φτου σας ρε!

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (170)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα
Καρδιενάλιος, ο: αυτός που έχει γεννηθεί και/ή μεγαλώσει σε μέρος παράλιο, εξ’ ου και μ’ όλη την καρδιά του αγαπά, σε βαθμό λατρείας και μ’ όλες τις αισθήσεις του, τη θάλασσα: το γαλάζιο χρώμα της και τ’ ασημένιο κάτου από τον ήλιο και μενεξελί το δειλινό, την αρμύρα της, το ιώδιο της, τα πότε ζεστά, πότε δροσερά, πότε κρύα τα νερά της, τον αχό της όταν είναι ανταριασμένη και το φλοίσβο, όταν ήσυχη. Π.χ. «- Θυμάστε παιδιά τον πρώην συνάδελφο – και πια μακαρίτη – Φίλιππο Λιμνοκηπουρό; Αυτός κι αν ήταν καρδιενάλιος! Που λέτε, μια φορά – πάνε χρόνια -, μια ομάδα από το Τμήμα μετέβει επί ένα τετράμηνο για επιτόπου έρευνες και αποτυπώσεις σε ένα από τα απώτατα χωριά του κεντρικού ορεινού όγκου στην Παρνασσπίνδο. Σε έναν πανέμορφο οικισμό με πέτρινα σπίτια, περιτριγυρισμένο από ένα υπέροχο, παρθένο, παραμυθένιο δάσος δένδρων ελάτης. Είχαμε όλοι ενθουσιασθεί εκτός από τον Φίλιππο, όπου κοίταε τριγύρω θλιμμένος κι όλο στέναζε:», «- Ωωωχ! Ωωωχ!», «- Γιατί;»… τόνε ρωτάγαμε, «- Μα τι δουλειά έχω εγώ εδώ;»… αποκρινόταν, «- Τι θέλει ο ενάλιος στα κωνοφόρα;», «- Αμάν πια βρε παράξενε!»… τον πείραζαν τα κορίτσια. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε εκδρομές και πεζοπορίες στο δάσος. Ο Φίλιππος δεν ακολουθούσε. Τραβούσε μόνος κατά πάνου, κει που άρχιζε η αλπική ζώνη του βουνού, χωρίς δένδρα, και χανόταν κει, στα βραχοτόπια. Απορούσαμε τι κάνει; Πού πάει; Η απορία μας λύθηκε στις γραμμές του κειμένου της αποχαιρετιστήριας επιστολής που μας έστειλε με η-μέηλ, όταν άφησε τη δουλειά: «…- Και για να σας λύσω φίλοι την απορία, έγραφε, για τότε που δουλεύαμε στο βουνό, θυμάστε; Θα σας πω πού πήγαινα μονάχος και δε σας ακολουθούσα. Είχα βλέπετε εντοπίσει μια κορφή στα ανατολικά. Εκεί σκαρφάλωνα. Γιατί από κει μπορούσα να Τη δω! Ω! να Τη δω κάτω εκεί, ν’ απλώνεται γαλάζια! Πόσο Την κοίταζα, ώρα πολύ, αχόρταγα…. Και ξέρετε;…… Της μιλούσα κιόλας…σαν ερωτευμένος Της μιλούσα. Ω! λόγια που της έλεγα:
Να σ’ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτα μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νά ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από του μάβρους κολασμένους……»*,
«- Ο καημένος ο Φίλιππος, 3 μήνες μετά αυτοκτόνησε».
* Σημ. Ανερυθροίαστα και αδιάλλειπτα κλέπτων, πλην όμως τα κλοπιμαία δηλών, αμεταμεληθείς και – πάντα- αμελητέος: πρώτη και προτελεφτέα και τελεφτέα στροφή της «Θάλασσας» του Κώστα Βάρναλη.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Με αφορμή τις απαριθμήσεις του ιστολογίου 300σα κι 100το: σκέψεις και διαπιστώσεις περί ποιότητος και ποσότητος

Υπάρχουν, φίλοι και επισκέπτες του ιστολογίου, και είναι αυτό βέβαιο, εξακριβωμένο και καταγεγραμμένο, υπάρχουν λέω άνθρωποι που νοιάζονται κυρίως για την ποιότητα και άλλοι για την ποσότητα. Εγώ και είναι αυτό βέβαιο, εξακριβωμένο και καταγεγραμμένο, ανήκω σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία. Ουδέποτε υπήρξε για μένα η ποιότης ζήτημα σημαντικό. Η ποσότης όμως ανέκαθεν. Σε όλες τις εκφάνσεις του ανωφελούς μου βίου. Και στα πρακτικά, τα καθημερινά, τα των συνηθειών και λοιπά..... φερ' ειπείν φαΐ, πιοτό, γεννετήσια ερωτικά και τέτοια. Αλλά και στα πιο αφηρημένα, τις τέχνες, τις αισθήσεις, τις σκέψεις και λοιπά..... λόγου χάρη τα λογοτεχνικά, τα μουσικά, τα εικαστικά, τα θεατρικά, τα φιλοσοφικά και άλλα.
Είναι αγαπητοί αναγνώστες η ποσότης που πληρώνει το μέσα μου κενό - η ποιότης ήταν και θά 'ναι πάντα, ζήτημα δευτερεύον. Θα τό 'χετε άλλωστε αυτό παρατηρήσει, όσοι από σας (μα αν είναι δυνατόν - υπάρχουν τέτοιοι;) επισκέπτονται συστηματικά αυτό το ιστολόγιο.
Ε, βάσει τούτων, σήμερα χαίρουμαι - μα την αλήθεια, χαίρουμαι πολύ και καμαρώνω που τούτο μου το πόνημα συμπληρώνει 300σες απ' αρχής του δημοσιεύσεις και ταυτοχρόνως 100το δημοσιεύσεις μέσα στο χρόνο που διανύουμε.
Ω! πώς χαίρουμαι αναγνώστες με κάτι τέτοια!
Γιατί είμαι τέτοιος.
Ευχαριστώ για την καταννόηση.
Χ.Δ.Τ.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (169)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Τριχωντρός, ο: άνθρωπος υπέρβαρος, παχύτατος και ταυτόχρονα εξαιρετικά δασύτριχος που μοιάζει με γορίλλα, ωστόσο σε μερικές (ή μερικούς) αρέσει μα όπως όλοι ξέρουμε: περί ορέξεως λόγος ουδείς. Π.χ. "- Ρε σεις, βλέπουν τα ματάκια σας αυτό που βλέπουν και τα δικά μου; Ρε σεις τί κάνει η Κορφοζαρτιέρα με τον Μοσχοβούβαλο, βόλτα χέρι χέρι;", "- Καλά, δεν τά 'μαθες; Έχουνε σχέση εδώ και λίγο καιρό.", "- Μα δεν είναι δυνατόν ρε παιδιά! Η ωραία και το τριχωντρό τέρας δηλαδή;", "- Λέει ότι την κέρδισε με τους λεπτούς τρόπους, την παιδική ψυχή και την τρυφερότητα του.", "- Μάλιστα. Ε, οι γκόμενες είναι τρελλές. Πάει, τελείωσε".

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (168)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Πορόθυμος, ο: ο ασύλληπτα θυμωμένος άνθρωπος, που ο θυμός ξεχειλίζει από κάθε του πόρο. Π.χ. "- Τί; Είχες πάρει -χωρίς να ρωτήσεις- από τη βιβλιοθήκη του κυρίου Πελαγοπόντικα, βιβλίο πολύτιμο που με καμάρι σου είχε δείξει και τό 'χασες και ρωτάς αν θα θυμώσει; Μπα, όχι καημένη. Καλό βέβαια τώρα είναι εσύ να πας διακοπές. Κάπου μακριά. Πολύ μακριά. Και για καιρό. Πολύυυ καιρό. Άκου να σου πω: καλός καλός ο Πελαγοπόντικας, αλλά άμα του πειράξεις τα βιβλία του γίνεται Τούρκος. Εξαφανίσου λοιπόν πριν το καταλάβει κι έρθει να σε βρει πορόθυμος".

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (167)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Συαγγραφέας, ο: ο συγγραφέας που έχει χρόνια να γράψει έστω και μία παράγραφο, αντιμετωπίζοντας ανυπέρβλητη δυστοκία και ανείπωτη «εμπνευσόχη» (βλ. λήμμα). Βρίσκει ωστόσο το σθένος να αναγνωρίζει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, που μάλλον πια αυτή τον ορίζει και όχι η πάλαι ποτέ ιδιότητα του και δηλώνει πλέον: ….(λήμμα το παρόν).

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (166)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!».

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (165)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Ξεκωλαλίζω: «λαλίζω» (= «λαλάω», δηλ. τρελλαίνομαι), από τις νεαρές υπάρξεις με «ενθουσιώδη» συμπεριφορά και «γενναιοδωρία» μεγάλη, ως προς την προβολή των σωματικών προσόντων τους, που βλέπω γύρω μου π.χ. στην πλαζ το καλοκαίρι, σε μεγάλο ντανς κλαμπ ή ακόμα και στο δρόμο!

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (164)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Αναλογοζυγίζομαι: μετρώ το σωματικό μου βάρος με μηχανικούς ζυγούς (π.χ. πλάστιγγα) και όχι ηλεκτρονικές ζυγαριές. Π.χ. «- Μα….. ξέρεις τί αναλογίζομαι;», «- Όχι. Τί;», «- Ότι το πρόβλημα είναι αυτές οι ψεύτικες, κινέζικες, φθηνές, ψηφιακές σου λέει….. καλά τώρα!, ζυγαριές δαπέδου που ζυγίζομαι. Ακούς φίλε μου να δείχνουν ότι έχω πάρει 27 κιλά! Λοιπόν, στο εξής θα αναλογοζυγίζομαι! Θα πάω στο φαρμακείο του κυρίου Αντρέα, στην πλατεία. Έχει μία καταπληκτική, μηχανική ζυγαριά, κατασκευής 1950 αλλά ακριβέστατη λέμε.», «- Ε, πήγαινε!», …………………………………………. «- Λοιπόν; Τί έγινε;», «- Ε, πήγα.», «- Και;», «- Ε, αυτή η ζυγαριά έδειξε ότι έχω πάρει 28 κιλά!», «- Σώπα!», «- Α, κάτι δεν πάει καθόλου καλά!», «- Να σου πω;», «- Ε, τί;», «- Σε γεφυροπλάστιγγα έχεις πάει;», «- Ρε, δεν πας στο διάολο;».

Ευχαριστώ Βαγγέλη για τη λέξη

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (163)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Μουνοπραγίδα, η: εκπάγλου καλλονής νεαρή γυναίκα, εθνότητος από την πρώην Τσεχοσλοβακία – νυν Τσεχική Δημοκρατία, κάτοικος της υπέροχης πρωτεύουσας της χώρας, πόλης Πράγας και εξασκούσα το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου με πελάτες – αποκλειστικά σχεδόν – τουρίστες, οι οποίοι βρίσκουν συχνά τον εαυτό τους να έχει υποπέσει σε παγίδα, καθ’ ότι οι υπσχεθείσες «υπηρεσίες» δε στάθηκαν αντάξιες του τσουχτερού αντιτίμου. Μα από την άλλη…… «Σεξοτουρισμό ήθελες κύριε; Ε, πλήρωνε τώρα!.......»

Ευχαριστώ Κοσμά για τη λέξη

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (162)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Βολικάνθρωπος, ο
: άνθρωπος χωρίς εξεζητημένα γούστα και ιδιαίτερες απαιτήσεις, προσαρμόζεται εύκολα, εγκλιματίζεται γρήγορα, δε ζητά πολλά κι αρκείται σε λίγα κ.ο.κ. Π.χ. «- Αμ…… νά ‘ταν όλοι σαν τον κύριο Δροσοπασσά, αυτόν τον βολικάνθρωπο στο σύλλογο, δε θα παραιτιόμουνα από πρόεδρος. Μα δεν αντέχω πια, με το μακρύ και το κοντό του καθενός, καταλαβαίνεις; Μπούχτισα!».

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Ιχ μπέμπε

(μια μικρή πικρή ιστορία)

Παραλλαγή μιας σημείωσης του συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη για το ομώνυμο βιβλίο του (Ich bebe), όπως δημοσιεύεται στον ιστότοπο του (www.triaridis.gr) και μεταφέρεται εδώ, με δικά μου λόγια.

Ο περιώνυμος Γερμανός φιλόσοφος, Φρειδερίκος Νίτζε (Friedrich Wilhelm Nietzsche, 1844 – 1900), ετελεύτησε μετά από πολυετή ασθένεια (παραλυτική ψυχική διαταραχή), κατά τη διάρκεια της οποίας απώλεσε πολλές από τις σωματικές και διαννοητικές του (τί άδικο για έναν γίγαντα του νου) ικανότητες.
Η ηλικιωμένη μητέρα του που τον περιέθαλπε, μια μέρα που μπήκε στο δωμάτιο και τον είδε ανήμπορο και θλιμμένο στο κρεββάτι, λύγισε και τον ρώτησε:
«- Αχ! ζον, λιμπστ ντου μιχ νιχτ μερ;» *1
Και ο, σχεδόν παράλυτος, φιλόσοφος, τρέμοντας σύγκορμος την κοίταξε και της απάντησε με δυσκολία:
«- Αχ! μάμα, ιχ μπέμπε...!»*2
Η γριά γερμανίδα μάνα στράφηκε και βγήκε απ’ το δωμάτιο, μην τη δει που βούρκωσε από στεναχώρια και απελπισία, που δε μπορούσε ο γιος της πια ούτε μια απλή λέξη (« Ιχ λίμπε»*3) να αρθρώσει.


Σημ.
1) γερμανικά: «Ach Son, liebst du mich nicht mehr?» (Αχ! γιε μου, δε μ’ αγαπάς πια;)
2) γερμανικά: «Ach Mama, ich bebe» (Αχ! μητέρα, τρέμω!)
3) γερμανικά: «Ich liebe» (Aγαπώ!)

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Κανείς

Σάββατο πρωί. Ημέρα για διάφορες δουλειές και ψώνια που δεν πρόλαβαν να γίνουν μες στην εβδομάδα. Ημέρα τροφοδοσίας. Στο χασάπικο, στο ψαράδικο, στο σούπερ μάρκετ, στη λαϊκή αγορά της οδού Καλλιδρομίου. Και τέτοια.
Ένα Σάββατο πρωί λοιπόν, πήγαινα στο κατάστημα αλληλέγγυου εμπορίου, που βρισκόταν κοντά στην πλατεία Εξαρχείων. Στο συγκεκριμένο πουλούσαν προϊόντα καφέ, τσάι, ζάχαρη, σοκολάτες. Σύμφωνα με τις αρχές του αλληλέγγυου εμπορίου, τα προϊόντα και οι πρώτες ύλες αγοράζονταν από τους παραγωγούς σε αξιοπρεπείς (και όχι εξευτελιστικές τιμές) και μετά από την παρέμβαση των ελάχιστων δυνατόν μεσαζόντων, για την επεξεργασία, τυποποίηση κ.λ.π., διατίθεντο στην αγορά, μέσω ενός μη εκτεταμένου δικτύου καταστημάτων – δε μπορούσες άρα να βρεις αλληλέγγυα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ ή στο μπακαλικάκι της γειτονιάς. Μάλιστα, στα λίγα αυτά καταστήματα, οι υπάλληλοι εργάζονταν εθελοντικά και το ωράριο λειτουργίας ήταν μειωμένο. Οι «περιορισμοί» αυτοί, εμένα δε με ενοχλούσαν καθόλου. Βλέπετε, είχα γεννηθεί και μεγαλώσει και ζούσα ακόμα στο κέντρο της πόλης κι είχα συνηθίσει «να τα έχω όλα μέσα στα πόδια μου». Επιπλέον η τιμή ήταν λίγο μόνο ακριβότερη από τα βιομηχανικά αντίστοιχα προϊόντα και η ποιότητα αισθητά καλύτερη. Για τους λόγους λοιπόν αυτούς, είχα συνηθίζει να αγοράζω τον καφέ και τις σοκολάτες μου από κεί.
Έφθασα που λέτε στο μαγαζί, μπήκα μέσα. Ένας κύριος προηγείτο, έβλεπα την πλάτη του. Και στο βάθος, γύρω από ένα τραπέζι κάθονταν μερικοί αλληλέγγυοι, εθελοντές υπάλληλοι του καταστήματος και κάποιοι αλληλέγγυοι φίλοι τους και έπιναν αλληλέγγυο καφέ και τσιμπολογούσαν αλληλέγγυα μπισκότα και βουτήματα. Μας κοίταξαν και τους δύο, τον κύριο και μένα ερωτηματικά, κάποιος τους σηκώθηκε μα πριν πει «παρακαλώ», ο κύριος μπρος μου άρχισε ένα χαμηλόφωνο τροπάριο, δεν άκουγα τί έλεγε, μα με τόσο γνωστό τόνο και ύφος που αμέσως κατάλαβα ότι δεν είχε έρθει εδώ για να ψωνίσει μα για να ζητιανέψει – αυτός ήταν ο τόνος και το ύφος που ήξερα καλά. Ξέρετε, σ’ αυτήν τη γειτονιά πού ‘χα γεννηθεί και μεγαλώσει, παρεπιδημούσαν πλήθος τζανκίς που συστηματικά επαιτούσαν για «να φάνε κάτι», «να αγοράσουν εισιτήρια λεωφορείου», «να βάλουν βενζίνη στο μηχανάκι», «για να πάρουν φάρμακα», αλλά βέβαια όλα αυτά ήταν δικαιολογίες καθώς το μόνο που ενδιαφέρει έναν τζανκί είναι να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του και μόνον.
Ο αλληλέγγυος υπάλληλος αρνήθηκε, οφείλω να πω ευγενικά, κι ο άνθρωπος αργά κι απελπισμένα, άρχισε να στρέφεται προς την έξοδο. Τον πρόσεξα καλύτερα. Ήταν μεν πτωχοντυμένος, αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο στην όψη του που να πρόδιδε την έξη που είχα φαντασθεί. Άρα κάποιος άπορος ίσως, ποιός ξέρει. Τη στιγμή που διασταυρωθήκαμε ψιθύρισε με μια κλαψιάρικη φωνή: «Κανείς δε με βοηθάει» και βγήκε, έφυγε.
«Παρακαλώ;» είπε τώρα ο αλληλέγγυος υπάλληλος. «Μμμμμμ;». «Παρακαλώ κύριε, τι θα θέλατε;». «Εεεεε, ναι, θά ‘θελα ……. εεε, δύο πακέττα καφέ φίλτρου και τρεις σοκολάτες μπίττερ». Πήρα τα πράγματα μου, πλήρωσα κι έφυγα. Και σκεπτόμουν σε όλον το δρόμο της επιστροφής: κι αν έλεγε αλήθεια αλληλέγγυοι φίλοι, ο άνθρωπος; Τότε;

Τότε, όλοι μας, και σεις και γω, θα βρεθούμε μαζί πάλι και στο διηνεκές. Και τα πιο απομακρυσμένα σημεία σ’ αυτούς τους σκοτεινούς, σπηλαιώδεις, υπόγειους κόσμους δε θα φτάνουν να φωτίσουν οι φωτιές που θα καίνε κάτω από τα καζάνια μας. Όμως θα φτάνουν ως εκεί, αντηχώντας, οι φωνές μας, απεγνωσμένες, γοερές: «Κανείς δε μας βοηθάει, κανείς δε μας βοηθάει!».

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (161)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Χαροπά: επίρρημα (προσοχή στην ορθογραφία) – πεισιθανάτια, πένθιμα, νεκρικά κ.τ.λ. αλλά και αντίστοιχο επίθετο. Π.χ. «- Η τελευταία μου ανάμνηση από τον Χ.Δ.Τ., συγγραφέα του (ομωνύμου) Πλαθολογίου Λέξεων; Μα….. το χαροπό του πρόσωπο φυσικά, όταν άνοιξαν το φέρετρο και τον είδα για τελεφτέα φορά!».

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

…voi ch'entrate

Ποιός, ποιά, ποιοί… τί είστε σεις που μπαίνετε δω μέσα και ανεβαίνει ο απαριθμητής επισκέψεων του ιστολογίου;

Μα την αλήθεια, απορώ.

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (160)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Γυμνιστική, η: γυμναστικές ασκήσεις και παντός είδους αθλοπαιδιές που εκτελούνται από εκ πεποιθήσεως ή περιστασιακούς γυμνιστές λουόμενους, τους καλοκαιρινούς μήνες. Το αποτέλεσμα είναι μερικές φορές κάπως γελοίο, π.χ. όταν παίζουν ρακέτες ή μπητς βόλλευ και διάφορα…. προεξέχοντα μέλη κινούνται ανεξέλεγκτα περαδωθεπανωκάτω.

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (159)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Γαμοίστρος, ο: μερικές φορές καθώς λένε (και σωστά), τα λόγια είναι περιττά. Ακόμα κι όταν πρόκειται για την ερμηνεία λήμματος του Πλαθολογίου και για παράδειγμα χρήσης του. Διότι βλέπετε, εσχάτως, στις διάφορες κριτικές για το «Πλαθολόγιο Λέξεων Χ.Δ.Τ.», έχουν αρχίσει να διατυπώνονται απόψεις για «ροπή προς την πορνογραφία», για «πιθανή έλλειψη σεξουαλικής αυτάρκειας», για «γενετήσιες εμμονές», «μη ισορροπημένη λίμπιντο» αλλά και «ενδεχόμενη μη ισορροπημένη πνευματική κατάσταση του γράφοντος, γενικώς» και τέτοια άλλα. Ε, λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες, ο γράφων απερίφραστα δηλώνει πώς όλους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς τους θεωρεί απολύτως… ακριβείς. Και αποδέχεται τις μομφές μετά βδελυγμίας… για τον εαυτόν του. Εν πάσει περιπτώσει και για λόγους τάξεως:
… η ιδιαιτέρως έντονος και ζωηρά, περί τα ερωτικά, επιθυμία. Π.χ. Διακατεχόμενος από ακαταμάχητο γαμοίστρο ο Χ.Δ.Τ., πλησίασε την……. κ.τ.λ.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Το Μόναχο

Αυτό δε μπορώ να το καταλάβω τί σημαίνει αγαπητοί αναγνώστες. Όχι πως είναι το μόνο. Κάθε άλλο. Πάμπολλα μου είναι ακαταννόητα. Και ερωτήματα έχω συνεχώς. Για ορισμένα εξ’ αυτών (ολίγα) ψάχνω (σπανίως) απαντήσεις. Και για ολίγιστα, για ελάχιστα, τις βρίσκω. Αλλά πιο συχνά όχι. Βλέπετε, δεν είμαι ο άνθρωπος των απαντήσεων. Οι ερωτήσεις μου φαίνονται πιο συναρπαστικές. Και εάν είναι κομψά διατυπωμένες με τέρπουν περισσότερο. Έλεγα λοιπόν πως δε μπορώ να καταλάβω τί δουλειά έχει η ιστορική γερμανική πόλη και πρωτεύουσα της Βαυαρίας, στους στίχους ενός ελληνικού δημοτικού τραγουδιού:

«…………………………….
Όλα τα πουλάκια βρ' αμάν- αμάν όλα τα πουλάκια ζυγά - ζυγά
Όλα τα πουλάκια ζυγά - ζυγά τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.
Τό 'ρημο τ' αηδόνι βρ' αμάν - αμάν τό ' ρημο τ'αηδόνι το Μόναχο
Τό 'ρημο τ' αηδόνι το Μόναχο περπατεί σε κάμπο με τον αητό
……………………………..»

Παράξενο δεν είναι;

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Πρώτη σημείωση στο καινούριο Μόλσκιν*

Σήμερ’ ανοίγω καινούριο τεφτέρι
μακάρι έτσι η ζωή να τα φέρει
που ως τόσο φτάσει να ζήσω
που κι αυτό να λόγια γιομίσω



* Σημ.: www.moleskine.com

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Χαρωπά (παραλλαγή)

Χαρωπά το κεφάλι μου χτυπώ
χαρωπά το κεφάλι μου χτυπώ
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
το κεφάλι μου στον τοίχο το χτυπώ

Χαρωπά τις φλέβες μου τις κόβω
χαρωπά τις φλέβες μου τις κόβω
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
χαρωπά τις φλέβες κόβω εγώ

Χαρωπά απ’ την ταράτσα μου πηδώ
χαρωπά απ’ το μπαλκόνι μου πηδώ
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
χαρωπά πηδώ και πέφτω στο κενό

Δέκα κούτες χαρωπά χαπάκια παίρνω
δέκα κούτες χάπια παίρνω εγώ
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
δέκα κούτες χάπια παίρνω με νερό

Χαρωπά θα ουρλιάξω δυνατά
χαρωπά θα σκούξω γοερά
μια και είμαι εγώ παιδί
που δεν ξέρω να γελώ
κι άμα θες ξαναρχίζω να θρηνώ.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (158)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Εικόσαυρο, το
: παρ’ ότι ακούγεται ως είδος προϊστορικού ερπετού της Ιουρασσείου περιόδου, ωστόσο πρόκειται για λέξη της αργκώ, των ανθρώπων της πιάτσας, αναφερόμενη στο χαρτονόμισμα των είκοσι Ευρώ. Π.χ. «- Πειδής ‘σαι καλός και τσίφτης άνθρωπας, θα σε ξεπερετήσω ρε Μανούσακα και μάλιστα σχεδό δωρεά. Δώσε δυο εικόσαυρα κι είμαστε φίνα!».

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (157)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Αξιομνημονευτοπεριεργοδιοτροποφοβερό, το: πολυσύνθετη λέξη που εκφράζει, σε υπερθετικό βαθμό, την ιδιαιτερότητα καταστάσεων, γεγονότων, όντων, αντικειμένων κλπ.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ο καπνιστής II *

Ο καπνιστής καπνίζει
παφ πουφ, παφ πουφ
ο βιολιστής βιολίζει
στο παγκάκι Παγκανίνι
μαέστρο Νικολό, για μόνο
το δικό σας οβολό
ο σφυριχτής σφυρίζει
φιρουλί φιρουλό
ο βαδιστής βαδίζει
εν δυο, εν δυο
ο γεμιστής γεμίζει
ο σαλπιγκτής σαλπίζει
τουρουρού, τρουλουλού
στα τείχη της Ιεριχούς κι αλλού
ο ζυγιστής ζυγίζει
τετρακόσα μια
δράμια στην οκά
ο ναζιστής..
ο σαδιστής..
ο φασιστής..
ο βιαστής..
γαμώ το κέρατό τους
ψοφίμια οξαποδώ
και ο ληστής ξαφρίζει
ο μπαρμπέρης μπαρμπερίζει
ο μεθυστής μεθύζει
ο μυριστής μυρίζει
ο υβριστής υβρίζει
ο νομιστής νομίζει
ο εξορκιστής ξορκίζει
ο Ασιάτης ρύζι
ο μάγειρας το βράζει στον ατμό
ο θεριστής θερίζει
και ο Ζορρό ζορίζει
τους άλλους και μα
τον ίδιο του εαυτό
ο χαριστής χαρίζει
κι ο ζωγράφος ζωγραφίζει
το μοντέλο που ποζάρει του γυμνό
κι ο δανειστής δανείζει
και η κότα κακαρίζει
η γυναίκα μουρμουρίζει
και ο σύζυγος τη βρίζει
αχ! τί το ’θελα εγώ να παντρευτώ;
η καμαριέρα συγυρίζει
και ο κύριος της χουφτώνει τον πωπό
ο κιθαριστής αρχίζει
ένα γλυκό να παίζει λησμονικό σκοπό
κι απ’ τα στήθια τα σφιχτά
σου η ηδονή αναβλύζει
την πλάτη σου μια στάμπα στιγματίζει
σ’ εν’ του ποδιού τα δάχτυλα
σου κρίκος που γυαλίζει
σου πετράδι τη στολίζει
την κοιλιά στον αφαλό
τους γλουτούς σου είναι μια
γραμμή που τους χωρίζει
εκεί θα ‘θελα για πάντα να σταθώ
ο αρχιστής αρχίζει
ο ψευδιστής ψευδίζει
ο ψελλιστής ψελλίζει
ο τραυλιστής τραυλίζει
ο δικαστής ορκίζει
τους μάρτυρες κι ελπίζει
να του τύχει επιτέλους
μια υπόθεση ν’ αξίζει
κι ο χασάπης με μπαλτά
το κρέας το λιανίζει
στο μαγερειό ο τηγανιστής
μαρίδες τηγανίζει
η κοκότα στο μπορντέλλο με σπουδή
τα πόδια, τις μασχάλες, το αιδοίο της ξυρίζει
ταλαίπωρος ο αλιεύς
τα δίχτυα ξεψαρίζει
χύνεται ο ζύθος στα ποτήρια
τα πληρώνει και αφρίζει
εδώ κι εκεί η μέλισσα ακάματα
πετά και ζουζουνίζει
θα βρέξει! σύννεφα, μάβρος
ουρανός και μπουμπουνίζει
έρωτες της μιας βραδιάς
ο κίναιδος ψωνίζει
κάτι βραδιές σαν τούτη δω
πώς η ψυχή μαβρίζει
χώρες πτωχές – αλίμονο!-
ο λιμός μαστίζει
πεισματικά κει κάθεται, δε φεύγει
εδώ είναι – λέει – το δικό μου μετερίζι
όλο λουκούμια τρώγαμε
κι η σκόνη πάνω μας καθίζει
σχολαστικά η νοικοκυρά
πάντοτε σφουγγαρίζει
έφυγε! πάρ’ το απόφαση
και πίσω δε γυρίζει
κι οι δαίμονες που σε κυριαρχούν
μάβροι δεν ειν’ μα γκρίζοι
ο κομιστής κομίζει
και το νερό της θάλασσας
ωραία κυματίζει
καθώς ο ιερόσυλος
τα θεία μαγαρίζει
ο γάιδαρος γκαρίζει
ο μπανιστής μπανίζει
μία γκαρσόνα χαρωπή
τα πιάτα σερβιρίζει
κι ο δυστυχής ο άνθρωπος
ίσως και να φροντίζει
για μέλλον πιο καλύτερο
αδίκως μάλλον διότι αφού
η μοίρα το ορίζει
το πουλάκι το μικρό
κελαηδεί και φτερουγίζει
στο ξύλινο το πάτωμά
η χαραμάδα τρίζει
και ο βορριάς φυσά τα
σπαρτά λυγίζει
ήθελα ν΄ άφηνα ξέρεις κι εγώ
κάτι που να αξίζει
σαν πέθενα και έτσι πως
κάτι να με θυμίζει

μα ίσως όμως θέλει αλλιώς
Αυτός που ξέρει
και που γνωρίζει.


* γραφή δεύτερη, επαυξημένη μα ουχί και επ’ ουδενί βελτιωμένη

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Για σένα, για τον πόνο πίνω *

Πίνω
για σένα πίνω
για τον πόνο πίνω
για να ξεχνώ εσένα πίνω
μόνο για σένα πίνω
μόνο πίνω
εγώ για σένα πίνω
εγώ θα πίνω για σένα μόνο
για να ξεχνώ τον πόνο πίνω
για τον πόνο μόνο πίνω
εσένα μόνο πίνω
εγώ θα πίνω πόνο
για σένα μόνο
πίνω
για σένα μόνο πόνο
πίνω
μόνο θα πίνω μόνο
για σένα για τον πόνο

* Στίχοι πεπλεγμένοι από τα τραγούδια:

«Πιες γλυκό κρασί, δεν ειν’ ντροπή» (στιχουργός Κώστας Νικολαΐδης)
και
«Εγώ θα κόψω το κρασί, για σένα μόνο» (στιχουργός Τάκης Σωτήρχος»

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (156)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Μοκασένιος/-α, ο/η
: ο άνδρας ή η γυναίκα που φορούν υπέρκομψα, δερμάτινα, εξαιρετικής ποιότητος και υλικού κατασκευής (αχ! κακόμοιρα ζωάκια), πιθανότατα χειροποίητα, κατά παραγγελίαν, χαμηλά δερμάτινα παπούτσια, τα οποία αναδεικνύουν και τονίζουν τα υπέροχα πόδια και τον υπέροχο εαυτό τους εν γένει. Π.χ. (σε δεξίωση γάμου, υπερπολυτελή σε νησί, δυο τύποι ξεκάρφωτοι και μάλλον λαθροκαλεστοί, συζητούν μεταξύ τους): «- Τί ειν’ αυτά ρε που κρατάς;», «- Τα παπούτσια της μοκασένιας κυρίας Στρυφνογαρίδα. Τά ‘βγαλε για να χορέψει και ‘γω τα βούτηξα – μια περιουσία κοστίζουν αυτά!», «- Ρε, δε ντρέπεσαι λίγο ρε; Αααααχ, άμα είναι γύφτος ο άνθρωπος……», «- Εσύ; Τί ειν’ αυτά που κρατάς στα χέρια σου;», «- Ε;», «- Τί ειν’ αυτά λέω που κρατάς στα χέρια σου;», «- Τα παπούτσια μου.», «- Και τι φοράς;», «- Τα υποδήματα του μοκασένιου κύριου Φιγουροσάλιαγκα. Τά ΄βγαλε για να χορέψει με την κυρία Στρυφνογαρίδα. Μια περιουσία θα κοστίζουν!», «- Ε, τί λες; Να την κάνουμε σιγά – σιγά;», «- Παρακαλώ! Μετά από σας!».

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Έξω οι ξένοι απ’ την Ελλάδα – η Ελλάδα στους Έλληνες!

(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», φύλλο 17ης Αυγούστου 2010, στήλη «Η γωνιά του αρχισυντάκτη»)

Αγαπητοί αναγνώστες, πολλές φορές και πολύ συχνά, με διάφορες αφορμές ή και χωρίς καμμία, θυμάμαι τον πολυαγαπημένο μου παππού, τον οποίο λάτρευα. Για παράδειγμα, την προηγούμενη εβδομάδα, οπότε και βρέθηκα στο χωριό μου, στους τόσο οικείους χώρους του σπιτιού της οικογένειας, εκεί που τόσα και τόσα καλοκαίρια και Χριστούγεννα και Πάσχα είχα περάσει, με τα ξαδέρφια και τους θείους και τις θείες, τη γιαγιά και – κυρίως – τον παππού.
Επιστρέφοντας χθες στο γραφείο της εφημερίδας, βρήκα την είδηση της αποτρόπαιας επίθεσης, στο κέντρο της πόλης, εναντίον ανυπεράσπιστων μεταναστών, στην πλειοψηφία τους υπερηλίκων, γυναικών και παιδιών. Αναλυτικά θα διαβάσετε, καλοί μου αναγνώστες, σχετικά με το θέμα αυτό, στη στήλη του αστυνομικού ρεπορτάζ, από τους ειδικούς συνεργάτες μας.
Ωστόσο, δε μπόρεσα – με αφορμή το περιστατικό αυτό – να μη θυμηθώ (και πάλι) τον παππού κι ένα από τα πολλά τραγουδάκια που μας έλεγε, για να μας ψυχαγωγήσει.
Ένα τραγουδάκι που μίλαγε για Ρώσσους και Γάλλους και Σκωτσέζους και έγχρωμους, σε μια εποχή που τέτοιους ξέραμε μόνον από τα βιβλία του Ιουλίου Βερν που αχόρταγα διαβάζαμε.
Καημένε, αγαθέ, καλέ μου παππού…. σήμερα μπορεί και να σε παρεξηγούσαν για τις «ρατσιστικές αποχρώσεις» και το πνεύμα μισαλλοδοξίας και φυλετικών διακρίσεων, που χαρακτηρίζει τους στίχους του……. Αχ! παππού.


Μέσα στης νυκτός το σκότος
νά ‘σου ένας τσιγκούνης Σκώτος
και μες στης αυγής την άλλως
ένας τζαναμπέτης Γάλλος
και στου πρωϊού το δρόσος
ένας μεθυσμένος Ρώσσος
τί θα δω το μεσημέρι;
να! Αιγύπτιο καμηλιέρη
και τί τ’ απομεσήμερο;
Μάβρον του Κογκό.. μα ήμερο!
ποιόν θα δεις το δειλινό;
Τούρκο μωαμεθανό

Κι όταν έρθει το βραδάκι;
αααα! εκεί να δεις μεράκι!
Έλληνα υπερήφανο
με παχύ μουστάκι
στην ταβέρνα τραγουδά
μ’ αγκαλιά το μπουζουκάκι

Ποιόν απ’ όλους προτιμάς
θα μου πεις παιδάκι;
Μα…. τον Έλληνα παπού!
δώσμου ένα φιλάκι…

Καληνύχτα σου παππού
Όνειρα νά ’χεις γλυκά
καλό μου εγγονάκι.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Χάσμα γενεών

Γκροτέσκα πρόσωπα
απαίσιες γκριμάτσες
ξεσηκωμένες λες από
σήριαλ τηλεόρασης
και εκπομπές πρωί
τόσο στερεότυπες
και όλες ίδιες

Μα πώς μπορείτε
και τις ανέχεστε σεις
που απέναντι τους είστε;
Πώς δεν τους χύνετε
στο χυδαίο πρόσωπο
τη μπύρα, τον καφέ
τη βότκα τόνικ;
Πώς δεν τους φέρνετε
καπέλλο τη σαλάτα;
Πώς δεν τους δέρνετε,
πώς δεν τους φτύνετε,
δεν τους περιφρονείτε;

Μα γιατί έτσι μας αρέσει
κι έτσι είμαστε καλά
απαίσιε γέροντα φρικτέ
της κάθε μέρας τη χαρά
συ και οι όμοιοι σου
δεν ξέρετε – αγνοείτε.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (155)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Εξαθλία, η: η κατάστασις του αθλίου ονομάζεται «αθλία». Η κατάστασις του εξαθλιωμένου πώς ονομάζεται, ε πώς; Μπράαααβο. Αχ! καλέ μου αναγνώστη, πώς με συγκινείς που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο νόημα της πλαθολεξίας….

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Μαντινάδα για το πόσο γρήγορα περνά ο καιρός

Σήμερα είναι Κυριακή και αύριο Δευτέρα
πώς η βδομάδα πέρασε όπως περνά μια μέρα

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Πες δυο λόγια

« - Πες δυο λόγια. Πες δυο λόγια, όχι μια ξερή, τυπική και τετριμμένη ευχή, πες κάτι πνευματώδες, κάτι με χιούμορ, με φαντασία, κάτι διαφορετικό, κάτι με ψυχή, πες δυο λόγια – εσύ είσαι καλός με τις λέξεις -, αλήθεια….. από πού έρχονται οι λέξεις;»
« - Δεν ξέρω. Βουίζουν μέσα στο κεφάλι μου.»
« - Ή ξέρεις τι; Ακόμα καλύτερα πες μια ιστορία, ναι βέβαια, αυτό είναι – πες μια ιστορία!!! Αλήθεια…. Από πού έρχονται οι ιστορίες;»
« - Δεν ξέρω ακριβώς, πάντως από έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν εδώ.»
« - Έτσι όπως το λες φαίνεται να τον προτιμάς αυτόν τον κόσμο. Μόνο που ο πραγματικός κόσμος είναι αυτός εδώ, αυτός που ζούμε, ο άλλος είναι ανύπαρκτος, φανταστικός, είναι μια χίμαιρα, κατάλαβες;»
« - Αψού!»
« - Γιατί φταρνίζεσαι;»
« - Μου μπαίνει στη μύτη η πολύχρωμη σκόνη απ’ τα φτερά τους καθώς πετούν γύρω μου. Φύγετε μωρέ, αμάν πια, άντε φύγετε τώρα, φτάνει, αψού, αψού. Οι περισσότεροι τις συμπαθούν αλλά καμιά φορά σου δυσκολεύουν τη ζωή όπως βλέπεις.»
« - Συγνώμη… για ποιές μιλάς;»
« - Μα…. γι αυτές εδώ τις νεράιδες, τι άλλο;»
« - Ααααααχα, χα, χα ….νεράιδες, αααααααα, καλό – καλό, έλαααααα… ΒΛΑΚΕΙΕΣ! Πάντως να ξέρεις, προκοπή δεν πρόκειται να δεις άμα συνεχίσεις το βιολί αυτό. Κατάλαβες;»
« - Όχι.»
« - Εμ, βέβαια, είσαι και βραδύστροφος.»
« - Βέβαια.»
« - Ώστε το παραδέχεσαι;»
« - Ναι.»
« - Και δε ντρέπεσαι;»
« - Γι αυτό να ντρέπομαι;»
« - Και πού ’σαι; .. δε συζητάμε για γυναίκες και τέτοια, ξέχασε το δε θέλουν τέτοια οι γυναίκες καημένεεεεε!»
« - Όχι, ε;»
« - Ο-Χ-Ι. Άιντε, εγώ θα στα λέω κι είσαι και 40 χρονών πια.»
« - 39 και 3 μηνών και 5 ημέρων.»
« - Το ίδιο είναι…. Και να σου πω κάτι, τι πιστεύω; Ακόμα και αν, ΑΝ λέω υποθέσουμε ότι είχες κάποια υποψία, ανθυποταλέντου… αφ’ ενός δεν το εξάσκησες καθόλου….»
« - Ναι….»
« - Αφ’ ετέρου ούτε τις λέξεις πια φαίνεται τόσο εύκολα να βρίσκεις.»
« - Έχει γίνει κάπως συγκεχυμένο το βουητό στο κεφάλι μου και δεν τις ξεχωρίζω εύκολα.»
« - Ούτε τις ιστορίες.»
« - Έχω κάπως μπερδευτεί, δε θυμάμαι το δρόμο, πως πήγαινα στον κόσμο που βρίσκονται.»
« - Ξέρεις όμως γιατί ή θα στο πω κι αυτό εγώ;»
« - Ε, σίγουρα.»
« - Ξέρεις πραγματικά που τα έβρισκες όλα αυτά, και τις λέξεις και τις ιστορίες και όλα; Ε, ξέρεις πραγματικά που;»
« - Ε, σίγουρα εσύ ξέρεις καλύτερα.»
« - Ασφαλώς. Να σου πω λοιπόν;»
« - Ασφαλώς.»
« - Στον πάτο των μπουκαλιών που εξερευνούσες κι έκανες μακροβούτια κάθε μέρα για είκοσι τόσα χρόνια. ΕΚΕΙ τά ‘βρισκες. Τώρα…….. τέρμα οι εξερευνήσεις, τέρμα τα μακροβούτια, τέρμα τα μπουκάλια… τέρμα και οι λέξεις, τέρμα οι ιστορίες, τέρμα οι ιδέες, τέρμα οι φαντασίες… τέρμα!»
« - Μπορείς να πας λίγο πιο κάτω και δεξιά, μπροστά από το σπίτι του φύλακα, εκεί έχει μια βρύση.»
« - Τι; Τι πράγμα; Τι λες μωρέ;»
« - Δε λέω σε σένα, εδώ στο φίλο μας το λέω. Είδες, με τέτοια ζέστη, ακόμα και αυτά τα μικροσκοπικά (αλλά και τόσο θαυμαστά) πλάσματα, υποφέρουν και διψούν.»
« - Συγνώμη…. Για ποιους μιλάς;»
« - Μα…. γι αυτόν το συμπαθέστατο νάνο, τι άλλο;»
« - Ααααααχα, χα, χα ….νάνος, αααααααα, καλό – καλό, έλαααααα… ΑΗΔΙΕΣ! Λοιπόν τελείωνε τώρα με αυτά. Άντε μάζεψε εκεί πέρα ότι αποθέματα και περισσεύματα τυχόν έχεις, βρες δυο λόγια να πούμε στην κοπέλα που γιορτάζει αύριο, να τελειώνουμε. Άντε γιατί πρέπει να φύγουμε κιόλας. Θα κλείσει όπου να ’ναι κι ο κήπος. Ο ήλιος έδυσε. Αλήθεια, με τι ήρθες; Με τα πόδια, με το μετρό, με ταξί;»
« - Όχι, με το μονόκερο έχω έρθει. Βοσκά στη χλόη, εδώ πιο πέρα. Θες μήπως να σε πετάξω κάπου;»
« - Τι; Τι; Με το μονόκ….! Αχαχαχαχαχαχαχα! Καλό! Καλόοοοο! …. Και γω ξέρεις με τι έχω έρθει; Με τον Πήγασο!! Καλό, ε; Αχχχχααα χα χα!. Έλααααα! ΕΛΑ! ΣΑ – ΧΛΑ – ΜΑ – ΡΕΣ! Άντε τελείωνε! Θα πεις δυο λόγια; Η μια ιστορία;»
« - Θα πω….»
« - Άντε πες…»
« - Θα πω δυο λόγια.»
« - Άντε, άντε πες τα, μας έσκασες.»
« - Ε, λοιπόν, να! Ένα: Χρόνια.. Δύο: Πολλά.. Τρία: Β….*!»
« - Α, όχι φίλε μου, όχι φίλε μου ζαβολιές – αυτά δεν ήταν δυο λόγια, ήταν τρία!»
« - Ναι, τα λόγια ήταν τρία κι αν άκουγες προσεκτικά έχω ήδη πει και μια ιστορία.»
« - Εσύ;…Σε μένα;….Ιστορία;….Πότε;…..Ποιά;»


«
………….
Ήταν μετά τη μέση του καλοκαιριού, προς το τέλος του Ιουλίου. Η πόλη έβραζε μετά από πολλούς παρατεταμένους καύσωνες. Οι δύο άντρες κάθονταν αποχαυνωμένοι σε ένα παγκάκι του Εθνικού Κήπου λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ο ένας κάπνιζε κι έπινε μια παγωμένη μπύρα και κοίταζε την κοπέλα που τάιζε τους κύκνους στη λιμνούλα και ο άλλος έπινε παγωμένο τσάι και κοίταζε τους κύκνους που τάιζε η κοπέλα στη λιμνούλα. Και γύρισε ο πρώτος και είπε στο δεύτερο:
« - Πες δυο λόγια. Πες δυο λόγια.»
…………»


* Σημ. Γυναικείο όνομα (της εορτάζουσας)

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Πόσο μισώ… το κρύο και το χιόνι

Το μεσημέρι περίπου να πνίγομαι
ένοιωσα και βγήκα μια βόλτα να κάνω

και μια κοντά μου δεν ήτανε θάλασσα
στο δάσος είπα να κινήσω να πάω

παγωνιά τόσο που έκανε
μα η φύση με γαλήνεψε κάπως

οι νιφάδες να πέφτουν δεν άργησαν
σκέπαζαν στα χωράφια το χώμα

μα το δάσος πυκνό, οι κορφές τους
σαν ομπρέλες σμίγαν των δέντρων

κι ησυχία που είχε!.. γρήγορα νύχτωσε
όταν γύριζα στίλβοντα ήταν τα χιόνια

το φεγγάρι τα γυάλιζε, ο αέρας ανάσαινε
κι ένα τσακάλι αλυχτούσε

το δρόμο με κουράγιο περπάτησα
μία ώρα ακόμα να φτάσω

Μίσος ακριβώς δε σου κράτησα
ούτε και ζήλεια, αλήθεια

μα να! Νύχτες σαν κι αυτή σαν σε σκέπτομαι
κάτι μου δαγκώνει τα μέσα

πώς να! Όρθια κι ολόγυμνη στέκεσαι
μπρος στην αχνιστή σου μπανιέρα

και με χάρι το θείο σου πόδι υψώνεται
στο νερό βουτάς και βουλιάζεις

ευχαρίστησης βόγγοι απ’ τα χείλη σου, τα ρουθούνια
ανοίγουν μυρωδιές σαπουνιού να χωρέσουν

και τα μάτια γλαρώνουν και κλείνουνε
όταν αρχίζει αυτός τα μαλλιά να σου λούζει


Με πείσμα το βήμα μου τάχυνα
χα! λες και κάποιος με περίμενε σπίτι

που με τέτοιο καιρό κρύο που θά ‘τανε
ιδίως κείνη η άδεια μπανιέρα.

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

Υπερρεαλιστικό – ακαταννόητο (πρέπει να σταματήσω τα ναρκωτικά)

Ήταν όλο οξοί ήχοι, στο μυθοπάζαρο
Αφηρηνιάστηκε και δίπλωσε προς τα πάνω
Ήξερε βέβαια, τώρα πια τάχα πως τίποτα
Σύλλεγε σκιάχτρα μονάχος
Βάση πήγαν που έστρωνε κέρματα
Βρέχει σκοπίμως
Μια σφραγίδα πουθενά
Τον διακάτεχαν φέτες από στιλπνό πορτοκάλι
Δεν ήταν πρόθυμοι οι τοίχοι του
Θα φύγω ξοπίσω
Φοβισμένα τα ασύδοτα σε απόχρωση οδύνης
Κάθισε μέσα του
Ένα φαιδρό μεθεόρτιο πέρα από σφήνες αρίστου
Τρόμος και γύψος
Η μητέρα χωρίστηκε μα η αυλή βήχει και κρίνει
Σε λιγνές καμήλες ακούμπησε
Είχε κι αυτός την ιδιαίτερη του κουβέρτα
Ο γόης που ρώταγε με προπέρσινο πέταλο
Μα και μήπως ιδιότητες χάνανε λάμψη στο πλήθος;
Πάλι και πάλι μουρμούριζε με βρεγμένο παπούτσι
Μια φίλη κορύφωνε στατικά απαρτία
Και συμπλήρωνε θάμνοντα, αναδύοντα κείνος
«- Βρε! Πού να;» τον προχώρησε
Κι αυτός γιάλωνε πρόκες
Να σου δύσω κορδόνια και πήδησε
Τώρα ξέρω κι εντόνως
Κάθε γιέτι μουρμούριζε σαραντάχρονη κάμπια
Κραταιός βατραχάνθρωπος με απαστράπτον σουσάμι
«- Τί μας λες αλεξίσφαιρα;»
Μήπως τρομάζει η παγίδα;
Θα συλληφθώ ούτε βούκινο, με θαλλασί πιρουέττες
Κρόκος στάζει κι ωρύεται
Συμβιβάζεται η τέρψη
Ο μειλήχιος γορίλλας μου
Ευφροσύνη και κλίμα
Σταυρωτός επιδιώκεται σπαρταρώντας πατίνια
Η αγάπη εκτίμησε οδοντόκρεμα βύνης
Μια ιδέα ασήμωσε σφριγηλή υπεροψία
Μ’ ένα πάθος σφυρήλατο καντίνας ανάσα
Δεν σπουδαίο ασσύμετρα
Γάτας μαχαίρι
Κουνιστή, κρυφοκίτρινη με τριάντα συνέπειες
Ανεξάντλητε πύθωνα ταπεινά καθελκύεις,
μ’ ένα στήθος παρήγορο μολυβένια σταφύλια
Ιδιοχείρως ξεσήκωσε ένα σμήνος ομπρέλλες
Πουθενά κάποια ίωση σα μια γλάστρα σαρδέλλες
Ωχριούν εξαπτέρυγα σε μια γέφυρα όντας
Κι από πάνω δυο πέρδικες σε ρυθμό εναντίον
Τρικυμία και όνειδος σε μια κούφια ταράτσα
Σιδεριάς εξαΰλωση στης γαλήνης το πέλος
Μέσα τώρα στο πέλαγος κηπουρέ, στρατηλάτη
Αναγόμωσις ύστερα με φορτίο πλημμύρας
 Κουνούπια κι εσσώρουχα σε αρένα που δύει
Λίγο θά ‘θελα έντιμα να σου ντύνω την πίστη
 Πανταχόθεν κλιμάκωση με σωρούς σημασίας
Με ερεθίζουνε κύματα αλλεπάληλης σκόνης
Αρχηγέ μου αλοίθωρε, ροχαλίζεις σαν πρίσμα
Στιβαρός τυφλοπόντικας ατενίζει τηγάνια
Σού ‘πα άλλωστε γίγαντα να διορίζεις μαδέρια
Ααααα! Στρογγυλή προκατάληψη, τρυφερή κουστωδία
Σαν το λύχνο ψιθύριζε ο μανδαρίνος σανδάλια
Σαν τσιπούρα ορθώθηκε η ανασφαλής μαζορέττα
Κρότος κι ένδειας επίδειξη θεοσεβούμενου πότη
Και λυγμός ένας τετράγωνος αμφιβάλλει μονίμως
Δε διαρκεί η συνείδηση στην αυλαία που ουρλιάζει
Κάνω κάτι ορόσημα και μετά γδέρνω μπίρες
«- Σού ΄χει τύχει αφαλτόστρωση;»
Νομίζω πνίγηκε απ’ έξω
Με θανάσιμη κλείδωση κι ένα τέλος ξοάνου
Ως τις τρεις σβήνουν μεσάνυχτα
Σε αυτό το τετράδιο πισίνας.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (154)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Κολοκυθοπόταμος, ο: η άνευ προηγουμένου και πέραν κάθε προσδοκίας υπερπαραγωγή καλλιέργειας ζαρζαβατικών και συγκεκριμένα κολοκυθιών. Π.χ. «- Τίιιι έγινε Βαγγέλη; Πώωωως πάει το μποστάνι στο νησί;», «- Πολύ καλά παιδιά, πάρα πολύ καλά. Με αυτό το αγροβιοργανολίπασμα που έριξα, είχα απίστευτη παραγωγή - ειδικά στα κολοκύθια – κολοκυθοπόταμος πραγματικός!. Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν τελείως απροετοίμαστος και δυσκολεύομαι να τη διαχειριστώ και να τη διαθέσω στην αγορά. Μιας και τό ‘φερε η κουβέντα, μήπως θέλετε καμμιά 150αριά κιλά για το σπίτι;».

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (153)

-->
...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.
Αστράγαλος, ο (σημασία 2η): δε μπορώ να καταλάβω γιατί τα λεξικά αποκρύπτουν και αποσιωπούν αυτήν τη σημασία. Αστράγαλος είναι αυτός που δεν έχει ή δε θέλει να έχει (δεν του αρέσουν) καμμία σχέση με τα στραγάλια. Π.χ. «- Ορίστε το ουζάκι σας, ορίστε κι ο «μεζές» - φρέσκα στραγαλάκια!», «- Πάρ’ τα ’πο ’δω παιδί μου αυτά. Αν έχει φέρε κανά φυστίκι, αλλιώς - άσε, το πίνω σκέτο. Εγώ είμαι μεγάλος αστράγαλος!».

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

O Jules

Ο Ζυλ κάθε απομεσήμερο, έπαιρνε τον καφέ τους και κάπνιζε το πούρο του, στο ψητοπωλείο του Αρτούρ …. ιάν (αρμενικής – προφανώς – καταγωγής, μία μεγάλη φωτογραφία του όρους Αραράτ χιονισμένου, δέσποζε στον τοίχο), στη γωνία των οδών Καλλιδρομίου και Ιπποκράτους, στα Εξάρχεια. Θα μου πείτε, περίεργο να πηγαίνει κανείς για καφέ σε ένα ψητοπωλείο. Νά ’ταν το μόνο παράξενο στον Ζυλ αυτό…. . Εκεί έκανε κι όλα τα ραντεβού του. Καθόταν πάντα στο γωνιακό τραπέζι, στην ακριανή καρέκλα, εκεί που ενώνονταν οι δύο τζαμαρίες. Στο πιο φανερό σημείο του μαγαζιού δηλαδή. Γι αυτό ίσως και το πιο απαρατήρητο. Βλέπεις όλοι κοιτούσαν πιο μέσα, πιο πέρα, πιο μακριά. Εκεί λοιπόν δεχόταν ο Ζυλ, διάφορους περίεργους τύπους, τα «ραντεβού» του - όπως τα ονόμαζε και συνομιλούσε μαζί τους. Κι όταν δεν έκανε αυτό μιλούσε στον Αρτούρ. Ανακατεύοντας τον καφέ στο φλυτζάνι του και δαγκώνοντας το πούρο του. Κι ο τεράστιος Αρτούρ, ένα ανθρώπινο βουνό 1, 95 ύψος και πάνω από 160 κιλά, τον άκουε εκστατικός με τα μαύρα μάτια του καρφωμένα στο Ζυλ. Πάντα κοστουμαρισμένος, χειμώνα - καλοκαίρι, με έναν αιώνιο μπερέ καρφωμένο στο κεφάλι, πάντα με γραββάτα εκτός από τις φορές που στη θέση της φόραε λαιμοδέτη καθολικού παππά (τρέχα γύρευε γιατί), με τα μεγάλα του γυαλιά και το παχύ, πυκνό μουστάκι του, άσπρο από τα χρόνια και κιτρινισμένο από τα πούρα.
……………………………
Ο Ζυλ λοιπόν, ή ο «Ζυλς» - όπως λάθος πρόφεραν τ’ όνομα του και έτσι τον φώναζαν κάποιοι μαγαζάτορες της γειτονιάς, ή - ακόμα χειρότερα - ο «Ζύλης» (ωστόσο αυτός δεν είχε πρόβλημα και σε όλα απάνταγε και τους αντιχαιρετούσε), πέρα από την ιεροτελεστία του καφέ που απαρέγκλιτα τηρούσε τα απομεσήμερα και - τερπνόν, μετά ωφελίμου - συνδύαζε με τις δουλειές του…. κατά περιόδους διακατεχόταν και από όρεξη για «άλλα» ροφήματα, πιο…. «πνευματώδη».
Τότε, μετακινείτο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω, διαγωνίως, στο μπιλιαρδάδικο του Φριτς. Ο Φριτς (Φρειδερίκος κανονικά) ήταν κάτοχος γερμανικού ονοματεπωνύμου και μακρινός απόγονος αξιωματικού του βασιλέως Όθωνα που παντρεύτηκε Ελληνίδα και έμεινε στην Ελλάδα. Και τα δισεγγονοτρισέγγονα του δεν άλλαξαν τ’ όνομα τους, ούτε καν στην περίοδο του Πολέμου. Εκεί λοιπόν, στου Φριτς, καλά κρυμμένη απ’ τα τραπέζια, στο βάθος του μαγαζιού και σε σημείο που οι τζαμαρίες καλύπτονταν από βαριές κουρτίνες, λειτουργούσε μια μικρή, αλλά πλήρως εξοπλισμένη, με όλα τα ποτά μπάρα. Εκεί και σε δυο - τρία άλλα μέρη της γειτονιάς, όπως το εργαστήριο φύλλων και ζύμης του Ανέστη και το ραφτάδικο του Στάβρου, μαζεύονταν και τα κοπανούσαν οι γνωστοί, σκληροί πότες του κέντρου της Αθήνας, όταν «είχαν τις κλειστές τους». Όταν «είχαν τις ανοιχτές τους», συγκεντρώνονταν ευφρόσυνοι στα γνωστά καθαρόαιμα ποτάδικα, το Au Revoir, το Galaxy, το Λώρα και τα άλλα. Μα όταν ήθελαν να τα πιουν ήσυχοι και μονάχοι, πηγαίνανε στου Στάβρου και του Ανέστη και του Φριτς. Εκεί πήγαινε κι o Ζυλ…..

Συνεχίζεται……………..