Ήμασταν όλοι σας παιδιά
μου δικά σου
το δρόμο μας έδειχνες
ουραγός πρωτοπόρος
πώς νικητής ηττημένος μας
έμπνεες;
στη μάχη χυνόσουνα με
θάρρος περίσσιο
πρώτος φεύγοντας
τρέχοντας τη ζωή σου να σώσεις
ούτε μια σταγόνα το αίμα
σου έχυνες
κλέβοντας πλούσιος τίμια
μονάχα
με το Χριστό προστάτη στο
πλάι σου
του Διαβόλου είχες βάλει
υποθήκη
το σχεδόν πάντοτε
λυπημένο σου πρόσωπο
χαρά μας μετέδινε
αισιοδοξία
πρόθυμος όλο που ήσουνα
περιφρονώντας μαζί μας να
κάτσεις
σε τιμητική θέση εξέχουσα
χαμένος μεταξύ μας στο
πλήθος
κι όλο μίλαγες κι έλεγες
κι έλεγες
και δε σου παίρναμε μία
κουβέντα
το σκαμμένο ηλιοκαμμένο
σου πρόσωπο
το νεανικό το χλωμό σου
το δέρμα
κάθε λίγο σε πνίγαν τα
κλάμματα
να δακρύζεις ποτέ δεν
πιστεύω να σ' είδα
θεατρικά χειρονομούσες
και έντονα
σαν άγαλμ' ακίνητος
παγωμένος στεκόσουν
όταν ήταν καλός ο καιρός
κι έβρεχε χιόνιζε και
φυσούσε
κατασκήνωση να κάνουμε
ήθελες
και να κλεινόμαστε σε
τέσσερις τοίχους
να τρέμουν τα ηχεία
εκκωφαντική
απαλή μουσική δωματίου
το κάπνισμα απαγορευότανε
αυστηρά
γι αυτό μας χάριζες
κουβανέζικα πούρα
ντυνόσουνα μόνιμα
εξεζητημένα κομψά
με ρούχα πού 'χες λες
δανειστεί από σκιάχτρο
τον καφέ σου τον ήθελες
μαύρο πικρό
με κουταλιές μπόλικες
ζάχαρη μέσα
σου άρεσε ξέραμε να
διαβάζεις μικρά
βιβλία χοντρά εκατοντάδων
σελίδων
και μια μικρή είχες
αγαπήσει σφοδρά
εσύ ο ανέραστος μονήρης
δια βίου
ήσουνα τότε σχεδόν
πενήντα χρονών
στο άνθος της πρώτης σου
νιότης επάνω
κάθε πρωί ξύριζες
σχολαστικά
τη μεγαλόπρεπη γκρίζα
πυκνή σου γενειάδα
στην πολυθρόνα βούλιαζες
λαγοκοιμόσουν μετά
άγρυπνος συνέχεια όρθιος
σαν τώρα τις θυμάμαι όλες
αυτές τις στιγμές
κι έχω πια ξεχάσει τα
πάντα.