Η Κρύσταλ Άρμπογκαστ (
Crystal Arbogast) από το Μιζούρι των Η.Π.Α. μας παραχώρησε ευγενικά, δι αλληλογραφίας, την άδεια για αναδημοσίευση της δουλειάς της που μπορεί να βρεθεί στην ιστοσελίδα της
crystalarbogast.net.
Η ιστορία τιτλοφορείται "
Interlude" - απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.
Τα νερά της Καραϊβικής κυλούσαν ήσυχα κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ένα απαλό αεράκι οδηγούσε τα λίγα αφράτα, βαμβακένια σύννεφα και χάιδευε το πανί του σκάφους προκαλώντας ελαφρούς κυματισμούς στην επιφάνεια του. Η πανσέληνος φώτιζε αρκετά, αρκετά τουλάχιστον για την Μαρί που θαύμαζε τη σιλουέττα του συντρόφου της ενώ τακτοποιούσε τα ξάρτια.
Το μυώδες κορμί του Αλεχάντρο τεντωνόταν καθώς τραβούσε κι έδενε τα σχοινιά. Η Μαρί ένοιωσε να την πλημμυρίζει μια έξαψη όταν γύρισε και της χαμογέλασε. Τα δόντια του έλαμπαν και ξεχώριζαν στο μελαχρινό παρουσιαστικό του. Αφού σιγούρεψε και το τελευταίο σχοινί, ο Αλεχάντρο πήγε στο ψυγείο και πήρε ένα μπουκάλι κρασί. Η Μαρί παρακολουθούσε με θαυμασμό κάθε του κίνηση. Πρώτα έβγαλε το φελλό και έβαλε λίγο σε ένα από τα δύο ποτήρια που είχαν φέρει μαζί τους. Ύστερα ύψωσε το ποτήρι προς τα ρουθούνια του και εισέπνευσε βαθιά το άρωμα. Σηκώνοντας το ποτήρι στα χείλη του, ο Αλεχάντρο κατάπιε τη μικρή γουλιά.
"Είναι τέλειο αγάπη μου", είπε σιγανά και έπιασε το μπουκάλι και το άλλο ποτήρι. Κινήθηκε με σιγουριά στο στενό χώρο, την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Καθώς ο μηρός του ακούμπησε πιέζοντας τον δικό της, η Μαρί ένοιωσε πάλι να τρέμει από έξαψη αναμεμειγμένη με μια δόση φόβου.
"Κρυώνεις καλή μου;"
"Όχι."
"Μήπως φοβάσαι τότε;"
Ο Αλεχάντρο ακούμπησε προσεκτικά το μπουκάλι ανάμεσα τους και έπιασε απαλά με το χέρι του το πηγούνι της. Της σήκωσε σιγά το κεφάλι κάνοντας τη Μαρί να τον κοιτάξει στα μάτια. Όπως τα κοίταγε σαν υπνωτισμένη, αναρωτήθηκε πόσες γυναίκες να είχαν χαθεί στη λάμψη που έβγαινε απ' αυτές τις κεχριμπαρένιες σφαίρες.
"Μπορεί, λιγάκι" του είπε.
"Ας κάνουμε μια πρόποση, τί λες;", ο Αλεχάντρο πήρε πάλι το μπουκάλι και γέμισε τα ποτήρια.
"Σε τί θα πιούμε;" η φωνή της Μαρί ακούστηκε λεπτή και κάπως τρομαγμένη στ' αυτιά της.
Ο Αλεχάντρο ύψωσε το ποτήρι του και είπε: "Στο φεγγάρι, τα αστέρια, την υπέροχη νύχτα. Και στην πανέμορφη γυναίκα που θα κάνω σε λίγο έρωτα."
Η Μαρί τον κοίταζε ν' αδειάζει το ποτήρι του και σήκωσε και το δικό της. Το κρασί ήταν γλυκό και ύστερα από δυο ποτήρια ένοιωσε ζεστή και χαλαρωμένη. Ο Αλεχάντρο ακούμπησε τα ποτήρια δίπλα τους και την πλησίασε. Οι φόβοι της Μαρί χάθηκαν. Το πάθος κυριάρχησε τις σκέψεις και τις αισθήσεις της. Ένας στεναγμός της ξέφυγε καθώς τα φιλιά άρχισαν να κατεβαίνουν από το στόμα προς το λαιμό της.
Ο Αλεχάντρο ανέβασε τη μπλούζα της Μαρί πάνω απ' τα στήθη της και άνοιξε το κουμπί του τζην της. Την έσπρωξε μαλακά προς τα πίσω και άρχιζε να της κατεβάζει το τζην από τους λαγόνες, τα γόνατα, τα πόδια της. Ύστερα ήρθε πάνω της και καθώς τα πόδια της άνοιγαν να τον δεχθούν, τα μάτια της στράφηκαν στον ουρανό και ξεχώρισε εκεί το πιο λαμπρό αστέρι. Σήκωσε τα χέρια της και τον αγκάλιασε γύρω από το λαιμό, η ανάσα του ήταν θερμή και υγρή πάνω της.
"Μαρί, αγάπη μου, Μαρί", ψιθύρισε με πάθος.
"Μαρί!"
Το σώμα της τινάχτηκε όταν ο ήχος του γυαλιού που έσπαγε τάραξε την ησυχία της νύχτας.
"Τί έγινε;"
Η Μαρί ανοιγόκλεισε τα μάτια της και βρέθηκε πάλι στον πραγματικό κόσμο. Η φωνή του συζύγου της ακούστηκε βαριά, κάπου έξω απ' το σπίτι κι έφτασε μέχρι την πίσω βεράντα όπου βρισκόταν.
"Ναι Ντέηβ; Εδώ είμαι!".
Η Μαρί έσκυψε κι άρχισε να μαζεύει τα γυάλινα κομμάτια του ποτηριού που μέχρι πριν λίγο περιείχε τη μπύρα της. Το κεφάλι του Ντέηβ ξεπρόβαλλε από τη γωνία. Κοίταξε εξεταστικά τη γυναίκα του.
"Τί έγινε; Σε πήρε ο ύπνος;"
"Ναι, μου φαίνεται"
"Ε, εντάξει. Λοιπόν, αγάπη, πάω να παίξω μια παρτίδα βελάκια με τα παιδιά. Να σου πω; Θα βάλεις πλυντήριο μήπως; Έχω ξεμείνει από σώβρακα. Άντε, τα λέμε."
"Τα λέμε."
Η Μαρί άκουσε την εξώπορτα να κλείνει πίσω του. Μετακίνησε την καρέκλα κι έψαξε για αμάζευτα γυαλάκια. Δε βρήκε κανένα και ικανοποιημένη ξεκίνησε για να μπει στο σπίτι. Στην πόρτα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το νυχτερινό ουρανό.
"Συνεχίζεται," ψιθύρισε.