Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ουσσάρος


Παράφραση Χ.Δ.Τ. στο τραγούδι «Ο Κουρσάρος» από το 1982, σε στίχους Παύλου Μάτεσι (1933-2013) και μουσική Λάκη Παπαδόπουλου, τραγουδισμένο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου όπως μπορεί να ακούσει κανείς στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=mUVCye-6Qrs

30/1/’015, θάλαμος 206, Νευρολογική Κλινική, Γ.Ν.Α. Γ. Γεννηματάς

Ο άφατος Ουσσάρος
μ’ ορθάνοιχτα κλαπέτα
λειψή μανιέρα δίχως ιστορικό
Ξέφρενη πορεία έως τα πενήντα
πίνεις αργά στη σάλα.

Είσαι μονίμως όλο μεθυσμένος
μα δεν αγγίζεις ποτέ ναρκωτικά.
Είσαι ερωτευμένος
είσαι απελπισμένος,
μια μπουκάλα ουίσκυ κάπου έχεις κρυμμένη.
Και έχεις τύχει Σαββατογεννημένος.

Από ελπίδες τελείως ξοφλημένος
αποξενώνεσαι και σε περιφρονούν.
Άσχημα είναι πάντα τα νέα,
κι όλο φοβάσαι,
εντός σου πως θα χαθείς
και τη μπουκάλα ξανανοίγεις.

Το πρωί σε βρίσκει ερεθισμένο,
να φαντασιώνεσαι όργια ερωτικά,
μαζί με χίλια,
κορίτσια όλα δικά σου,
σε αχαλίνωτα συμπλέγματα τρελλά.

Χαμένο κάθαρμα,
θα πας στον Εωσφόρο
βορά των σκουληκιών, τροφή στο σκόρο
είσαι στα σίγουρα καταδικασμένος.


Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Κλημεντίνη μου γλυκειά


Δημοφιλές, κατά την περίοδο του «πυρετού του χρυσού» (Gold Rush), περί τα μέσα του 19ου αιώνα στην Αμερική, ισπανόφωνο και αγγλόφωνο τραγούδι. Σώζεται με δεκάδες παραλλαγές στίχων, μετάφραση Χ.Δ.Τ. μιας από αυτές ακολουθεί,  ενώ μια πολύ ωραία εκτέλεση μίας άλλης εκδοχής μπορεί να ακούσει κανείς στον σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=twRr3ygK3TM

Μία στροφή στίχων και το ρεφρέν μεταφράστηκαν πριν από αρκετά, μπορεί και πέντε και πλέον χρόνια, η ολοκλήρωση έγινε την 26η Ιανουαρίου ‘015, θάλαμος 206, Νευρολογική κλινική, νοσοκομείο Γεννηματά, Αθήνα. 

Στις σπηλιές και στα φαράγγια
έσκαβε να βρει χρυσό
Κλημεντίνη, ο πατέρας
Σου σε είχε θησαυρό

Ω καλή μου, αγαπημένη
Κλημεντίνη μου γλυκειά
Έφυγες και στην καρδιά μου
Θλίψη άφησες βαρειά

Μικρούλα ήταν σα νεράιδα
Μα ποδάρια είχε μακριά
Ρεγγοκούτια αντί σανδάλια
Φόραγ’ η καλή, παιδιά 

Τα παπάκια οδηγούσε
Το πρωί στον ποταμό
Σκόνταψε σαν περπατούσε
Πέφτει -μπλουμ!- μες στο νερό


Αχ! τα κόκκινα σου χείλη
Κλημεντίνη στον αφρό
Μα δεν ξέρω εγώ κολύμπι
Να! βυθίζονται θαρρώ

Πώς μου λείπεις, πώς μου λείπεις
Κλημεντίνη μου χρυσή
Μα φιλί στην αδερφή σου
Δίνοντας, χάθηκες συ…

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Κρύα καρδιά


Τραγούδι (Cold cold heart) του Χανκ Γουίλλιαμς (Hank Williams, 1923-1953), μετάφραση στίχων Χ.Δ.Τ., μπορεί να το ακούσει κανείς στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=fQrpsDKukDI

21/1/’015, θάλαμος 413, Γ’ Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών, Γεώργιος Γεννηματάς

Τόσα καλή μου έκανα να δεις πώς σ’ αγαπώ
Μα όλο φοβάσαι πως δεν έχω εγώ καλό σκοπό
Κάτι σε τρόμαξε παλιά και σε κρατά μακριά
Αχ, να ζεστάνω θα’ θελα την κρύα σου καρδιά

Μια άλλη αγάπη σ’ άφησε τόσο πολύ θλιμμένη
Και γι άλλου σφάλματα η δικιά μου τώρα δεινά υπομένει
Μες στο θυμό λόγια άδικα λέγονται και σκληρά
Αχ, να ζεστάνω θά ‘θελα την κρύα σου καρδιά


Ήταν καιρός που πίστευα πως ήσουνα δική μου
Στις μνήμες σου φυλακιστεί έχεις όμως μικρή μου
Όσο σε γνωρίζω πιο πολύ βρισκόμαστε μακριά
Αχ, να ζεστάνω θά ‘θελα την κρύα σου καρδιά

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

7 μεθυσμένα βράδια


Παραδοσιακό αγγλόφωνο τραγούδι, μετάφραση στίχων Χ.Δ.Τ., πολύ δημοφιλής εκτέλεση από τους Ιρλανδούς Dubliners, μπορεί να την ακούσει κανείς στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=wlKG79hC2Wo

Γραμμένο –έως το βράδι της Πέμπτης- παλαιότερα, πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν, ολοκληρώθηκε στις 22/1/’015, στο θάλαμο 413 της Γ’ Παθολογικής Κλινικής, στο νοσοκομείο Γεώργιος Γεννηματάς στην Αθήνα.

Πάλι ήπια και μέθυσα μία Δευτέρα βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας σπίτι μου στο σκοτάδι
Και είδα ένα άλογο στο σπίτι εμπρός στημένο
Εκεί που ήταν το δικό μου πάντα άλογο δεμένο
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιανού είναι αυτό το άλογο στο σπίτι μπρος στημένο
Εκεί που ήταν το δικό μου πάντα άλογο δεμένο;»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
Βρε ο χοίρος δεν είναι που η μαμά μού 'χει χαρισμένο;»
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Μα χοιρινό με πέταλα δεν έχω δει ξανά

Πάλι ήπια και μέθυσα μία Τρίτη βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας σπίτι μου στο σκοτάδι
Στην πόρτα είδα ένα παλτό κρεμασμένο στο καρφί
Στη θέση που ήταν πάντα το δικό μου εκεί
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιανού είν’ στην πόρτα το παλτό κρεμασμένο στο καρφί
Στη θέση που ήταν πάντα το δικό μου εκεί;»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
βρε το χαλί δεν είναι που η μαμά μού 'χει χαρισμένο;»
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Μα πάνω σε χαλί κουμπιά δεν έχω δει ξανά

Πάλι ήπια και μέθυσα μία Τετάρτη βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας σπίτι μου στο σκοτάδι
Μια πίπα είδα κοκκάλινη στο τασάκι αφημένη
Εκεί πάντα που άφηνα την πίπα μου σβησμένη
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιανού είναι η πίπα αυτή στο τασάκι αφημένη
Εκεί πάντα που άφηνα την πίπα μου σβησμένη;»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
βρε το φλάουτο δεν είναι που η μαμά μού 'χει χαρισμένο;»
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Μα φλάουτο γιομάτο με καπνό δεν έχω δει ξανά

Πάλι ήπια και μέθυσα μία Πέμπτη βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας σπίτι μου στο σκοτάδι
Κι άλλες μπότες ένα ζευγάρι είδα κάτω απ’ το κρεββάτι
Που δεν ήταν δικές μου αν δε με γέλαγε το μάτι
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιανού ειν’ οι μπότες τούτες δω κάτω απ’ το κρεββάτι;
Δεν ειν΄δικές μου μια φορά σα δε με γελά το μάτι.»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
Οι γλάστρες το γεράνι είναι βρε που η μαμά μού ‘χει χαρισμένο»
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Κορδόνια σε γεράνι όμως δεν έχω δει ξανά

Πάλι ήπια και μέθυσα μια Παρασκευή βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας σπίτι μου στο σκοτάδι
Ξένο κεφάλι στο κρεββάτι είδα ακουμπισμένο
Στο μαξιλάρι που το κεφάλι μου ήταν πάντα ξαπλωμένο
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιανού είναι το κεφάλι αυτό στο κρεββάτι ακουμπισμένο,
στο μαξιλάρι που το κεφάλι μου είναι πάντα ξαπλωμένο;»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
Το μωρό δεν είναι αυτο βρε που η μαμά μού ‘χει σταλμένο;»
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Μα βρέφος με μουστάκια δεν έχω δει ξανά

Πάλι ήπια και μέθυσα ένα Σαββάτο βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας σπίτι μου στο σκοτάδι
Δυο χέρια είδα τα στήθια της γερά να τα γραπώνουν
Εκεί που μόνο τα δικά μου έπρεπε ν’ απλώνουν
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιά χέρια είναι που γερά τα στήθια σου γραπώνουν;
Τα δικά μου έπρεπε σ’ αυτά μονάχα να απλώνουν»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
Το νυχτικό δεν είναι βρε που η μαμά μού’ χει χαρισμένο;
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Μα νυχτικό με δάχτυλα δεν έχω δει ξανά


Πάλι ήπια και μέθυσα μια Κυριακή το βράδυ
Και γύρισα τρεκλίζοντας στο σπίτι μου στο σκοτάδι
Ένα πράμα είδα στο πράμα της γοργά να μπαινοβγαίνει
Εκεί  πού’χε δικαίωμα το δικό μου μόνο να μπαίνει
Ε, την κυρά μου κάλεσα και ρώτησα γλυκά
«Γυναίκα, εξήγησε μου τί πράγματα είναι αυτά;
Ποιανού είναι το πράμα αυτό στο πράμα σου που μπαίνει;
Εκεί έχει δικαίωμα το δικό μου μόνο καημένη»
«Α, γέρο πια βαρέθηκα να σε βλέπω μεθυσμένο
Το κυάλι δεν είναι αυτό βρε που η μαμά μού ‘χει χαρισμένο;»
Ε, λοιπόν τόσα έχω κάνει και έχω δει πολλά
Μα τρίχες πάνω σε κυάλι δεν έχω δει ξανά.
  

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Η προσευχή του μπεκρή


Τραγούδι (Drunkards prayer) των Willard Grant Conspiracy, μουσικού οχήματος του Robert Fisher από τη Βοστώνη των Η.Π.Α., μετάφραση στίχων Χ.Δ.Τ., μπορεί να το ακούσει κανείς στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=YHTZuoo1stw

21/1/’015, θάλαμος 413, Γ’ Παθολογική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Γεώργιος Γεννηματάς

Απόψε θα πω την προσευχή του μπεκρή
Στην καταπακτή θα κλειστώ και θα βυθιστώ στον ύπνο
Θα κλείσω τα μάτια και θα παραπατώ ένα γύρω
Στα γόνατα θα πέσω τελικά

Θα υψώσω το ποτήρι
Όπως με «υψώνει» κι αυτό

Και μια προσευχή θα πω
Για ανακούφιση

Η ντροπή είναι σαν τον καθρέπτη
Όλα όσα βλέπω αντανακλά
Αίμα έχει μέσα σ’ αυτό το ουΐσκυ
Πάνω μου τις γητειές του δουλεύει

Θα υψώσω το ποτήρι
Όπως με «υψώνει» κι αυτό

Και μια προσευχή θα πω
Για ανακούφιση

Στον κατάλογο τους ανώνυμους βάζω (ακατάληπτο)
Και παρακαλώ για συγχώρεση
Βλέπω μόνο της μάνας μου το πρόσωπο
Και την τυφλή του πατέρα μου μετάνοια

Θα βαστάω το ποτήρι
Όπως με «βαστάει» κι αυτό

Και μια προσευχή θα πω
Για ανακούφιση

Όλο που θέλω του διαβόλου το χρέος
Στις ευρεσιτεχνίες μέσα θα ριχτώ
Την ιστορία που έχει ήδη ειπωθεί θα σας πω
Και με τις υποψίες μου πλέον θα ζω

Θα υψώσω το ποτήρι
Όπως με «υψώνει» κι αυτό

Και μια προσευχή θα πω
Για ανακούφιση

Θα βαστάω το ποτήρι
Όπως με «βαστάει» κι αυτό

Και μια προσευχή θα πω
Για ανακούφιση



Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Τύφλα τελείως στο μεθύσι


Σκωτσέζικο τραγούδι (Blue Bleezing Blind Drunk), μετάφραση στίχων Χ.Δ.Τ., μια πολύ ωραία εκτέλεση μπορεί να ακούσει κανείς από τις αδελφές Unthanks στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=hHN4XTQKf2k

20/1/’015, θάλαμος 413, Γ’ Παθολογική Κλινική, Γ.Ν.Α. Γ. Γεννηματάς, Αθήνα

Φίλοι τώρα μια λυπημένη έχω ιστορία
Λυπημένη πολύ ιστορία να σας πω
‘Εναν άντρα πήρα για τα λεφτά του
Αν είχα πάρει το διάβολο θά ‘ταν καλύτερο

Τύφλα τελείως στο μεθύσι θα πάω να γίνω
Ένα μάθημα ο Μίκης να πάρει
Όλο το βράδυ έξω θα μείνω
Και θα γυρίσω πρωί σαν κρυφτεί το φεγγάρι

Σαν έρχεται ο Μίκης στο σπίτι το βράδυ
Τόπι στο ξύλο με κάνει
Με βία με χτυπά χωρίς οίκτο κανένα
Όσο κι αν κλαίω και φωνάζω πως φτάνει

Το ουΐσκυ ποτέ δεν το αγαπούσα
Μα τί άλλο να κάνει μια γυναίκα φτωχή
Σ’ αυτό θα πνίξω τις λύπες μου όλες
Μακάρι νά ‘πνιγα και κείνον μαζί. 

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Πού πας Καραβάγγο;


22 & 23/1/’015, Νεάπολη-Εξάρχεια, Λεωφόρος Κηφισίας και Άγιος Θωμάς, Μαρούσι, Αθήνα


Πού πας ρε Καραβάγγο
με τις φωτοσκιάσεις σου
και τα κιαροσκούρα
και για μοντέλα σου
(σε πίνακες θρησκευτικούς -
-τρομάρα σου!)
παρίες του λαού
με μπερδεμένα γένια
και βρώμικες πατούσες
αμφιλεγάνθρωπος, αρχοφυγόδικος
μαχαιροβγάλτος, μπεκροκαβγάς
ούτε σαράντα καν χρονώ
σε παραχώσαν κάπου στην Τοσκάνη
ούτε τάφος, ούτε πλάκα, ούτε τίποτα
να γράφει απάνου
Δεκαοχτώ Ιουλίου Χίλια Εξακόσια Δέκα
Μικελάνγκελο Μερίζι ντα Καραβάγγο.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Πληβείου καταννόηση ή «έτσι δεν είναι κύριε Τίτο;»


14/1/’015, Μαυρομιχάλη 148Β, Νεάπολη-Εξάρχεια και 15/1/’015, θάλαμος 413, Γ’ Παθολογική Κλινική, Γ.Ν.Α. Γ. Γεννηματάς, Αθήνα


Ακροβολίζω μέσα στο σπίτι
βιβλία παντού
βιβλία ποίησης
από τομίδια μικρά
έως χονδρά, πολυσέλιδα βιβλία
από αυτόνομες συλλογές
έως συγκεντρωτικούς τόμους απάντων
το πλείστον εκδόσεις φτηνές
συχνά από δεύτερο χέρι
έως και κάποιες παράνομες
και ακαλαίσθητες πολύ ανατυπώσεις
αγορασμένα από παλαιοβιβλιοπωλεία
από καρότσια, από μπαζάρ
από «βιβλία με το κιλό»
ή από δωρεάν ανταλλακτήρια προϊόντων
κάποια βεβαίως είναι πρωτότυπα κανονικά
και ορισμένα είναι δώρα
στο γραφείο εννοείται πολλά τοποθετώ
τακτικές αριστερά δεξιά σε στοίβες
αλλά και στο τραπέζι ομοίως έχω πολλά
και κάμποσα στο χαμηλό
του σαλονιού το τραπεζάκι
στον πάγκο της κουζίνας έχω μερικά
απάνω στο ψυγείο
δίπλα στην καφετιέρα
είναι και κάποια που φυλώ
μες στο ντουλάπι με τα μπαχαρικά
τα μακαρόνια και τα ρύζια
στο μπάνιο πάνω στο πλυντήριο
ή στο συρτάρι με τις χτένες, τα ψαλλίδια
τα ξυράφια, τα πινέλα
και στο υπνοδωμάτιο σίγουρα
στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι
αλλά και στην ντουλάπα
ανάμεσα στα εσσώρουχα
ως και με ένα τρόπο έξοχα εφευρετικό
(μα τι πατέντα και αυτή!)
ένα να κρέμεται από την ειδική
των γραβατών κρεμάστρα
κάμποσα χώνω και ανάμεσα
στις φέτες των του καλοριφέρ σωμάτων
και άλλα αφήνω σε στρατηγικά
στο πάτωμα σημεία
δίπλα στην πολυθρόνα και τον καναπέ
στις μαξιλάρες δίπλα
ή τον ποδοδιακόπτη του επιδαπέδιου φωτιστικού
ή εκεί που ειν΄αραδιασμένα δίπλα δίπλα
τα ζευγάρια τα παπούτσια
στη βεράντα επίσης αρκετά
θα βρεις στο ξύλινο παγκάκι
στο υπαίθριο το τραπέζι…
… έτσι, όπου σταθώ
άλλο να κάνω δε μπορώ
πιάνω ένα, τ΄ανοίγω
διαβάζω ένα ποίημα
δύο τρεις τέσσερις στροφές
κάμποσους στίχους
δικαιολογία δεν υπάρχει
δηλαδή καμμιά
μοιραίο, καθορισμένο είναι
παντού στο σπίτι να…

…με βρίσκει η ποίηση.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Ουχί μονόν οι θαρραλέοι


Εγώ ειμί η στρουθοκάμηλος
οπού την κεφαλή της χώνει
στου εδάφους την οπή
εγώ ο δια βίου ευχόμενος
να «παρελθέτω το ποτήριον απ΄εμού»
ο τη φυγή, τη θαλπωρή, τη βολή, τη ζεστασιά
το «απαλό θολό τοπίο» παντοτινά ορεγόμενος
ο «κρύψε κάτω απ’ το χαλάκι» τα προβλήματα
ο «πάρ’τα από μπροστά μου μην τα βλέπω»
ο «στρέψε το βλέμμα σου απ’ το θάλαμο
και δες απ΄το παράθυρο ωραίο που ειν΄το δείλι»
άκαιρος μες στον χαλασμό, στον πόλεμο
«καλέ μου άνθρωπε, άκου που λες μια ιστορία»
ο κάποια λίγη γλύκα ακόμα αναζητών
και στις πιο πικρές μέσα τες περιστάσεις
εξ απαλών ονύχων ο φυγόπονος
άτολμος, ο δειλός, κιοτής, ο φοβιτσιάρης
λυγισμένος ο στα δυο, γονυπετής, σκυμμένος

καριόλη, δεν το χωρά ο νους σου, ε;
ότι τέτοιος που είμαι όντας
δεν άφησα το πόστο μου ποτέ.


Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (290)


 ...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Χαβαλεδοιάρροια, η: περιπαικτικά πειράγματα και διακωμώδηση της κατάστασης του, προς τον πάσχοντα από δοιάρροια. Π.χ.: Με τί αδημονία και χαρά περίμενες αυτήν την εκδρομή με την παρέα… Και τί ωραία διαδρομή, τί ωραίο μέρος ο προορισμός, τι όμορφο πέτρινο, παραδοσιακό κτίριο ο ξενώνας που νοικιάσατε, μες στα βουνά και μες στα δάση, τι ωραία τούτη η στιγμή το απόγευμα, τριζοβολά το τζάκι κι όλοι μαζεμένοι γύρω με τσιπουράκι ή κρασάκι χαλαρώνετε, χαζεύετε τη φωτιά που καίει δυνατή και περιμένετε να γίνει θράκα για να μπούνε πάνω τα λουκάνικα και τα κρεατικά που ασφαλώς θα τιμηθούν δεόντως, μαζί με τα συνοδευτικά που περιμένουν στην κουζίνα, βυθίζεσαι στην πολυθρόνα και σκέφτεσαι πως «μερικές φορές η ζωή είναι πράγματι ωραία»… μα ξαφνικά… αμάν! τί βίαιη σύσπαση των σπλάχνων είναι αυτή, τί απότομο, αιφνίδιο σφίξιμο στο στομάχι; Βολίδα πας στην τουαλέττα, ίσα που προλαβαίνεις να κατεβάσεις τα παντελόνια, τα βρακιά και.. έκρηξη! Έκρηξη που ακολουθείται από κρουνηδόν αποβολή υγρών, μάλιστα υγρών με το συμπάθιο («νερό με πήγε» που λέει κι ο λαός…). Μπα σε καλό μου, τι έπαθα; Μια ψύξις, κάποια ίωση; Μήπως ήτανε τρόφιμο λες κάποιο χαλασμένο; Βγαίνεις από το μπάνιο κάθιδρος, χλωμός, κομμένα είναι τα γόνατα μα… κι ανακουφισμένος… Ξανακάθεσαι πλησίον της φωτιάς, η ζέστη σα να σε συνεφέρνει κάπως και εύχεσαι από μέσα σου να τέλειωσε ως εδώ, μοιράζοντας «όλα καλά» και «τίποτα» στους φίλους που ρωτάνε τι συμβαίνει, μα δεν περνούν πέντε λεπτά και να τα ίδια πάλι, επανάληψις, ομοία εντελώς, χαμπάρι όλοι παίρνουνε κι αντί (κάνε φίλους να δεις καλό) να σπεύσουν κάποιο ιμόντιουμ να σου δώσουνε ή κάποιο αυτοσχέδιο άλλο γιατρικό, ή να σου πούνε λόγια ενθαρρυντικά, να σου κρατούν το χέρι… αρχίζουν αυτοί χαβαλεδοιάρροια και δούλεμα ψιλό γαζί και καλαμπούρι με τραγουδάκια σκωπτικά: «Οι κάνουλες ανοίξανε και το κρασάκι τρέχει, έελα έελα, και το κρασάκι τρέχει» ή να λεν με ύφος βαρυσήμαντο «δεν τό ‘πε άλλωστε και ο μέγας φιλοσόφος Ηράκλειτος αγαπητοί; Τα πάντα ρει! Τα πάντα ρει!»... και συ να βράζεις από θυμό και λύσσα (δε σού ΄φτανε ο νταλκάς σου) και καμμία να μη βρίσκεις δύναμη συγχώρεσης ή αφεσης, το μόνο που σε κρατά να είναι η ελπίδα ότι κάποια φορά στο μέλλον θ’ αντιστραφεί η κατάσταση και θα βρεθείς εσύ σε θέση ισχύος, με άλλα λόγια ότι «θ΄ αλλάξουνε οι ρόλλοι και θ΄ ανοίξουνε οι... %@λοι!».


Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (289)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Τουρκομούνια, τα: τα Τουρκομούνια είναι (βέβαια) οι προαιώνιοι εχθροί μας, τα αγαρηνά σκυλιά, οι άπιστοι, οι απολίτιστοι τεμπελχανάδες που βύθισαν για αιώνες την Ευρώπη σε βαρβαρικό μεσαίωνα και σκλάβωσαν τη γλυκειά πατρίδα μας για τετρακόσια χρόνια, αλλά –με τη βοήθεια του Χριστού- το Εικοσιένα σηκώσαμε κεφάλι και τους κατατροπώσαμε, τους σφάξαμε, τους κρεμάσαμε, τους πνίξαμε, τους παλουκώσαμε και τους διώξαμε για πάντα πίσω στη βρωμερή τη γη τους και πάλι με την αγάπη του Θεού μια μέρα, θα ανακτήσουμε τις χαμένες, από τα άθλια ζώα αυτά πατρίδες, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι.
Πώς; Τι είπες αναγνώστη; Αν έχω ακούσει τίποτα για τον Μεγάλο Οθωμανικό Πολιτισμό; Για τις τέχνες, τη λογοτεχνία, την ποίηση, την αρχιτεκτονική; Για τα χειροτεχνήματα, τα καλλίγραφα βιβλία, τα αγγεία, χαλκώματα, χαλιά, για τις μυστικές, όλο σοφία αιρέσεις και σχολές, τα παραμύθια, τα τραγούδια; Αν έχω πάει ποτέ στην Πόλη, , στο Αϊβαλί,  στη Σμύρνη; Αν έχω προσέξει πόσο μοιάζουμε σα λαοί; Αν δεν έχω δει τις μελαχρινές, τις αμυγδαλομάτες, πανέμορφες Τουρκάλες; Κι αν έχω ακούσει αμανέδες, ταξίμια, μουσικές, αν έχω δοκιμάσει την εκπληκτική κουζίνα, τους μεζέδες, τα γλυκά καθώς και τους καφέδες και τα τσάγια;
Σαν περίεργα μου τα λες αναγνώστη μου… Εγώ βεβαίως είναι γνωστό ότι είμαι αρκετά αμετακίνητος στις θέσεις, τις απόψεις μου στις οποίες όμως έχω καταλήξει μετά από βαθιά μελέτη και πλούσια εμπειρία. Δεν είναι λίγοι όσοι με λεν δογματικό, σε βεβαιώνω πάντως ότι είμαι ανοιχτός στο διάλογο. Όσα μου είπες σοβαρά θα εξετάσω και σου δηλώνω απερίφραστα ότι άμα πεισθώ πως έχεις δίκιο θα… φάω το καπέλλο μου! Αν όμως έχω δίκιο εγώ, δίκαιο είναι εσύ αναγνώστη μου, το φέσι σου να φας και να μη μείνει τίποτα, ούτε τρίχα απ’ τη φούντα!...
Αφερίμ! 

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ευρυσθένους έξις


Παράφραση (Χ.Δ.Τ.) των στίχων του τραγουδιού «Δημοσθένους λέξις» του Διονύση Σαββόπουλου από το 1972. Μπορεί να το ακούσει κανείς στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=TelTWXX8Cgk

17/1/’015, του Αγίου Αντωνίου, Γ’ Παθολογική Κλινική, θάλαμος 413, Γ.Ν.Α. Γ. Γεννηματάς

Σαν μπω σ΄αυτή τη φυλακή χρυσή ζωή με περιμένει
φίλοι μου όλοι οι φρουροί, φίλοι μου κι οι φυλακισμένοι
μες στο κελλί μου θα περνώ μπέικα, φίνα και ωραία
απ’ όλα θά ‘χω τα καλά, όλα τα σέα και τα μέα

Θα τρώω, θα πίνω σαν πασσάς, πνιγμένος στους αφρούς του ζύθου
θά ΄μαι σαν ήρωας του μύθου με το καπέλλο στο καρφί
σούζα θα στέκονται ολογύρω υπαλλήλοι σωφρονιστικοί
κι υπάκουα θα περιμένουν κάθε αφεντιάς μου εντολή

Σαν εξιτήριο θα πάρω, θα βγω ψηλά με το κεφάλι
και στο φρουρό κάτι θα δώσω πού ΄χει ο καημένος μαύρο χάλι
μ΄αυτοπεποίθηση πολλή και ηθικό ακμαίο σφόδρα
κι η καμπαρντίνα μου αγγλική με ολομέταξη τη φόδρα.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Μικρά κίτρινα ρόδα


Μετάφραση (Χ.Δ.Τ.) στους στίχους του τραγουδιού "Little yellow roses" του Βρεττανού Adam Faith, από το 1962. Μια πολύ ωραία εκτέλεση μπορείς κανείς να ακούσει στο σύνδεσμο http://francydevine.bandcamp.com/track/little-yellow-roses από τον Francy Devine.

14/1/’015 – Γ’ Παθολογική Κλινική, θάλαμος 413, Γ.Ν.Α. Γ. Γεννηματάς

Ξαπλώνομαι πίσω με τον ήλιο στα μάτια
Θα ξέρω σύντομα όσα κανείς ζωντανός
Όλη η ζωή μου, μάχη ενάντια στο ψέμμα
Και της θανής την αλήθεια, ώρα να μάθω κι εγώ

Στη μάνα μου στείλε απ’ τα μαλλιά μου μια τούφα
Το ρολόι στον πατέρα που μού ΄χε πάρει μικρός
Στον αδερφό μου πείτε να ΄ρθει αν έχει κουράγια
Εγώ είμαι χαμένος πια κι αβοήθητος
Και θυμήσου, θυμήσου
Στην αγάπη μου στείλε μικρά κίτρινα ρόδα

Ο πατέρας μου έλεγε πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι
Ότι νά ‘ναι το χρώμα, η πατρίδα, ο Θεός
Να παλεύω μ΄έμαθε για πράγματα που πιστεύω
Οπλισμένος έπρεπε νά ‘μαι για αυτό και σκληρός

Την αγάπη μου βρήκα σ’ ένα κήπο με ρόδα
Το δάχτυλο της δοκίμαζε τ’ αγκάθι πόσο ειν’ αιχμηρό
Υπόσχεση δώσαμε το βλέμμα μέχρι το τέλος
Στο κίτρινο ρόδο μην πέσει αυτό το μικρό.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Κράτα


16&18/6/’014, Μαυρομιχάλη 148Β, Νεάπολη-Εξάρχεια και 4&5/1/’015, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Γιώργος Γεννηματάς

Είναι βασικό
είναι σημαντικό
απαραίτητο είναι
κάθε μέρα
κάθε βδομάδα
κάθε μήνα
να κρατάς μια ρουτίνα
ένα πρόγραμμα νά ’χεις
συγκεκριμένο, τακτικό συνεχώς
εξαιρούνται βέβαια
(μα και όχι τελείως)
οι διακοπές, οι αργίες
μα γενικά είναι καλό
είναι σπουδαίο
να κρατάς μια ρουτίνα
σε βοηθάει αυτό
να ‘χεις μια συνοχή
μια συγκέντρωση να ‘χεις
μια τάξη
να μη σκορπίζεσαι
να μη σπαταλιέσαι
μη χάνεσαι
ιδίως εάν
επιρρεπής σε τέτοιες
συμπεριφορές πολύ είσαι
τότε είναι που είναι
ζωτικό και σωτήριο
να κρατάς μια ρουτίνα
κράτα λοιπόν μια ρουτίνα
και απ’ το πρωί ξεκίνα
ξύπνα νωρίς, την ώρα που πρέπει
κι αν μόνος δε μπορείς
βάλε το ξυπνητήρι
ανακλαδίσου λίγο, τεντώσου στο κρεββάτι
μα άλλο μην καθυστερείς
σήκω – τη μέρα σου αρχίνα
κράτα μια ρουτίνα
κράτα μια ρουτίνα
άναψε το θερμοσίφωνα
άναψε την καφετιέρα
ξυρίσου, κάνε ντους
πιες (και απόλαυσε)
τον πρώτο της μέρας καφέ
δες λίγο αν θες στο δίκτυο ειδήσεις
ή άκου μουσική
ή διάβασε ορισμένους στίχους
φάε πρωινό – ναι, φάε πρωινό
το πρωινό κάνει καλό
στο σώμα, στο μυαλό
κράτα τη ρουτίνα
κράτα τη ρουτίνα
φτιάξε το κολατσιό σου
ντύσου, ετοιμάσου
και άλλο μην καθυστερείς
φύγε απ’ το σπίτι στην ώρα σου
στην εργασία για να πας
κράτα τη ρουτίνα
κράτα τη ρουτίνα
χρόνο θα έχεις
καθώς θα περιμένεις
το λεωφορείο ή το μετρό
μα κι ύστερα στη διαδρομή
το βιβλίο σου να διαβάσεις
ή σημειώσεις στο τεφτέρι να κρατήσεις
ή τόσο που σ’ αρέσει γύρω
τον κόσμο να παρατηρείς
ή απλώς αφηρημένος να ρεμβάζεις
να είδες; θαύμα δεν είναι;
η πρώτη ήδη ανάπαυλα -
- δώρο της ημέρας
που μάλιστα σου δίνεται
κρατώντας τη ρουτίνα
κράτα τη ρουτίνα
φτάσε λοιπόν
στην εργασία σου εγκαίρως
στο κτίριο μπες
μοίρασε καλημέρες
δυο λόγια πες με συναδέλφους
και πήγαινε στη θέση σου, κάτσε
χάζεψε έξω από το τζάμι την Αθήνα
κράτα την ρουτίνα
κράτα την ρουτίνα
άνοιξε τον υπολογιστή
και το φάκελο με τις εκκρεμότητες
ασχολήσου, συγκεντρώσου
μην εξευτελίζεις τον εαυτό σου
απαξιώνοντας τη δουλειά που κάνεις
ακόμα και αν πρόκειται
μόνο για βιοπορισμό
κάτι δεν είναι και αυτό;
φρόντισε τα καθήκοντα σου
έχε ευχαριστημένους
τους πελάτες, τους προμηθευτές σου
τους συνεργάτες, τους διευθυντές σου
μην όλο χαζεύεις, βαριέσαι
και λουφάρεις και απειρίζεσαι
κάποιες στιγμές χαλάρωσης βεβαίως
όλοι τις δικαιούνται
κανείς δεν είναι μηχανή
ούτε η τρέλλα και το άγχος
είναι το ζητούμενο
εργάσου λοιπόν, κανονικά, υπεύθυνα
και κράτα τη ρουτίνα
κράτα τη ρουτίνα
κι ύστερα στις διαδρομές προς
(κι εμπρός) από το μηχάνημα του καφέ
τα φωτοτυπικά ή και την τουαλέττα
όλο και με κάποιον αγαπητό
συνάδελφο θα διασταυρωθείς
θα πείτε δυο κουβέντες
κάποιο ενδιαφέρον νέο
για ένα ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος
ένα ωραίο ανέκδοτο ίσως
μια ιστορία – ή ακόμα και
όχι γιατί; λίγο αθώο «φλερτ γραφείου»
να! πάλι οι ανάπαυλες
οι μικρές ωραίες στιγμές
κράτα τες, κράτα τες αυτές
πολύ σπουδαίες είναι
και είδες; παρουσιάζονται!
είναι βέβαιο ότι θα παρουσιάζονται
ανάμεσα όμως κι αν κρατάς…
τι άλλο; τη ρουτίνα
ειδάλλως χάνονται μέσα στο
χάσιμο το γενικό
όχι γιατί δεν υπάρχουν
μα γιατί εσύ σημασία δεν τους δίνεις
και η ημέρα προχωρά
με τη γλυκιά, λειτουργική ρουτίνα
ενδιαμέσως μην ξεχάσεις
βγάλε το τεφτεράκι σου
και δες τι έχεις σημειώσει
από δουλειές προσωπικές
να γίνουνε που πρέπει
κάποια τηλεφωνήματα
κάποια ραντεβού
σε μια δημόσια υπηρεσία ξέρω γω
ή με του αυτοκίνητου το συνεργείο
κάποιοι λογαριασμοί να πληρωθούν και άλλα
μην ξεχνάς, μην παραλείπεις, μην αμελείς
γιατί μετά θα σωρευθούν
και θα τα βλέπεις και θα τρομάζεις
και τίποτα να κάνεις δε θα θες
κάν’ τα τώρα λοιπόν
λίγα λίγα κάθε μέρα
δες τα σαν μέρος της ρουτίνας
κράτα τη ρουτίνα
και να που ήρθε η ώρα
για μεσημεριανό
μαζί με τις επιλογής σου, που ταιριάζετε
κάποιον να γευματίσεις
να τα πείτε, να χαλαρώσετε
να σπάσει η… που όμως
πρέπει να κρατάς
κράτα τη ρουτίνα
και μετά μ’ ένα καφεδάκι πικρούτσικο
πολέμιο στη νύστα
η χώνεψη που φέρνει
λίγο χάζεμα στο δίκτυο
και μετά πάλι δουλειά
πάλι ρουτίνα
κράτα τη ρουτίνα
χωρίς να καταλάβεις
η ώρα περάσει
ήρθε η ώρα να σχολάσεις
μάζεψε τα πράγματα σου απ’ το γραφείο
βάλτα στο ντουλαπάκι, τακτοποίησε
σβήσε τον υπολογιστή και ότι παίρνεις μαζί
σου βάλε στο σακκίδιο, καθάρισε λιγάκι
πάρε την κούπα του καφέ
να την αφήσεις στην κουζίνα
κράτα τη ρουτίνα
αποχαιρέτησε τους συναδέλφους
τους υπευθύνους ασφαλείας
στο φυλάκιο της εισόδου
πήγαινε ως τη στάση
το απογευματινό λεωφορείο περίμενε
βγάλε το βιβλίο σου πάλι
ο χρόνος που απομένει είναι πια προσωπικός
στο χέρι σου είναι να τον αξιοποιήσεις
με τον καλύτερο τρόπο
σίγουρο είναι πάντως πως θα
σε βοηθήσει άμα κρατήσεις τη ρουτίνα
να το λεωφορείο, έφθασε, επιβιβάσου
και να που είσαι τυχερός
θέσεις έχει ελεύθερες πολλές
κάτσε σε μια, βολέψου
βυθίσου στην ανάγνωση
και ύστερα από λίγο
μια νύστα γλυκιά θα σε πιάσει
και να λαγοκοιμάσαι θ’ αρχίσεις
θυμάσαι; παλιά ντρεπόσουν
στο λεωφορείο να κοιμάσαι μα μετά
είδες πως όλοι σχεδόν δίπλα σου
άνδρες γυναίκες κάθε ηλικίας
το ίδιο κάνουν, γιατί όχι;
λοιπόν κι εσύ χωρίς καμμιά ενοχή
αυτά τα λίγα λεπτά ύπνου
τόσο αναζωογονητικά που είναι
έτσι λοιπόν… κάθε απογευματάκι
πάρε τον υπνάκο σου στο λεωφορείο
κράτα την ρουτίνα
κάποια στιγμή θα ξυπνήσεις μονάχος σου
θα δεις έξω, δρόμο έχει ακόμα
μέχρι να φτάσεις στο σπίτι
στάσεις πολλές μα δεν πειράζει
λίγο περπάτημα είναι η καλύτερη άσκηση
σήκω, έλα και τσουπ!
από το λεωφορείο πήδα
ξεκίνα το περπάτημα με βήμα ζωηρό
ακολούθα τεθλασμένες διαδρομές
όχι την ίδια πάντα
αφέσου στην απόλαυση της παρατήρησης
μόνο πεζός το προνόμιο αυτό τέλειο έχεις
μη χάνεις την ευκαιρία
κοίτα γύρω, άγνωστες γειτονιές
και γωνίες της πόλης
κοίτα ψηλά κάποια μπαλκόνια
κάποιες βεράντες, οι ιδιοκτήτες τους
έχουν μεταμορφώσει σε μίνι ζούγκλες
όμορφα που είναι… ή κάποια
παλιά ωραία σπίτια… και προχώρα…
σου πήρε μισή περίπου ώρα
και έφτασες στη γειτονιά σου
σκέψου τι έχεις να κάνεις τώρα
στον ελεύθερο σου χρόνο
ίσως λίγα ψώνια απαραίτητα
ή κάποιο μικροεξάρτημα
για κάποιο μερεμέτι
ή να πας το αυτοκίνητο που λέγαμε για έλεγχο
όλα αυτά κάν ‘τα κανονικά χωρίς
εξαίρεση, χωρίς καθυστέρηση
κράτα τη ρουτίνα
και μετά συγκεντρώσου στα πιο σημαντικά
ας πούμε κάποια επίσκεψη
αν έχεις να κάνεις σε κάποια μαιευτική κλινική
που κάποια γνωστή σου έχει γεννήσει
ή (ακόμα πιο σημαντικό)
σε κάποιο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται
κάποιος ηλικιωμένος
έστω και μακρινός σου συγγενής
ή γνωστός ή γονέας φίλου
ή άλλο πρόσωπο οικείο
σε αυτή τη στιγμή δοκιμασίας
στο καθεστώς τούτο του πόνου
σπουδαίο είναι να συμπαραστέκεται κανείς
όσο μπορεί στους αναξιοπαθούντες
άντε λοιπόν στην κλινική
και πάρε ως δώρο, έτσι για το καλό
λίγα μπισκότα, έναν χυμό απ’ την καντίνα
κράτα τη ρουτίνα
και αφού το ολοκληρώσεις και αυτό
ήρθε η ώρα για το πιο
απ’ όλα πιο σημαντικό
το χρέος, το καθήκον σου το καθημερινό
την πράξη την καλή
την πράξη την αγία
την απογευματινή επίσκεψη
στον γέρο άρρωστο πατέρα σου
που ζει μονάχος
τελευταίος πια της οικογένειας
όλοι οι άλλοι έχουν φύγει
που έχεις σ’ ένα μικρό διαμέρισμα
κοντά σου με τη μόνιμη
φροντίδα μιας κυρίας
που μαζί του μένει και τον προσέχει
μέχρι εκεί φτάνουν οι οικονομικές
σου δυνατότητες, αλήθεια είναι ότι
δε λυπήθηκες ποτέ για τη φροντίδα
του πατέρα σου, αυτός άλλωστε σε μεγάλωσε
η μάνα σου δυστυχώς
λίγο μετά τη γέννα είχε πεθάνει και αυτός
ο καημένος αφιερώθηκε σε σένα, ούτε
παντρεύτηκε ποτέ ξανά, ούτε τίποτα
εσένα είχε το νου του
με χίλιες δυσκολίες να μεγαλώσει
πικρή ζωή χωρίς χαρά
πέρα από σένα πέρασε
ήταν κι ο χαρακτήρας του στενάχωρος
κι εδώ και δέκα χρόνια
δεν είναι καλά η υγεία του
στα νοσοκομεία όλο μπαινοβγαίνει
και η ζωή του πια μια αφόρητη
κι άχαρη χα! ρουτίνα
η μια μέρα ίδια τελείως με την προηγούμενη
και με αυτή που θά ‘ρθει
με μόνη λαμπερή στιγμή
αυτήν την καθημερινή σου επίσκεψη
που εδώ που τα λέμε
σου έχει γίνει πια και κάπως επαχθής
και πρέπει στην είσοδο της πολυκατοικίας
πριν περάσεις το κατώφλι
ασκήσεις να κάνεις διαλογισμού
κι αυτοσυγκέντρωσης για να
αντέξεις τη μεμψιμοιρία, τη γκρίνια
τα ατελείωτα παράπονα για τα
προβλήματα υγείας, τις για τρισχιλιοστή
φορά ξαναειπωμένες ιστορίες, τις
μωρολογίες, την πικρία, την χολή
τις κακίες, πού να τα πει απ’ την άλλη
ο καημένος και αυτός
πού να ξεσπάσει, πού να ξεθυμάνει κάπως
και να, δες… αφού το ξέρεις
άμα κάνεις λίγο υπομονή
και δεν δώσεις σημασία
(από το ένα μπαίνει αυτί
και βγαίνει από τ’άλλο)
και δε σκάσεις και δεν εκραγείς στο τέταρτο
ούτε και βάλεις τις φωνές όπως μοιραία
μερικές φορές συμβαίνει
άμα αντέξεις σου λέω θα το δεις
στη μισή ώρα πάνω μοναχός του
ο καημενούλης θα σου πει
«άιντε παιδάκι μου, αρκετά,
τα είπαμε για απόψε
άιντε και συ να ξεκουραστείς
που είσαι απ’ το πρωί στους δρόμους
άιντε τα λέμε αύριο πάλι…»
και να στο σπίτι λοιπόν γυρνάς
μετά από τόσες ώρες
φτάνεις εκεί, τα πράγματα σου αφήνεις
αλλάζεις, βάζεις λίγο μουσική
τακτοποιείς τα τυχόν ψώνια
κάνεις ίσως κάποιο πλυντήριο που χρειάζεται
αλλάζεις καμμιά λάμπα
ωραία είναι που παίζει μουσική
κάποιο κερί ανάβεις
γεμίζεις ένα ποτήρι με κρασί
ΟΧΙ κρασί ΟΧΙ κρασί ΟΧΙ
αλκοόλ καθόλου χρόνια τώρα
- δε θυμάσαι; το κεφάλαιο αυτό
για σένα έχει τελειώσει
και μάχεσαι γι αυτό κάθε στιγμή, καθημερινά
με όσο σθένος μπορείς να συγκεντρώσεις
και όση βοήθεια μπορείς να πάρεις
απ’ την ομάδα υποστήριξης
και απαρέγκλιτα τηρώντας τους κανόνες
που η εμπειρία της επιβάλλει
κι ακολουθώντας κατά γράμμα, κατά γράμμα
την υπέρτατη ρουτίνα
η ζωή σου εξαρτάται από αυτό
να το θυμάσαι, ούτε στιγμή μην το ξεχνάς
βάλε ένα τσάι το λοιπόν
και άστα τα’ άλλα
σκέψου να κάνεις γυμναστική
τι καλύτερο και πιο υγιεινό
την άσκηση να έχεις
ως μέρος αναπόσπαστο
στην καθημερινή σου τη ρουτίνα
και μετά τί; το κολατσιό σου πάλι
γι αύριο ετοίμασε
μαγείρεψε και λίγο αν έχεις όρεξη
ετοίμασε ένα δείπνο ελαφρύ
πάρε το μπάνιο σου
βάλε ένα Ντηβηντή
και κάτσε να χαζέψεις λίγο μασουλώντας
η ώρα πέρασε, ώρα για ανάπαυση
έτσι δεν είναι;… πλύνε
τα δόντια σου, βάλ’ τις πυτζάμες
ξάπλωσε με αναφτό το πορτατίφ
και διάβασε λιγάκι πριν βαρύνουνε
πολύ τα βλέφαρα σου κλείσε
το φως κλείσε τα μάτια
τράβα το πάπλωμα ψηλά, γλυκά
ο ύπνος θα σε πάρει, ύπνο βαθύ
εύκολο κι ήσυχο όπως πάντα κάνεις
από την εποχή τουλάχιστον
που σταμάτησες να πίνεις και μετά
και να που τελειώνει άλλη μια μέρα
πλήρης, λειτουργική, γεμάτη και σωστή
που τέτοια στάθηκε ασφαλώς χάρη και
στη συνήθεια σου
να κρατάς τη ρουτίνα…


Και θα περάσουν τα χρόνια
(γιατί πού θα πάνε; θα περάσουν)
και θά ‘ρθει η μέρα
που θα πέσει η Μεγάλη Κουρτίνα
και πάει πια η ρουτίνα.

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Είμαι υπέρ


(παράφραση Χ.Δ.Τ. του γνωστού κειμένου «Είμαι εναντίον» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, από το 1979)

3/1/’015 – Νοσοκομείον Γεννηματά, Κλινική ΩΡΛ/Γυναικολογική, Αθήνα


Είμαι υπέρ όλων των τιμητικών διακρίσεων από κάθε προέλευση και πηγή. Είναι πιστεύω η πιο λεπτή, η πιο ευγενική φιλοδοξία να θες να ξεχωρίζεις από το κοπάδι. Να μην επιθυμείς να είσαι απλά «εις εκ πολλών».
Είμαι υπέρ και των βραβείων που εξυψώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Διότι βραβεύω σημαίνει ότι αναγνωρίζω την αξία κάποιου ανώτερου από εμένα και δεν πρέπει να είμαστε επιλήσμονες αλλά ευγνώμονες για την διαφορά των καλυτέρων μας. Παίρνω βραβείο σημαίνει ότι έχω την ευθυκρισία να διακρίνω ότι υπερέχω και κάποτε θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι στη ζωή υπάρχουν οι ηγέτες.
Είμαι υπέρ των χρηματικών επιχορηγήσεων. Δίκαιο είναι στο χέρι ορισμένων να εναποτίθενται χρηματικά ποσά. Ανέκαθεν οι χορηγίες ικανοποιούσαν την εύλογη ανάγκη ορισμένων για διακρίσεις και για χρηματικές απολαβές. Η –υποτιθέμενη- ατομική ανεξαρτησία που βάλλεται εξ αυτών, είναι –τελικά- ένας μύθος.
Είμαι υπέρ των λογοτεχνικών συντάξεων. Γιατί να πεθάνω στην ψάθα τη στιγμή μάλιστα που το κράτος με άρμεξε μια ζωή και να μη με ζει, στο εξής, το υπουργείο; Ως αναγνώριση δηλαδή της ποιητικής προσφοράς μου να με ζει το Δημόσιο. Έτσι το κράτος επεμβαίνει δραστικά (αναλαμβάνοντας όλα τα βάρη και τις ευθύνες) στη ζωή ενός επιφανούς πολίτη όπως εγώ.
Εις ότι με αφορά, έχω αγαστές σχέσεις με το κράτος όπως – θεωρώ – ο καθένας θα έπρεπε. Συνεργάζομαι τακτικά με πολλά υπουργεία, γεγονός για το οποίο καυχιέμαι και χάρη στις γνωριμίες μου και τις καλές μου σχέσεις τυγχάνω και των σχετικών, αναμενόμενων ελαφρύνσεων και απαλλαγών στην εφορία. 
Είμαι υπέρ των εφημερίδων. Στηρίζουν τους άξιους, στηλιτεύουν τους μηδαμινούς, αποκρούουν τους ημέτερους, πειθαναγκάζουν τους κατά φαντασίαν απροσκύνητους. Διαμορφώνουν καταστάσεις και πραγματοποιούν θεαματικές ανατροπές. Δεξιές, αριστερές, κεντρώες, όλες έχουν το ρόλο τους και φροντίζουν να τα έχουν καλά με όλους.
Είμαι υπέρ των ομάδων αλληλοϋποστήριξης που οι κακοπροαίρετοι και συμπλεγματικοί αποκαλούνε κλίκες. Είναι χρησιμότατες, υπερασπίζουν τους δικούς τους ανθρώπους εξοβελίζοντας τους αλλότριους και τους ασχέτους. Όποιοι δεν τους παραδέχονται πατάσσονται με σφοδρότητα και πολύ σωστά. Επιτελούν το έργο τους υπεύθυνα χωρίς να ιδρώνει το αυτί τους από τους πάσης φάσης χαρακτηρισμούς και τις κατηγόριες περί γλύφτηδων, τζουτζέδων και σκουπιδιών του παρόντος και του μέλλοντος.
Είμαι υπέρ των κουλτουριάρηδων. Αμφισβήτησαν τα πάντα με γόνιμο τρόπο. Αποενοχοποιήθηκαν από τα στερεότυπα της εμφάνισης, άφησαν υπερήφανα τα μαλλιά και τα γένια τους μακριά οι άντρες, έπαψαν να ξυρίζονται οι γυναίκες… ζήτω οι τρίχες! Πολλοί ενοχλούνται από την εύστοχη κριτική τους, ιδίως οι πουλημένοι και οι σκάρτοι. Εγγράμματοι άνθρωποι, σπουδασμένοι. Ευτυχώς αποκαθίστανται άμεσα επαγγελματικά με διορισμό στο υπουργείο. Αμείβονται ικανοποιητικά διατηρώντας αναλλοίωτο τον ιδεαλισμό τους, χωρίς να αλλοτριώνονται από το κατεστημένο.
Είμαι υπέρ κάθε ιδεολογίας, οποιασδήποτε απόχρωσης. Οι γοητευτικές και προοδευτικές ιδέες είναι το μόνο όπλο απέναντι στα τιποτένια ανθρωπάκια που φυτοζωούν  κρυμμένα και φοβισμένα. Τα όμορφα λόγια τους αντανακλούν τα πέραν κάθε υποψίας έργα τους. Και όσο πιο ταπεινοί οι στίχοι, τόσον πιο υψηλοί οι στόχοι.
Προπάντων είμαι υπέρ κάθε ατομικής φιλοδοξίας που καθημερινά μας εμποδίζει από μικρούς ή μεγάλους συμβιβασμούς. Αν κάτι εμποδίζει σήμερα να κυριαρχήσουν παραγοντίσκοι και τσανάκια φταίει εξ’ ολοκλήρου το κωλοχανείο και όχι οι δικές μας παραχωρήσεις και αδυναμίες. Είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κανείς ότι πιάστηκε η μέση του οδοκαθαριστή γιατί πετάμε τάχα εμείς το τσιγάρο μας στο δρόμο; Ή μήπως για την κατάντια της λογοτεχνίας μας πού ‘γινε τόσον σκάρτη, φταίει –αν είναι δυνατόν- η δική μας σκαρταδούρα;

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Λόγια σοφίας (με απροσδόκητη προέλευση)


Θα συμφωνείς πιστεύω καλέ μου αναγνώστη, ότι σκέψεις, φράσεις και λόγια σοφίας μπορεί να βρεί κανείς στα πιο απροσδόκητα μέρη. Μερικά τέτοια πιστεύω πως βρήκα πριν λίγο καιρό διαβάζοντας (στην αγγλική γλώσσα) το αστυνομικού-περιπετειώδους περιεχομένου μυθιστόρημα, του υπερδημοφιλούς, εμπορικά επιτυχημένου Σκανδιναβού (Νορβηγού) συγγραφέα Jo NesboThe Son”. Τον Jo Nesbo τον γνώρισα πριν δυο χρόνια περίπου και ενθουσιάστηκα με τα έργα του τα οποία και διάβασα όλα (εκτός των παιδικών) μέσα στο διάστημα αυτό. Το “The Son” εκδόθηκε στα αγγλικά το 2014 στη Μεγάλη Βρεττανία, από τον οίκο Harvill Secker, Random House, 20 Vauxhal Bridge Road, London SW1V 25A, www.rbooks.co.uk, ISBN 9781846557392. Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα βρίσκονται προς το τέλος (μετά τη σελίδα 430) του βιβλίου και παρατίθενται στη συνέχεια σε πρόχειρη δική μου απόδοση στα ελληνικά.  

2/1/’015
Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Γιώργος Γεννηματάς
Γυναικολογική/ΩΡΛ κλινική, θάλαμος 2
............
Ο Σάιμον κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα χρόνια περνούσαν. Οι ώρες περνούσαν. Δεν ήταν πια ο άντρας που ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν. Δεν ήταν καν ο άντρας που ήταν εβδομηνταδύο ώρες πριν. Κάποτε είχε πιστέψει ότι ήταν ο ανίκητος. Κάποτε είχε πιστέψει ότι ήταν ένα κατακάθι. Τελικά έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο, ότι ήταν ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, ικανός να κάνει αυτό που ήταν σωστό. Ή να αφήσει τον εαυτό του να κυβερνιέται από τα βασικά ένστικτα του.
Αλλά σήμαινε αυτό ότι ο ίδιος, ή οποιοσδήποτε άλλος είχε ελεύθερη βούληση; Κάτω από τις ίδιες συνθήκες, πάνω στην κοινή βάση και με τις ίδιες γνωστές από πριν πιθανότητες έκβασης, δεν θα κάναμε όλοι τις ίδιες επιλογές ξανά και ξανά; Οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι μπορείς να αλλάξεις τις αξίες σου, μπορεί μια γυναίκα να εμφανιστεί στη ζωή σου, να μεγαλώσεις και να γίνεις σοφότερος και να φτάσεις να εκτιμάς εκείνα που πραγματικά αξίζουν. Ωραία λοιπόν, καινούρια πράγματα έγιναν σημαντικά, οι αριθμοί στην εξίσωση άλλαξαν, εσύ όμως τη λύνεις με τον ίδιο τρόπο. Και πάλι θα έκανες τις ίδιες επιλογές πάλι και πάλι… Που θα καθορίζονταν από χημικές ουσίες στον εγκέφαλο, διαθέσιμες πληροφορίες, ένστικτο επιβίωσης, σεξουαλικές ορμές, φόβο του θανάτου, διδαγμένη ηθική, συμπεριφορά αγέλης. Δεν τιμωρούμε τους ανθρώπους γιατί είναι κακοί αλλά γιατί κάνουν κακές επιλογές, επιλογές κακές για το σύνολο, την αγέλη.
Η ηθική δεν είναι σταλμένη απ’ τον παράδεισο ούτε είναι αιώνια, μια σειρά από κανόνες που ωφελούν την αγέλη αυτό είναι όλο. Και αυτοί που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους κανόνες, τον αποδεκτό κώδικα συμπεριφοράς, δε θα συμβιβαστούν ποτέ όχι γιατί δεν έχουν ελεύθερη βούληση – αυτό είναι αυταπάτη. Όπως εμείς, έτσι κι αυτοί που σπάνε το νόμο, κάνουν αυτό που κάνουν.
Γι αυτό πρέπει να εξαλειφθούν, για να διασφαλιστεί  ότι δε θα αναπαραχθούν και θα μολύνουν την αγέλη με τα ελαττωματικά γονίδια τους.
Ο Σάιμον Κέφας νόμισε ότι έβλεπε στον καθρέφτη ένα ρομπότ. Σύνθετο, πολύπλοκο και γεμάτο δυνατότητες, πάντως ρομπότ.
Τι ήθελε λοιπόν ο νεαρός να εκδικηθεί; Τι έλπιζε να πετύχει; Να σώσει έναν κόσμο που δεν ήθελε να σωθεί; Να εξολοθρεύσει όλα τα πράγματα που δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι μας είναι απαραίτητα; Γιατί ποιός μπορεί να ζήσει σε ένα κόσμο δίχως έγκλημα, χωρίς την ηλίθια θρησκεία των ανόητων, χωρίς τους παράλογους που θέλουν κινήματα και αλλαγές; Χωρίς την ελπίδα για ένα καλύτερο –ή χειρότερο- κόσμο; Την κολασμένη ανησυχία, την ανάγκη του καρχαρία να κινείται συνεχώς για να παίρνει οξυγόνο;
«Αυτή η στιγμή είναι τέλεια. Ας μείνουμε έτσι όπως είμαστε. Έτσι ακριβώς! Μόνο που δε θα γίνει ποτέ…».
Ο Σάιμον άκουσε βήματα. Έλεγξε ότι το όπλο του ήταν απασφαλισμένο. Το κλειδί γύρισε στην πόρτα.
…………
«Ηρωίνη από το απόθεμα του Κάλλε Φάρινσεν»! είπε ο Σάιμον. Την είχες όλον αυτόν τον καιρό και δε μπήκες στον πειρασμό να δοκιμάσεις;
Ο νεαρός γέλασε, ένα κοφτό σκληρό γέλιο.
«Δεν εκφράστηκα καλά είπε ο Σάιμον. Ξέχνα το “μπήκες σε πειρασμό”. Πάντως κατάφερες να αντισταθείς. Πώς τό ‘κανες;»
Ο νεαρός ανασήκωσε τους ώμους…
«Ξέρω ένα δυο πράγματα γύρω απ’ τις εξαρτήσεις» είπε ο Σάιμον. «Ο κατάλογος με τα πράγματα που μπορούν να σε κάνουν να το κόψεις δεν είναι μεγάλος. Ή βρίσκουμε το Χριστό, ή κάποιο κορίτσι, τα παιδιά μας ή ο τύπος με το δρεπάνι. Στην περίπτωση μου ήταν το κορίτσι. Στη δική σου;»
Ο νεαρός δε μίλησε…
............

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Προκαδούρα


Περιηγούμενος προ ετών στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω στο λογοτεχνικό έργο (ποιήματα και μικρά πεζά/διηγήματα) της Κρύσταλ Άρμπογκαστ (Crystal Arbogast) από το Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το οποίο μου άρεσε και αποφάσισα να μεταφράσω ορισμένα έργα και να τα δημοσιεύσω στο ιστολόγιο, γεγονός για το οποίο θεώρησα πρέπον να πάρω προηγουμένως την άδεια της συγγραφέως την οποία και ζήτησα γραπτώς με γράμμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η Κρύσταλ την παραχώρησε ευγενέστατη με ένα θερμό απαντητικό μήνυμα. Πράγματι την περίοδο 12 Φεβρουαρίου 2012 έως τις 15 Μαρτίου, μεταφράστηκαν και δημοσιεύθηκαν τρία ποιήματα και δύο διηγήματα, ως εξής
 Στη συνέχεια έχασα τα ίχνη της Κρύσταλ, το ιστολόγιο της δεν υπάρχει πια και δεν απαντά στα μηνύματα μου. Ελπίζουμε να είναι καλά. Σήμερα δημοσιεύουμε τη μετάφραση (που είχε αρχίσει παλιότερα αλλά είχε μείνει στη μέση) του μεγαλύτερου ως τώρα κειμένου της Κρύσταλ, που κατά σύμπτωση είναι το πρώτο που είχαμε διαβάσει και το μάλλον το πιο δημοφιλές στο διαδίκτυο. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι "Hobnail". Ευχαριστώντας και πάλι την Κρύσταλ, ευχόμαστε καλή ανάγνωση.

1/8/2012 – Νοσοκομείον Ελπίς, Αθήνα
15/9/2012 – Καφέ Snack-Bar B&B, Λιμάνι Μεθάνων
1/1/2015 – Νοσοκομείον Γεννηματά, Αθήνα

......
Η Φάννυ Πότητ καθόταν σταυροπόδι στη μπροστινή βεράντα του θείου Τζων. Η αγαπημένη της πάνινη κούκλα, πιασμένη κάτω από το μπράτσο της. Ο ήλιος του προχρημένου απογεύματος έλαμπε μέσα από το φύλωμα της γιγάντιας βελανιδιάς κι έλουζε με τρεμουλιαστό φως το ξύλινο σπίτι. Η χρυσή κίνηση των φώτων μάγευαν το κορίτσι που καθόταν με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω λες κι ήταν υπνωτισμένη. Το σταθερό μουρμουρητό της συζήτησης ερχόταν μόνιμα από το εσωτερικό του σπιτιού.
«Έλεν, χάρηκα βέβαια πολύ που ήσουν μαζί μας στη σημερινή λειτουργία στην εκκλησία, αλλά γιατί δεν κάθεσαι το βράδυ εδώ; Η ώρα έχει περάσει και σίγουρα θα σκοτεινιάσει πριν κατφέρεις να φτάσεις στο σπίτι.»
«Μια χαρά θα είμαι Σάλλυ, απάντησε η μητέρα της Φάννυ. Αφού ξέρεις πώς είναι ο Λάιτζ με το θέμα του δείπνου. Άφησα βέβαια αρκετό φαγητό και για κείνον και για τα παιδιά στο φούρνο μα θα θέλει τη Φάννυ και μένα, να είμαστε όλη η οικογένεια μαζί. Εξ άλλου θα θέλει ν΄ακούσει από πρώτο χέρι αν η γυναίκα του Σαμ Μπόσγουορθ τον κατάφερε να πάει στην εκκλησία.»
Το γέλιο που ακολούθησε τη φράση της μητέρας της διέκοψε τις ονειροπολήσεις του κοριτσιού που σηκώθηκε, έστρωσε το φόρεμα πάνω από το μισοφόρι της και μπήκε στο σπίτι.
«Πάρε το σάλι σου Φάννυ, άμα πέσει ο ήλιος θα κάνει ψύχρα».
Όπως το κοριτσάκι πήγε στην καρέκλα δίπλα στο τζάκι πού ‘χε αφήσει τα ρούχα της, ο θείος της φάνηκε από πίσω με μια λάμπα.
«Θα τη χρειαστείς αυτή Έλεν. Το φυτίλι είναι καινούριο και στη γέμισα πετρέλαιο».
«Σε ευχαριστώ Τζώννυ είπε η Έλεν, θα στα στείλω πίσω με τον Λάιτζ την ερχόμενη εβδομάδα που θα πάει στην πόλη».
Η Έλεν αποχαιρέτησε τον μικρότερο αδερφό της και αγκάλιασε τρυφερά τη νύφη της. Της χάιδεψε τη ουσκωμένη κοιλιά και της είπε «στο τέλος του μήνα θα έρθω πάλι. Μη σηκώνεις βάρη και αν οι ναυτίες επιμένουν βράζε τσάι μέντας που άφησα στην κουζίνα. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν έχω ξαναδεί μωρό να κάνει τη μάνα του άρρωστη όσο αυτό. Σίγουρα είναι αγόρι».
Όταν τ’ άκουσε αυτό η Φάννυ κατσούφιασε. Ήταν το πιο μικρό παιδί στην οικογένεια και το μοναδικό κορίτσι. Ζώντας με τέσσερις αδερφούς, κάθε βράδυ προσευχόταν στο Θεό και Τον παρακαλούσε θερμά να κάνει η θεία της ένα κοριτσάκι. Η μόνη άλλη παρηγοριά που είχε, ήταν η όμορφη πάνινη κούκλα που της είχε φτιάξει η μαμά της. Έβαλε την κούκλα κάτω από το μπράτσο της και κρατώντας το σάλι της με το ίδιο χέρι, στάθηκε περιμένοντας  υπομονετικά. Η θεία Σάλλυ τη φίλησε ελαφρά στο μάγουλο και τη ζούληξε ελαφρά. «Αν κάνω κορίτσι, ελπίζω νά ‘ναι γλυκιά σαν και σένα» της ψιθύρισε η θεία. Ο θείος Τζων τη χάιδεψε στο κεφάλι και είπε: «γεια σου κουκλίτσα... όταν αυτή η μαμά γάτα κάνει τα μικρά της, το πιο όμορφο γατάκι θα το δώσω σε σένα».
Αυτό έφερε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της Φάννυ κι έδιωξε μακριά τις μαύρες σκέψεις για τα αγόρια.
Η Έλλεν σιγούρεψε τα σάλλι της τυλίγοντας το πάνω της και πήρε τη λάμπα που ήταν ήδη αναμμένη. Έπιασε τη Φάννυ από το δεξί χέρι και ξεκίνησαν για τον επαρχιακό δρόμο των 5 χιλιομέτρων που οδηγούσε πίσω στο σπίτι τους. Οι δυνατές βροχές της προηγούμενης εβδομάδας ωστόσο, έκαναν το δρόμο αδιάβατο. Η Έλεν κι η κόρη της θα επέστρεφαν όπως είχαν έρθει, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που βρισκόταν γύρω στα 800 μέτρα πάνω από το δρόμο και ξετυλιγόταν γύρω από τα βουνά και γύρω από τις πεδιάδες μεταφέροντας το κάρβουνο και την ξυλεία που έδινε αυτή η γη.
Ανέβηκαν στη γραμμή και ξεκίνησαν προς την κατεύθυνση του σπιτιού. Η Έλεν άρχισε να λέει στη Φάννυ για τα τραίνα και όλα τα μακρινά μέρη που πήγαιναν. Στο κορίτσι άρεσε πολύ να ακούει τις ιστορίες της μαμάς της για τις μεγάλες πόλεις που βρίσκονταν μακριά. Η ίδια είχε βρεθεί σ επόλη μόνο μια φορά και δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από την κομητεία τους. Θυμήθηκε το μπαμπά της να μιλάει για τον Τζακ, τον αδερφό του.
Ο θείος Τζακ είχε  φύγει από την κομητεία μα και από την πολιτεία της Βιρτζίνια. Βρισκόταν σ΄ένα μακρινό μέρος που λεγόταν Κούβα, πολεμώντας για ένα κύριο που λεγόταν Ρούζβελτ. Αναρωτιόταν τί μέρος νά ΄ταν αυτή η Κούβα και αν έμοιαζε καθόλου με τα δικά τους μέρη.
Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χάνονταν πίσω από τις κατάφυτες πλαγιές. Δυσοίωνες σκιές άρχισαν να ξεπροβάλλουν από το πυκνό δάσος και στις δύο πλευρές του μονοπατιού. Θροΐσματα από τους θάμνους έκαναν τη Φάννυ να πηδήξει αλλά η καθησυχαστική φωνή της μητέρας της, την ηρεμούσε.
«Μη φοβάσαι μικρή μου, είναι μόνο αλεπούδες και κουνάβια».
Η πένθιμη φωνή μιας κουκουβάγιας βγήκε από το σκοτάδι κι έκανε τη Φάννυ να σφίξει το χέρι της μαμάς της.
Τελικά η νύχτα τύλιξε το τοπίο και το μόνο που μπορούσε κανείς να  δει ήταν το ζεστό φως της λάμπας και οι σκιές που δημιουργούσε. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι και η χλωμή λάμψη λίγων αστεριών τρεμόσβηνε ανάμεσα στα μετακινούμενα σύννεφα. Η Φάννυ έσερνε τα πόδια της στα χαλίκια που ήταν στρωμένα ανάμεσα στις γραμμές και η Έλεν κατάλαβε ότι η κόρη της πια κουρασμένη.
«Ας ξεκουραστούμε λίγο καλή μου. Νομίζω ότι έχουμε λιγότερο από ένα μίλι ακόμα για να φτάσουμε».
Ακούμπησε τη λάμπα κάτω και οι δύο κουρασμένες ταξιδιώτισσες προσπάθησαν να βολευτούν καθιστές πάνω στη ράγα.
«Μανούλα, είναι τόσο τρομακτικά στο σκοτάδι. Θα μας προσέχει θεός, θα μας προστατεύει;»
«Ναι Φάννυ. Θυμήσου τί μας είπε ο καινούριος νεαρός ιερέας, σήμερα το πρωί στην εκκλησία. Ο καλός Θεός είναι πάντα μαζί σου κι όταν χρειάζεσαι τη βοήθεια Του να τον καλείς με το όνομα Του. Ακόμα καλύτερα να κάνεις ότι θα κάνω κι εγώ».
«Τί μανούλα;»
«Λοιπόν» είπε η Έλλεν και χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της, «θα τραγουδήσω έναν από τους αγαπημένους μου ύμνους».
Καθώς αναλογιζόταν τη συμβουλή της μητέρας της, ένας θόρυβος απέσπασε την προσοχή της Φάννυ. Ερχόταν από την κατεύθυνση του δρόμου που είχαν αφήσει πίσω τους και τα μάτια του κοριτσιού προσπάθησαν να διαπεράσουν το πηχτό σα μελάνι σκοτάδι.
Ο ήχος ήταν απόμακρος αλλά αντίθετα με τους υπόλοιπους ακουγόταν να δυναμώνει. Ήταν ρυθμικός και έμοιαζε σαν βήματα κάποιου που περπατούσε προς το μέρος τους.
«Μανούλα, το ακούς;»
«Τί να ακούω παιδί μου;»
Η Φάννυ πλησίασε τη μητέρα της και είπε: «Κάποιος έρχεται προς τα εδώ!»
Η Έλλεν αγκάλιασε στοργικά την κόρη της και απάντησε: «Η φαντασία σου είναι μωρό μου. Έλα, αρκετά ξεκουραστήκαμε. Ας πηγαίνουμε τώρα. Ο μπαμπάς στο σπίτι θα έχει αρχίσει να ανησυχεί.»
Η Έλλεν σήκωσε τη λάμπα, έπιασε το χέρι της κόρης της και ξεκίνησαν πάλι το ταξίδι της επιστροφής. Ύστερα από λίγο ο ήχος που είχε κάνει το μικρό κορίτσι να παραλύσει από το φόβο του, ξεκίνησε να ακούγεται πάλι. Αυτή τη φορά τα βήματα ήταν πιο ευδιάκριτα και σαφώς πιο κοντά. Πατήματα από βαριές μπότες αντηχούσαν στο σκοτάδι.
«Μανούλα, το ακούω πάλι!»
«Σώπα μικρή μου».
Η Έλλεν κούνησε τη λάμπα πέρα δώθε και φώτισε.
«Βλέπεις; Δεν υπάρχει τίποτα»
Η Φάννυ έσφιξε με το χεράκι της κι άλλο το χέρι της μαμάς της και κόλλησε την πάνινη κούκλα πάνω της. Η κουκουβάγια συνέχισε το νυχτερινό της κάλεσμα και το βραδινό αεράκι δονούσε τα φύλλα των δέντρων.
«Σίγουρα πάντως ο αέρας μυρίζει βροχή» είπε η Έλλεν. «Και ο άνεμος δυναμώνει κι αυτός.
Σύντομα θά ΄μαστε σπίτι κοριτσάκι. Να, εκεί πέρα η τελευταία στροφή».
Η φωνή της μαμάς της ήταν καθησυχαστική για την Φάννυ, αλλά απ’ το σκοτάδι πίσω τους τα βήματα ακούστηκαν ακόμα πιο δυνατά. Ήταν ο ήχος από μπότες, βαριές μπότες με καρφιά, με προκαδούρα.
«Πλησιάζει μανούλα, πλησιάζει».
Η Έλλεν φώτισε πάλι με τη λάμπα και είπε «Βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτα;... Λοιπόν, έχω μια ιδέα. Ας τραγουδήσουμε τον ύμνο «Κύριε Ακριβέ...»
Η Φάννυ άρχισε να τραγουδά κι αυτή μαζί με τη μαμά της αλλά η φωνή της έτρεμε από φόβο καθώς τα βαριά βήματα πλησίαζαν ολοένα. Ούτε μπορούσε να καταλάβει γιατί η μαμά της έδειχνε να αγνοεί τον ήχο τους.
Η φωνή της Έλλεν που τραγουδούσε δυνάμωσε κι άλλο και ίσια μπροστά φάνηκαν τα ζεστά φώτα του σπιτιού τους να λάμπουν στην πλαγιά, ανάμεσα απ’ τα δέντρα... Το γάβγισμα του σκύλου που ακούστηκε από κει σήμανε και το τέλος του τραγουδιού.
«Φτάσαμε κόρη μου, φτάσαμε σχεδόν. Ο Τίνκερ θά ‘ρθει τρέχοντας να μας προϋπαντήσει. Ο γενναίος Τίνκερ πού ‘χει κυνηγήσει λιοντάρια των βουνών και τίποτα δεν τον φοβίζει, θα μας γυρίσει με ασφάλεια στο σπίτι.
«Άντε μανούλα τότε, ας τρέξουμε κι εμείς, δεν ακούς; Δεν ακούς; Είναι πολύ κοντά, φοβάμαι τόσο, τρέχα μαμά!»
«Δεν είναι τίποτα εκεί σου λέω μικρό μου...»
Στο φως της λάμπας της Έλλεν φάνηκε η φιγούρα ενός μεγαλόσωμου σκύλου.
«Εδώ Τίνκερ» είπε η Έλλεν, «εδώ αγόρι μου».
Οι δύο γυναίκες συγκρούστηκαν σχεδόν με το σκύλο που ήρθε τρέχοντας με ορμή και ύστερα όλοι μαζί, άρχισαν να κατηφορίζουν το γνώριμο μονοπάτι.
«Έλεν, εσύ είσαι;»
Η καρδιά της Φάννυ πλυμμήρισε με χαρά σαν άκουσε τη φωνή του μπαμπά της μέσα από το σκοτάδι.
«Εγώ είμαι Λάιτζ, αργήσαμε, λυπάμαι, βιαζόμουν να γυρίσω, περπατούσα πολύ γρήγορα, το παιδί κουράστηκε κι έχει εξαντληθεί».
Ο Ελάια σήκωσε την κόρη του στα χέρια και περπάτησε το υπόλοιπο κομμάτι του μονοπατιού με το κορίτσι στην αγκαλιά του. Η Έλλεν βοήθησε τη Φάννυ να ξεντυθεί και την ακούμπησε στο κρεββάτι απαλά.
Οι καθησυχαστικοί ήχοι των φωνών των γονιών της που συζητούσαν στην κουζίνα όπως και το ροχαλητό του αδελφού της που ακουγόταν από το πίσω δωμάτιο, την έκανε να χαμογελά με ευγνωμοσύνη που η ίδια και η μαμά της ήταν ασφαλείς. Μόλις πριν κοιμηθεί η φωνή της μαμάς της έφτασε στ’ αυτιά της.
«Λάι τ’ άκουγα τα βήματα. Δεν ήθελα να τρομάξω το παιδί. Συνέχισα να τραγουδώ και να φωτίζω με τη λάμπα στα σκοτάδια κι όλο έλεγα πως δεν είναι τίποτα και να μη φοβάται. Αλλά Λάι, πριν βγούμε από τις γραμμές του τραίνου, γύρισα πίσω, φώτισα με τη λάμπα και κοίταξα. Και τότε είδα τί ήταν αυτό που μας κυνηγούσε. Είδα τη φιγούρα ενός άντρα Λάι. Ενός άντρα δίχως κεφάλι!»