Περιηγούμενος προ ετών στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω
στο λογοτεχνικό έργο (ποιήματα και μικρά πεζά/διηγήματα) της Κρύσταλ Άρμπογκαστ
(Crystal Arbogast) από το Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών της
Αμερικής, το οποίο μου άρεσε και αποφάσισα να μεταφράσω ορισμένα έργα και να τα
δημοσιεύσω στο ιστολόγιο, γεγονός για το οποίο θεώρησα πρέπον να πάρω
προηγουμένως την άδεια της συγγραφέως την οποία και ζήτησα γραπτώς με γράμμα
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η Κρύσταλ την παραχώρησε ευγενέστατη με ένα θερμό
απαντητικό μήνυμα. Πράγματι την περίοδο 12 Φεβρουαρίου 2012 έως τις 15 Μαρτίου,
μεταφράστηκαν και δημοσιεύθηκαν τρία ποιήματα και δύο διηγήματα, ως εξής
Στη
συνέχεια έχασα τα ίχνη της Κρύσταλ, το ιστολόγιο της δεν υπάρχει πια και δεν
απαντά στα μηνύματα μου. Ελπίζουμε να είναι καλά. Σήμερα δημοσιεύουμε τη
μετάφραση (που είχε αρχίσει παλιότερα αλλά είχε μείνει στη μέση) του
μεγαλύτερου ως τώρα κειμένου της Κρύσταλ, που κατά σύμπτωση είναι το πρώτο που
είχαμε διαβάσει και το μάλλον το πιο δημοφιλές στο διαδίκτυο. Ο πρωτότυπος
τίτλος είναι "Hobnail". Ευχαριστώντας
και πάλι την Κρύσταλ, ευχόμαστε καλή ανάγνωση.
1/8/2012 – Νοσοκομείον Ελπίς, Αθήνα
15/9/2012
– Καφέ Snack-Bar B&B, Λιμάνι
Μεθάνων
1/1/2015 – Νοσοκομείον Γεννηματά, Αθήνα
......
Η Φάννυ Πότητ καθόταν
σταυροπόδι στη μπροστινή βεράντα του θείου Τζων. Η αγαπημένη της πάνινη κούκλα,
πιασμένη κάτω από το μπράτσο της. Ο ήλιος του προχρημένου απογεύματος έλαμπε
μέσα από το φύλωμα της γιγάντιας βελανιδιάς κι έλουζε με τρεμουλιαστό φως το
ξύλινο σπίτι. Η χρυσή κίνηση των φώτων μάγευαν το κορίτσι που καθόταν με το
πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω λες κι ήταν υπνωτισμένη. Το σταθερό μουρμουρητό
της συζήτησης ερχόταν μόνιμα από το εσωτερικό του σπιτιού.
«Έλεν, χάρηκα βέβαια πολύ
που ήσουν μαζί μας στη σημερινή λειτουργία στην εκκλησία, αλλά γιατί δεν
κάθεσαι το βράδυ εδώ; Η ώρα έχει περάσει και σίγουρα θα σκοτεινιάσει πριν
κατφέρεις να φτάσεις στο σπίτι.»
«Μια χαρά θα είμαι Σάλλυ,
απάντησε η μητέρα της Φάννυ. Αφού ξέρεις πώς είναι ο Λάιτζ με το θέμα του
δείπνου. Άφησα βέβαια αρκετό φαγητό και για κείνον και για τα παιδιά στο φούρνο
μα θα θέλει τη Φάννυ και μένα, να είμαστε όλη η οικογένεια μαζί. Εξ άλλου θα θέλει
ν΄ακούσει από πρώτο χέρι αν η γυναίκα του Σαμ Μπόσγουορθ τον κατάφερε να πάει
στην εκκλησία.»
Το γέλιο που ακολούθησε τη φράση της μητέρας της διέκοψε τις ονειροπολήσεις του
κοριτσιού που σηκώθηκε, έστρωσε το φόρεμα πάνω από το μισοφόρι της και μπήκε στο
σπίτι.
«Πάρε το σάλι σου Φάννυ,
άμα πέσει ο ήλιος θα κάνει ψύχρα».
Όπως το κοριτσάκι πήγε
στην καρέκλα δίπλα στο τζάκι πού ‘χε αφήσει τα ρούχα της, ο θείος της φάνηκε
από πίσω με μια λάμπα.
«Θα τη χρειαστείς αυτή
Έλεν. Το φυτίλι είναι καινούριο και στη γέμισα πετρέλαιο».
«Σε ευχαριστώ Τζώννυ είπε
η Έλεν, θα στα στείλω πίσω με τον Λάιτζ την ερχόμενη εβδομάδα που θα πάει στην
πόλη».
Η Έλεν αποχαιρέτησε τον
μικρότερο αδερφό της και αγκάλιασε τρυφερά τη νύφη της. Της χάιδεψε τη
ουσκωμένη κοιλιά και της είπε «στο τέλος του μήνα θα έρθω πάλι. Μη σηκώνεις
βάρη και αν οι ναυτίες επιμένουν βράζε τσάι μέντας που άφησα στην κουζίνα.
Μάρτυς μου ο Θεός, δεν έχω ξαναδεί μωρό να κάνει τη μάνα του άρρωστη όσο αυτό.
Σίγουρα είναι αγόρι».
Όταν τ’ άκουσε αυτό η
Φάννυ κατσούφιασε. Ήταν το πιο μικρό παιδί στην οικογένεια και το μοναδικό
κορίτσι. Ζώντας με τέσσερις αδερφούς, κάθε βράδυ προσευχόταν στο Θεό και Τον
παρακαλούσε θερμά να κάνει η θεία της ένα κοριτσάκι. Η μόνη άλλη παρηγοριά που
είχε, ήταν η όμορφη πάνινη κούκλα που της είχε φτιάξει η μαμά της. Έβαλε την
κούκλα κάτω από το μπράτσο της και κρατώντας το σάλι της με το ίδιο χέρι,
στάθηκε περιμένοντας υπομονετικά. Η θεία
Σάλλυ τη φίλησε ελαφρά στο μάγουλο και τη ζούληξε ελαφρά. «Αν κάνω κορίτσι,
ελπίζω νά ‘ναι γλυκιά σαν και σένα» της ψιθύρισε η θεία. Ο θείος Τζων τη
χάιδεψε στο κεφάλι και είπε: «γεια σου κουκλίτσα... όταν αυτή η μαμά γάτα κάνει
τα μικρά της, το πιο όμορφο γατάκι θα το δώσω σε σένα».
Αυτό έφερε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της Φάννυ κι έδιωξε μακριά τις μαύρες
σκέψεις για τα αγόρια.
Η Έλλεν σιγούρεψε τα
σάλλι της τυλίγοντας το πάνω της και πήρε τη λάμπα που ήταν ήδη αναμμένη.
Έπιασε τη Φάννυ από το δεξί χέρι και ξεκίνησαν για τον επαρχιακό δρόμο των 5
χιλιομέτρων που οδηγούσε πίσω στο σπίτι τους. Οι δυνατές βροχές της
προηγούμενης εβδομάδας ωστόσο, έκαναν το δρόμο αδιάβατο. Η Έλεν κι η κόρη της
θα επέστρεφαν όπως είχαν έρθει, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που βρισκόταν
γύρω στα 800 μέτρα πάνω από το δρόμο και ξετυλιγόταν γύρω από τα βουνά και γύρω
από τις πεδιάδες μεταφέροντας το κάρβουνο και την ξυλεία που έδινε αυτή η γη.
Ανέβηκαν στη γραμμή και
ξεκίνησαν προς την κατεύθυνση του σπιτιού. Η Έλεν άρχισε να λέει στη Φάννυ για
τα τραίνα και όλα τα μακρινά μέρη που πήγαιναν. Στο κορίτσι άρεσε πολύ να
ακούει τις ιστορίες της μαμάς της για τις μεγάλες πόλεις που βρίσκονταν μακριά.
Η ίδια είχε βρεθεί σ επόλη μόνο μια φορά και δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από
την κομητεία τους. Θυμήθηκε το μπαμπά της να μιλάει για τον Τζακ, τον αδερφό
του.
Ο θείος Τζακ είχε φύγει από την κομητεία
μα και από την πολιτεία της Βιρτζίνια. Βρισκόταν σ΄ένα μακρινό μέρος που
λεγόταν Κούβα, πολεμώντας για ένα κύριο που λεγόταν Ρούζβελτ. Αναρωτιόταν τί
μέρος νά ΄ταν αυτή η Κούβα και αν έμοιαζε καθόλου με τα δικά τους μέρη.
Οι τελευταίες ακτίνες του
ήλιου χάνονταν πίσω από τις κατάφυτες πλαγιές. Δυσοίωνες σκιές άρχισαν να
ξεπροβάλλουν από το πυκνό δάσος και στις δύο πλευρές του μονοπατιού. Θροΐσματα
από τους θάμνους έκαναν τη Φάννυ να πηδήξει αλλά η καθησυχαστική φωνή της
μητέρας της, την ηρεμούσε.
«Μη φοβάσαι μικρή μου,
είναι μόνο αλεπούδες και κουνάβια».
Η πένθιμη φωνή μιας
κουκουβάγιας βγήκε από το σκοτάδι κι έκανε τη Φάννυ να σφίξει το χέρι της μαμάς
της.
Τελικά η νύχτα τύλιξε το
τοπίο και το μόνο που μπορούσε κανείς να
δει ήταν το ζεστό φως της λάμπας και οι σκιές που δημιουργούσε. Ήταν μια
νύχτα χωρίς φεγγάρι και η χλωμή λάμψη λίγων αστεριών τρεμόσβηνε ανάμεσα στα μετακινούμενα
σύννεφα. Η Φάννυ έσερνε τα πόδια της στα χαλίκια που ήταν στρωμένα ανάμεσα στις
γραμμές και η Έλεν κατάλαβε ότι η κόρη της πια κουρασμένη.
«Ας ξεκουραστούμε λίγο
καλή μου. Νομίζω ότι έχουμε λιγότερο από ένα μίλι ακόμα για να φτάσουμε».
Ακούμπησε τη λάμπα κάτω και οι δύο κουρασμένες ταξιδιώτισσες προσπάθησαν να
βολευτούν καθιστές πάνω στη ράγα.
«Μανούλα, είναι τόσο
τρομακτικά στο σκοτάδι. Θα μας προσέχει θεός, θα μας προστατεύει;»
«Ναι Φάννυ. Θυμήσου τί
μας είπε ο καινούριος νεαρός ιερέας, σήμερα το πρωί στην εκκλησία. Ο καλός Θεός
είναι πάντα μαζί σου κι όταν χρειάζεσαι τη βοήθεια Του να τον καλείς με το
όνομα Του. Ακόμα καλύτερα να κάνεις ότι θα κάνω κι εγώ».
«Τί μανούλα;»
«Λοιπόν» είπε η Έλλεν και
χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της, «θα τραγουδήσω έναν από τους αγαπημένους μου
ύμνους».
Καθώς αναλογιζόταν τη
συμβουλή της μητέρας της, ένας θόρυβος απέσπασε την προσοχή της Φάννυ. Ερχόταν
από την κατεύθυνση του δρόμου που είχαν αφήσει πίσω τους και τα μάτια του
κοριτσιού προσπάθησαν να διαπεράσουν το πηχτό σα μελάνι σκοτάδι.
Ο ήχος ήταν απόμακρος
αλλά αντίθετα με τους υπόλοιπους ακουγόταν να δυναμώνει. Ήταν ρυθμικός και
έμοιαζε σαν βήματα κάποιου που περπατούσε προς το μέρος τους.
«Μανούλα, το ακούς;»
«Τί να ακούω παιδί μου;»
Η Φάννυ πλησίασε τη
μητέρα της και είπε: «Κάποιος έρχεται προς τα εδώ!»
Η Έλλεν αγκάλιασε
στοργικά την κόρη της και απάντησε: «Η φαντασία σου είναι μωρό μου. Έλα, αρκετά
ξεκουραστήκαμε. Ας πηγαίνουμε τώρα. Ο μπαμπάς στο σπίτι θα έχει αρχίσει να
ανησυχεί.»
Η Έλλεν σήκωσε τη λάμπα,
έπιασε το χέρι της κόρης της και ξεκίνησαν πάλι το ταξίδι της επιστροφής.
Ύστερα από λίγο ο ήχος που είχε κάνει το μικρό κορίτσι να παραλύσει από το φόβο
του, ξεκίνησε να ακούγεται πάλι. Αυτή τη φορά τα βήματα ήταν πιο ευδιάκριτα και
σαφώς πιο κοντά. Πατήματα από βαριές μπότες αντηχούσαν στο σκοτάδι.
«Μανούλα, το ακούω πάλι!»
«Σώπα μικρή μου».
Η Έλλεν κούνησε τη λάμπα
πέρα δώθε και φώτισε.
«Βλέπεις; Δεν υπάρχει
τίποτα»
Η Φάννυ έσφιξε με το
χεράκι της κι άλλο το χέρι της μαμάς της και κόλλησε την πάνινη κούκλα πάνω
της. Η κουκουβάγια συνέχισε το νυχτερινό της κάλεσμα και το βραδινό αεράκι
δονούσε τα φύλλα των δέντρων.
«Σίγουρα πάντως ο αέρας
μυρίζει βροχή» είπε η Έλλεν. «Και ο άνεμος δυναμώνει κι αυτός.
Σύντομα θά ΄μαστε σπίτι
κοριτσάκι. Να, εκεί πέρα η τελευταία στροφή».
Η φωνή της μαμάς της ήταν
καθησυχαστική για την Φάννυ, αλλά απ’ το σκοτάδι πίσω τους τα βήματα ακούστηκαν
ακόμα πιο δυνατά. Ήταν ο ήχος από μπότες, βαριές μπότες με καρφιά, με
προκαδούρα.
«Πλησιάζει μανούλα,
πλησιάζει».
Η Έλλεν φώτισε πάλι με τη
λάμπα και είπε «Βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτα;... Λοιπόν, έχω μια ιδέα. Ας
τραγουδήσουμε τον ύμνο «Κύριε Ακριβέ...»
Η Φάννυ άρχισε να
τραγουδά κι αυτή μαζί με τη μαμά της αλλά η φωνή της έτρεμε από φόβο καθώς τα
βαριά βήματα πλησίαζαν ολοένα. Ούτε μπορούσε να καταλάβει γιατί η μαμά της
έδειχνε να αγνοεί τον ήχο τους.
Η φωνή της Έλλεν που
τραγουδούσε δυνάμωσε κι άλλο και ίσια μπροστά φάνηκαν τα ζεστά φώτα του σπιτιού
τους να λάμπουν στην πλαγιά, ανάμεσα απ’ τα δέντρα... Το γάβγισμα του σκύλου
που ακούστηκε από κει σήμανε και το τέλος του τραγουδιού.
«Φτάσαμε κόρη μου,
φτάσαμε σχεδόν. Ο Τίνκερ θά ‘ρθει τρέχοντας να μας προϋπαντήσει. Ο γενναίος
Τίνκερ πού ‘χει κυνηγήσει λιοντάρια των βουνών και τίποτα δεν τον φοβίζει, θα
μας γυρίσει με ασφάλεια στο σπίτι.
«Άντε μανούλα τότε, ας
τρέξουμε κι εμείς, δεν ακούς; Δεν ακούς; Είναι πολύ κοντά, φοβάμαι τόσο, τρέχα
μαμά!»
«Δεν είναι τίποτα εκεί
σου λέω μικρό μου...»
Στο φως της λάμπας της
Έλλεν φάνηκε η φιγούρα ενός μεγαλόσωμου σκύλου.
«Εδώ Τίνκερ» είπε η
Έλλεν, «εδώ αγόρι μου».
Οι δύο γυναίκες συγκρούστηκαν σχεδόν με το σκύλο που ήρθε τρέχοντας με ορμή και
ύστερα όλοι μαζί, άρχισαν να κατηφορίζουν το γνώριμο μονοπάτι.
«Έλεν, εσύ είσαι;»
Η καρδιά της Φάννυ πλυμμήρισε με χαρά σαν άκουσε τη φωνή του μπαμπά της μέσα
από το σκοτάδι.
«Εγώ είμαι Λάιτζ,
αργήσαμε, λυπάμαι, βιαζόμουν να γυρίσω, περπατούσα πολύ γρήγορα, το παιδί
κουράστηκε κι έχει εξαντληθεί».
Ο Ελάια σήκωσε την κόρη
του στα χέρια και περπάτησε το υπόλοιπο κομμάτι του μονοπατιού με το κορίτσι
στην αγκαλιά του. Η Έλλεν βοήθησε τη Φάννυ να ξεντυθεί και την ακούμπησε στο
κρεββάτι απαλά.
Οι καθησυχαστικοί ήχοι
των φωνών των γονιών της που συζητούσαν στην κουζίνα όπως και το ροχαλητό του
αδελφού της που ακουγόταν από το πίσω δωμάτιο, την έκανε να χαμογελά με
ευγνωμοσύνη που η ίδια και η μαμά της ήταν ασφαλείς. Μόλις πριν κοιμηθεί η φωνή
της μαμάς της έφτασε στ’ αυτιά της.
«Λάι τ’ άκουγα τα βήματα.
Δεν ήθελα να τρομάξω το παιδί. Συνέχισα να τραγουδώ και να φωτίζω με τη λάμπα
στα σκοτάδια κι όλο έλεγα πως δεν είναι τίποτα και να μη φοβάται. Αλλά Λάι,
πριν βγούμε από τις γραμμές του τραίνου, γύρισα πίσω, φώτισα με τη λάμπα και
κοίταξα. Και τότε είδα τί ήταν αυτό που μας κυνηγούσε. Είδα τη φιγούρα ενός
άντρα Λάι. Ενός άντρα δίχως κεφάλι!»