Θα γίνουν
πράγματα που δε θα πιστεύεις
γιατί δε με
ξέρεις, γιατί δε με ξέρεις
εγώ είμαι ο
στιλπνός δρυοκολάπτης
ο κόνδωρ ο
επικυρίαρχος, ο υψιπετής
τα τραίνα τρέμουν
και τα τοπία εναλλάσσονται
κατά το δοκούν
μου
σαν έχω όρεξη για
θάλασσα
νά ‘σου αυτή
απέραντη
με λυγερές
λουόμενες και χταπόδια
στον ήλιο να
έχουν απλωθεί
και ο γαργαλιστικός
ήχος απ’ τα παγάκια
στου ούζου το
ποτήρια
και τις φιάλες της
ρετσίνας παγωμένης
που μετάξυ τους χτυπούν
αναμεμειγμένος με
εκείνον του κυμμάτου
τα αυτιά μου
κολακευτικά θωπεύει
ότι Εγώ έχω αυτά,
όλα δημιουργήσει
και άμα θέλω το
βουνό
να οι πλαγιές, να
έλατα, να το χλωρό ρετσίνι
και τα τρεχούμενα
νερά
και τα τρεχούμενα
νερά
και τα παχιά
λιβάδια
και ο ποιμήν με
τη φλογέρα του
τη μελωδία της οποίας
συνοδεύουν
με δαιδαλώδεις
αυτοσχεδιασμούς φρη-τζάζ
οι κωδωνισμοί απ’
τα τροκάνια των δασύμαλλων αμνών
και των περίπου
αναρίθμητων αιγοπροβάτων
και εάν επιθυμήσω
τοπία αστικά
ανέτως θα
περιδιαβώ στις ποικιλόχρωμες τις πόλεις
όπου στους δρόμους
κεντρικούς
τα πλήθη
συνωθούνται σα ζελές
οπού στα δύο θα
χωρίζεται
σαν από αιχμηρό
κουτάλι
όταν περνάω
έφιππος Εγώ
θα κλίνουνε με
σέβας το κεφάλι
άμα κι εκστατικοί
θα με ατενίζουνε
με δέος,
αφοσίωση, λατρεία
επί το πλείστον θα
κινούμαι σε ορισμένες περιοχές
πέριξ του κέντρου
και έως - το πολύ – τις παρυφές
εκεί συμβαίνουν
όλα και αδιάφορα
μου είναι βέβαια
ασφαλώς
τα καταπράσινα
προάστια μαυσωλεία
και
προσκεκλημένοι μου θα είστε αναμφίβολα
στις τόσες πολλές
βραβείων επιδόσεις
σε τελετές
περισσής εκλαμπρότητας
σε αμφιθέατρα και
αίθουσες υπερεκατονταετούς ιστορίας
καθώς και σε
μνημεία αρχαία και σε ναούς
κατ’ εξαίρεση
παραχωρηθεί για την περίσταση που έχουν
θα παρουσιάζομαι
εκεί ως δανδής κομψευόμενος
και θα σχολιάζουν
όλοι το εξεζητημένο μου ύφος
δερματόδετοι
τόμοι στα ράφια συχνά θα υπάρχουνε
συλλεκτικές, ακόμα
και σπάνιες εκδόσεις
είκοσι χιλιάδες
λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
και ο γύρος του
κόσμου σε ογδόντα ημέρες
σκόνη όλα θα
γίνουν, τα πάνω κάτω θα ‘ρθουν
με τη ρηξικέλευθη
τόσο ευφυή μου ομιλία
τους επαίνους θα
δεχθώ, κάθε εξέχουσα διάκριση
και τις φιλοφρονήσεις
θ’ αρχίσω με τους παρισταμένους
το ενωρίτερο
δυνατό που επιβάλλει το τακτ και η θέση μου
θα αποχωρήσω εν
μέσω γοερής δυσαρέσκειας
δεν είναι βλέπεις
καθόλου του γούστου μου
όλες αυτές οι
παστές τσιριμόνιες
θα φυλάξω λοιπόν
τη δροσερή μου ανάταση
τις αγνές μου εν
τω βάθει εσωτερές πεποιθήσεις
και μ΄ένα
απαστράπτον, ολοκαίνουριο, άρμα τέθριππο
θα κινήσω για
νυχτερινές περιηγήσεις
σε μονοπάτια
κάπως περίεργα
σε στέκια γούστου
αμφιβόλου
και πάντως όχι της
φήμης καλύτερης
στα καταφύγια των
διωκόμενων και των αποκλήρων
όπου
συναγελάζονται κακοποιά
στοιχεία και
ύποπτα, του περιθώριου, λούμπεν
πόρνες παλαίμαχες
και τραβεστί
τοξικοεξαρτημένοι,
αλκοολικοί, τζογαδόροι
του τσίρκου πρώην
παλαιστές και ζογκλέρ
χωρίς θηρία
δαμαστές και εκπεσόντες ταυρομάχοι
άποροι,
σαλταδόροι, παραχαράκτες, ψευδοκαλόγεροι
σαδομαζοχιστές,
γερόφιλοι, εφαψίες
μέλη
παραπολιτικών, ακραίων οργανώσεων
τριτοκλασσάτοι
ηθοποιοί και κομπορρήμονες κομπάρσοι
εκπάγλου κάλλους,
πριν τριάντα χρόνια, πρωθιέρειες
τώρα που πίνουν
δύο λίτρα βότκα την ημέρα
και ποιητές που
τάραξαν της χώρας τα λογοτεχνικά νερά
για ένα τσίπουρο
και λίγο ψωμοτύρι
στο πι και φι σου
γράφουν μια μπαλλάντα
σε τέτοιους
χώρους γιομάτους με καπνό
χαμαιτυπεία πια,
πάλαι ποτέ που γνώρισαν
νύχτες σουξέ,
δόξες μεγάλες
όπου θα ρέει
σπίρτο σε ποσότητες
υπόπτου
προελεύσεως, μεγάλης αφθονίας
θα παίζει η
μπάντα ξέφρενους ρυθμούς
με ένα δανεικό
ακκορντεόν
κι ένα φτηνό,
παμπάλαιο, σκουριασμένο μπάντζο
κι ένα βιολί με
τρεις μόνο χορδές
κι ένα
τραγουδιστή που πάσχει από πολλές
του λάρυγγα ανίατες
και χρόνιες παθήσεις
εκεί λοιπόν, τέτοιου
βεληνεκούς
κέντρα
διασκέδασης και τέτοιας περιωπής
εκεί αφού θα
ξεφαντώσουμε με λύσσα έως πρωίας
θα τραβηχτούμε
έπειτα σε κάτι μυστικά
υποχθόνια μαγέρικα
για τα παιδιά της νύχτας
κι όταν κορέσουμε
την πείνα μας, ευθυτενείς
πρωινές εφημερίδες
θ’ αγοράσουμε και μπύρες στην πλατεία
κι ως την κορφή
του κοντινού λόφου θα σκαρφαλώσουμε
να δούμε την
ανατολή, πίνοντας, αναγνώστες
τα τελευταία που
θα φαίνονται τα άστρα της νυκτός
αφού θα έχει
πιάσει λίγο λίγο να χαράζει
τα μέλη θα κάνουν
της παρέας να συγκινηθούν
για το Μεγάλο
Άγνωστο σε σκέψεις θα τους βάλλουν
οπότε σ΄ένα
πρόχειρο, προς τούτο σκάφος ειδικό
έναν προς έναν θα
τους μπάσω
καταξιωμένος προ
πολλού, άλλωστε όντας κοσμοναύτης
και χάρη στο
πειθήνιο πλήρωμα το ρομποτικό
που υπακούει
σ΄εντολές φωνητικές
ένα ολιγόλεπτο θα
ξεκινήσουμε συμπαντικό ταξίδι
κατά τη διάρκεια
του οποίου έκθαμβοι
έξω από τα
παράθυρα θα παρατηρούν
πίνοντας από τα
κουτάκια την τελευταία μπύρα
όλα αυτά που πριν
εκατομμύρια
έτη μου ήρθε να
σκαρώσω
εν τη μεγάλη μου
Σοφία και την Πείρα
και συνετός ως
πάντα θα ζητήσω επιστροφή
πριν πιθανώς
επέλθει εξάντλησις καυσίμων
λίγες στιγμές
αφού διαβούμε την στρατόσφαιρα
στο γαλανό ουρανό
της γης νωχελικά
εν μέσω νεφελών
θα πλέουμε πάλι
τα αποσβολωμένα
βλέμματα θα αντικρύσω ήρεμος
με στόμφο θα
εκστομίσω συμπέρασμα – χρησμό:
«Σας τό ‘πα
ακολουθώντας με
θα εξαντλήσουμε
τα όρια
θα υπερνικηθεί
κάθε εμπόδιο
δεν θα υπάρξει
φράκτης
σας τό ‘πα, δεν σας
τό ‘πα ότι είμαι εγώ
ο Κόνδωρ ο επικυρίαρχος,
ο υψιπετής
ότι είμαι εγώ ο
στιλπνός δρυοκολάπτης»;