Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ο Κουροσάββας


Ο Κουροσάββας ναυτικός παλιός
τον κόσμο όλον είχε γυρίσει με τα πλοία
μα κάποια στιγμή βαρέθηκε
τη θάλασσα παράτησε
και πήγε στο χωριό του, στην Ηλεία
όπου άνοιξε ένα μπαρμπέρικο
τέχνη παράλληλη που είχε μάθει
στα καράβια και ασκήσει
εκατοντάδες κεφαλές και μάγουλα
είχε κουρέψει, είχε ξυρίσει
τη σκεβρωμένη πίπα του ταμπάκο γέμιζε
τα απογεύματα ύστερα απ’ τη δουλειά
και κάπνιζε στοχαστικά
την ώρα που ο ήλιος
βυθιζότανε στη Δύση

Απ’ όλες τις χώρες τις πολλές
που βρέθηκε στ΄αμέτρητα ταξίδια του
αγάπησε απ΄όλες πιο πολύ την Ιαπωνία
μια γκέισσα λένε ότι ερωτεύτηκε παράφορα
και λάτρεψε με πάθος, με μανία
στου μαγαζιού του την ταμπέλλα
είχε ζωγραφίσει του τόπου αυτού
τα παράξενα τα γράμματα
κανείς δεν καταλάβαινε τί θέλανε να πουν
μέχρι που τους εξήγησε ένας Ιάπωνας
τουρίστας που ξεστράτισε ως εκεί
πως είναι ένα ποίημα ερωτικό, χαϊκούν

Έστεκε ακόμα η πινακίδα
παρ΄όλο που ήταν χρόνια το μαγαζί κλειστό
πάει καιρός που ο Σάββας απάντησε τον Χάρο
ακούω ακόμα σώζεται και να τη δεις μπορείς
άμα βρεθείς κι εσύ κάποια φορά προς τη Ζαχάρω.



Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Μπραβό


Έστω κι αργά απωθημένα αν έχουμε
γι αυτά να κάνουμε κάτι λένε πως πρέπει
προσυπογράφω έστω και εάν
άξιος δε στάθηκα εγώ να το κάνω καθόλου
ωστόσο πάντα γύρω μου θαύμαζα
όσους πάλευαν αρχινισμένες παλιά
γλώσσες ξένες να συνεχίσουν
τα εξ αναβολής ξανά και ξανά
ταξίδια επιτέλους να γίνουν
να μάθουν σαξόφωνο, κιθάρα ή όμποε
να ράβουν φορέματα, να καλλιεργούνε τουλίπες
να πετούν μ’ αερόστατο
πτυχίο να παίρνουνε για καταδύσεις
με μια μαύρη γυναίκα (ή αντρα) να συνουσιάζονται
να φτιάχνουν το παζλ των εφτά τεμαχίων χιλιάδων
να τολμούν να καταρριχηθούν με σχοινί
σε γκρεμούς ύψους μέτρων δεκάδων
τριάντα τουλάχιστον να επιτελούν στην εντέλεια
ταχυδακτυλουργικά ζόρικα κόλπα
ή να μπορούν να ολοκληρώσουνε
αυτό που ποτέ δεν προχώρησε
το μυθιστόρημα πέρα απ’ την έκτη σελίδα
κάθε φορά σα νά ‘μουν εγώ πώς χαιρόμουνα
σαν μάθαινα τέτοια, ιδιαίτερα για πρόσωπα οικεία
κάπως έτσι λοιπόν μα ακόμα περσότερο
σαν βρήκα κάτω απ’ την πόρτα επιστολή από σένα
με πρόσκληση για παράσταση θεατρική
δυναμικού νεόκοπου συνοικίας θιάσου
το έργο «κλασσικό ρομαντικό κωμειδύλλιο,
με μια φρέσκια ματιά ειδωμένο,
για την οικογένεια όλη κατάλληλο,
προς ενίσχυσιν η είσοδος έξι νομίσματα μόνο»
τη μέρα εκείνη ξυρίστηκα
και ευπρεπίστηκα όσο μπορούσα
τα παπούτσια μου γυάλισα
φόρεσα το τριμμένο παλιό μου
μα κομψό κοστουμάκι
και μια κατάλληλη διάλεξα για την περίσταση
πολύχρωμη, «καλλιτεχνική» και ωραία γραβάτα
στο θέατρο έφθασα από νωρίς και προσπέρασα
γοργά στο φουγιέ τους αρκετούς
ψιλή κουβέντα πιάσει που είχανε εκεί
συγκεντρωμένους τους παρεπιδημούντες
εντός της αιθούσης ένα κάθισμα επέλεξα
πίσω απ’ το κέντρο και κάπου στο πλάι
θεωρώντας έτσι πως εύκολος
να καταστεί ο εντοπισμός μου δε θα μπορούσε
η παράστασις άρχισε κι ήτανε
μια τίμια προσπάθεια όλο κέφι και μπρίο
κι ότι σε μέσα, τεχνική κι εμπειρία της έλειπε
αντιστάθμιζε, με το παραπάνω θα έλεγα,
το με πάθος μεράκι του αγνού ερρασιτέχνη
τον ένα απ’ τους βασικούς χαρακτήρες γυναίκας συ έπαιζες
μ’ εξαιρετική επιτυχία και σκέρτσο μεγάλο
χτενισμένη, βαμμένη, πολύ λαμπερή
απαστράπτουσα της σκηνής η κυρία
σε ψηλά τακούνια στηριζόσουν λικνίζοντας
το πληθωρικό σου κορμί που παλλόταν
κάτω να κρυφτεί όπου πάσχιζε
από το στενό και σχιστό και λεπτό τόσο ρούχο
κάθε που τέλειωνε μια σου εμφάνιση
το κοινό χειροκροτούσε με πάθος
όπως στο τέλος και πιο πολύ ακόμα άλλωστε
σαν βγήκε όλος ο θίασος για τις υποκλίσεις
συ εισέπραξες τις επευφημίες τις μεγαλύτερες
τα ηχηρά παλαμάκια, τα πολλά τόσα μπράβο
σε συγχαίραν για την ερμηνεία στο ρόλο σου
θαυμάζαν τα ρούχα τα φανταιζιά σου
κι εγώ στο πλήθος κρυμμένος
να με κυριεύει ασυγκράτητος ένοιωθα
πόθος για τον υπέροχο κώλο σου
για τα πανέμορφα, αφράτα βυζιά σου.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Ο Κόνδωρ


Θα γίνουν πράγματα που δε θα πιστεύεις
γιατί δε με ξέρεις, γιατί δε με ξέρεις

εγώ είμαι ο στιλπνός δρυοκολάπτης
ο κόνδωρ ο επικυρίαρχος, ο υψιπετής
τα τραίνα τρέμουν
και τα τοπία εναλλάσσονται
κατά το δοκούν μου

σαν έχω όρεξη για θάλασσα
νά ‘σου αυτή απέραντη
με λυγερές λουόμενες και χταπόδια
στον ήλιο να έχουν απλωθεί
και ο γαργαλιστικός ήχος απ’ τα παγάκια
στου ούζου το ποτήρια
και τις φιάλες της ρετσίνας παγωμένης
που μετάξυ τους χτυπούν
αναμεμειγμένος με εκείνον του κυμμάτου
τα αυτιά μου κολακευτικά θωπεύει
ότι Εγώ έχω αυτά, όλα δημιουργήσει

και άμα θέλω το βουνό
να οι πλαγιές, να έλατα, να το χλωρό ρετσίνι
και τα τρεχούμενα νερά
και τα τρεχούμενα νερά
και τα παχιά λιβάδια
και ο ποιμήν με τη φλογέρα του
τη μελωδία της οποίας συνοδεύουν
με δαιδαλώδεις αυτοσχεδιασμούς φρη-τζάζ
οι κωδωνισμοί απ’ τα τροκάνια των δασύμαλλων αμνών
και των περίπου αναρίθμητων αιγοπροβάτων

και εάν επιθυμήσω τοπία αστικά
ανέτως θα περιδιαβώ στις ποικιλόχρωμες τις πόλεις
όπου στους δρόμους κεντρικούς
τα πλήθη συνωθούνται σα ζελές
οπού στα δύο θα χωρίζεται
σαν από αιχμηρό κουτάλι
όταν περνάω έφιππος Εγώ
θα κλίνουνε με σέβας το κεφάλι
άμα κι εκστατικοί θα με ατενίζουνε
με δέος, αφοσίωση, λατρεία
επί το πλείστον θα κινούμαι σε ορισμένες περιοχές
πέριξ του κέντρου και έως - το πολύ – τις παρυφές
εκεί συμβαίνουν όλα και αδιάφορα
μου είναι βέβαια ασφαλώς
τα καταπράσινα προάστια μαυσωλεία
και προσκεκλημένοι μου θα είστε αναμφίβολα
στις τόσες πολλές βραβείων επιδόσεις
σε τελετές περισσής εκλαμπρότητας
σε αμφιθέατρα και αίθουσες υπερεκατονταετούς ιστορίας
καθώς και σε μνημεία αρχαία και σε ναούς
κατ’ εξαίρεση παραχωρηθεί για την περίσταση που έχουν
θα παρουσιάζομαι εκεί ως δανδής κομψευόμενος
και θα σχολιάζουν όλοι το εξεζητημένο μου ύφος
δερματόδετοι τόμοι στα ράφια συχνά θα υπάρχουνε
συλλεκτικές, ακόμα και σπάνιες εκδόσεις
είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
και ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες
σκόνη όλα θα γίνουν, τα πάνω κάτω θα ‘ρθουν
με τη ρηξικέλευθη τόσο ευφυή μου ομιλία
τους επαίνους θα δεχθώ, κάθε εξέχουσα διάκριση
και τις φιλοφρονήσεις θ’ αρχίσω με τους παρισταμένους
το ενωρίτερο δυνατό που επιβάλλει το τακτ και η θέση μου
θα αποχωρήσω εν μέσω γοερής δυσαρέσκειας
δεν είναι βλέπεις καθόλου του γούστου μου
όλες αυτές οι παστές τσιριμόνιες
θα φυλάξω λοιπόν τη δροσερή μου ανάταση
τις αγνές μου εν τω βάθει εσωτερές πεποιθήσεις
και μ΄ένα απαστράπτον, ολοκαίνουριο, άρμα τέθριππο
θα κινήσω για νυχτερινές περιηγήσεις
σε μονοπάτια κάπως περίεργα
σε στέκια γούστου αμφιβόλου
και πάντως όχι της φήμης καλύτερης
στα καταφύγια των διωκόμενων και των αποκλήρων
όπου συναγελάζονται κακοποιά
στοιχεία και ύποπτα, του περιθώριου, λούμπεν
πόρνες παλαίμαχες και τραβεστί
τοξικοεξαρτημένοι, αλκοολικοί, τζογαδόροι
του τσίρκου πρώην παλαιστές και ζογκλέρ
χωρίς θηρία δαμαστές και εκπεσόντες ταυρομάχοι
άποροι, σαλταδόροι, παραχαράκτες, ψευδοκαλόγεροι
σαδομαζοχιστές, γερόφιλοι, εφαψίες
μέλη παραπολιτικών, ακραίων οργανώσεων
τριτοκλασσάτοι ηθοποιοί και κομπορρήμονες κομπάρσοι
εκπάγλου κάλλους, πριν τριάντα χρόνια, πρωθιέρειες
τώρα που πίνουν δύο λίτρα βότκα την ημέρα
και ποιητές που τάραξαν της χώρας τα λογοτεχνικά νερά
για ένα τσίπουρο και λίγο ψωμοτύρι
στο πι και φι σου γράφουν μια μπαλλάντα
σε τέτοιους χώρους γιομάτους με καπνό
χαμαιτυπεία πια, πάλαι ποτέ που γνώρισαν
νύχτες σουξέ, δόξες μεγάλες
όπου θα ρέει σπίρτο σε ποσότητες
υπόπτου προελεύσεως, μεγάλης αφθονίας
θα παίζει η μπάντα ξέφρενους ρυθμούς
με ένα δανεικό ακκορντεόν
κι ένα φτηνό, παμπάλαιο, σκουριασμένο μπάντζο
κι ένα βιολί με τρεις μόνο χορδές
κι ένα τραγουδιστή που πάσχει από πολλές
του λάρυγγα ανίατες και χρόνιες παθήσεις
εκεί λοιπόν, τέτοιου βεληνεκούς
κέντρα διασκέδασης και τέτοιας περιωπής
εκεί αφού θα ξεφαντώσουμε με λύσσα έως πρωίας
θα τραβηχτούμε έπειτα σε κάτι μυστικά
υποχθόνια μαγέρικα για τα παιδιά της νύχτας
κι όταν κορέσουμε την πείνα μας, ευθυτενείς
πρωινές εφημερίδες θ’ αγοράσουμε και μπύρες στην πλατεία
κι ως την κορφή του κοντινού λόφου θα σκαρφαλώσουμε
να δούμε την ανατολή, πίνοντας, αναγνώστες
τα τελευταία που θα φαίνονται τα άστρα της νυκτός
αφού θα έχει πιάσει λίγο λίγο να χαράζει
τα μέλη θα κάνουν της παρέας να συγκινηθούν
για το Μεγάλο Άγνωστο σε σκέψεις θα τους βάλλουν

οπότε σ΄ένα πρόχειρο, προς τούτο σκάφος ειδικό
έναν προς έναν θα τους μπάσω
καταξιωμένος προ πολλού, άλλωστε όντας κοσμοναύτης
και χάρη στο πειθήνιο πλήρωμα το ρομποτικό
που υπακούει σ΄εντολές φωνητικές
ένα ολιγόλεπτο θα ξεκινήσουμε συμπαντικό ταξίδι
κατά τη διάρκεια του οποίου έκθαμβοι
έξω από τα παράθυρα θα παρατηρούν
πίνοντας από τα κουτάκια την τελευταία μπύρα
όλα αυτά που πριν εκατομμύρια
έτη μου ήρθε να σκαρώσω
εν τη μεγάλη μου Σοφία και την Πείρα
και συνετός ως πάντα θα ζητήσω επιστροφή
πριν πιθανώς επέλθει εξάντλησις καυσίμων
λίγες στιγμές αφού διαβούμε την στρατόσφαιρα
στο γαλανό ουρανό της γης νωχελικά
εν μέσω νεφελών θα πλέουμε πάλι
τα αποσβολωμένα βλέμματα θα αντικρύσω ήρεμος
με στόμφο θα εκστομίσω συμπέρασμα – χρησμό:

«Σας τό ‘πα ακολουθώντας με
θα εξαντλήσουμε τα όρια
θα υπερνικηθεί κάθε εμπόδιο
δεν θα υπάρξει φράκτης
σας τό ‘πα, δεν σας τό ‘πα ότι είμαι εγώ
ο Κόνδωρ ο επικυρίαρχος, ο υψιπετής
ότι είμαι εγώ ο στιλπνός δρυοκολάπτης»;


Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Μίλα μου



Νά ξερες πόσο πολύ σε θυμάμαι
κι ότι σε σκέφτομαι...
μην ειν΄ κάθε μέρα;

μια κουβέντα σου θά ‘θελα
για παρηγοριά έτσι όπως κάθομαι
ολομόνος δω πέρα

έχει γύρω γεμίσει
ο κόσμος μίσος και ζόφο
απελπισία και άγχος και τρέλλα

σαν έφυγες σχέδιασα καλοκαίρι γαλήνης
μα σαν ο άνθρωπος σχέδιαζε
ο Θεός δεν εγέλα;

κι εσύ δε μιλάς κι έχει μπει πια Ιούλιος
μα όλο βρέχει· προσπαθώ στη βεράντα
για ανακούφιση κάτι να γράφω

γιατί δε μιλάς; αφού το λένε
δυνατή ειν’ η φωνή και ακούγεται
της μάνας πέρα απ’ τον τάφο.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Ο Τιμολέων


Προς το τέλος της έκτης
δεκαετίας της ζωής του
βαδίζει πλέον
ο Τιμολέων

γεννήθηκε και μεγάλωσε
σε μία πόλη επαρχιακή
όχι μακριά από την πρωτεύουσα
ο Τιμολέων

ήταν λένε ένα ιδιαίτερα
ευαίσθητο μα πάντως
πολύ καλό παιδί
ο Τιμολέων

άριστος μαθητής, χρόνια στο κατηχητικό
και σε αθλήματα ομαδικά κι ατομικά
πολλές φορές πρώτος ή διακριθείς
ο Τιμολέων

πέτυχε στο Πανεπιστήμιο και ήρθε να σπουδάσει
έπιασε ένα δωμάτιο
κοντά στο λόφο Στρέφη
ο Τιμολέων

είχε ενδιαφέροντα πολλά
ανησυχίες
για τα πολιτικά, για καλλιτεχνικά
ο Τιμολέων

τον έλκυαν οι ιδέες του αναρχισμού
η ποίηση του άρεσε, η μουσική, έγραφε στίχους και
ζωγράφιζε, έφτιαχνε γλυπτά, παιχνίδια
ο Τιμολέων

άρχισε τις σπουδές του να παραμελεί
έμπλεξε με όχι
καλόφημες παρέες
ο Τιμολέων

εωσότου γνώρισε έναν έρωτα
βαθύ, συντριπτικό, μα ανανταπόδοτο
κουρέλι έγινε
ο Τιμολέων

τό ‘ριξε σε χειρωνακτικές, βαρειές δουλειές να ξεχαστεί
με μεροκάματο, βάρδια διπλή
για μήνες ζωή κτήνους
ο Τιμολέων

με το κομπόδεμα που μάζεψε
αγόρασε τέταρτο χέρι
ένα παλιό σαραβαλάκι
ο Τιμολέων

και βρήκε πάλι τη χαρά
μεράκι τόσο
τό ‘χε
ο Τιμολέων

ξεκίνησε τις βόλτες και τις εκδρομές
τί θάλασσες, τι Σούνια
και τι βουνά, Πεντέλη, Πάρνηθα
ο Τιμολέων

και λίγο λίγο όλο πιο μακριά
και να Χαλκίδα
και να Επίδαυρο
ο Τιμολέων

και τα Σαββατοκύριακα βάζανε ρεφενέ
με τα πατριωτάκια κι αυτός σωφέρ
στην πόλης τους κι Αθήνα αλερετούρ
ο Τιμολέων

κανείς δεν ξέρει τι έπαθε
σ’ εκείνο το ταξίδι γυρισμού
μετά το Πάσχα
ο Τιμολέων

είχε μαζί του το γαμπρό
την αδερφή του
και μία τους φίλη παιδική
ο Τιμολέων

τον έλεγχο πώς έχασε άγνωστο
το αυτοκίνητο διαλύθηκε
και βγήκε ζωντανός μόνο
ο Τιμολέων

τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο έμεινε
τρεις εγχειρήσεις έκανε εκεί
και άλλες έξι ακολούθησαν
ο Τιμολέων

σίδερα συγκρατούνε τα σμπαραλιασμένα του οστά
και μ΄ένα κούτσαιμα φρικτό
βαδίζει μόνιμα
ο Τιμολέων

αφού κατάλαβε τι έγινε, πήγε να τρελλαθεί
και βρήκε καταφύγιο στο ποτό
μέθυσος έγινε ανεξέλεγκτος
ο Τιμολέων

με τη μποτίλια αγκαλιά, ώρα προχωρημένη
στην πλατεΐτσα τη μικρή, πάνω απ’ τον Αη Νικόλα
στα Πευκάκια όπου μένει πια, ξενύχτης, μεθυσμένος
ο Τιμολέων

σα λύκος στο φεγγάρι αλυχτά
με πόνο σκούζει
και ουρλιάζει δυνατά
ο Τιμολέων

ακόμη κι όσοι τον ήξεραν καλά και δείχναν καταννόηση
του βάζουν τις φωνές, τον επιπλήττουν αυστηρά
μήπως συνετισθεί
ο Τιμολέων

«βρε, σταμάτα βρε, είναι αργά
πήγαινε σπίτι, πήγαινε, τ΄ακούς; πάψε πια τώρα
πήγαινε σπίτι, σταμάτα πια
ε! Τιμολέων»

αρρώστησε βαριά, το Χάρο είδε με τα μάτια του
«ή σταματάς ή μέλλον  δε θα έχεις»
του είπε το και το, ο γιατρός
στον Τιμολέων

μάλλον φοβήθηκε
δεν ξέρω πώς, σαν τα κατάφερε
κι είναι νηφάλιος εδώ καιρό
ο Τιμολέων

έχει μεγαλώσει κι αρκετά
γκρίζαρε πρώτα
τώρα είναι άσπρος
ο Τιμολέων

τον απαντάω τακτικά
στην Καλλιδρομίου κατηφορίζει
ή που ανεβαίνει
ο Τιμολέων

με τα τριμμένα του τα τζην 
έχει μακρύνει και τα μαλλιά
κι ένα κασκέττο φοράει μόνιμα
ο Τιμολέων

απ΄το μικρό του δώμα στις υπώρειες του Λυκαβηττού
στο καφενείο, στα Εξάρχεια
όπου συχνάζει
ο Τιμολέων

πρωί και απόγευμα, άμα είναι ο καιρός καλός
στο πεζοδρόμιο, σ΄ένα τραπέζι, κάθεται
και αργορουφάει τον καφέ του
ο Τιμολέων

στο δέντρο κρέμονται τα ξύλινα παιχνίδια
που φτιάχνει και πουλά
και φτωχοζεί
ο Τιμολέων

αν κάνει ψύχρα, μέσα
βλέπουν ποδόσφαιρο στην τηλεόραση
μαζί με άλλους
ο Τιμολέων

χαμένος φαίνεται
κάπως σαν να
μην είναι εκεί
ο Τιμολέων

έχει χάσει κιλά, έχει ζαρώσει το πρόσωπο
άδεια μοιάζουν τα ρούχα
άδειος κι αυτός
ο Τιμολέων.