Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Σαμουράι

Ένας θεόρατος, σκληροτράχηλος σαμουράι πήγε μια φορά να συναντήσει έναν μικροκαμωμένο μοναχό. "Θέλω", του είπε με δυνατή φωνή και τόνο διαταγής, "να μου μάθεις ποιά είναι η διαφορά μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου".
Ο μοναχός κοίταξε τον επιβλητικό πολεμιστή και αποκρίθηκε με ολοφάνερη περιφρόνηση: "Να σε μάθω; Τίποτα δε μπορώ να σε μάθω. Είσαι βρώμικος, μυρίζεις, το σπαθί σου είναι σκουριασμένο, είσαι ντροπή και όνειδος για την τάξη των σαμουράι. Χάσου από μπροστά μου. Δεν αντέχω να σε βλέπω".
Ο σαμουράι έγινε έξαλλος, κοκκίνησε και άρχισε να τρέμει, τον πλημμύρισε η οργή, έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι και το σήκωσε ψηλά έτοιμος να σφαγιάσει τον μοναχό.
Εκείνος είπε σιγανά: "Αυτή είναι η Κόλαση".
Ο σαμουράι συγκλονίστηκε. Κατάλαβε ότι αυτός ο μικροσκοπικός άνθρωπος, με κίνδυνο της ζωής του, τον δίδαξε αυτό που του ζήτησε. Κατέβασε αργά το σπαθί του. Γαλήνιος πια και ευγνώμων, υποκλίθηκε ταπεινά.
"Κι αυτό", είπε σιγανά ο μοναχός, "είναι ο Παράδεισος".

Αγνώστου
Απόδοση: Χ. Δ. Τ. 

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Καθαριότητα, τάξη, αρχοντιά

Πω πω, αχούρι έχει γίνει το σπίτι πάλι
όπως κάθε φορά που αρχίζω να πίνω ξανά
παραμελώ υποχρεώσεις και καθήκοντα
η καθαριότητα και η τάξη μεταξύ τους
και τώρα γυρνώντας το κεφάλι κοιτώ και φρίττω
σωροί χαρτιά στοιβαγμένα όπως όπως στο γραφείο
χειρόγραφα, σημειώσεις, εκτυπώσεις
διαφημιστικά φυλλάδια, λογαριασμοί, περιοδικά
τόμοι εγκυκλοπαιδειών και λεξικών, βιβλία
με σελιδοδείκτες μέσα τοποθετημένους
ένα ποτήρι κρασιού με κόκκινα στεγνωμένα ίχνη
τέσσερις κούπες με δυο δάχτυλα καφέ
προηγουμένων ημερών η καθεμία
και ένα τασάκι ξέχειλο - βλέπεις...
αρχίζω και το κάπνισμα μαζί
στο μπάνιο, στο νιπτήρα όλο τρίχες
από το ξύρισμα - των πρώτων ημερών,
μετά το παράτησα  και έχουν πια μεγαλώσει
μαύρα, χα! χα! Όχι, γκρίζα! τα γένεια μου
ο καθρέπτης βρώμικος, θολός από
πιτσιλιές νερού και σαπουνάδες
ασφυκτικά γεμάτο το καλάθι των απλύτων
και του πλυντηρίου ο κάδος
στο υπνοδωμάτιο θαμπά τα τζάμια της μπαλκονόπορτας
άστρωτο το κρεββάτι, τσαλακωμένα τα σεντόνια
τα σκεπάσματα, οι μαξιλαροθήκες, έχουνε
να αλλαχτούν κοντά ένα μήνα
στο πάτωμα σκόνη παντού και σβώλοι χνούδια
τρέχουνε δεξιά αριστερά με την παραμικρή πνοή αέρα
φύλλα ξεραμένα γεμίζουν τη βεράντα
στην κουζίνα, στο νεροχύτη βουνά τα πιάτα
τα ποτήρια, τα κατσαρολικά, το ψυγείο άδειο
φίσκα ο τενεκές των σκουπιδιών
κι ο κάδος ανακύκλωσης με άδεια μπουκάλια
αλκοόλ και τενεκεδάκια μπύρας

Ε, μα δεν είναι πια κατάσταση αυτή, λέω και
παίρνω απόφαση -για πολλοστή φορά- να σταματήσω
κι αφού περάσουνε τα πρώτα δύσκολα
εικοσιτετράωρα με τα φρικτά στερητικά
αποφασίζω να ασχοληθώ και με το σπίτι
δυο μέρες μου πήρε να το φέρω σε λογαριασμό
όλο σχεδόν το Σαββατοκύριακο μα τώρα
Κυριακή βραδάκι έχω τελειώσει και είναι
όλα πάλι τακτοποιημένα και καθαρά
κάθομαι στον καναπέ, ανάβω ένα κερί
ένα κοντσέρτο προκλασσικής ακούγεται απ΄το στερεοφωνικό
να και το τόσο καλό βιβλίο εκεί που το είχα αφήσει
η καφετιέρα γουργουρίζει και η μυρωδιά ζεστού καφέ
το χώρο πλημμυρίζει μαζί με τις οσμές
των απορυπαντικών που στεγνώνουν

Όλα καλά πάλι λοιπόν, αυτοσυγκράτηση
έλεγχος και τάξη. "Αυτή, έτσι πρέπει να
είναι η ζωή. Το Άλλο είναι ένας εφιάλτης.
Σταμάτα πια να βασανίζεις τον εαυτό σου
και να τον καταστρέφεις, ηρέμησε, οργανώσου
και δεν μπορεί... κάτι καλό κάποια στιγμή θα γίνει.
Δε συμφωνείς; Και επιτέλους, καλά δεν είναι έτσι;
Τί σου λείπει;". "Ναι, ναι", μονολογώ καθώς βολεύομαι
στον καναπέ πλυμμένος, ξυρισμένος, με φρέσκα ρούχα
"δίκιο έχεις ασφαλώς", η νύχτα πέφτει έξω σιγά σιγά...

Αχ!... νά 'χα τώρα κι ένα (διπλό) ουίσκυ. 

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Τικ τακ, Ντιν νταν ή Δυο φράσεις εκκλησιαστικών κειμένων πλαισιωμένες από στίχους σαχλούς και γελοίους, συνιστούν άραγε ένα...;


Ο κύριος Εγγύς Γαροκαιρός
όνομα κι αυτό να σου πετύχει
μάλλον βεβαίως Γαλλικής καταγωγής
στη ζήση αυτή -μον Ντιε- δεν είχε τύχη

Η μέτρησις του χρόνου ήταν γι αυτόν
πολύ κεφαλαιώδους σημασίας
αλλά μία μέρα αίφνης στο κατάστημα που διατηρούσε - ωρολογοποιός
υπέστει "επεισόδιο εγκεφαλικό, μετά συνεπακολούθου αφασίας"

Τον επισκέφθηκα στην Κλινική
μα δεν είχε πλέον επαφή με το περιβάλλον
ο καημένος, τόσον νέος, και το μαγαζί κλειστό
μάστορα σαν κι αυτόν πού θά 'βρουμε άλλον;

Περνούν οι μέρες, τα ρολόγια σταματούν
οι δείκτες παύουν να γυρνάνε, ακινητούν
και του μεγάλου εκκρεμούς εσίγησε το βαθύ "Ντιν νταν"
α! Κύριε αι βουλαί Σου, σκληρά πώς ορισμένους τους κτυπάν;

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ξημερώματα σε δυο πατώματα


"Τα τιμολόγια! Τα τιμολόγια!", φώναζε μες στον ύπνο του
ο λεπτός άντρας με τη συντηρητική εμφάνιση
βλέποντας ασφαλώς κάποιον εφιάλτη
από αυτούς που όλο και πιο συχνά τον ταλαιπωρούσαν
από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση
και φοβόταν ότι θα χάσει τη δουλειά του
στο λογιστήριο μιας πολυεθνικής
και θα προστεθεί στο στρατό των ανέργων
ούτε θα μπορεί να συντηρεί πια το σπιτικό του
τη γυναίκα που ήταν δίπλα του στο κρεββάτι
και είχε ξυπνήσει, μια παχουλή, λαϊκή γυναίκα
που την αγαπούσε κι εκείνη λάτρευε αυτόν τον κάτισχνο
άντρα με το άτριχο, ντελικάτο, αγορίστικο κορμί
και αποφάσισε να τον καλμάρει με τον τρόπο που ήξερε καλά:
άρχισε να τον χαϊδολογά, μετά από λίγο ξάπλωσε πάνω του
κι αυτός που είχε επίσης πια ξυπνήσει από το άσχημο όνειρο
τυλίχτηκε στις δίπλες και τις καμπύλες της απαλής
ζεστής της σάρκας κι άρχισε να τρίζει το κρεββάτι
και τη θέση των παραμιλητών του εφιάλτη
πήρανε τα βογγητά του πάθους.

"Αφού σε αγαπώ! σε Θέλω Τόσο! - δεν το Καταλαβαίνεις;!"
αυτό ακούστηκε την ίδια πάνω κάτω ώρα
δύο πατώματα πιο ψηλά, από ένα άλλο υπνοδωμάτιο
από έναν άλλον άντρα, αυτός ήταν μια ευαίσθητη ψυχή
με καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, παράτησε μετά από
σχεδόν είκοσι χρόνια τη σίγουρη και άνετη δουλειά του
για να αφοσιωθεί στην -αμφιβόλου καθώς λέγανε ποιότητας-
τέχνη του η οποία δεν ετύγχανε σχεδόν καμμίας αναγνώρισης
και βέβαια δεν ήταν ικανή να τον βιοπορίσει οπότε άρχισαν
οι οικονομικές δυσχέρειες και γκρίνιες συνεπακόλουθες στο σπίτι
κι αυτός από αντίδραση όλο τσακώνονταν με την πανέμορφη
τόσο καλή, καλλιεργημένη και ενδιαφέρουσα γυναίκα του
που όλοι για αυτήν τόνε ζηλεύανε και τόνε μακαρίζαν
ωστόσο άρχισε να την παραμελεί, ακόμα και να την προσβάλει
αναίτια όλο και πιο συχνά μέχρι που τέλος ερωτεύτηκε
μια νεαρή που όμως τον απέρριψε πανηγυρικά και από τότε
βυθίστηκε αυτός στη στεναχώρια, στο μαράζι
άρχισε μάλιστα πάλι το πιοτό, όπως παλιά, που με τα χίλια ζόρια
και τη βοήθεια της γυναίκας του είχε κόψει
ώσπου έγινε εν τέλει ανυπόφορος...
ξύπνησε εκείνη που ακόμα κοιμόταν δίπλα του από τα παραμιλητά
έμεινε στο κρεββάτι λίγα λεπτά μαχόμενη τον εαυτό της
την παρόρμηση της πολεμώντας μα ύστερα με μία κίνηση απότομη
και αποφασιστική πέταξε τα σκεπάσματα, σηκώθηκε και πήγε
έτσι όπως ήταν, ξυπόλητη, γυμνή καθώς συνήθιζε
πάντα να κοιμάται, στην κουζίνα
άφησε λίγο το νερό της βρύσης για να τρέξει
μέχρι που έγινε δροσερό και γέμισε ένα μεγάλο
ποτήρι μέχρι απάνω, έβγαλε από το βάθος
του ντουλαπιού κρυμμένο, μικροσκοπικό
το φιαλίδιο και το άνοιξε, παντού στο χώρο σκόρπισε
μια αψιά πικράδα, έριξε τρεις σταγόνες στο ποτήρι
και γύρισε στο υπνοδωμάτιο, στάθηκε όρθια
στου κρεββατιού τα πόδια κοιτάζοντας τον
μια δέσμη φωτός του φεγγαριού την έλουζε
το νεανικό ακόμα και σφριγηλό κορμί της
τα μικρά σφιχτά στήθη, την επίπεδη κοιλιά
το ξυρισμένο εφηβαίο, τους χυτούς μηρούς
τα σκούρα βαμμένα νύχια των χεριών και των ποδιών της
εκείνος δέρνονταν ακόμα και βογγούσε κάθιδρος
ίσως και νά 'χε ανεβάσει πυρετό
ακούμπησε δίπλα του και τού 'πε "Έλα, έλα!"
ξύπνησε αυτός, την κοίταξε με μάτια θολά
και ήπιε αχόρταγα νερό, στράγγιξε το ποτήρι
ύστερα έπεσε πίσω ανάσκελα
βούλιαξε σ΄ένα βαθύ και μάβρο ύπνο
κάθισε δίπλα και του χάιδευε απαλά το μέτωπο
που όσο περνούσε η ώρα γινότανε πιο δροσερό
όσο περνούσε η ώρα γινότανε πιο κρύο.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ποιά γάτα;


Προχθές ήρθε επίσκεψη στο σπίτι η Β.
εντύπωση μου έκανε αλήθεια
που δέχθηκε αμέσως την αυθόρμητη
μεσημεριανή μου πρόσκληση
πολλές φορές στο παρελθόν αρνιόταν
ή πιο συχνά δεχόταν στην αρχή
κι ύστερα ακύρωνε με δικαιολογίες
διάφορες και υπεκφυγές όχι όμως τη φορά αυτή
και νά ΄σου την κατέφθασε βραδάκι
μπήκε φουριόζα με το συνηθισμένο στυλ της
μες στο σπίτι, έβγαλε παλτά, καπέλλα, κάπες
και μαντήλια και τα απίθωσε σωρό σε μια καρέκλα
άφησε και το κρασί-δώρο επίσκεψης απάνω στο τραπέζι
και άρχισε να τριγυρίζει τα δωμάτια
ακούγοντας τα εξηγηματικά μου σχόλια
πρώτη φορά ερχόταν στο καινούριο σπίτι
της άρεσε μου είπε τελικά
και μου το επανέλαβε αργότερα και πάλι
(μου άρεσε που της άρεσε)
βάλαμε καφέ και κάτσαμε
στον καναπέ για να τα πούμε
όμορφη που ήταν... τα δυο μεγάλα
άσπρα στήθη της ασφυκτιούσαν
και ξεπρόβαλλαν από το άνοιγμα του μπούστου
("Ηλίθιε, άθλιε, γιατί την έδιωξες τέτοια γυναίκα;
Τί είναι επιτέλους εκείνο που γυρεύεις;")
Είπαμε πρώτα λίγο για τα παλιά
και βρήκα ευκαιρία έστω και αργά να απολογηθώ
για την απαίσια τότε συμπεριφορά μου
και ω! πόσο ανακουφίστηκα
ύστερα μιλήσαμε για οικογένεια, για σπίτια, για δουλειά
και μετά πιάσαμε να μιλάμε για πιο προσωπικά...
μου είπε η Β. ότι είχε ένα δεσμό
ενάμιση τώρα χρόνο και ότι συζούσε με τον άντρα αυτόν
και ήταν "καλά μωρέ" μαζί του
("Αχ! Β... Μου λες αλήθεια;")
Έπειτα άρχισα να της εξιστορώ εγώ
την τελευταία συναισθηματική μου περιπέτεια
που στέφθηκε, κι αυτή, με παταγώδη αποτυχία
και πρέπει να μιλούσα με ζέση και με πάθος
ανέφερα τις λεπτομέρειες, όλα τα γεγονότα,
και εξηγούσα πώς - με τρόπο ενδεχομένως υπερβολικό -
βιώνω αυτές τις καταστάσεις
Όσο μιλούσα η Β. έβγαλε με τελετουργικές κινήσεις
το μακρύ, μαύρο, βελούδινο γάντι της
και τοποθέτησε ένα τσιγάρο στην περίτεχνη πίπα της
το άναψε και άρχισε να καπνίζει
γέμισε το δωμάτιο με καπνούς
και πνίγηκα στο βήχα εγώ
και η Β. επνίγηκε στα γέλια
Μετά με κοίταξε και μού' πε μέσα απ' τους καπνούς:
"Είναι μια χίμαιρα, μια οπτασία αυτό που κυνηγάς,
πρέπει να το βγάλεις απ' το μυαλό σου,
πρέπει να βάλεις μυαλό,
πρέπει να βάλεις νερό στο κρασί σου..."
Κι άλλα πολλά μου είπε να βγάλω και να βάλω
ζαλίστηκα στο τέλος,  σκέφτηκα σοβαρά
και της απάντησα μιλώντας αργά
με λόγια μετρημένα
"Εκείνη η φλέβα που τεντώνει στο λαιμό
το βλέφαρο που κατεβαίνει σιγά
το μάτι να σκεπάσει
το στόμα που ανοίγει σε χαμόγελο αργά
και φανερώνονται τα δόντια
τα δάχτυλα που σφίγγοντας τυλίγονται
στην κούπα με το τσάι
πέντε εκατοστά σάρκας που αποκαλύπτεται
πάνω από τη μέση καθώς ανασηκώνεται η μπλούζα
κάθε αλλαγή στη χροιά της φωνής, κάθε τσάκισμα
κάθε επιφώνημα, βογγητό ή κραυγούλα
οι συζητήσεις αβίαστες για διάφορα θέματα
τα κοινά ή μη ενδιαφέροντα
οι απόψεις που συμπίπτουν ή όχι
και βέβαια τα αστεία, τα πειράγματα, τα ευφυολογήματα
προφορικά ή γραπτά μηνύματα, σχόλια,
αυτό το διαννοητικό κονταροχτύπημα ή καλύτερα
αυτό το τόσο ερεθιστικό και διασκεδαστικό παιχνίδι κι ακόμα
τα φανερά ελλατώματα, οι κάπως ενοχλητικές ορισμένες συνήθειες
που όμως εσκεμμένα αγνοούνται μπρος στα τόσα χαρίσματα
έως ένα χαριτωμένο χαρακτήρα μπορεί και να παίρνουν
... πόσα ακόμα...
Αυτά που λες Β. δεν τα λογαριάζω οπτασία ή χίμαιρα
Άλλο Όνομα τους δίνω κι αν το αρνηθώ Αυτό Β.
τότε θα έχω προδώσει τον εαυτό μου
και λέω ακόμα να μην το κάνω"
Με κοίταξε η Β. σοβαρά, έπειτα ξέσπασε σε γέλια
με αυτό το μπάσσο γέλιο της, ύστερα σοβαρεύτηκε ξανά
και αποφάνθηκε εν τέλει:
"Αχού καημένε μου μονάχος βλέπω στη ζωή να μένεις..."
Και άπλωσε το χέρι της πλάι στον καναπέ
τη γάτα να χαϊδέψει
από συνήθεια οπωσδήποτε
γιατί εκείνη είχε στο σπίτι δυο
κι εγώ καμμία στο δικό μου.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Γεια σου ρε Χανκ


Υπάρχουν αναμφίβολα λόγοι πολλοί και διαφορετικοί
για να αγαπήσεις κάποιον συγγραφέα
για μένανε ανέκαθεν ένας και σοβαρός
ήταν να με κάνει να γελάω
εκεί που είμαι δηλαδή στον καναπέ
ή στην πολυθρόνα και διαβάζω το βιβλίο
ή ακόμα μισοξαπλωμένος στο κρεββάτι
να πετυχαίνω μια αράδα, μια γραμμή,
να διαβάζω μια ατάκα
που να με κάνει να ξεσπώ
σε γέλιο δυνατό, αυθόρμητο, πηγαίο
κι ύστερα να δαγκώνομαι από ντροπή
που ξέρουν οι γειτόνοι ότι ζω μονάχος
και με περάσουν σαλεμένο

Να, πάλι σήμερα, το πρωί
(πόσες πολλές φορές αλήθεια, τόσα χρόνια):
..." Σαν έφτασα στο σπίτι, έβγαλα τα ρούχα μου, σκουπίστηκα με μια πετσέτα, φόρεσα το γιαπωνέζικο κιμονό που μου είχε χαρίσει ο Τζον Τόμας, και άνοιξα μια μπύρα.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα.
"Μπουρδέλο Μπουκόβσκι, λέγετε παρακαλώ...".

Charles Bukowski 1920 - 1994, Portions from a wine-stained notebook, "Ένα τετράδιο με λεκέδες από κρασί", Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς, Εκδόσεις Ηριδανός, Ζωοδόχου Πηγής 79, 11473 Αθήνα, Τηλ./Fax: 210 3847660, www.hridanos-ekdoseis.gr, e-mail:info@hridanos-ekdoseis.gr, ISBN: 978-960-335-267-9, Αθήνα 2012

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Βαΐων και κλάδων

Για δες πώς η μοίρα τα φέρνει λοιπόν
η μάνα μου πριν από πόσο καιρό
στην πλάτη της σε κουβάλησε πάλι
ο πατέρας σου δίπλα πεζός
κι εσύ στην αγκαλιά της μητέρας σου βρέφος
ένα αθώο μωράκι

και σήμερα, τριάντα τόσα χρόνια μετά
μαζί στην πόλη να! μπήκαμε
θερμό πλήθος μεγάλο σε δέχτηκε
κι ακόμα πιο ζεστό στο λαιμό μου το χέρι Σου
α!... πόσο περήφανα αισθάνθηκα εγώ
ένα ταπεινό γαϊδουράκι.