Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ο καπνιστής II *

Ο καπνιστής καπνίζει
παφ πουφ, παφ πουφ
ο βιολιστής βιολίζει
στο παγκάκι Παγκανίνι
μαέστρο Νικολό, για μόνο
το δικό σας οβολό
ο σφυριχτής σφυρίζει
φιρουλί φιρουλό
ο βαδιστής βαδίζει
εν δυο, εν δυο
ο γεμιστής γεμίζει
ο σαλπιγκτής σαλπίζει
τουρουρού, τρουλουλού
στα τείχη της Ιεριχούς κι αλλού
ο ζυγιστής ζυγίζει
τετρακόσα μια
δράμια στην οκά
ο ναζιστής..
ο σαδιστής..
ο φασιστής..
ο βιαστής..
γαμώ το κέρατό τους
ψοφίμια οξαποδώ
και ο ληστής ξαφρίζει
ο μπαρμπέρης μπαρμπερίζει
ο μεθυστής μεθύζει
ο μυριστής μυρίζει
ο υβριστής υβρίζει
ο νομιστής νομίζει
ο εξορκιστής ξορκίζει
ο Ασιάτης ρύζι
ο μάγειρας το βράζει στον ατμό
ο θεριστής θερίζει
και ο Ζορρό ζορίζει
τους άλλους και μα
τον ίδιο του εαυτό
ο χαριστής χαρίζει
κι ο ζωγράφος ζωγραφίζει
το μοντέλο που ποζάρει του γυμνό
κι ο δανειστής δανείζει
και η κότα κακαρίζει
η γυναίκα μουρμουρίζει
και ο σύζυγος τη βρίζει
αχ! τί το ’θελα εγώ να παντρευτώ;
η καμαριέρα συγυρίζει
και ο κύριος της χουφτώνει τον πωπό
ο κιθαριστής αρχίζει
ένα γλυκό να παίζει λησμονικό σκοπό
κι απ’ τα στήθια τα σφιχτά
σου η ηδονή αναβλύζει
την πλάτη σου μια στάμπα στιγματίζει
σ’ εν’ του ποδιού τα δάχτυλα
σου κρίκος που γυαλίζει
σου πετράδι τη στολίζει
την κοιλιά στον αφαλό
τους γλουτούς σου είναι μια
γραμμή που τους χωρίζει
εκεί θα ‘θελα για πάντα να σταθώ
ο αρχιστής αρχίζει
ο ψευδιστής ψευδίζει
ο ψελλιστής ψελλίζει
ο τραυλιστής τραυλίζει
ο δικαστής ορκίζει
τους μάρτυρες κι ελπίζει
να του τύχει επιτέλους
μια υπόθεση ν’ αξίζει
κι ο χασάπης με μπαλτά
το κρέας το λιανίζει
στο μαγερειό ο τηγανιστής
μαρίδες τηγανίζει
η κοκότα στο μπορντέλλο με σπουδή
τα πόδια, τις μασχάλες, το αιδοίο της ξυρίζει
ταλαίπωρος ο αλιεύς
τα δίχτυα ξεψαρίζει
χύνεται ο ζύθος στα ποτήρια
τα πληρώνει και αφρίζει
εδώ κι εκεί η μέλισσα ακάματα
πετά και ζουζουνίζει
θα βρέξει! σύννεφα, μάβρος
ουρανός και μπουμπουνίζει
έρωτες της μιας βραδιάς
ο κίναιδος ψωνίζει
κάτι βραδιές σαν τούτη δω
πώς η ψυχή μαβρίζει
χώρες πτωχές – αλίμονο!-
ο λιμός μαστίζει
πεισματικά κει κάθεται, δε φεύγει
εδώ είναι – λέει – το δικό μου μετερίζι
όλο λουκούμια τρώγαμε
κι η σκόνη πάνω μας καθίζει
σχολαστικά η νοικοκυρά
πάντοτε σφουγγαρίζει
έφυγε! πάρ’ το απόφαση
και πίσω δε γυρίζει
κι οι δαίμονες που σε κυριαρχούν
μάβροι δεν ειν’ μα γκρίζοι
ο κομιστής κομίζει
και το νερό της θάλασσας
ωραία κυματίζει
καθώς ο ιερόσυλος
τα θεία μαγαρίζει
ο γάιδαρος γκαρίζει
ο μπανιστής μπανίζει
μία γκαρσόνα χαρωπή
τα πιάτα σερβιρίζει
κι ο δυστυχής ο άνθρωπος
ίσως και να φροντίζει
για μέλλον πιο καλύτερο
αδίκως μάλλον διότι αφού
η μοίρα το ορίζει
το πουλάκι το μικρό
κελαηδεί και φτερουγίζει
στο ξύλινο το πάτωμά
η χαραμάδα τρίζει
και ο βορριάς φυσά τα
σπαρτά λυγίζει
ήθελα ν΄ άφηνα ξέρεις κι εγώ
κάτι που να αξίζει
σαν πέθενα και έτσι πως
κάτι να με θυμίζει

μα ίσως όμως θέλει αλλιώς
Αυτός που ξέρει
και που γνωρίζει.


* γραφή δεύτερη, επαυξημένη μα ουχί και επ’ ουδενί βελτιωμένη

Δεν υπάρχουν σχόλια: