Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Πες δυο λόγια

« - Πες δυο λόγια. Πες δυο λόγια, όχι μια ξερή, τυπική και τετριμμένη ευχή, πες κάτι πνευματώδες, κάτι με χιούμορ, με φαντασία, κάτι διαφορετικό, κάτι με ψυχή, πες δυο λόγια – εσύ είσαι καλός με τις λέξεις -, αλήθεια….. από πού έρχονται οι λέξεις;»
« - Δεν ξέρω. Βουίζουν μέσα στο κεφάλι μου.»
« - Ή ξέρεις τι; Ακόμα καλύτερα πες μια ιστορία, ναι βέβαια, αυτό είναι – πες μια ιστορία!!! Αλήθεια…. Από πού έρχονται οι ιστορίες;»
« - Δεν ξέρω ακριβώς, πάντως από έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν εδώ.»
« - Έτσι όπως το λες φαίνεται να τον προτιμάς αυτόν τον κόσμο. Μόνο που ο πραγματικός κόσμος είναι αυτός εδώ, αυτός που ζούμε, ο άλλος είναι ανύπαρκτος, φανταστικός, είναι μια χίμαιρα, κατάλαβες;»
« - Αψού!»
« - Γιατί φταρνίζεσαι;»
« - Μου μπαίνει στη μύτη η πολύχρωμη σκόνη απ’ τα φτερά τους καθώς πετούν γύρω μου. Φύγετε μωρέ, αμάν πια, άντε φύγετε τώρα, φτάνει, αψού, αψού. Οι περισσότεροι τις συμπαθούν αλλά καμιά φορά σου δυσκολεύουν τη ζωή όπως βλέπεις.»
« - Συγνώμη… για ποιές μιλάς;»
« - Μα…. γι αυτές εδώ τις νεράιδες, τι άλλο;»
« - Ααααααχα, χα, χα ….νεράιδες, αααααααα, καλό – καλό, έλαααααα… ΒΛΑΚΕΙΕΣ! Πάντως να ξέρεις, προκοπή δεν πρόκειται να δεις άμα συνεχίσεις το βιολί αυτό. Κατάλαβες;»
« - Όχι.»
« - Εμ, βέβαια, είσαι και βραδύστροφος.»
« - Βέβαια.»
« - Ώστε το παραδέχεσαι;»
« - Ναι.»
« - Και δε ντρέπεσαι;»
« - Γι αυτό να ντρέπομαι;»
« - Και πού ’σαι; .. δε συζητάμε για γυναίκες και τέτοια, ξέχασε το δε θέλουν τέτοια οι γυναίκες καημένεεεεε!»
« - Όχι, ε;»
« - Ο-Χ-Ι. Άιντε, εγώ θα στα λέω κι είσαι και 40 χρονών πια.»
« - 39 και 3 μηνών και 5 ημέρων.»
« - Το ίδιο είναι…. Και να σου πω κάτι, τι πιστεύω; Ακόμα και αν, ΑΝ λέω υποθέσουμε ότι είχες κάποια υποψία, ανθυποταλέντου… αφ’ ενός δεν το εξάσκησες καθόλου….»
« - Ναι….»
« - Αφ’ ετέρου ούτε τις λέξεις πια φαίνεται τόσο εύκολα να βρίσκεις.»
« - Έχει γίνει κάπως συγκεχυμένο το βουητό στο κεφάλι μου και δεν τις ξεχωρίζω εύκολα.»
« - Ούτε τις ιστορίες.»
« - Έχω κάπως μπερδευτεί, δε θυμάμαι το δρόμο, πως πήγαινα στον κόσμο που βρίσκονται.»
« - Ξέρεις όμως γιατί ή θα στο πω κι αυτό εγώ;»
« - Ε, σίγουρα.»
« - Ξέρεις πραγματικά που τα έβρισκες όλα αυτά, και τις λέξεις και τις ιστορίες και όλα; Ε, ξέρεις πραγματικά που;»
« - Ε, σίγουρα εσύ ξέρεις καλύτερα.»
« - Ασφαλώς. Να σου πω λοιπόν;»
« - Ασφαλώς.»
« - Στον πάτο των μπουκαλιών που εξερευνούσες κι έκανες μακροβούτια κάθε μέρα για είκοσι τόσα χρόνια. ΕΚΕΙ τά ‘βρισκες. Τώρα…….. τέρμα οι εξερευνήσεις, τέρμα τα μακροβούτια, τέρμα τα μπουκάλια… τέρμα και οι λέξεις, τέρμα οι ιστορίες, τέρμα οι ιδέες, τέρμα οι φαντασίες… τέρμα!»
« - Μπορείς να πας λίγο πιο κάτω και δεξιά, μπροστά από το σπίτι του φύλακα, εκεί έχει μια βρύση.»
« - Τι; Τι πράγμα; Τι λες μωρέ;»
« - Δε λέω σε σένα, εδώ στο φίλο μας το λέω. Είδες, με τέτοια ζέστη, ακόμα και αυτά τα μικροσκοπικά (αλλά και τόσο θαυμαστά) πλάσματα, υποφέρουν και διψούν.»
« - Συγνώμη…. Για ποιους μιλάς;»
« - Μα…. γι αυτόν το συμπαθέστατο νάνο, τι άλλο;»
« - Ααααααχα, χα, χα ….νάνος, αααααααα, καλό – καλό, έλαααααα… ΑΗΔΙΕΣ! Λοιπόν τελείωνε τώρα με αυτά. Άντε μάζεψε εκεί πέρα ότι αποθέματα και περισσεύματα τυχόν έχεις, βρες δυο λόγια να πούμε στην κοπέλα που γιορτάζει αύριο, να τελειώνουμε. Άντε γιατί πρέπει να φύγουμε κιόλας. Θα κλείσει όπου να ’ναι κι ο κήπος. Ο ήλιος έδυσε. Αλήθεια, με τι ήρθες; Με τα πόδια, με το μετρό, με ταξί;»
« - Όχι, με το μονόκερο έχω έρθει. Βοσκά στη χλόη, εδώ πιο πέρα. Θες μήπως να σε πετάξω κάπου;»
« - Τι; Τι; Με το μονόκ….! Αχαχαχαχαχαχαχα! Καλό! Καλόοοοο! …. Και γω ξέρεις με τι έχω έρθει; Με τον Πήγασο!! Καλό, ε; Αχχχχααα χα χα!. Έλααααα! ΕΛΑ! ΣΑ – ΧΛΑ – ΜΑ – ΡΕΣ! Άντε τελείωνε! Θα πεις δυο λόγια; Η μια ιστορία;»
« - Θα πω….»
« - Άντε πες…»
« - Θα πω δυο λόγια.»
« - Άντε, άντε πες τα, μας έσκασες.»
« - Ε, λοιπόν, να! Ένα: Χρόνια.. Δύο: Πολλά.. Τρία: Β….*!»
« - Α, όχι φίλε μου, όχι φίλε μου ζαβολιές – αυτά δεν ήταν δυο λόγια, ήταν τρία!»
« - Ναι, τα λόγια ήταν τρία κι αν άκουγες προσεκτικά έχω ήδη πει και μια ιστορία.»
« - Εσύ;…Σε μένα;….Ιστορία;….Πότε;…..Ποιά;»


«
………….
Ήταν μετά τη μέση του καλοκαιριού, προς το τέλος του Ιουλίου. Η πόλη έβραζε μετά από πολλούς παρατεταμένους καύσωνες. Οι δύο άντρες κάθονταν αποχαυνωμένοι σε ένα παγκάκι του Εθνικού Κήπου λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Ο ένας κάπνιζε κι έπινε μια παγωμένη μπύρα και κοίταζε την κοπέλα που τάιζε τους κύκνους στη λιμνούλα και ο άλλος έπινε παγωμένο τσάι και κοίταζε τους κύκνους που τάιζε η κοπέλα στη λιμνούλα. Και γύρισε ο πρώτος και είπε στο δεύτερο:
« - Πες δυο λόγια. Πες δυο λόγια.»
…………»


* Σημ. Γυναικείο όνομα (της εορτάζουσας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: