Βραδάκι πια κ' είχε σκοτεινιάσει από νωρίς, Χειμώνας βλέπεις
είπα παρ' όλα
αυτά να μην παραλείψω την άσκηση
ήτανε και γλυκός
ο καιρός, σαν πιο πολύ της Άνοιξης
βγήκα απ' το
σπίτι κι άρχισα να επιδίδομαι
σ' αυτό το μάλλον
κωμικά αργό μου τρέξιμο
που μοιάζει με
περπάτημα σχεδόν
σε κυκλική
πορεία, οι κανονικοί δρομείς
με προσπερνούνε
δυο και τρεις φορές
αλλ' είν το μόνο
που μπορώ κάνω
και κατευθύνθηκα
μες απ' της πόλης τα στενά
αφού διέσχισα και
τη μεγάλη λεωφόρο
προς το κοντινό
το πάρκο
εισήλθα από ένα
άνοιγμα της περίφραξης
και πήρα ένα
μονοπάτι
ανάμεσα στη χλόη
και τις πρασινάδες
πού 'χαν
φουντώσει και ψηλώσει με τις βροχές
είχε υγρασία
αρκετή και συννεφιά
το είδος της
ατμόσφαιρας που πνίγει τους ήχους
δε μπορούσα
αλλιώς να εξηγήσω
τη σιγαλιά που
επικρατούσε
παρ' ότι το πάρκο
περιστοιχιζόταν
από
πολυσύχναστους δρόμους
και μεγάλες
οδικές αρτηρίες
και η ώρα ήταν
ακόμα υψηλής κυκλοφορίας
κάπου μέσα απ' τα
κλαδιά των μεγάλων πεύκων
ακούστηκε ένα
αόρατο πουλί μες στο σκοτάδι
παράξενο
κελάηδισμα, μια μόνο συλλαβή, μια νότα
και μετά από μια
στιγμή, απ' την απέναντι μεριά
κι απ' το μικρό
λοφίσκο που βρισκότανε στην άλλη πλευρά του δρόμου
ακούστηκε μια
σχεδόν πανομοιότυπη απάντηση
άλλο πουλί της
ίδιας ράτσας, ίσως και οικογένειας
κ΄ύστερα πάλι το
από δω, μετά ξανά το από κει
μιλούσαν μεταξύ
τους, λέγαν τα νέα της ημέρας
δίναν ένα μικρό
κοντσέρτο νυκτόβιων πτηνών
με τυχερό ακροατή
εμένα
ωραία που ήτανε
πολύ...
Καθώς συνέχιζα
την πορεία μου
οι ήχοι
ξεμακρύνανε
κι εγώ αναλογιζόμουν
"για κοίτα βρε παιδί μου
που με τέτοια
περιστατικά, ταπεινά κι ασήμαντα
που είν' όμως σα
θαύματα μεγάλα
όταν συμβαίνουν
το ηθικό σου αναπτερώνεις
βρίσκεις πάλι την
πίστη σου και την ψυχή σου σώνεις
λίγο πριν έρθει η
νύχτα στην πόλη που τυχαίνει και ακούς
πώς λαλεί ο
Γκιώνης.".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου