Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Θα βρέξει

«Θα βρέξει μάνα, μην ανησυχείς» λέγαν τα παιδιά ομοθυμαδόν, δυο θυγατέρες, δυο γιοί, στην ηλικιωμένη γυναίκα. Έβγαινε κάθε πρωί, με το πρώτο φέγγος, καθόταν στο πεζούλι και κοίταε τον ουρανό. Ώσπου σηκώνονταν ο ήλιος και δε μπόραε πια. Είχε να βρέξει εφτά μήνες. Όχι πως είχε τίποτα ποτιστικά φυτέματα. Αλλ’ είχε υποσχεθεί σε πολλούς χωρικούς (με το αζημίωτο) πως θά ‘ρθει βροχή. Με γητείες την καλούσε, με ξόρκια, με μικρές θυσίες. Όλοι αυτοί τώρα, μαζεύονταν τις νύχτες εξαγριωμένοι έξω απ’ το φράχτη, «Μάγισσα» φώναζαν. Και μαζί τους ομάδες πιστών, συνεπικουρούμενοι από ιερείς. «Κάφτε την», κραυγές σπάζαν τη σιωπή, σκίζανε το σκοτάδι. Φοβόταν για τη ζωή τους, να φύγει πού; Δεν είχε… Τρόμος και γύρω απόγνωση. Ξεράθηκαν τα μποστάνια. Μαράζωσαν τα δέντρα. Έρεψαν τα ζωντανά…

Ήταν μια μέρα του καλοκαιριού με ακραίο καύσωνα, έλιων’ ο τόπος. Καταμεσήμερο κι αντί να φυλαχτούν μες στα σπίτια και τις σκιές, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από την αυλή, πιο θυμωμένοι από ποτέ, ξετρελλαμένοι λες απ’ την απελπισία και την κάψα, κάπου έπρεπε να ξεσπάσουν, σήμερα θα γινόταν το κακό. Και τότε ακούστηκε αυτός ο υπόκωφος ήχος μες απ’ της γης τα βάθη. Κ’ ύστερα σα χτύπημα ρυθμικό, σαν τα σπλάχνα του εδάφους με βήμα στρατιωτικό να περπατούσαν. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ο ουρανός συννέφιασε με μολυβένια σύννεφα χαμηλά, η θερμοκρασία κατέβηκε, ξεκίνησε να φυσά και χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν αραιές μα δυνατές, που σύντομα πύκνωσαν. Διαλύθηκε το πλήθος σαστισμένο. Κι άλλο δυνάμωσε. Τρέχαν να φυλαχτούν. Έβρεχε τώρα δυνατά, ανελέητα, με αστραπές και βροντές. Η ξεραμένη γης κατάπινε αχόρταγα τη βροχή. Πήρε βράδυ κ’ έβρεχε ακόμα, χωρίς σταματημό, δίχως λιγόστεμα. Δε μπορούσε πια το χώμα να απορροφήσει άλλο νερό και το ξέρναε πίσω. Γέμισαν τ’ αυλάκια, τα φρεάτια, τα ξεροπόταμα, οι πηγές, άρχισε να σηκώνεται η στάθμη. Πλημμύρα! Χτύπησαν οι καμπάνες. Πού να πάνε; Ο κάμπος μια λασπωμένη λίμνη. Τη νύχτα δεν κόπασε. Κι άλλο έβρεξε, κι άλλο, κι άλλο…

Πνίγηκε η πεδιάδα, μέχρι κ’ οι γύρω χαμηλοί λόφοι. Πνίγηκαν τα χτήματα, οι σταύλοι, τα ζωντανά, το χωριό, πνίγηκαν οι άνθρωποι. Πνίγηκαν όλα. Πνίγηκε και χάθηκε κ’ η ιστορία αυτή. Πού νά ΄βρεις ίχνη στο νερό;

Δεν υπάρχουν σχόλια: