Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Στίχοι διάφοροι του περιώνυμου Πέρσου ποιητού Αχταρμάση

Οι κυνικοί πασατέμποι πορεύονταν

αδιανόητα θρύλοι

φασιανοί περιβόητοι τέμνονταν

αντιθέτως οργίλοι

 

Αφού μοιράζεις το κούτελο

με ψιλή οχλαγωγία

δες και σύντομα πέδιλα

σαν κραυγής ευλογία

 

Δεν περνάς υποτείνουσα

με ασύμβατο πάθος

ένα στρέμμα ψηλάφισα

με κουμπιά πού 'ταν λάθος

 

Κλινοσκεπάσματα άυλα

συνιστούν φάλτσο μπόγο

τζαμαρίας εκτόπισμα

προκαλεί στείρο ψόγο

 

Μονοκινητήρια γόνδολα

στρώνει την πέρα τιμή σου

ένας κρίκος γραμμόφωνα

ζυμώνει τη δύναμη σου

 

Ίππος βαθύς κι ανοξείδωτος

καθιερώνει τη μέρα

τραμ που εξακοντίζεται

κι αφομοιώνει παντιέρα

 

Με ενέχυρο τσιριτσάντζουλες

θα υπερβείς μαυσωλείο

τόσο κρίμα απογείωσης

είναι φιάσκο και λείο

 

Το σαρδόνιο σου ενδιαίτημα

στριφώνει μπάσα κασόνια

η σκακιέρα που βούιξε

περιούσια κορδόνια

 

Αλκατράζ που ίσως στρίμωξε

κάποιον αβίαστο μάγο

σε υποβρύχιο περίτρανο

βρες τον φιλόδοξο τράγο

 

Κόντρα σινιάλο αμφίδρομο

με χθεσινό το φουρνέλο

το μέλλον κραδαίνει πιο σύντομο

καθώς διογκώνει σκαρπέλο

 

Αναστήθηκε γρήγορα σύγκορμος

νουνεχής μυρμηγκοφάγος

ο σουλτάνος αφέθηκε βόστρυχος

συντηρώντας γλυκόπικρο άλγος

 

Σουλτανίνα με τρυκ κλωθογύριζες

και σημείωνες επίδομα φόνου

δε γυρίζω με καρμπόν και αντίποινα

στη σκηνή του υπόξινου χρόνου

 

Πέρα δώθε φορτηγό ανατείνεται

σε μια φάλαινα που βιώνει μονάδες

κάθε βίδας ελπίδα εντείνεται

με ανυπόστατα κιχ τις ραγάδες

 

Κούφια η ώρα που σού ΄λειψα σύγκορμος

και δειλός σαν το γλάρο που σκάει

ω, τη μέρα που ο πλανήτης καρφώθηκε

θα φανεί ποιός τη βίδρα τολμάει

 

Σέρνεις φόβους κι αναπολείς πρίμα κάστανα

που σου λείπουν στο στεγνό αεροσκάφος

δε βιώνεις μαζούτ κι έτσι ανάσανα

ως σου γνέφει μονοσήμαντος τάφος

 

Αργυρούπολη, Μπρυζ, Χονολούλου, Οντάριο

μ΄ένα κέρμα σα βαθύ κατσαβίδι

Σιδηρόκαστρο, Βιέννη, Γιοχάνεσμπουργκ

σπέρνει αντίθετα χνώτα το φίδι

 

Με καθεστώς πολυώνυμο έλκεσαι

σε παραδόπιστη σύννομη σφαίρα

αν θα δεις μιας κοπής την αντίδραση

φρίκης την καθαγιασμένη φλογέρα

 

Οσονούπω νυχτώνει με σύνδρομα

και ανάξιους δρυοκολάπτες

δε θαρρείς κάθε τάχα πως βάφεται

από φειδωλούς, ασύμμετρους ράπτες;

 

Μια σημαία στο κύμα ξεκόλλησε

από το μετείκασμα της παρρησίας

κάποιον κόκκο σίγουρα ρώτησες

με σπουδή στιβαρής αμνησίας

 

Τί σου έλαχε ξάγναντο σήμερα

κι αν πακτώσεις αριθμούς με το νου σου

μη μονοιάζεις με πυγμαίο θρασύτατο

του παρείσακτου φράξε στενού σου

 

Καν μη τι ο θε να αλί ων σαν π.χ. αμήν τίποτα

και προχώρα περίλαμπρος όντας

αν σου φέγγει το κότερο έρποντας

μη ζορίσεις τη φόδρα της σπόντας

 

Ψιττακός ολόγιομος έθαλπε

φρούδες μάνικες με σήψη και νάζι

αποστόμωνα πρίσματα ερίφια

με γκρι γνώμονα κι όσιο χαλάζι

 

Σαν τα τείχη ανειδίκευτου πάστορα

που αντιβαίνουν σε κάνιστρο πλάι

σου δανείζω μια ξύστρα και δίνομαι

πριν τριτώσει το φαύλο αγλάι

 

Μπικ παλιούς μαστορεύεις μα δύστοκα

ξηρασίας χιονιστής αναλόγως

στο κραταιό ομνύεις το έδρανο

κι αλυχτάς "Εν αρχή ην ο Λόγος".


Δεν υπάρχουν σχόλια: