Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Μακάριοι οι ελεήμονες

Παρασκευή βράδυ
στα επείγοντα περιστατικά
εφημερεύοντος μεγάλου κεντρικού
νοσοκομείου της Αθήνας
χάος, χαμός και πανικός
δεκάδες άνθρωποι
ασθενείς και συνοδοί
γιατροί, νοσηλευτές
τραυματιοφορείς
προσωπικό ασφαλείας
διοικητικοί υπάλληλοι
φωνές, κακό, τρεχαλητά
άγχος, χτυπούν τα κινητά
διαμαρτυρίες, εκνευρισμός
και σύγχυση, θυμός
άνθρωποι πονεμένοι
άνθρωποι ματωμένοι
άνθρωποι σαστισμένοι, φοβισμένοι
έως και κάποιοι μεθυσμένοι
ανάμεσα σε όλο αυτό
το σκηνικό της τρέλλας
να βρίζουν, να φωνάζουν
να βήχουνε, να φτύνουν, να ουρούν
καταμεσής του χώρου
ενώ άλλοι να πίνουνε καφέδες
και παγωμένα τα νερά
και να καπνίζουν στον προθάλαμο
και να γυρνάνε πέρα δώθε
τα φορεία και τα καρότσια
ν΄ανοιγοκλείνουνε οι πόρτες
με αυτοματισμούς
και αριθμοί προτεραιότητας
να φαίνονται, να αλλάζουν σε οθόνες
γλώσσες διάφορες, εξωτικές
να ανακατώνονται οι ήχοι
και όλες να οι φυλές του κόσμου
συμμετέχουν, έχοντας εδώ προστρέξει
για βοήθεια  κι ανακούφιση

Σε μια μεριά, έξω από μια
από τις αίθουσες αναμονής
και κολλητά στον ψευδοτοίχο
σ’ ένα φορείο πάνω
ένας σωρός, ένα μπογαλάκι από σεντόνια
εντύπωση προξενεί και το καλοκοιτάνε
όσοι περνούν, απορημένοι
λίγο πιο προσεκτικά άμα κοιτάξεις
ίσα που ξεμυτίζει ένα κεφάλι
από ένα άνοιγμα
ένα ηλικιωμένο ανθρωπάκι
ένα γεροντάκι μια σταλιά
στα δύο διπλωμένο
ένα κουβαράκι γινωμένο
σα νά ‘τανε μωρό
πρέπει να είναι αυτός
που ώρα τώρα άκουγα
να διαμαρτύρονται διάφοροι
πως είναι σε μια γωνιά δίπλα στην είσοδο
πεσμένος, εκεί αφημένος, ασυνόδευτος
ούτε που μίλαγε, ούτε επικοινωνούσε
μόνο φαινόταν άρρωστος πολύ
«μα επιτέλους, κάντε κάτι» φώναζαν
«τί θέλετε να κάνουμε πια κύριε;»
απαντούσαν νοσοκόμοι και γιατροί
μέχρι που μάλλον αναγκάστηκαν
από την κατακραυγή να τόνε δούνε και
να του παρέχουν κάποια αρχική βοήθεια
και ύστερα τον άφησαν εκεί
για τα όποια περαιτέρω
μέχρι να έρθει η σειρά του – ποιά σειρά;
και να κοπάσει η καταιγίδα
και το μικρό το κεφαλάκι του
σημάδι ίσως κάποιας έκπτωσης νοητικής
με τζίβα τα μαλλιά, θαμνώδη
και δασύτριχα τα φρύδια
και μία μύτη πλακουτσή
ήτανε όλα όσα φαίνονταν
ξαπλωμένος εκεί, γέροντας, ανήμπορος
μάλλον λίγο καθυστερημένος
αβοήθητος και μόνος...

Γιατί, τόσος, γιατί
Κύριε πόνος;


....
Υστερόγραφο:
έφυγα ξημερώματα
και ξαναγύρισα τ΄άλλο πρωί
Νά ‘ταν αυτός; Αυτός ήτανε μάλλον...
έξω από ένα θάλαμο νοσηλείας
πάνω σ΄ένα καροτσάκι καθιστός
να τρώει με βουλιμία, ηδονικά
παρ' ότι χωρίς δόντια εντελώς
από ένα δίσκο πρωινό
και οι αδελφές που μπαινοβγαίνανε
να τον βοηθάνε και να του αλείφουνε
με βούτυρο τις φρυγανιές
ρωτόντας τον αν  προτιμάει
βερύκοκο ή κεράσι μαρμελάδα.

Θεέ μου βόηθα
και Άνθρωπε ελέησον,
αμήν!


5 Απριλίου '014, θάλαμος Α9 - Α' Παθολογικής Κλινικής, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, Αθήνα



Δεν υπάρχουν σχόλια: