Στους λόφους πού 'ναι έξω από την πόλη
καθώς περπάταγα προχθές
έτσι για άσκηση και αναψυχή
βρέθηκα μέσα σε μία βαθιά
και δασωμένη ρεματιά
κι αίφνης αναπάντεχα εκεί
αντίκρυσα ένα φίλο μου παλιό
πού 'χα χρόνια και καιρούς να συναντήσω
ήταν όμως ο καημένος
πολύ ταλαιπωρημένος
ρακένδυτος, αξύριστος
κι άσχημα γερασμένος
πιο μέσα στο φαράγγι πήγαμε
κει που βρισκόταν το κατάλυμα του
μια τρισάθλια καλύβα, ένας ερειπιώνας
ίσως φυλάκιο παλιό, έρημος πια στρατώνας
όλο σκουπίδια απ' έξω
και λάστιχα φθαρμένα
και σκουριασμένα σίδερα
κι εκατοντάδες άδεια γυάλινα μπουκάλια
κι ίσως χιλιάδες τσίγκινα
τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας
σε δυο μισόσαπια καθίσαμε
καφάσια να μιλήσουμε
ήταν μια ώρα ήσυχη, γλυκιά
ο ήλιος έπαιρνε να δύει
μιλώντας αργά πολύ
και ώρα ψάχνοντας τις λέξεις
(όπως αυτοί που ζούνε μοναχοί
και δε συναναστρέφονται ανθρώπους)
μού 'πε την ιστορία του εν συντομία
ενώ εγώ σκεφτόμουν συνεχώς
καθώς καθόμασταν εκεί
στον ίσκιο της παράγκας
πόσο η τωρινή ζωή του φίλου μου
απ' την αλλοτινή απείχε
παρασάγγας
"Θυμάσαι", μου είπε, "που μου
έλεγες να σταματήσω το πιοτό;
Και φώναζα ήσυχο να μ' αφήσεις
που δεν καταλαβαίνεις πως όταν πίνω
νοιώθω σα θεός, άντρας σωστός και μάγκας!
Πόσο μακριά η αλήθεια φίλε μου
παλιέ απ' αυτό... Πολλές χιλιάδες
παρασάγγας
Να, δες με, πού κατάντησα, απόκληρος
να ζω σ' αυτόν το σκουπιδότοπο
κρυμμένος σαν τον αρουραίο
να σέρνομαι σα γυμνοσαλιάγκας.
Α φίλε πού ΄ναι οι παλιές οι μέρες οι καλές;
Πίσω μου φαίνεται τις έχω αφήσει
παρασάγγας".
Για ώρες πολλές, στο ίδιο μοτίβο, μίλαγε
στα ίδια του τα λόγια κάποια στιγμή
πιστεύω χάθηκε, στους ποταμούς
μίας ατέρμονης όπως στις χώρες
του Βορρά, των Σκανδινάβων σάγγας
τού ΄δωσα λίγα χρήματα
και τον χαιρέτησα θερμά
(μα άκουσα μέσα μου ένα "κρακ")
και μου φαινόταν καθώς γυρνούσα πίσω
πως για να φτάσω ατελείωτες
έπρεπε εκτάσεις να διασχίσω
και αποστάσεις να διανύσω
παρασάγγας.
καθώς περπάταγα προχθές
έτσι για άσκηση και αναψυχή
βρέθηκα μέσα σε μία βαθιά
και δασωμένη ρεματιά
κι αίφνης αναπάντεχα εκεί
αντίκρυσα ένα φίλο μου παλιό
πού 'χα χρόνια και καιρούς να συναντήσω
ήταν όμως ο καημένος
πολύ ταλαιπωρημένος
ρακένδυτος, αξύριστος
κι άσχημα γερασμένος
πιο μέσα στο φαράγγι πήγαμε
κει που βρισκόταν το κατάλυμα του
μια τρισάθλια καλύβα, ένας ερειπιώνας
ίσως φυλάκιο παλιό, έρημος πια στρατώνας
όλο σκουπίδια απ' έξω
και λάστιχα φθαρμένα
και σκουριασμένα σίδερα
κι εκατοντάδες άδεια γυάλινα μπουκάλια
κι ίσως χιλιάδες τσίγκινα
τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας
σε δυο μισόσαπια καθίσαμε
καφάσια να μιλήσουμε
ήταν μια ώρα ήσυχη, γλυκιά
ο ήλιος έπαιρνε να δύει
μιλώντας αργά πολύ
και ώρα ψάχνοντας τις λέξεις
(όπως αυτοί που ζούνε μοναχοί
και δε συναναστρέφονται ανθρώπους)
μού 'πε την ιστορία του εν συντομία
ενώ εγώ σκεφτόμουν συνεχώς
καθώς καθόμασταν εκεί
στον ίσκιο της παράγκας
πόσο η τωρινή ζωή του φίλου μου
απ' την αλλοτινή απείχε
παρασάγγας
"Θυμάσαι", μου είπε, "που μου
έλεγες να σταματήσω το πιοτό;
Και φώναζα ήσυχο να μ' αφήσεις
που δεν καταλαβαίνεις πως όταν πίνω
νοιώθω σα θεός, άντρας σωστός και μάγκας!
Πόσο μακριά η αλήθεια φίλε μου
παλιέ απ' αυτό... Πολλές χιλιάδες
παρασάγγας
Να, δες με, πού κατάντησα, απόκληρος
να ζω σ' αυτόν το σκουπιδότοπο
κρυμμένος σαν τον αρουραίο
να σέρνομαι σα γυμνοσαλιάγκας.
Α φίλε πού ΄ναι οι παλιές οι μέρες οι καλές;
Πίσω μου φαίνεται τις έχω αφήσει
παρασάγγας".
Για ώρες πολλές, στο ίδιο μοτίβο, μίλαγε
στα ίδια του τα λόγια κάποια στιγμή
πιστεύω χάθηκε, στους ποταμούς
μίας ατέρμονης όπως στις χώρες
του Βορρά, των Σκανδινάβων σάγγας
τού ΄δωσα λίγα χρήματα
και τον χαιρέτησα θερμά
(μα άκουσα μέσα μου ένα "κρακ")
και μου φαινόταν καθώς γυρνούσα πίσω
πως για να φτάσω ατελείωτες
έπρεπε εκτάσεις να διασχίσω
και αποστάσεις να διανύσω
παρασάγγας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου