Σημείωση 2007
Ψάχνοντας πρόσφατα κάτι στο (κάπως χαοτικό ομολογώ) αρχείο μου, πέτυχα τούτη την καταγγραφή της αφήγησης του Μπίλλυ Μπίλλυ Μπίλλινγκτον. Σχεδόν συγκινήθηκα διαβάζοντας τον νεανικό (τότε) τρόπο που ο φίλος μου αντιλαμβανόταν τον κόσμο και τα τρυφερά αισθήματα του. Ελπίζω – ευγενικοί επισκέπτες – την ίδια τρυφερότητα να αισθανθείτε και εσείς και να μη σπεύσετε να λοιδωρήσετε το νεανικό ενθουσιασμό του καημένου του Μπίλλυ Μπίλλυ, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι πια μαζί μας καθώς βρήκε εδώ και χρόνια ένα πρόωρο και άχαρο τέλος…….. αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης θλιβερής ιστορίας που ίσως πούμε κάποια άλλη φορά.
Σημείωση περίπου 20 χρόνια πρινΟ Μπίλλυ - Μπίλλυ - Μπίλλινγκτον είναι υπαρκτό πρόσωπο. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ιστορία του, όπως μου τη διηγήθηκε ο ίδιος, έχοντας υποστεί - από μένα - μια μικρή επεξεργασία, απαραίτητη για τη μετουσίωση του προφορικού λόγου σε γραπτό.
Αρχικά είχα, με βάση την ιστορία αυτή, γράψει ένα διήγημα σκοπεύοντας να προσφέρω στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμα κομψοτέχνημα - όπως το έχω συνηθίσει. Ξαφνικά όμως (και κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή), αποφάσισα ότι σ'αυτήν τη μορφή, που σε λίγο θα διαβάσετε, "Η Ιστορία του Μπ.Μπ.Μπ." - παρ'όλες τις ομολογουμένως σημαντικότατες αδυναμίες της - θα ήταν περισσότερο ενδιαφέρουσα και επιπλέον "αυθεντική".
……………………….
Ψηλά, πολύ πάνω από εκεί που αφρίζει και αγκομαχά ο μεγάλος Ωκεανός, στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου που τον δέρνουν από παντού οι άνεμοι, στα σύννεφα ανάμεσα εκεί βρίσκεται ο Πύργος της Ζωής.
Ένα τετράγωνο πέτρινο κτίριο που ο όγκος του σου κόβει την ανάσα. Έχει εκατό πατώματα και χιλιάδες δωμάτια. Έχει μπαλκόνια κι αετώματα και βεράντες κι αμέτρητα παράθυρα σε κάθε του πλευρά. Έχει σαλόνια και μεγάλες αίθουσες και σκάλες που ανεβοκατεβαίνουν από τον τελευταίο όροφο ως κάτω στα σκοτεινά υπόγεια.
Σ'ένα απ' τα τόσα δωμάτια γεννήθηκα και σ' αυτό ζω μέχρι σήμερα. Και θυμάμαι σαν τώρα (δεν πάει και πολύς καιρός άλλωστε), που πρωτάνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και βγήκα έξω κι άρχισα δειλά-δειλά να περπατάω στους διαδρόμους και διστακτικά να κατεβαίνω και ν' ανεβαίνω τις σκάλες. Και έτσι άρχισα να βλέπω τι υπάρχει στους άλλους ορόφους και τα άλλα δωμάτια. Να βλέπω μόνο, όχι να γνωρίζω, όχι να νοιώθω, μιας και ποτέ δε μπήκα σ' ούτε ένα από τα δωμάτια. Καθόμουν μόνο απ' έξω και μισανοίγοντας τις πόρτες, κοιτούσα στο εσωτερικό. Κι ύστερα επέστρεφα πάλι στο δικό
μου δωμάτιο, το μόνο που έχω μπει ποτέ.
Και έτσι Είδα.
Είδα τους κατοίκους του Πύργου ν' ανεβαίνουν τις σκάλες με βήμα σταθερό προς την κορυφή, προς τον τελευταίο όροφο, εκεί, που όπως λέγανε, ήταν αυτοί που διηύθυναν τα πάντα, και άλλους να κατρακυλάνε τις σκάλες μέχρι κάτω στα βρώμικα υπόγεια, εκεί που ακούγονταν γοερά κλάμματα και κολασμένες κραυγές που σου πάγωναν το αίμα. Τους είδα να πίνουν, να τραγουδούν και να γιορτάζουν στις στολισμένες σάλες και είδα άλλους, απελπισμένοι να χτυπάνε το κεφάλι τους στους τοίχους των κρύων δωματίων τους.
Και είδα τα μικρά παιδάκια να παίζουν χαρούμενα και είδα τη μεγάλη εξέδρα που προεξείχε απ' τον Πύργο και αιωρούνταν στο κενό κι εκεί τους γέρους να σέρνουν τα κουρασμένα τους βήματα, να πηδάνε και να χάνονται.
Και είδα σε δωμάτια με χαμηλά φώτα, γεμάτα καπνό και αναθυμιάσεις από κεριά που καίγαν, σαν οπτασία γυμνά κορμιά αγκαλιασμένα κι αφουγκράστηκα τους στεναγμούς του πόθου τους που μπερδεύονταν με νωχελικές μελωδίες.
Και είδα σ' άλλα δωμάτια τους κατοίκους του Πύργου να ικανοποιούν αμαρτωλά τους πάθη που ντρέπομαι να μιλήσω γι αυτά.
Κι έφτασα μια μέρα δεκατρείς ορόφους πιο πάνω απ' τον δικό μου, εκεί όπου ήταν μαζεμένοι οι συγγραφείς κι οι ποιητές. Κι απόμεινα να τους κοιτώ καθώς σκύβανε πάνω απ'τα γραφεία, με το ένα χέρι βαστώντας το κεφάλι τους και με το άλλο πότε να κυλάνε την πέννα ήρεμα και στρωτά και πότε να τη σέρνουν με βία λες κι ήθελαν να ξεσκίσουν το χαρτί. Ήταν σαν ένα ποτάμι ζωντανό που έπαιρνε όσα είχαν στο νου και την καρδιά τους και κυλώντας μέσα απ' το χέρι και την πέννα, τα εναπόθετε πάνω στο χαρτί. Μια μαγική, ιερή διαδικασία που με καταγοήτευσε.
Και σκέφτηκα: Πόσο θα 'θελα να τους μοιάσω! Και δεν το κρύβω πως το προσπάθησα, μα μετά πήρα τις προσπάθειες μου, άνοιξα το παράθυρο κι άφησα να τις πάρει ο αέρας, γιατί ήταν λειψές και μίζερες κι αστείες.
Για κάμποσο καιρό το μόνο μέρος του Πύργου που πήγαινα ήταν αυτό το ίδιο μέρος με τους συγγραφείς και τους ποιητές, δεκατρείς ορόφους πιο πάνω απ' τον δικό μου, όπου καθόμουν με τις ώρες και τους παρατηρούσα, μέχρι που το πήρα απόφαση ότι ποτέ δε θα
γινόμουν σαν κι αυτούς κι απογοητευμένος εγκατέλειψα την προσπάθεια.
Ο καιρός πέρναγε και εγώ συνέχιζα τις περιπλανήσεις μου στον Πύργο και γύρναγα κάθε βράδυ στο δωμάτιο μου κουρασμένος, με το κεφάλι μου βαρύ, γεμάτο εικόνες. Μόνο εικόνες, αφού το νόημα και την ουσία όσων έβλεπα δεν κατόρθωνα να τα πλησιάσω.
Και καθόμουν στο δωμάτιο μου μπροστά στο παράθυρο, κοιτώντας έξω τη νύχτα κι ονειροπολούσα. Και ήταν εκεί μου φαίνεται, που έφτιαξα έναν άλλο - δικό μου - Πύργο, μες στο μυαλό μου. Και δε μπορούσα από εκεί και πέρα να ξεχωρίσω σε ποιον απ' τους δύο περιπλανιόμουν πιο συχνά.
Ε! Όλοι εσείς εκεί έξω, που περπατάτε ανέμελα και σίγουρα, κρατώντας τα κορίτσια σας αγκαλιά, και χαμογελάτε με αυτοπεποίθηση κι έχετε αυτό το βλέμμα που λέει σε πόσα πολλά δωμάτια του Πύργου έχετε μπει. Νομίζετε ότι είστε κάποιοι;
Ακούστε λοιπόν: Εσείς δεν έχετε δει τα άλογα να χορεύουν σε πράσινες πεδιάδες την πανσέληνο, δεν έχετε παίξει σκάκι με λευκούς γέροντες σε χιονισμένες κορφές, δεν έχετε νάνους να σας τραγουδούν εύθυμα τραγουδάκια όταν είστε θλιμμένοι και οι δικές μου οι γυναίκες είναι θεές μπροστά στις δικές σας και είναι και τόσα άλλα ακόμη που τ' αγνοείτε, αλλά δε μπαίνω στον κόπο να σας τα γνωρίσω. Χαθείτε λοιπόν, ευτυχείς μέσα στην άγνοια σας και μη μ' ενοχλείτε άλλο.
Κι όμως μετά..............αυτό το αίσθημα της ματαιότητας από πού αναβλύζει; Κι όλες αυτές οι επιθυμίες που δεν ξεδιψάνε; Και γιατί όταν είμαι ανάμεσα σας τα γέλια σας κάνουν τον Πύργο μου συντρίμμια;
Και ήταν μια νύχτα ακόμη σαν τις άλλες, που γύρισα στο δωμάτιο μου. O χώρος ήταν λουσμένος μ' ένα χλωμό ασημένιο φως κι απ' το παράθυρο φαινόταν ένα χλωμό ασημένιο φεγγάρι να κρέμεται στον ουρανό. Η ατμόσφαιρα ήταν κάπως παράξενη αλλά δεν έδωσα σημασία.
Ετοιμάστηκα να κοιμηθώ. Ο ύπνος είχε σταθεί καλός φίλος για μένα όλα αυτά τα χρόνια. Όταν η σύγχιση βασίλευε στο μυαλό μου, όταν τα διλλήματα, οι απορίες, οι δύσκολες σκέψεις με περικύκλωναν, μ' έπαιρνε στην αγκαλιά του και τα ξεχνούσα όλα ως την επόμενη μέρα.
Ήμουν λοιπόν ξαπλωμένος στο κρεββάτι μου κοιτώντας το ταβάνι ,όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα (μα πώς αφού -όπως πάντα- την είχα κλειδώσει;) και μπήκε ένα κορίτσι. Μια γυναίκα!! Στο δικό μου δωμάτιο! Δε θα μπορούσε να συμβαίνει στ' άλήθεια. Κι όμως, με πλησίασε και κάθησε δίπλα μου στο κρεββάτι κι άρχισε να μου μιλάει. Κι ήταν η ανάσα της δροσερή, κι η φωνή της καθαρή κι απαλή, και τα μάτια της τόσο λαμπερά κι όμορφα, και τα δόντια της άσπρα όταν χαμογελούσε. Κι όταν πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό μου κι ακούμπησε το χέρι μου κι άρχισε να μου ψιθυρίζει γλυκά λόγια στ' αυτί, μούδιασα σ' όλο μου το σώμα. Κι έτσι συνεχίσαμε να μιλάμε ξαπλωμένοι πλάι-πλάι κι ούτε που θυμάμαι τι λέγαμε, παρά μόνο τον ήχο της φωνής της και την εικόνα του προσώπου της. Ύστερα αποκοιμήθηκε κι εγώ την κοιτούσα κι αναρωτιόμουν: είναι άραγε ο Πύργος όπου βρίσκομαι τώρα ή είναι ο Πύργος Μου;
Αχ! Να σας είχα τώρα εδώ συγγραφείς και ποιητές μου, που κατοικείτε δεκατρείς ορόφους πιο πάνω απ' ον δικό μου, να πασχίζετε και ν' αγωνίζεστε να περιγράψετε πόσο όμορφα νοιώθω αυτή τη στιγμή, άδικα όμως.
Και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι εγώ, ο Μπίλλυ-Μπίλλυ -Μπίλλινγκτον, που είχα ζήσει ως τότε μια ζωή χωρίς ενθουσιασμούς, χωρίς πάθος, χωρίς εξάρσεις, πετάχτηκα απ' τον ύπνο μου στη μέση της νύχτας, φωνάζοντας μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου: Mη Φύγεις. Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ!
Ψάχνοντας πρόσφατα κάτι στο (κάπως χαοτικό ομολογώ) αρχείο μου, πέτυχα τούτη την καταγγραφή της αφήγησης του Μπίλλυ Μπίλλυ Μπίλλινγκτον. Σχεδόν συγκινήθηκα διαβάζοντας τον νεανικό (τότε) τρόπο που ο φίλος μου αντιλαμβανόταν τον κόσμο και τα τρυφερά αισθήματα του. Ελπίζω – ευγενικοί επισκέπτες – την ίδια τρυφερότητα να αισθανθείτε και εσείς και να μη σπεύσετε να λοιδωρήσετε το νεανικό ενθουσιασμό του καημένου του Μπίλλυ Μπίλλυ, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι πια μαζί μας καθώς βρήκε εδώ και χρόνια ένα πρόωρο και άχαρο τέλος…….. αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης θλιβερής ιστορίας που ίσως πούμε κάποια άλλη φορά.
Σημείωση περίπου 20 χρόνια πρινΟ Μπίλλυ - Μπίλλυ - Μπίλλινγκτον είναι υπαρκτό πρόσωπο. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ιστορία του, όπως μου τη διηγήθηκε ο ίδιος, έχοντας υποστεί - από μένα - μια μικρή επεξεργασία, απαραίτητη για τη μετουσίωση του προφορικού λόγου σε γραπτό.
Αρχικά είχα, με βάση την ιστορία αυτή, γράψει ένα διήγημα σκοπεύοντας να προσφέρω στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμα κομψοτέχνημα - όπως το έχω συνηθίσει. Ξαφνικά όμως (και κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή), αποφάσισα ότι σ'αυτήν τη μορφή, που σε λίγο θα διαβάσετε, "Η Ιστορία του Μπ.Μπ.Μπ." - παρ'όλες τις ομολογουμένως σημαντικότατες αδυναμίες της - θα ήταν περισσότερο ενδιαφέρουσα και επιπλέον "αυθεντική".
……………………….
Ψηλά, πολύ πάνω από εκεί που αφρίζει και αγκομαχά ο μεγάλος Ωκεανός, στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου που τον δέρνουν από παντού οι άνεμοι, στα σύννεφα ανάμεσα εκεί βρίσκεται ο Πύργος της Ζωής.
Ένα τετράγωνο πέτρινο κτίριο που ο όγκος του σου κόβει την ανάσα. Έχει εκατό πατώματα και χιλιάδες δωμάτια. Έχει μπαλκόνια κι αετώματα και βεράντες κι αμέτρητα παράθυρα σε κάθε του πλευρά. Έχει σαλόνια και μεγάλες αίθουσες και σκάλες που ανεβοκατεβαίνουν από τον τελευταίο όροφο ως κάτω στα σκοτεινά υπόγεια.
Σ'ένα απ' τα τόσα δωμάτια γεννήθηκα και σ' αυτό ζω μέχρι σήμερα. Και θυμάμαι σαν τώρα (δεν πάει και πολύς καιρός άλλωστε), που πρωτάνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και βγήκα έξω κι άρχισα δειλά-δειλά να περπατάω στους διαδρόμους και διστακτικά να κατεβαίνω και ν' ανεβαίνω τις σκάλες. Και έτσι άρχισα να βλέπω τι υπάρχει στους άλλους ορόφους και τα άλλα δωμάτια. Να βλέπω μόνο, όχι να γνωρίζω, όχι να νοιώθω, μιας και ποτέ δε μπήκα σ' ούτε ένα από τα δωμάτια. Καθόμουν μόνο απ' έξω και μισανοίγοντας τις πόρτες, κοιτούσα στο εσωτερικό. Κι ύστερα επέστρεφα πάλι στο δικό
μου δωμάτιο, το μόνο που έχω μπει ποτέ.
Και έτσι Είδα.
Είδα τους κατοίκους του Πύργου ν' ανεβαίνουν τις σκάλες με βήμα σταθερό προς την κορυφή, προς τον τελευταίο όροφο, εκεί, που όπως λέγανε, ήταν αυτοί που διηύθυναν τα πάντα, και άλλους να κατρακυλάνε τις σκάλες μέχρι κάτω στα βρώμικα υπόγεια, εκεί που ακούγονταν γοερά κλάμματα και κολασμένες κραυγές που σου πάγωναν το αίμα. Τους είδα να πίνουν, να τραγουδούν και να γιορτάζουν στις στολισμένες σάλες και είδα άλλους, απελπισμένοι να χτυπάνε το κεφάλι τους στους τοίχους των κρύων δωματίων τους.
Και είδα τα μικρά παιδάκια να παίζουν χαρούμενα και είδα τη μεγάλη εξέδρα που προεξείχε απ' τον Πύργο και αιωρούνταν στο κενό κι εκεί τους γέρους να σέρνουν τα κουρασμένα τους βήματα, να πηδάνε και να χάνονται.
Και είδα σε δωμάτια με χαμηλά φώτα, γεμάτα καπνό και αναθυμιάσεις από κεριά που καίγαν, σαν οπτασία γυμνά κορμιά αγκαλιασμένα κι αφουγκράστηκα τους στεναγμούς του πόθου τους που μπερδεύονταν με νωχελικές μελωδίες.
Και είδα σ' άλλα δωμάτια τους κατοίκους του Πύργου να ικανοποιούν αμαρτωλά τους πάθη που ντρέπομαι να μιλήσω γι αυτά.
Κι έφτασα μια μέρα δεκατρείς ορόφους πιο πάνω απ' τον δικό μου, εκεί όπου ήταν μαζεμένοι οι συγγραφείς κι οι ποιητές. Κι απόμεινα να τους κοιτώ καθώς σκύβανε πάνω απ'τα γραφεία, με το ένα χέρι βαστώντας το κεφάλι τους και με το άλλο πότε να κυλάνε την πέννα ήρεμα και στρωτά και πότε να τη σέρνουν με βία λες κι ήθελαν να ξεσκίσουν το χαρτί. Ήταν σαν ένα ποτάμι ζωντανό που έπαιρνε όσα είχαν στο νου και την καρδιά τους και κυλώντας μέσα απ' το χέρι και την πέννα, τα εναπόθετε πάνω στο χαρτί. Μια μαγική, ιερή διαδικασία που με καταγοήτευσε.
Και σκέφτηκα: Πόσο θα 'θελα να τους μοιάσω! Και δεν το κρύβω πως το προσπάθησα, μα μετά πήρα τις προσπάθειες μου, άνοιξα το παράθυρο κι άφησα να τις πάρει ο αέρας, γιατί ήταν λειψές και μίζερες κι αστείες.
Για κάμποσο καιρό το μόνο μέρος του Πύργου που πήγαινα ήταν αυτό το ίδιο μέρος με τους συγγραφείς και τους ποιητές, δεκατρείς ορόφους πιο πάνω απ' τον δικό μου, όπου καθόμουν με τις ώρες και τους παρατηρούσα, μέχρι που το πήρα απόφαση ότι ποτέ δε θα
γινόμουν σαν κι αυτούς κι απογοητευμένος εγκατέλειψα την προσπάθεια.
Ο καιρός πέρναγε και εγώ συνέχιζα τις περιπλανήσεις μου στον Πύργο και γύρναγα κάθε βράδυ στο δωμάτιο μου κουρασμένος, με το κεφάλι μου βαρύ, γεμάτο εικόνες. Μόνο εικόνες, αφού το νόημα και την ουσία όσων έβλεπα δεν κατόρθωνα να τα πλησιάσω.
Και καθόμουν στο δωμάτιο μου μπροστά στο παράθυρο, κοιτώντας έξω τη νύχτα κι ονειροπολούσα. Και ήταν εκεί μου φαίνεται, που έφτιαξα έναν άλλο - δικό μου - Πύργο, μες στο μυαλό μου. Και δε μπορούσα από εκεί και πέρα να ξεχωρίσω σε ποιον απ' τους δύο περιπλανιόμουν πιο συχνά.
Ε! Όλοι εσείς εκεί έξω, που περπατάτε ανέμελα και σίγουρα, κρατώντας τα κορίτσια σας αγκαλιά, και χαμογελάτε με αυτοπεποίθηση κι έχετε αυτό το βλέμμα που λέει σε πόσα πολλά δωμάτια του Πύργου έχετε μπει. Νομίζετε ότι είστε κάποιοι;
Ακούστε λοιπόν: Εσείς δεν έχετε δει τα άλογα να χορεύουν σε πράσινες πεδιάδες την πανσέληνο, δεν έχετε παίξει σκάκι με λευκούς γέροντες σε χιονισμένες κορφές, δεν έχετε νάνους να σας τραγουδούν εύθυμα τραγουδάκια όταν είστε θλιμμένοι και οι δικές μου οι γυναίκες είναι θεές μπροστά στις δικές σας και είναι και τόσα άλλα ακόμη που τ' αγνοείτε, αλλά δε μπαίνω στον κόπο να σας τα γνωρίσω. Χαθείτε λοιπόν, ευτυχείς μέσα στην άγνοια σας και μη μ' ενοχλείτε άλλο.
Κι όμως μετά..............αυτό το αίσθημα της ματαιότητας από πού αναβλύζει; Κι όλες αυτές οι επιθυμίες που δεν ξεδιψάνε; Και γιατί όταν είμαι ανάμεσα σας τα γέλια σας κάνουν τον Πύργο μου συντρίμμια;
Και ήταν μια νύχτα ακόμη σαν τις άλλες, που γύρισα στο δωμάτιο μου. O χώρος ήταν λουσμένος μ' ένα χλωμό ασημένιο φως κι απ' το παράθυρο φαινόταν ένα χλωμό ασημένιο φεγγάρι να κρέμεται στον ουρανό. Η ατμόσφαιρα ήταν κάπως παράξενη αλλά δεν έδωσα σημασία.
Ετοιμάστηκα να κοιμηθώ. Ο ύπνος είχε σταθεί καλός φίλος για μένα όλα αυτά τα χρόνια. Όταν η σύγχιση βασίλευε στο μυαλό μου, όταν τα διλλήματα, οι απορίες, οι δύσκολες σκέψεις με περικύκλωναν, μ' έπαιρνε στην αγκαλιά του και τα ξεχνούσα όλα ως την επόμενη μέρα.
Ήμουν λοιπόν ξαπλωμένος στο κρεββάτι μου κοιτώντας το ταβάνι ,όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα (μα πώς αφού -όπως πάντα- την είχα κλειδώσει;) και μπήκε ένα κορίτσι. Μια γυναίκα!! Στο δικό μου δωμάτιο! Δε θα μπορούσε να συμβαίνει στ' άλήθεια. Κι όμως, με πλησίασε και κάθησε δίπλα μου στο κρεββάτι κι άρχισε να μου μιλάει. Κι ήταν η ανάσα της δροσερή, κι η φωνή της καθαρή κι απαλή, και τα μάτια της τόσο λαμπερά κι όμορφα, και τα δόντια της άσπρα όταν χαμογελούσε. Κι όταν πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό μου κι ακούμπησε το χέρι μου κι άρχισε να μου ψιθυρίζει γλυκά λόγια στ' αυτί, μούδιασα σ' όλο μου το σώμα. Κι έτσι συνεχίσαμε να μιλάμε ξαπλωμένοι πλάι-πλάι κι ούτε που θυμάμαι τι λέγαμε, παρά μόνο τον ήχο της φωνής της και την εικόνα του προσώπου της. Ύστερα αποκοιμήθηκε κι εγώ την κοιτούσα κι αναρωτιόμουν: είναι άραγε ο Πύργος όπου βρίσκομαι τώρα ή είναι ο Πύργος Μου;
Αχ! Να σας είχα τώρα εδώ συγγραφείς και ποιητές μου, που κατοικείτε δεκατρείς ορόφους πιο πάνω απ' ον δικό μου, να πασχίζετε και ν' αγωνίζεστε να περιγράψετε πόσο όμορφα νοιώθω αυτή τη στιγμή, άδικα όμως.
Και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι εγώ, ο Μπίλλυ-Μπίλλυ -Μπίλλινγκτον, που είχα ζήσει ως τότε μια ζωή χωρίς ενθουσιασμούς, χωρίς πάθος, χωρίς εξάρσεις, πετάχτηκα απ' τον ύπνο μου στη μέση της νύχτας, φωνάζοντας μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου: Mη Φύγεις. Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ!
1 σχόλιο:
Μου άρεσε.
Δημοσίευση σχολίου