Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Μια πιο απλή ζωή


 26/7/’016,  Μαυρομιχάλη 148Β, Νεάπολη-Εξάρχεια, Αθήνα
 27/8/’016,  Κουνουπίτσα, Μέθανα, Τροιζηνία

Όλα ήταν διαφορετικά στη «νέα» του ζωή. Που τόσο πολύ, επί χρόνια την είχε επιθυμήσει και τη φανταζόταν αλλά δίσταζε, φοβόταν κι όλο ανέβαλλε να πάρει την απόφαση. Ώσπου έσκασε πια και την πήρε σ’ ένα βράδυ μέσα και τα παράτησε όλα. Και την πόλη, και το διαμέρισμα στο κέντρο, και την άχαρη δουλειά μια εικοσαετία και βάλε στην πολυεθνική εταιρία και κάποιες συναναστροφές, κάποιες συνήθειες, όλα. Και ήρθε εδώ, στην άκρη της χώρας, σε μια ερημιά δίπλα στη θάλασσα. Χιλιόμετρα δύσκολου και σε ορισμένα σημεία σχεδόν αδιάβατου χωματόδρομου μακριά από το τελευταίο χωριό.  Έμενε σ’ ένα πέτρινο καλύβι που το συγύρισε όσο γινόταν κι έφτιαξε ένα κηπάκο στην αυλή. Δύσκολα ήταν στην αρχή, δύσκολα πολύ, με κόπο μεγάλο και ερημιά τόσα που κανά δυο φορές είπε να τα παρατήσει. Να τα μαζέψει και να γυρίσει πίσω. Μα δεν τό ‘κανε. Ευτυχώς! Ύστερα κάτι άρχισε ν΄αλλάζει μέσα του. Ο ρυθμός, ναι αυτό ήταν, ο ρυθμός. Και τώρα πια χαιρόταν που έμεινε. Όλα ήταν διαφορετικά εδώ. Το καθετί παραμικρό ήθελε χρόνο και προσπάθεια για να γίνει. Μα κι έτσι ήταν που αποκτούσε νόημα. Ενώ πριν... έκανες ένα τηλεφώνημα, έτσι άπλωνες το χέρι σου κι όλα ήταν έτοιμα, δικά σου... χωρίς ωστόσο ουσία, νοστιμιά, ικανοποίηση, χωρίς πραγματική απόλαυση.
Να, για παράδειγμα, ώρα που είχε φτάσει, κοντά μεσημέρι, αιθάνθηκε ότι άρχιζε να πεινάει. Σκέφτηκε λιγάκι κι αμέσως αποφάσισε. Έβαλε το σουγιά του στην τσέπη, πήρε κι ένα κατσαρόλι, και βγήκε απ’ το σπίτι, διασχίζοντας κάθετα το χωματόδρομο προς τη θάλασσα. Στην ευθεία του σπιτιού, η μεγάλη παραλία από τις δυο πλευρές, αριστερά δεξιά, διακόπτονταν εκεί από ένα σύμπλεγμα βράχων. Εκεί πήγαινε και ψάρευε με το καλάμι του ή διάβαζε καμμιά φορά το βιβλίο του ή απλά κάπνιζε την πίπα του ατενίζοντας την ανοιχτή θάλασσα και τη γραμμή του ορίζοντα στο βάθος.
Χοροπηδώντας με άνεση, εξοικειωμένος στα βράχια, έφτασε αμέσως ως το νερό. Έσκυψε εκεί κι εντόπισε δεκάδες πεταλίδες. Διαλέγοντας άρχισε να τις ξεκολλάει με το σουγιά. Μάζεψε καμμιά τριανταριά. Απομάκρυνε με τη μύτη του σουγιά τη σάρκα από το κέλυφος, τις έπλυνε καλά στο νερό και τις έριξε μες στο κατσαρολάκι. Τα τσόφλια, τα έβαλε σε μια μεριά στην άκρη. Γιατί κάνανε λέει λίπασμα καλό κι έτσι ότι όστρακα έπιανε, τα μάζευε, τα θρυμμάτιζε με μια πέτρα και τα σκόρπαγε στα κηπευτικά του. Συμπλήρωσε μια μικρή ποσότητα θαλασσινό νερό στο σκεύος, πήρε τα τσόφλια και γύρισε πίσω. Διάλεξε απ’ τα παρτέρια ένα φρέσκο σκόρδο, ένα κρεμμυδάκι και μερικά κλωνάρια μαϊντανού. Τά ΄πλυνε στη βρύση, τα καθάρισε και μπήκε μέσα. Άναψε τη γκαζιέρα, έβαλε πάνω το τηγάνι με λίγο λάδι, ψιλόκοψε τα λαχανικά σ’ ένα ξύλο πού ‘χε μόνος φτιάξει γι αυτή τη δουλειά από ένα μεγάλο κομμένο κομμάτι ελιάς που είχε βρει. Ώρες πολλές του είχε πάρει αλλά το είχε ευχαριστηθεί και κάθε φορά που μεταχειριζόταν το ταπεινό αυτό αντικείμενο, που ωστόσο μοναχός του είχε δημιουργήσει, αισθανόταν μια σαν παιδική χαρά. Έριξε τα λαχανικά στο λάδι κι αμέσως μοσχοβόλησε ο χώρος. Έπειτα από λίγο έριξε και το κρέας των αχιβάδων κι όταν πήρανε όλα να μαραίνονται χαμήλωσε τη φωτιά και πρόσθεσε το θαλασσινό νεράκι και λίγο ακόμα απ’τη βρύση. Ταυτόχρονα έβαλε σε μια κατσαρόλα να βράσει χυλοπίτες από μια σακκούλα πού είχε. Τις έφτιαχνε η κυρία Τασία στο κοντινό χωριό και τις είχε ανταλλάξει με άγρια φρούτα πού ‘χε αυτός μαζέψει (μούρα, αχλάδια, κορόμηλα και άλλα). Έφτιαχνε κείνη μ’ αυτά μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού. Που εννοείται τού ‘δωσε από ένα βάζο, μαζί με τις χυλοπίτες, όταν τα ετοίμασε,  χωρίς αντάλλαγμα «έτσι για δοκιμή» όπως του είπε. Κι όσο βράζανε «η σάλτσα» και τα ζυμαρικά, έπιασε να τρίβει τυρί στον τρίφτη από ‘να κεφάλι μυζήθρα. Το είχε κι αυτό πάρει ως αντάλλαγμα, μαζί με άλλα,  από ένα γερό βοσκό πού ‘χανε πιάσει φιλίες και τον βοήθησε στο κόψιμο των ξύλων το χειμώνα.
Έσβησε τη γκαζιέρα, σούρωσε τα ζυμαρικά και τα έριξε μέσα στο τηγάνι ανακατώνοντας. Έβαλε «να στρώσει τραπέζι». Μονάχος τό ‘χε κι αυτό κατασκευάσει από ξύλα που ξέβραζε η θάλασσα. Είχε διαλέξει σανίδια και καδρόνια καλά. Τα κάρφωσε και τα στέριωσε γερά μεταξύ τους αφού προηγουμένως τα είχε τρίψει ξανά και ξανά και τα είχε περάσει λούστρο. Κι ήταν αυτό το χειροτέχνημα και τράπεζα φαγητού, και γραφείο και πάγκος για εργασίες και μαστορέματα και όλα. Και κάθε φορά που αισθανόταν στις απαλάμες και τα ακροδάχτυλα του την τραχιά μα ζεστή του επιφάνεια, την ίδια με το ξύλο κοπής ένοιωθε χαρά και το χάιδευε με αγάπη. Έβαλε λοιπόν πάνω τα κουταλοπήρουνα, το μπωλ με το τριμμένο τυρί, το μύλο του πιπεριού κι ένα ποτήρι με δροσερό νερό. Άδειασε το φαγητό σ’ ένα μεγάλο πιάτο, έκατσε. Έτριψε πιπέρι κάμποσο, έριξε το τυρί, ανάμιξε κι απόλαυσε τις μυρωδιές που φτάσαν ως τη μύτη του ρουφώντας βαθιά . Ύστερα έκανε το σταυρό του κι άρχισε να τρώει με όρεξη. Έτρωγε αργά, μεθοδικά, μικρές μπουκιές μασώντας σχολαστικά. Ευχαριστιόταν πραγματικά την τροφή του. Παλιά έτρωγε λαίμαργα, καταβρόχθιζε, χρειαζόταν διπλή ποσότητα για να χορτάσει. Του πήρε πάνω από μισή ώρα για να αδειάσει το πιάτο και το ποτήρι του. Σηκώθηκε, μάζεψε το τραπέζι, το σκούπισε, έπλυνε τα κουζινικά και τα απίθωσε στο στεγνωτήρα. Ήπιε λίγο νερό ακόμα.
Τώρα είχε έρθει η ώρα για τον απαραίτητο και τόσο ευεργετικό, μεσημεριανό υπνάκο του. Το απόγευμα, όπως κάθε μέρα, θα έπαιρνε τον καφέ του κι αργότερα, την ώρα του δειλινού, συνήθως ήταν η ώρα του ταμπάκου. Ύστερα… ποιος ξέρει, άλλοτε διάβαζε, άλλοτε έγγραφε, άλλοτε μαστόρευε, έκανε χειροτεχνήματα διάφορα… τέτοια πράγματα.
Προς το παρόν, χορτασμένος κι ευχαριστημένος, ξάπλωσε στο λιτό του στρώμα. Η ποιότητα του ύπνου του είχε επίσης βελτιωθεί πολύ. Κοιμόταν βαθιά, χωρίς διακοπές, χωρίς αγχώδη όνειρα ή ακόμα εφιάλτες, χωρίς ν’ ανοίγει τα μάτια του εν τω μέσω της νυκτός και να κοιτά με αγωνία το ξυπνητήρι… Ποιο ξυπνητήρι; Δεν είχε, ένα ρολόι μόνο του χεριού βρισκόταν κάπου καταχωνιασμένο.
Αυτά αναλογιζότανε καθώς κλείνανε τα μάτια του και τον τύλιγε η νάρκη. Κι ήξερε ότι σε λίγο θα αποκοιμιόταν. Και θα ξύπναγε περίπου μιάμιση με δύο ώρες μετά, αναζωογονημένος και μακάριος για να περάσει το υπόλοιπο και το τέλος μιας ακόμα μέρας. Μιας νέας και πιο απλής ζωής.