Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Και τί στον κόσμο…

Αγαπητοί επισκέπτες, αναγνώστες, φίλες και φίλοι, το ιστολόγιο ευχαριστώντας σας για την αγάπη και την στήριξη, αποχαιρετά το χρόνο που φεύγει με μία μικρή ιστορία και εύχεται σε όλους: Καλή δύναμη - και του χρόνου με υγεία!

Η θεία μου, αδερφή της μάνας μου, με ανάστησε από μωρό. Αυτή με ανάθρεψε. Από λίγες μέρες μετά τη γέννα, που πέθανε η συχωρεμένη, με πήρε στην προστασία της. Στην ουσία αφιέρωσε τη ζωή της για μένα. Το αναγνωρίζω αυτό και το εκτιμάω πολύ. Άμα δεν ήταν η θεία, σε κάποιο ίδρυμα σίγουρα θα με είχαν πάει. Την ευγνωμονώ. Και με μεγάλωσε καλά. Τίποτα δε μού ΄λειψε. Και μου φερόταν και πολύ καλά. Μια μόνο λόξα είχε, μια εμμονή. Ήθελε, σώνει και καλά, άμα μεγαλώσω να σπουδάσω. Να πάω στο Πανεπιστήμιο. Ιατρική. Να γίνω γιατρός. Αυτό ήταν το απωθημένο της. «Να σε δω με την άσπρη μπλούζα και τί στον κόσμο! Και τί στον κόσμο!...». Έτσι μού ‘λεγε όλη την ώρα. Και ούτε λάμβανε υπ’ όψιν τα σημάδια, ήδη από το δημοτικό, ότι δεν τά ‘παιρνα τα γράμματα, ότι δηλαδή μάλλον στουρνάρι ήμουνα. «Δεν πειράζει», έλεγε. «Θα μεγαλώσεις, θα πήξει το μυαλό σου, θα βελτιωθείς. Κι αν χρειαστεί  θα πάμε σε φροντιστήρια, θα πάρουμε τους καλύτερους καθηγητές για ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Εσύ μια φορά, θα σπουδάσεις. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Θα πας στο πανεπιστήμιο. Ιατρική. Αχ βρε… να σε δω γιατρό με την άσπρη μπλούζα και τί στον κόσμο!». Έτσι έλεγε η θεία συνεχώς. Ούτε μετά, στο γυμνάσιο, που άρχισα τα σκασιαρχεία και τα τέτοια, ούτε όταν την καλούσαν ο γυμνασιάρχης και οι καθηγητές για συστάσεις, ούτε τότε ίδρωνε τ’ αυτί της. Και μετά πια, στο λύκειο, οι συστάσεις άρχισαν νά ‘ρχονται από αστυφύλακες από το τμήμα της περιοχής και δεν ήταν τόσο ήπιες όσο των καθηγητών του γυμνασίου. Μα και πάλι, η θεία τίποτα. «Αυτό το παιδί που βλέπετε», τους έλεγε, «ο ανιψιός μου, σε λίγα χρόνια θά ΄ναι γιατρός με την άσπρη ποδιά, την άσπρη μπλούζα και θα τρίβετε τα μάτια σας».  Έδωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις μόνο και μόνο για να της κάνω το χατίρι. Κι όταν της εξηγούσα ότι είχα γράψει μηδέν, ότι είχα παραδώσει λευκή κόλλα σε όλα τα μαθήματα, αυτή με έπαιρνε στο ψιλό. «Άντε από κει βρε», μού ‘λεγε. Και μια δυο μέρες μετά που βγήκαν τα αποτελέσματα, που ασφαλώς με επιβεβαίωναν, έκανα  - καταραμένη η ώρα – εκείνη την απαράδεκτη πράξη για την οποία θα μετανιώνω σε όλη τη ζωή μου. Μια πράξη τόση άσχημη που δε δικαιολογείται από κανένα νεαρό της ηλικίας, κανένα αίμα που βράζει, καμιά κακή παρέα και επιρροή. Και - πολύ δίκαια – με συλλάβανε και με μπουζουριάσανε. Μέσα. Φυλακή. Σ’ όλα τα χρόνια της φυλακής, βράχος η θεία. Σε κάθε επισκεπτήριο, εκεί, παρούσα. Τί γράμματα, τί πακέτα με δώρα και χρειαζούμενα διάφορα, τί καλοπιάσματα στους φύλακες και στον διευθυντή… Τί να παρακινεί συλλόγους, θεατρικές ομάδες, μουσικούς, να διοργανώνει εκδηλώσεις συμπαράστασης για τους φυλακισμένους… Δε θέλω να λέω μεγάλα λόγια, ότι η φυλακή με έκανε καλύτερο άνθρωπο και τέτοια. Αλλά ότι με άλλαξε, μ’ άλλαξε πολύ. Όταν αποφυλακίστηκα είχα αποφασίσει να προσπαθήσω να κάνω μιαν άλλη ζωή, χωρίς καθόλου να ξέρω αν θα μπορούσα να το πετύχω. Έκανα στην αρχή διάφορες δουλειές του ποδαριού, ύστερα μπήκα μόνιμα βοηθός σ’ ένα κρεοπωλείο της γειτονιάς. Το αφεντικό και η γυναίκα του που ήταν μέσα στο μαγαζί, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Το ίδιο και οι άλλοι εργαζόμενοι και οι ντόπιοι και από άλλες χώρες. Δούλευα γερά αλλά όχι απάνθρωπα. Πληρωνόμουνα κανονικά, με δώρα, υπερωρίες, απ’ όλα. Έπαιρνα και προϊόντα σε τιμές κόστους  άμα ήθελα ή και κάποια έτσι, χωρίς λεφτά. Άρχισα να γνωρίζομαι με την πελατεία, μερικοί που ήταν χρόνια στη γειτονιά με θυμηθήκανε και με καλοδέχτηκαν. Νοίκιασα και μια καμαρούλα δικιά μου. Δειλά δειλά άρχισα να κάνω και κάτι καινούριες παρέες. Ήμουν ευχαριστημένος. Κάθε δεύτερη, αν όχι κάθε μέρα, έκανα επίσκεψη στη θεία. Είχε μεγαλώσει η καημένη. Την κυρία Πωλίνα, μια στρουμπουλή, πρασινομάτα, ευγενέστατη κυρία, ομογενή από τη Ρωσία, χρόνια στην Ελλάδα, ένα τετράγωνο παραδίπλα, που παλιά τη φώναζε για βοήθεια στις βαριές δουλειές του σπιτιού, τώρα την είχε σχεδόν μόνιμη. Να της κάνει το σπίτι, να μαγειρεύει, νά ‘χει το νου της στα φάρμακα, να πηγαίνουν στους γιατρούς. Πώς χαιρόταν τόσο η θεία κάθε φορά που πήγαινα και πίναμε καφέ και τα λέγαμε… Μάλιστα από τότε που άρχισα να πληρώνομαι τακτικά, κάθε μήνα της πήγαινα το ένα τρίτο του μισθού μου. «Μια μικρή βοήθεια θεία», της έλεγα, «τώρα έχεις έξοδα, φάρμακα, γιατρούς, την κυρία Πωλίνα. Εσύ με πρόσεξες μικρόν, εγώ θα σε προσέξω τώρα. Κι ότι θέλεις εδώ είμαι εγώ, τ’ ακούς;». Βούρκωνε η καλή μου η θεία. Έπαιρνε τα χρήματα χωρίς στην πραγματικότητα να τα έχει ανάγκη, στην άκρη τά ‘βαζε. Ήξερα ότι είχε μια καλή σύνταξη και νοίκια από κάτι ακίνητα. Μα της άρεσε να αποδέχεται αυτή την κίνηση ευγνωμοσύνης από μένα και επί πλέον δεν ήθελε και να με προσβάλει. Τον δεύτερο χειμώνα από τότε που βγήκα, η θεία δεν τον πέρασε καλά. Σχεδόν συνέχεια στο κρεβάτι ήταν, μπήκε και δυο φορές νοσοκομείο. Η κυρία Πωλίνα είχε πια μπει εσωτερική. «Γεράματα», μου εξηγούσαν οι γιατροί, «δε μπορείτε να κάνετε κάτι». Τα ίδια μού ‘λεγε και η κυρία Πωλίνα που μ΄έβλεπε να στεναχωριέμαι. Πάντως, παρά τις δυσκολίες, τον έβγαλε πέρα η θεία τον χειμώνα, παλληκάρι. Κι ύστερα μπήκε εκείνη τη χρονιά, μια άνοιξη… μια άνοιξη! Τί καλοκαιρίες, τί μέρες γλυκές, τί νά ‘χουνε πρασινίσει όλα, στα μπαλκόνια, στις βεράντες, στο παρκάκι, στις πλατείες, τί να ανθοφορούνε, να μυρίζουν τα φυτά, ζουζούνια να πετούν, πουλάκια, ευδιάθετος ο κόσμος, γελαστός… χαρά Θεού. Ένα τέτοιο πρωινό ήμουν στο μαγαζί και λιάνιζα κάτι κρέατα στον πάγκο και ξάφνου σηκώνω το βλέμμα μου και τί να δω έξω από το μαγαζί (είχαμε ανοιχτές, με τον καλό καιρό, τις πόρτες)…Τη θεία με την κυρία Πωλίνα να στέκονται και να με κοιτάνε. Τά ‘χασα. Όπως έμαθα μετά, η θεία αισθανόταν καλύτερα τις τελευταίες  μέρες, είχε σηκωθεί και ειδικά εκείνο το πρωί, παρά τις αντιρρήσεις της κυρίας Πωλίνας, ήταν αμετανόητη. Ντύθηκε καλά, βγήκανε έξω και σιγά σιγά, φρούστου φρούστου σέρνοντας τα πόδια της βήμα βήμα, στηριζόμενη στο μπαστουνάκι της απ’ τη μια, στην κυρία Πωλίνα από την άλλη, κάνανε μια βόλτα τα τετράγωνα και τυχαία (τάχα μου) την έφερε ο δρόμος έξω απ’ το μαγαζί και να τώρα να με κοιτάει η θεία με κάτι μάτια έκπληκτα που δεν είχα ξαναδεί. Σκούπισα τα χέρια μου στην πιτσιλισμένη μου ποδιά, τά ‘πλυνα στη βρύση γρήγορα γρήγορα, τα στέγνωσα και βγήκα έξω. «Βρε καλώς τα κορίτσια, καλώς ήλθατε. Τί κάνεις θεία; Βρε ηρωίδα ατρόμητη, βγήκες έξω; Καλύτερα σε βλέπω, φτου φτου φτου… Τί με κοιτάς καλέ έτσι; Δεν με αναγνωρίζεις; Ή δεν έχεις δει κρεοπώλη ξανά, ε;». Για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με κοιτούσε έτσι και πάνω που είχα αρχίσει να ανησυχώ, πετάρισαν τα βλέφαρα της, καθάρισαν τα μάτια της, μου χαμογέλασε και μού ‘δωσε και μια τσιμπιά στο μάγουλο. «Μισό λεπτό», τους είπα κι έτρεξα μες στο μαγαζί και τους έφερα ένα πακέτο εκλεκτό κιμά, «τρεις φορές τον πέρασα από τη μηχανή θεία, πιο μαλακός δε γίνεται, αφρός είναι… να φας και να δυναμώσεις, άντε άντε, να μου φυλάξετε και μένα, θά ‘ρθω το απόγευμα»… και της έσκασα ένα φιλί. Συγκινήθηκε, δάκρυσε. Με χαιρετήσανε και ξεκίνησαν, στράτα στρατούλα η θεία, σέρνοντας τα ποδαράκια της, φρούστου φρούστου με το μπαστουνάκι της και την κυρία Πωλίνα από την άλλη, φύγανε για  το σπίτι. Λίγες μέρες μετά η θεία πέθανε. Όταν άρχισαν ύστερα και τα τυπικά, ενημερώθηκα ότι η θεία πέρα από κάτι κληροδοτήματα για αγαθοεργίες, με είχε ορίσει γενικό κληρονόμο. Ένα σοβαρό ποσό σε μετρητά (που περιελάμβανε βέβαια όσα της είχα δώσει από το μισθό μου) και μερικά ακίνητα. Έδωσα ένα ποσό σε μετρητά στην κυρία Παυλίνα για όσα είχε κάνει φροντίζοντας τόσο καλά τη θεία. Επίσης της είπα να κάνει ότι νόμιζε με την κινητή περιουσία (επίπλωση, ρουχισμό, πιατικά κ.λ.π.) πέρα από δυο τρία ενθύμια. Κι εγώ μέχρι να σκεφτώ τί θα κάνω, συνέχισα να δουλεύω στο κρεοπωλείο κανονικά. Κάθε τόσο μου ερχόταν στο μυαλό η σκηνή από κείνη την ημέρα, η εικόνα της θείας έξω από το μαγαζί να κοιτάει τόσο έντονα. Και προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί. Μα δεν έβγαζα άκρη. Πέρασαν μήνες. Και έπειτα, ένα απόγευμα που κάναμε διάλλειμα στην πίσω αυλή του μαγαζιού και καπνίζαμε με τους συναδέλφους, καθώς έκανα να βάλω το πακέτο των τσιγάρων πίσω στη μπλούζα της δουλειάς, μού ‘ρθε η επιφοίτηση: τη μέρα εκείνη η θεία, είχε επιτέλους  (και τί στον κόσμο!) δει τον ανιψιό της με την άσπρη μπλούζα. Και λίγο μετά έφυγε, ευχαριστημένη θέλω να ελπίζω. Για τον άλλο κόσμο.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μια χαρα ιστορια ειναι.

Αφ΄τιστος Φιλέλλην