Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Το χαρωπό φτυάρι


Όσο και εάν ακούγεται παράδοξο
να κρύβει μάβρο χιούμορ και λοιπά
μα την αλήθεια λέω
τον πιο ωραίο διάκοσμο
λιτό, ζεστό, καλαίσθητο
των εορτών αυτών
τον είδα εδώ στη γειτονιά
στο γωνιακό γραφείο τελετών.


Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Οι βλαβερές συνέπειες των Χριστουγέννων


Ξεκινά από τα τέλη Νοεμβρίου
και σαν μπει ο Δεκέμβριος
εξαπλώνεται παντού
στις προσόψεις των κτιρίων
στα μπαλκόνια, στις βεράντες
σε κάθε παράθυρο ή τζαμαρία
τόσα πολλά λαμπιόνια χρωματιστά
που αναβοσβήνουν με μανία, δαιμονικά
δεν είν' σας λέω χαρούμενα, εορταστικά
απαίσια, ακαλαίσθητα κι όλο αναβοσβήνουν εντατικά
από το απόγευμα ως το ξημέρωμα χωρίς σταματημό
μα σταματήστε, σταματήστε πια
δεν είναι ανάγκη για τόση φωταψία
νοιώθω στο τέλος θα πάθω επιληψία.

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Είναι όμως δυνατόν γοργά τόσο να περνά;


Έρχονται πάλι Χριστούγεννα
των γιορτών ξανά ήρθε η ώρα
μα πώς γίνεται αφού τα προηγούμενα
δεν τελείωσαν παρά μόλις τώρα;

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Αν επιμένεις τελικά συνηθισμένος όντας


Θες επειδή ως παιδί έως κι έφηβος
μου άρεσε το ψάρεμα
κι όλα τα καλοκαίρια στο χωριό, στις διακοπές
μ' αυτό καταγινόμουν
είτε ίσως διότι σε ηλικία μεταγενέστερη πολύ
ξεκίνησα ενασχόληση με δραστηριότητες στη φύση
μεταξύ άλλων και με τη σπηλαιολογία
...γι αυτό δεν ήταν ίσως
για μένα πρόβλημα, μπελάς
παρά μια πρόκληση έως και να μου κάνει κέφι
ούτε που συμπάθησα ποτέ τη βίαια λύση της κοπής
και για το σφαγέα εμπνευστή της
σεβασμό ουδέναν είχα
παρά έπιανα σιγά σιγά να προσπαθώ
λίγο το λίγο να ξεσφίξω
με υπομονή κι επιμονή
και με δυνάμεις από κάθε γωνία εφαρμοζόμενες
χιλιοστό με χιλιοστό...
...και ίσως μοιάζει η προσπάθεια συχνά
απέλπιδα και μάταιη
μα η εμπειρία λέει πως
αδύνατον δεν είναι
τα νύχια χρησιμοποιώντας
τις ρώγες των δακτύλων
ή και βοηθητικά αντικείμενα
τσιμπίδες, πένσες, διάφορες αιμές
με των καρπών περίτεχνες
μ΄αποφασιστικές κινήσεις
...μα αποτέλεσμα δε βγαίνει
και σού 'ρχεται μα την αλήθεια
να βάλεις ώρες ώρες τις φωνές
να το πετάξεις, να το πατήσεις κάτω το ρημάδι
με λύσσα να αρχίσεις να τραβάς
μήπως και κάτι γίνει
που τί να γίνει δηλαδή
το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό
οπότε ανασυντάσσεσαι
και συνεχίζεις τον αγώνα
λίγο το λίγο πάλι
χιλιοστό το χιλιοστό
μικρό κλάσμα της μοίρας
και η σχεδόν αποτυχία, η προβολή
του ακατόρθωτου να μη σε κάμπτει
εν τέλει καταλήγει κάτι σα διαλογισμός
κι αρχίζεις να ζεσταίνεσαι
και βγάζεις τη ζακέτα
κι από τη θέση σου σηκώνεσαι
και γύρω γύρω πέρα δώθε βηματίζεις
και πότε πάλι στην καρέκλα κάθεσαι
και έχουν πλέον να σχηματίζονται αρχίσει
στο μέτωπο του ιδρώτα οι σταγόνες
κι ένα μικρό ρυάκι στην πλάτη να κυλάει
ενώ αισθάνεσαι... ή μήπως να γελιέσαι...
κάποια απειροελάχιστη χαλάρωση
και δώστου να τρέχει ο ιδρώτας πια
είν' η προσπάθεια μα είναι κι η θερμότητα
που εκλύεται μαζί με το ανελέητο, το δυνατό
το φως που την επιφάνεια τούτη λούζει
έτσι που είναι επίτηδες ως κρέμεται
γυμνός ο γλόμπος
και αίφνης να! θαύμα και θρίαμβος
εντέλει ορίστε και αυτός
που λύεται ο κόμπος.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Αχόρταγος


Πρώτα τις επί μέρους, αυτόνομες τις συλλογές
ύστερα τα επίτομα (ανθολογίες, άπαντα)
και μετά έπιασα τις πλήρεις τις εκδόσεις, τις οριστικές
και τις πολύτομες σειρές
που έχουν και τα πρωτόλεια και ίσως τ’ αποκηρυγμένα
μαζί με σχολιασμό και κριτικά υπομνήματα
καθώς και κάποια αλληλογραφία
και νόμισα πως κόρεσα τη δίψα
και χόρτασα την πείνα μου
μα έτσι δε συνέβη
τότε κατάλαβα ότι δεν είναι
μια ανάγκη της στιγμής παροδική
μα μέρος κάθε μέρας
και αναγκαίο της ζωής συστατικό
δεν εξαντλείται, δεν τελειώνει, δεν ολοκληρώνεται
αφήρεσα λοιπόν ένα μερίδιο σημαντικό
από τις λιγοστές οικονομίες μου
πήρα και μία τσάντα μεγάλη, ανθεκτική
και πήγα σ΄ένα απ’ τα πολλά παλαιοβιβλιοπωλεία της γειτονιάς
μπήκα, έψαξα λίγο γύρω το χώρο
και κατευθύνθηκα εκεί, στα ράφια τα κατάφορτα
κάτω απ’ την πινακίδα «Ποίηση»

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Don't try*


Ένας μικρούλης θρίαμβος για κάθε
μια πολλοστή, τεράστια ήττα

Αλλά δε γίνεται αλλιώς:
ο σκύλος χορτασμένος
κι ολόκληρη η πίττα

Είναι λοιπόν η λύση μία και προφανής
είτε αγωνίζεσαι και ότι βγει
ή κάτσε εκεί και κοίτα.


*Επιτύμβιο επίγραμμα στο μνήμα του Αμερικανού ποιητή και συγγραφέα Henry Charles Bukowski, 1920 - 1994

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Προς ποιητήν Γιάννη Γαλανό


Μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ γαμήσι και κονόμα; Μάλιστα κύριε, γαμήσι και κονόμα, έτσι γουστάρω εγώ, αφτά είναι τα ενδιαφέροντα μου κι ούτε με νιάζει αν με λες σαπρόφυτο, μαλάκιο, βάρβαρο κι απολίτιστο. Εγώ είμαι Αχαιός κύριε, Πατρινός, είμαστε πρακτικοί άνθρωποι εμείς, εμπόριο κύριε, έμποροι, μεταπράτες, το κέρδος κύριε – κατάλαβες; Τόσους αιώνες τώρα αφτά είναι τα μελήματα μας κι από όσο ξέρω δεν έχει ξεστρατίσει κανείς στον τόπο μου να κάνει στίχους, τραγούδια, μουσικές, ζωγραφικές, βιβλία, ποιήματα, θέατρα, και τα τέτοια. Τί λες; Εσύ είσαι πατριώτης μου, μα είσαι ποιητής; Και πώς σε λένε; Γαλανό; Δε σ΄έχω ακούσει ποτέ! Κάνας ασήμαντος θα είσαι... τί; Όλοι οι ποιητές έχουνε την αξία τους; Αρκεί να γράφουν με καρδιά, με ψυχή, με θυσία, με πόνο; Όλοι το λιθαράκι τους βάζουνε στον πύργο της Ποίησης; Κι έτσι προσφέρουνε εκείνο που μπορούνε μέσα στην κοινωνία; Κι έζησες μια ζωή σκληρή με πίκρες πολλές και με στερήσεις μα έχεις να το καφχιέσαι που αφτό τό ‘κανες για την ποίηση; Αφτή στα πήρε μα κι αφτή στά ‘δωσε όλα; Αφτή ήταν η μοίρα, το καθήκον σου, κάτι έκανες και συ, κάτι θα μείνει από σένα;... Κομμάτι «κουνημένος» μου φαίνεσαι πατριώτη, άντε από δω. Άντε απο δω....


Σημ. Γιάννης Γαλανός (Ιωάννης Πανίτσας), ποιητής, 1929 – 2014, Πάτρα, Αθήνα

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Σπάνια πια


Σπανίζουν πια τα μέρη αυτά
και είναι κρίμα
ένα λειτούργημα προσφέρανε μπορεί να πει κανείς
μία σπουδαία υπηρεσία
μια ευεργεσία

Κι αν αμφιβάλλεις
θα καταλάβεις
άμα βρεθείς κι εσύ σ' ανάγκη
και σε κυριεύσει αγωνία
και περνάς μαρτύρια

Ευθύς μέσα θα μπεις, αν βρεις
δημόσια ουρητήρια.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ο πόλεμος


Είν’ αυτός ένας άχρηστος πόλεμος
εκτεταμένος, βίαιος, μεγάλος

Θα μπορούσα να είμαι καλύτερα
θα μπορούσα να είμ’ ένας άλλος

Μια φιγούρα κομψή
μια μορφή όλο ευγένεια
γύρωθε να με τυλίγει μια άλως

Όλοι να υμνούν το εξώτερο
ως και -κυρίως- το ενδότερο
απαράμιλλο μου το κάλλος

Απ’ τις τόσες πολλές
επιτυχίες, τους θριάμβους μου
διαρκής να προκαλείται ένας σάλος

Και να κατέχω δια βίου της νεότητος
εκείνο το ακαταμάχητο θάλλος

Ε, να μια ζωή που αξίζει λοιπόν
γιατί τί να την κάνεις ειδάλλως;

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Λύση λυτρωτική, σωτήριος (το υστερότερο αλκοολικό ποίημα)


Το ίδιο πράμα κάθε φορά
προβάλλει από το πουθενά
λύση μοναδική, λαμπρή, σωτήριος
μια λύση ποιητήριος
έτσι ονομάζω δηλαδή
εγώ το γεγονός
ότι την πρώτη μέρα διακοπής
μετά από χρήση παρατεταμένη επί μακρόν
που έχει τσακίσει το κορμί
κι έχει αφήει το μυαλό
θολό και μουδιασμένο
ωστόσο από άγνωστη προέλευση
χωρίς καθορισμένη αιτία
αρχίζουνε αίφνης ν' αναβλύζουνε
και με ροή ακατάσχετη λέξεις ποταμηδόν
στίχοι, αλλεπάλληλες στροφές και ρίμες
ως και εικόνες διάφορες
ιδέες, χαρακτήρες, περιγραφές
και ξεκινούνε όλα αυτά να καταγγράφονται
να πέρνουνε μορφή, να επεξεργάζονται
και ύστερα να δακτυλογραφούνται
μία κορύφωση δημιουργίας μα και
μέρες γεμάτες ύπνο ήσυχο
και με κεφάλι καθαρό
και την επόμενη απ' το πρωί τα ίδια πάλι
και πιάνεις αναπόφευκτα και λες
κάποια στιγμή στον εαυτό σου
ότι υπάρχει οδός, προοπτική
μια άλλη ζωή λες πως υπάρχει

Μ' αλίμονο, δε διαρκεί πολύ
σύντομα έρχεται πάλι μια μέρα
συγκεκριμένα μια βραδιά
που έχει γίνει ο κόσμος όλος γκρίζος
και άτονος κι επίπεδος
κι ο αέρας γύρω πνιγηρός
κι ένας ογκόλιθος στο στήθος σου έχει κάτσει
και νόημα σε τίποτα δε βρίσκεις

Τότε - το ίδιο πράμα κάθε φορά
προβάλλει από το πουθενά
λύση μοναδική, λαμπρή, σωτήριος
λύση ποτήριος.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Πάει κατά πάνω ο καπνός


Άμα πεθάνω
όποια γραφτά μου βρείτε
χειρόγραφα ή δακτυλόγραφα
σε αυτοσχέδια βιβλία εκδομένα
όλα μαζί μαζώχτε τα
σε ένα όμορφο και άμορφο σωρό
στο κέντρο της αυλής
σε ένα κάδο
σε μια γωνιά
κι ύστερα ένας ένας απάνω κατουρείστε
και δοκιμάστε τότε μετά
πόση προσπάθεια -ελπίζω όχι πολλή- χρειάζεται
φωτιά για να τους βάλετε
να αρπάξουνε καλά
και να φουντώσουν
κι εντός ολίγου να γίνουν παρανάλωμα
απ' το οποίο θα προκύψουν μοναχά
κάτι ολίγα αποκαΐδια
που ως το πρωί θα έχουνε
σκορπίσει και αυτά
μα εν τω μεταξύ
εγώ από ψηλά
θα έχω εισπνεύσει
έστω λίγο απ' τον καπνό
κι όπου θα έχω
χωρίς σταματημό
λυθεί σε ακράτητα τα γέλια.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Το βρέξιμο (το ύστερο τελευταίο αλκοολικό ποίημα)


Να πάω για τρέξιμο ή να πάω για "βρέξιμο";
είναι το δίλλημα σπουδαίο και σοβαρό
και θέλει θέληση μεγάλη
και σιδηρά πυγμή
και χαρακτήρα ισχυρό
για να νικήσω αυτό το πάθος
που δια βίου με κατατρύχει, το νοσηρό
πολεμώντας χτηνώδη ένστιχτα
και με τα δόντια σφιγμένα λυσσωδώς
αντί να κάνω τη μοιραία επιλογή
κάπως τα καταφέρνω
και βρίσκομαι ν΄αλλάζω και να φορώ
τη φόρμα, τα αθλητικά υποδήματα
και βγαίνω από το σπίτι

Κάνει κρύο έξω κι έχει έναν αέρα καθαρό
που με αναζωογονεί και με κάνει να αναθεωρώ
και να λέω: για δες, αυτό ήταν λες το μυστικό;
πίστη και θάρρος κι άσκηση σωματική στην ύπαιθρο, αυτά
είναι τα συστατικά της συνταγής  που σε κρατάνε καθαρό;

Κοντοστεκόμουν μπροστά στην πόρτα μ' ένα χαμόγελο θριάμβου
στο πρόσωπο ζωγραφισμένο
ότι εν τέλει επικράτησα του αίσχους
που σχεδόν όλη τη ζωή μου εκυβέρνα

Ύστερα άνοιξα και μπήκα στην ταβέρνα.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Ένα πρωί στη Βαρκελώνη το 1926

Μία αγέρωχη, ευυπόληπτη κυρία
με μια κόμμωση απίθανα περίτεχνη
τα μαλλιά όλο το πρωί τα είχε μες στα ρόλλεϋ

Στο δρόμο περπατούσε λικνιζόμενη
προηγούμενος δε αύτης προχωρούσε ο πανέμορφος ο σκύλος της
ένα καθαρόαιμο σε όλα τέλειο κόλλεϋ

Πήγαινε να συναντήσει την παρέα της
για να παρακολουθήσουνε μαζί των τελοιόφοιτων
του κολλεγίου έναν αγώνα βόλλεϋ

Την ίδια ώρα λίγα τεράγωνα πιο πέρα
έναν γενειοφόρο, αλήτη, κουρελή, ονόματι Αντόνι Γκαουντί
τον πάταγε ένα τρόλλεϋ.


Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Υπερήφανος ότι

                        Ξενοδοχείον Le Palace, Οδός Τσιμισκή, Θεσσαλονίκη

Δηλώνω υπερήφανος ότι
μετά από 360 πάνω κάτω
περίπου, ως έγγιστα, κάπου τόσα
υπολογίζω, νομίζω στιχουργήματα
καλά ή κακά σημασία δεν έχει
(πάντως μάλλον σίγουρα
κακά κατά πλειοψηφία)
πάντως λέω δεν έχω γράψει ούτε ένα
που να τιτλοφορείται "ο Ποιητής".

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Μια ακόμα πρόσθετη

Ωραία που είναι η αναβολή
σου εξασφαλίζει την ησυχία
σου παρατείνει τη βολή

Και αν σε ψέγουν για οκνηρό
το νου σου κράτα συ καθαρό
τα χέρια πλέξε κάτω απ το σβέρκο
τα μάτια κλείσε και βυθίσου στη θαλπωρή
άλλη μια μέρα πάλι καλή

Κι αν αύριο τύχει...
ζητάς μια πρόσθετη αναβολή.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Όλα ανεξαιρέτως

Όσα έχω εκδόσει τα γραφτά
είν΄ούλα για τα μπάζα
και δίκια τους κατάληξη
θά 'ναι η χαρτομάζα.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Ονειρόκρητος

...εναντίον των εκδικητικών πειρατών

Στιχούργημα βασισμένο στον "Ερωτόκριτο" του Βιτσέντζου Κορνάρου (1553 - 1613/4), παράφραση: Χ.Δ.Τ.

Τά ΄μαθες Τσιτσιολίνα μου
των πειρατών φουσάτα
πλημμύρισαν τα πέλαγα
κάθε βουνό και στράτα

Ο πάσα λοξοπάντιερος
λέει πως θα πολεμήσει
αμ πώς; αφού είναι ξάπλα και...
και λειώμα απ' το μεθύσι

Οι φοβεροί κουρσάροι αυτοί
ήρθανε ξαναμμένοι
και κρένουν πως για γδίκηση
κανείς μας δε θα μένει

Πάλι με χρόνους με καιρούς
πάλι δικά τους θά 'ναι
τόσα που τους επήραμε
κι απού δεν τα ξεχνάνε

Μάχαιρες ξεθυλήκωτες 
και μυρωδιά αιμάτου
εγιόμισε η γειτονιά
απάνου έως κάτου

Καστέλια όσα στέκονται
κα κάθε βίγλα μόνη
σύξυλα θε να γκρεμιστούν
και να γενούνε σκόνη

Μεγάλος ήρθε χαλασμός
ψυχές το σκότος πίνει
η αγάπη σου είναι μόνο πια
κουράγιο να μου δίνει

Όπου σ' αγάπησα πολύ
και σ' αγαπάω πάντα
και να σε φτάνει κάνει αυτό
να μη γυρεύεις γιάντα

Θε να σε πάρω μια βραδυά
και να σε φυγαδέψω
σ΄ένα μικρό νησόπουλο
από τη Νήσο έξω

Εκεί να πας να φυλαχτείς
εκεί να πας να μείνεις
τροφίματα έχει και νερό
τη δίψα σου να σβήνεις

Και γω θα φύγω πάλι μια
και θα γυρίσω πίσω
μαζί με τους συντέκνους μου
σκληρά να αγωνίσω

Μα σου το υπόσχομαι καλή
και σου το κάνω τάμα
όσο το πιο συχνά μπορώ
θα είμαστε αντάμα

Σε ασφαλή τη λέμβο μου
θ' αράζω μία κρύπτη
κι από των κέδρων τη σκιά
θα βλέπομε την Κρήτη

Και ονειρεύομαι ταχιά
ο πόλεμος να πάψει
και η λατρεία μου για σε
να φέξει και να λάψει.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Όχι πια


Το κηδειόχαρτο είναι κολλημένο αριστερά
της εισόδου της πολυκατοικίας
βλέπω την ημερομηνία: πρόσφατη λίαν
ύστερα το όνομα κοιτάζω και ελέγχω
τα κουδούνια στο θυροτηλέφωνο: ναι, το όνομα υπάρχει
κοιτάζω και μέσα από το τζάμι
στον πίνακα όπου είναι αναρτημένη η τελευταία
μηνιαία κατάσταση κοινοχρήστων δαπανών: το όνομα υπάρχει

ο φέρων αυτό όχι πια.


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Οι σκοποί


Ένεκα η εργασία που κάνω για να ψωμίζομαι
πάνω από είκοσι χρόνια τώρα
και τα περί αυτήν καθήκοντα
οφείλω να επισκέπτομαι συχνά
χώρους εργοστασίων
όπου και βέβαια επίσης
την παιδιόθεν συνήθεια μου ασκώ
ήτοι τον κόσμο γύρω να παρατηρώ
κι έχω πολλές φορές συχνά βρεθεί
(πάλι σήμερα βρέθηκα
εξού και όλα τούτα συλλογάμαι)
πάνω στην αλλαγή της βάρδιας εργατών
την ώρα του μεσημεριού πού ‘ρχονται για απόγευμα
ή πιο αργά που έρχονται για βράδυ
και σπανιότερα πού ΄ρχονται για πρωί
όσοι σχολούσαν ολοκάθαρα
παρότι κουρασμένοι
αυθορμήτως ήταν γελαστοί
και χαλαροί και ανακουφισμένοι
ξέροντας πως το υπόλοιπο της μέρας τους
το ορίζαν μόνοι τους
και πως θα το περνούσαν
κατά πως ήθελαν αυτοί
(λίγο τούτο δεν είναι!)
κι όσοι προσέρχονταν, ζωηροί, όλο ενέργεια
χαμογελούσαν και αυτοί αλλά...
παρατηρώντας λίγο καλύτερα:
ψεύτικη ενέργεια και στην ουσία σκυθρωποί
και πώς να γίνει αλλιώς
άμα στο στόμα του θηρίου πας να μπεις
που γι άλλες τουλάχιστον οχτώ
πάλι σήμερα ώρες
θα μασήσει το χρόνο σου
θα ροκανίσει την ψυχή σου
θα τσαλαπατήσει το κέφι σου
και την αξιοπρέπεια σου ίσως
κι όλα αυτά για ένα αντίτιμο
εν είδει μισθού
που ίσα φτάνει για να σε θρέψει
και να πληρώσει τους λογαριασμούς
και ακόμα δαπάνες ίσως κάποιες
που ένας Θεός ξέρει νόημα αν έχουν
τί σόι - μου λέτε – οικονομικό να σου πετύχει
σύστημα είναι τούτο, ε;
μα από την άλλη... μήπως είναι πιο έξυπνο
από ότι σε πρώτη φάση φαίνεται
και με εντέλεια εξυπηρετεί
τους υπεριδιοτελείς σκοπούς του;
και τότε... ο λαός γιατί δεν εξεγείρεται;
γιατί φωτιά δε βάζει, δε γκρεμά;
γιατί δεν τους κρεμάει στα δέντρα
από τις μεταξένιες τους γραβάτες;
και ξαναλέω: μήπως το σύστημα
σατανικά πιο έξυπνο
είναι από ότι σε πρώτη φάση το νομίζεις;...

Μπα σε καλό μου, τί μ’ έπιασε
κι έκανα ‘γω  τέτοια παρέκβαση
σπάνια πολύ και στην ουσία ποτέ
με τέτοια πράματα να καταπιαστώ
ούτε ξέρω τί μού ‘ρθε
τέλος πάντων, άλλο ήθελα να πω
βλέποντας τη σκηνή αυτή
ταξίδεψε ο νους μου
εικοσιπλέον χρόνια πίσω
πριν πιάσω τη δουλειά
τότε που υπηρετούσα τη θητεία μου
και κάθε μέρα – κυρίως κάθε νύχτα
εκτυλίσσονταν σκηνές σαν και αυτή
μόνο που ήταν οι ώρες βραδινές
ή μεταμεσονύκτιες ή λίαν εωθινές
κι οι πρωταγωνιστές ήτανε μόνον άνδρες
το πλείστον νεαροί
κάθε δυο ώρες ακριβώς
ξέβραζε η νύχτα κάμποσους
κι αντίστοιχους στη θέση τους κατάπινε
κάθε δυο ώρες ακριβώς
όταν αλλάζαν οι σκοπιές
έτσι γινόταν τότε
αλλά και πιο παλιά
και τώρα έτσι θα γίνεται
και έτσι και στο μέλλον
όσο υπάρχουνε στρατεύματα
στρατόπεδα όσο υπάρχουν.

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Έξω από τον περίβολο του Πεδίου του Άρεως

Περπατώντας στο πλάι του πάρκου
σε είδα να αναπαύεσαι 
ξαπλωμένη στη ρίζα ενός δένδρου
πάνω στο χώμα κι ένα στρώμα παχύ
από φύλλα ξερά
με νωχελικά απλωμένο το σώμα
μεγαλόσωμη ήσουν, θρεμμένη
όχι μικρή

εντύπωση μού'κανε πως δε μ' αντιλήφθηκες
καθώς σε πλησίασα και δίπλα σου πέρασα
το κεφάλι δε σήκωσες, ένα αυτί, την ουρά...
ύστερα κατάλαβα πως αναπαυόσουν για πάντα
γάτα νεκρή.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Μικρός διάλογος, σ' ένα καντούνι της Ζάκυνθος γύρω στο 1856


- Έτσι που λες σιορ Χρήστο, τόσο τούτο το μικρό διάστημα που βρίσκομαι σε αποχή, όσο και όλον τον άλλον καιρό που βρίσκομαι σε χρήση, τί χρήση λέω;... κατάχρηση, και τότε και τώρα: μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ουΐσκυ και μπύρα;
- Τί μου λες κόντε Διονύσιε;

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι ύστερα με μια ελαφρά κλίση στο πλάι, αγγίζοντας ταυτόχρονα με τον αντίχειρα και το δείκτη το γείσο του ημίψηλου καπέλλου του, αποχαιρέτησε και στρέφοντας αποχώρησε. Κοίταζα τη μικρόσωμη, σκοτεινή - λόγω της σκουρόχρωμης φορεσιάς του - φιγούρα να βαδίζει μ΄αυτόν τον ολωσδιόλου ιδιαίτερο τρόπο, όλο αστάθεια και σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν δε στηριζόταν κιόλας στη στιλπνή του βακτηρία.
Σε λίγο αναμίχθηκε με το πολύχρωμο πλήθος στο σοκάκι, ώσπου χάθηκε απ' τα μάτια μου... 

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Μια πιο απλή ζωή


 26/7/’016,  Μαυρομιχάλη 148Β, Νεάπολη-Εξάρχεια, Αθήνα
 27/8/’016,  Κουνουπίτσα, Μέθανα, Τροιζηνία

Όλα ήταν διαφορετικά στη «νέα» του ζωή. Που τόσο πολύ, επί χρόνια την είχε επιθυμήσει και τη φανταζόταν αλλά δίσταζε, φοβόταν κι όλο ανέβαλλε να πάρει την απόφαση. Ώσπου έσκασε πια και την πήρε σ’ ένα βράδυ μέσα και τα παράτησε όλα. Και την πόλη, και το διαμέρισμα στο κέντρο, και την άχαρη δουλειά μια εικοσαετία και βάλε στην πολυεθνική εταιρία και κάποιες συναναστροφές, κάποιες συνήθειες, όλα. Και ήρθε εδώ, στην άκρη της χώρας, σε μια ερημιά δίπλα στη θάλασσα. Χιλιόμετρα δύσκολου και σε ορισμένα σημεία σχεδόν αδιάβατου χωματόδρομου μακριά από το τελευταίο χωριό.  Έμενε σ’ ένα πέτρινο καλύβι που το συγύρισε όσο γινόταν κι έφτιαξε ένα κηπάκο στην αυλή. Δύσκολα ήταν στην αρχή, δύσκολα πολύ, με κόπο μεγάλο και ερημιά τόσα που κανά δυο φορές είπε να τα παρατήσει. Να τα μαζέψει και να γυρίσει πίσω. Μα δεν τό ‘κανε. Ευτυχώς! Ύστερα κάτι άρχισε ν΄αλλάζει μέσα του. Ο ρυθμός, ναι αυτό ήταν, ο ρυθμός. Και τώρα πια χαιρόταν που έμεινε. Όλα ήταν διαφορετικά εδώ. Το καθετί παραμικρό ήθελε χρόνο και προσπάθεια για να γίνει. Μα κι έτσι ήταν που αποκτούσε νόημα. Ενώ πριν... έκανες ένα τηλεφώνημα, έτσι άπλωνες το χέρι σου κι όλα ήταν έτοιμα, δικά σου... χωρίς ωστόσο ουσία, νοστιμιά, ικανοποίηση, χωρίς πραγματική απόλαυση.
Να, για παράδειγμα, ώρα που είχε φτάσει, κοντά μεσημέρι, αιθάνθηκε ότι άρχιζε να πεινάει. Σκέφτηκε λιγάκι κι αμέσως αποφάσισε. Έβαλε το σουγιά του στην τσέπη, πήρε κι ένα κατσαρόλι, και βγήκε απ’ το σπίτι, διασχίζοντας κάθετα το χωματόδρομο προς τη θάλασσα. Στην ευθεία του σπιτιού, η μεγάλη παραλία από τις δυο πλευρές, αριστερά δεξιά, διακόπτονταν εκεί από ένα σύμπλεγμα βράχων. Εκεί πήγαινε και ψάρευε με το καλάμι του ή διάβαζε καμμιά φορά το βιβλίο του ή απλά κάπνιζε την πίπα του ατενίζοντας την ανοιχτή θάλασσα και τη γραμμή του ορίζοντα στο βάθος.
Χοροπηδώντας με άνεση, εξοικειωμένος στα βράχια, έφτασε αμέσως ως το νερό. Έσκυψε εκεί κι εντόπισε δεκάδες πεταλίδες. Διαλέγοντας άρχισε να τις ξεκολλάει με το σουγιά. Μάζεψε καμμιά τριανταριά. Απομάκρυνε με τη μύτη του σουγιά τη σάρκα από το κέλυφος, τις έπλυνε καλά στο νερό και τις έριξε μες στο κατσαρολάκι. Τα τσόφλια, τα έβαλε σε μια μεριά στην άκρη. Γιατί κάνανε λέει λίπασμα καλό κι έτσι ότι όστρακα έπιανε, τα μάζευε, τα θρυμμάτιζε με μια πέτρα και τα σκόρπαγε στα κηπευτικά του. Συμπλήρωσε μια μικρή ποσότητα θαλασσινό νερό στο σκεύος, πήρε τα τσόφλια και γύρισε πίσω. Διάλεξε απ’ τα παρτέρια ένα φρέσκο σκόρδο, ένα κρεμμυδάκι και μερικά κλωνάρια μαϊντανού. Τά ΄πλυνε στη βρύση, τα καθάρισε και μπήκε μέσα. Άναψε τη γκαζιέρα, έβαλε πάνω το τηγάνι με λίγο λάδι, ψιλόκοψε τα λαχανικά σ’ ένα ξύλο πού ‘χε μόνος φτιάξει γι αυτή τη δουλειά από ένα μεγάλο κομμένο κομμάτι ελιάς που είχε βρει. Ώρες πολλές του είχε πάρει αλλά το είχε ευχαριστηθεί και κάθε φορά που μεταχειριζόταν το ταπεινό αυτό αντικείμενο, που ωστόσο μοναχός του είχε δημιουργήσει, αισθανόταν μια σαν παιδική χαρά. Έριξε τα λαχανικά στο λάδι κι αμέσως μοσχοβόλησε ο χώρος. Έπειτα από λίγο έριξε και το κρέας των αχιβάδων κι όταν πήρανε όλα να μαραίνονται χαμήλωσε τη φωτιά και πρόσθεσε το θαλασσινό νεράκι και λίγο ακόμα απ’τη βρύση. Ταυτόχρονα έβαλε σε μια κατσαρόλα να βράσει χυλοπίτες από μια σακκούλα πού είχε. Τις έφτιαχνε η κυρία Τασία στο κοντινό χωριό και τις είχε ανταλλάξει με άγρια φρούτα πού ‘χε αυτός μαζέψει (μούρα, αχλάδια, κορόμηλα και άλλα). Έφτιαχνε κείνη μ’ αυτά μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού. Που εννοείται τού ‘δωσε από ένα βάζο, μαζί με τις χυλοπίτες, όταν τα ετοίμασε,  χωρίς αντάλλαγμα «έτσι για δοκιμή» όπως του είπε. Κι όσο βράζανε «η σάλτσα» και τα ζυμαρικά, έπιασε να τρίβει τυρί στον τρίφτη από ‘να κεφάλι μυζήθρα. Το είχε κι αυτό πάρει ως αντάλλαγμα, μαζί με άλλα,  από ένα γερό βοσκό πού ‘χανε πιάσει φιλίες και τον βοήθησε στο κόψιμο των ξύλων το χειμώνα.
Έσβησε τη γκαζιέρα, σούρωσε τα ζυμαρικά και τα έριξε μέσα στο τηγάνι ανακατώνοντας. Έβαλε «να στρώσει τραπέζι». Μονάχος τό ‘χε κι αυτό κατασκευάσει από ξύλα που ξέβραζε η θάλασσα. Είχε διαλέξει σανίδια και καδρόνια καλά. Τα κάρφωσε και τα στέριωσε γερά μεταξύ τους αφού προηγουμένως τα είχε τρίψει ξανά και ξανά και τα είχε περάσει λούστρο. Κι ήταν αυτό το χειροτέχνημα και τράπεζα φαγητού, και γραφείο και πάγκος για εργασίες και μαστορέματα και όλα. Και κάθε φορά που αισθανόταν στις απαλάμες και τα ακροδάχτυλα του την τραχιά μα ζεστή του επιφάνεια, την ίδια με το ξύλο κοπής ένοιωθε χαρά και το χάιδευε με αγάπη. Έβαλε λοιπόν πάνω τα κουταλοπήρουνα, το μπωλ με το τριμμένο τυρί, το μύλο του πιπεριού κι ένα ποτήρι με δροσερό νερό. Άδειασε το φαγητό σ’ ένα μεγάλο πιάτο, έκατσε. Έτριψε πιπέρι κάμποσο, έριξε το τυρί, ανάμιξε κι απόλαυσε τις μυρωδιές που φτάσαν ως τη μύτη του ρουφώντας βαθιά . Ύστερα έκανε το σταυρό του κι άρχισε να τρώει με όρεξη. Έτρωγε αργά, μεθοδικά, μικρές μπουκιές μασώντας σχολαστικά. Ευχαριστιόταν πραγματικά την τροφή του. Παλιά έτρωγε λαίμαργα, καταβρόχθιζε, χρειαζόταν διπλή ποσότητα για να χορτάσει. Του πήρε πάνω από μισή ώρα για να αδειάσει το πιάτο και το ποτήρι του. Σηκώθηκε, μάζεψε το τραπέζι, το σκούπισε, έπλυνε τα κουζινικά και τα απίθωσε στο στεγνωτήρα. Ήπιε λίγο νερό ακόμα.
Τώρα είχε έρθει η ώρα για τον απαραίτητο και τόσο ευεργετικό, μεσημεριανό υπνάκο του. Το απόγευμα, όπως κάθε μέρα, θα έπαιρνε τον καφέ του κι αργότερα, την ώρα του δειλινού, συνήθως ήταν η ώρα του ταμπάκου. Ύστερα… ποιος ξέρει, άλλοτε διάβαζε, άλλοτε έγγραφε, άλλοτε μαστόρευε, έκανε χειροτεχνήματα διάφορα… τέτοια πράγματα.
Προς το παρόν, χορτασμένος κι ευχαριστημένος, ξάπλωσε στο λιτό του στρώμα. Η ποιότητα του ύπνου του είχε επίσης βελτιωθεί πολύ. Κοιμόταν βαθιά, χωρίς διακοπές, χωρίς αγχώδη όνειρα ή ακόμα εφιάλτες, χωρίς ν’ ανοίγει τα μάτια του εν τω μέσω της νυκτός και να κοιτά με αγωνία το ξυπνητήρι… Ποιο ξυπνητήρι; Δεν είχε, ένα ρολόι μόνο του χεριού βρισκόταν κάπου καταχωνιασμένο.
Αυτά αναλογιζότανε καθώς κλείνανε τα μάτια του και τον τύλιγε η νάρκη. Κι ήξερε ότι σε λίγο θα αποκοιμιόταν. Και θα ξύπναγε περίπου μιάμιση με δύο ώρες μετά, αναζωογονημένος και μακάριος για να περάσει το υπόλοιπο και το τέλος μιας ακόμα μέρας. Μιας νέας και πιο απλής ζωής.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Το (άλλο) τελευταίο αλκοολικό ποίημα


Μην το κάνεις
μην το κάνεις
κρατήσου
βαστήξου
μην το κάνεις
σκέψου
θυμήσου
αυτό πάνω απ' όλα: θυμήσου
αφού ξέρεις
η απόλαυση μοιάζει μεγάλη αφάνταστα
μα στην ουσία θά 'ναι μικρή
οι επιπτώσεις
οι παρενέργειες θά 'ναι μεγάλες
και σοβαρές
και οδυνηρές
βρες κάτι άλλο
κρατήσου
την πίστη σου μη χάνεις
μην το κάνεις

Θα πεθάνεις.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Σκληρή αυτογνωσία

Έτη και έτη
πίστευε ότι
ήταν καλός
ευθύς
ευγενής
ευρυμαθής
ευφυής
τετραπέρατος

μέχρι που πρόσφατα μόλις
κατάλαβε πως ζούσε
τη ζωή ενός άθλιου
τέρατος.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Αναγνώστες εν κινήσει

                        Νεάπολη - Εξάρχεια, Αθήνα και Μέθανα, Τροιζηνία, 26/8/'016

Βγαίνοντας απ' το σπίτι, σήμερα το πρωί
είδα μια -σε κάπως μεγάλη ηλικία- κυρία
να βαδίζει βαστώντας μπροστά της
ένα βιβλίο ανοιχτό
τόσο ότι διάβαζε της άρεσε φαίνεται
που να το αφήσει δε μπόραγε
σε κάθε περίπτωση
τί ωραίο θέαμα ήταν αυτό!

διασταυρώθηκε δε απ' την άλλη
με ένα νεαρό που ερχόταν
και περπατούσε κοιτάζοντας
την οθόνη, στο κινητό.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Ε, όχι κι έτσι!


    Κηποθέατρο Παπάγου, παράσταση "Madame Piaf", The Tiger Lillies, 23/8/'016

Δε λέω πως είναι μέγα λάθος απαραίτητα
ο κόσμος έχει προχωρήσει
έχουν καταργηθεί σωρεία στερεότυπα
έχουν καταρριφθεί προκαταλήψεις
έχει αναμφίβολα τόση υπάρξει πρόοδος
και έχουν γίνει καίριες αλλαγές

Χα! για φαντάσου
κάποτε είχαμε Γκουλάγκ
κάποτε είχαμε Κολχόζ
μα απ' την άλλη...
πώς να το κάνουμε βρε αδερφέ;
πού ακούστηκε άντρες να φορούν
πουκάμισα και μπλούζες ροζ;

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Οι κάπαρες των κάστρων

                                                              Μόλυβος, Λέσβος, 6/8/'016

Οι κάπαρες των κάστρων
φυτρώνουν μέσα στις σχισμές των ογκολίθων
και χύνουν καταρράκτη τα κλωνάρια τους
κι έτσι στολίζουνε τα τείχη τα μουντά
μια πινελιά ευχάριστη πάνω στα ξασπρισμένα αγκωνάρια
και στους πυρόγκριζους τραχείτες
μια νότα πράσινη
από την άνοιξη ως του καλοκαιριού το τέλος
ύστερα αναλαμβάνουνε
χωρίς ωστόσο να μπορούν
ισάξια να σταθούν
τα βρύα και τα μούσκλια.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Με όλο το θάρρος, απολογούμενος και λόγω της ημέρας κύριε Νταφόου

Άγιος Θωμάς, Μαρούσι, Αθήνα, 26/7/'016

Ο Ροβινσών επιβεβαίωσε την υπόθεση που είχε κάνει όταν αντίκρισε το αποτύπωμα του πέλματος στην άμμο της παραλίας, ότι δηλαδή αυτό ανήκε σε γυναίκα. Στις παρυφές του δάσους που ξεκινούσε πιο πέρα και μες στην κουφάλα ενός δέντρου, βρήκε να κρύβεται μια νεαρή, ημίγυμνη ιθαγενής. Δε φάνηκε καθόλου να τον φοβάται όταν ξεκίνησε να της μιλά και παρότι ήταν ολοφάνερο ότι δεν τον καταλάβαινε, η στάση της ήταν συναινετική έως και κάπως… υποτακτική. Βέβαια εκείνος δε μπόρεσε να μην προσέξει το ωραίο της χαμόγελο, τα λαμπερά της μάτια και τις ζουμερές καμπύλες της που μάταια πάσχιζαν να καλύψουν τα αυτοσχέδια, μικροσκοπικά δείγματα ενδυματισμού. Αναθυμούμενος το ημερολόγιο, που φρόντιζε πάντα να τηρεί και να εορτάζει και να τιμά τις θρησκευτικές εορτές, τις εθνικές αργίες,  τις ιστορικές επετείους και όλα τα αξιοσημείωτα γεγονότα, της ανακοίνωσε ότι δεδομένου ότι την ημέρα εκείνη, δηλαδή Τρίτη 26 Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1719, η Εκκλησία τιμούσε τη μνήμη της Αγίας Παρασκευής της Αθληφόρου Μεγαλομάρτυρος, θα την ονόμαζε κι εκείνη Παρασκευή και την κάλεσε να τον ακολουθήσει, πράγμα που η νεαρή, ημίγυμνη, χυμώδης Παρασκευή έπραξε πρόθυμα, έως τη σπηλιά που ο Ροβινσών είχε διαμορφώσει ως κατάλυμα. Όπως και αργότερα, το βράδυ, όταν την κάλεσε και στο κρεββάτι του, ομοίως πρόθυμα το έκανε κι αυτό. Πέρασε καιρός… Η ζωή του είχε βελτιωθεί πολύ και περνούσε πολύ καλά, πάρα πολύ καλά με την Παρασκευή, στο βαθμό που είχε αρχίσει να σκέπτεται ότι αν ποτέ, λέμε τώρα αν, γινόταν τρόπος να φύγει απ’ αυτό το έρημο νησί και να γυρίσει στην πατρίδα του, μάλλον θα έπαιρνε μαζί του την Παρασκευή στο Κουήν’ς Ντοκ Χαλλ, στην Αγγλία και θα την κράταγε κοντά του. Αυτά αναλογιζόταν καθώς ήταν οι δυο τους ξαπλωμένοι (εκείνη την είχε πάρει ο ύπνος), όμως μετά θυμήθηκε ότι τον πρώτο καιρό στο νησί, όταν διακατεχόταν από μεγάλους φόβους, ανησυχίες και άγχος για το μέλλον, αν θα τα καταφέρει να επιβιώσει, αν θα σωθεί ποτέ κ.λ.π. του ήρθε στο μυαλό κάτι που είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, τη ρήση ενός σοφού Ινδού, ότι δηλαδή δεν έχει νόημα κι αξία να ασχολείται κανείς με το μέλλον, παρά να ζει πρέπει το παρόν, την κάθε ώρα και μέρα και στιγμή. Και πίεσε τον εαυτό του να το εφαρμόσει και βρήκε την πρακτική αυτή ωφέλιμη πολύ. Έτσι λοιπόν και τώρα, σταμάτησε να σκέπτεται και άπλωσε τα χέρια του στο πλάι, ώσπου το ένα εσυνάντησε τον ευμεγέθη μαστό της Παρασκευής, που πάντοτε εξάπλωνε θεόγυμνη, και το άλλο το σφριγηλό γλουτό της. Αμφότερα τα γυναικεία μέλη, ενθυλακώθηκαν στις παλάμες του με τις οποίες εκείνος άρχισε τις ψαύσεις, τις τριβές και τις μαλάξεις. Οι χειρονομίες αυτές φαίνεται άρχισαν να αποσπούν από τας αγκάλας του Μορφέως την Παρασκευή, η οποία αφήνοντας μικρούς αναστεναγμούς απόλαυσης, άνοιξε εν τέλει τους οφθαλμούς της και αντιλαμβανόμενη τα τεκταινόμενα χαμογέλασε πλατειά και άπλωσε κι εκείνη το λεπτό της χέρι, με μία αποφασιστική κίνηση προς το κέντρο του κορμού του, ομού και του ανδρισμού του.

       

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Η τελευταία γύρα


Στίχοι του τραγουδιού “Last Call” του Αμερικανού τραγουδιστή Dave Van Ronk, 1936 – 2002, μπορεί κανείς ενδεικτικά να το ακούσει στο σύνδεσμο: https://www.youtube.com/watch?v=AaRTvAFIYF4 , μετάφραση Χ.Δ.Τ.

Κι έτσι είχαμε άλλη μια βραδιά
πολύ μετά απ’ τη δύση
κι όλοι θα μείνουν μοναχοί
το μπαρ όταν θα κλείσει

Και τελευταίο ένα πίνουμε
λύπη – χαρά ας ποτίσει
κι ευχόμαστε να κράταγε
ώσπου αύριο το μπαρ ν’ ανοίξει

Κι ως σκουντουφλάμε πίσω ξανά
σα χορευτές παράλυτοι
την ερώτηση όλοι ξέρουμε
και όλοι την απάντηση

Και πίνουμε τελευταίο ποτό
που κόβει το νου λωρίδες
σημασία δεν έχει η απάντηση
κι η ερώτηση ελπίδες

Ράγισε η δόλια μου καρδιά
μα θα ξανακολλήσει
μα όποιος πίνει από μωρό
θλίψη δε θα γνωρίσει

Και λέμε την ύστερη ευχή
που να ειπωθεί δεν κάνει
εβίβα στην καλή καρδιά
κομμάτια όλο που χάνει.


Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Ξεκίνα την ημέρα σου με κάποιο τρόπο ωραίο


Σήμερα ξύπνησα από πολύ νωρίς
κι απασχολήθηκα με διάφορες μικρής
κλίμακας εργασίες
ως επί παραδείγματι
έβγαλα - άπλωσα τα ρούχα
της πλύσης βραδυνής
ετοίμασα ύστερα για το γραφείο το κολατσιό
κι έπειτα στο διαδίκτυο πρωϊνές
διάβασα τις ειδήσεις
και νά 'μαι τώρα στη βεράντα
πίνοντας τον καφέ
σαν έχει αρχίσει να χαράζει
κι απολαμβάνω αυτήν την ώρα
της σπάνιας ησυχίας
(βλέπετε στο πολύβουο
κέντρο της πόλης διαμένω)
απολαμβάνω αυτήν ώρα
που η μέρα ξεκινάει

κι αίφνης...σε κάποιο από τα γύρωθεν
διαμέρισμα ένα χαμηλό
με τρόπο ιδιαίτερα ηχηρό
και ώρα πολλή με δυνατούς
σπασμούς κάποιος ξερνάει.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Έρως το θέρος


Καθ' όλο το θέρος
κατισχύει ο έρως
τα ελαφρά τα ενδύματα
τ' ανοιχτά υποδήματα
γεννούν γενναία αισθήματα
διόλου αγνά
ανομολόγητα πάθη ξυπνούν
και λαγνά.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Ο Φίδης (άζμα λαϊκό - ρεμπέτικο)

Πλησίον λιμένος Αγίας Μαρίνας, Σχινιάς, Μαραθώνας - Β.Α. Αττική, 9/7/'016

Πηγαίνοντας τη Μ. να πάρει το φέρρυ, 10 η ώρα το πρωί, μέσα σχεδόν Ιουλίου, οδηγώντας στον επαρχιακό δρόμο, την τελευταία στιγμή είδαμε να βγαίνει μέσα από τα ξερόχορτα ένα μακρύ ασημόχρωμο φίδι και να προσπαθεί να διασχίσει την άσφαλτο με το χαρακτηριστικό του φίδινο τρόπο. Μ' ένα πολύ απότομο ελιγμό και βγάζοντας το αυτοκίνητο από την πορεία του, την τελευταία στιγμή, ίσα που καταφέραμε νη μην το πατήσουμε. Προσπαθώντας να συνέλθουμε από το ξάφνιασμα κοιτούσαμε με αγωνία από τον καθρέπτη απ' όπου και είδαμε ότι ο επόμενος οδηγός ατάραχος (ή μήπως ανυποψίαστος;) απλά πέρασε από πάνω του. Στο γυρισμό, πλησιάζοντας το σημείο αυτό ήλπιζα να μη δω τίποτα και άρα να τα είχε καταφέρει τελικά. Φευ, το φίδι ήταν εκεί και σε πολύ άσχημη κατάσταση, ένα με το δρόμο. Στα επόμενα λίγα λεπτά (και χιλιόμετρα) εμπνεύστηκα τους στίχους αυτού του τραγουδιού, τους οποίους και έγραψα μαζί με την εισαγωγή στο τεφτέρι μου, σε τρεις σύντομες στάσεις στην άκρη του δρόμου. Τώρα δουλεύω τη μελοποίηση με το μπαγλαμά. Αλλά αυτό θα μου πάρει μάλλον περισσότερο χρόνο. Γιατί μουσική δεν ξέρω. Και ούτε μπαγλαμά έχω.

Σε σκοτώσανε ρε Φίδη
τώρα είσαι πια σκουπίδι
ασυνείδητα ανθρωπάκια
βορά 'γινες στα κοράκια

Το τιμόνι κόβω το όλο
και σε γλύτωσα στον πόντο
μα οι επόμενοι σε βρήκαν
μάλλον ούτε το σκεφτήκαν

Το κορμί το λυγερό σου
το ασημί και μακρουλό σου
πλακουτσό τώρα έχει γίνει
και μια μπόχα αναδίνει

Α ρε Φίδη μου καημένε
τώρα πια συχωρεμένε
ζωή νά 'χει η Φίδαινα σου
κι όλα τα φιδόπουλα σου.


Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (298)



…Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Καλωπσιμμός, ο: υπάρχουν άλλοι που σε αντίθεση με τους άλλους, θέλουν το πιάτο με το κρέας που θα τους σερβιρισθεί να φάνε, πέρα από τις ενδιαφέρουσες γαρνιτούρες και την πολύ καλή ποιότητα, να μην περιέχει επ' ουδενί τους χυμούς του και -Θεός φυλάξοι- το αίμα του. Η διαδικασία παρασκευής του κρέατος κατ' αυτόν τον τρόπο ονομάζεται καλωπσιμμός ή αλλιώς καλοψημός και το προϊόν της είναι... καλοψημένο. Π.χ. "Πόσο ακόμα για τη μπριζόλα του Οράτιου ρε σεις; Θα με τρελλάνετε κοτζαμάν Σεφ! Είναι βρε ίσως ο καλύτερος πελάτης μας. Είναι ανάγκη να το λέω; Εεε;", "Ένα λεπτάκι ακόμα κύριε Αχέροντα και θά 'χει πια... καλωπσιθεί!".

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Είναι ζωή αυτή;

Τα φάρμακα μου τα πολλά παίρνω απ' το φαρμακείο
ξυρίζομαι φτηνό, σ΄ενός γνωστού κουρείο
τρώω κάθε μέρα στης γωνίας το μαγειρίο
κι έρωτα τις Παρασκευές βρίσκω σ' ένα πορνείο

τα ρούχα μου ράβω - μαντάρω στο ίδιο το ραφείο
υπάλληλος χρόνια πολλά, σ΄ένα άχαρο γραφείο
για δόξα, έμπνευση, χαρά μικρό είναι το πεδίο
ξεχνιέμαι όμως τα Σάββατα σ΄ένα χαμαιτυπείο

χάος πια πλέον επικρατεί, στο νου, εν τω κρανίω
και τρικυμία στην καρδιά και βάσανο και κρύο
ένα ανθρωπάκι τόσο δα, ασήμαντο, αστείο
τις Κυριακές συχώρεση ψάχνω σε ναό οικείο.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Από τα Τουρκοβούνια στο Λυκαβηττό


(οδός Ανηφορίτη(!), Πολύγωνο, Αθήνα, 29/6/’016)

Από τον κάμπο χαμηλό
στο ορεινό το σύμπλεγμα σκαρφάλωσα
περιπλανήθηκα στα υψίπεδα
ώρα πολλή πορείας κοπιώδους
και όταν πια πλέον την κατάβαση ξεκίνησα
ομολογώ ότι είχα ολωσδιόλου τον 
προσανατολισμό μου απολέσει
εωσότου κάπως άνοιξαν
οι κορυφές των δάσεων του τσιμέντου
και μέσα από το ξέφωτο αντίκρισα
τ’ απέναντι βουνό, που αμέσως αναγνώρισα
και με κουράγιο νέο έκανα κατά ‘κει…
κάμποσο διάστημα μετά
κάτου είχα πάλι φτάσει 
κι είδα σε ορόσημο που στέκονταν ψηλό
μ’ ευκρίνεια να σημαίνεται η κατεύθυνση
όπου και κατοικούσα.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

“Πίτσι πίτσι” στην εθνική οδό


9/6 διαδρομή Αθήνα – Χαλκίδα, 10/6 Χαλκίδα, 13/6 πτήση Αθήνα – Πράγα, 19/6/’016 Αεροδρόμιο Πράγας, Τσεχία

Βγαίνοντας από την πρωτεύουσα
στα όρια της πόλης
ταξιδεύοντας για ένα της εργασίας μου καθήκον
το υπηρεσιακό όχημα οδηγούσα
κατάφορτο εξοπλισμό και προωθητικό υλικό
για τους σκοπούς ενός διήμερου συνέδριου
σε μία κοντινή επαρχία
όπου ανόρεχτα ειν’ η αλήθεια πήγαινα
για μία πολλοστή φορά
τα ίδια και τα ίδια μετά από τόσα χρόνια
όμως την εργασία που τον ψωμίζει
πρέπει κανείς να την υπηρετεί…
έτσι οδηγούσα δεξιά στη εθνική οδό
απ’ όπου και σε ένα σημείο ανοικτό
με ορατότητα άνετη
αντίκρισα τη σκηνή αυτήν…
πέρα από τη λωρίδα έκτακτης ανάγκης
σε ένα πλάτωμα που έκανε εκεί η εθνική
όπου κι ένα μικρό αυτοκίνητο
προσωρινά ήταν σταθμευμένο
κι ένας γενειοφόρος νεαρός (μάλλον ο οδηγός)
έξω ήταν από αυτό και στηριζότανε
στο βιομηχανικό κιγκλίδωμα που οριοθετεί
τον αυτοκινητόδρομο εν σχέσει
με το παρακείμενο δρομάκι
κι από την άλλη τη μεριά
ένα κορίτσι  νέο…
ίσως περίμεναν εκεί κάποιον να συναντήσουν
ή ένα λεωφορείο διερχόμενο
με μακρινό προορισμό
(συχνά γινότανε αυτό, τα λεωφορεία
ορισμένους επιβάτες να συλλέγουνε
σε μέρη σαν αυτό πάνω στην Εθνική)
οι δυο νέοι αυτοί
ήσαν καταφανώς ζεύγος ερωτευμένο
εγέρνανε ο ένας προς τον άλλον
πάνω από το σίδερο
τα μέτωπα τους ακουμπούσανε
και τα μαλλιά τους ανακάτευε ο αέρας
και μεταξύ τους μπέρδευε
και όλο κάτι λέγανε ένας στον άλλον στο αυτί
κι όλο γελούσανε και όλο χαϊδεύονταν
μία σκηνή απέραντης αγάπης
κι εξαίσιας τρυφερότητας
λες κι ήτανε οι δυο τους ξέρω γω
πάνω από ένα φράκτη ξύλινο
σε ένα καταπράσινο λιβάδι
γεμάτο όλο της άνοιξης λουλούδια
και από πάνω ουρανός ο γαλανός
με ορισμένα δω και κει
σύννεφα μπαμπακένια
μέλισσες να βουΐζουνε
πουλιά να κελαηδούνε
λες κι ήταν κάπου εκεί
και όχι εδώ
που όλο τσιμέντο, σίδερο, άσφαλτος γκρίζα και λερή
μέσα στην κίνηση των οχημάτων, των φορτηγών
τα καυσαέρια, αντάρα, βουητό
το θόρυβο και τον ορυμαγδό…
και τη σκηνή αυτή παρατηρώντας σκέφτηκα:
στα πιο παράξενα τα μέρη
τον έρωτα μπορεί κανείς να αντικρίζει
φυτρώνει εκεί ενάντια
σε όλες τις συνθήκες και ανθίζει…
και ύστερα πάτησα το γκάζι
κι αλλάζοντας λωρίδα
επέρασα μπροστά
απ’ το προπορευόμενο το βυτιοφόρο.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Το τελευταίο αλκοολικό ποίημα


Έξωθεν 56ου Λυκείου, Αμπελόκηποι, Αθήνα, 6/6/'016

Πρώιμο καλοκαίρι
γλυκό το δειλινό
κι ένα αεράκι να φυσάει δροσερό
δεν είχανε αρχίσει ακόμα
οι καύσωνες, οι ιδρώτες και τα άλλα

Γύριζε σπίτι περπατώντας
είχε σχολάσει απ' τη δουλειά
και μίλαγε στο κινητό
"Βρε", σκέφτηκε σαν τό 'κλεισε
"σε μία μέρα μέσα, δεύτερη φιλοφρόνηση
από γυναίκα, γνωστή απ' τα παλιά
ότι...εσύ όσο παιρνούν τα χρόνια ομορφαίνεις...
Λες τελικά να υπάρχει κάποια δυνατότητα;
κάποια ελπίδα, κάποια προοπτική;
Αυτά σκέψου", είπε στον εαυτό του
"και συγκεντρώσου σε αυτά
και άσε τ' απαισιόδοξα, άσε... τ' άλλα..."

Κι έτσι συγκεντρωμένος και σκεπτόμενος
έφτασε ως το σπίτι
όπου και πρώτη του δουλειά
άνοιξε τη μπουκάλα.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Φανερώσου αν εισ' εδώ


27-28/5/'016, Μικρό Χωριό, Προυσός, Καστανιά, Τόρνος, Μικρό Πάντα Βρέχει - Ευρυτανία

Ούτε που απάντησε
παρών αν ήταν όντως
ούτε που αντέδρασε ποτέ
κατά ουδένα τρόπο
καθ' όλη τη διάρκεια
της θείας λειτουργίας
παρά τις επανειλημμένες επικλήσεις
των ιερέων, των ιεροψαλτών, των διάκων
ίσως από υπερβολική σεμνότητα
μπορεί κι εν τέλει ν' απουσίαζε
πιθανόν και νά ΄τανε πρόσωπο ανύπαρκτο
ένα μυστήριο, ένας θρύλος

ο κύριος Λέησον.


Σημ. Ευχαριστώ το φίλο Κώστα που μου μετέφερε την απορία της επτάχρονης βαφτισιμιάς του: "Νονέ, ποιός είναι ο κύριος Λέησον που όλο λέει ο παππούλης στην εκκλησία;".

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ο τρυφηλός του Νότου (ο αιρετικοσύντακτος)


Δε μ' αρέσει η παγωνιά
και το κρύο φοβερό
δε χιόνι θέλω και σκοτάδι
και το Βόρειο καιρό

Είμαι άνθρωπος της ζέστης
νά 'χει θέλω όλο λιακάδα
τό 'να με πόδι στο νερό
να όλο κάνουμε βαρκάδα

Κι άμα δέσουμε και βγούμε
πάλι έξω στη στεριά
να πίνουμε, να τρώμε
από κάτου τη μουριά

Κι άμα γλυκειά η κούραση
νάρκη στα μάτια φέρει
μπορούμε να κοιμόμαστε
το όλο μεσημέρι.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Βελόνα στο πάτωμα


Είδα μία βελόνα στο πάτωμα
σήμερα το πρωί
όχι βελόνα μεταλλική
από αυτές που χρησιμοποιούν
οι ράφτες ή οι μοδίστρες
βελόνα – φύλλο από φυτό
δένδρου ήταν κωνοφόρου
που αμέσως αναγνώρισα
με το έμπειρο του πεζοπόρου των βουνών το βλέμμα
ότι ήταν από έλατο
(σιγά ρε ορειβάτη…
λες και δε θα μπορούσε ο καθείς
ν’ αναγνωρίσει ευθύς
ετούτο το απλό, το στοιχειώδες;)
είδα τέλος πάντων μία βελόνα στο πάτωμα
σκύβοντας τα μοκασίνια μου να βάλω
μπήκες ο Μάιος βλέπεις
ζέστανε ο καιρός και…
(ώπα ρε ψώνιο
πού έμαθες μωρέ
να λες έτσι εσύ τα υποδήματα αυτά
που χρόνια τώρα όλοι στη γενιά μας
τα ξέρουμε παπούτσια παντοφλέ;)
είδα, λέω, μια βελόνα στο πάτωμα
σήμερα το πρωί
μια βελόνα από έλατο
στο πάτωμα το ,ομολογώ, όχι και τόσο καθαρό
ανάμεσα σε σκόνη άφθονη
και σβώλους από χνούδια
και διάφορα, ετερόκλητα, μικρά απορρίμματα
και σαν την είδα, αμέσως εθυμήθηκα
ποιά η προέλευση της…
ήταν τον προηγούμενο Δεκέμβριο
εγύριζα στο σπίτι αργά
είχαν περάσει τα μεσάνυχτα
ερχόμενος από μια μουσική εμφάνιση
στης πόλεως το κέντρο
κι επερπατούσα κατά μήκος του περίβολου
εις το πεδίον του Άρεως
όπου στο ύψος του αγάλματος
της Αθηνάς θεάς
ήταν στημένο ως κάθε χρόνο ένα υπαίθριο
παζάρι δενδρυλλίων ελάτης
με σκοπό τη χρήση διακοσμητική
στα σπίτια των κατοίκων γύρω
κατά τη διάρκεια της επερχόμενης
εορταστικής της περιόδου
κι είχε σ΄ ένα σημείο ένα μικρό σωρό
από κλαδιά κομμένα
με προφανή αιτία τον καλλωπισμό
και τις προς συμμετρία εις τα μικρά
δενδράκια επεμβάσεις
διάλεξα μερικά και πήρα
και φθάνοντας στο σπίτι τα ετοποθέτησα
εις ένα βάζο με νερό κι απάνω στο τραπέζι
όπου τις μέρες τις επόμενες γύρω απόθεσα
και τον καθιερωμένο για την εποχή το διάκοσμο
κι αφού περάσαν οι γιορτές
τα στολίδια μάζεψα
και στο πατάρι τα εφύλαξα
πάλι για - πρώτα ο Θεός - του χρόνου
και τα κλαδάκια πέταξα
κι έχυσα το νερό στις ζαρντινιέρες στη βεράντα
και σκούπισα όσες βελόνες είχαν πέσει στο τραπέζι ή κάτω
μα τούτη δω φαίνεται ξέφυγε
και βρέθηκε πάλι σήμερα στο πάτωμα
κάνοντας με να συλλογισθώ
γοργά πώς φεύγει ο χρόνος
κι έρχεται πάλι.

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Πες τα Τζιμ


Αποφθέγματα του Αμερικανού ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφου και κριτικού Jim Harrison, 1937 – 2016, μετάφραση Χ.Δ.Τ.

Η καλή ποίηση είναι η γλώσσα που θα μιλούσε η ψυχή σου, αν μπορούσες να διδάξεις την ψυχή σου να μιλά.
Μερικοί άνθρωποι ακούνε τις εσώτερες φωνές τους πολύ καθαρά και ζουν μ΄αυτά που ακούν, τέτοιοι άνθρωποι ή τρελλαίνονται ή γίνονται θρύλοι.
Το νου σου περιπλανώμενε, κι ο δρόμος περπατά μαζί σου.
Ο θάνατος μας κλέβει τα πάντα εκτός από τις ιστορίες μας.
Ελπίζω να μείνω έκθαμβος αύριο από δεν ξέρω τι.
Η φύση δεν σε κάνει να ξεχνάς την κανονική ζωή σου, η φύση αφαιρεί τις περισπάσεις για να θυμηθείς καλύτερα.
Θα προτιμούσα να δώσω δίοδο σε όλη την ανθρώπινη αγάπη και την απογοήτευση ρισκάροντας να γίνω σαχλός, παρά να πεθάνω εξυπνάκιας.
Η συμβουλή μου είναι μην προσπαθείς να κατοικήσεις στην ψυχή ενός άλλου, έχεις τη δική σου.
Καμιά φορά η μόνη απάντηση στο θάνατο είναι το φαΐ.
Μπορώ να γράψω παντού.
Αυτή είναι η μόνη άμυνα απέναντι σε τούτον τον κόσμο, να φτιάξω μια πρόταση εξαιτίας του.
Πήρα 30 δολλάρια για ένα ποίημα από το περιοδικό Έθνος και 500 δολλάρια για το πρώτο μου βιβλίο ποιήσης.
Όλοι οι καλλιτέχνες, σαν είδος, φαίνεται να υποφέρουν πολύ, αλλά το ίδιο και οι ανθρακωρύχοι.
Ο κίνδυνος του πολιτισμού είναι βεβαίως ότι ξοδεύεις τη ζωή σου σε σαχλαμάρες.
  

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Μικρός διάλογος σε ιατρείο


-          - Λοιπόν αγαπητέ…
-          - Ναι γιατρέ μου, πείτε μου, σας ακούω, όλος αυτιά είμαι.
-          - Μελετώντας τον ιατρικό σας φάκελο, το ιστορικό σας δηλαδή όπως και τις τελευταίες εξετάσεις και βασιζόμενος επίσης στην κλινική εξέταση που εγώ σας έκανα και την εικόνα που παρουσιάζετε, θα ήθελα να σας μιλήσω για ορισμένα ζητήματα που υπάρχουν, εν σχέσει με την υγεία σας.
-          - Ναι γιατρέ μου, όπως τα λέτε, υπάρχουν ζητήματα, πολλά, πάμπολλα ζητήματα.
-          - Κατ΄αρχάς είναι δεδομένο ότι πάσχετε από μίαν παιδιόθεν, ανίατη κατάθλιψη.
-          - Έτσι ακριβώς, αλίμονο, είναι.
-          - Επίσης από μία - διαρκή εδώ και πολλά χρόνια - αγχώδη, νευρική διαταραχή, που την τελευταία περίοδο παρουσιάζεται οξεία…
-          - Οξυτάτη γιατρέ μου.
-          - Επιπλέον σας κατατρύχουν μια σειρά από σοβαρές έως και επικίνδυνες εξαρτήσεις με προεξάρχουσα τον αλκοολισμό.
-          - Τώρα τί να πω γιατρέ μου; Όχι να πω; Ε, δεν κάνει να κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας…
-          - Αλλά δεν είναι μόνο αυτά!
-          - Όχι βέβαια! Τι λέτε; Νά ‘ταν μόνο αυτά…
-          - Διακρίνεστε ακόμα για οκνηρία, αμέλεια, σύγχυση, ατολμία, αναβλητικότητα, απροθυμία αλλαγών και καινοτομιών, αδυναμία συγκρούσεων και διεκδίκησης δικαιωμάτων, ονειροπληξία, ανερωτισμό και κρυπτομοφυλοφιλία…
-          - Ε όχι και ομοφυλοφιλία γιατρέ μου!
-          - Σιωπή! Ακούς εκεί! Θα με αμφισβητήσεις κιόλας!... Τη δουλειά μου δεν ξέρω;
-          - Καλά, ότι πείτε εσείς…
-          - Τέλος, γενικά, παρουσιάζετε μία, σε σωματικό επίπεδο,  βαρύτατα κλονισμένη - κατά φαντασίαν - υγεία.
-          - Ναι, ναι γιατρέ μου αλί ο δυστυχής… Λέτε να υπάρχει ελπίς ίασης ή έστω βελτίωσης;
-          - Κοιτάξτε: θεωρώ ότι με μία ήπια θεραπεία, απολύτως ασφαλή από πιθανές παρενέργειες, στρατηγικά και ορθολογιστικά σχεδιασμένη, μπορεί να δοθεί λύση - έως και οριστική - μέσα σε χρονικό διάστημα περίπου… είκοσι ετών!
-          - Μα τι λέτε γιατρέ μου; Εγώ μπορεί να έχω πεθάνει σε είκοσι χρόνια!
-          - Μα αυτό εννοώ οριστική λύση!
-          - Εν πάσει περιπτώσει, δε μπορεί να γίνει κάτι πιο σύντομα; Τώρα;
-          - Η ίδια λύση να παρασχεθεί με τρόπο αποφασιστικό, έως και βίαιο αν χρειαστεί, αμέσως τώρα!
-          - Μάλιστα γιατρέ μου, εννόησα, σας ευχαριστώ πολύ! Τί οφείλω παρακαλώ;
-          120 Ευρώ.
-          - Βεβαιότατα, αμέσως, ορίστε… Εεμμμ… μια αποδειξούλα μόνο, να ζητήσω παρακαλώ…
 - Ααα, με απόδειξη 150.     

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Στην πλαγιά του βουνού


Έβλεπα την πλαγιά του βουνού
καταπράσινη, ολόφυτη θάμνους και δένδρα
από κει που στέκομουν περιμένοντας
την άχαρη ώρα της αναμονής
και μάλιστα για υπόθεση όχι ευχάριστη
έτυχε να βλέπω την πλαγιά του βουνού
και φαντάστηκα τον εαυτό μου ν’ ανηφορίζει
περπατώντας ανάμεσα τα θυμάρια, τις ρίγανες
τα άνθη της άνοιξης, τα πεύκα ανάμεσα
και να φτάνω στην κορυφογραμμή
και ν’ αντικρίζω τι είναι από την άλλη μεριά
και πίστεψα εκείνη τη στιγμή κι εγώ
ότι υπάρχει ομορφιά
υπάρχει ελπίδα.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή


Να μην ξυρίζεσαι ποτέ μεθυσμένος
στο λέω από πείρα
μακρά

μεταξύ τους μπουκάλα και ξυράφια, ψαλίδια
έχουν έχθρα μεγάλη
καυγά

μην κουρέψεις τα γένια σου
τα μουστάκια σου μην πας να τα κάνεις
συμμετρικά

τόσο καιρό σου πήρε να τα μεγαλώσεις
το καμάρι σου είναι και θα το χάσεις
στα ξαφνικά

θα καταλήξεις σαν αυγό ξυρισμένος
κι επιπλέον σε πολλά σημεία κομμένος
βαθιά.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Εξάστοχο


Πώς θα ‘βγει σήμερα
άλλη μια μέρα
ζωή φοβέρα

ας έρθει βράδυ
έστω σαν χάδι

μετά σκοτάδι. 

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Ξανακερδίζοντας τον χαμένο χρόνο


Καθώς φυλλομετρώ τις αποδείξεις
των τελευταίων τριών μηνών περίπου
που έχω βγάλει απ’ το κουτί
πρόχειρα όπου τις φυλώ
για ταξινόμηση και περαιτέρω αρχειοθέτηση
για λόγους πιθανής
χρείας στην εφορία
κάπως μ΄αρέσει αντιλαμβάνομαι
αυτή η εργασία
που γίνεται τούτη την ήρεμη
ώρα του απογεύματος
και διαβάζοντας στις αποδείξεις
π.χ. των αγορών ποικίλων αγαθών
το όνομα του καταστήματος ή τον ιδιοκτήτη
τη διεύθυνση, την ημερομηνία, την ώρα
ανατρέχω στο παρελθόν και λίγο πολύ θυμάμαι
τη μέρα και τη στιγμή
όπως και με τις αποδείξεις ταξιδιών
από μακρινά καφέ και ρεστωράν
και εισιτήρια και διοδίων αποκόμματα
μου θυμίζουν προορισμούς
και αποδράσεις έξω απ’ την πόλη
ή ακόμα με κάποιες αποδείξεις απ’ τ’ αεροδρόμιο
ακόμα κι έξω από τη χώρα
και είναι κάπως σα να ξεφυλλίζω ημερολόγιο
κάπως σα να μη σβήσανε αυτά τα περασμένα
κάπως σα να τα ζω ξανά
και να ξανακερδίζω το χαμένο χρόνο
(χμ!... σαν κάτι να μου λέει η φράση αυτή
μα τί δε βρίσκω τώρα)

Λίγο μετά και κατά τα λοιπά
αφού τη δουλειά μου ολοκληρώνω
δε μπορώ παρά να σημειώσω
μια αξιοθαύμαστη που έκανα στατιστική
εις ότι αφορά τ’ αγορασθέντα είδη
και όχι την αξία τους
αλλάς ως προς τις ποσότητες, τον αριθμό
η κατανομή σε ποσοστό περίπου βρήκα ότι είναι:
2% για συμπληρώματα ιματισμού
3% για μικροπράγματα κάθε λογής
10% για αγορά βιβλίων
30% για προϊόντα διατροφής
και όλο το υπόλοιπο ποτά αλκοολούχα…
ε, δε θέλει και πολύ κανείς να καταλάβει
ότι εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα οξύ
που αν δεν αντιμετωπισθεί
με τρόπο καίριο, οριστικό για πάντα
θα επιφέρει σίγουρα οδυνηρές συνέπειες
να μη σου πω ακόμα και μοιραίες
και επιτέλους είναι ειρωνεία
και είναι ύβρις δηλαδή
απ’ τη στιγμή που είν’ από το σπίτι
ούτε 5 λεπτά τα κεντρικά γραφεία Αθηνών
της οργανώσεως των Αλκοολικών Ανώνυμων
όπου λαμβάνουν χώρα συνεχώς καθημερνά
πυκνές και τακτικές οι συναντήσεις
να, εδώ στη Λεωφόρο, στον 6ο όροφο
της πολυκατοικίας πάνω από το Μίνι Μάρκετ
του οποίου μάλιστα τώρα δα να μια απόδειξη είχα βρει
μα πού ν’ τη βρε παιδί μου, πού ν’ τη;… ορίστε! νά ‘τη!
19 του μηνός, ώρα 7 το απόγευμα
ένα λίτρο χυμό ανάμικτο
γκρέιπφρουτ και σαγκουΐνι
μια ρώσικη σαλάτα
μία φιάλη βότκα κατηγορίας δεύτερης
και μια εξάδα μπύρες.
Μεγάλες.

  

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Το τίμιο ξύλο

Αφού ο περιπλανώμενος οδοιπόρος ξεκουράστηκε, ζεστάθηκε δίπλα στην φωτιά, χόρτασε την πείνα του και κόρεσε τη δίψα του απολαμβάνοντας τις θερμές φροντίδες των λιγοστών και φτωχικών αλλά φιλόξενων κατοίκων του μικρού χωριού, όπου ο δρόμος του τον είχε βγάλει, θεώρησε τουλάχιστον υποχρεωμένος να τους εξιστορήσει κάποιες από τις περιπέτειες και τις περιπλανήσεις του, όπως του είχαν ζητήσει. Μέρη που είχε πάει, τόπους που είχε δει, αξιοθέατα, ανθρώπους, πράγματα περίεργα και θαυμαστά.
Τους μίλαγε και τους έβλεπε να κρέμονται απ’ τα χείλη του καθώς κανείς τους δεν είχε βγει έξω από τα σύνορα της κομητείας, μερικοί μάλιστα ούτε καν πέρα απ’ το χωριό. Τελείωσε τη διήγηση και έπειτα τους βεβαίωσε ότι από πεποίθηση όλα αυτά τα χρόνια, είχε επιλέξει να ταξιδεύει πεζοπορώντας και όχι να χρησιμοποιεί κάποιο άλλο μέσον, ζώο φερ΄ειπείν, άμαξα ή άλλο. Κι όταν τον ρώτησαν τί εφόδια χρειάζεται κανείς για να μπορεί να πεζοπορεί τόσο πολύ και τέτοιες αδιανόητες αποστάσεις, άρχισε να τους απαριθμεί κατά την κρίση του.
Πρώτα απ’ όλα τους είπε και πριν καν ξεκινήσεις, δυο πράγματα: θέληση και πίστη. Πίστη σ΄αυτό που πας να κάνεις και βέβαια στο Θεό. Αλλιώς καλύτερα να μείνεις εκεί που είσαι. (Τον άκουγαν έκθαμβοι, φαίνονταν ωστόσο να συμφωνούν και να επιδοκιμάζουν). Έπειτα τους μίλησε για μια σειρά από πιο πρακτικά πράγματα. Τους έδειξε τα δερμάτινα άρβυλα του με τα καρφιά στις σόλες, τα ίδια με τα οποία είχε πριν τόσο καιρό ξεκινήσει και που χάρη στην τακτική φροντίδα του αλλά και της συντήρησης που τύχανε σε διάφορα μέρη πού ΄χε περάσει, από μάστορες παπουτσήδες που τιμούσαν την τέχνη τους, αντέχανε ως σήμερα. Ο ρουχισμός του άνετος και ανθεκτικός. Η μακριά του κάπα, προστασία από τον αέρα, τη βροχή, το αγιάζι, το χιονιά μα και σκέπασμα τα βράδια που κοιμότανε στην ύπαιθρο. Το μαντήλι του, που ανάλογα με τις συνθήκες το τύλιγε γύρω από το λαιμό ή το μέτωπο να απορροφά τον ιδρώτα ή το έκανε κεφαλόδεσμο ή κάλυμμα προσώπου κ.λ.π. Ύστερα τους έδειξε τον πεζοπορικό του σάκκο, φτιαγμένο από καναβάτσο που του είχε προμηθεύσει ένας φίλος ναυτικός. Τον άνοιξε μάλιστα και τους έδειξε τα λίγα – μα απαραίτητα γι αυτόν – που περιείχε: ένα μικρό σακκούλι με λιγοστά τρόφιμα διαρκείας, το παγούρι του με το νερό, μια αλλαξιά εσώρουχα κι ένα καθαρό πουκάμισο, το σουγιά του, μια πυξίδα, το ξυράφι του και μια πλάκα σαπούνι, μια θήκη με ταμπάκο, ένα τσακμάκι και τις δυο πίπες του, ένα σημειωματάριο που έγγραφε και σκιτσάριζε τις εντυπώσεις του και όταν αυτά γέμιζαν, τα έστελνε ταχυδρομικά στον αδερφό του που τα φύλαγε. Σκεφτόταν, είπε, αν κάποια στιγμή σταμάταγε τα ταξίδια, να κάτσει με βάση τα σημειωματάρια αυτά και να γράψει ένα βιβλίο. Τέλος, είχε ένα μεταχειρισμένο χάρτη της περιοχής και μια μικρή Βίβλο.
«Μα το πιο χρήσιμο φίλοι μου απ’ όλα για τον πεζοπόρο» είπε τελειώνοντας «που χωρίς αυτό δεν κάνει, δεν είναι άλλο από αυτό...» κι έπιασε απ’ το πλάι το πεζοπορικό του μπαστούνι. Ένα ευθύ κομμάτι ξύλο ανθεκτικό, ψηλό σχεδόν όσο το μπόι του, φθαρμένο και λειασμένο και φθαρμένο και λειασμένο ξανά και πάλι από τη χρήση, με χοντρούς κόμπους εδώ κι εκεί, τρυπημένο στο πάνω μέρος, μ΄ένα δερμάτινο λουρί περασμένο εκεί – λαβή για το χέρι του ιδιοκτήτη και στο κάτω μέρος, ένα μεταλλικό καψύλιο, κάλυμμα και προφύλαξη του μπαστουνιού απ’ τη φθορά.     
«Πέρα από στήριγμα» εξήγησε ο ξένος «στις αμέτρητες ώρες πεζοπορίας, το μπαστούνι παρέχει ασφάλεια στα ολισθηρά κι επικλινή περάσματα, ανοίγει δρόμο και ανιχνεύει το έδαφος όταν είναι με χιόνια η πυκνή, ψηλή χλόη σκεπασμένο αλλά και χρησιμεύει για να κατεβάσεις φρούτα από τα κλαδιά, δώρα της φύσης στο κάθε πεινασμένο της παιδί που μέσα της πορεύεται ή και να σκοτώσεις κάποιο χέλι που τεμπελιάζει στο νερόλακκο ενός ποταμού ή στην άκρη της λίμνης. Και βέβαια μπορεί να γίνει όπλο και μέσο άμυνας, άμα θελήσουνε να σου επιτεθούν τίποτα άγρια σκυλιά ή τίποτε, ακόμα πιο άγριοι, ανθρώποι.  Αυτό...» ολοκλήρωσε ο ξένος κι έσφιξε με αγάπη το μπαστούνι του «...είναι ο πιο πιστός μου σύντροφος. Και είναι πραγματικά ένα «Τίμιο Ξύλο».
Το τελευταίο, το είπε βέβαια μεταφορικά, γι αυτό και άλλαξε τον τόνο της φωνής του και τό 'κανε γελαστά με διάπλατα τα μάτια και σηκωμένα φρύδια. Δεν το κατάλαβαν. Δεν έπρεπε να τά ‘χει πει τα λόγια αυτά. Μια ομάδα φανατικών, από τους θρησκόληπτους κατοίκους του χωριού (πού να το ξέρει;), στη μέση της νύχτας τόνε πνίξανε στον ύπνο του. Τεμάχισαν το μπαστούνι σε πολλές δεκάδες μικρά κομμάτια που μοιράστηκαν. Το τοποθέτησαν σε προθήκες στα εικονοστάσια τους και έφτιαξαν μ΄αυτό φυλαχτά που φόραγαν οι ίδιοι και δώριζαν στους πολύ στενούς συγγενείς και φίλους τους. Και τα κληρονομούσαν στους επόμενους. Επί γενεά και γενεά.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Δυο στίχοι με κατάληξη –αν


Μόδα εφέτος και ετούτη
όλες φοράνε τα κολλάν
χωρίς εν μέρει έστω να καλύπτονται
από μία ζακέττα, ένα παλτό
κάτι ριχτό βρε αδερφέ
καλλίγραμμα τα οπίσθια
και οι χυτοί μηροί
και ούτως ώστε δικαιολογημένα ανταποκρίνονται
αι συμπατριώται μας οίτινες και τυγχάνουνε
ολίγον έως πολύ ανατολίται
με αναστεναγμούς βαθείς
που ακούς παντού γύρω στο δρόμο:
Αμάν! Αμάν! Αμάν! 

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Κούτσουρα


Γιατί να ξεπηδούν στην επιφάνεια
οι αναμνήσεις οι χειρότερες
και ν' αργοπλέουνε εκεί
σαν κούτσουρα αποκρουστικά
κι αβύθιστα - όχι τη μέρα
τότε τα καταφέρνω
αλλά τη νύχτα, όταν κοιμάμαι, δε μπορώ
παρά να κάθομαι εκεί ανίσχυρος
και όση ώρα πολλή
φαίνεται να διαρκεί ένα όνειρο
να τα παρατηρώ.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Άντε γαμήσου Χένρυ


Άντε γαμήσου Χένρυ
απ΄τη Μασσαχουσέτη
των Ηνωμένων Πολιτειών
με τα γελοία τα
χωρίς μουστάκι μούσια σου
ανίκανος να ενταχθείς στο σύνολο
ν΄ανταπεξέλθεις στις κοινωνικές επιταγές
και του καθημερνού
μόχθου τις απαιτήσεις
από τον κόσμο αποσύρθηκες
ωσάν απόβλητος και ερημίτης
και χάθηκες στα δάση και τις ερημιές
ζώντας επί σειρά πολλών ετών
σε μία άθλια καλύβη μέσα
όπου την είχες μοναχός
-τρομάρα σου- κατασκευάσει
και μού ‘κανες εκεί το συγγραφέα
και τον ποιητή – φιλόσοφο
κι έρχεσαι ύστερα εδώ και αραδιάζεις
τις μεγαλοστομίες και τις ζούρλιες σου
και μας πετάς στα μούτρα ένα σωρό
ανόητα τσιτάτα:

«Το κόστος κάθε πράγματος είναι η ποσότητα εκείνου που εγώ αποκαλώ ζωή και πρέπει κανείς γι αυτό να ανταλλάξει, είτε αμέσως ή εν καιρώ».

Σημείωση: Henry David Thoreau (1817 – 1862), “Walden Life in the Woods”, πρόχειρη μετάφραση αποσπάσματος: Χ.Δ.Τ.
Υποσημείωση: είδες τώρα;

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Ο ιατρός


Δέκα σχεδόν, μετά το Τέλος μήνες
επιχειρώντας να εντοπίσω μάταια
στο χάος του γραφείου μου
ένα ΣηΝτη με κάποιο πρόγραμμα υπολογιστού
ανάμεσα σε στοίβες δίσκων ψηφιακών
περιεχόντων μουσικές, ταινίες σινεμά
και ντοκουμέντα διάφορα
και άλλα θέματα ποικίλα
ξετρύπωσα ένα υπόλειμμα
από ‘να παλιό τεφτέρι

είχε οκτώ σελίδες καθαρές
που τις απέσπασα προς φύλαξη
(χαρτί γραφής και σημειώσεων
χρήσιμο πάντα είναι)
και το γραμμένο βλέποντας
από τη μέσα τη μεριά εξώφυλλο
ενθύμιο το έβαλα στην άκρη

μ’ έξυπνο τρόπο σημειώνονταν εκεί
η ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2011
με την Ex Libris τη σφραγίδα μου
που εντός πλαισίου ορθογώνιου
και με μελάνη μαύρη
υπάρχει σταθερό το ονοματεπώνυμο
και κυλιόμενα ρυθμίζονται
η μέρα, ο μήνας ως και το έτος κτήσης
…υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο
τυχαία να βρέθηκε εκεί
σαν έκανα στο πρόχειρο αυτό χαρτί
μια δοκιμή πριν σημαδέψω δια παντός
την πρώτη κάποιου βιβλίου τη σελίδα
(μα όλα αυτά δεν έχουνε και τόση σημασία)
επίσης δύο λέξεις κι ένας αριθμός υπήρχανε
χειρόγραφα από μπλε φτηνό στυλό
μαζί με υπογραμμίσεις και σύμβολα διάφορα
που έμφαση δηλώνουν

ήταν ένα όνομα ανδρός μικρό
(τ’ όνομα του γιατρού)
κι ένα τηλέφωνο 75 13 4 και λοιπά
που εννόησα αμέσως ότι πρόκειται
για αριθμό οικίας
διότι από την χρήση την πολλή
του ιατρείου το τηλέφωνο
ομοίως και το κινητό
εκ μνήμης τότε τα θυμόμουνα
(κι ακόμα τα θυμάμαι)
και μία ακόμα λέξη μοναχή:
«Ένεση»… - υπόμνηση ασφαλώς
μίας ακόμα εκ των εκατοντάδων
ενέργειας προς ίαση
ενέργειας φροντίδας

Α! ρε μάνα!
Αχ! ρε γιατρέ!


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Τί απ τα δυο να πω;


Ο Αμπντουλαχμάντ Μακρανεμού, ο Αρνητής
κατήγετο ως ο ίδιος έλεγε
από τη Σμύρνα της Λιβάνου
μέρη ασφαλώς ανύπαρκτα ολωσδιόλου
και είχε της ζωής του σκοπόν βάλει
δια της Αρνήσεως να κατακτήσει
την εαυτού ειρήνη κάποια μέρα
κι αρνείτο ο Μακρανεμού
όσα επίστευε ότι θα φθείρουν
κι εν τέλει θα την φάγουν
την αγαθή ψυχήν του
κι ούτως έλεγε Όχι
στη μισθωτή εργασία
την εκ χρέους στράτευση
τις συγκαταβατικές σχέσεις οικογενείας
τον πληρωμένο έρωτα
τις επιφάσεις, τις μόδες και τα στυλ
τους ψέφτικους φίλους
τις ψέφτικες αγάπες
τους τεχνητούς παράδεισους
και τις κάθε λογής ουσίες
…μέχρις εωσότου όπου εσυνάντησε
έναν ορθόδοξο μοναχό του Άθωνος
και εκατάλαβε λίγο μετά
από τη μόλις σύντομη τη συναναστροφή τους
ότι δια της Καταφάσεως ανοίγονταν ο Δρόμος
αρκεί να βρεις Εκείνον που θέλει και μπορεί
το Ναι ν’ ακούσει
κι εσύ για να το πεις
την Ευλογία και τη Χάρη.  


Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (297)


…Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Αλογονόμυγα: η μύγα ή το ζουζούνι εν γένει που εγκλωβίζεται στο σώμα φωτιστικού, συγκεκριμένα αλογόνου και μη μπορώντας να βγει, παράγει αυτόν το ήχο, συνδυασμό βόμβου και χτυπημάτων: «Μπζζζζτακτακτακ Μπζζζζτακτακτακ» που στην αρχή απλώς σου αποσπά την προσοχή, μετά από λίγο όμως γίνεται εκνευριστικός και στο τέλος καθίσταται ανυπόφορος και σε κάνει να αναζητάς πάση θυσία ακόμα και μια βίαια λύση. Π.χ. (σε περιβάλλον γραφείων μεγάλης εταιρίας): «Δεν αντέχω άλλο ρε παιδιά, ας τη σκοτώσει πια κάποιος αυτήν την καταραμένη την αλογονόμυγα ή τουλάχιστον ας την ελευθερώσει… Αλλά πώς να φτάσουμε εκεί πάνω; Πάρτε ρε παιδιά τον Βαρλαάμ, τον συντηρητή του κτιρίου να φέρει μία σκάλα… Πώς; Είναι στο γραφείο του διευθύνοντος συμβούλου και κρεμάνε τις καινούριες κουρτίνες; Ε, μα τι να πω πια; Τί να πώ; Ελάτε ρε παιδιά να με κρατάτε, να βάλω μια καρέκλα πάνω στο γραφείο, να σκαρφαλώσω μόνος μου… Τί; Υπάρχει και χειρότερο απ’ την αλογονόμυγα, η φθοριόφθειρα; Πάει αυτή σε φωτιστικά λαμπτήρων φθορισμού και πολλαπλασιάζεται εκεί και κάποια στιγμή πέφτουνε στο κεφάλι του άτυχου υπάλληλου που εργάζεται από κάτω και μετακομίζουν εκεί εκατοντάδες ψείρες; Ε, μα τί να πω πια; Τί να πω;».
 Ευχαριστώ Ιωσήφ για τη λέξη που γέννησε το λήμμα


Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Ελπίδα, νομοτέλεια και η ζωή δυο δρόμους


Ένα μπουκάλι (ή κουτάκι)
μπύρας αδειανό
τυχαία αφημένο
σε κάποιο περβάζι
ή αυτοκινήτου οροφή
που βλέπεις το πρωί
βγαίνοντας απ' το σπίτι
να πας για τη δουλειά
τί άλλο να σημαίνει από
πως νύχτα θά' ρθει πάλι;

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Το σπίτι της τυρόπιττας


Το μικρό μαγαζάκι
θαμμένο, χαμένο
ανάμεσα σ’ άλλα,  μεγάλα
και μεγαλοπρεπή
με φανταχτερό στολισμό
και πολλά πολλά φώτα
όπου πωλούν
γλυκά, γλυκίσματα
ψωμιά, αρτοποιήματα
χυμούς και αναψυκτικά
καφέδες κι αφεψήματα
κι έχουνε χρώματα και έπιπλα μοντέρνα
και σύγχρονο εξοπλισμό
και τραπεζοκαθίσματα πλήθος  για τους πελάτες
και υπαλλήλους με στολές
και μουσική και δίκτυο
γρήγορο, δωρεάν, ασύρματο
ως δίπλα ακριβώς και το παλιό
το παραδοσιακό, διανυκτερεύον εστιατόριο
το εικοσιτετράωρο όλες του χρόνου μέρες
έως κι αυτό έχει υποστεί
πρόσφατα ανακαίνιση
και λάμπει στίλβον κι απαστράπτον
εύκολα λοιπόν το προσπερνάς
το ταπεινό το μαγαζάκι – τρύπα
εκτός και εάν παρατηρήσεις
ότι πελάτες μόνιμα και πάντα έχει μέσα
10 προϊόντα πίττας προσφέρει όλα κι όλα
πού όμως παρασκευάζουν μόνοι τους
σε παρακείμενο εργαστήριο
και δεν τα αγοράζουν από κάποια απρόσωπη
και μακρινή βιοτεχνία
και ότι πάρεις είναι εξαιρετικό
είτε έχει διάφορα τυριά
χορταρικά, κρέμες ή μανιτάρια
και βέβαια υπάρχει η δυνατότητα
κάτι να πιείς από τα βασικά
που περιέχονται σ’ ένα μικρό
παλιομοδίτικο ψυγείο

Μπορείς να δοκιμάσεις αναγνώστη κάποια μέρα
να δεις άμα τα λέω καλά
ένα πρωί ας πούμε μια μπουγάτσα
να γευθείς για να πεισθείς
εγώ είμαι σίγουρος πως θα ενθουσιασθείς
απ’ τη λεπτή του φύλλου ζύμη
την άφθονη τη ζάχαρη
και την κανέλλα που προστίθεται
και απ’ άκρη σ’ άκρη
να ξεχειλίζει η κρεμώδης γέμιση
λαχταριστή, αχνιστή, ζεστή
μα πιο ζεστά ακόμα
το βλέμμα, τα χαμόγελα
των ευγενών ανθρώπων
της οικογένειας που κρατούν
μάνα, πατέρας, γιος
τη μικρή τούτη επιχείρηση
θα φτιάξει η διάθεση σου
αυτό το πρωινό
κουράγιο θα πάρεις
για να τα βγάλεις πέρα
κι αυτή  τη μέρα

Κι άμα αναρωτιέσαι πώς θα βρεις το μαγαζί
το λεν’ «Το σπίτι της τυρόπιττας»
απέναντι από το Δικαστήριο
στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.