Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Και τί στον κόσμο…

Αγαπητοί επισκέπτες, αναγνώστες, φίλες και φίλοι, το ιστολόγιο ευχαριστώντας σας για την αγάπη και την στήριξη, αποχαιρετά το χρόνο που φεύγει με μία μικρή ιστορία και εύχεται σε όλους: Καλή δύναμη - και του χρόνου με υγεία!

Η θεία μου, αδερφή της μάνας μου, με ανάστησε από μωρό. Αυτή με ανάθρεψε. Από λίγες μέρες μετά τη γέννα, που πέθανε η συχωρεμένη, με πήρε στην προστασία της. Στην ουσία αφιέρωσε τη ζωή της για μένα. Το αναγνωρίζω αυτό και το εκτιμάω πολύ. Άμα δεν ήταν η θεία, σε κάποιο ίδρυμα σίγουρα θα με είχαν πάει. Την ευγνωμονώ. Και με μεγάλωσε καλά. Τίποτα δε μού ΄λειψε. Και μου φερόταν και πολύ καλά. Μια μόνο λόξα είχε, μια εμμονή. Ήθελε, σώνει και καλά, άμα μεγαλώσω να σπουδάσω. Να πάω στο Πανεπιστήμιο. Ιατρική. Να γίνω γιατρός. Αυτό ήταν το απωθημένο της. «Να σε δω με την άσπρη μπλούζα και τί στον κόσμο! Και τί στον κόσμο!...». Έτσι μού ‘λεγε όλη την ώρα. Και ούτε λάμβανε υπ’ όψιν τα σημάδια, ήδη από το δημοτικό, ότι δεν τά ‘παιρνα τα γράμματα, ότι δηλαδή μάλλον στουρνάρι ήμουνα. «Δεν πειράζει», έλεγε. «Θα μεγαλώσεις, θα πήξει το μυαλό σου, θα βελτιωθείς. Κι αν χρειαστεί  θα πάμε σε φροντιστήρια, θα πάρουμε τους καλύτερους καθηγητές για ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Εσύ μια φορά, θα σπουδάσεις. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Θα πας στο πανεπιστήμιο. Ιατρική. Αχ βρε… να σε δω γιατρό με την άσπρη μπλούζα και τί στον κόσμο!». Έτσι έλεγε η θεία συνεχώς. Ούτε μετά, στο γυμνάσιο, που άρχισα τα σκασιαρχεία και τα τέτοια, ούτε όταν την καλούσαν ο γυμνασιάρχης και οι καθηγητές για συστάσεις, ούτε τότε ίδρωνε τ’ αυτί της. Και μετά πια, στο λύκειο, οι συστάσεις άρχισαν νά ‘ρχονται από αστυφύλακες από το τμήμα της περιοχής και δεν ήταν τόσο ήπιες όσο των καθηγητών του γυμνασίου. Μα και πάλι, η θεία τίποτα. «Αυτό το παιδί που βλέπετε», τους έλεγε, «ο ανιψιός μου, σε λίγα χρόνια θά ΄ναι γιατρός με την άσπρη ποδιά, την άσπρη μπλούζα και θα τρίβετε τα μάτια σας».  Έδωσα στις εισαγωγικές εξετάσεις μόνο και μόνο για να της κάνω το χατίρι. Κι όταν της εξηγούσα ότι είχα γράψει μηδέν, ότι είχα παραδώσει λευκή κόλλα σε όλα τα μαθήματα, αυτή με έπαιρνε στο ψιλό. «Άντε από κει βρε», μού ‘λεγε. Και μια δυο μέρες μετά που βγήκαν τα αποτελέσματα, που ασφαλώς με επιβεβαίωναν, έκανα  - καταραμένη η ώρα – εκείνη την απαράδεκτη πράξη για την οποία θα μετανιώνω σε όλη τη ζωή μου. Μια πράξη τόση άσχημη που δε δικαιολογείται από κανένα νεαρό της ηλικίας, κανένα αίμα που βράζει, καμιά κακή παρέα και επιρροή. Και - πολύ δίκαια – με συλλάβανε και με μπουζουριάσανε. Μέσα. Φυλακή. Σ’ όλα τα χρόνια της φυλακής, βράχος η θεία. Σε κάθε επισκεπτήριο, εκεί, παρούσα. Τί γράμματα, τί πακέτα με δώρα και χρειαζούμενα διάφορα, τί καλοπιάσματα στους φύλακες και στον διευθυντή… Τί να παρακινεί συλλόγους, θεατρικές ομάδες, μουσικούς, να διοργανώνει εκδηλώσεις συμπαράστασης για τους φυλακισμένους… Δε θέλω να λέω μεγάλα λόγια, ότι η φυλακή με έκανε καλύτερο άνθρωπο και τέτοια. Αλλά ότι με άλλαξε, μ’ άλλαξε πολύ. Όταν αποφυλακίστηκα είχα αποφασίσει να προσπαθήσω να κάνω μιαν άλλη ζωή, χωρίς καθόλου να ξέρω αν θα μπορούσα να το πετύχω. Έκανα στην αρχή διάφορες δουλειές του ποδαριού, ύστερα μπήκα μόνιμα βοηθός σ’ ένα κρεοπωλείο της γειτονιάς. Το αφεντικό και η γυναίκα του που ήταν μέσα στο μαγαζί, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Το ίδιο και οι άλλοι εργαζόμενοι και οι ντόπιοι και από άλλες χώρες. Δούλευα γερά αλλά όχι απάνθρωπα. Πληρωνόμουνα κανονικά, με δώρα, υπερωρίες, απ’ όλα. Έπαιρνα και προϊόντα σε τιμές κόστους  άμα ήθελα ή και κάποια έτσι, χωρίς λεφτά. Άρχισα να γνωρίζομαι με την πελατεία, μερικοί που ήταν χρόνια στη γειτονιά με θυμηθήκανε και με καλοδέχτηκαν. Νοίκιασα και μια καμαρούλα δικιά μου. Δειλά δειλά άρχισα να κάνω και κάτι καινούριες παρέες. Ήμουν ευχαριστημένος. Κάθε δεύτερη, αν όχι κάθε μέρα, έκανα επίσκεψη στη θεία. Είχε μεγαλώσει η καημένη. Την κυρία Πωλίνα, μια στρουμπουλή, πρασινομάτα, ευγενέστατη κυρία, ομογενή από τη Ρωσία, χρόνια στην Ελλάδα, ένα τετράγωνο παραδίπλα, που παλιά τη φώναζε για βοήθεια στις βαριές δουλειές του σπιτιού, τώρα την είχε σχεδόν μόνιμη. Να της κάνει το σπίτι, να μαγειρεύει, νά ‘χει το νου της στα φάρμακα, να πηγαίνουν στους γιατρούς. Πώς χαιρόταν τόσο η θεία κάθε φορά που πήγαινα και πίναμε καφέ και τα λέγαμε… Μάλιστα από τότε που άρχισα να πληρώνομαι τακτικά, κάθε μήνα της πήγαινα το ένα τρίτο του μισθού μου. «Μια μικρή βοήθεια θεία», της έλεγα, «τώρα έχεις έξοδα, φάρμακα, γιατρούς, την κυρία Πωλίνα. Εσύ με πρόσεξες μικρόν, εγώ θα σε προσέξω τώρα. Κι ότι θέλεις εδώ είμαι εγώ, τ’ ακούς;». Βούρκωνε η καλή μου η θεία. Έπαιρνε τα χρήματα χωρίς στην πραγματικότητα να τα έχει ανάγκη, στην άκρη τά ‘βαζε. Ήξερα ότι είχε μια καλή σύνταξη και νοίκια από κάτι ακίνητα. Μα της άρεσε να αποδέχεται αυτή την κίνηση ευγνωμοσύνης από μένα και επί πλέον δεν ήθελε και να με προσβάλει. Τον δεύτερο χειμώνα από τότε που βγήκα, η θεία δεν τον πέρασε καλά. Σχεδόν συνέχεια στο κρεβάτι ήταν, μπήκε και δυο φορές νοσοκομείο. Η κυρία Πωλίνα είχε πια μπει εσωτερική. «Γεράματα», μου εξηγούσαν οι γιατροί, «δε μπορείτε να κάνετε κάτι». Τα ίδια μού ‘λεγε και η κυρία Πωλίνα που μ΄έβλεπε να στεναχωριέμαι. Πάντως, παρά τις δυσκολίες, τον έβγαλε πέρα η θεία τον χειμώνα, παλληκάρι. Κι ύστερα μπήκε εκείνη τη χρονιά, μια άνοιξη… μια άνοιξη! Τί καλοκαιρίες, τί μέρες γλυκές, τί νά ‘χουνε πρασινίσει όλα, στα μπαλκόνια, στις βεράντες, στο παρκάκι, στις πλατείες, τί να ανθοφορούνε, να μυρίζουν τα φυτά, ζουζούνια να πετούν, πουλάκια, ευδιάθετος ο κόσμος, γελαστός… χαρά Θεού. Ένα τέτοιο πρωινό ήμουν στο μαγαζί και λιάνιζα κάτι κρέατα στον πάγκο και ξάφνου σηκώνω το βλέμμα μου και τί να δω έξω από το μαγαζί (είχαμε ανοιχτές, με τον καλό καιρό, τις πόρτες)…Τη θεία με την κυρία Πωλίνα να στέκονται και να με κοιτάνε. Τά ‘χασα. Όπως έμαθα μετά, η θεία αισθανόταν καλύτερα τις τελευταίες  μέρες, είχε σηκωθεί και ειδικά εκείνο το πρωί, παρά τις αντιρρήσεις της κυρίας Πωλίνας, ήταν αμετανόητη. Ντύθηκε καλά, βγήκανε έξω και σιγά σιγά, φρούστου φρούστου σέρνοντας τα πόδια της βήμα βήμα, στηριζόμενη στο μπαστουνάκι της απ’ τη μια, στην κυρία Πωλίνα από την άλλη, κάνανε μια βόλτα τα τετράγωνα και τυχαία (τάχα μου) την έφερε ο δρόμος έξω απ’ το μαγαζί και να τώρα να με κοιτάει η θεία με κάτι μάτια έκπληκτα που δεν είχα ξαναδεί. Σκούπισα τα χέρια μου στην πιτσιλισμένη μου ποδιά, τά ‘πλυνα στη βρύση γρήγορα γρήγορα, τα στέγνωσα και βγήκα έξω. «Βρε καλώς τα κορίτσια, καλώς ήλθατε. Τί κάνεις θεία; Βρε ηρωίδα ατρόμητη, βγήκες έξω; Καλύτερα σε βλέπω, φτου φτου φτου… Τί με κοιτάς καλέ έτσι; Δεν με αναγνωρίζεις; Ή δεν έχεις δει κρεοπώλη ξανά, ε;». Για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα με κοιτούσε έτσι και πάνω που είχα αρχίσει να ανησυχώ, πετάρισαν τα βλέφαρα της, καθάρισαν τα μάτια της, μου χαμογέλασε και μού ‘δωσε και μια τσιμπιά στο μάγουλο. «Μισό λεπτό», τους είπα κι έτρεξα μες στο μαγαζί και τους έφερα ένα πακέτο εκλεκτό κιμά, «τρεις φορές τον πέρασα από τη μηχανή θεία, πιο μαλακός δε γίνεται, αφρός είναι… να φας και να δυναμώσεις, άντε άντε, να μου φυλάξετε και μένα, θά ‘ρθω το απόγευμα»… και της έσκασα ένα φιλί. Συγκινήθηκε, δάκρυσε. Με χαιρετήσανε και ξεκίνησαν, στράτα στρατούλα η θεία, σέρνοντας τα ποδαράκια της, φρούστου φρούστου με το μπαστουνάκι της και την κυρία Πωλίνα από την άλλη, φύγανε για  το σπίτι. Λίγες μέρες μετά η θεία πέθανε. Όταν άρχισαν ύστερα και τα τυπικά, ενημερώθηκα ότι η θεία πέρα από κάτι κληροδοτήματα για αγαθοεργίες, με είχε ορίσει γενικό κληρονόμο. Ένα σοβαρό ποσό σε μετρητά (που περιελάμβανε βέβαια όσα της είχα δώσει από το μισθό μου) και μερικά ακίνητα. Έδωσα ένα ποσό σε μετρητά στην κυρία Παυλίνα για όσα είχε κάνει φροντίζοντας τόσο καλά τη θεία. Επίσης της είπα να κάνει ότι νόμιζε με την κινητή περιουσία (επίπλωση, ρουχισμό, πιατικά κ.λ.π.) πέρα από δυο τρία ενθύμια. Κι εγώ μέχρι να σκεφτώ τί θα κάνω, συνέχισα να δουλεύω στο κρεοπωλείο κανονικά. Κάθε τόσο μου ερχόταν στο μυαλό η σκηνή από κείνη την ημέρα, η εικόνα της θείας έξω από το μαγαζί να κοιτάει τόσο έντονα. Και προσπαθούσα να καταλάβω το γιατί. Μα δεν έβγαζα άκρη. Πέρασαν μήνες. Και έπειτα, ένα απόγευμα που κάναμε διάλλειμα στην πίσω αυλή του μαγαζιού και καπνίζαμε με τους συναδέλφους, καθώς έκανα να βάλω το πακέτο των τσιγάρων πίσω στη μπλούζα της δουλειάς, μού ‘ρθε η επιφοίτηση: τη μέρα εκείνη η θεία, είχε επιτέλους  (και τί στον κόσμο!) δει τον ανιψιό της με την άσπρη μπλούζα. Και λίγο μετά έφυγε, ευχαριστημένη θέλω να ελπίζω. Για τον άλλο κόσμο.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (296)

..Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Τζηπιαίσιο, το (περί τέλους):   η ευτυχής/επιτυχής κατάληξη/ ολοκλήρωση αυτοκινητιστικής διαδρομής μακρινής, απροσδόκητης και δαιδαλώδους που γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού/δορυφορικού συστήματος πλοήγησης ΤζηΠηΕς. Π.χ. Υπακούοντας την ψηφιακή φωνή της καλής κυρίας στρίψαμε από την Εθνική δεξιά στην παράκαμψη και καταλήξαμε να περιπλανούμαστε για πάνω από 40 λεπτά στο ορεινό οδικό δίκτυο και τα χωριά του Δήμου Αποκορώνου Χανίων (ενώ όπως διαπιστώσαμε αν είχαμε συνεχίσει για περίπου 5 χιλιόμετρα στην Εθνική ευθεία, υπήρχε μία τεράστια ταμπέλα εξόδου και από εκεί το χωριό ήταν στα 500 μέτρα). Έτσι όταν φθάσαμε στην ταβέρνα όλοι οι φίλοι μας ήταν ήδη εκεί και είχαν ξεκινήσει. Ωστόσο οι καρέκλες μας ήταν άδειες, τα πιάτα και οι κούπες μας γεμάτα κι έτσι αμέσως γίναμε κι εμείς συνδαιτυμόνες στο συμπόσιο και περάσαμε πολύ ωραία μετά από αυτήν τη μικρή περιπέτεια που είχε ευτυχώς τζηπηαίσιο τέλος.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Ογδόντα πάνω κάτω

28 Δεκ. '015 - Χανιά, Κρήτη

Τα δάχτυλα προτεταμένα ενώνω
τον δείκτη και τον μέσο
κι έτσι ακριβώς
όπως οι ειδικοί μου έχουν δείξει
στο εσωτερικό του καρπού τα ακουμπώ
αφουγκράζομαι εκεί
και κοιτώντας το ρολόι
σ ένα λεπτό μέσα καταμετρώ
ογδόντα πάνω κάτω
κι αναλογίζομαι
μέσα στο ίδιο διάστημα
πόσοι σ' όλη τη χώρα
σε άλλες χώρες
στον κόσμο όλον
μέσα σε σπίτια, έξω απ' τα σπίτια
στους δρόμους, στις γειτονιές
στην εξοχή, στην φύση
μεταξύ ζώων, μεταξύ ανθρώπων
από πείνα, από μίσος, από ζήλια, από τρέλλα
για επιβίωση, για εκδίκηση, για επιβολή

Σφαγμοί. 

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ο υιός

27/12/'015,  πτήση Αθήνα - Χανιά


Παρέδωσε το τέκνο της στον κόσμο
στις 20 Απριλίου 1968
βράδυ Μεγάλου Σαββάτου
την ώρα που χτυπούσαν
οι καμπάνες για την Ανάσταση

Παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο
στις 11 Απριλίου 2015
βράδυ Μεγάλου Σαββάτου
η σορός έβγαινε από το σπίτι
την ώρα που χτυπούσαν
οι καμπάνες της Ανάστασης.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Poeticus Maximus Surealus Contradictus


Με τις καλύτερες κατάρες μου
με τις χειρότερες  ευχές μου
με τις ελάχιστες δυνάμεις μου
με τις τεράστιες αντοχές μου

Πρωί: «ένα διπλό ακόμα σού ‘πα»
βράδι: με τον καφέ αχνιστό στην κούπα

Τα πιο σκληρά τα μήλα, κύριε μανάβη, σε μένα όλα δώστα
τέτοια φρούτα, αφού ξέρεις, τα τρώω μόνο κομπόστα

Μες στο σκοτάδι νά ‘βρω
ψάχνω ένα μαύρο
λευκή πέφτει η σκόνη
το χιόνι και λερώνει

Αρχιμάγειρος της πείνας
γαστρονόμος καραντίνας

Μ’ οχτώ πόδια Θεά Κάλι και οχτάχερο χταπόδι
ποδηλάτης δίχως άκρα και καινούριο καλαπόδι

Με ακαριαίο φαρμάκι ποτισμένη καραμέλα
ολοτρύφερη μπριζόλα και γεμάτη σαλμονέλα

Σ΄αυτοσχέδια αγχόνη εκρεμάσθει με μανία
τέζα ο φροντιστής των κήπων στην αρχαία Βαβυλωνία

Μ’ ένα έλατο το Πάσχα
αυγά μες στα Χριστούγεννα
αναμνήσεις ακριβείας
απ’ όλα τα μελλούμενα

Με ανάθρεψαν ως μόσχο
απ’ τις δίαιτες απόσχω
τρώω πάντα νουά ψάρι
και ποτέ βραστό μοσχάρι

Θέλω να φωνάζω ζήτω
και με απελπισία να φρίττω
εν σιωπή γοερά να κλαίω
τραγούδια  εύθυμα να λέω

Μέχρις έως βαθμού εσχάτου
εκ μιας μοίρας επαράτου
διακριθείς επ’ ανδραγαθία
τυχών τύχη ευνοϊκή...
              και θεία.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (295)



...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ηθοπηγή: το λήμμα, αγαπητοί αναγνώστες, είναι ασφαλώς μια σύνθετη λέξη με προφανή συνθετικά και όχι όπως θα μπορούσε κανείς να νομίσει και να παραπαλανηθεί, εάν στην αρχή το γνώριζε ηχητικά μόνο (εάν το άκουγε δηλαδή) και να φανταστεί ότι πρόκειται για το ουσιαστικό με το οποίο ονομάζεται τα παλαιότατο και φημισμένο καλλιτεχνικό επάγγελμα στο αρσενικό του γένος, πληθυντικό αριθμό, ονομαστική πτώση, όπως θα ακουγόταν από τα χείλη κάποιου ορεσίβιου πατριώτη μας με βουκολικές καταβολές (οι ηθοποιγοί). Κάθε άλλο. Π.χ. (από το χθεσινό φύλλο της εφημερίδος "Η Μεταμεσονυκτία", απόσπασμα είδησης: "... πλήρης ημερών και 111 ετών "έφυγε" χθες η γνωστή συγγραφέας και Ακαδημαϊκός Βιολέττα Τσιγγολελέτα. Η Κυρία Βιολέττα όπως (απλά) την έλεγαν οι φίλοι, οι γείτονες, οι μαθητές της κ.λ.π. πέρα από το πλούσιο συγγραφικό της έργο θα μείνει στη μνήμη όλων τόσο για την ακόμα πιο πλούσια κοινωνική της δράση όσο και -κυρίως- για τη γενικότερη στάση ζωής της με την οποία ως δυνατός φωτοφάρος ελάμπρυνε τις ζωές και ως ηθοπηγή δρόσισε και ξεδίψασε γενιές πάμπολλων Ελλήνων. Το χώμα ελαφρύ...". 

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (294)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Αργοστόλης, ο: άνθρωπος άνδρας ο οποίος τυγχάνει να ονομάζεται, κατά το υποκοριστικόν, «Τόλης» εκ του πλήρους ονόματος φερ’ ειπείν «Απόστολος/Αποστόλης» και ταυτοχρόνως τυγχάνει εξαιρετικά αργός εις όλα: τη σκέψιν, την ομιλίαν, τη γραφήν, τις δράσεις όλες γενικώς, την εργασίαν κ.ο.κ., αυτός είναι ο... βλ. λήμμα. Π.χ. «Αμάν μωρέ! Δε φτάνει που άργησες σαρανταπέντε λεπτά στο ραντεβού, πας τώρα να μας πασσάρεις και φούμαρα δικαιολογία ψέφτικια και θα μας πάρει και καμμιά ώρα ακόμα έτσι όπως τα λες αργά αργάαααα... Ε, όχι φίλε μου! Τέρμα! Σώπαινε. Κουβέντα! Τ’ ακούς;  Άντε, πάμε τώρα μην κλείσει και το μαγαζί, ώρα που έχει πάει... Άντε ρε καημένε, πιο γρήγορα, πάρ’ τα πόδια σου πανάθεμα σε, αμάν πια ρε Αργοστόλη, αμάν!...».

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Δεν την αντέχω, σου λέω πια άλλο, αυτήν την απαίσια αηδία


22 Δεκεμβρίου '015, Λεωφ. Αλεξάνδρας, Πεδίον Άρεως, Αθήνα

Φριχτός Χειμώνας νυχτώνει
πριν έρθει ακόμα το βράδι
έξι η ώρα και είναι
ήδη πηχτό το σκοτάδι

Αχ! το καλό Καλοκαίρι νυχτώνει
πολύ μετά τις εννέα
διαφορά τερατώδης αλήθεια
είναι αυτή και ραγδαία.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Βρε πώς γίναμε έτσι;


30/11/’015 – Αμπελόκηποι, Λεωφ. Αλεξάνδρας - Αθήνα

Η φαντασία
πουλά λαχεία
η ρομαντική ιστορία
μια μόνιμη πια έχει γίνει απορία
το καθεστώς
είναι εκτός
μια νέα εξουσία
δίχως διόλου ουσία
κι η παλιά συνταγή
μια στυγνή διαταγή
οι καλές πράξεις
ό,τι βρεις να αρπάξεις
συλλαβές που μπερδεύονται, εύθυμης μέθης σημάδι
ψέλλισμα άναρθρο, σκοτάδι του Άδη
το «έρως ανίκατε»
«αυτά πού τα βρήκατε;»
το «αγαπάτε αλλήλους»
«σφάχτε τους σκύλους»
εμπνευσμένος ο στίχος
κινητού νέος ήχος
ο άσπιλος κρίνος
να πίνω μόνο σαν κτήνος
πριν πεθάνεις να ζήσεις
αμήχανος να ξεψυχήσεις
κι απ’ το ν’ αντισταθείς
δούλος, όλο σκυφτός  να σταθείς
το «έλα πια, φτάνει, είναι κρίμα»
στο «ό,τι είναι πιο αδύνατο μου γίνεται κτήμα»
αντί «θα σ’ αγαπώ μέχρι να τελειώσει το φως»
«καλύτερα νά ‘μαι μια μια ζωή μοναχός»
απ’ το «στρατό πατρίδας δε θέλω κανένα»
τώρα στο «εν δυο, εν δυο, εν δύο ένα»
κι έτσι οι ελεύθεροι αλήτες
πειθήνιοι γίνανε οπλίτες
και το γλυκό το φεγγάρι λαμπρό
ένα ψυχρό νέον φως αιχμηρό
το γυμνό, το καλλίγραμμο στήθος
σεμνοπρέπεια κι αυστηρό τόσο ήθος
το «για βραβείο θα σε πάω σε μπερντέ Καραγκιόζη»
στο «τιμωρία πολύ σκληρή σου αρμόζει»
αντί «δόξα Σοι» και «βοήθεια μας»
στο «η αγάπη Του καλύτερα να μένει μακριά μας»
το Ιερό Ευαγγέλιο
ανήλεο φραγγέλιο
και η Ελπίδα
μια παλλακίδα

Μα θα γίνουμε έτσι;
κούφια η ώρα

Έτσι είναι τώρα
σκάσε, προχώρα.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Πότε θα φάμε τα τυριά



Παράφραση Χ.Δ.Τ. του παραδοσιακού κρητικού «Πότε θα κάμει ξαστεριά;», στίχοι και μουσικές εκτελέσεις: http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=1119

Πότε θα φάμε τα τυριά
και θα ψητό μυρίσει;

να πάρω το πηρούνι μου
και την πιο βαθιά κουτάλα

στα πανηγύρια στα χωριά
να πάω και στα τσιμπούσια

να βρω κει πειναλέοντες
να βρω καλοφαγάδες

να τρώμε και να πίνουμε
και ν’ αρχινάμε πάλι

και μοναχά όταν σκάσουμε
να σταματάμε λίγο

κι ορκίζομαι να φαγωθούν
ούλα προτού να φύγω.

Ντουμ’ζ νταίη


(Αμέρικαν)

Δεκέμβριος ‘015, Αιγάλεω, Αθήνα

Ιτ ις νοτ κλήαρ
δη ατμοσφήαρ
λουκς λάικ δη εντ ις κάμινγκ
λουκς λάικ ιτ’ς νήαρ

Ε ντάιϊνγκ σαν
ε σίκεντ κόλορ
δη εντ οφ λάιφ
δη σταρτ οφ χόρορ

Ντο’ντ χελπ ένυμποντυ
ντο’ντ ήβεν τράη
τζαστ σέηβ γιορ πρέσιους σελφ
βόισες άσκινγκ χελπ, του ώλλ ντηνάη

Γιου σενς ιτ ιν δη ατμοσφήαρ
φάιναλ ντέηζ οφ δε φάιναλ γήαρ
εντ Γκοντ’ζ αιγουαίη
Ντέβιλ’ζ  χήαρ!


Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Μ’ ακούς που σου μιλάω; Ε; Μ’ ακούς;


Δεκέμβριος ‘015, Εξάρχεια, Αθήνα

Άντρες, γυναίκες, βραδάκι
στους δρόμους της πόλης γυρνούν
στους συνοδοιπόρους τους όλο μιλούν
τους προτρέπουν, τους εντέλλουν, τους ρωτούν
μα αυτοί δεν ανταποκρίνονται διόλου
σιωπή και απάθεια πλήρης
ούτε θυμός, ούτε χαρά

ίσως μπορεί
γιατί είναι δεμένοι
απ’ το λαιμό με λουρί
κι έχουν ουρά. 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Είδομεν αληθινόν, λάβομεν επουράνιον


Ανέβηκε η μπλούζα
παραπάνω από τη μέση
το παντελόνι καλύπτει
α! οι κρουστοί σου λαγόνες

μα... λακκάκια έχεις
στη βάση της πλάτης
τα είδα πάνω απ’ τον κώλο

πίστη ορκίζομαι
κατανύξεως θρησκεία
μυσταγωγία, νηστεία
λατρεία αγνή χωρίς δόλο

λακκάκια αχ! έχεις
τα είδα, πάνω απ’ τον κώλο. 


Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Μικρό κοκταίηλ προσευχής


(Ανάμικτα υλικά: στίχοι ύμνων προς τον Θεόν, σπαράγματα ιερών κειμένων, αποσπάσματα των Γραφών)

Θου Κύριε φυλακήν τω στοματί μου
ελθέτω η Βασιλεία Σου
λαμά σαβαχθανί
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών
εκτός Σου άλλον ουκ είδομεν
και φθοράς λυτρούσαι τους γηγενείς
ο πλανηθείς λυτρούται
καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος
καμφητοί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας
κατά το μέγα Σου έλεος
φιλάνθρωπε, δόξα Σοι.

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Zen Master (ο Δάσκαλος του Ζεν)


Ανάθεμα κι αν δεν
τα υλικά του Ζεν
δεν είναι λίγα βότσαλα
ένα κομμάτι ξύλο
κάποιος απλός σουγιάς
χαρτί τυχαίο, ό,τι βρεθεί
μικρό απολειφάδι μολυβιού
ή ίσως δανεικός στυλός
κείνο το άναφτο κερί
καθώς και γενικά
διάθεση αχόρταγη
για αέναο περπάτημα
και Τέλος
και Αρχή
και Πάλι.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Καθρέφτη, καθρεφτάκη


20/11/'015, Νεάπολη - Εξάρχεια, Αθήνα

Μ΄αυτήν τη δουλειά συνέχεια καταγίνομαι
το τριχωτόν της κεφαλής να μεταβάλλω
άλλοτε, κάθε τόσο, το κουρεύω εντελώς
και άλλοτε μακρύ πάλι να το αφήνω
ώρες να το χτενίζω επιμελώς
φορές αχτένιστο να μένει εντελώς, αφάνα
και την τριχοφυΐα του προσώπου μου επίσης να τροποποιώ
και ή τρεις φορές τη μέρα να ξυρίζομαι, αυγό
καιρούς να διατηρώ μια μεγαλόπρεπη, πατερική γενειάδα
ή ένα μουστάκι φουντωτό ως θύσανο
ή ένα λεπτό πολύ και σουβλερό γενάκι
όλο αλλαγές τέτοιες πολλές συνέχεια μηχανεύομαι
γιατί αυτό που στον καθρέπτη βλέπω το αποστρέφομαι
"πιάνει το κόλπο" με ρωτάτε "το λοιπόν;"
"όχι, ούτε κατά διάννοια" σας απαντάω μπέσα

διότι η ασχήμια που ενοχλεί, έρχεται από μέσα. 

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Τετράστιχο


28/11/'015 - κέντρο Αθηνών (οδός Αθηνάς)

Τσέσνα κομψό
πουλί ελικοφόρο
τί γυρεύει ένα πλάσμα σαν και σένα
στην εποχή των τζετ;

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Αχ! Πατρίδα


6/11/’015, Αερολιμένας Μονάχου
Ομάδες (έως και ορδές) τσιφτετελλήνων προσεγγίζουν (να μην πούμε επελαύνουν) με τρόπο ενίοτε (σχεδόν πάντα) θορυβώδη (μάλλον δε) και χαοτικό. Παρ’ όλα αυτά:

Όσο κι αν κάθε φορά
που έξω, στην Ευρώπη πάω
γύρω κοιτάω
παρατηρώ και αναπόφευκτα θαρρώ
καθώς συγκρίνω αναλογίζομαι
τα τόσα της πατρίδος τα κακά

τότε πώς γίνεται έπειτα στο αεροδρόμιο
στην πύλη που φεύγει η πτήση για Αθήνα
όμορφα να νοιώθω και γλυκά
καθώς μαζεύονται οι επιβάτες
κι ύστερα από τόσες μέρες
ακούω γύρω μου παντού Ελληνικά.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Το σφουγγαρόπανο του Φάουστ


Άουερμπαχς Κέλλερ - παλιά πόλη, Ξενοδοχείον Πενταχοτέλ -  Γκρόσσερ Μπροκχάους Στράσσε 3 και αεροδρόμιο  πόλης, Λειψία – Γερμανία, 5&6 Νοεμβρίου 2015 

Ο Μεφιστοφελής στην περιπλάνηση του  μαζί με τον Φάουστ, κάνει την πρώτη στάση στην υπόγεια παλιά ταβέρνα του Άουερμπαχ, στην Λειψία. Ο Φάουστ παρατηρεί τα γύρω του τεκταινόμενα και μεταξύ άλλων την παρακάτω σκηνή. 

Χύθηκε η μπύρα
αμάν γρουσουζιά
έσπασε ποτήρι
τσουγκρίσαν δυνατά
αχ! βραχήκαν όλα
γέμισαν γυαλιά
χύθηκε η μπύρα
πριν πιούμε γουλιά

επεμβαίνει η σερβιτόρα
με την άψογη στολή
πωπωπώ όμορφη πού ΄ναι
και πόσο της πάει πολύ
όλα να τακτοποιηθούνε
δίνει εντολή

να αλλάξουν οι πετσέτες
τα τραπεζομάντηλα
νέα νά  ‘ρθουνε σερβίτσια
και τα πάντα νά ν΄καλά

και ολόγιομα ποτήρια πάλι να αφιχθούν
προσοχή παιδιά όμως τώρα μην ξαναχυθούν

κι ένας ηλικιωμένος κύριος
ασπρομάλλης και σκυφτός
πρόθυμος πολύ όμως
και ευγενικός

κουβαλάει σφουγγαρίστρα
και κουβά για τα νερά
μια ολόσωμη φοράει
μακριά άσπρη ποδιά
κάτι με παχείς φακούς στα μάτια
έχει αυτός γυαλιά
ξεκινά να καθαρίζει με νοικοκυριά

με κινήσεις ακριβείας
σβέλτος και ταχύς
σε αυτήν την ηλικία
ντροπή δε νοιώθει ο δυστυχής;

να μπορούσα καλέ κύριε
να βοηθήσω μια σταλιά
σταματάει ένα λεπτάκι
και εγκάρδια με κοιτά
«δε χρειάζεται παιδί μου
τίμια είναι δουλειά».

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Putzfrau


3/11/’015 – Ξενοδοχείον Πενταχοτέλ, Γκρόσσερ Μπροκχάους Στράσσε 3, Λειψία

Η κυρία που καθαρίζει
δέκα και μισή το βράδυ
στα γραφεία της εταιρίας
με ολάνοιχτα τα φώτα
μα τι ώρα πια να φύγαν
οι εργαζόμενοι απόψε
με συρόμενο καρότσι
τα απαραίτητα που έχει
παχουλούτσικη, ξανθή είναι
όσο βλέπω να διακρίνω
κίτρινο πανί στο χέρι
κι όλο δώσ’ του να σκουπίζει
τα γραφεία, τις καρέκλες
τα καλάθια να αδειάζει
τούτη άχαρη την ώρα
άραγε την περιμένει
κάποιον να ‘χει αυτή στο σπίτι
σύζυγος, παιδιά υπάρχουν
ή γερόντισσα μια μάνα;
με επιμέλεια και σβέλτα
ασκεί τα καθήκοντα της
ένα πλάκωμα με πιάνει
έτσι μόνη που τη βλέπω
να δουλεύει μες στη νύχτα
στο έρημο, αδειανό το κτίριο
τυχαία το μάτι μου την πήρε
πριν ξαπλώσω στο κρεββάτι
του καλού ξενοδοχείου
ήταν μέρα συνεδρίου
επακολουθούντος δείπνου
τώρα πάω πια για ύπνο
πιο νωρίς απ’ τ’ άλλα βράδια
και σου εύχομαι ολοψύχως
νά ‘χεις μία καλή βάρδια.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

I ‘ m gonna dead

(Αμέρικαν)

Άι ‘μ γκόννα ντεντ
Άι ‘μ γκόννα ντεντ
νο μιλκ νο μορ
νο μιλκ, νο μπρεντ

Του ματς μπόντυ κίλλινγκ
του ματς μπόντυ κίλλινγκ
Άι ‘μ γκόννα ντεντ
σατς α μπαντ φήλινγκ

Άι θωτ Άι γουντ γκο ον σαμ γήαρς
Άι θωτ Άι γουντ  γκο ον σαμ γήαρς
Άι ‘μ νοτ γκόννα γκο ον
νο γκουντ ντου τήαρς

Άι χόουπ ‘τ γουίλλ μπη νο πέην
Άι χόουπ ‘τ γουίλλ μπη νο πέην
Άι ‘λλ ντου ιτ αδεργουάιζ
γουέν Άι γουίλλ λίβ αιγκαίην. 

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Όχι για τα γραφτά


Κοιτώντας το αποτέλεσμα δε θα μπορούσα παρά να πω
δίκαιος όντας και αντικειμενικός ότι είναι
μια τσαπατσούλικη και πρόχειρη δουλειά
βιαστικά κι αδέξια καμωμένη
και όντως παρορμητικά χθες το απόγευμα
σε μια στιγμή τη διεκπεραίωσα
με βάση κάποια έμπνευση που είχα προηγουμένως
και βλέπω τώρα και απαριθμώ
τα καθαρά κουσούρια της
μα σκέπτομαι παρ΄όλο αυτό
το ατελές και πενιχρό αποτέλεσμα
εμπεριέχει μέσα της τον σπόρο, τον πυρήνα, την «ιερή ιδέα»
και για όποιον ξέρει να βλέπει, να διακρίνει
είναι τούτο προφανές
δεν ξέρω ωστόσο εάν φαίνεται αρκετό
για κάποιους ναι – για κάποιους όχι
σίγουρα δίνεται η απάντηση πιστεύω
υπάρχουν βλέπεις οι τελειομανείς
που συνεχώς πασχίζουν για το βέλτιστο
ποτέ δεν ησυχάζουν κι όλο δουλεύουνε
πάλι και πάλι και ξανά το αντικείμενο τους
άλλοι που έτσι ύστερα απ’ την πρώτη την προσπάθεια
τ΄αφήνουνε και λεν «καλό είναι κι έτσι»
και άλλοι κάπου ανάμεσα
που κάνουν μια δυο απόπειρες
να σουλουπώσουν το έργο τους
κι έπειτα τελειώνουν
στην ύστερη κατηγορία θα έλεγα
ότι τον εαυτόν μου κατατάσσω
εις ότι αφορά και μ΄αφορμή το γεγονός…
μία στιγμή… αχού! μήπως νομίσατε ότι μιλάω για…
όχι καλέ, για ένα μικρό μαστόρεμα πού ‘κανα χθες μονάχα.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Παράβραση


Παράφραση (Χ.Δ.Τ.) της «Παράβασης» από τους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη σε μετάφραση, στίχους και μουσική του Διονύση Σαββόπουλου από το 1977
Στίχοι και το τραγούδι, ενδεικτικά στους συνδέσμους:
http://www.greeklyrics.gr/lyrics/view/11130/axarneis-parabash
https://www.youtube.com/watch?v=D03WvPTq-Lo

Στου περβολιού το χώρισμα, μάζευαν τους γιαρμάδες
και δεν ανάβανε φωτιά με ψέφτικο δαδί.
Και τώρα κλαίνε τα μικρά, δέρνονται οι μανάδες
και ο Προφήτης φαίνεται νά’ χει καλό χαρτί.
Θέλγει τα μύρια κύματα με ασυναρτησίες
δε δείχνει να ζορίζεται από το μακελειό.
Λουσμένος μες στα αίματα ψελλίζοντας βλακείες
για την ισοτιμία σας όνειδος φανερό.
Σημάδια του καιρού, βράκα μου μπαλωμένη
ουρίτσα σηκωμένη, θεότρελλου λαγού.
Καμάρι που ψοφάς σα χάρη υψωμένο
έξοχα υμνημένο με λάβρα ωσαννά.
Έλα να πιεις ρακή, να φάμε πασατέμπο
ταινίες να δούμε Βέγγο, το γέλιο ν’ ακουστεί.
Ποιός μας κληρονομεί και μας περνάει πέρα
ξέρω πως είσαι λέρα, έχιδνα φθονερή.
Σε έδαφος σαθρό, με έκδηλη αηδία
και με ζέση σπανία γκρέμιζα το σωρό.
Ποιός πια ιερουργεί στην άγια αλέα
μια δράκα, μια παρέα, εκεί που κατοικεί.
Πετύχαν ξυριστά να φτιάξουν νέο κράμμα
μα συντελείται θαύμα κάπου στη Βηθσαϊδά.
Νόστιμο θα γευτείς, γεύμα – επιδόρπια θεία
και θά’ ναι ευτυχία η πρόβλεψη του εικαστή.


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Μία μερική αναπηρία


Ως ο βαρήκοος που βαριακούει
(εμ βέβαια έξυπνε, τί ήθελες
βαρήκοος ο να κάνει;)
και λέω δεν πως αντιλαμβάνεται
καλά τα ηχητικά τα ερεθίσματα
κι όλο ρωτά όπου το θάρρος έχει
«ακούστηκε ωρέ τίποτα παιδιά;»
έτσι είμαι κι εγώ με τις οσμές
ίσως να είναι κάποια γενετική
υστέρηση ξέρω κι εγώ
μπορεί μικρός που είχα
στη μύτη «κρεατάκια»
πάντως ισχύει
κι όταν οι άλλοι υποφέρουνε
που ένεκα κάποια παρουσιάζεται
μπόχα ή δυσωδία
εγώ αμέριμνος γυρνώ και μάλιστα
αφ΄υψηλού τους ψέγω
«σιγά μωρέ, πώς κάνετε έτσι;» και λοιπά
κι ακόμα ούτε η μόλυνση της πόλης μ’ ενοχλεί
ούτε η εξ ανάγκης απλυσιά
του άστεγου συνάνθρωπου
δίπλα στο λεωφορείο
ούτε ο ελλιπώς ο λειτουργών
βιολογικός καθαρισμός στο θέρετρο
όπου περνώ τις διακοπές μου
κι έτσι γλυτώνω κι εν αδιαφορία διατελλώ
εις ότι αφορά οσφρητικές οχλήσεις

όμως το πράμα έχει και την άλλη του πλευρά
διότι χάνω και τις ευχάριστες οσμές
τη μυρωδιά του χώματος
μετά από τη βροχή
(ή λίγο πριν να βρέξει)
των κωνοφόρων το ρετσίνι
των αγριολούλουδων λεπτό
το άρωμα στο δάσος
τη μυρωδιά ξύλων που καίγονται
σε φωτιά που έχει ανάψει
είτε απλώς για θαλπωρή
είτε για ζεστασιά
ή ακόμα και για την παρασκευή
του κάποιου φαγητού
των φαγητών τις μυρωδιές που σου θυμίζουν
ότι ακόμα είσαι κι ότι μπορείς
να συνεχίσεις να είσαι ζωντανός
όπως πεζοπορείς στους δρόμους
στις γειτονιές της πόλης
απ΄τ’ ανοιχτά παράθυρα που έρχονται
πριν απ’ το μεσημέρι
καθώς βράζουν τα τσουκάλια
και τα τηγάνια καίνε το περιεχόμενο τους
αναμένοντας λίγη ώρα μετά
της οικογένειας τη συνάθροιση
των φίλων, της παρέας ή του ζεύγους
μα η μεγαλύτερη απ’ όλες είναι η απώλεια
των αρωματισμένων, των σαπουνισμένων
των μαλλιών και των σωμάτων
όταν σε προσεγγίζουνε ακούσια μες στο συνωστισμό
σε ώρα αιχμής στην υπαίθρια λαϊκή
σε κάποια ουρά, στο τρόλλευ
και χώνεις –που λέει ο λόγος-
το πρόσωπο σου στους θυσσάνους και τις κόμες
και ρουφάς όσο μπορείς τις θεσπέσιες μυρωδιές
που απελευθερώνονται καθώς ανοίγει το μανίκι στη μασχάλη
ή ένα κουμπί στο μπούστο τον κόρφο αποκαλύπτει
και τότε είναι που σε πιάνει πίκρα και οργή
για την αναπηρία σου
γι αυτήν της φύσης, του Θεού την τόση αδικία

μα περιθώριο αντιδράσεως
ή κίνησης διορθωτικής δεν έχεις
κι άλλο να κάνεις δε μπορείς
πέρα να υπομένεις και να ζεις
σ’ αυτό το ούτε όχι, ούτε ναι
σ΄αυτό το κάπως λίγο
σ΄εκείνο το τοπίο το θολό
στη γκρίζα εκείνη ζώνη
κάπου εκεί ανάμεσα
εν σχέσει ως προς τις οσμές
κάπου εκεί ανάμεσα
και ως προς όλα τα υπόλοιπα εν σχέσει
σού ‘λαχε βίο να διάγεις.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Μία στιγμή να δέσω το παπούτσι μου

10/10/’015 – Σπήλαιο πηγών υπόγειου ποταμού Αγγίτη Μααρά, Δήμος Προσοτσάνης, Δράμα

Στο δεξί πάντα παπούτσι
το κορδόνι λύεται
σύνθετο αυτό πρόβλημα
δύσκολα επιλύεται
θα υπάρχει κάποια λύση
σίγουρα θαρρώ
θά ‘ναι κάτι απλό πράμα
πράμα φανερό
μα όσο και εάν δια βίου
ψάχνω να τη βρω
παταγώδης αστοχία
τρύπα στο νερό
θά ΄ρθει η στιγμή, η ώρα, λέω
και θα βρει καιρό
μα μπορεί νά ‘ναι η υστάτη
μέσα στο ψυχρό
το μακάβριο γραφείο
και το θλιβερό
λυτό το δεξί λουστρίνι θα εντοπίσει ο υπεύθυνος
με μάτι κοφτερό
και το διορθώσει αλάνθαστα
με ύφος σοβαρό
κι έτσι θά ‘μαι  έτοιμος
κι επιτέλους άψογος
στον πένθιμο χορό.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Δε ντρινκ

(ιν  Ίνγκλις)

Δε ντρινκ ρανς λάικ ινκ
έβρυθινγκζ’ κόβερντ
μπλακ ιζ δε κόλορ, νοτ πινκ
ιν ιτ Άι σινκ
σουν ωλλ γουίλ μπη μπλακ
σήη, φάιναλλυ δατ’σ
γουώτ νταζ δε ντρινκ. 

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (293)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα



Πείστης, ο: είναι ο άνθρωπος με πολύ άνω του μέσου όρου ικανότητα πειθούς, π.χ. «Τον πείστη, α! τον πείστη...», «Με ποιόν τά ‘χεις μωρέ;», «Με τον πωλητή στο κατάστημα ειδών ανδρικής ένδυσης», «Και γιατί τον βρίζεις;», «Γιατί μ’ έκανε και πήρα αυτό το κοστούμι όταν του είπα ότι στη φετινή εκδήλωση της εταιρίας θέλω να κάνω μία εμφάνιση ξεχωριστή», «Α, και τί κοστούμι σου πρότεινε;», «Ένα ροζ», «Ε, και το πήρες;», «Ναι», «Ρε τον πείστη...».


Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Φέρτε μου κάτι κοφτερό


Κοιμάμαι αργά και ξυπνάω νωρίς
ύπνο δεν έχω καθόλου
όλο όνειρα απαίσια βλέπω και σύννεφα μάβρα
καλύπτουν το εύρος του θόλου

Πρέπει μάλλον να κόψω
φτάνει πια, πόσο;
το τόσο πολύ το πιοτό
πρέπει επίσης να κόψω
το βράδυ αργά και βαρύ φαγητό
να κόψω πρέπει ακόμα
το σέρτικο που όλο ροφάω καπνό
στο διαδίκτυο να διαβάζω ειδήσεις
φριχτές πρέπει να κόψω
σχόλια όλο κακία
καυγάδες άρρωστους
και τσακωμούς στα φόρα
κοινωνικής μέσα δικτύωσης
μια τρέλλα καθημερινής εξαχρείωσης
το ανεξέλεγκτο σίγουρα
πορνό πρέπει να κόψω
την ηρεμία, την ισορροπία
τον ύπνο μου να βρω (αν τα κόψω)
όλα μαζί με μια κίνηση απόφασης
μ’ ένα καίριο χτύπημα
σαν ευθύβολο τόξο

Αναμφίβολα δύσκολο εγχείρημα
με αποτελέσματα αβέβαια
ίσως...πιο εύκολο και σίγουρο είναι
κάτι άλλο... κάτι άλλο να κόψω.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Θεληματάρης στα Εξάρχεια


12/9/’015 – Νέα Στύρα, Εύβοια

Χρόνια και χρόνια, χρόνια πολλά
ζει εδώ στη γειτονιά
που ζω κι εγώ από πάντα
ο άνθρωπος αυτός
ομήλικοι πρέπει είμαστε περίπου
τον βλέπω τακτικά
όλο κάτι χαχόλικα φορά
φθαρμένα ρούχα
όλο κάτι φαρδιά παπούτσια
κάποτε ήταν κι αυτός μελαχρινός
τώρα έχει κι αυτός ασπρίσει
αξύριστος συχνά κυκλοφορεί
όλους τους ξέρει και τους χαιρετά
τους μαγαζάτορες, τους καφετζήδες
τον περιπτερά, τους αστυνομικούς στο τμήμα
τους ιερείς του Αγίου Νικολάου
τη βγάζει με θελήματα
πότε να ξεφορτώνει τον βλέπω το χαρτί
σ’ ένα από τα πολλές τυπογραφεία τις δεκάδες
πότε χαρτοκιβώτια με πλακάκια
πότε τίποτα μπύρες στα κασόνια
ή βάζει ένα χεράκι σε κάποια μετακόμιση
ή ότι άλλο μικροθέλημα
και κάθε χαμαλίκι
δεν ξέρω πώς τη βγάζει από φαγητό
ή στέγη αν έχει κάπου
θυμάμαι πάντως μια φορά πρωί
ένα καλοκαίρι που είχα πάει
στο λόφο για περίπατο
και νά ‘σου σε μια πλαγιά να ξεπροβάλλει
μέσα από κάτι πρόχειρα στρωσίδια
από κάτι σληπινγκμπάγκ
και να τεντώνεται και να χασμάται
ατενίζοντας με έντονο ενδιαφέρον
απέναντι τις πολυκατοικίες
άστεγος νά ‘ναι λες;
να βρίσκει καταφύγιο σε κάποιο απ’ τα πολλά
τα άδεια, τα παλιά τα σπίτια;
πάντως και αν φτωχοπερνά
κακόκεφο ποτέ ή δύσθυμο τον είδα
και βέβαια ούτε κατά διάννοια αγχωμένο
όλο πάντα ζωντανός, κινητικός
και ομιλητικός ιδιαίτερα
με μια φωνή χαρακτηριστική
και ένα ψεύδισμα ελαφρό να ξεχωρίζει
στην άκρη της γλώσσας του έχει πάντα ένα πείραγμα
ή κάποιο χωρατό που μ’ ευκαιρία πρώτη ξεστομίζει
…με άλλα λόγια ένας άνθρωπος
που ζει την κάθε μέρα
την κάθε μία την στιγμή
χωρίς σκοτούρες για το χτες
και έγνοιες για το αύριο
χωρίς ο φόβος κι οι ενοχές κάθε λεπτό
ποιός από πούθε να τρυπώνουνε ξέρει και κυριαρχούνε
αυτό το τόσο στοιχειώδες δηλαδή
κι απλό το μυστικό
που λίγοι στην εποχή μας μοναχά
φαίνεται να κατέχουν 
ενώ οι περισσότεροι παλεύουν μάταια
κι ακόμα καταφεύγουν στη βοήθεια ειδικών
μήπως το κατακτήσουν…
αυτά σκεφτόμουν σήμερα, πρωί
πριν φύγω για μία μικρή
διήμερη εκδρομή απ’ την Αθήνα
καθώς τον είδα άλλη μια φορά
σε ένα φορτηγό μικρό
με νεύρο να γεμίζει την καρότσα
βοηθάει είπα η κίνηση η εμπορική
πρωί Σαββάτου να βρεθεί ένα μεροκάματο
βοηθάει ίσως και η λαϊκή
πού ‘χει η Καλλιδρομίου
σκεφτόμουνα εμένα, σκεφτόμουνα αυτόν
τόσα χρόνια τον γνωρίζω
«βίοι παράλληλοι» σκεφτόμουνα
μονάχα που δεν ήξερα
ποιανού είναι πιο καλός ο βίος.


Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Οι φωνούλες


29/8/’015 – πλησίον χωρίου Αγ. Νικόλαος, χερσόνησσος Μεθάνων

Μικρές φωνούλες μου διαφεύγουν συνεχώς
σε τυχαίους χρόνους ακουσίως εκστομίζονται
(μα πρέπει να παραδεχτώ πως η συχνότητα αυξάνει)
διάφορες ώρες της ημέρας
η ορισμένως και της νυκτός
κυρίως κατά μόνας ευτυχώς
(μα και εν μέσω πλήθους, όλο και πιο συχνά συμβαίνει)
είναι οι φωνούλες σα μικρές πολεμικές κραυγές
σαν θραύσματα από άριες
σαν τμήμα στίχου τραγουδιού οπερέττας
σαν πόνου κάπως οιμωγή
σαν μίνι ουρλιαχτό
σαν μωρού κλάψιμο άναρθρο
στροφής κομμάτι τόσο δα από ένα μοιρολόι
πηγαίες φωνούλες, τί είναι ξέρω καλά
κι ούτε απορώ, ούτε ανησυχώ καθόλου
είναι, έχω καταλάβει από καιρό
σαν μια – που λέμε εμείς (τρομάρα μου) οι μηχανικοί –
βαλβίδα ανακούφισης, μία μορφή εκτόνωσης
για τις κάθε λογής εσώτερες πιέσεις

ισορροπία βρίσκει ο καθείς όπως μπορεί
εμένα μού ‘τυχε με τούτες τις φωνούλες...
απλώς... έχω το νου μου, μήπως κάποιος καλοθελητής
ένας συνάδελφος ας πούμε
κάποια κυρία από τη γειτονιά
φίλος μπορεί ή συγγενής, ποιός ξέρει
μην τύχει από ενδιαφέρον άδολο κι αγνό
στείλει, για το καλό μου, το γνωστό απόσπασμα
ανδρών που με ογκώδη σώματα, λευκές στολές
και σαν παιδιού λεπτές και απαλές  τις ομιλίες
ευγενικά πολύ με πάρουν αγκαλιά
κι αρχίσουν να μου εξηγούν
ότι θα βρω ένα μικρό παράδεισο
μιαν ήσυχη γαλήνη
και μιαν χωρίς φωνούλες ήρεμη ζωή
κει που με πάνε.



Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Τέλος εποχής


Τελειώνει πια μου φαίνεται
αυτή η εποχή της τρυφηλότητας
η μέρα έχει μικρύνει αισθητά
το βράδυ κάνει κάπως ψύχρα
και ένα κατιτίς το θέλεις
απάνω σου να ρίξεις
οι για λίγο άδειες πόλεις
έχουν γεμίσει πάλι ασφυκτικά
κι έχουν αδειάσει τα χωριά, τα θέρετρα
έχουνε μείνει οι λιγοστοί, οι μόνιμοι
και τέρμα πια τα εναλλασσόμενα τα δίπολα
βούτηγμα – άπλωμα, βρέξιμο – στέγνωμα
και τέλος η ενδυμασία μόνο βερμούδα και σανδάλια
ή και υποδήματα χωρίς καθόλου
και πάνε τα ουζάκια πριν το μεσημεριανό
και τα τζιν τόνικ σούρουπο
κι οι παγωμένες μπύρες
όλες σχεδόν τις ώρες της ημέρας

τώρα θα έχει κρύο και σκοτάδι
τώρα θά έχει νύχτα κι εργασία
νύχτα θα φεύγεις για δουλειά
και νύχτα πάλι θα γυρίζεις
και θα περνά η βδομάδα
σα νά ΄ναι μια στιγμή
και τα Σαββατοκύριακα
κυλάνε σα νεράκι
τώρα θα έχει κούραση
και ένταση και άγχος
και θέλει οργάνωση
και θέλει αγώνα

έλα Χειμώνα.





Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Υπαίθρια, χαμηλή, εφήμερη


28/8/’015 – πλησίον χωρίου Αγ. Νικόλαος, χερσόνησσος Μεθάνων

Έκθεση υπαίθρια
μικρά έργα τέχνης διάφορα
συνθέσεις αρχιτεκτονικές
οικίες περίτεχνες
ναοί, κάστρα και πύργοι
κι ακόμα αναπαραστάσεις
της φύσης μορφωμάτων
όρη, ηφαίστεια, σπήλαια,
φαράγγια ποταμών, κοιλάδες
ίσως εξάλλου και ολόκληρα χωριά
κι ακόμα γλυπτά κάθε λογής
γυμνές καλίγραμμες γυναίκες
μυώδεις αθλητές, όντα του μύθου
ήρωες, γοργόνες, σπαθοφόροι πολεμιστές
κι αφηρημένα σχήματα κι επίσης
προϊόντα τεχνικής μικτής
μαζί με ξύλα, πέτρες, βότσαλα
και βέβαια βασικό υλικό
το γύρω άφθονο παντού
συχνά όλα τούτα συνοδεύονται
από σκαλίσματα, γραφές...

μικρά έργα τέχνης διάφορα
έκθεση υπαίθρια και εφήμερη
κάτω εκτείνεται, στο έδαφος
και για να δεις πρέπει να βλέπεις χάμω

το καλοκαίρι, στις ακρογιαλιές, στην άμμο.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Όπως ακριβώς


(23/8/’015, λιμάνι – Μέθανα και 24/8/΄015, όρος Ταΰγετος, πλησίον Ιεράς Μονής Γόλας – Λακωνία)

Τα τεφτέρια μου βρέχονται
σβήνονται τα γράμματα
στην άκρη και χάνονται
τα μουσκεύει η βροχή
ξεχασμένα στην τσέπη
ριγμένα προχείρως στο σακκίδιο
στην νεροποντή
ή στην τσάντα του μπάνιου
το καλοκαίρι
κι από πάνω να πέφτει
η βρεγμένη πετσέτα
σκεβρώνουν τα εξώφυλλα
οι γωνίες διπλώνουν
σαν στεγνώσουν μετά
κυμματιστό είναι το χαρτί
μα έχει σχεδόν χαθεί η αυτοσχέδια
χειρόγραφη στις άκρες η σελιδαρίθμηση
κι όμοια μουτζουρωμένες και θολές
αδιάβαστες σχεδόν
είναι ολόκληρες γραμμές
στίχοι από ποιήματα
φράσεις από ιστορίες
ή από καταγγραφές ιδεών
συνόψεων και άλλων σημειώσεων
για «έργα» μελλοντικά – τί κρίμα!...

κι έτσι τα κουβαλάω πια
τα ταλαιπωρημένα τα τεφτέρια μου
μα δεν τ΄αφήνω
συνεχίζω με τα ίδια
μέχρι κάποιο να τελειώσει
και να πιάσω ένα καινούριο
όπου μάλλον ούτε αυτό θα το προσέξω
και πάλι κάπου θα βραχεί
και θα συμβούν τα ίδια
κι όμοια θα ταλαιπωρηθεί

δεν είναι τα τεφτέρια μου
τακτικά, καθαρά και φροντισμένα
προσεγμένα και νοικοκυρευτά

όπως εξάλλου ακριβώς έτσι είναι
και τα περιεχόμενα γραφτά.





Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Τα ξένα σαπούνια


18&28/8/’015, Λυγουριό Αργολίδος, χωρίον Κουνουπίτσα – χερσόνησσος Μεθάνων, λιμάνι πόλης Μεθάνων

Τα ξένα σαπούνια
ωραία που είναι
και όμορφα τόσο
πώς μυρίζουνε πώς
με αρώματα ιδιαίτερα
και τέτοια που θά ‘θελες
μάλλον ποτέ
μα ποτέ μοναχός
καρύδα γλυκειά
φρούτα του δάσους
χυμοί αχιβάδας
πεύκου βελόνες
καρπός δέντρου αγνώστου
εξωτικός
φιλοξενούμενος είτε
απλός επισκέπτης
στο ξένο το μπάνιο
τα σαπούνια μυρίζεις
σαν εκστατικός
στα χέρια ύστερα
στο σώμα τ΄απλώνεις
κι αρχίζει να γίνεται
να γίνεται αφρός
μυρωδιές σε τυλίγουν
τα ρουθούνια ανοίγουν
και τον καθρέφτη
θολώνει ο ατμός
οι πόροι του δέρματος
ανοίγουν και δέχονται
τις νέες και πόσο
θελκτικές τις οσμές
που σε κάνουν και λες:
«θα πάρω κι εγώ,
θα πάρω κι εγώ!»
μα σαν θα πας πάλι
στις αγορές
ποτέ δεν το κάνεις
δεν σου πάει το χέρι
τα ίδια πάλι θα πάρεις
τα ίδια που παίρνεις
απ’ την αρχή του καιρού
το ίδιο σαπούνι
το ίδιο αφρόλουτρο
το ίδιο σαμπού
κι αδημονείς
πότε θά ‘ρθει η ώρα
της άλλης φοράς
που σ’ άλλο σπίτι θα πας
και θα χτυπάς το κουδούνι
και λίγο μετά θα ζητάς
«παρακαλώ πού είν’ το μπάνιο»
όπου θα υπάρχει ασφαλώς
συναρπαστικό κάποιο νέο σαπούνι.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

Γλάρος στικτός


23/8/’015 – λιμάνι Μέθανα και 25/8/’015 – Μονεμβάσια, Λακωνία

Γλάρος στικτός
δεν είν’ σαν τους άλλους
αλλιώτικης ράτσας
δεν είναι λευκός
σταχτής σχεδόν
μα πετά όπως όλοι
στον αέρα πλανάρει
πιλότος καλός
από ψηλά εντοπίζει τα ψάρια
βουτά αιφνιδίως
το στόχο του βρίσκει
ο αλιεύς ο αρπακτικός
στο κοπάδι με τους άλλους συχνά
δε συναγελάζεται
είναι ξεχωριστός

έχει τόσο εξυμνηθεί
η ομορφιά αυτού του πτηνού
που όμως χάνεται κάπως
από κοντά άμα τον βλέπεις
καθώς είναι άγρια
η όψη του αρκετά
(είπαμε αρπακτικός)
μα από μακριά
είναι πράγματι υπέροχος
ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα
πόση αρμονία στη λευκότητα του γλάρου
έτσι όπως σε αντίθεση έρχεται
με το γαλάζιο της θάλασσας
με το μπλε του ουρανού
και πάλι όπως σμίγει
με τον αφρό του κύματος
με του συννέφου τον ατμό
εικόνα τόσο τέλεια
που δύσκολο κανείς να βρει

μα όχι τούτος δω
όπως έχει κάτσει πάνω στο νερό
και μοιάζει σα μια μάβρη
πλαστική σακκούλα σκουπιδιών παλιά
πού ‘χει απ’ τον ήλιο ξεθωριάσει
και έχει γίνει γκρι.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Χλαμύδα


Παράφραση Χ.Δ.Τ. του ποιήματος «Αρμίδα» (1947) του Νίκου Καββαδία (1910 – 1975),  30/7 και 7/8/’015, Άγιος Θωμάς – Μαρούσι, Αθήνα και 20/8/’015, χωρίον Κουνουπίτσα – χερσόνησσος Μεθάνων

Το νέο νυφικό του μαιτρ Ντίμη
είναι απόχρωσης χρυσής
στο γάμο θα το δείτε και εσείς
και θα πείτε «την αξίζει τόση φήμη»

Τα έχει όλα από καιρό σχεδιάσει
σε κήπο με συντριβάνι και νερά
όποιος πάει, πάντως σοβαρά
απέραντα πολύ θα διασκεδάσει

Ο γαμβρός ειν’ άνδρας κραταιός
επιβλητικός και ρωμαλέος
δε θα έλεγες ακριβώς ωραίος
άγριος κάπως και πολύ αρρενωπός

Κι αξέχαστη της νύφης η ομορφιά
θα χαραχτεί ανεξίτηλα της μνήμης
το μπούστο, τα λευκά χέρια, τα μεριά
ο ίδιος νύφη είναι ο μαιτρ Ντίμης

Μόδιστρος της ωτ κωτύρ σπουδαίος και τρανός
διάσημος για εστέτ δημιουργίες
τα βράδυα νυχτοπεριπατητής δεινός
στις κακόφημες τις συνοικίες

Μετά από εκατοντάδες εραστές
είπε πλέον να κατασταλάξει
σα σκάφος μακρυά από απόκρυμνες ακτές
σε ήσυχο λιμανάκι να αράξει

Και βρήκε τον Μουχτάρ τον πορθητή
κουρσάρο αιμοδιψή – σφαγέα με τη βούλα
κι είπε να νοικοκυρευτεί
νυμφίος ο Μουχτάρ κι αυτός νυφούλα.



Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Γλυκά που σε νανουρίζει αυτός ο ήχος και όμορφα που είναι τόσο, τούτη την εποχή


Αύγουστος 2015, Νεάπολη-Εξάρχεια, Αθήνα

Πέντε η ώρα ξημερώματα
Δεκαπενταύγουστος, Αθήνα
όλοι κοιμούνται  στη γειτονιά
κι ούτε ένα αυτοκίνητο
άδεια η Ιπποκράτους
τίποτα δεν ακούγεται
γουργουριστός μέσα στη νύχτα μόνο
ο ήχος που κάνουν ρυθμικά
όσα δουλεύουν κλιματιστικά.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Figlia del sole


Κόρη του ήλιου
αδερφή του φεγγαριού
μέρα της νύχτας
χειμωνιά καλοκαιριού
φρένο ταχύτητας
πόρνη ηγουμένη
εκείνος που αργεί
ποτέ πίσω δε μένει
με συλλόγου ευθύνη και δύναμη
πάντα μόνη τελείως στο τέλος παλεύεις
δίκαια αμείβεσαι
κι άδικα ψάχνεις αυτό που γυρεύεις
εμβρόντητοι στο κοντσέρτο ακούγαμε
το ακριβότερο τσέλο του κόσμου
να βγάζει τόσο παράφωνους ήχους
ασφαλώς, ίσως, μπορεί, μάλλον όχι και νά ‘φταιγε
ότι η σολίστ αντί για δοξάρι
με τους κατάμαυρους έπαιζε
πλούσιους της βοστρύχους
ασυναγώνιστη έπαρση μας  πλημμύρισε αίφνης
με τη φτηνή εξαθλίωση και κατάντια της τέχνης
μια απαίσια, αναπάντεχα, γνωστή συναντήσαμε
που μας έκανε έκπληξη φωνάζοντας «Τσα!»
το κοντσερτχώλλ ομοθυμαδόν το εγκαταλείψαμε
και για παρηγορία πήγαμε να φάμε πατσά
στο καζάνι ωστόσο είχε πέσει ένας Ινδιάνος από το Περού
κι εξείχε μόνον η μύτη ενός του, εξαίσιου φτερού
η κακοτυχία απόψε αποφάνθηκα
μας κυνηγά σαν μαυρόψυχη λάμια
διακριτικά μου επεσήμαναν ότι
στο παχύ μου μουστάκι ισορροπούσε μια μπάμια 
άφθονον ήπια – δεν κατάλαβα πώς – οίνο μοσχάτο
και σαν έκανα να σηκωθώ, να! πάρ’ τον κάτω
κρυάδες με τύλιξαν, λούστηκα με πλούσιο ιδρώτα
μα σαν σε όνειρο έβλεπα όνειρα
πορτοκαλιά σαν καρότα
ότι ανεκάλυπτα λέει συνεχώς
εξερευνώντας προκεχωρημένες εκτάσεις
δηλαδή όχι εντελώς συνεχώς
έκανα ενδιάμεσα τις απαραίτητες στάσεις
ώσπου έφθασα εν τέλει κάτω από ένα ηφαίστειο
όπου μ΄έκπληξη απάντησα Βρεττανό οινοβαρή και ανέστιο
τρεκλίζοντας μου πάτησε το πόδι κι έσπευσε να δηλώσει:
«Όου! Άιμ σόουρρυ!», του συστήθηκα και αποκρίθηκε:
«Πρέσβης Σερ Μάλκολμ Λόουρυ»
αναμφίβολα ήταν πέρα για πέρα βλαμμένος
στουπί στο μεθύσι μα και κάπως σα λυπημένος
πρότεινε να ψήσει να φάμε φρέσκιες πανσέτες
να τεμαχίσει – έτσι είπε – ένα κρέας
εξαίρετο που είχε σε φέτες
«εδώ που τα λέμε» του απάντησα «θέλω»
μα αυτός να παίζει με εντέλεια άρχισε
κείνο το ίδιο το τσέλο
οι νότες του οποίου κρυστάλλινες
στη ζούγκλα γύρω εξαπλούντο
κι αυτός κομπάζοντας πρόσθεσε
άριστος αθλητής πως ήταν του τζούντο
υποκλίθηκα, ευχαρίστησα κι έφυγα
αφήνοντας τον να κοιμάται μακάρια
πάνω σ΄ένα δεμάτι σανό
κι επιβιβάστηκα σ’ ένα χωρίς πολυτέλειες και πλήρωμα
καλαμένιο, μονοθέσιο κανώ
διάπλευσα σ’ όλο το μήκος του
έναν θολό μα διαυγή ποταμό
με λαμπρές τελετές μ’ υποδέχτηκαν
σαν έφτασα στον ωκεανό
ο επικεφαλής πρέπει να ήταν Εβραίος
τις κόρες του σύστηνε Ιουδήθ και Ραχήλ
δάκρυα στα μάτια μου έφεραν
το μελωδικό γιουκαλί κι η αγγέλου φωνή
του Χαβάνου Καμακαβίβο Ολέ Ισραήλ
απαίσια ηλεκτρόλυση στον άερα όμως μύρισε
τρέχοντας έφυγα, ποιά αξιοπρέπεια; σας λέω: μπουχός!
παρέα μου μόνη στο δρόμο
ένα απισχνασμένος ναρκομανής μοναχός
«στη Μονή» μου εξήγησε
«ο βίος είναι εγκρατής και απλός»
ξετρύπωσε μια τράπουλα κάπου μέσα απ’ το ράσο
«είσαι για μια παρτιδίτσα;» με ρώτησε
κι ο κερατάς σε λίγα λεπτά μού ‘σκασε φλος
δεινός χαρτοπαίκτης αποδείχθηκε ήταν
και ενίοτε και χαρτοληστής
για να τον προσηλυτίσω επιχειρήματα ανέπτυσσα
καλώντας κι εκείνον να γίνει πανάξιος
όπως εγώ συντονιστής
«μπα, άσε τώρα να φεύγω» μου πέταξε
 σάλταρε πάνω και άρχισε
να σκαλίζει το ξύλο μιας κουπαστής
στην παραλία λιγοστοί μας περίμεναν
συγκρατώντας με βία ένα αδάμαστο τραίνο
«Ρε παιδιά, σώνει, φτάνει τους φώναξα,
 α και πού ‘στε; να ξέρετε, στο στενό του κύκλο
τον Ρενουάρ τον έλεγαν Ρένο»
συρίζοντας σίγησαν με ήχους της χύτρας
την έγκριτη γνώμη μου ζήτησαν αν
ένας πίνακας αυθεντικός ήταν Λύτρας
«Δείτε βρε» τους έκανα μάθημα
με χαμόγελο σωστός Εωσφόρος
να, στη γωνίτσα, εδώ, τ΄όνομα του έχει γραφεί: Νικηφόρος
αγνοώντας η πρόταση υπερσκέλισε φόβητρο
που πλανιόταν κατάρας ζωηρής στον αέρα
μα σα να ‘ριξε σπόρο που βλασταίνοντας ήκμασε
όλη την υπόλοιπη μέρα…
μέρα της νύχτας
αδερφή του φεγγαριού
κόρη του ήλιου
χειμωνιά καλοκαιριού.  

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ο Κουροσάββας


Ο Κουροσάββας ναυτικός παλιός
τον κόσμο όλον είχε γυρίσει με τα πλοία
μα κάποια στιγμή βαρέθηκε
τη θάλασσα παράτησε
και πήγε στο χωριό του, στην Ηλεία
όπου άνοιξε ένα μπαρμπέρικο
τέχνη παράλληλη που είχε μάθει
στα καράβια και ασκήσει
εκατοντάδες κεφαλές και μάγουλα
είχε κουρέψει, είχε ξυρίσει
τη σκεβρωμένη πίπα του ταμπάκο γέμιζε
τα απογεύματα ύστερα απ’ τη δουλειά
και κάπνιζε στοχαστικά
την ώρα που ο ήλιος
βυθιζότανε στη Δύση

Απ’ όλες τις χώρες τις πολλές
που βρέθηκε στ΄αμέτρητα ταξίδια του
αγάπησε απ΄όλες πιο πολύ την Ιαπωνία
μια γκέισσα λένε ότι ερωτεύτηκε παράφορα
και λάτρεψε με πάθος, με μανία
στου μαγαζιού του την ταμπέλλα
είχε ζωγραφίσει του τόπου αυτού
τα παράξενα τα γράμματα
κανείς δεν καταλάβαινε τί θέλανε να πουν
μέχρι που τους εξήγησε ένας Ιάπωνας
τουρίστας που ξεστράτισε ως εκεί
πως είναι ένα ποίημα ερωτικό, χαϊκούν

Έστεκε ακόμα η πινακίδα
παρ΄όλο που ήταν χρόνια το μαγαζί κλειστό
πάει καιρός που ο Σάββας απάντησε τον Χάρο
ακούω ακόμα σώζεται και να τη δεις μπορείς
άμα βρεθείς κι εσύ κάποια φορά προς τη Ζαχάρω.



Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Μπραβό


Έστω κι αργά απωθημένα αν έχουμε
γι αυτά να κάνουμε κάτι λένε πως πρέπει
προσυπογράφω έστω και εάν
άξιος δε στάθηκα εγώ να το κάνω καθόλου
ωστόσο πάντα γύρω μου θαύμαζα
όσους πάλευαν αρχινισμένες παλιά
γλώσσες ξένες να συνεχίσουν
τα εξ αναβολής ξανά και ξανά
ταξίδια επιτέλους να γίνουν
να μάθουν σαξόφωνο, κιθάρα ή όμποε
να ράβουν φορέματα, να καλλιεργούνε τουλίπες
να πετούν μ’ αερόστατο
πτυχίο να παίρνουνε για καταδύσεις
με μια μαύρη γυναίκα (ή αντρα) να συνουσιάζονται
να φτιάχνουν το παζλ των εφτά τεμαχίων χιλιάδων
να τολμούν να καταρριχηθούν με σχοινί
σε γκρεμούς ύψους μέτρων δεκάδων
τριάντα τουλάχιστον να επιτελούν στην εντέλεια
ταχυδακτυλουργικά ζόρικα κόλπα
ή να μπορούν να ολοκληρώσουνε
αυτό που ποτέ δεν προχώρησε
το μυθιστόρημα πέρα απ’ την έκτη σελίδα
κάθε φορά σα νά ‘μουν εγώ πώς χαιρόμουνα
σαν μάθαινα τέτοια, ιδιαίτερα για πρόσωπα οικεία
κάπως έτσι λοιπόν μα ακόμα περσότερο
σαν βρήκα κάτω απ’ την πόρτα επιστολή από σένα
με πρόσκληση για παράσταση θεατρική
δυναμικού νεόκοπου συνοικίας θιάσου
το έργο «κλασσικό ρομαντικό κωμειδύλλιο,
με μια φρέσκια ματιά ειδωμένο,
για την οικογένεια όλη κατάλληλο,
προς ενίσχυσιν η είσοδος έξι νομίσματα μόνο»
τη μέρα εκείνη ξυρίστηκα
και ευπρεπίστηκα όσο μπορούσα
τα παπούτσια μου γυάλισα
φόρεσα το τριμμένο παλιό μου
μα κομψό κοστουμάκι
και μια κατάλληλη διάλεξα για την περίσταση
πολύχρωμη, «καλλιτεχνική» και ωραία γραβάτα
στο θέατρο έφθασα από νωρίς και προσπέρασα
γοργά στο φουγιέ τους αρκετούς
ψιλή κουβέντα πιάσει που είχανε εκεί
συγκεντρωμένους τους παρεπιδημούντες
εντός της αιθούσης ένα κάθισμα επέλεξα
πίσω απ’ το κέντρο και κάπου στο πλάι
θεωρώντας έτσι πως εύκολος
να καταστεί ο εντοπισμός μου δε θα μπορούσε
η παράστασις άρχισε κι ήτανε
μια τίμια προσπάθεια όλο κέφι και μπρίο
κι ότι σε μέσα, τεχνική κι εμπειρία της έλειπε
αντιστάθμιζε, με το παραπάνω θα έλεγα,
το με πάθος μεράκι του αγνού ερρασιτέχνη
τον ένα απ’ τους βασικούς χαρακτήρες γυναίκας συ έπαιζες
μ’ εξαιρετική επιτυχία και σκέρτσο μεγάλο
χτενισμένη, βαμμένη, πολύ λαμπερή
απαστράπτουσα της σκηνής η κυρία
σε ψηλά τακούνια στηριζόσουν λικνίζοντας
το πληθωρικό σου κορμί που παλλόταν
κάτω να κρυφτεί όπου πάσχιζε
από το στενό και σχιστό και λεπτό τόσο ρούχο
κάθε που τέλειωνε μια σου εμφάνιση
το κοινό χειροκροτούσε με πάθος
όπως στο τέλος και πιο πολύ ακόμα άλλωστε
σαν βγήκε όλος ο θίασος για τις υποκλίσεις
συ εισέπραξες τις επευφημίες τις μεγαλύτερες
τα ηχηρά παλαμάκια, τα πολλά τόσα μπράβο
σε συγχαίραν για την ερμηνεία στο ρόλο σου
θαυμάζαν τα ρούχα τα φανταιζιά σου
κι εγώ στο πλήθος κρυμμένος
να με κυριεύει ασυγκράτητος ένοιωθα
πόθος για τον υπέροχο κώλο σου
για τα πανέμορφα, αφράτα βυζιά σου.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Ο Κόνδωρ


Θα γίνουν πράγματα που δε θα πιστεύεις
γιατί δε με ξέρεις, γιατί δε με ξέρεις

εγώ είμαι ο στιλπνός δρυοκολάπτης
ο κόνδωρ ο επικυρίαρχος, ο υψιπετής
τα τραίνα τρέμουν
και τα τοπία εναλλάσσονται
κατά το δοκούν μου

σαν έχω όρεξη για θάλασσα
νά ‘σου αυτή απέραντη
με λυγερές λουόμενες και χταπόδια
στον ήλιο να έχουν απλωθεί
και ο γαργαλιστικός ήχος απ’ τα παγάκια
στου ούζου το ποτήρια
και τις φιάλες της ρετσίνας παγωμένης
που μετάξυ τους χτυπούν
αναμεμειγμένος με εκείνον του κυμμάτου
τα αυτιά μου κολακευτικά θωπεύει
ότι Εγώ έχω αυτά, όλα δημιουργήσει

και άμα θέλω το βουνό
να οι πλαγιές, να έλατα, να το χλωρό ρετσίνι
και τα τρεχούμενα νερά
και τα τρεχούμενα νερά
και τα παχιά λιβάδια
και ο ποιμήν με τη φλογέρα του
τη μελωδία της οποίας συνοδεύουν
με δαιδαλώδεις αυτοσχεδιασμούς φρη-τζάζ
οι κωδωνισμοί απ’ τα τροκάνια των δασύμαλλων αμνών
και των περίπου αναρίθμητων αιγοπροβάτων

και εάν επιθυμήσω τοπία αστικά
ανέτως θα περιδιαβώ στις ποικιλόχρωμες τις πόλεις
όπου στους δρόμους κεντρικούς
τα πλήθη συνωθούνται σα ζελές
οπού στα δύο θα χωρίζεται
σαν από αιχμηρό κουτάλι
όταν περνάω έφιππος Εγώ
θα κλίνουνε με σέβας το κεφάλι
άμα κι εκστατικοί θα με ατενίζουνε
με δέος, αφοσίωση, λατρεία
επί το πλείστον θα κινούμαι σε ορισμένες περιοχές
πέριξ του κέντρου και έως - το πολύ – τις παρυφές
εκεί συμβαίνουν όλα και αδιάφορα
μου είναι βέβαια ασφαλώς
τα καταπράσινα προάστια μαυσωλεία
και προσκεκλημένοι μου θα είστε αναμφίβολα
στις τόσες πολλές βραβείων επιδόσεις
σε τελετές περισσής εκλαμπρότητας
σε αμφιθέατρα και αίθουσες υπερεκατονταετούς ιστορίας
καθώς και σε μνημεία αρχαία και σε ναούς
κατ’ εξαίρεση παραχωρηθεί για την περίσταση που έχουν
θα παρουσιάζομαι εκεί ως δανδής κομψευόμενος
και θα σχολιάζουν όλοι το εξεζητημένο μου ύφος
δερματόδετοι τόμοι στα ράφια συχνά θα υπάρχουνε
συλλεκτικές, ακόμα και σπάνιες εκδόσεις
είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
και ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες
σκόνη όλα θα γίνουν, τα πάνω κάτω θα ‘ρθουν
με τη ρηξικέλευθη τόσο ευφυή μου ομιλία
τους επαίνους θα δεχθώ, κάθε εξέχουσα διάκριση
και τις φιλοφρονήσεις θ’ αρχίσω με τους παρισταμένους
το ενωρίτερο δυνατό που επιβάλλει το τακτ και η θέση μου
θα αποχωρήσω εν μέσω γοερής δυσαρέσκειας
δεν είναι βλέπεις καθόλου του γούστου μου
όλες αυτές οι παστές τσιριμόνιες
θα φυλάξω λοιπόν τη δροσερή μου ανάταση
τις αγνές μου εν τω βάθει εσωτερές πεποιθήσεις
και μ΄ένα απαστράπτον, ολοκαίνουριο, άρμα τέθριππο
θα κινήσω για νυχτερινές περιηγήσεις
σε μονοπάτια κάπως περίεργα
σε στέκια γούστου αμφιβόλου
και πάντως όχι της φήμης καλύτερης
στα καταφύγια των διωκόμενων και των αποκλήρων
όπου συναγελάζονται κακοποιά
στοιχεία και ύποπτα, του περιθώριου, λούμπεν
πόρνες παλαίμαχες και τραβεστί
τοξικοεξαρτημένοι, αλκοολικοί, τζογαδόροι
του τσίρκου πρώην παλαιστές και ζογκλέρ
χωρίς θηρία δαμαστές και εκπεσόντες ταυρομάχοι
άποροι, σαλταδόροι, παραχαράκτες, ψευδοκαλόγεροι
σαδομαζοχιστές, γερόφιλοι, εφαψίες
μέλη παραπολιτικών, ακραίων οργανώσεων
τριτοκλασσάτοι ηθοποιοί και κομπορρήμονες κομπάρσοι
εκπάγλου κάλλους, πριν τριάντα χρόνια, πρωθιέρειες
τώρα που πίνουν δύο λίτρα βότκα την ημέρα
και ποιητές που τάραξαν της χώρας τα λογοτεχνικά νερά
για ένα τσίπουρο και λίγο ψωμοτύρι
στο πι και φι σου γράφουν μια μπαλλάντα
σε τέτοιους χώρους γιομάτους με καπνό
χαμαιτυπεία πια, πάλαι ποτέ που γνώρισαν
νύχτες σουξέ, δόξες μεγάλες
όπου θα ρέει σπίρτο σε ποσότητες
υπόπτου προελεύσεως, μεγάλης αφθονίας
θα παίζει η μπάντα ξέφρενους ρυθμούς
με ένα δανεικό ακκορντεόν
κι ένα φτηνό, παμπάλαιο, σκουριασμένο μπάντζο
κι ένα βιολί με τρεις μόνο χορδές
κι ένα τραγουδιστή που πάσχει από πολλές
του λάρυγγα ανίατες και χρόνιες παθήσεις
εκεί λοιπόν, τέτοιου βεληνεκούς
κέντρα διασκέδασης και τέτοιας περιωπής
εκεί αφού θα ξεφαντώσουμε με λύσσα έως πρωίας
θα τραβηχτούμε έπειτα σε κάτι μυστικά
υποχθόνια μαγέρικα για τα παιδιά της νύχτας
κι όταν κορέσουμε την πείνα μας, ευθυτενείς
πρωινές εφημερίδες θ’ αγοράσουμε και μπύρες στην πλατεία
κι ως την κορφή του κοντινού λόφου θα σκαρφαλώσουμε
να δούμε την ανατολή, πίνοντας, αναγνώστες
τα τελευταία που θα φαίνονται τα άστρα της νυκτός
αφού θα έχει πιάσει λίγο λίγο να χαράζει
τα μέλη θα κάνουν της παρέας να συγκινηθούν
για το Μεγάλο Άγνωστο σε σκέψεις θα τους βάλλουν

οπότε σ΄ένα πρόχειρο, προς τούτο σκάφος ειδικό
έναν προς έναν θα τους μπάσω
καταξιωμένος προ πολλού, άλλωστε όντας κοσμοναύτης
και χάρη στο πειθήνιο πλήρωμα το ρομποτικό
που υπακούει σ΄εντολές φωνητικές
ένα ολιγόλεπτο θα ξεκινήσουμε συμπαντικό ταξίδι
κατά τη διάρκεια του οποίου έκθαμβοι
έξω από τα παράθυρα θα παρατηρούν
πίνοντας από τα κουτάκια την τελευταία μπύρα
όλα αυτά που πριν εκατομμύρια
έτη μου ήρθε να σκαρώσω
εν τη μεγάλη μου Σοφία και την Πείρα
και συνετός ως πάντα θα ζητήσω επιστροφή
πριν πιθανώς επέλθει εξάντλησις καυσίμων
λίγες στιγμές αφού διαβούμε την στρατόσφαιρα
στο γαλανό ουρανό της γης νωχελικά
εν μέσω νεφελών θα πλέουμε πάλι
τα αποσβολωμένα βλέμματα θα αντικρύσω ήρεμος
με στόμφο θα εκστομίσω συμπέρασμα – χρησμό:

«Σας τό ‘πα ακολουθώντας με
θα εξαντλήσουμε τα όρια
θα υπερνικηθεί κάθε εμπόδιο
δεν θα υπάρξει φράκτης
σας τό ‘πα, δεν σας τό ‘πα ότι είμαι εγώ
ο Κόνδωρ ο επικυρίαρχος, ο υψιπετής
ότι είμαι εγώ ο στιλπνός δρυοκολάπτης»;