Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Πόζα


Παράφραση (Χ.Δ.Τ.) του τραγουδιού "Ρόζα" σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στίχους Άλκη Αλκαίου (1949 - 2012)


Τα μέλη μου λειψά, κουτσουρεμένα
ελπίζουνε στον άσφαλτο Θεό
περνάει δίπλα μου η νεκροφόρα
και συ μου λες "μας περιμένουν δώρα"
και γνέφεις το κεφάλι το σγουρό

Παραβιάσαμε μαζί το νόμο
μα σε κελλιά μας βάλαν χωριστά
σε μία φυλακή αυστηρή περνάμε
το χρόνο αλλά δεν παρακαλάμε
μας λείπει όμως μία αγκαλιά

Με ξεφτισμένα πέτα και χαρμάνης
ντελίριο τρομώδες και φριχτό
ουρλιάζει σιωπηλά η ύπαρξη μου
κανένας δεν ακούει την κραυγή μου
έτσι νομίζεις κόβουν το πιοτό;

Πώς η καδένα δένει με την πέτρα
πέτρα που είναι σπάνια κι ακριβή
τί με κοιτάς με πόζα μουδιασμένο
"προχώρα" μη μου λες, "σε περιμένω"
έχουμε μείνει οι δυο μας μοναχοί

Καλή μου και παντοτινή αγάπη
ήρθε νομίζω τώρα ο καιρός
ξάπλα να μπω στη μάβρη νεκροφόρα
τελειώσανε γιορτές, τραγούδια, δώρα
να ξέρεις σού 'μουν πάντοτε πιστός

Πώς η καδένα δένει με την πέτρα
πέτρα που είναι σπάνια κι ακριβή
τί με κοιτάς με πόζα μουδιασμένο
"προχώρα" μη μου λες, "σε περιμένω"
έχουμε μείνει οι δυο μας μοναχοί.


Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Μηνοσουρεαλόγιο


Στρέφετ' ο μάβρος Μάιος
στον άλικο Νοέβρη
και τον ρωτά αν Άβγουστος
με Μάρτη συνωθούνται
ολοταχώς σε Ιούλιο
και στυγερό Γενάρη
ή ο σεπτός Σεπτέμβριος
έλκεται του Οκτώβρη
γενέθλια του Απρίλιου
γιορτή του Δεκεβρίου
Φλεβάρη θα σε αμυνθώ
Ιούνιο θα σε χάσω.



Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Οι καιροί ου μενετοί, μα δεν έχει ΝτηΝτηΤή


Βρε πώς αλλάξανε τα πράματα
κι έχουμε μπει σε νέα καλούπια
κοντεύει να τελειώνει ο Νοέμβριος
κι είναι γεμάτος ο τόπος με κουνούπια.

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Όλο λέει


Μια μέρα θα πάω από 'κει
θ' αλλάξω διαδρομή
θ΄αφήσω την πεπατημένη
σε μια που βλέπω
και πάντα αφήνω
νέα οδό, διαφορετική
και ας μην ξέρω τί με περιμένει.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Σπλαχνίσου με Θεέ μου*



Ώρα πρωινή
ημέρα Δευτέρα
πρώτη της εργάσιμης βδομάδας
με την αναλογούσα βαρυθυμία
έτι περαιτέρω επιτεινόμενη
από το γεγονός ότι είναι
μια μέρα βροχερή και γκρίζα
που επιπλέον επιτείνει και
την κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους
λίγο μετά την αναχώρηση απ’ το σπίτι
εγκλωβισμένος βρίσκομαι στο αυτοκίνητο
να προχωρώ σημειωτόν
μαζί μ’ εκατοντάδες άλλα οχήματα
πεζός, διαβάτης, σχεδόν κανένας δεν υπάρχει
και πότε να ρίχνει μια ψιλή βροχή
και πότε να ξεσπάει δυνατή
έως και μπόρα
κοιτάζω γύρω μου οδηγούς και επιβάτες
το στάδιο του εκνευρισμού
έχει παρέλθει προ πολλού
κάθονται αμίλητοι, ανήμποροι
παραδομένοι μοιρολατρικά
μέσα στο ατέλειωτο κι ακούνητο σχεδόν
τούτο το καραβάνι
τελειώσαν όσες είχα σκέψεις να κάνω
δουλειές, εκκρεμότητες, ιδέες κι ότι άλλο
επίσης μερικά τηλεφωνήματα
κλεφτά κοιτάγματα στο διαδίκτυο (μέσω του κινητού)
κι άλλα παρόμοια
κι ύστερα δε μένει τίποτα…
μόνο το μποτιλιάρισμα και η βροχή
κι ο γκρίζος μάβρος ουρανός
χαμηλά που κρέμεται τόσο από την πόλη
και φαίνεται το μόνο που κινείται να είναι το
ρολόι στο καντράν
που λέει με βεβαιότητα
πως θα προσέλθω με σημαντική
αργοπορία στην εργασία
ας βάλω λίγο ραδιόφωνο σκέπτομαι
να σπάσει η ρουτίνα
το πρώτο που ακούγεται: παράσιτα
γυρνάω τη βελόνα (που λέγαμε παλιά)
πέφτω σ’ ένα σταθμό
όπου κάποιοι γελοίοι
μιλούν όλοι μαζί υστερικά
γυρίζω πάλι: διαφημίσεις
γυρίζω άλλη μια: κάποια απαίσια μουσική
κι ακόμα μια… και επιτέλους!:
ευλογημένο Τρίτο Πρόγραμμα
όαση της Ελληνικής Ραδιοφωνίας
τις τελευταίες πετυχαίνω νότες ενός κομματιού
ύστερα η νεαρή – κρίνω από τη φωνή – παραγωγός
προλογίζει το επόμενο
την περίφημη Άρια νούμερο 39 από τα Πάθη
σε παλαιά ηχογράφηση
με δυο ορχήστρες, δυο χορωδίες
σπουδαία τραγουδίστρια
και εμβληματικό μαέστρο
που όταν ξεκινάει
γίνεται ένα θαύμα…
σκορπάει η μουντάδα
γλυκαίνει η θλίψη
μαλακώνει η καρδιά
γεμίζει η καμπίνα ήχους θεσπέσιους
και είναι σα να παίρνει χρώματα το γκρίζο
ή μάλλον σα να αποκτά
μία δική του αξία ιδιαίτερη
με νόημα κ’ αισθήσεις
κι ο χρόνος πια
εκεί που κύλαε βασανιστικά αργά
και έμοιαζε ατελείωτος
τώρα είναι σα να μην υπάρχει
κι ούτε θέλω να τελειώσει τούτη η στιγμή
ούτε καταλαβαίνω πως περνά
και φθάνω τελικά έξω απ’ το μέγαρο της πολυεθνικής
σταθμεύω κατά σύμπτωση την ώρα ακριβώς
που η εκτέλεση τελειώνει
άθελα απ’ το στόμα μου
βαθύ βγαίνει ένα Αχ!
και στο μυαλό μου έρχεται
η σκέψη η παλιά
που μες στα χρόνια πεποίθηση έχει γίνει
και βεβαιότητα για μια φορά ακόμα
πως ότι δηλαδή
σαν ο Θεός ακούει μουσική
ακούει Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

*Γερμανικά: Erbarmedich, meinGott, Άρια Νο 39 από το ορατόριο Κατά Ματθαίον Πάθη, του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685 – 1750), για φωνές, διπλή ορχήστρα και διπλή χορωδία, σε λιμπρέττο του Πικαντέρ (1700-1764)

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Purgatorium


Έχεις ποτέ σκεφθεί ή φαντασθεί
επιθυμήσει ή επιχειρήσει
μια λύτρωση, μια εξιλέωση
μία εξάγνιση, μία απαλλαγή
από τι κάθε μιαρό
του σώματος άμα και της ψυχής
κάθε αμαρτία, κάθε ενοχή
κάθε ντροπή, κάθ' έξη νοσηρή
κάθε βρωμιά, λεκέ να αποβάλλεις
απ' όλη σου την ύπαρξη παντού
σε άξονα οριζόντιο μα και εγκάρσιο
από της κεφαλής ψηλά το τριχωτό
έως τα πόδια χαμηλά, στο μετατάρσιο;

Εύκολο είναι τελικά
το εβίωσα δυο μέρες πριν
όταν χρειάστηκε αναγκαστικά
χάριν μιας εξετάσεως ιατρικής
δύο μπουκάλες να πάρω με καθάρσιο.



Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Φιδιπήδης (λήμμα από την Αρχαιοδρομοπήδεια)


Σήμερα, γίνεται ο αγώνας δρόμου  "Αυθεντικός Μαραθώνιος των Αθηνών" και το Ιστολόγιο δημοσιεύει το συγκεκριμένο λήμμα, αφιερώνοντας το σε όλους τους δρομείς: Καλή Δύναμη!


Ο Φιδιπήδης, άλλως γνωστός ως Φιλιππίδης, ήταν Έλλην Αθηναίος που έζησε στον κόσμο αυτόν (τον αρχαίον) για 40 χρόνια, από το 530 π.Χ. έως το 490 μ.Χ. Για βιοπορισμό ασκούσε το ταπεινό, πλην τίμιο, αλλά πολύ κοπιώδες και συχνά επικίνδυνο, με γλίσχρα εισοδήματα, όμως επωφελές για την κοινωνία επάγγελμα του courier ή όπως το έλεγαν τότε, του ημεροδρόμου. Όντας από λαϊκή, εργατική οικογένεια, χωρίς σπουδαίες σπουδές ή εφόδια, κατέφυγε σε αυτό, όπως άλλωστε και σήμερα, τόσοι συνάδελφοι του. Ήταν ωστόσο φιλότιμος και επιμελής και σύντομα ξεχώρισε επιπλέον για την πρωτοφανή του ταχύτητα και αντοχή και απέκτησε για αυτό φήμη μεγάλη στους κύκλους του αλλ' ακόμα και έξω από αυτούς. Γι αυτό, όταν παρέστη ανάγκη αμέσου μηνύματος από την πόλη των Αθηνών προς την πόλη της Σπάρτης με έκκληση στρατιωτικής βοήθειας εν' όψει της Περσικής εισβολής, οι Μάνατζερς του Πολέμου τον επέλεξαν και του ανέθεσαν την αποστολήν, την οποίαν και εξετέλεσε άρτια, πραγματοποιώντας τη μετάβαση Αθήνα - Σπάρτη πηαινέλα, ένα σκασμό εκατοντάδες χιλιόμετρα δηλαδή, σε περ. δυόμιση μέρες, πράγμα αδιαννόητο σχεδόν όπως και στα όρια του εξωανθρώπινου και ακατόρθωτου ακόμη και σήμερα.
Εν συνεχεία (αν και δε βεβαιώνεται αυτό από τις πηγές), μετέβη από το πεδίο της μάχης του Μαραθώνα έως την Αθήνα για να μεταφέρει στους προαναφερθέντες Μάνατζερς το χαρμόσυνο μήνυμα της διαφαινόμενης νίκης και να εκπνεύσει αμέσως μετά. Προς τιμήν του, κατά κάποιον τρόπο, εφευρέθηκε και επιτελείται έκτοτε το αγώνισμα του Μαραθωνίου δρόμου και δη εκείνου της Αθήνας, στα χνάρια της ιστορικής διαδρομής του απίστευτου αυτού courier. Το όνομα του ήταν στην ουσία προσωνύμιο (το πραγματικό έχει ξεχαστεί) και συγκεριμένα πρόκειται για σύνθετη λέξη, σχετιζόμενη με το όλως ιδιαίτερο  στυλ τρεξίματος που τον χαρακτήριζε, αποτελούμενο από συνεχείς ελιγμούς και στροφές, κάτι σαν το επιλεγόμενο "σλάλομ" των χιονοδρόμων ή την έρπουσα κίνηση των όφεων μαζί με επαναλαμβανόμενα άλματα όπως του λαγού ή της ελάφου αντιλόπης. Ο τρόπος αυτός δεν ήταν ασφαλώς προϊόν εκκεντρικότητος αλλά σαφώς πρακτικής ανάγκης καθ΄ότι οι οδοί στις οποίες εκινείτο ο δρομεύς αυτός, ήταν κακοτράχαλοι χωματόδρομοι, δύσβατα μονοπάτια, ακόμα και γιδόστρατες και στην καλύτερη περίπτωση, μικρής συγκριτικά έκτασης πλακόστρωτα καλντερίμια. Με άλλα λόγια έτρεχε συνεχώς επί ανωμάλου εδάφους και έτσι στρέφων σαν το φίδι και πηδών, απέφευγε τα εμπόδια και τις απειλές των κοφτερών πετρών, των σκληρών και αιχμηρών βράχων, των λακουβών, των νεροφαγωμάτων, των αγκαθιών, των βάτων, της λάσπης, των ολισθηρών πλακών κ.λ.π.
Το εκ της ιδιαιτέρου του κινήσεως λοιπόν Φιδι-πήδης, έμεινε στην ιστορία ανά τους αιώνες έως σήμερα και τον έκανε γνωστό στα πέρατα του κόσμου, ενώ- περιττόν να πούμε - ότι όταν πέθανε ήταν πάμπτωχος. Βλέπετε, δεν τον πρόλαβαν οι Σπόνσορς.

Φετίχ



Βρήκε πεταμένο στο δρόμο
ένα γυναικείο παπούτσι
νούμερο τριανταεφτά
δεν τό 'γραφε αλλά είχε εμπειρία
μαύρο καστόρινο
με χρυσές διακοσμήσεις
λωρίδες και στρας
λεπτό τακούνι δώδεκα εκατοστών πίσω
πλατφόρμα μπροστά
έψαξε γύρω να βρει το ταίρι του
δε στάθηκε τυχερός όπως άλλες φορές
"δεν πειράζει, κι ένα καλό είναι" είπε μέσα του
το πήρε σπίτι

Τί έκανε με αυτό
δεν θα το πούμε εδώ.

Ο Μαστευτής



Δι αυτό υπάρχει
στον κόσμο απάνω και διαβιά
αυτό πιστεύει
εις αυτό ελπίζει
και η ψυχή του δι αυτό βοά
δια να μαστεύει
ολοέν' συνέχεια
και με τις ώρες να εκμυζά
μαστούς διαφόρους
ποικίλα σχήματα
και ηλικίες
μικρούς, μεγάλους ως και  πελώριους
ν' ασπάζεται, να λείχει και να ροφά
το πάθος του είναι
με άλλα λόγια
τα βυζά.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Πολύ αργά για οικολογία


Διάσημος κατασκευαστής
σπανίων οριγκάμι
και ένας παρασκευαστής
πικάντικων σαλάμι
οι μόνοι επιβιώσαντες
οι άλλοι παν΄χαράμι
από τη χώρα που έπληξε
το φονικό τσουνάμι

Την τέχνη τους μαθένουνε
ο ένας εις τον άλλον
με επιμέλεια περισσή
και ζήλος υπερβάλλον
μα αναστοχαζόμενοι
μετανοούνε μάλλον
σέβας που δεν επέδειχναν
δια το περιβάλλον.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Θέρος επίμονον και υπερβάλλον


Δε λέει να τελειώσει φέτος το καλοκαίρι
πρώτη φορά νομίζω έκανα θαλάσσιο μπάνιο τέτοια εποχή
εικοσιοχτώ Οκτωβρίου, ανήμερα η επέτειος του "Όχι"
σε μια παραλία ήσυχη κι έρημη όλο άμμο ψιλή
δίπλα στο πορθμείο απ' όπου παν' τα πλοιάρια απέναντι
στην αρχόντισσα Ύδρα και που το λένε Μετόχι.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Δέησις δειλινή


Ευλόγησον Κύριε
και βόηθα Παναγιά μου Μαρία Παρθένος
αξίωσον μοι ίνα μην
καταληφθώ πάλιν απόψε
υπό του ανόμου, του ανωμάλου
του ανομολογήτου πάθους
της έξεως της νοσηράς που με διακατέχει
καθ' εκάστην εσπέραν
διότι η έλξις της έξεως αύτης
είναι υπερδύναμος και αναντιστάθητος
και μ΄έχει κάμει υποχείριον
άθυρμα, ανδρείκελον, τσουτσέκι
πλάσμα δούλιον και ποταπόν
και με κατατρώγει λίγο το λίγο
το κορμί, το μυαλόν και την αθώαν εμού καρδίαν
και η πορεία μου είναι βεβαία
προς εν τέλος οικτρόν και πρόωρον
που δεν έχω το σθένος
και - αλίμονον - πλέον την πίστιν
να παλέψω και να εγειρθώ ενάντιος
ότι πέραν και άνω των άλλων Κύριε
όλη αυτή η διαστροφή τόσον πολύ μου αρέσει
ο ανάξιος Σου, ιταμώς προσευχόμενος
Αμήν.


Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Μπορώ να πέσω πολύ χαμηλά


Πες μου ότι δεν το πήρες
το πικρό το γράμμα μου
φέβγει το μυαλό μου γύρες
σα δε σ' έχω αντάμα μου

Μ' αν το πήρες και σωπαίνεις
πώς βαστά η σου η καρδιά
δεν πειράζει, έλα πίσω
σού 'χω ορθάνοιχτη αγκαλιά.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Μασώντας φύλλα κόκας


Παρορμητική απάτη
μίσος ανιστόρητο
φουτουριστική παγίδα
στήθος δυσθεώρητο

Ανοδίωση κερδώα
ανυπόληπτο μπαράζ
εναντίωση ελθούσα
αστραπόβροντο γκαράζ

Κρινοπάρθενος Μαρία
στερημένος Ιωσήφ
απευκταία φασαρία
δεισιδαίμον πορτατίφ

Ερμηνεία ακτινοβόλος
αυτοδύτου ευφυούς
αρμενίζων δισκοβόλος
εξορκίζων μιαρούς

Πάντα τέτοια, ευχή κατάρα
και εις το επανειδείν
σούρτα φέρτα, σάρα μάρα
πέμψατε μοι εις την ειρκτήν

Ανελέητου προφήτου
όψιμες απαντοχές
και εις τας ρωγμάς του τοίχου
πλάγια έρπονται ενοχές

Κόραξ, κόρακος και βάλε
εύσημα κι εγκώμια
στης χελώνος το καβούκι
δρέπονται προνόμια

Πεσιμιστικό βαγόνι
και πικροκονφισερί
δε θα ιδείς ποτέ παγώνι
μόνο του σε ουζερί

Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
και ο βίος σώνεται
όστις μέσα νά 'μπει θέλει
βρίσκει τρούπα, χώνεται

Οίνος ρέει και ευφραίνει
κατευναστικά επιδρών
θρήνος έγινε εν γένει
νέος ήτο ο εκλιπών

Της χηρός η θαλερότης
έκαμε εντύπωσιν
εν αστείον η αγνότης
βρήκε άλλους είκοσιν

Κλωθογύριζ΄επί ώραν
δια ποιόν λόγον άγνωστον
είπε "θέλω μιαν οπώραν,
έχω τέκνον άρρωστον"

Δίχως ν' αντικατοπτρίσεις
πρόοδον δε δύνασαι
κι αν στον κόρφον σου δε φτύσεις
πλοίον γιοκ κι οδόν δια σε

Ασυνάρτητη ευτυχία
και μουρμούρα εντελής
μου τελείωσαν τα πούρα
τόσον είμαι δυστυχής

Με αφιόνι θα ποτίσω
το κορμί σου τ΄άδολο
Θεία δε θα προσκυνήσω
δε φοβάμαι Διάβολο

Στη Σελήνη περπατάω
μ΄αλαφρά πατήματα
κύριε Πέτρο, βεβαιώνω:
λίγα έχω κρίματα

Χουζουριάρικη αρκούδα
με πλισσέ φορέματα
κι απροσδιόριστη μουσούδα
είδανε στα ρέματα

Κριτικός ενδελεχούσε
αυστηρώς συνέγραφε:
"ένα μέτριον στο τέλος
μας σερβίραν κιούνεφε"

Μια ο σκύλος ανοικτίρμων
δυο ο γάτος μπεσαλής
τρεις ο ψιττακός αφέτης
και ο ψύλλος παραλής

Συγγνωστή αντινομία
φρούδα εγκατάλειψη
σκόπιμος παρανομία
στείρα επικάλυψη

Δεν πληρώνω, είμαι μάγκας
τζάμπα στα διόδια
κι εμπιστεύομ' όσους ξέρουν
εμβριθώς τα Ζώδια

Το κουκί και το ρεβύθι
χάλασε το ρουμπινέ
"μήπως είσαι κουτορνίθι;
μη φοβάσαι, πες το ναι!"

Παρ' ελπίδα αν ελπίσεις
μ' επιείκεια θα κριθείς
κ αν με θάρρος θα τολμήσεις
ξεύρε το, θα ηττηθείς

Διδακτορικό θα κάνω
στο Πανεπιστήμιο
αμαρτίας θα διαπράττω
δίχως επιτίμιο

Άσπρα μούρα, μάβρα μούρα
άκρη νά ΄βρω δε μπορώ
Άγγελο έχω για σωτήρα
Άγγελο για τιμωρό

Σαρδανάπαλη σοπράνο
ψάχνω - είναι σπάνια
και ελπίζω ν' αποθάνω
έχων πάθει άνοια

Όντας τσίφτης μα γελοίος
δέκα χρόνια θυρωρός
και τριάντα κωπηλάτης
βρε, πώς πέρασ' ο καιρός;

Βαίνει μέτωπον θυέλλης
προς το Νότο ολοταχώς
τα πατζούρια κλείσ' αν θέλεις
και ας γίνομε μπουχός

Το πολύφωτον ομοιάζει
σάμπως αλληγορικό
σχολική εκδρομή θυμίζει
σ' ένα τόπο ιστορικό

Αν ποτέ θα σταματήσω
να περιδινίζομαι
μού 'ρχετ' ο ουρανός σφοντύλι
τότε είν' που ζαλίζομαι

Βρήκα μες στα γαριδάκια
δώρον σπάνιον κι εκλεκτόν
το χειμών' όλο φοράω
ένα καμηλό παλτόν

Δριμύ ψύχος αν ενσκήψει
έτοιμον θε να με βρει
και θα πάμε εις την Πόλιν
θά ΄ναι τσοκ γκιουζέλ γιαβρί

Ολωσδιόλου πεπεισμένος
αγερώχως ίσταμαι
κι ότι λεν' το απαρνούμαι
κι έντονα ενίσταμαι

Αχ! καημένο αστεγούδι
κλίναι πού την κεφαλήν
οι επιτρόποι σε εκδιώξαν
του Ναού απ' την αυλήν

Μήπως θά 'ρθει άσπρη μέρα
για να λάβεις πλησμονή
ρούφα ως τότε τον αέρα
κάνε κι άλλο υπομονή

Δεν αλλοίωσα τους θρύλους
τις γητείες, τους χρησμούς
μα σπαράσσοντας αλλήλους
θα μουντάρω στους θεσμούς

Ων αναφανδόν προπέτης
και συχνά περίλυπος
αλλ' αρέσκομαι στο τζόγο
πόκα, ζάρια, φίλιππος

Βρε σταμάτα πια την πάρλα
πού τα βρίσκεις και τί θες;
ζαλιστήκαμε με τόσα
που αράδιασες μαθές

Ασταμάτητα μασάω
φύλλα παραισθητικά
κι όλο κούφια λόγια λέω
και τα κάνω και γραπτά.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Ο βέβηλος και ο καταραστής


Ποιός έχει κόψει τα κλαριά
και είναι κάτω ολούθε
των πεύκων, των καλόπευκων
να τα λιανίσει τού 'ρθε

Κι έχει γιομίσει η άσφαλτο
χλώρια και πρασινάδα
που να κοπεί το χέρι του
τα δάχτυλα αράδα.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

Σταυροί



Έχω δύο μικρούς σταυρούς
ίδιους, πανομοιότυπους
είν' σκαλιστοί, ανάγλυφοι
στη μια πλευρά αναπαριστούν
τον Κύριο επί του Ξύλου
κι από την άλλη με φιγούρες μικροσκοπικές
σκηνές διάφορες απ' τις Γραφές κι από τα Πάθη
είναι οι μικροί αυτοί σταυροί
για μένανε πολύ σημαντικοί
πολύτιμοι μπορώ να πω
με μία ίσως κάποια η αλήθεια είναι δόση υπερβολής
οι μικροί αυτοί σταυροί πως είναι
ότι μου θυμίζουν μια σκηνή του βίου μου σημαδιακή
οπού δε θέλω να ξεχάσω κι εσυνέβη... πάνε χρόνια
πάνω μου δεν κρεμάω τους σταυρούς
τίποτα δεν κρεμάω
όμως τους έχω πάντα μπρος μου μόνιμα
τον έναν στο γραφείο του σπιτιού
απάνω στη σελίδα την πίσω τη λευκή
του επιτραπέζιου του ημερολογίου
αυτή που είναι αντικρυνά
από εκείνην της εκάστοτε ημέρας
και δίπλα έχω ξαπλωμένο
άλλονε ένανε μικρό σταυρό
φέρνει Μαλτέζικος στο σχήμα 
είν' από ξύλο απλό, βερνικωμένο
που έχει όμως με τα χρόνια πια φθαρεί
αυτόν κάποτε κρέμαγα, όταν ήμουνα παιδί
μ΄ένα δερμάτινο λουρί απ' το λαιμό περήφανα
για ένα τουλάχιστον και μάλλον μόνο καλοκαίρι
δώρο ήτανε από κάποιον μεγάλο στο χωριό
μέλος της οικογένειας, ας πούμε θεία ή θείο
αγορασμένο σε ένα πανηγύρι ίσως που πωλούν
διάφορα μπιχλιμπίδια
ή προσκυνητική επίσκεψη σε κάποιο μοναστήρι
χαμένος ήταν για δεκαετίες και βρέθηκε
σε μια προσφάτως εκκαθάριση
τον άλλον το μικρό σταυρό
τον έχω για να κρέμεται απ' τον κεντρικό
καθρέπτη του αυτοκινήτου
και να τον βλέπω έτσι πάντα όταν οδηγώ
μαζί του κρέμονται και δύο σουβενίρ
που μού' χει φέρει από χώρα μακρινή
σε δυο ταξίδια 'κει που έκανε ένα πρόσωπο
παιδί υπεραγαπημένο
κι όσο για το πώς βρέθηκαν στα χέρια μου
ορίστε να σας πω
πριν από δεκαπέντε χρόνια παραπάνω
στην πρώτη απ' τις αλίμονο πολλές
που επακολούθησανε τόσες τις νοσηλείες
της σχωρεμένης πλέον της μάνας μου
η οποία είχε τότε χτυπηθεί
από ασθένεια σοβαρή, ενδεχομένως και μοιραία
που τη συγκεκριμένη ωστόσο την ξεπέρασε
για να συμβούν μετά πολλές ακόμα άλλες
μαζί είμασταν σε μια από τις τακτικές μέρες της θεραπείας
στην ογκολογική την κλινική
και περιδιάβαινε θυμάμαι ένας κύριος
ήσυχος, ηλικιωμένος, σιωπηλός
και εμπαινόβγαινε στους θάλαμους και άφηνε
απάνω στα τροχήλατα τραπέζια της εστίασης
που βρίσκονται δίπλα από τα κρεββάτια
ετούτους τους σταυρούς καθώς μαζί
κάτι από σκληρό χαρτί γυαλιστερό κάρτες με προσευχές
θορυβηθήκαν κάποιοι ασθενείς και συνοδοί
λέγαν μην είναι μήπως κανάς αγύρτης επιτήδειος
που θέλει ν' αποσπάσει προσοχή
και κάτι να σουφρώσει
ή ίσως να γυρεύει πιο μετά
χρήματα υποτίθεται για κάποιο
ιερό κι άγιο σκοπό
κι έτσι προς τούτο μερικοί
νύξεις του κάναν και παρατηρήσεις
όμως εκείνος απαντούσε με χαμηλή φωνή
"Τίποτα δε ζητώ, έτσι τ΄αφήνω
για βοήθεια κι ευλογία
καλή σας δύναμη, καλό κουράγιο, καλημέρα σας"
και εσυνέχιζε...

Έχω δύο μικρούς σταυρούς
ίδιους, πανομοιότυπους
μαύρους στο χρώμα
πλαστικούς
πολύτιμους.


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Πέτρες



"Κάποιος να διώξει τα γυφτάκια,
πετούν πέτρες στη λίμνη!"
ακούστηκ' η φωνή του σερβιτόρου με στολή
ή μήπως ήταν μάλλον μάγειρος
που είχε μόλις εισχωρήσει στα βάθη της κουζίνας
του υπαίθριου καφενείου - ουζερί
που ήταν ομολογουμένως ένα κέντρο όμορφο
να πούμε, ως πρέπει, την αλήθεια
και σε σημείο εξαιρετικό
κάτω ακριβώς από το βράχο με το κάστρο του Αναπλιού
και παρακείμενο στον αρχαιολογικό το χώρο
με τα εντυπωσιακά θεμέλια, τις πύλες, τις καμάρες
γύρω πυκνή σκιά, δέντρα πολλά
κάποια απ' αυτά θεόρατα, λεύκες θαρρώ πως ήταν
κι επίσης ένας τεχνητός, διαμορφωμένος καταρράκτης
που διοχέτευε κελαρυστό νερό
σε ποταμάκια και ρυάκια, λιμνούλες με χρυσόψαρα...
πέτρες λοιπόν; μα ναι, αυτό ακριβώς
σκεφτόμουνα λίγα πριν δευτερόλεπτα
καθώς κατέβαινα το απότομο πολύ
λίγο πιο πάνω που ήταν μονοπάτι
είχα κοντοσταθεί σ' ένα σημείο εκεί
γιατί είχα βρει ένα κλαδάκι μ' ενδιαφέρουσα απόχρωση
στο έδαφος πεσμένο
έσκυψα, το μάζεψα και βγάζοντας από το σάκο το σουγιά
άρχισα να το πελεκώ για δοκιμή στην άκρη
να δω αν μου κάνει που είχα υπ' όψιν μια κατασκευή
ένα μικροαντικείμενο όπου ήθελα να φτιάξω
(όλο με κάτι τέτοιες χαζομάρες βλέπετε ασχολούμαι)
και τότε άκουσα πίσω μου ένα θόρυβο
έναν αέρα, ένα φουρφούρισμα, ένα τρεχαλητό
γύρισα μα δεν πρόλαβα να δω καλά καλά
σαν άνεμος με πέρασαν πιλάλα στον κατήφορο
τρία μικρά αγόρια, τσιγγανόπουλα
θά 'ταν δε θά 'ταν το καθένα δέκα έντεκα χρονώ
πολύχρωμα φορούσαν παρατήρησα ρούχα και παρδαλά
καθώς το συνηθίζουν στη φυλή τους
σάλταραν σαν αγριοκάτσικα στο ανώμαλο δρομάκι
γελώντας και φωνάζοντας 
φόραε το πρώτο κάτι παπούτσια πάνινα
τρύπια νομίζω δω κι εκεί
το δεύτερο κάτι παντόφλες πλαστικές
το τελευταίο, το τρίτο δε φορούσε τίποτα
γυμνά είχε τα πόδια μα έτρεχε
και πήδαγε γοργά ίδια με τ' άλλα
καλό και τούτο! συλλογίστηκα
πόσες δεκαετίες έχω να δω
παιδί ξυπόλητο να τρέχει
πώς γίνεται ν' αντέχει, πώς μπορεί
με τα νεανικά τα ποδαράκια τρυφερά
δεν κόβεται αλήθεια, δεν πονά
δεν το πληγώνουν, δεν το σχίζουν αιχμηρές
μέσα δεν μπήγονται, δεν το τρυπούν οι πέτρες; 

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Τα λουκούμια απ' την Τουρκία (Παράφραση)



Παράφραση (Χ.Δ.Τ.) του γνωστού τραγουδιού "Το βαπόρι απ'την Περσία", στίχοι - μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, 1915 - 1984.

Τα λουκούμια απ΄την Τουρκία
ήταν σπέσιαλ, ήταν θεία
Το καθένα τους γεμάτο
με καρύδα, αμυγδαλάτο

Στέναζαν τα γλυκομάνια
πού 'ναι τσίφτες και αλάνια

Τί έπαθες βρε κυρ Τελώνη
σου λιμπίστηκε η σκόνη;
Και μπλοκάρεις τα φορτία
τα κασόνια, τα κυτία;

Αχ! βογγούν τα γλυκομάνια
όλοι τσίφτες, ναι κι αλάνια

Είναι άδικη η ποινή σου
κι αυστηρή η διαταγή σου
Πώς θα πίνουν τον καφέ τους
θα ροφούν το ναργιλέ τους;

Αχ! βογγούν τα γλυκομάνια
Ωχ! ρε τσίφτες μου, αλάνια.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Το Σίδερο και η Ψυχή



Δοκίμιο του Χένρυ Ρόλλινς, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Ντηταίηλς", το 1994. Ο Χένρυ Ρόλλινς είναι Αμερικανός τραγουδιστής (μεταξύ άλλων και του εμβληματικού πανκ συγκροτήματος "Μπλακ Φλαγκ", τη δεκαετία του '80), μουσικός, ηθοποιός, παρουσιαστής κ.ά. Μετάφραση: Χ.Δ.Τ.
Σημ. η μετατροπή της μονάδος βάρους των Αμερικανών (πάουντ) σε κιλά έχει γίνει με στρογγυλοποιητική μετατροπή δύο προς ένα. Το πρωτότυπο κείμενο, στο σύνδεσμο:
https://www.oldtimestrongman.com/articles/the-iron-by-henry-rollins/

Πιστεύω ότι ο ορισμός του ορισμού είναι ο επαναπροσδιορισμός. Μα μην είσαι σαν τους γονείς σου. Να μην είσαι σαν τους φίλους σου. Να είσαι ο εαυτός σου. Ολοκληρωτικά.
Όταν ήμουν νεαρός, δεν είχα αίσθηση του εαυτού μου. Όλο κι όλο, ήμουν το προϊόν των φόβων και των ταπεινώσεων που υπέφερα. Φόβο για τους γονείς. Ταπεινώσεις από τους καθηγητές που με αποκαλούσαν "σκουπιδοτενεκέ" και μού 'λεγαν ότι θα κούρευα γκαζόν για να ζήσω. Και τον αληθινό τρόμο που μου προκαλούσαν οι συμμαθητές μου. Με απειλούσαν και μ΄έδερναν για το χρώμα του δέρματος και το μέγεθος μου. Ήμουν κοκκαλιάρης και αδέξιος κι όταν οι άλλοι με πείραζαν δεν έτρεχα σπίτι κλαίγοντας και ρωτώντας τον εαυτό μου γιατί; Ήξερα καλά. Ήμουν εκεί για να με ανταγωνίζονται. Στα σπορ με περιγελούσαν. Ένας σπασίκλας. Ήμουν αρκετά καλός στην πυγμαχία αλλά μόνο γιατί η οργή που με πλημμύριζε κάθε λεπτό που ήμουν ξύπνιος, μ΄έκανε άγριο και απρόβλεπτο. Πάλευα με μια παράξενη μανία. Τα άλλα αγόρια με νόμιζαν τρελλό. Μισούσα τον εαυτό μου συνεχώς. Όσο ανόητο κι αν μου φαίνεται τώρα, τότε ήθελα να μιλάω όπως εκείνοι, να ντύνομαι όπως εκείνοι και να περιφέρομαι με την άνεση ότι δεν θα τις φάω στο διάδρομο, στα διαλείμματα των μαθημάτων. Τα χρόνια περνούσαν κι έμαθα να τα κρατάω όλα μέσα μου. Μιλούσα μόνο σε λίγα αγόρια στην τάξη μου. Σε άλλα κορόιδα όπως εγώ. Μερικοί απ' αυτούς είναι ως σήμερα απ' τους καλύτερους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Κάνε παρέα έναν τύπο που τού 'χουν κάμποσες φορές χώσει το κεφάλι στη λεκάνη της τουαλέττας τραβώντας το καζανάκι, φέρσου του με σεβασμό, και θα βρεις ένα φίλο για πάντα. Αλλά ακόμα και με κάποιους φίλους, το σχολείο το σιχαινόμουνα. Οι καθηγητές με ζόριζαν πολύ. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.
Και μετά εμφανίστηκε ο κύριος Πέππερμαν ως σύμβουλος μου. Ήταν ένας γεροδεμένος βετεράνος του Βιετνάμ και ήταν τρομακτικός. Κανείς δε μιλούσε στο μάθημα του. Μια φορά που τό 'κανε ένα παιδί, ο κύριος Π. τον σήκωσε στον αέρα και τον κάρφωσε στο μαυροπίνακα. Ο κύριος Π. μπόρεσε να δει ότι είμαι σε άσχημη κατάσταση. Και μια Παρασκευή του Οκτωβρίου με ρώτησε αν έχω ποτέ κάνει γυμναστική με βάρη. Του είπα όχι. Μου είπε ότι θα σήκωνα μερικές από τις οικονομίες μου και θα πήγαινα να πάρω ένα σετ με βάρη 50 κιλών από το κατάστημα Σήαρς. Φεύγοντας από το γραφείο του άρχισα να σκέφτομαι τα πράγματα που θα του έλεγα τη Δευτέρα, όταν θα με ρωτούσε για τα βάρη που δε θα είχα αγοράσει. Και πάλι, με είχε κάνει να νοιώσω ξεχωριστός. Ο πατέρας μου ούτε καν είχε πλησιάσει ποτέ να νοιαστεί τόσο. Τα Σάββατο πήγα κι αγόρασα τα βάρη μα δε μπορούσα ούτε καν να τα κουβαλήσω ως τ' αμάξι της μάνας μου. Ένας υπάλληλος τά 'βαλε σ' ένα καροτσάκι κοροϊδεύοντας με.
 Ήρθε η Δευτέρα και με κάλεσαν στο γραφείο του κυρίου Π. μετά το μάθημα. Μου είπε πως θα μού ΄δειχνε πώς να προπονούμαι. Θα με έβαζε σε ένα πρόγραμμα και θα άρχιζε να με χτυπάει στο ηλιακό πλέγμα, απροειδοποίητα, στο διάδρομο. Όταν θα μπορούσα ν' αντέξω τη γροθιά, τότε θα ξέραμε ότι κάτι κάναμε. Ποτέ δε θα έπρεπε να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέπτη ή να πω σε κάποιον στο σχολείο τί έκανα. Στο γυμναστήριο μου έδειξε δέκα βασικές ασκήσεις. Πρόσεχα, όσο δεν είχα προσέξει ποτέ σε κανένα από τα μαθήματα μου. Δεν ήθελα να τα κάνω θάλασσα. Πήγα σπίτι εκείνο το βράδυ και ξεκίνησα κατ' ευθείαν.
Πέρασαν βδομάδες και μια στο τόσο ο κύριος Π. μού 'ριχνε μια και με ξάπλωνε στο διάδρομο, ενώ τα βιβλία μου πετούσαν στον αέρα. Οι άλλοι μαθητές δεν ήξεραν τί να σκεφτούν. Μπορούσα να καταλάβω τη δύναμη μέσα μου να μεγαλώνει. Μπορούσα να το νοιώσω.
Αμέσως πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, πήγαινα προς την τάξη για μάθημα και από το πουθενά εμφανίστηκε ο κύριος Π. και μού 'δωσε μια στο στήθος. Γέλασα και συνέχισα να περπατάω. Μου είπε ότι τώρα μπορούσα να κοιταχτώ στον καθρέπτη. Πήγα στο σπίτι, έτρεξα στο μπάνιο και σήκωσα τη μπλούζα μου. Είδα ένα σώμα κι όχι απλώς ένα κέλυφος που φιλοξενούσε το στομάχι μου και την καρδιά μου. Οι δικέφαλοι μου φούσκωναν. Οι μύες του θώρακα διαγράφονταν. Ένοιωθα δυνατός. Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσα να θυμηθώ, ότι είχα συναίσθηση του εατού μου. Είχα καταφέρει κάτι που δε μπορούσε να μου το πάρει κανείς. Δε σήκωνα μα...ίες.
Μου πήρε χρόνια για να εκτιμήσω πλήρως τα μαθήματα που πήρα από το Σίδερο. Σκεφτόμουν ότι είναι αντίπαλος μου, ότι προσπαθούσα να σηκώσω αυτό που δε θέλει να σηκωθεί. Έκανα λάθος. Όταν το Σίδερο δε θέλει να σηκωθεί από τη βάση, είναι το πιο ευγενικό πράγμα που μπορεί να κάνει για σένα. Αν πέταγε ψηλά και τρυπούσε το ταβάνι δε θα σε μάθαινε τίποτα. Αυτός είναι ο τρόπος που σου μιλάει το Σίδερο. Σου λέει πως το υλικό με το οποίο γυμνάζεσαι είν' αυτό που θα φτάσεις να μοιάζεις. Ότι αυτό στο οποίο εναντιώνεσαι, πάντα θα εναντιώνεται σ' εσένα.
Δεν ήταν παρά προς το τέλος της δεκαετίας των είκοσι που κατάλαβα ότι με το να γυμνάζομαι με βάρη, είχα κάνει ένα μεγάλο δώρο στον εαυτό μου. Έμαθα ότι τίποτα καλό δεν έρχεται χωρίς προσπάθεια κι ένα συγκεκριμένο ποσοστό πόνου. Όταν τελειώνω ένα σετ που με έχει κάνει να πάθω σπασμούς, ξέρω περισσότερα για τον εαυτό μου. Κι όταν κάτι γίνεται άσχημο, ξέρω ότι δε μπορεί να είναι τόσο άσχημο όσο εκείνη η προπόνηση.
Συνήθιζα να μάχομαι τον πόνο, μα πρόσφατα μου έγινε ξεκάθαρο: ο πόνος δεν είναι εχθρός μου, είναι ο δρόμος μου για το μεγαλείο. Μα όταν δουλεύει κανείς με το Σίδερο, πρέπει να είναι προσεκτικός και να ερμηνεύει σωστά τον πόνο. Οι περισσότεροι τραυματισμοί που εμπλέκεται το Σίδερο, προέρχονται από εγωϊσμό. Κάποτε σήκωνα επί εβδομάδες βάρος για το οποίο το σώμα μου δεν ήταν έτοιμο και μετά, επί μήνες δε μπορούσα να σηκώσω τίποτα βαρύτερο από... το πηρούνι. Προσπάθησε να σηκώσεις αυτό για το οποίο δεν είσαι προετοιμασμένος και το Σίδερο θα σου διδάξει ένα μικρό μάθημα για τους περιορισμούς και τον αυτοέλεγχο.
Ποτέ δε γνώρισα κάποιον πραγματικά δυνατό που να μην έχει αυτοεκτίμηση. Πιστεύω πως πολλή από την περιφρόνηση που πηγάζει είτε εσωτερικά ή εξωτερικά, περνιέται για αυτοεκτίμηση: η ιδέα να εξυψώνεις τον εαυτό σου, στηριζόμενος στους ώμους κάποιου άλλου αντί να το κάνεις μόνος σου. Όταν βλέπω τύπους να γυμνάζονται για αισθητικούς λόγους, βλέπω τη ματαιοδοξία να τους ντροπιάζει κατά το χειρότερο τρόπο, σαν καρικατούρες σε περιοδικά του συρμού όπου εκτίθεται όλη η ανισορροπία και η ανασφάλεια. Η δύναμη αποκαλύπεται διαμέσου του χαρακτήρα. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε φουσκωμένους μπράβους που οπλοφορούν και του κυρίου Πέππερμαν.
Η μυϊκή μάζα δεν ισούται πάντα με δύναμη. Δύναμη είναι η ευγένεια και η ευαισθησία. Δύναμη είναι να καταλαβαίνεις ότι η ισχύς σου είναι και φυσική και συναισθηματική. Ότι προέρχεται και από το σώμα και από το μυαλό. Και απ' την καρδιά.
Ο Γιούκιο Μισίμα έλεγε ότι δε θα μπορούσε να απολαύσει την αξία του έρωτα αν δεν ήταν δυνατός. Ο έρωτας είναι ένα τόσο ισχυρό και αφόρητο πάθος που ένα αδύνατο σώμα δε μπορεί να το αντέξει για πολύ. Κάποτε ήμουν ερωτευμένος με μια γυναίκα. Τη σκεφτόμουν περισσότερο από ποτέ, όταν ο πόνος που μου είχε προκαλέσει μία προπόνηση διέτρεχε το σώμα μου.
Την ήθελα με όλο μου το είναι. Τόσο, που το σεξ ήταν μόνο ένα κλάσμα από τη συνολική μου επιθυμία. Ήταν η μοναδική τόσο έντονη ερωτική επιθυμία που έχω νοιώσει, όμως ζούσε μακριά και δεν την έβλεπα πολύ συχνά. Το να προπονούμαι ήταν ένας υγιής τρόπος ν' αντιμετωπίζω τη μοναξιά. Μέχρι και σήμερα όταν προπονούμαι ακούω μπαλάντες.
Προτιμώ να γυμνάζομαι μόνος. Αυτό μου επιτρέπει να συγκεντρώνομαι στα μαθήματα που έχει το Σίδερο για μένα. Το να μαθαίνεις από τί είσαι φτιαγμένος είναι πολύτιμο και δεν έχω βρεί καλύτερο δάσκαλο. Το Σίδερο με έμαθε πώς να ζω. Η ζωή είναι ικανή να σε τρελλάνει. Κι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα σήμερα, είναι σα θαύμα που δεν είμαστε παρανοϊκοί. Οι άνθρωποι έχουν διαχωριστεί από τα κορμιά τους. Δεν είναι πια "όλον".
Τους βλέπω να μετακινούνται από τα γραφεία στ' αυτοκίνητά τους κι από 'κει στα σπίτια τους, στα προάστια. Είναι μόνιμα αγχωμένοι, δεν κοιμούνται αρκετά, δεν τρώνε καλά. Και δε συμπεριφέρονται καλά.  Το εγώ τους ξεφεύγει. Κινητοποιούνται από αυτά που στο τέλος θα τους προκαλέσουν κάποιο βαρύ εγκεφαλικό. Χρειάζονται το Σιδερένιο Μυαλό.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, συνδύασα το διαλογισμό, τη δράση και το Σίδερο σε μία και μόνη δύναμη. Πιστεύω ότι όταν το σώμα είναι δυνατό, το μυαλό κάνει δυνατές σκέψεις. Ο χρόνος που περνάει για μένα μακριά απ' το Σίδερο, κάνει το μυαλό μου να εκφυλίζεται. Κατρακυλάω σε βαθιά κατάθλιψη. Το σώμα μου σταματά τη λειτουργία του μυαλού μου.
Το Σίδερο είναι το καλύτερο αντικαταθλιπτικό που έχω βρει. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αντιπαλέψεις την αδυναμία παρά με τη δύναμη. Όταν το μυαλό και το σώμα έχουν αφυπνισθεί και φθάσει την πραγματική δυναμική τους, δεν υπάρχει γυρισμός, είναι αδύνατον.
Το Σίδερο δε σου λέει ψέμματα. Μπορείς να κάνεις βόλτες έξω και ν' ακούς κάθε είδους κουβέντες, να σε λένε θεό ή να σε λένε άχρηστο ρεμάλι. Το Σίδερο θα σου πει στα ίσα την αλήθεια. Το Σίδερο είναι το καλύτερο σημείο αναφοράς, αυτό που θα σου δώσει όλες τις προοπτικές. Πάντα εκεί, σα φάρος στο πηχτό σκοτάδι. Στο Σίδερο βρήκα τον καλύτερο φίλο μου. Δε μου κάνει νερά, δε μ΄εγκαταλείπει ποτέ. Οι φίλοι έρχονται και φεύγουν. Αλλά εκατό κιλά είναι πάντα εκατό κιλά.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Είμαι πίσω


Στις πεζοπορίες θέλει
την ακροτελεύταια θέση
μπρος του οι άλλοι, να τους βλέπει
αμιγώς
συνεχώς

Και στο βίο του το ίδιο
σε καθέμια του τη δράση
και στις σχέσεις του, σε όλα
ουραγός
ουραγός.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Η Κάλυψη


Τις μέρες πού 'μαι στη δουλειά
μα και στην πόλη εν γένει
και δαιμονοκοπάει το ρημάδι το τηλέφωνο
με κλήσεις και μηνύματα
υπενθυμίσεις κι ενημερώσεις αλεπάλληλες
από τις τόσο τις πολλές "δικτυακές υπηρεσίες"
(συν ό,τι άλλο κέρατο ο νους μπορεί να βάλει)
πόσο αναπολώ και σκέφτομαι
για να παρηγοριέμαι έτσι
τον τόπο όπου συχνάζω για παραθερισμό
και στην πλειοψηφία των θέσεων εκεί
η οθόνη εμφανίζει σταθερά
μόνο ένα τόσο ανακουφιστικό "Νο σέρβις". 

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Καμμία πρόοδος


"Μεγίστη ψυχική αστάθεια" έλεγ' η διάγνωση
που πά' να πει πως μεταβάλλονταν τα κέφια του ολοένα
"επί τα χείρω, συνεχώς"

Έχει καιρό που τα πενήντα καβατζάρισε
με δεν κατάφερε ούτε τόσο δα ως τώρα
ν' αλλάξει δυστυχώς.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Τα στηθόμπαλλα σου τρέμουν (Παράφραση)


Τα στηθόμπαλλα σου τρέμουν βρε
και το πέος μου ορθαίνουν
αχ! το πέος μου ορθαίνουν βρε
τα στηθόμπαλλα σου τρέμουν

Της στηθάρας σου η ρογούλα
μου ριγάει την ψυχούλα
μου ριγάει την ψυχούλα βρε
της στηθάρας σου η ρογούλα

Τα στηθόμπαλλα σου δείχνεις βρε
βέλη στην καρδιά μου ρίχνεις
βέλη στην καρδιά μου ρίχνεις βρε
τα στηθόμπαλλα σου δείχνεις

Τα στηθάκια σου όξω αν βγούνε βρε
μέσα πάλε να μη μπούνε
μέσα πάλε να μη μπούνε βρε
τα στηθάκια σου όξω αν βγούνε.

Παράφραση (τολμηρή και "σόκιν"), του γνωστού τραγουδιού "Τα ματόκλαδα σου λάμπουν" του συνθέτη Μάρκου Βαμβακάρη (Σύρος 1905 - Αθήνα 1972). Πρωτοδημοσιεύθηκε σε περιθωριακά έντυπα της εποχής, σε άλλη μορφή, όπου στη δεύτερη λέξη του πρώτου και τέταρτου στίχου κάθε στροφής, στη θέση των τεσσάρων πρώτων γραμμάτων υπήρχαν τα τρία γράμματα: β υ ζ -. Επίσης, στη θέση της λέξης ουδετέρου γένους στο δεύτερο και τρίτο στίχο της πρώτης στροφής, αναφερόμενης στο ανδρικό μόριο, υπήρχε η κοινότερη και πιο λαϊκή, αρσενικού γένους. Εδώ μεταφέρουμε την πιο γνωστή και πλατύτερα δημοσιευμένη, αφού οριακά προσπέρασε μερικώς το σκόπελο της λογοκρισίας, εξωραϊσμένη εκδοχή. Αγνώστου παραφραστή - έρευνα, εντοπισμός, τεκμηρίωση: Χ.Δ.Τ. 
Σημείωση: σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες - ως τώρα - πληροφορίες, ο ίδιος (ή αλλος, αλλά με ταυτόσημο ύφος) "δημιουργός", είχε παραφράσει και το πλέον εμβληματικό τραγούδι του ίδιου καλλιτέχνη σε σύνθεση που ξεκινούσε με τους στίχους: "Μία φούντωση, μια στύση, έχω κάτω στ' αχαμνά / οι μαστοί σου μ΄έχουν ρέψει Στηθοκαλλονή γλυκειά". Οι έρευνες για το συγκεκριμένο συνεχίζονται... 

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Καθ΄οδόν απορία. Κι απάντηση.

                       
 Ε/Γ-Ο/Γ "Φοίβος", εν πλω: Πειραιάς - Μέθανα, Σαρωνικός, 24/8/'019              

Οδηγώντας τις προάλλες στη λεωφόρο
με μεγάλη είν' η αλήθεια ταχύτητα
Αύγουστος βλέπεις και σχεδόν άδεια η πόλη
φευγαλέα είδα απ' το μεσαίο καθρέπτη
το ακριβώς πίσω μου όχημα όπου κι εντόπισα
ένα ακαθόριστα πως περίεργο σχήμα ότ' είχε
χωρίς να μπορώ να διακρίνω τί ακριβώς
ύστερα έστρεψα το βλέμμα μου πάλι μπροστά
είμαι βλέπετε πρέπει να πω
οδηγός αρκετά αφηρημένος
πράγμα που είναι καθόλου καλό
μάλλον πρόβλημα, ελάττωμα είναι
που μπορεί να καταστεί υπό συνθήκες και κρίσμο
έως (ο Θεός να φυλάξει) και θανάσιμο ακόμα
πίσω με πρώτη ευκαιρία πάλι εκοίταξα
μα ήταν κείνο τ' αμάξι πλησίον πολύ
και να καταλάβω καλά δε μπορούσα
δύο άτομα επέβαιναν κι ο οδηγός λυγισμένο είχε το χέρι
και με το τηλέφωνο κολλημένο στ' αυτί μιλούσε ακατάπαυστα
πράγμα το οποίον ζωηρά με εκνεύρισε
ότι είναι κι αυτό πολύ σφάλμα μεγάλο να μιλάς στο τιμόνι
σφάλμα οπού στο παρελθόν εξακολουθητικά κι εγώ διέπραττα
κι είχα συλληφθεί για αυτό δύο φορές, απ΄την Τροχονομία
οι Αρχές μου επέβαλλαν δέουσες, αυστηρές τις ποινές
τις οποίες αδιαμαρτύρητα δέχθηκα
έχων έκτοτε συνετισθεί αν και πρέπει να πω
δυστυχώς ότι όχι τελείως
κι όσο κοιτούσα μετά, η σκηνή ίδια ήταν
ο οδηγός να μιλά συνεχώς
κι ο συνοδηγός απαθής να εκάθονταν δίπλα
κι όσο έβλεπα τόσο ακόμα περσότερο θύμωνα
εωσότου σε κάποια στιγμή
το πράγμα αλλιώς κάπως το εσκέφθηκα
μπορεί, είπα μέσα μου, ο άνδρας αυτός
νά 'χε παραμείνει στην πόλη δουλεύοντας
ενώ η οικογένεια του διακοπές νά ΄χε πάει
και τώρα μ' αυτούς να μιλούσε, τη γυναίκα του και τα παιδιά
να μάθει τα νέα τους, αν είναι καλά και το πώς
παραθέριζαν ίσως σε κάποιο θέρετρο

Εν τέλει, σ' ένα φανάρι κατάφερα
λίγα μέτρα να πάρω απόσταση κι επιτέλους να δω
πίσω απ' τους άντρες τους δυο
ξαπλωμένο ήταν εκεί
με λευκό γύρω να εξέχει, ύφασμα κεντημένο στην άκρη
από ξύλο στιλπνό ένα φέρετρο.


Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Στριγγλοβάριους (λήμμα από τη Βιοληπήδεια)



Σειρά έγχορδων χειροκατασκευών - οργάνων με όλως ιδιαίτερο ήχο και ακόμα πιο ιδαίτερη προέλευση, συλλεκτικών και σπάνιων, όπως αναφέρει στη συνέχεια η πλήρως εξακριβωμένη και διασταυρωμένη από το επιτελείο μας, εγκυκλοπαιδική μαρτυρία. (Σημ. η απολύτως έγκυρη πηγή, παραμένει κατ' επιθυμίαν ανώνυμη, τα πλήρη στοιχεία στη διάθεση της διεύθυνσης).

Πριν πολλά πολλά χρόνια, έφηβος ήμουνα θυμάμαι, θυμάμαι έναν πολύ ηλικιωμένο θείο μου να λέει πως στην περιοχή της Βάρης (Αττικής), άμα πήγαινες όταν ήταν εκείνος έφηβος, που τότε η Βάρη ήτανε ένα πολύ πολύ μακρινό μέρος, όπου άμα τέλος πάντων κατάφερνες με κάποιο, ασφαλώς εξαιρετικά μακρόχρονο και ιδιαίτερα κοπιώδη τρόπο να πας, και αφού εντέλει πήγαινες (και έφτανες), τύχαινε να βρεθείς σε κάποιο από τα ταβερνεία ή τα καφενεία της περιοχής κι έπαιρνε τυχόν τ' αυτί σου το απόγευμα, από παραδιπλανά τραπέζια όπου συναθροίζονταν οι πρεσβύτεροι ειδικότερα, τότε γρήγορα ή αργά θα άκουγες και την ιστορία του ότι δηλαδή ήτανε μια φορά κι ένα καιρό στην περιοχή αυτή, της Βάρης (Αττικής), μια γυναίκα πολύ μεγάλης ηλικίας, πολύ άσχημη, πολύ κακότροπη και μοχθηρή, μια δηλαδή σαν τις μάγισσες, τις στρίγγλες  των παραμυθιών, γι αυτό και τη λέγαν "η Στρίγγλα της Βάρης". Όλο στα κακούδια, τις αναποδιές και τη δυστυχία στο νου της αυτή είχε, μ' αυτά λες και τρεφόταν κι άμα δεν τ' απαντούσε κάθε μέρα, πράγμα που σπάνια συνέβαινε καθώς βλέπεις ο Μεγαλοδύναμος, του οποίου είναι άγνωσται αι βουλαί και μυστήριαι αι μέθοδαι, αλίμονο με απλοχεριά και αφθονία τις μοιράζει, την κακοτυχιά λέμε, τις θλίψεις, τους καημούς και τα πάθια στον κόσμο, κι άμα η Στρίγγλα της Βάρης δεν τά 'βρισκε στο διάβα της, φρόντιζε - και ήξερε πολύ καλά να μπορεί - να τα δημιουργεί.
Μόνη της βέβαια ζούσε, συγγενείς δεν είχε, ούτε κανένας έκανε χωριό μαζί της από τους χωριανούς, αρκετά έξω από το χωριό, σε μια τρωγλοκαλύβα, με έσοδα και μέσα πενιχρά, μα ούτε πού' δειχνε καθόλου να τηνε νοιάζει. Κι άμα τύχαινε να βρεθεί στο χωριό κανένας αγυιόπαις, νεοφερμένος απ' αλλού, και του βαλνότανε στο μυαλό να την πλησιάσει για να την προγκάρει και να την πειράξει, το μετάνοιωνε πικρά. Χρόνια περνάγανε μέχρι να ξαναμιλήσει, να κοιμηθεί μονάχος και χωρίς φως, να μην ξαναβρέξει τα βρακιά του ή έστω να ξαναβγεί απ' το σπίτι.
Πάντως, όπως μαρτυρούν εκείνοι οπού θυμούνται, κάποια στιγμή σε πολύ πιο προχωρημένη από την ήδη μεγάλη της ηλικία, που σε άλλην απ' αυτήν κανείς δε τη θυμόταν, με άλλα λόγια κανείς δε τη θυμόταν νέα, σε αφύσικα λοιπόν μεγάλη ηλικία, ποιός ξέρει με βάση ποιό γύρισμα της μοίρας, η Στρίγγλα της Βάρης άλλαξε απ΄τη στιγμή που καταπιάστηκε με μια παράξενη ασχολία και ούτε ξαναπείραξε κανέναν, άσε που άρχισε να έχει κάποιες αραιές επαφές με τους ανθρώπους. Και όχι για κακό. Η ασχολία αυτή ήταν, άκουσον άκουσον, η κατασκευή μουσικών οργάνων και μάλιστα έγχορδων και ειδικότερα βιολιών, βιόλων, βιολοντσέλων κ.λ.π. Πώς της ήρθε τώρα αυτό, τρέχα γύρευε. Είπαμε ήδη άλλωστε: ανεξερεύνηται αι βουλαί και μυστηριώδεις οι τρόποι Του. Ούτε προηγούμενη εμπλοκή είχε, ούτε κλίση οιαδήποτε είχε ποτέ επιδείξει, ούτε τίποτα. Παρά ξεκίνησε όλως απότομα να μαζεύει εδώ κι εκεί που γύριζε, τίποτα παλιοσάνιδα, τίποτα σκεβρωμένα ξύλα στις ακρογυαλιές που ξέβραζε η θάλασσα, τίποτα κούτσουρα στο δάσος. Και δώστου μετά να τα πελεκάει, να τα σχίζει, να τα πριονίζει, να τα πλανίζει, να τα τρίβει, να τα ζεσταίνει, να τα λυγίζει και να τα διαμορφώνει (πού την έβρισκε τη δύναμη και τη σωματική τη ρώμη ήθελα νά 'ξερα;...) κι ύστερα να τα βερνικώνει και μετά να τα συνταιριάζει και να τα κολλά κάνοντας τα σκάφη των οργάνων, κι ύστερα να βάζει τα μπράτσα στο άκρο των οποίων προσάρμοζε λογιών βίδες και κοχλίες, ενίοτε - σχεδόν πάντα - σκουριασμένες και στραβές, για να προσαρτήσει στο τέλος τις - τρόπον τινά - χορδές, άλλες από κάτι παλιοσύρματα κι άλλες φτιαγμένες από πλέξιμο τριχών της μίας και μοναδικής της κατσίκας, την οποία είχε και καταμαδήσει, γεγονός για το ποίο η κατσίκα ήταν εντελώς δυσαρεστημένη και εξαιρετικά πλέον ευερέθιστη και φοβική.
Η Στρίγγλα της Βάρης "εργαζόταν" φαίνεται πυρετωδώς διότι τα "όργανα" (οι δημιουργίες της), άρχισαν να πληθαίνουν και να σωρεύονται σε μία γωνία της καλύβας της, το ένα δίπλα ή πάνω στο άλλο, πλην όμως αποδέκτης για αυτά δεν υπήρχε, κάποιος δηλαδή να τα πάρει, να τα δοκιμάσει ή να τα χρησιμοποιήσει. Ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε το αθώο, φιλοπερίεργο, τολμηρό και χωρίς πολλούς δισταγμούς, φόβους ή σκέψεις ον και ήταν ασφαλώς... ένα παιδί. Ξενόφερτο κι αυτό, μέλος μιας - πολύ μεγάλης - οικογένειας τσιγγάνων που μαζί με κάποιες άλλες είχαν έρθει με καραβάνι και είχαν στήσει τον καταυλισμό τους έξω απ' το χωριό, για να συμμετέχουν ως πλανόδιοι μουσικοί στους εορτασμούς και το πανηγύρι που, όπως κάθε χρόνο, θα γινότανε σε λίγες μέρες. Αυτό το παιδί λοιπόν, με έμφυτη τη ροπή προς την περιπλάνηση και την περιπέτεια, για την οποία άλλωστε παλαιόθεν διακρίνεται η φυλή του, ένα απόγευμα ξεστράτισε και βρέθηκε μπροστά στην καλύβα της Στρίγγλας της Βάρης, στην οποία και χωρίς καμμία περίσκεψη και χωρίς να χτυπήσει καμμία πόρτα, εισήλθε ξένοιαστα για να εξέλθει λίγη ώρα μετά όχι απλώς αλώβητο και σώο, αλλά και με ένα "βιολί" και μάλιστα δωρισμένο στο χέρι.  
Γυρίζοντας στον καταυλισμό κι αφού με καμάρι το επέδειξε στα υπόλοιπα παιδιά και έπαιξαν κάμποση ώρα με αυτό, στη συνέχεια το παράτησε σε μια γωνιά μες στο τσαντήρι και πήγε με τους φίλους του να παίξουν... ποδόσφαιρο. Ο παππούς του νεαρού, αρχιμουσικός της οικογένειας, δάσκαλος των νεότερων και μαέστρος της ορχήστρας, που από ώρα παρατηρούσε απ' το σημείο που καθόταν, κάτω από ένα δένδρο, το περίεργο αντικείμενο στα χέρια του εγγονού του, μπήκε στο τσαντήρι, το πήρε στα χέρια του, το περιεργάστηκε και βγήκε κρατώντας το. Επέστρεψε στη θέση του, πήρε ένα δοξάρι και άρχισε να... παίζει. Η πρώτη του αντίδραση όταν ακούστηκαν οι πρώτοι ήχοι, ήταν να μορφάσει με ενόχληση. Δεν πτοήθηκε όμως παρά επιχείρησε να τροποποιήσει τα χορδίσματα και συνέχισε τις απόπειρες... επί ώρα.Με το που σκοτείνιασε, συγκεντρώθηκαν γύρω του και άλλοι μουσικοί, για πρόβα αλλά και από περιέργεια. Άνοιξαν και μια μπουκάλα ούζο και άκουγαν αρχικά το νέο ήχο, ενώ από ένα σημείο και μετά άρχισαν να παίζουν όλοι μαζί έως τις πρώτες πρωϊνές ώρες.
Την άλλη μέρα, στο πανηγύρι, το ιδιότυπο "βιολί" χρησιμοποιήθηκε σε κάποια τραγούδια και ο πολύ ειδικός του ήχος, με κάποιον τρόπο ταίριαξε με αυτόν της ορχήστρας και με κάποιο - επίσης - τρόπο, συνέβαλλε στο κέφι και στο γλέντι. Την άλλη - πάλι - μέρα ο παππούς και μερικοί ακόμα πήγαν ως την καλύβα με μερικά χρήματα και δώρα και έφυγαν με αρκετά όργανα από εκεί.
Τα επόμενα χρόνια, τα αφύσικα πολλά χρόνια, η Στρίγγλα της Βάρης κατασκεύσασε αρκετά ακόμα "βιολιά", "βιόλες" και μερικά "βιολοντσέλα". Εν συνόλω υπολογίζονται σε μερικές (όχι πολλές) εκατοντάδες. Από στόμα σε στόμα, η ύπαρξη τους διαδόθηκε και κάμποσοι ακόμα πλανόδιοι μουσικοί τα απέκτησαν και τα χρησιμοποίησαν. Σε κάποια ανύποπτη στιγμή, η Στρίγγλα της Βάρης απλά χάθηκε από προσώπου γης. Μερικές εβδομάδες μετά οι χωρικοί πήγαν ως την καλύβα όπου και βρήκαν τα τελευταία όργανα και τα πήραν.
Η ιστορία αυτή θα είχε με βεβαιότητα ολοσχερώς ξεχασθεί εάν δε βρισκόταν ένας ιδιόρυθμος, ερασιτέχνης - αλλά πολύ ευσυνείδητος και μεθοδικός - λαογράφος  (ο οποίος και ετύγχανε πρόγονος αδελφικού μου φίλου, εξ ου και γνωρίζω τα δεδομένα της περίπτωσης αυτής), που ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη περιοχή και έκπληκτος εντόπισε το φαινόμενο, παθιάστηκε παράφορα και φρόντισε να το γνωστοποιήσει σε εξίσου ιδιόρυθμους φίλους του  μουσικούς, της πειραματικής σκηνής, αυτοσχεδιαστικής ελεύθερης τζαζ και άλλα. Λίγο μετά, μουσικοί, ερευνητές και άλλοι απίθανοι επιδόθηκαν σε ένα μανιασμένο αγώνα για πιθανή εξεύρεση κάποιων κοματιών και τελικά η έκβαση, όπως πάντα όταν η προσπάθεια είναι μεγάλη, απέβη θετική. Τα πρώτα τεμάχια βρέθηκαν για να αποδειχθεί, όχι χωρίς - πολύ - μεγάλη έκπληξη, ότι ήταν εντελώς ανεπηρρέαστα από τα τόσα χρόνια που είχαν παρέλθει.
Άρχισαν να δοκιμάζονται σε συναυλίες και ηχογραφήσεις για να ενθουσιάσουν τόσο τους μουσικούς όσο και τους ακροατές, αυτούς των ακραίων μουσικών ρευμάτων, που αρέσκονται στους φαλσέτο και εκτός κλίμακος ήχους. Γρήγορα το όλο θέμα απέκτησε τη μορφή μίας τάσης "cult" και τα όργανα έχουν υπέρμετρη απήχηση, συνεχίζουν να αναζητούνται κομμάτια, ενώ τυχόν δημοπρασίες κάποιου τεμαχίου έχουν ως αποτέλεσμα εντελώς δυσθεώρητα ύψη τιμών αγοράς, όπως για παράδειγμα τον προηγούμενο χειμώνα, στο Βουκουρέστι, που ένα βιολί πωλήθηκε για εικοσάκις μυριάδες δηλάρια σε άγνωστο αγοραστή που οι εικασίες αναφέρουν ότι πρόκειται για Άραβα ή Κινέζο κροίσο.
Και αυτή, λίγο έως πολύ, είναι η ιστορία των βιολιών Στριγγλοβάρη.  


Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Να είσαι πάντα εκεί


Σου προτείνω να μη λείπεις ποτέ
απ' την πόλη εκεί γύρω, στα μέσα Αυγούστου
είναι τότε στις καλύτερες μέρες της
στην πιο ωραία εποχή της
καθώς οι περισσότεροι λείπουν
κι έχει πολλή ησυχία
ακόμα και στις πυκνοκατοικημένες
του κέντρου γειτονιές
βρίσκεις να σταθμεύσεις πανεύκολα
στο σπίτι κοντά ή κι απ' έξω ακριβώς
οι οδικές μετακινήσεις σε χρόνο
σχεδόν μηδενίζονται
στην εργασία σου μεταβαίνεις αμέσως
ή χωρίς να το σκέπτεσαι ύστερα πας
σε κάποια κοντινή παραλία
κι επιστρέφεις δίχως να έχει
για καλά πια βραδυάσει
βέβαια πολλά μαγαζιά ειν' κλειστά
όμως όλο και κάτι θα βρεις
να προμηθευτείς τα χρειώδη
κι επίσης κάποιος ακόμα
φίλος, γνωστός ή παρέα
όπως εσύ θα είν' εκεί γύρω
να σε συντροφεύσει σ' ένα καφέ ή ποτό ή μια βόλτα
ε, τί άλλο να ζητήσει κανείς;
γι αυτό σου λέω να μη λείπεις
τέτοια ευκαιρία δε θα την ξαναβρείς
τότε μόνο είναι, έλα, άντε, άρπαξτη, πάρτη
θα θυμάσαι ύστερα, θ΄αναπολείς
στην Κηφισίας όλη σχεδόν
να οδηγείς με τετάρτη.


Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Με το γυαλί


Όταν μου έδωσαν πρώτη φορά
μάσκα στη θάλασσα ενθουσιάστηκα
περνούσα ώρες χαζεύοντας υποβρυχίως
τα βότσαλα, τα πετρώματα, την άμμο του βυθού
τα βράχια, τα θαλάσσια φυτά και τα ζώα
τα κοχύλια, τους αχινούς, τα καβούρια
και τα λογής διάφορα ψάρια

Ύστερα πέρασαν τα χρόνια
το ενδιαφέρον μου μετακινήθηκε
στις λουόμενες με τα μικροσκοπικά μαγιώ
και τα καλλίγραμμα μέλη

Τώρα που έχουν περάσει κι άλλα
πολλά χρόνια ακόμα
το ενδιαφέρον μου έχει κυρίως
εκ νέου στραφεί
στα αρχικά τα θεάματα.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

Ονείρωξη στο κύμα



Τρεις χάριτες ολόγυμνες
όπως τις γέννησε η φύση
την παραλία ομόρφυναν
με τα κρουστά, νεανικά κορμιά
να λιάζονται, να ξαπλώνουν στις σκιές
βιβλία να διαβάζουνε
βότσαλα να μαζεύουν
να κολυμπούν κι ύστερα έξω να βγαίνουνε
στάζοντας τα θαλάσσια νερά
αχ! σκέφτηκα: ας μείνουνε ώρα πολλή
εωσότου ο ήλιος δύσει
κι έλπισα να μην ερθεί άλλος κανείς
σ' αυτό το μέρος το κρυφό
όπου ήμασταν μόνο εκείνες και εγώ
διακριτικά από μακριά να τις κοιτώ
μη ΄ρθεί καμμιά οικογένεια
κάνας σεμνότυφος, κάνας στριμμένος
και θέλει να τις ντύσει.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Χρόνια πολλά Β. - 2019*


* με χαϊκού και φέτος, του χρόνου σκοπεύω να είμαι πιο πληθωρικός, και του χρόνου!

Λίγοι ή πολλοί
οι στίχοι κάθε χρόνο
μα σε θυμάμαι.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Καλοκαιρινό σιτηρέσιο διακοπών



Καλημέρα!
Νωρίς το πρωί στη βεράντα
του σπιτιού στο μικρό χωριό
δυο φέτες τσουρέκι
διπλός τούρκικος καφές
και μία πίπα με αρωματικό καπνό
ύστερα δεύτερος καφές: νες με γάλα
και μια ακόμα πίπα
με καπνό βιρτζίνια
στο δρόμο φρέσκα σύκα
κατ΄ευθείαν απ' το δέντρο
μια ερημική, απόμερη συκιά
κανείς που δε μαζεύει
στην καφετέρια του λιμανιού
στυμμένος χυμός πορτοκάλι
λέμον πάι, ένας ακόμα διπλός τούρκικος
μαζί μ' ένα πουράκι με άρωμα βανίλια
από το επαρχιακό μα φημισμένο
για τα εξαίρετα γλυκά του ζαχαροπλαστείο
χωνάκι με δυο μπάλλες παγωτό
μια γεύση φυστίκι και μια γιαούρτι
κάμποσα τσιγάρα καθ΄οδόν
κι άλλα ακόμα, ώρες στην παραλία
το απόγευμα στην ίδια καφετέρια
μπύρες παγωμένες και μπωλ με αλμυρά
μετά τη δύση, στο ταβερνάκι δίπλα στη θάλασσα
χωριάτικη σαλάτα με σπιτικά λαχανικά, ψωμί
γαύρο τηγανητό και μία κόκα κόλα με παγάκια
τελευταίο τσιγάρο στη βεράντα πάλι
κάτω από τον έναστρο ουρανό
λίγες γουλιές πριν απ' τον ύπνο
το μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι
όπως και βέβαια καθ' όλη τη διάρκεια
τούτης της ευλογημένης μέρας
άφθονο, άφθονο δροσερό νερό.
Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα!

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Ο ναός



Το εκκλησάκι καταμεσής του κάμπου
ήτανε ολοφάνερα παλιό
εντάξει, όχι και βυζαντινό
πάντως, ως λεν, από την εποχή της Επανάστασης
μικρό και ταπεινό αλλά περιποιημένο
σε τόπους τόπους είχαν γίνει
προσεκτικές προσθήκες στη λιθοδομή
και ήταν σε σημεία ασπρισμένο με ασβέστη
ο χώρος καθαρισμένος γύρωθεν 
κι ένα παγκάκι κάτω από τη χαρουπιά
κρεμόταν το κλειδί απ' το μάνταλο
γι όποιον πιστό θα ήθελε
να μπει να προσκυνήσει
το συντηρούσε ιδίοις εξόδοις όπως έμαθα
επί γενιές η φαμελιά των αγελαδοτρόφων
που είχαν παρακείμενο οικόπεδο
όπου είχαν φτιάξει σταύλους
και με τις ώρες κάθονταν
τα ευμεγέθη, ειρηνικά και συμπαθή τετράποδα
μπρος στο χωράφι και λιαζόνταν ή βοσκούσαν
για να αποσυρθούν μέσα στο κτίριο σαν έδυε ο ήλιος
προς άρμεγμα και δια τα περαιτέρω
κανείς δε γνώριζε πώς λέγαν το ναό σαν κτίσθηκε
μα πια όλοι τον ξέρουν ως
η Παναγιά η Βουστάσα.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Περί βεβηλώσεως της ευλογίας


Πόσο το κάλλος
και Θε μου πώς μ' ευλόγησες
τόσ' όμορφη πατρίδα
ιδίως τώρα, καλοκαίρι
τα αναρίθμητα χιλιόμετρα ακρογιάλια
με τα γαλάζια τα νερά
που κάτω από τον ήλιο ασημίζουνε
και μέσα τους βουτούν
στους κόρφους τους κρυφούς
τα πέφκα ολοπράσινα
ν' αλμυροδροσερέψουν
πέρα στο πέλαγο ανοιχτό
σπαρμένα τα νησιά
μικροί κόσμοι πλωτοί καθένα τους
και γύρω απ' τις πλαγιές οι μυρωδιές
μυρτιά, θυμάρι, ρίγανη
κι όπου βρεθεί τρεχούμενο νερό
σκιές, δροσιές, πλατάνια
και άμα ανηφορίζεις στα βουνά
λόγγοι, έλατα και δάσα

Τέτοια εποχή δεν είναι μέσα για να κάθεσαι
μα ολοένα να γυρνάς παντού
να αγναντεύεις, να κοιτάς
να οσφραίνεσαι, ν΄ακούς
να γεύεσαι, να ακουμπάς, ν΄αγγίζεσαι
όσο είναι ο καιρός καλός
και φωτεινή η μέρα
κάθε γωνιά άμα μπορείς να ιδείς
αυτού του τόπου του πεντάμορφου
έξω συνέχεια, περιηγούμενος
δεν είναι τώρα ώρα για σπίτι
για ξάπλες και για καναπέ

Αχ! να μην ήταν μοναχά
κείνα τα πλαστικά
ποτήρια του φραππέ.


Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Πλατεία Ομονοίας, Ιούλιος '019


Πάλι έργα στην πλατεία
πέρασα σήμερα τ' απόγευμα
μια δυο φορές το χρόνο
η ίδια ιστορία
για μήνες εργοτάξιο
χα! λες και σάμπως, κάπως γίνεται
το τέρας να σουλουπωθεί - αμ, δε!
κ' επί της ευκαρίας αναρωτιέμαι
κείνοι οι αλμπάνηδες, οι αρχιτέκτονες
τα μέλη ντε της ομάδος ανασχεδιασμού
και - φτου σας ρε! - της αναπλάσεως
δεν τους ελιθοβόλησαν
δεν τους εξοβέλισαν
δεν τους λοιδόρησαν
δεν τους προπηλάκισαν
δεν τους εξόστράκισαν
δεν τους ανασκολόπισαν
δεν τους εξόρισαν
δεν τους ανδραποδίσαν
παρά κυκλοφορούν ελεύθεροι
ομού μετά των επιλέκτων, αξιοτίμων
απαρτιζόντων την εγκριτική επιτροπή
κι ακόμα δαύτονε που έβαλε
την τελική, οριστική υπογραφή
ελεύθεροι εκ νέου ν΄ ανοσιουργούν
και να παράγουν τέτοια αίσχη και εμέσματα
ίδια τα μούτρα τους και τρις
χειρότερα ακόμα;

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Κανονικά (το τραίνο ήρθε)


Όταν έφθασα στο σταθμό
η φωτεινή πινακίδα ενημέρωνε
για άφιξη σε οκτώ λεπτά
εντάξει, ούτε γρήγορα, ούτε αργά
κανονικά
βρήκα θέση σ' ένα παγκάκι της αποβάθρας
δίπλα σε μια μαύρη κυρία
ο μικρός της γιος στεκόταν κοντά όρθιος
έβγαλα από το σακκίδιο την ποιητική συλλογή
διάβασα ένα ποίημα
την έβαλα μέσα πάλι
έβγαλα το ογκώδες μυθιστόρημα
πρόλαβα να διαβάσω τρεις σελίδες
αφίχθηκε ο συρμός
κοίταξα στα βαγόνια
εντάξει, ούτε γεμάτα, ούτε άδεια
κανονικά
μπήκα κι άνοιξα πάλι το βιβλίο
μα πριν αρχίσω έλεγξα το ρολόι μου
υπολόγισα το χρόνο διαδρομής
σήμερα θα χτυπούσα κάρτα στην εργασία μου
με μία ελαφρά αργοπορία
εντάξει, όχι τίποτα σπουδαίο, σε γενικές γραμμές
κανονικά.


Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Σε θυμάμαι


Σε θυμάμαι
συχνά
εξ αφορμής
διαφόρων περιστάσεων
μα πιο πολύ
σαν βρίσκομαι
στης πόλεως το κέντρο
στους ίδιους δρόμους
και τα μαγαζιά
που μ' έπαιρνες κοντά
μικρό παιδί
για ψώνια
και για διάφορα χρειώδη
και μαζί
όταν τα πενιχρά οικονομικά επέτρεπαν
ένα μικρό παιχνίδι
κάποιο δώρο
κι ακόμα - σπάνια πολυτέλεια
κάποια λιχουδιά
μία τυρόπιττα
ένα τοστ
ένα σουβλάκι

στα ίδια μέρη όταν βρίσκομαι
τα ίδια εδέσματα γευόμενος
συχνά
πολύ συχνά
εξ αφορμής
διαφόρων περιστάσεων
Μάνα μου σε θυμάμαι.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Το φορτίο


Δόθηκε μοι δια να το κουβαλώ
δίχως να έχω το ανάλογον
το σθένος ή το θάρρος
μα παραταύτα νυχθημερόν
πασχίζω το καθήκον μου
άρτια να επιτελώ
στους ώμους μου να φέρω
είτε στο στήθος, στα σπλάχνα μου εντός
τεράστιον της θλίψεως το βάρος.

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Το τραίνο


Σαν το μεγάλο τραίνο
μια αμαξοστοιχία ογκωδέστατη
όχι από ΄κείνα τα κομψά
που μεταφέρουν επιβάτες
κι όπου περνούν σα βέλος
με τον αεροδυναμικό τους σχεδιασμό
με τις μεγάλες τζαμαρίες
και τα παράθυρα με τα κουρτινάκια
μα απ' τις άλλες, τις εμπορικές
με τ΄άχαρα βαγόνια
τα σκουριασμένα και τα καταβρώμικα
και τις πλατφόρμες μεταφοράς
βαρέων φορτίων
που κάνουν θόρυβο εκκωφαντικό
και ισοπεδώνουνε στο διάβα τους τα πάντα

έτσι κάθε λίγο με χτυπά
και με συντρίβει
και με πατά
η κατάθλιψη.



Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Φαγητό, ποτό, καπνός, ουσίες, διαδίκτυο, πορνογραφία, αγορές και άλλαι τιναί μέθοδοι καταπολεμήσεως της βαρείας θλίψεως..


Αφού το ξέρεις
αυτό δε γελιέται
και δεν κοροϊδεύεται
όποια κι αν κάνεις
σκέρτσα και νάζα
και δε σουλουπώνεται
με ψιμύθια ψέφτικα
και πως τούτη η τρύπα
ποτέ δε βουλώνεται
όσα κι αν ρίξεις
μέσα της μπάζα.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Ποιό θα μετρήσει τελικά;


Οι δύσκολες, οι άσχημες, βασανιζμένες μέρες
διόλου χαρές δεν έχουνε
τρομάρες και φοβέρες

Οι απαλές, οι αγαθές, τόσον ολίγες πού 'ναι
όπως το λάδι στέκουνται
σαν το νερό κυλούνε

Βάλε και μέτρα να το ιδείς
η ζυγαριά πού γέρνει

Μόνο που αυτό το μέτρημα
πριν ΄ρθεί το Τέλος βγαίνει.

Τρίτη 14 Μαΐου 2019

Κέντρον φιλοξενίας


Οδηγούσα προ ολίγων ημερών
με το υπηρεσιακό το όχημα
επιστρέφοντας από μιαν
της εργασίας μου υπόθεσιν
νοτίως έξω της πόλεως
πάλι σ' αυτήν δια της Εθνικής Οδού
και με έκπληξη αντίκρυσα
κάπου στα δεξιά
κάτω απ' τον λαμπρόν
αλλ' όχι ακόμα ανηλεήν και καταλυτικόν
ελληνικόν τον ήλιον
πάνω στα βράχια της θαλάσσης να χοροπηδούν
μικρά παιδιά ημίγυμνα
φορώντας μόνο τα μαγιώ τους
μα επιτέλους σκέφθηκα
σαφώς δεν είναι ακόμα εποχή
δια τα θαλάσσια μπάνια
και πάντως οπωσδήποτ' όχι
σε τούτα τα καταφανώς
τα επιμολυσμένα ύδατα
με γύρωθεν τόσον πολλές
μονάδες βαριάς βιομηχανίας
στον προαναφερθέντα ήλιον το λοιπόν
εστέγνωναν εκείνα τα μικρά παιδιά
τα μελαμψά λιγνά κορμιά τους
και λίγο πιο πάνω
στους βράχους του αιγιαλού
ενήλικοι άνδρες και γυναίκες κάθονταν
γονείς τους ασφαλώς και παρακολουθούντες
ντυμένοι αυτοί αλλ' ασκεπείς
συνηθισμένοι όντας σε ήλιον πολλαπλάσια πιο ζεστόν
εκεί στις μακρινές πατρίδες τους
τις χώρες της Ανατολής
απ' τις οποίες βίαια εκδιώχθηκαν
και εγκατέλειψαν να σώσουν τις ζωές τους
και βρήκαν καταφύγιο σε τούτην τη γωνιά του κόσμου
ένθα όπου και προσωρινώς διαβίωναν
στο παρακείμενον στρατόπεδον συγκέντρωσης...
...μεταναστών κέντρον φιλοξενίας
εσκόπευα να πω
γεγονός σίγουρα σκληρά αδυσώπητο
που κάθε ώρα και στιγμή
κι αυτήν εδώ ακόμα
σα δηλητήριο μέσα τους σταλάζει
σαν το χτικιό βυζαίνει
και την ψυχή τους την απομυζά
τα μέσα τους μαραίνει
με λύσσα τα δαγκά
εκεί, στην παραλία, του Σκαραμαγκά.


Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Ένα χειρόγραφο ακόμα


Χαρτίον ευρεθέν, περί τα τέλη Απριλίου μήνα του έτους 2019 (Δύο Χιλιάδες Δεκαεννέα), προ του Αγίου Πάσχα, ολίγα μέτρα από της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, επί της οδού Π. Κυριακού, έξωθεν και κάτωθεν των επιβλητικών τειχών, του περιβόλου του ποδοσφαιρικού σταδίου της ιστορικοτέρας και ενδοξοτέρας ομάδος της πόλεως και μακράν ενδοξοτέρας της χώρας. Ευρέθη πολλαπλώς τσαλακωμένον και ύστερον αναπεπτυγμένον και εκ νέου τσακισμένον εις τα δύο περίπου. Το χαρτίον είναι διαστάσεων 15,5 (δεκαπέντε και  πέντε) εκατοστόμετρα κατά πλάτος και 23,5 (εικοσιτρία και πέντε) εκατοστόμετρα καθ΄ύψος, λευκόν (αλλά λελερωμένον - "μουτζουρωμένον"), διαθέτον μπλε διαγράμμισιν εκ 24 (εικοσιτεσσάρων) οριζοντίων και 2 (δύο) καθέτων γραμμών δια "περιθώρια", ανήκον προφανώς σε τετράδιον σχολικού τύπου (μπλε τετράδιον). Είναι γεγραμμένον κατά τας 14 γραμμάς, τας μεν 5 (πέντε) πρώτας με μολυβοκόνδυλον, τας δε 9 (εννέα) επόμενας με μελάνην μωβ.
Τα γεγραμμένα, με διατηρούμενην ακριβώς την ορθογραφίαν, στίξιν και τον τονισμόν είναι τα κάτωθι:

εληνικό καφέ,
σκουπα, θαράσι,
λεκανι μεγάλη,
χυμο να ψαξετε και
να βρίτε οποιον εχει,
Κοκακόλα και σόδα
και διtανθρακικη
(μαγειρικη) σοδα και
καλαμποκαλευρο και
κιτρικό οξύ (ξυνό)
Νηστήσιμα και
θαλλασινά
ΜΠΥΡΑ
ΚΡΑΣΙ


Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

Ευρέθη εν αγροικία απομονωμένη, αφού είχον παρέλθει ημέραι αρκεταί



Έστω και αργά
προς του βίου του τη δύση
έφυγε εν τέλει από την πόλη
κι έφτασε εδώ
σ' αυτό το μέρος το πανέμορφο
μέσα στη φύση και μακριά
μακριά πολύ απ' τους ανθρώπους
κι όσο ήταν φως και μέρα ήταν υπέροχα
αλλά σαν έπεφτε η νύχτα
τον έπιανε μια πλάνταξη
λύπη μια άνευ προηγουμένου
μια στεναχώρια, ένα πλάκωμα...
εκεί απ' όπου είχε έρθει
τέτοιες εξάρσεις δεν υπήρχαν
και ήσαν όλα ένας άνοστος
έστω ώρες ώρες αηδιαστικός
μα ομοιόμορφος πολτός
εδώ όμως τό 'νοιωθε ανυπόφορο...
αιφνιδιασμένος απ΄αυτήν
την απροσδόκητη την έκπληξη
στον εαυτόν του έλεγε:
"...φρόνιμα κάτσε
βάλτα στο ζύγι
πόσα πολλά τα οφέλη
και λίγες οι απώλειες
κινήσεις γρήγορες μην κάνεις
και αποφάσεις μην πάρεις βιαστικές
έχεις σοφία πια
την εμπειρία, γνώση, ψυχραιμία
πήρες τα ηνία της ζωής σου
στα χέρια σου επιτέλους
εσύ κάνεις κουμάντο
τη μοίρα σου ορίζεις
και την πορεία σου την οδηγείς
σφιχτά κρατώντας
τα γκέμια μες στην απαλάμη..."

Αυτά κάθε ημέρα έλεγε
τούτα μουρμούραε στον εαυτό του σιγανά
σαν προσευχή πάλι και πάλι
όπως κι αυτό του χειμώνα βράδυ
κρύο έξω και σκοτάδι
κρύο και μες στο σπίτι
σβηστό το τζάκι κι όλο σκιές
σβηστά όλα τα φώτα
εξόν μία λαμπίτσα στο τραπέζι
όπου κι αυτός εκεί
μπροστά του το μπιστόλι
και δώσ' του όλο να λέει
"...σφιχτά τα γκέμια μες στην απαλάμη..."
βάζοντας τελετουργικά
τη σφαίρα στη θαλάμη.