Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Γλυκά που σε νανουρίζει αυτός ο ήχος και όμορφα που είναι τόσο, τούτη την εποχή


Αύγουστος 2015, Νεάπολη-Εξάρχεια, Αθήνα

Πέντε η ώρα ξημερώματα
Δεκαπενταύγουστος, Αθήνα
όλοι κοιμούνται  στη γειτονιά
κι ούτε ένα αυτοκίνητο
άδεια η Ιπποκράτους
τίποτα δεν ακούγεται
γουργουριστός μέσα στη νύχτα μόνο
ο ήχος που κάνουν ρυθμικά
όσα δουλεύουν κλιματιστικά.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Figlia del sole


Κόρη του ήλιου
αδερφή του φεγγαριού
μέρα της νύχτας
χειμωνιά καλοκαιριού
φρένο ταχύτητας
πόρνη ηγουμένη
εκείνος που αργεί
ποτέ πίσω δε μένει
με συλλόγου ευθύνη και δύναμη
πάντα μόνη τελείως στο τέλος παλεύεις
δίκαια αμείβεσαι
κι άδικα ψάχνεις αυτό που γυρεύεις
εμβρόντητοι στο κοντσέρτο ακούγαμε
το ακριβότερο τσέλο του κόσμου
να βγάζει τόσο παράφωνους ήχους
ασφαλώς, ίσως, μπορεί, μάλλον όχι και νά ‘φταιγε
ότι η σολίστ αντί για δοξάρι
με τους κατάμαυρους έπαιζε
πλούσιους της βοστρύχους
ασυναγώνιστη έπαρση μας  πλημμύρισε αίφνης
με τη φτηνή εξαθλίωση και κατάντια της τέχνης
μια απαίσια, αναπάντεχα, γνωστή συναντήσαμε
που μας έκανε έκπληξη φωνάζοντας «Τσα!»
το κοντσερτχώλλ ομοθυμαδόν το εγκαταλείψαμε
και για παρηγορία πήγαμε να φάμε πατσά
στο καζάνι ωστόσο είχε πέσει ένας Ινδιάνος από το Περού
κι εξείχε μόνον η μύτη ενός του, εξαίσιου φτερού
η κακοτυχία απόψε αποφάνθηκα
μας κυνηγά σαν μαυρόψυχη λάμια
διακριτικά μου επεσήμαναν ότι
στο παχύ μου μουστάκι ισορροπούσε μια μπάμια 
άφθονον ήπια – δεν κατάλαβα πώς – οίνο μοσχάτο
και σαν έκανα να σηκωθώ, να! πάρ’ τον κάτω
κρυάδες με τύλιξαν, λούστηκα με πλούσιο ιδρώτα
μα σαν σε όνειρο έβλεπα όνειρα
πορτοκαλιά σαν καρότα
ότι ανεκάλυπτα λέει συνεχώς
εξερευνώντας προκεχωρημένες εκτάσεις
δηλαδή όχι εντελώς συνεχώς
έκανα ενδιάμεσα τις απαραίτητες στάσεις
ώσπου έφθασα εν τέλει κάτω από ένα ηφαίστειο
όπου μ΄έκπληξη απάντησα Βρεττανό οινοβαρή και ανέστιο
τρεκλίζοντας μου πάτησε το πόδι κι έσπευσε να δηλώσει:
«Όου! Άιμ σόουρρυ!», του συστήθηκα και αποκρίθηκε:
«Πρέσβης Σερ Μάλκολμ Λόουρυ»
αναμφίβολα ήταν πέρα για πέρα βλαμμένος
στουπί στο μεθύσι μα και κάπως σα λυπημένος
πρότεινε να ψήσει να φάμε φρέσκιες πανσέτες
να τεμαχίσει – έτσι είπε – ένα κρέας
εξαίρετο που είχε σε φέτες
«εδώ που τα λέμε» του απάντησα «θέλω»
μα αυτός να παίζει με εντέλεια άρχισε
κείνο το ίδιο το τσέλο
οι νότες του οποίου κρυστάλλινες
στη ζούγκλα γύρω εξαπλούντο
κι αυτός κομπάζοντας πρόσθεσε
άριστος αθλητής πως ήταν του τζούντο
υποκλίθηκα, ευχαρίστησα κι έφυγα
αφήνοντας τον να κοιμάται μακάρια
πάνω σ΄ένα δεμάτι σανό
κι επιβιβάστηκα σ’ ένα χωρίς πολυτέλειες και πλήρωμα
καλαμένιο, μονοθέσιο κανώ
διάπλευσα σ’ όλο το μήκος του
έναν θολό μα διαυγή ποταμό
με λαμπρές τελετές μ’ υποδέχτηκαν
σαν έφτασα στον ωκεανό
ο επικεφαλής πρέπει να ήταν Εβραίος
τις κόρες του σύστηνε Ιουδήθ και Ραχήλ
δάκρυα στα μάτια μου έφεραν
το μελωδικό γιουκαλί κι η αγγέλου φωνή
του Χαβάνου Καμακαβίβο Ολέ Ισραήλ
απαίσια ηλεκτρόλυση στον άερα όμως μύρισε
τρέχοντας έφυγα, ποιά αξιοπρέπεια; σας λέω: μπουχός!
παρέα μου μόνη στο δρόμο
ένα απισχνασμένος ναρκομανής μοναχός
«στη Μονή» μου εξήγησε
«ο βίος είναι εγκρατής και απλός»
ξετρύπωσε μια τράπουλα κάπου μέσα απ’ το ράσο
«είσαι για μια παρτιδίτσα;» με ρώτησε
κι ο κερατάς σε λίγα λεπτά μού ‘σκασε φλος
δεινός χαρτοπαίκτης αποδείχθηκε ήταν
και ενίοτε και χαρτοληστής
για να τον προσηλυτίσω επιχειρήματα ανέπτυσσα
καλώντας κι εκείνον να γίνει πανάξιος
όπως εγώ συντονιστής
«μπα, άσε τώρα να φεύγω» μου πέταξε
 σάλταρε πάνω και άρχισε
να σκαλίζει το ξύλο μιας κουπαστής
στην παραλία λιγοστοί μας περίμεναν
συγκρατώντας με βία ένα αδάμαστο τραίνο
«Ρε παιδιά, σώνει, φτάνει τους φώναξα,
 α και πού ‘στε; να ξέρετε, στο στενό του κύκλο
τον Ρενουάρ τον έλεγαν Ρένο»
συρίζοντας σίγησαν με ήχους της χύτρας
την έγκριτη γνώμη μου ζήτησαν αν
ένας πίνακας αυθεντικός ήταν Λύτρας
«Δείτε βρε» τους έκανα μάθημα
με χαμόγελο σωστός Εωσφόρος
να, στη γωνίτσα, εδώ, τ΄όνομα του έχει γραφεί: Νικηφόρος
αγνοώντας η πρόταση υπερσκέλισε φόβητρο
που πλανιόταν κατάρας ζωηρής στον αέρα
μα σα να ‘ριξε σπόρο που βλασταίνοντας ήκμασε
όλη την υπόλοιπη μέρα…
μέρα της νύχτας
αδερφή του φεγγαριού
κόρη του ήλιου
χειμωνιά καλοκαιριού.