Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Το εκτροφείο

Η καλή φίλη Νουνού, με ρώτησε αν θα μπορούσε να φέρει στη μικρή συγκέντρωση που θα έκανα στο σπίτι μου, τη φίλη της Ζουζού. Η Νουνού, εκτός από καλή φίλη, είναι τόσο γλυκιά και χαριτωμένη που είναι δύσκολο να της αρνηθεί κανείς, πόσο μάλλον εγώ. Ήρθαν λοιπόν μαζί.
Η Ζουζού ήταν μια γυναίκα πολύ κομψή και στυλάτη και αναμφίβολα όμορφη. Τί να την κάνεις όμως την ομορφιά που άμα ο άλλος ανοίξει το στόμα του, χάνεται και πάει; Η Ζουζού, που λέτε, ήταν απίστευτα σνομπ, «καλλιεργημένη καλλιτέχνις», φαντασμένη και ψηλομύτα. Φάνηκε με την πρώτη και επιβεβαιώθηκε τόσο πολλές φορές, μέσα σε τόσο λίγη ώρα, που δεν υπήρχε αμφιβολία. Και δεν τους χωνεύω καθόλου τους ψηλομύτες. Σε κάποια δόση μάλιστα, την άκουσα να λέει:
«Έτσι που λες χρυσή μου, η τελευταία μου σχέση τελείωσε μέσα σε λίγους μήνες. Μα δεν ταιριάζαμε, α πα πα πα. Ακούς εκεί, ήθελε λέει να “πάει μερικές μέρες στο χωριό, να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές”. Τί σχέση μπορεί να έχω εγώ με τέτοια πράγματα: “χωριό”, “ελιές”; Εγώ μόνο την ελιά του μαρτίνι ξέρω! Αχαχαχα!».
Είχα γίνει τούρκος. Γι αυτό όταν ήρθε κουνάμενη σεινάμενη προς το μέρος μου, με το ποτήρι του κρασιού στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο και κοιτώντας με στα μάτια, με τις βλεφαρίδες να πεταρίζουν, ε δεν κρατήθηκα.
«Κι εσύ, με τί ασχολείσαι;»
«Τί δουλειά κάνω εννοείς;»
«Ναι, ναι»
«Έχω μια μικρή επιχείρηση»
«Αχ! τί ωραία. Και τι επιχείρηση είναι αυτή;»
«Ένα μικρό εκτροφείο»
«Ω! τέλεια. Και τί εκτρέφετε;»
«Μινκ»
«Τί είναι αυτό;»
«Αυτά τα μικρά ζωάκια, σα νυφίτσες, που από το δέρμα τους φτιάχνονται οι ομώνυμες, περίφημες γούνες…..»
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα και με κοίταξε με φρίκη.
«Αααα πα πα! Και σκοτώνετε τα άμοιρα ζωάκια για να τους πάρετε το δέρμα; Μα πώς μπορείτε;»
Ύψωσα, επίτηδες, τον τόνο της φωνής μου και απάντησα, δήθεν, εκνευρισμένος.
«Ααααααααα! Πόσο θυμώνω και οργίζομαι όταν μου κάνουν αυτήν την ερώτηση. Και βέβαια τα σκοτώνουμε. Τί θέλατε δηλαδή; Να τα γδέρνουμε ζωντανά; Σαδιστές είμαστε;»
Η Ζουζού έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται. Κουνούσε με απογοήτευση το κεφάλι. Τη φαντάστηκα να σκέπτεται: «μα καλά, τί της ήρθε της Νουνού και μ’ έφερε στο σπίτι αυτού του κτήνους»; Το μάτι της έπεσε (αυτό δεν το είχα προσχεδιάσει) στο κέρατο του ελαφιού. Ήταν ένα κέρατο ελαφιού που είχα βρει στην Πάρνηθα, όπου πεζοπορούσαμε με τον φίλο μου τον Κώστα. Τα ελάφια της Πάρνηθας, μία φορά το χρόνο, όταν τα κέρατα τους έχουν αναπτυχθεί πλήρως, τα αποβάλλουν και φυτρώνουν νέα που μεγαλώνουν μέχρι τον επόμενο χρόνο κ.ο.κ. Όλοι οι εκδρομείς της Πάρνηθας και άλλων βουνών το ξέρουν αυτό και πολλοί έχουν διακοσμήσει το σπίτι τους με τα κέρατα αυτά.
«Αααααααααα!», έμπηξε μια φωνή η Ζουζού, «τί ειν’ αυτό;»
Ε, πάλι δε μπόρεσα να κρατηθώ.
«Τρόπαιο», της απάντησα.
«Τί τρόπαιο;», αποκρίθηκε, «αποτρόπαιο είναι».
«Α, δεν έχεις δίκιο. Αν ακούσεις πώς το απέκτησα, θα αλλάξεις γνώμη»
Ήταν φανερό, πως πάλευαν μέσα της οι καλοί της τρόποι και ένα αίσθημα χρέους, που ως προσκεκλημένη είχε, με την απέχθεια που πλέον της προκαλούσα. Τα πρώτα νίκησαν. Με κοίταξε με καρτερία. Και γω ξεκίνησα να λέω:
«Θα συμφωνείς φαντάζομαι Ζουζού, πως υπάρχουν κάποια ένστικτα του ανθρώπου πολύ παλιά και πολύ βαθιά, ανεξίτηλα μέσα του χαραγμένα με τρόπο…. πώς να το πω; Με τρόπο «γονιδιακό» ας πούμε. Αυτά δυστυχώς, στη σύγχρονη, «πολιτισμένη» εποχή τα καταπνίγουμε, τα αγνοούμε, τα χαλιναγωγούμε και να μου επιτρέψεις: πιστεύω πως τέτοιες πρακτικές δεν είναι άμοιρες στην εξάπλωση της κατάθλιψης κι ένα σωρό άλλων που μας κατατρύχουν. Κι ένα από αυτά τα ένστικτα τα αρχέγονα – κανείς δε μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει – είναι για τους ανθρώπους, τους άνδρες ιδίως ανθρώπους (!), το ένστικτο του κυνηγού.
Με βάση αυτά λοιπόν αποφάσισα κι εγώ, πάνε τρία χρόνια τώρα, ν’ ασχοληθώ με το κυνήγι. Μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία, πήρα μέρος σε κάτι σεμινάρια σχετικά. Μου κόστισε βέβαια κάτι παραπάνω (είναι βλέπεις κι ο εξοπλισμός πανάκριβος: ρούχα, αξεσουάρ διάφορα και – κυρίως – ο οπλισμός), αλλά εν τέλει αποζημιώθηκα. Μετά το πέρας των θεωρητικών σεμιναρίων και της βασικής εκπαίδευσης (σκοποβολή κ.λ.π.), πήρα μέρος σε κυνηγετική εκδρομή – σαφάρι που διοργάνωσε η ίδια εταιρία των σεμιναρίων, επίσης με πολύ τσουχτερό τίμημα.
Μεταβήκαμε στην περιοχή του κεντρικού ορεινού όγκου, στο Διρφομαίναλο, με θηριώδη 4x4 αυτοκίνητα που κουβαλούσαν εκτός από εμάς και τις προμήθειες, τον εξοπλισμό μας και βοηθητικό προσωπικό. Μισθώσαμε εκεί κάτι ντόπιους βλάχους, χωριάτες, να μας εξυπηρετούν ως ανιχνευτές. Εννοείται πως μόνο τούμπες δεν έκαναν, καθώς το μεροκάματο που τους δίναμε ξεπερνούσε το – υπό κανονικές συνθήκες – μηνιάτικο γι αυτούς. Πολλοί από εμάς (κι εγώ μεταξύ τους) εκμεταλλευθήκαμε το γεγονός αυτό και βγάλαμε τ’ άχτι μας πάνω τους.
Οι ομάδες χωρίστηκαν κι άρχισε η κάθε μία να σκαρφαλώνει το βουνό, μέσα στο δάσος. Μετά από δύο περίπου ώρες πεζοπορίας, ο ανιχνευτής μου έκανε νόημα πως είχε αρχίσει να βλέπει ίχνη και σημάδια παρουσίας ελαφιού και πως έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Συμμορφωθήκαμε και μετά από λίγο μού’ δειξε με το χέρι και το δάχτυλο τεντωμένο, ένα σημείο πάνω στην πλαγιά του βουνού.
Σήκωσα το πανίσχυρο, μεγάλου βεληνεκούς πολεμικό μου όπλο (κανονικά ήταν παράνομο να χρησιμοποιεί κανείς τέτοιου είδους όπλα για κυνήγια ή και να κατέχει τέτοια γενικά, μα δε βαριέσαι; Τί πάει να πει παράνομο στη χώρα αυτή, στα τέτοια μου άρα και μένα, σήκωσα λοιπόν το όπλο μου και κοίταξα από τη διόπτρα. Όντως ήταν εκεί, περίπου 250 μέτρα προς τα πάνω, στην πλαγιά, ένα περήφανο αρσενικό, με μεγαλόπρεπα κέρατα. Είχε ήδη κάτι αντιληφθεί και μύριζε τον αέρα με ανησυχία. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Σκόπευσα με ψυχραιμία και πάτησα την σκανδάλη.
Το χτύπημα ήταν συντριπτικό μα όχι θανάσιμο. Ήθελα βλέπετε το ελάφι ζωντανό ακόμα, όταν θα βρισκόμουν κοντά του. Γι αυτό το χτύπησα στην κλείδωση του πίσω ποδιού. Το πλήγμα από το πολεμικό μου όπλο ήταν τόσο ισχυρό που το κάτω άκρο αποχωρίσθηκε από το σώμα και πετάχθηκε μακριά, το δε ζώο σωριάσθηκε κάτω ημιλιπόθυμο.
Παρέδωσα το βαρύ όπλο σ’ έναν από τους Πακιστανούς δούλ…. εμ, βοηθούς που είχα στην ομάδα κι άρχισα να ανηφορίζω με τους υπόλοιπους να με ακολουθούν. Έφθασα στο μικρό πλάτωμα, το θήραμα μου ήταν εκεί ξαπλωμένο, αιμόφυρτο, λαχανιασμένο. Το πλησίασα. Έβγαλα από τη θήκη το πανάκριβο κυνηγετικό μου μαχαίρι, ολοκαίνουριο, αχρησιμοποίητο, είκοσι εκατοστά λάμα, κοφτερό σα νυστέρι, σκληρό σαν ατσάλι.
Το κτήνος πρέπει κάτι να κατάλαβε ή να διαισθάνθηκε. Η κόρη του ματιού του διεστάλλει τρομαγμένη. Και πάνω της είδα καθρεφτισμένο τον εαυτό μου και μα την αλήθεια, με καμάρωσα: γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Γονάτισα πάνω στο λαιμό του ζώου ρίχνοντας όλο μου το βάρος. Άρχισα να δουλεύω με τη μύτη του μαχαιριού στη βάση του κέρατου, κόβοντας δέρμα και κρέας. Το ελάφι άρχισε να βγάζει δυνατούς, πονεμένους μυκηθμούς και να προσπαθεί να ξεφύγει, μα δεν του άφησα κανένα περιθώριο. Το μαχαίρι μου σκάβοντας σα χειρουργικό εργαλείο βρήκε το σημείο που το κέρατο ενωνόταν με το κρανίο. Έμπηξα το μαχαίρι μου εκεί και κουνώντας το πάνω κάτω σα μοχλό, υποβοηθώντας και με δυνατά κουνήματα του ελεύθερου χεριού μου που είχε αρπάξει γερά το κέρατο, δουλεύοντας μεθοδικά και αδιαφορώντας για τις οιμωγές του μηρυκαστικού, κατάφερα μετά από 10 περίπου λεπτά να ξεκολλήσω το κέρατο από το κρανίο. Το σήκωσα ψηλά με υπερηφάνια. Είχα πετύχει το στόχο μου. Γύρισα και κοίταξα το θλιβερό, σακάτικο απομεινάρι. Δε μπορούσε να με εξυπηρετήσει άλλο κι είπα να το απαλλάξω απ’ τη μιζέρια του. Με ένα μοναδικό μα καίριο χτύπημα του έκοψα τη σφαγίτιδα φλέβα και πέθανε αυτοστιγμεί, κεραυνοβολήμένο. Γεύτηκα το ζεστό, αλμυρό, αίμα ακουμπώντας τη γλώσσα μου στη λάμα του μαχαιριού κι άρχισα να κατηφορίζω την πλαγιά με το τρόπαιο στα χέρια, αφήνοντας τους υπόλοιπους να γδάρουν και να τεμαχίσουν το ζώο.
Τα καλύτερα κομμάτια τα φάγαμε το βράδυ με τους άλλους φίλους κυνηγούς, σε ένα ξενώνα της περιοχής, συνοδεία ακριβού κρασιού. Το δείπνο ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή των εμπειριών και αφήγηση των περιπετειών μας, μαζί με ακριβά ουίσκυ μωλτ και πούρα, μέχρι σχεδόν το πρωί. Αα, υπέροχο πράγμα το κυνήγι!», κατέληξα, κοιτώντας όλο λατρεία το «τρόπαιο».
Η δεσποινίς Ζουζού ήταν πλέον πελιδνή και έτρεμε από φρίκη. Ακούμπησε όπως – όπως το ποτήρι της κάπου, άρπαξε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι κυριολεκτικά τρέχοντας, ενώ ήδη πριν την εξώπορτα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.
Αναμίχθηκα με τις παρέες των προσκεκλημένων μου. Γέμιζα τα ποτήρια με κρασί, ανανέωνα τους μεζέδες, έπιανα ψιλή κουβέντα. Με την άκρη του ματιού μου είδα τη Νουνού να γυρνάει στα δωμάτια απορημένη. Με πλησίασε και με ρώτησε:
«Μα… πού είναι η Ζουζού; Την είδες; Πού έχει πάει;»
Σήκωσα τους ώμους μου με το χαρακτηριστικό τρόπο που δηλώνει άγνοια.
«Μα πώς, αφού σε είδα μαζί της, της μιλούσες για ώρα……»
Σταμάτησε, σοβάρεψε ξαφνικά και μου είπε με θυμωμένο τόνο:
«Βρε τέρας! Τί είπες στην κοπέλλα βρε;»
Έτρεξε κι αυτή έξω απ’ το σπίτι, πληκτρολογώντας στο κινητό τον αριθμό της Ζουζούς. Βγήκε έξω στο δρόμο φωνάζοντας: «Ζουζουού! Ζουζουού!»
Εγώ επέστρεψα στη γιορτή. Ένοιωθα πολύ κεφάτος. Και ήμουν σίγουρος ότι θα περνούσαμε μια ωραία βραδιά.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (180)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Καρτανόηση, η: όλες οι δουλειές πια με κάρτες γίνονται, έχει γεμίσει το πορτοφόλι μου (και του καθενός) με έξυπνες κάρτες. Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο καρτανόηση.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο Σαμουήλ κλειθροποιός

Ο φίλος Γ. προσήλθε στο τακτικό μας, άπαξ της εβδομάδος, ραντεβού για απογευματινοβραδυνό απεριτίφ στο καφεμπάρ πλησίον της πλατείας Συντάγματος, όπου για χρόνια πολλά συχνάζαμε, προσήλθε λέω αργοπορημένος μα και εκνευρισμένος. Το κατάλαβα αμέσως από τον τρόπο που παρκάριζε το σκούτερ βλαστημώντας. Ήρθε προς το μέρος μου συνεχίζοντας να βρίζει, καθώς είχε και δυσκολίες να ξεκουμπώσει τον ιμάντα του κράνους - κάπως είχε μαγκώσει φαίνεται, χα! χα! κάπως έτσι δε συμβαίνουν αυτά πάντα; Κι εγώ ήμουν έτοιμος να τον τσιγκλίσω.
«Τι έγινε; Νευράκια; Νευράκια;»
«Άσε με ρε, άσε με σου λέω».
«Ναι, αλλά δεν πάει έτσι».
«Τί δεν πάει έτσι;»
«Να, πολύ εύκολα χάνεις την ψυχραιμία σου, δεν έχεις καθόλου…. πώς να το πω… αυτοέλεγχο, αυτοπειθαρχία. Είναι σοβαρό μειονέκτημα αυτό ξέρεις. Αργά ή γρήγορα θα το διαπιστ….»
«Ρε δεν πα να γαμηθείς λέω εγώ», με διέκοψε με τόνο οξύ ο Γ. μα αμέσως μετά με φωνή που γλύκανε είπε:
«Καλησπέρα, τι κάνεις; Συγνώμμη, ε;»
Αυτά ήταν για τη γλυκιά dj που βρισκόταν πίσω μου και μόλις την είχε δει.
«Καλησπέρα», απάντησε αυτή χαμογελαστή, «κανένα πρόβλημα».
Παρήγγειλε εν τω μεταξύ και ποτό που ήρθε, οπότε – με την ένταση να έχει εκτονωθεί – τον ρώτησα, στα σοβαρά τώρα:
«Τί έγινε ρε;»
«Άσε ρε μαλάκα, άσε, να κοίτα», μου είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα σπασμένο κλειδί και μου το έδειξε.
«Ε, τί είναι αυτό;»
«Έσπασε το γαμοκλειδί ασφαλείας μέσα στη γαμοκλειδαριά ασφαλείας, στη γαμόπορτα ασφαλείας του σπιτιού, γαμώ την ασφάλεια μου μέσα και δε βγαίνει με τίποτα!»
«Ε, και δε φώναξες κλειδαρά;»
«Φώναξα, πώς δε φώναξα;»
«Ε, και τί σού ‘πε;»
«Πως δε μπορεί να το βγάλει με τίποτα, πως έχει σφηνώσει για τα καλά και πως πρέπει να αλλαχθεί μέρος του μηχανισμού».
«Ε, εντάξει τότε».
«Τί εντάξει ρε βλάχο; 200 – 300 ευρώ θα κοστίσει. Συν 30 ευρώ η επίσκεψη – διάγνωση. Τώρα που έχω τόσα έξοδα ρε πούστη μου…..»
(Δε χρειάστηκε παρά 1 δευτερόλεπτο. Βέβαια, έτσι είναι. Άμα το ταλέντο είναι πηγαίο, άμα την έχει μέσα του ο άνθρωπος την κλίση……)
«Θες να δοκιμάσεις με τον δικό μου κλειδαρά που συνεργάζομαι χρόνια κι είναι πολύ καλός;»
Με κοίταξε με το φρύδι ερωτηματικά ανασηκωμένο. Συνέχισα.
«Να εδώ πιο κάτω, Ακαδημίας και Εμμανουήλ Μπενάκη γωνία είναι το μαγαζί του Σαμ».
«Του Σαμ;» (το φρύδι είχε σηκωθεί κι άλλο).
«Ναι, ο Σαμ ο κλειδαράς, ήμασταν μαζί στο στρατό».
«Ο Σαμ, ο κλειδαράς, απ’ τον στρατό…..» επανέλαβε αργά ο Γ. με το βλέμμα γεμάτο ειρωνεία και καχυποψία (λογικό με όλα αυτά τα φίδια και τα φούμαρα που τού ‘χα σερβίρει όλα τα χρόνια). Δεν τού ‘δωσα περιθώριο.
«Ναι ρε μαλάκα, αλήθεια, σοβαρά σου μιλάω. Να, πάμε να περάσουμε μετά με το μηχανάκι, να δεις το μαγαζί». Όντως υπήρχε κλειδαράδικο σε αυτό το σημείο – είχα πάει καναδυό φορές να φτιάξω κλειδιά για το παλιό μου αυτοκίνητο. Κάθε καλό ψέμμα, πρέπει να έχει μερικά συστατικά αλήθειας για να γίνεται πιστευτό. Στην περίπτωση μας, αυτό ήταν το μόνο αληθινό και βαρετό στοιχείο πεζής πραγματικότητας. Όλα τα άλλα θα ήταν….. Τέχνη. Που θα ξεκινούσε ευθύς.
«Άκου λοιπόν»: με τον Σαμ ήμασταν μαζί στον στρατό. Καλό παιδί ο Σαμ. Από το Σαμουήλ. Ο Σαμ ήταν Εβραίος, Έλληνας υπήκοος. Καλό, χρυσό παιδί που λες ο Σαμ, αλλά μας είχε πρήξει με τη δουλειά του (ήταν κλειδαράς όπως και όλοι στην οικογένεια του εδώ και 10 γενιές σχεδόν). Και τα κλειδιά τούτο κι οι κλειδαριές εκείνο κι οι πόρτες ασφαλείας το άλλο.
«Αμάν ρε Σαμ πια, μας έπρηξες!» του λέγαμε. «Λες κι είσαι πια επιστήμονας της ΝΑΣΑ. Ένας κλειδαράς είσαι». Και ο Σαμ διαμαρτυρόταν:
«Μα όχι, δεν έχετε δίκιο», και μας ανέλυε την υψηλή τέχνη της κατασκευής κλειδιών που τα παλιά τα χρόνια είχε δημιουργήσει κομψοτεχνήματα. Που μπορεί κανείς να δει στα μουσεία τάδε και τάδε και τάδε της Ευρώπης. Και η σπουδαία τεχνική της κατασκευής κλειδαριών. Και ο αυτοκράτωρ Λουδοβίκος ο 16ος που σχεδίαζε, κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε κλειδαριές!...«Εμ, τέτοιος χαραμοφάης πού ‘ταν και με τέτοιες μαλακίες που έκανε, είναι ν’ απορείς που τον περάσανε από την καρμανιόλα;», τον διακόπταμε.
«Μα όχι, όχι!» επέμενε ο Σαμ. Και οι πρόγονοί του, Εβραίοι ιταλικής καταγωγής, οικογένεια Bellochio στη Βενετία, σπουδαίοι κλειθροποιοί, προμηθευτές των ευγενών και του κράτους. Και ο προπάππους του που ήρθε στα Επτάνησσα, στην Ιθάκη και εξελλήνισε το όνομα του και από Μπελόκιο το έκανε Μπελόκος, επίθετο που είχε και αυτός (εμείς βέβαια αντί για Μπελόκο τον φωνάζαμε «Μπρελόκο» και τσαντιζότανε), κι ο παππούς που ήρθε στην Αθήνα και το μαγαζί που είχανε στο κέντρο, («αυτό για το οποίο σου μιλάω», είπα στο Γ.) και τα λοιπά και τα λοιπά. Γούστο είχε ο Μπρελόκος.
Απολυθήκαμε, χωρίσαμε, χαθήκαμε. Μια μέρα που γυρνούσα στο κέντρο και συμπτωματικά είχα ένα πρόβλημα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μού ‘ρθε στο μυαλό ο Σαμ. Θυμήθηκα στο περίπου τη διεύθυνση, έψαξα, ρώτησα, το βρήκα. Μπαίνω μέσα, τί να δω; Το Σαμ, στο βάθος, σκυμμένο σ’ ένα πάγκο να μαστορεύει. Δεν είχε και πελατεία, μοναχός ήταν οπότε βάζω και γω μια φωνή, εν είδει στρατιωτικής εντολής:
«Μπρελόκος!!! Πέντε μέρες φυλακή κωλόψαρο!!!».
Σήκωσε τα μάτια ξαφνιασμένος, με κοίταξε με απορία, μα μετά με αναγνώρισε… Χαρές και πανηγύρια. Είπαμε τα νέα μας, μού ‘φτιαξε και το κλειδί – δεν ήθελε να πάρει λεφτά, ξέρεις τώρα, συμφωνήσαμε να τα ξαναπούμε. Πέρασα μετά δυο τρεις φορές ακόμα, για καλημέρα. Μάλιστα κανονίσαμε και βρήκαμε και κάτι άλλες σειρούλες και κάναμε ένα απόγευμα ένα ωραίο γλεντάκι σ΄ ένα ουζερί πού ‘ταν εκεί κοντά. Φαντάζεσαι ε, αντροπαρέα, ούζα, ιστορίες από το στρατό… δε μας έμεινε άντερο απ’ το γέλιο. Από τότε, ότι δουλίτσα σχετική έχω, στο Σαμ πηγαίνω. Έχω στείλει κι άλλους κι έχουνε μείνει όλοι απόλυτα ευχαριστημένοι.
«Γι αυτό σου λέω, πήγαινε στο Σαμ εκ μέρους μου. Δύο τινά μπορεί να συμβούν. Θά ‘ρθει ο Σαμ και –πίστεψε με- άμα δε μπορέσει κι αυτός να βγάλει το κλειδί δε θα μπορεί κανένας. Θα το αντιμετωπίσει σαν πρόκληση, πώς να στο πω; Μπορεί να κάτσει δυο ώρες ναι παιδεύεται, χωρίς χρέωση εννοείται. Άμα λοιπόν ο Σαμ πει πως είναι αδύνατον, τότε όντως είναι έτσι και είχε δίκιο κι ο πρώτος κλειδαράς που φώναξες. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο Σαμ θα σου κάνει την επιδιόρθωση (και θα κάνει και εξαιρετικά καλή δουλειά) και θα σου πάρει και λίγα, αφού είσαι από μένα. Ε, τί άλλο θες;».
«Λες, ε;» ρώτησε ο Γ. διστακτικά. Αυτό ήταν! Είχε πεισθεί. Κουβεντιάσαμε για άλλα πια πράγματα, πέρασε η ώρα, φύγαμε ο καθένας για το σπίτι του.
Ξάπλωσα, ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, μ’ ένα χαμόγελο πλατύ. Φανταζόμουν το αυριανό σκηνικό…

«Καλημέρα σας!»
«Καλημέρα σας»
«Είσαι ο Σαμ;»
«Πώς είπατε;»
«Έρχομαι από τον Χ… πού ‘σασταν στο στρατό μαζί»
«Ποιός είναι αυτός; Δεν ξέρω κανέναν Χ.»
«Συγνώμμη, δεν είναι εδώ το μαγαζί του Σαμ του Μπρελόκ…… του Μπελόκου;»
«Όχι άνθρωπε μου. Το δικό μου μαγαζί είναι εδώ»
«Μα… μου είπανε… Μήπως ήτανε παλιά του Σαμ κι έχει φύγει τώρα;»
«Όχι βρε χριστιανέ μου, δικό μου είναι το μαγαζί είκοσι χρόνια τώρα. Και το όνομα μου είναι Επαμεινώνδας Σουσαμοβούρδουλας, όχι… Σαμ»
Παύση. Και μετά, οργισμένα:
«Α ρε πούστη, κερατά! Θα σε φτιάξω γω ρε!»
«Καλά, είσαι σοβαρός; Θα με βρίσεις κι από πάνω; Δε φτάνει που μπαίνεις στο μαγαζί και μου τσαμπουνάς ένα σωρό τρέλλες, θα μας βρίσεις και θα μας απειλήσεις κι όλας; Τί καταλαβαίνεις τώρα, θες να…..;»
«Όχι κύριε, με συγχωρείτε κύριε, λάθος, λάθος!»
«Ε, λάθος… λάθος, άιντε περάστε έξω κύριε…. Και στα τσακίδια κύριε!»

Ο ύπνος άρχισε σιγά – σιγά να με γλυκοπαίρνει.
Χε! χε! χε!

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (179)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Πυγμάγχος, το: νευρικότητα, ανησυχία, φόβος κ.λ.π., μ’ άλλα λόγια άγχος, που διακατέχει εξαιρετικά βραχύσωμο άτομο πριν αυτό προσεγγίσει άλλο άτομο που του αρέσει και τον έλκει. Το ενδεχόμενο της απόρριψης μα και –κυρίως- της χλεύης και της περιφρόνησης, λόγω παρουσιαστικού, προκαλεί παράλυση. Αφορά κυρίως άνδρες καθώς οι όχι ψηλές γυναίκες, συχνά θεωρούνται χαριτωμένα μικροκαμωμένες, έχουσες τα στυλ «μινιόν» ή «πετίτ». Π.χ. «Ακούς εκεί, πώς τόλμησε να μου την πέσει!», «Ποιός;», «Αυτός ο τάπας, ο ζουμπάς, ο σπιθαμιαίος, ο…ο… πυγμαίος!», «Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;», «Μάλλον θα προχωρήσουμε, γουστόζικο τον βρίσκω!». (Σημ. τσάμπα το πυγμάγχος!).