Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Έξι μίλια ακόμα

Στίχοι του τραγουδιού "Six more miles (to the graveyard)" του Hank Williams, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Ω, η βροχή, αργά που πέφτει
κι η καρδιά μου τόσο βαριά
έξι μίλια ακόμα και σ'αφήνω γλυκιά μου
κι ούτε θα σε δω στον κόσμο αυτό ξανά.

Έξι μίλια, ακόμα ως το μνήμα,
λυπημένα, κοπιαστικά,
έξι μίλια και σ' αφήνω γλυκιά μου
και φίλη καλύτερη από παλιά.

Ω να! ακούω να έρχεται τρένο,
την αγάπη μου φέρνει από μακρυά,
έξι μίλια, ακόμα ως το μνήμα
κι ύστερα μόνος πάντα θά'μαι πια.

Έξι μίλια ακόμα.
Έξι μίλια ακόμα.

Η περίπτωση της Λαίδης Μπέττυ

Από παλαιότερο (Χριστουγεννιάτικο) φύλλο της εφημερίδος "Η Μεταμεσονυκτία" - στήλη Αστυνομικού Ρεπορτάζ

Αγαπητοί αναγνώστες της στήλης, εύχομαι ολόψυχα Χρόνια Πολλά και ότι καλύτερο για εσάς και τους αγαπημένους σας. Υγεία, κουράγιο, δημιουργικό πνεύμα και ακόμα: λίγη (όση χρειάζεται) τύχη καλή.
Πιστοί στο καθήκον μας και το λειτούργημα της ενημέρωσης του κοινού, το οποίο - με τη βοήθεια του Υψίστου που σαν αυτές τις ημέρες γεννήθηκε – διακονούμε επί σχεδόν εδώ και είκοσι χρόνια, θα ασχοληθούμε σήμερα με ένα από τα πιο καυτά θέματα του αστυνομικού ρεπορτάζ της τελευταίας δεκαετίας, που ωστόσο οι λεπτομέρειες του βρίσκονται (δυστυχώς) στον αντίποδα του πνεύματος της Αγάπης των ημερών.
Η περίπτωση έχει ως εξής: Η Ασφάλεια Αθηνών κατέγραψε πρόσφατα κατακόρυφη αύξηση της συχνότητας των ασύλληπτων βιοπραγιών και σφοδρών επιθέσεων καθώς και τεσσάρων φόνων που έχουν λάβει χώρα στο κέντρο της Αθήνας (περιοχή Νεαπόλεως Εξαρχείων). Περιστατικά ωμής βίας των οποίων τα θύματα, θανόντες ή επιζήσαντες (νοσηλευόμενοι ορισμένοι εκ των δευτέρων και μάλιστα κάποιοι σε κρίσιμη κατάσταση) κυριολεκτικώς κατακρεουργήθηκαν και αφέθηκαν αβοήθητα στον τόπο της επίθεσης να σφαδάζουν (οι εν ζωή) από αφόρητους πόνους, πλέοντας σε λίμνες αίματος ή στραγγαλίσθηκαν ανηλεώς.
Ο αυτουργός της επιθέσεως, άτομο σαφέστατα σαδιστικής, αιμοχαρούς ιδιοσυγκρασίας, συνηθίζει να αφήνει εν είδει «υπογραφής» σκίτσα των θυμάτων του, ως ήταν προ αλλά και μετά την «επίσκεψη» του. Η πρωτοφανής αυτή πρωτοτυπία, που καταδεικνύει όπως σημείωσαν οι ειδικοί αναλυτές της ασφάλειας, ένα είδος χαιρέκακης υπερηφάνειας του αυτουργού για το έργο του, που παραπέμπει – αλλίμονο – με ασφάλεια, στην περίπτωση των λεγόμενων «κατά συρροήν» δολοφόνων, του πλέον επικίνδυνου δηλαδή είδους (μαζί με τους τρομοκράτες) εγκληματιών.
Η σοβαρότητα της υποθέσεως λοιπόν, σε συνδυασμό με την αύξηση της συχνότητας των περιστατικών, ανάγκασε προ εβδομάδος τον αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας υποστράτηγο Παναγιώτη Τσικουδιά να δώσει εντολή όπως – με χαρακτήρα κατεπείγοντος – να αναλάβει την υπόθεση ο (θρυλικός) αστυνομικός, επικεφαλής του τμήματος «διώξεως υποθέσεων ειδεχθών εγκλημάτων», ταγματάρχης Φανούρης Φανφαρόνης.
Από τη στήλη αυτή έχουμε κατ΄επανάληψη αναφερθεί στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης Φανφαρόνη, αυτής της τόσο αντιφατικής προσωπικότητας που ωστόσο υπηρετεί με αξιοθαύμαστο και κυρίως απολύτως αποτελεσματικό τρόπο την υπεράσπιση του δικαίου και τη δίωξη και πάταξη του εγκλήματος εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, χαίροντας απεριόριστης εκτίμησης σε κύκλους της χώρας και του εξωτερικού, όσο και αντιστοίχως απεριόριστης περιφρόνησης σε (κατά πολύ) ευρύτερους κύκλους, περιφρόνησης που σχετίζεται κυρίως με τη θυελλώδη, εκρηκτική, αντισυμβατική ιδιοσυγκρασία του Φανφαρόνη ο οποίος έχει συγκρουσθεί με σχεδόν όλο το φάσμα του κατεστημένου σε όλους τους τομείς, οσάκις (δηλαδή σχεδόν πάντα) θεώρησε ότι έβρισκε «εμπόδια» στην προσπάθεια του να φέρει εις πέρας την εκάστοτε αποστολή του.
Σημειωτέον ωστόσο, και βασικότατο και αξιοθαύμαστο παραμένει το γεγονός ότι ο Φανφαρόνης είναι ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα παγκοσμίως επιθεωρητές (γεγονός που δεν έχει καθόλου περάσει – φυσικά – απαρατήρητο και από τους ειδικούς παρατηρητές του Εφ Μπη Άι Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής), που δεν έχει στο αρχείο του αδιαλεύκαντη υπόθεση.
Ο εν λόγω ταγματάρχης Φανφαρόνης λοιπόν, παρέλαβε την προηγούμενη Παρασκευή τον ογκωδέστατο φάκελλο της υπόθεσης και αποσύρθηκε προς μελέτην του (παρ’ ότι ερχόταν Σαββατοκύριακο) στα γραφεία του τμήματος του. Μαζί του ήταν ο αχώριστος πλέον συνεργάτης του, ο σκαιός ιατροδικαστής Ρωμύλος Μακαρώνης, ο επονομαζόμενος ειρωνικά από τους (δικούς του) επικριτές και «Χασάπης» ή – ακόμα χειρότερα – «Βρωμύλος Καμαρώνεις» για την αποτρόπαια ικανοποίηση που λέγεται ότι του χαρίζει το ειδεχθές επάγγελμα του.
Την επόμενη Δευτέρα οι πρώτοι πρωινοί εργαζόμενοι που προσήλθαν στην υπηρεσία, στον όροφο των γραφείων των δύο συνεργατών, βρήκαν τον Φανφαρόνη και τον Μακαρώνη εν εξάλλω καταστάσει και τόσο ο σαν βομβαρδισμένος περιβάλλων χώρος όσο και η εμφάνιση των δύο ανδρών (δεκάδες άδεια κύπελλα καφέ, φιάλες αναψυκτικών, κουτιά έτοιμου φαγητού, φάκελλοι, βιβλία, εκτυπώσεις, σημειώσεις, σχέδια, χάρτες και όλοι οι υπολογιστές του τμήματος σε διαρκή αναζήτηση στοιχείων τόσο στα Αρχεία όσο και στο διαδίκτυο και σε βάσεις δεδομένων υπηρεσιών άλλων χωρών, μαύροι κύκλο κάτω από τα μάτια, τσαλακωμένα ρούχα, γένεια τριών ημερών και βλέμμα πυρετικό…. όλα πρόδιδαν πως οι δύο συνεργάτες μάλλον δεν είχαν κοιμηθεί ούτε λεπτό και δούλευαν αδιάκοπα σε όλη τη διάρκεια των προηγούμενων εικοσιτετραώρων.
Επιπλέον (από ότι φαινόταν) είχαν τη συνδρομή μερικών ντετέκτιβ της ασφάλειας οι οποίοι (παρά την αργία) έσπευσαν να βοηθήσουν και τώρα ήταν και αυτοί στα γραφεία και συζητούσαν μεταξύ τους. Ο Φανφαρόνης όταν ήλθε η γραμματέας του τμήματος της ζήτησε να επικοινωνήσει με την ομόλογη της που υπηρετούσε στο γραφείο του Αρχηγού υποστράτηγου Τσικουδιά και να ζητήσει άμεση ακρόαση, πράγμα που όντως έγινε όταν ο Αρχηγός προσήλθε περί τις 8:30.
Τα επακόλουθα είναι λίγο πολύ γνωστά και από τα τηλεοπτικά κανάλια. Με εντολή του αρχηγού συννελήφθη πάραυτα νέα γυναίκα διαμένουσα στο κέντρο της Αθήνας (περιοχή Νεαπόλεως Εξαρχείων) γεννηθείσα και κάτοικος ανέκαθεν στην περιοχή, χωρίς καμμία προγενέστερη δίωξη ή εμπλοκή με το νόμο, εργαζόμενη, μητέρα και σε κάθε περίπτωση άτομο «υπεράνω πάσης υποψίας». Πλην όμως στο πρώτο δεκαπεντάλεπτο της ανακρίσεως ομολόγησε με απίστευτη απάθεια την εγκληματική της δράση με εξονυχιστικές λεπτομέρειες που έκαναν ακόμη και τους σκληροτράχηλους ανακριτές αξιωματικούς να ανατριχιάσουν. Κατόπιν τούτου και μετά τα τυπικά που ολοκληρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, οδηγήθηκε στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, στους θαλάμους υψίστης ασφαλείας. Με τη νέα χρονιά και την ολοκλήρωση της εορταστικής περιόδου, αναμένεται η δίκη και καταδίκη της «Λαίδης Μπέττυ» όπως διέρρευσε ότι είναι το προσωνύμιο που έχει προσεταιρισθεί η στυγερή δολοφόνος, το πραγματικό όνομα της οποίας συμπίπτει εν μέρει με το προσωνύμιο. Τι σημαίνει όμως αυτή η λεπτομέρεια και κυρίως πώς κατάφερε ο Φανφαρόνης (και ο Μακαρώνης) να ανακαλύψουν το δολοφόνο;

Αυτή τη φορά η απάντηση βρίσκεται σε μία από τις ειδικές ικανότητες που διαθέτουν οι δύο αξιωματικοί πέρα από όλες τις –πανθομολογούμενες- άλλες (όπως η αρτιότατη, υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και μετεκπαίδευση, μεθοδικότητα, υπομονή, επιμονή, αναλυτική σκέψη, αστυνομικό δαιμόνιο και ταλέντο, ικανότατους συνεργάτες, πηγές πληροφοριών και γνωριμίες, πάθος χωρίς όρια για τη δουλειά κ.ά.) και συγκεκριμένα: είναι και οι δύο από χόμπυ αναγνώστες και βιβλιόφιλοι από παιδιά, έχοντας διαβάσει χιλιάδες τόμους βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων, εγκυκλοπαιδιών κ.λ.π. και ειδικώτερα επίσης αρχειοδίφες και μελετητές των εγχώριων αλλά και παγκόσμιων εγκληματικών χρονικών. Δυσκολότατο να πει κανείς ποιος ξεπερνά τον άλλον στον τομέα αυτόν – το βέβαιον είναι ότι η άθροιση των γνώσεων των συνιστά έναν όγκο ασύλληπτο, έναν ποταμό πληροφοριών και γνώσεων, όπου συχνότατα βουτούν για να ανασύρουν στοιχεία χρήσιμα για τις υποθέσεις που ερευνούν – και πολύ συχνά το καταφέρνουν με εντυπωσιακή επιτυχία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση λέγεται ότι το βασικό ερέθισμα για την αρχειακή έρευνα στάθηκε το χαρακτηριστικό των σκίτσων με μολύβι (ή κάρβουνο) που η εγκληματίας άφηνε στον τόπο του εγκλήματος, των σκίτσων που απεικόνιζαν τα εν αγωνία άτυχα θύματα της.
Και στους δύο συνεργάτες η συγκεκριμένη πρακτική θύμιζε αμυδρά κάτι χωρίς ωστόσο να είναι - στην αρχή – δυνατόν να μπορούν να ανασύρουν από τη μνήμη τους το γεγονός. Κατόπιν όμως αρκετών ωρών συζήτησης, αλληλοσυμπληρούμενων στοχασμών, χρήσης των υπολογιστικών μηχανών αναζήτησης της Αστυνομίας στα αρχεία αλλά και στο διαδίκτυο καθώς και συνομιλιών με κάποιους συναδέλφους στο εξωτερικό με αντίστοιχες δεξιότητες, ο «κύκλος» άρχισε να στενεύει για είναι τελικά – όπως λέγεται – ο Φανφαρόνης αυτός που θυμήθηκε την περίπτωση και το σχετικό σύγγραμμα όπου την είχε συναντήσει. Το σύγγραμμα χάρη και στη συνδρομή ενός πολύ καλού και βιβλιόφιλου γνωστού εντοπίσθηκε και παραδόθηκε άμεσα (αφού ένα περιπολικό το παρέλαβε από το σπίτι του γνωστού στα προάστια των Αθηνών) εις τα χείρας των δύο αόκνων διωκτών του εγκλήματος.
Επρόκειτο για ένα έργο του πολύ αξιόλογου γνωστού Ιρλανδού γιατρού και συγγραφέα Σερ Γουίλλιαμ Ρόμπερτ Γουίλς Γουάιλντ (και πατέρα ενός γυιού επίσης συγγραφέα και πολύ περισσότερο γνωστού – του Όσκαρ).


Ο Σερ Γουάιλντ, τέκνο της κομητείας Ροσκομόν Ιρλανδίας, είχε γράψει μεταξύ άλλων το έργο «Δημοφιλείς Ιρλανδικές Προλήψεις» - αυτό που τώρα φυλλομετρούσαν οι δύο αστυνομικοί. Δεν άργησαν να εντοπίσουν το εδάφιο που τους ενδιέφερε και αφορούσε στην περίφημη «Λαίδη Μπέττυ», την εκτελέστρια - απαγχονίστρια των φυλακών του Ροσκομόν στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα, μια από τις ελάχιστες εκπροσώπους του φύλλου τους στο φρικιαστικό αυτό επάγγελμα.
Ο θρύλος λέει ότι όταν ήρθε η ώρα της εκτέλεσης της Λαίδης Μπέττυ που ήταν μια γυναίκα αμαρτωλή και είχε καταδικασθεί για πλήθος εγκλημάτων, συμπτωματικά ο εκτελεστής έλειπε. Τότε η Λαίδη Μπέττυ προθυμοποιήθηκε και πρότεινε στους εκπροσώπους των αρχών που ήταν ιδιαίτερα θορυβημένοι και ανήσυχοι καθώς ήταν μια μέρα με προγραμματισμένο πολύ μεγάλο πλήθος εκτελέσεων, να φροντίσει αυτή για τις εκτελέσεις ξεπαστρεύοντας όλους όσους περίμεναν τη σειρά τους με αντάλλαγμα τη ζωή της. Οι υπεύθυνοι μη έχοντας κάτι να χάσουν δέχθηκαν και η Λαίδη Μπέττυ εκτέλεσε τα καθήκοντα της με τόση επιμέλεια και τόσο καθ’ όλα άψογο τρόπο που της παραχωρήθηκε η θέση μόνιμα, θέση την οποία επάξια κράτησε για πολλά – πολλά χρόνια έως το θάνατο της. Αναρίθμητοι οι θρύλοι που σχετίζονται με τη Λαίδη Μπέττυ. Όπως ενδεικτικά ότι ο μονάκριβος εν ζωή γυιος της μετανάστευσε, όπως και τόσοι Ιρλανδοί την εποχή εκείνη, για να γλυτώσει από την ένδεια που μάστιζε την πάμπτωχη χώρα. Μετά από πολλά χρόνια και έχοντας πλέον αποκατασταθεί, αποφάσισε να επιστρέψει στην μόνη μητέρα του, της χτύπησε την πόρτα ένα βράδυ και εκείνη – χωρίς να τον γνωρίσει – τον δέχθηκε, τον φιλοξένησε και τον…. σκότωσε ενώ κοιμόταν για να τον ληστέψει. Ακόμα λέγεται ότι μετά το θάνατο της Λαίδης Μπέττυ, βρέθηκαν στο δωμάτιο της στον Πύργο των Φυλακών, εκατοντάδες σχέδια από κάρβουνο σε χαρτιά ή στους τοίχους, όλων των θυμάτων που η Λαίδη είχε στείλει με την κρεμάλα της στον άλλο κόσμο. Επίσης μας λέει ο Σερ Γουάιλντ ότι μέχρι τη δική του εποχή, δεκαετίες μετά δηλαδή, θυμάται σε όλην την Ιρλανδική επαρχία να φοβερίζουν τα ανήσυχα παιδιά απειλώντας ότι θα «έρθει η Λαίδη Μπέττυ» ή στα Ιρλανδικά Κέλτικα «Χούγκαθ α Πούκα» - “Huggath a’ Pooka”. Αυτή λοιπόν η λεπτομέρεια των σκίτσων των θυμάτων, ήταν που έκανε τους δύο αστυνομικούς να αναζητήσουν μια πιθανή ομοιότητα του σύγχρονου δολοφόνου με κάποιον «διάσημο» που είχε ιστορικά προηγηθεί και συγκεκριμένα τη Λαίδη Μπέττυ. Από κει και πέρα τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Με όλο σχεδόν το επιτελείο τους πλέον άρχισαν να αναζητούν μεθοδικά τον πιθανό ένοχο με βάση στοιχεία όπως: να είναι γυναίκα, κάτοικος της περιοχής, να είναι μακρινή απόγονος της

Λαίδης, να έχει το ίδιο ή παρόμοιο όνομα, να γνωρίζει ή να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη χώρα και την κουλτούρα της Ιρλανδίας κ.λ.π.
Η συλληφθείσα πληρούσε όλα τα παραπάνω και, ναι, ήταν μακρινή απόγονος της Λαίδης, ζούσε στην περιοχή, είχε ταξιδέψει παλαιότερα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αρεσκόταν επί πάρα πολλά χρόνια στη μελέτη της ιστορίας, του κινηματογράφου, της μουσικής, της λογοτεχνίας αλλά και γενικότερα της κουλτούρας της χώρας και είχε τελευταία ξεκινήσει μαθήματα Ιρλανδικών Κελτικών, κάτι που μετρημένοι στα δάχτυλα Έλληνες κάνουν και είχε ακόμα όνομα παρόμοιο με της Λαίδης «Μπέττυ…».
Έτσι λοιπόν η έρευνα αυτή έληξε αισίως και ευτυχώς η εγκληματική δράση της κακούργου γυναικός, δε θα συνεχισθεί.

Ο Φανφαρόνης και ο Μακαρώνης εκτέλεσαν για άλλη μια φορά το καθήκον τους με τρόπο άψογο. Μπορεί βέβαια η υπερπροσπάθεια τους να τους κόστισε τις αργίες των εορτών, όμως κατά κάποιον τρόπο θα ανταμειφθούν αφού θα αξιοποιήσουν το «μπόνους» χρηματικό έπαθλο που τους απένειμε (κατ’ εντολήν του Υπουργού Δικαιοσύνης) ο Αρχηγός και θα φύγουν για ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής φροντίζοντας βέβαια να είναι έγκαιρα πίσω αμέσως μετά τη γιορτή των Θεοφανείων ώστε να παραστούν στη δίκη.
Και ο προορισμός τους; Μετά από αυτά που έγιναν μόνο ο Φανφαρόνης και ο Μακαρώνης θα μπορούσαν να κάνουν τέτοια εκλογή. Οι δύο συνεργάτες θα περάσουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους στο Ρασκομόν της Ιρλανδίας!

Μέχρι το πικρό το τέλος

Στίχοι του τραγουδιού "Bis zum bitteren Ende" του γερμανικού πανκ συγκροτήματος "Die Toten Hosen", απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Καθώς τα χρόνια κυλάνε σα νερό
πίνουμε ασταμάτητα, πίνουμε με μανία
γιατί ένα μόνο είναι σίγουρο
ζωή χωρίς πιοτό: κατάρα και ανία.

Ουίσκυ, μπύρα, κρασί και τσικουδιά
ακούμε τα συκώτια μας να ουρλιάζουν
κι όταν το τέλος έρθει μια βραδυά
"μα πήγαινε γυρεύοντας" όλοι θα σχολιάζουν.