Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Τα παραμύθια της Άννας Ι

Το παραμύθι του γέρο Μυλωνά



Τα παραμύθια της Άννας γράφτηκαν για τη μικρή Αννούλα και στολίστηκαν με εικόνες και σχέδια και ζωγραφιές και δέθηκαν σε βιβλία και της χαρίσθηκαν "για να τα διαβάζει όταν θα μεγαλώσει". Και έλα που μεγάλωσε και μπορεί (αν είναι δυνατόν!) πια να τα διαβάζει.

Δημοσιεύονται εδώ με τη συγκτάθεση που αισθάνομαι θα μου έδινε άμα τη ρωτούσα.



Ο γέρο Μυλωνάς, γελαστός όπως πάντα και στρουμπουλός όπως πάντα, καθόταν κάθε απόγευμα στον αγαπημένο του ξύλινο πάγκο που ήταν ακουμπισμένος στον πέτρινο τοίχο του μύλου του.
Ήταν εκείνη την ώρα πασπαλισμένος με αλεύρι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από τη δουλειά όλης της μέρας. Καθόταν λοιπόν εκεί άσπρος άσπρος και στήριζε την πλάτη του στον τοίχο κι ένοιωθε τις πέτρες του τοίχου ζεστές γιατί τις πύρωνε ο ήλιος όλη τη μέρα.
Έπαιρνε τότε την αγαπημένη του πήλινη πίπα, τη γέμιζε καπνό, την άναβε και κάπνιζε, κοίταζε κάτω τον κάμπο και σκεφτόταν. Έτσι έκανε κι ο πατέρας του, έτσι και παππούς του και ο πατέρας του παππού του και ο παππούς του παππού του και ο παππούς του παππού του παππού του. Γιατί όλοι του οι πρόγονοι ήταν κι αυτοί μυλωνάδες και δούλευαν όλοι σε αυτόν τον ίδιο μύλο. Και μετά τη δουλειά κάθονταν έξω από το μύλο, κάπνιζαν την πίπα τους, κοίταζαν τον κάμπο και σκέφτονταν.
Έβλεπε όλον τον κάμπο από τη θέση που καθόταν. Γιατί ο μύλος ήταν χτισμένος ψηλά στην πλαγιά του βουνού δίπλα στον καταρράκτη που το νερό του καθώς έπεφτε γύριζε τη μεγάλη ρόδα του μύλου. Έβλεπε τα χωράφια με το στάρι που όπως ο αέρας φύσαγε τα στάχυα, μοιάζανε με θάλασσα με κύματα. Μια θάλασσα που άλλαζε χρώματα, πράσινο – κίτρινο ανάλογα με την εποχή.
Το ρυάκι που γινόταν καταρράκτης στο σημείο που ήταν ο μύλος χτισμένος, συνέχιζε μετά και συναντούσε κι άλλα ρυάκια και γινόταν ποτάμι που διέσχιζε τον κάμπο. Από αυτό παίρνανε νερό οι γεωργοί και πότιζαν τα στάρια τους. Και στη μέση του κάμπου με τα χωράφια του σταριού, ήταν τα περιβόλια. Χωράφια με δέντρα με φρούτα (πορτοκαλιές, μανταρινιές, κερασιές, μηλιές και πολλά άλλα) και χωράφια με λαχανικά (λάχανα, κουνουπίδια, καρότα, κρεμμυδάκια και πολλά άλλα). Τα περιβόλια σχημάτιζαν ένα κύκλο που από τη μέση του περνούσε το ποτάμι.
Στη μέση του κύκλου με τα περιβόλια ήταν πόλη. Έτσι όπως ήταν τα σπίτια της χτισμένα σχημάτιζαν κι αυτά ένα κύκλο και βέβαια από τη μέση και αυτού του κύκλου, από τη μέση της πόλης δηλαδή, περνούσε το ποτάμι. Στην πόλη λοιπόν αυτή κατοικούσαν οι γεωργοί της περιοχής, οι ιδιοκτήτες των σταροχώραφων, οι πελάτες του γέρο μυλωνά.
Αυτοί ήταν που έρχονταν κάθε μέρα στο μύλο με τα ζώα τους φορτωμένα με τσουβάλια στάρι και τά ’διναν στο γέρο Μυλωνά. Αυτοί κάθονταν μετά στη σκιά των δέντρων, έπιναν σιγά σιγά το κρασάκι που είχαν φέρει μαζί τους και περίμεναν το Μυλωνά να τελειώσει τη δουλειά του. Χανότανε μέσα στο μύλο ο Μυλωνάς και μετά από λίγο άρχιζε να ακούγεται ο θόρυβος από τις μυλόπετρες που γύριζαν και έτριβαν το στάρι. Ύστερα από τα μικρά παράθυρα του μύλου έβλεπαν κάθε τόσο να βγαίνει λίγη από την άσπρη σκόνη του αλευριού και να σκορπίζεται στον αέρα. Έτσι λοιπόν περίμεναν ακούγοντας το νερό του καταρράκτη να πέφτει, την ξύλινη μεγάλη ρόδα γυρίζει και τις μυλόπετρες μέσα από το μύλο να γυρίζουν κι αυτές. Και βέβαια άκουγαν και το τραγούδι του Μυλωνά που συνήθιζε πάντα να δουλεύει τραγουδώντας, σημάδι σίγουρο πως του άρεσε η δουλειά του.
Έτσι πέρναγαν οι ώρες και όταν ο ήλιος άρχισε να δύει φαινότανε ο Μυλωνάς στην πόρτα του μύλου γελαστός και στρουμπουλός όπως πάντα και πασπαλισμένος με αλεύρι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ήξεραν τότε πως η δουλειά είχε τελειώσει και μόλις τους έκανε νόημα έμπαιναν ένας ένας μέσα στο μύλο. Ήταν εκεί γεμάτα τα τσουβάλια με το αλεύρι που ακόμα δεν τά’χε κλείσει ο Μυλωνάς. Ήταν το αλεύρι λευκό, κατάλευκο και ψιλό ψιλό τόσο που ούτε να βήξουν, ούτε να φταρνιστούν τολμούσαν και ανέπνεαν σιγά σιγά, γιατί νόμιζες ότι με το παραμικρό φύσημα θα σκόρπαγε όλο γύρω γύρω και τα τσουβάλια θα άδειαζαν. Τόσο φίνο ήταν το αλεύρι. Κάθονταν λοιπόν εκεί και σχολίαζαν τι σπουδαίο αλεύρι τους είχε φτιάξει ο μυλωνάς, πόσο άσπρο ήτανε και τι ωραίο άσπρο ψωμί θα φτιαχνότανε με αυτό το αλεύρι, «το καλύτερο της χώρας» και τι τυχερός που ήτανε ο τόπος που είχε τέτοιο Μυλωνά καλό, όπως και ο πατέρας του και ο παππούς του………. «Συγχαρητήρια!», «Μπράβο!», «Εύγε!», «Ευχαριστούμε πολύ». Τέτοια έλεγαν στο Μυλωνά κι αυτός χαμογελούσε και φούσκωνε από υπερηφάνεια.Μετά σφραγίζανε τα τσουβάλια, πληρώνανε το μυλωνά για τον κόπο του, φορτώνανε τα ζώα και άρχιζαν να κατηφορίζουν σιγά σιγά για τον κάμπο…..για την πόλη.
Τότε λοιπόν, όπως είπαμε και στην αρχή, καθόταν ο γέρο Μυλωνάς στον ξύλινο πάγκο, κάπνιζε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν όλα αυτά που είπαμε ως τώρα, σκεφτόταν με άλλα λόγια τη ζωή του και δεν τον κούραζε καθόλου που σκεφτόταν κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Γιατί πολύ απλά του άρεσε η ζωή που έκανε, του άρεσε η δουλειά του και οι μέρες και τα χρόνια πέρναγαν ήσυχα, ευχάριστα, χωρίς προβλήματα.
Χμμμμ!….Όλα αυτά είχαν όμως αλλάξει τον τελευταίο καιρό.
Άλλαξαν από τη στιγμή που ο βασιλιάς της περιοχής που ήταν μεγάλος πολύ στην ηλικία αποφάσισε πως κουράστηκε πια να κυβερνά και έπρεπε να σταματήσει και στη θέση του να συνεχίσει ο νεαρός γιος του. Έτσι κι έγινε. Ο νεαρός βασιλιάς είχε ζήσει για πολλά χρόνια ταξιδεύοντας σε ξένες χώρες. Εκεί είχε σπουδάσει και είχε μάθει γράμματα πολλά και όλοι το ήξεραν πως ήτανε πολύ μορφωμένος. Φαίνεται όμως πως τα πολλά γράμματα του κάνανε και κακό – έτσι έλεγαν οι γεωργοί – γιατί με το που πήρε τη θέση του βασιλιά άρχισε να προσπαθεί να εφαρμόσει όσα πράγματα είχε μάθει.
Έβγαζε λόγους στους γεωργούς, έδινε διαταγές και οδηγίες, έστελνε τους αξιωματικούς του στην εκκλησία, στην αγορά και στα σπίτια να μοιράζουνε φυλλάδια. «Μια Νέα Εποχή αρχίζει» έλεγε ο νεαρός άρχοντας. «Όλα θα αλλάξουν, τίποτα δε θα γίνεται όπως παλιά. Θα γίνουμε σύγχρονοι και μοντέρνοι».
Και πράγματι όλα ήθελε να τα αλλάξει. Όλα όσα ήξεραν τόσα και τόσα χρόνια οι γεωργοί και τα έκαναν με τον ίδιο τρόπο όπως τα είχαν μάθει από τους μεγαλύτερους, έπρεπε τώρα να τα ξεχάσουν και να μάθουν από την αρχή να τα κάνουν με διαφορετικό τρόπο. Σε κανέναν δεν πολυάρεσαν αυτές οι αλλαγές. Όμως δε μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Αφού έτσι διέταζε ο βασιλιάς έπρεπε αυτοί να υπακούσουν και έτσι έκαναν.
Ο γέρο Μυλωνάς όμως είχε πρόβλημα μεγάλο. Γιατί μια μέρα ο νεαρός βασιλιάς μιλώντας στους γεωργούς για διάφορα θέματα, είπε και το εξής:
- …και το θέμα της διατροφής είναι επίσης πολύ σημαντικό και πρέπει και σε αυτό το θέμα οι συνήθειες μας να αλλάξουν. Πρέπει να κάνουμε όλοι «Υγιεινή Διατροφή» όπως λένε και οι επιστήμονες που γνώρισα όταν ήμουνα στο εξωτερικό. Για να είμαστε υγιείς, δυνατοί και να ζήσουμε όλοι πολλά χρόνια. Για να κάνουμε υγιεινή διατροφή πρέπει να τρώμε υγιεινές και όχι βλαβερές τροφές. Για παράδειγμα παρατήρησα ότι όλοι τρώνε ψωμί άσπρο κάτασπρο. Αυτό είναι λάθος και απαράδεκτο. Όλοι ξέρουν ότι υγιεινό ψωμί είναι το μαύρο ψωμί και αυτό πρέπει να τρώμε. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό. Από εδώ και πέρα πρέπει να τρώμε όλοι μαύρο ψωμί. Είπα και εμίλησα!Πήγαν λοιπόν την άλλη μέρα οι άνθρωποι στο μύλο, βρήκαν το Μυλωνά και του είπαν τι είχε γίνει και του ζήτησαν από εδώ και πέρα να τους φτιάχνει το αλεύρι έτσι που το ψωμί γίνεται μαύρο. Αυτά είπαν οι γεωργοί στο Μυλωνά και έφυγαν. Κι ο γέρο Μυλωνάς για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια έχασε το κέφι του και το χαμόγελο του. Πώς θα το έλυνε το πρόβλημα αυτό; Αυτός που το είχε καμάρι που έβγαζε τόσο άσπρο το αλεύρι όσο άλλος κανείς. Πώς τώρα θα έβγαζε αλεύρι μαύρο για να φτιάχνουν και να τρώνε οι άνθρωποι μαύρο το ψωμί; Δεν ήξερε τί να κάνει. Ξύπναγε το πρωί και δεν είχε δουλειά αφού πια οι άνθρωποι δεν του έφερναν στάρι για να το αλέσει. Δεν είχε όρεξη να κάτσει στον πάγκο του τον ξύλινο, τον αγαπημένο ούτε και να καπνίσει την πίπα του την πήλινη, την αγαπημένη. Αυτό που έκανε ήταν περίπατοι μεγάλοι, πότε στο βουνό πάνω από το μύλο, πότε στον κάμπο δίπλα στο ποτάμι, πότε στα δρομάκια πού ‘χανε φτιάξει οι γεωργοί μέσα στα σταροχώραφα.
Περπάταγε και περπάταγε, σκεφτότανε και σκεφτότανε το πρόβλημα του το μεγάλο αλλά άκρη δεν έβγαζε κι είχε αρχίσει να τον πιάνει απογοήτευση μεγάλη.
Ώσπου μια μέρα………….λίγο πριν δύσει ο ήλιος, εκεί που περπάταγε μέσα στα σταροχώραφα και χάζευε τους λίγους ανθρώπους εδώ κι εκεί που δούλευαν ακόμα, έτυχε ένας από αυτούς να δουλεύει στην άκρη του χωραφιού, δίπλα στο δρόμο κι ο Μυλωνάς πέρασε από κοντά του. Στην αρχή έβλεπε μόνο την πλάτη του όταν όμως πλησίασε περισσότερο είδε και το πρόσωπο του και τότε ο γέρο Μυλωνάς σταμάτησε απότομα, γούρλωσε τα μάτια του και άνοιξε το στόμα του δυο πιθαμές και έτσι έμεινε να κοιτάει τον εργάτη. Αστείος που ήτανε!
Τί ήτανε όμως αυτό που είχε ξαφνιάσει τόσο το γέρο Μυλωνά; Πολύ απλά, βλέποντας τον εργάτη αυτόν του ήρθε μια ιδέα φοβερή για το πώς θα έλυνε το πρόβλημα του. Και τί το ξεχωριστό είχε ο εργάτης αυτό κι έκανε την ιδέα τη φοβερή να μπει μες στο κεφάλι του Μυλωνά; Πολύ απλά, ήταν μαύρος!
- Και τί με αυτό; θα με ρωτήσετε.
Ούτε κι εγώ δεν ξέρω! Ας δούμε παρακάτω τί σκέφτηκε ο Μυλωνάς. Όταν λοιπόν συνήλθε λίγο από το ξάφνιασμα της ιδέας της καλής που τόσο απότομα του είχε έρθει, πλησίασε λίγο ακόμα και φώναξε στον εργάτη.
- Εεεε! Για έλα εδώ εσύ!
Ο εργάτης σταμάτησε τη δουλειά του, έβαλε το δικρυάνι του στο ώμο και γρήγορα γρήγορα πλησίασε και στάθηκε μπροστά στο γέρο μυλωνά. Καθόταν εκεί χαμογελαστός και περίμενε να δει τί ήθελε ο άνθρωπος αυτός.
Τον ρώτησε λοιπόν ο Μυλωνάς:
- Πώς σε λένε παιδί μου;
Και απάντησε ο μαύρος:
- Τόμ κύριε.
- Και δε μου λες Τομκύριε, είσαι ευχαριστημένος από τη δουλειά σου εδώ στα χωράφια; Το αφεντικό σου σε πληρώνει καλά;
- Α! Μάλιστα κύριε, μάλιστα! Είμαι πολύ ευχαριστημένος και πληρώνομαι πολύ καλά. Μισό καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο φακές και δυο κρεμμύδια κάθε μέρα. Την Κυριακή λαχανόσουπα και δυο μπουκάλια μπύρα. Ρούχα και παπούτσια, τα παλιά των γιών του αφεντικού. Και στο τέλος του μήνα παίρνω και το μισθό μου, 30 ολόκληρες δραχμές. Μάλιστα! Όπως βλέπετε κύριε έχω κάθε λόγο να είμαι ευχαριστημένος και δεν αφήνω τη δουλειά και το αφεντικό μου με τίποτα. Αλλά, αν επιτρέπεται, γιατί ρωτάτε παρακαλώ;
- Γιατί Τομκύριε, του είπε ο Μυλωνάς, σκεφτόμουν να σου πω να έρθεις μαζί μου να δουλέψεις με 100 δραχμές το μήνα. Αλλά αφού είναι έτσι και είσαι τόσο ευχαριστημένος άστο, δεν πειράζει. Λοιπόν, άντε καλό βράδυ!
Τότε ο μαύρος άφησε το δικρυάνι του κάτω, κούμπωσε το πουκάμισο του, έφτιαξε το καπέλο του το ψάθινο, πήγε και στάθηκε δίπλα στο Mυλωνά και του είπε:
- Και πότε αρχίζουμε δουλειά αφεντικό;
Ξεκίνησαν μαζί για το μύλο. Όταν έφθασαν εκεί είχε βραδιάσει. Έφαγαν λιγάκι και μετά ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Όμως ο μόνος που κοιμήθηκε το βράδυ εκείνο ήταν ο Τομ. Κοιμήθηκε του καλού καιρού, όπως λέμε και μάλιστα ροχάλιζε δυνατά. Ο γέρο Μυλωνάς δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Στριφογύριζε στο κρεββάτι του όλη τη νύχτα. Δε μπορούσε να κοιμηθεί γιατί είχε αγωνία μεγάλη. Περίμενε να ξημερώσει για να κάνει δοκιμή, να δει αν η ιδέα που είχε σκεφτεί ήταν σωστή και αν θα έλυνε τελικά το πρόβλημα του. Πριν ακόμα βγει η ήλιος σηκώθηκε, ντύθηκε, πήγε και ξύπνησε τον Τομ και του είπε να ετοιμαστεί γιατί σε λίγο ξεκινούσαν τη δουλειά.
O Toμ, ο καλός εργάτης, δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου παρά σηκώθηκε αμέσως χαμογελώντας. Άρχισε τότε ο γέρο Μυλωνάς να εξηγεί στον Τομ πώς γίνεται το άλεσμα του σταριού, πώς δουλεύουν τα μηχανήματα του μύλου, τί πρέπει να προσέχει. Κι αφού του εξήγησε τη δουλειά και τα μυστικά της πήγε και βρήκε σε μια γωνιά του μύλου μισό τσουβαλάκι στάρι και το έδωσε στον Τομ και του είπε:
- Και τώρα Τομκύριε θα κάνουμε μια δοκιμή να δούμε αν κατάλαβες τις οδηγίες που σου έδωσα. Εγώ θα κάθομαι και θα σε βλέπω αν τα κάνεις όλα όπως πρέπει. Μπορείς να ξεκινήσεις.
Και ξεκίνησε ο Τομ. Κι ο Μυλωνάς κοιτούσε. Κοιτούσε από τη μια πώς δούλευε ο Τομ κι από την άλλη η αγωνία του μεγάλωνε και μεγάλωνε να δει τί θα γίνει στο τέλος! Όλα σωστά, ολόσωστα τα έκανε ο Τομ, όμως η καρδιά του γέρο Μυλωνά πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Και όταν ήρθε η ώρα να αρχίσει να βγαίνει το αλεύρι, πλησίασε και έσκυψε στο σημείο εκείνο, φύσαγε και ξεφύσαγε, σκούπιζε με το μαντίλι του τον ιδρώτα από το μέτωπο του και κοίταζε………και κοίταζε.
Νά’το που βγήκε το πρώτο αλεύρι! Ψιλό ψιλό, απαλό και φίνο όπως πάντα. Αλλά στο χρώμα; Το αλεύρι ήταν μαύρο!!!
- ΖΗΗΗΤΩΩΩΩΩΩ!!!!!, φώναξε με όλη του τη δύναμη ο γέρο Μυλωνάς. ΖΗΗΗΤΩΩΩΩΩΩ!!! και πέταξε το σκούφο του ψηλά και γέλαγε δυνατά. ΖΗΤΩ!, ΖΗΤΩ!, πέτυχε!, φώναζε ο Μυλωνάς και χοροπηδούσε γύρω από τις μυλόπετρες και ανάμεσα στα μηχανήματα. Και έπαιρνε χούφτες το μαύρο αλεύρι και το σκόρπιζε ψηλά στον αέρα και όλο γελούσε…..γελούσε.
Γελούσε και ο Τομ που έβλεπε το αφεντικό του τόσο ευχαριστημένο. Πήγε ο Μυλωνάς κοντά του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και στα δυο του μάγουλα και σφίγγοντας το χέρι του, του είπε:
- Δουλεύει Τομκύριε, δουλεύει! Το βλέπεις που δουλεύει; Ήταν η ιδέα μου σωστή. Το βλέπεις Τομκύριε; Μαύρο το αλεύρι, μαύρο!- ΜΑΥΡΟ ΤΟ ΑΛΕΥΡΑΚΙ, ΜΑΥΡΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!, άρχισε να τραγουδά με δυνατή φωνή ο Μυλωνάς και να χοροπηδάει πάλι γύρω γύρω μες στο μύλο, όλο χαρά, όλο ευτυχία.Γιατί την είχε βρει τη λύση στο πρόβλημα του και ήταν η ιδέα του σωστή.Πιστεύω πως τώρα καταλάβαμε όλοι την ιδέα που ήρθε στο Μυλωνά όταν είδε τον Τομ να δουλεύει στο χωράφι. Σκέφτηκε: «Μαύρος ο Μυλωνάς, μαύρο και το αλεύρι». Τόσο απλό! Και τόσο έξυπνο! Και νά’το που στην πραγματικότητα γινόταν έτσι όπως το είχε σκεφτεί. Όταν πέρασε λίγο η ώρα και ηρέμησε κάπως ο Μυλωνάς, γέμισε ένα σακούλι με μαύρο αλεύρι, το έδωσε στον Τομ και του είπε:
- Πάρε αυτό Τομκύριε και πήγαινε στην πόλη. Θα λες στους ανθρώπους: «Είμαι ο βοηθός του Μυλωνά. Μου παρήγγειλε να σας πω ότι είναι έτοιμος και από αύριο σας περιμένει στο μύλο με το στάρι σας». Και θα ανοίγεις το σακούλι και θα τους δείχνεις. Αυτοί θα καταλάβουν. Εντάξει;- Εντάξει κύριε, είπε ο Τομ.- Άντε τότε στο καλό, είπε ο Μυλωνάς.Ξεκίνησε λοιπόν ο Τομ και γύρισε μετά από ώρες πολλές, το βράδυ.
- Τους τό’πες; τον ρώτησε ο Μυλωνάς.- Μάλιστα κύριε, το είπα σε όλους, απάντησε ο Τομ.
- Μπράβο! Άντε λοιπόν τότε, πάμε να κοιμηθούμε γιατί αύριο μας περιμένει δουλειά πολύ.Έτσι είπε και έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε τις πυτζάμες του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν είχε περάσει ένα λεπτό καλά καλά και τον είχε πάρει ο ύπνος. Και παρατήρησε ο Τομ πως παρόλο που κοιμότανε βαθιά, χαμογελούσε. Έπεσε κι ο Τομ για ύπνο. Την άλλη μέρα από πρωί, πολύ πρωί άρχισαν να έρχονται οι γεωργοί με τα ζώα τους φορτωμένα τσουβάλια στάρι.- Καλώς τους! Καλώς τους!, έλεγε ο Μυλωνάς, και ξεφόρτωνε μαζί με τον Τομ τα τσουβάλια και τα κουβαλάγανε στο μύλο μέσα.Οι γεωργοί κάθισαν όπως συνήθιζαν κάτω από τη σκιά των δέντρων κι όταν ο Μυλωνάς αντί να μείνει μέσα στο μύλο και να ξεκινήσει τη δουλειά ήρθε και κάθισε μαζί τους, άρχισαν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον απορημένα. Αλλά ο Μυλωνάς χαμογελούσε. Ύστερα από λίγο άρχισε να ακούγεται ο θόρυβος από τις μυλόπετρες που γυρνούσαν. Και τότε κατάλαβαν πως στο μύλο δούλευε ο Τομ και φάνηκαν κάπως να ανησυχούν, αλλά ο Μυλωνάς τους έκανε ένα νόημα που σήμαινε «εντάξει! εντάξει! όλα πάνε καλά, έχετε υπομονή». Και πέρασε λιγάκι η ώρα, σηκώθηκε ο Μυλωνάς και πήγε μέχρι την πόρτα του μύλο και κοίταξε μέσα. Ύστερα γύρισε στους γεωργούς που τον παρακολουθούσαν και τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Πήγαν αυτοί έως την πόρτα.- Περάστε, τους είπε ο Μυλωνάς, περάστε μέσα να δείτε.Μπήκανε μέσα και είδανε τον Τομ να δουλεύει ιδρωμένος και χαμογελαστός.
- Ελάτε, είπε ο Μυλωνάς, ελάτε.Τους πήγε στο σημείο που έβγαινε το αλεύρι. Και είδαν οι γεωργοί με τα μάτια τους το αλεύρι στην ίδια την ποιότητα την εξαιρετική, όπως την ήξεραν, αλλά με χρώμα μαύρο! Με τέτοιο μαύρο αλεύρι θά ‘βγαινε και το ψωμί μαύρο. Ακριβώς όπως ο βασιλιάς το ζήτησε. Άρχισαν τότε πάλι όπως παλιά να λένε «συγχαρητήρια» στο Μυλωνά και «μπράβο», «εύγε», «ευχαριστούμε πολύ», «μας έσωσες» και τέτοια.Όλο χαρές και γέλια βγήκαν από το μύλο, κάθισαν πάλι στις σκιές κάτω από τα δέντρα οι γεωργοί κι ο Μυλωνάς μαζί. Έπιναν το κρασάκι τους, κουβέντιαζαν κι άκουγαν το νερό του καταρράκτη να πέφτει, την ξύλινη ρόδα του μύλου να γυρίζει, τις μυλόπετρες που άλεθαν το στάρι και τον Τομ που δούλευε και τραγουδούσε.Όταν άρχισε ο ήλιος να δύει πήραν τα τσουβάλια με το μαύρο αλεύρι, τα σφραγίσανε, τα φορτώσανε στα ζώα κι άρχισαν να κατηφορίζουν για τον κάμπο.….για την πόλη.
Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι πρωί πρωί με τα ζώα φορτωμένα στάρι. Και την άλλη μέρα πάλι. Και την άλλη. Κάθε μέρα έρχονταν τώρα στο μύλο όπως παλιά. Κάτω στην πόλη οι νοικοκυρές, οι φουρνάρηδες και οι ζαχαροπλάστες έπιασαν δουλειά αμέσως. Και δώστου ψωμιά: καρβέλια, φρατζόλες, κουλούρια κι ακόμα: παξιμάδια, κέικ, πίττες, γλυκά και τόσα άλλα να φτιάχνουν με το καινούριο αλεύρι και να μοσχοβολάει ο τόπος όλος. Και ξέρετε και κάτι; Ήταν όλα πολύ πολύ νόστιμα. Όλοι το λέγανε όταν δοκίμαζαν. Δεν άργησαν τα νέα να φτάσουν και στα αυτιά του νεαρού βασιλιά. Μόλις το άκουσε αυτός αμέσως διέταξε να του φέρουν μαύρο ψωμί να το δοκιμάσει. Μόλις δοκίμασε έκανε:
- Μμμμμ! Υπέροχο!Και είπε στους αυλικούς του:- Ορίστε κύριοι! Όπως σας το είχα πει. Μια Νέα Εποχή αρχίζει!Ζήτησε μετά να μάθει ποιός ήταν υπεύθυνος που είχαν οι οδηγίες του αρχίσει να εφαρμόζονται τόσο γρήγορα. Όλοι του είπαν για το γέρο Μυλωνά. Αποφάσισε τότε ο βασιλιάς να ανταμείψει τον υπάκουο και πιστό αυτό υπήκοο του και να δώσει δείπνο επίσημο προς τιμήν του. Έστειλε αμέσως τους απεσταλμένους να του δώσουν την πρόσκληση.Είπε ο γέρο Μυλωνάς στους αγγελιοφόρους:- Είναι τιμή μεγάλη για μένα. Να πείτε στον Μεγαλειότατο ότι τον ευχαριστώ πολύ και μετά χαράς θα έρθω.Το βράδυ εκείνο του δείπνου ο γέρο Μυλωνάς, με τη βοήθεια του Τομ, φόρεσε την επίσημη στολή της συντεχνίας των Μυλωνάδων που είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του και πήγε στο παλάτι.Η τελετή ήταν λαμπρή.Ο βασιλιάς έβαλε το Μυλωνά να κάτσει στα δεξιά του. Μετά έβγαλε λόγο και τού’δωσε συγχαρητήρια και είπε πως μακάρι όλοι να ακολουθούσαν το παράδειγμα το δικό του. Στο τέλος του καρφίτσωσε πάνω στη στολή το χρυσό παράσημο της πόλης που ήταν διάκριση πολύ μεγάλη. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν το γέρο Μυλωνά. Κι αυτός δάκρυζε από συγκίνηση και φούσκωνε από υπερηφάνεια.
Το χρυσό παράσημο το έβαλε σε κορνίζα και το κρέμασε σε ένα τοίχο στο μύλο πάνω από το γραφείο του και τό ‘βλεπε ο γέρο Μυλωνάς και χαιρόταν. Μα ακόμα πιο πολύ χαιρόταν γιατί όλα ήταν όπως πρώτα.
Και κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, ο γέρο Μυλωνάς με τον Τομ μαζί κάθονταν στον ξύλινο πάγκο έξω από τον μύλο, στήριζαν την πλάτη τους στον τοίχο, κοίταζαν κάτω τον κάμπο, σκέφτονταν και κάπνιζαν…..ο γέρο Μυλωνάς την αγαπημένη του ξύλινη πίπα και ο Τομ το ναργιλέ που είχε φέρει από τη μακρινή και εξωτική πατρίδα του.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2007

Ο καλός μας άνθρωπος

Τέλος της δεκαετίας του ’70, έτος 1980. Και εγώ μαθητής του δημοτικού σχολείου (στις τελευταίες τάξεις – νομίζω θυμάμαι καλά). Του 36ου Δημοτικού σχολείου Αθηνών για την ακρίβεια, στην οδό Μεθώνης, στα Εξάρχεια. Ένα παλιό κτίριο δύο επιπέδων (εδώ και πάρα πολλά χρόνια λειτουργεί ως ταβέρνα, με είσοδο και από την οδό Καλλιδρομίου, εκεί που τότε ήταν ο τοίχος του περιβόλου του σχολείου).
Ήταν πρωί και δεν είχαμε ακόμα συγκεντρωθεί όλοι οι μαθητές. Δεν είχε κτυπήσει το κουδούνι για παράταξη και προσευχή και η πόρτα, η μεγάλη σιδερένια πόρτα του σχολείου, ήταν ακόμα ανοικτή. Υποθέτω ήμασταν σκορπισμένοι στην αυλή και κάναμε ότι κάνουν συνήθως τα παιδιά του σχολείου που είναι σκορπισμένα στην αυλή το πρωί, πριν κτυπήσει το κουδούνι για παράταξη και προσευχή.
Όταν ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Παιδιά ο Βέγγος!». Αστραπιαία η αυλή του σχολείου άδειασε καθώς όλοι μας, αυτομάτως τρέξαμε πίσω από το συμμαθητή μας που είχε μπει λαχανιασμένος και όλο έξαψη στο σχολείο, είχε φωνάξει και βγήκε τρεχάτος ξανά. Οι δασκάλες και οι δάσκαλοι μας ούτε που πρόλαβαν να αντιδράσουν. Το κύμα των παιδιών βγήκε από το σχολείο και ακολουθώντας το παιδί που φώναζε, συγκεντρώθηκε έξω από την πόρτα ενός ισόγειου διαμερίσματος, σε κοντινή πολυκατοικία, στη γωνία των οδών Μεθώνης και Ζωσιμάδων.
Ο συμμαθητής μας βεβαίωνε: παιδιά εκεί, μπήκε, εκεί, τον είδα! Εκεί μπήκε ο Βέγγος! Ενθουσιασμένοι αρχίσαμε να φωνάζουμε ρυθμικά και να κτυπάμε παλαμάκια: «Θέλουμε το Βέεεγγο – θέλουμε το Βέεεγγο!». Αδύνατον οι δάσκαλοι να επιβάλουν την τάξη. Αδύνατον να μας οδηγήσουν ξανά μέσα στο χώρο του σχολείου. Όλο και πιο δυνατά φωνάζαμε «Θέλουμε το Βέγγο!» έξω από την πόρτα που ωστόσο παρέμενε κλειστή (την πόρτα, όπως αργότερα αποδείχθηκε του γραφείου του Κου Ντίνου Κατσουρίδη, του γνωστού μοντέρ, σκηνοθέτη, παραγωγού και συνεργάτη του Κου Βέγγου. Η ώρα περνούσε. Η πόρτα δεν άνοιγε. Ο ενθουσιασμός των παιδιών άρχιζε να υποχωρεί. Η δύναμη των φωνών ελαττωνόταν. Μα πάνω που η μικρή συγκέντρωση ήταν σχεδόν έτοιμη να αρχίσει να διαλύεται, τότε η πόρτα άνοιξε. Και βγήκε ο Βέγγος. Μας κοίταξε γελαστά και είπε: «Καλά μου παιδιά!». Αυτό ήταν! Πανζουρλισμός! Παροξυσμός! Πανδαιμόνιο! Ζητωκραυγάζαμε, χειροκροτούσαμε, γελάγαμε! Ο Κος Βέγγος κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του εκεί κοντά – ένα πρασινολαδί Citroen θυμάμαι, με παράξενο σουλούπι, γύρισε με φωτογραφίες και αυτόγραφα και μας μοίραζε! Τρέλλα – ευτυχία!
Με τα πολλά οι δάσκαλοι μας μάζεψαν πίσω στο σχολείο. Τις επόμενες μέρες άρχισαν στη γειτονιά γυρίσματα για την ταινία «Θανάση, σφίξε κι άλλο το ζωνάρι». Εγώ…… πού μ’ έχανες – πού μ’ έβρισκες, στα γυρίσματα. Πριν το σχολείο, μετά το σχολείο, ενδιάμεσα αφού τελείωνα όπως – όπως τα διαβάσματα και τα μαθήματα, έτρεχα στα σημεία που γινόταν το γύρισμα και παρακολουθούσα ενθουσιασμένος, τον αγαπημένο μου από τις ταινίες της τηλεόρασης κωμικό, τον τρομερό και φοβερό ΘΟΥ ΒΟΥ, από κοντά. Η πίστη μου ανταμείφθηκε. Με χρησιμοποίησαν στην ταινία! Ως κομπάρσο βέβαια, σε μια σκηνή πλήθους (ο συμμαθητής μου, ο Μανώλης ο Βασάλος - αν θυμάμαι καλά τ’ όνομα του – ας είναι καλά όπως κι αν βρίσκεται, που δεν ήταν τόσο «επιμελής» όσο εγώ – πανάθεμά με – με το σχολείο και τα μαθήματα, και ξημεροβραδυαζόταν στα πλατώ, είχε συμμετοχή και με πρώτο πλάνο!), αλλά…. Τι σημασία είχε;
Έπαιξα σε ταινία του Βέγγου!!! Στο κτίριο της γωνίας Θεμιστοκλέους και Καλλιδρομίου απέξω, τάχα μου η Εφορία, έξω από την οποία έκανε απεργία πείνας διαμαρτυρόμενος, ο υπάλληλος Θανάσης και κάποια στιγμή ήρθε ο Υπουργός και εμείς, πλήθος συγκεντρωμένο τον υποδεχθήκαμε.

Έχω κάνει κάποια (λίγα) πράγματα στη ζωή μου για τα οποία είμαι ικανοποιημένος ή χαρούμενος ή ευχαριστημένος. Αλλά υπερήφανος είμαι γι αυτό μονάχα: που έχω παίξει σε ταινία του Θανάση Βέγγου.
Ο καλός μας άνθρωπος. Ο Κος Βέγγος
Ο καλός μας άνθρωπος. Ο Θανάσης.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Ο τζουτζές

Μονάχος κάθεται ο Στέφανος ο 1ος,
ο μελαγχολικός Βασιλιάς
στο σκοτεινό του κάστρο
και θλίβεται, δακρύζει,
που η άλλοτε(;) πιστή του υπήκοος
- κι ας ζει σε χώρα εξωτική και μακρινή -
μια ακόμα ευκαιρία δεν του χαρίζει.
Ας ήτανε να κάνει εκείνη
ένα νεύμα – θα αρκούσε - ένα μικρό
χαμόγελο, μια σύντομη ματιά,
ένα απαλό του μαντηλιού της κούνημα.

Κι αμέσως θα ξεσήκωνε το στρατό
Και μπροστά θα στεκόταν
σιδερόφρακτος και απαστράπτων
και με το σπαθί του θα έδινε το σύνθημα:
Εμπρός, οι πεζοί! Εμπρός, το ιππικό!
Τα λάβαρα θα ανέμιζαν
και θα κινούσαν όλοι μπροστά
για νέες κατακτήσεις, για νέες μάχες!

Τί με ρωτάς, πώς τα ξέρω όλα αυτά;
Ξέρω πολλά που άλλοι δεν ξέρουν.
Τί με ρωτάς, πώς τα βλέπω όλα αυτά;
Βλέπω πολλά που άλλοι δε βλέπουν.
Τον κόσμο εγώ παρατηρώ
από εδώ που πάντα στέκομαι.
Πού, ρωτάς; Να, γύρνα δες:
Εκεί ψηλά. Στον πιο μακρινό, μοναχικό πύργο.
Δε βλέπεις; τρεμοπαίζει στο παραθύρι μου το φως,
το πιο αδύναμο ανάμεσα στα άλλα τα φωτάκια.
Εμένα να μ’ ακούς κι ας είν' παράξενα τα ρούχα μου
φτιαγμένα από κουρέλια, παρδαλά
και από το καπέλο μου κρεμώνται κουδουνάκια.

Περιμένοντας το Δημοσθένη

Ήτανε όλοι τους εκεί, στην ταβέρνα μαζεμένοι, περιμένοντας το Δημοσθένη.
Ήταν ο Φούδας, ο Κολίρας, ο Ταρταμάς, ο Πιλάτας, ο Μπούλκας, ο Παδίγκας, ο Κουλαντάς, ο Φαλάρας, ο Γοργίλης, ο Πιγούνης, ο Γόρας, ο Σαϊντάλας, ο Φαλμίδας, ο Γκάλας, ο Φάρμας, ο Κεμάδης, ο Γκινόζης και οι άλλοι.
Πίνανε κρασί σκέτο και μόνο όταν εκείνος φάνηκε και πήγε κι έκατσε σε ένα τραπέζι, αρχίσανε να τρώνε.

_________________
Στη μνήμη του διηγηματογράφου Δημοσθένη Βουτυρά (1871 - 1958) που συνήθιζε να χρησιμοποιεί την ταβέρνα σα χώρο όπου εκτυλισσόταν η δράση και να δίνει παράξενα ονόματα στους ήρωες των διηγημάτων του.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2007

Εις θάνατον

Μικροκλοπές έκανε από μικρός. Κάποια στιγμή όμως, αποφάσισε πως το ρίσκο ήταν μεγάλο και τα κέρδη πολύ μικρά. Άρχισε να σκέφτεται σοβαρά πως ήταν καιρός για τη "μεγάλη δουλειά". Μια και καλή, θα "κέρδιζε" πολλά λεφτά ώστε να ζήσει πλούσια όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Κι επειδή ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι ακρότητες, διάλεξε κάτι κλασσικό: ληστεία τράπεζας. Ετοίμαζε το σχέδιο για πολύ καιρό, μεθοδικά και προσεκτικά. Κατέληξε στην τράπεζα μιας κοντινής επαρχιακής πόλης. Τη νύχτα στην τράπεζα αυτή, δεν υπήρχε κανένας φύλακας. Οι ιδιοκτήτες βασίζονταν στα υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα συναγερμού και προστασίας. Κι αυτός εκεί βασιζόταν. Τα ηλεκτρονικά ήταν το πάθος του από τότε που ήταν παιδί και ειδικά στους συναγερμούς ήταν αυθεντία. Αφού μελέτησε εξονυχιστικά και την τελευταία λεπτομέρεια, ξεκίνησε κάποιο βράδυ. Όλα έγιναν όπως τα είχε υπολογίσει. Έφθασε στην τράπεζα, μπήκε μέσα, εξουδετέρωσε το συναγερμό, άνοιξε εύκολα το χρηματοκιβώτιο και γέμισε μια βαλίτσα με αρκετές δεκάδες εκατομμύρια. Αφού τελείωσε, ετοιμάστηκε να βγει απ' το παράθυρο. Βέβαια τον παράγοντα "κακοτυχία" δεν τον είχε υπολογίσει. Τη στιγμή που αυτός πηδούσε στο πεζοδρόμιο, ένα περιπολικό, με δύο αστυνομικούς μέσα, έστριβε αθόρυβα από τη γωνία. Οι αστυνομικοί, που κατά σύμπτωση περνούσαν από εκεί, μόλις τον είδαν (ένα άνθρωπο με μαύρα ρούχα και μάσκα, να βγαίνει απ'το σπασμένο παράθυρο της τράπεζας κρατώντας μια βαλίτσα, στις τρεις το βράδυ), φυσικά τον υποπτεύθηκαν και τον κυνήγησαν. Προσπάθησε να τρέξει, το βάρος όμως της βαλίτσας τον εμπόδιζε. Αποφάσισε τότε να χρησιμοποιήσει το πιστόλι που για κάθε ενδεχόμενο είχε πάρει μαζί του. Και το χρησιμοποίησε πολύ καλά. Τον ένα αστυνομικό τον σκότωσε επί τόπου και τον άλλο τον τραυμάτισε θανάσιμα. Στρίβοντας στην επόμενη γωνία νόμιζε πως είχε γλυτώσει. Όταν όμως είδε τα τέσσερα περιπολικά και τους είκοσι περίπου αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους, έπαψε πια να το νομίζει. (Φαίνεται πως οι δύο πρώτοι πρόλαβαν να ειδοποιήσουν τους υπόλοιπους με τον ασύρματο). Η δίκη έγινε σε δέκα μέρες. Οι πολύ σοβαρές κατηγορίες: φόνος δύο αστυνομικών, ληστεία τράπεζας, δεν άφηναν περιθώριο για επιείκεια. Δεν μπορούσες να διακρίνεις ούτε τον παραμικρό δισταγμό στη φωνή του δικαστή όταν ανακοίνωσε την ποινή: "εις θάνατον". Η εκτέλεση θα γινόταν σε δύο εβδομάδες. Τον μετέφεραν στην πτέρυγα της φυλακής που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους. Απ' το παράθυρο του κελλιού του έβλεπε την αυλή της φυλακής. Αμέσως παρατήρησε ένα σημείο στον απέναντι τοίχο της αυλής, που ήταν κατατρυπημένο από σφαίρες. Εκεί - σκέφτηκε - κάποτε γίνονταν εκτελέσεις. Το επόμενο κιόλας πρωί διόρθωσε τη σκέψη του. Εκεί γίνονταν εκτελέσεις ακόμα και τώρα! Δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του βλέποντας το απόσπασμα να κατευθύνεται προς τον τοίχο. Ήταν οχτώ οπλίτες. Περπατούσαν σε δυάδες. Δύο εμπρός και δύο πίσω. Στη μέση ήταν ο κατάδικος. Φαινόταν από μακρυά ότι τα πόδια του είχαν παραλύσει απ' το φόβο. Δίπλα του περπατούσε ένας ιερέας. Κρατούσε μια βίβλο στα χέρια του και μιλούσε συνεχώς στον κατάδικο. Πλάι στους υπόλοιπους ήταν ένας αξιωματικός που έδινε διάφορα παραγγέλματα.
Όταν έφθασαν στον τοίχο, έστησαν το μελλοθάνατο σ' ένα σημείο και του έδεσαν τα μάτια. Παρατάχθηκαν στη σειρά απέναντι του. Ο ιερέας του είπε μερικά τελευταία λόγια και απομακρύνθηκε. Ο αξιωματικός έδωσε με δυνατή φωνή μερικά παραγγέλματα. Οι άντρες σήκωσαν τα όπλα, όπλισαν, σκόπευσαν, πυροβόλησαν συγχρόνως και έκαναν κόσκκινο τον κατάδικο. Ύστερα ξανασχημάτισαν δυάδες και απομακρύνθηκαν με ρυθμικό βήμα. Ο ιερέας πήγε πάνω από το νεκρό και μουρμούρισε κάτι κοιτώντας προς τον ουρανό. Μετά, δύο άντρες που στέκονταν παράμερα και παρακολουθούσαν όλη αυτή την ώρα, έβαλαν το νεκρό σ' ένα καρότσι και τον πήραν μακριά απ' τον τοίχο, χωρίς όμως – αυτοί - να κοιτάξουν καθόλου προς τον ουρανό. Πραγματικά δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. ΄Ηξερε βέβαια ότι τελευταία οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες για τους βαρυποινίτες, αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι οι εκτελέσεις θα γίνονταν μπροστά στα μάτια των μελλοθανάτων. Είχε κλονιστεί πολύ. Και μετά από δύο μέρες έγινε κι άλλη εκτέλεση και μετά κι άλλη κι άλλη. Οι δύο εβδομάδες πέρασαν κι έφθασε η προηγουμένη της δικής του εκτέλεσης. Όλη την ημέρα περπατούσε πέρα δώθε στο κελλί με το μυαλό του γεμάτο ασυνάρτητες σκέψεις. Το βράδυ τον βρήκε κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Εντελώς μηχανικά κοιτούσε τους τοίχους, το πάτωμα, το ταβάνι, το παράθυρο, την πόρτα. Καθώς η ώρα περνούσε, άρχισε να προσέχει τις λεπτομέρειες. Τις ζωγραφιές με κιμωλία στους τοίχους, την υγρασία στο πάτωμα, τις ξεφτισμένες μπογιές στο ταβάνι, τα κάγγελα στο παράθυρο, τη μεταλλική επένδυση στην πόρτα.................τη μεταλλική επένδυση στην πόρτα!!!... Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στη μεταλλική επένδυση της πόρτας, ενώ στο μυαλό του είχε καρφωθεί μια σκηνή από μια κινηματογραφική ταινία - ένα γουέστερν. Ο ήρωας στην ταινία αυτή, έφτιαξε ένα μεταλλικό θώρακα και τον έκρυψε στο στήθος του, κάτω από τα ρούχα του. Όταν οι αντίπαλοι του τον πυροβόλησαν, αυτός προσποιήθηκε ότι πέθανε, οι άλλοι το πίστεψαν και έτσι γλύτωσε. Άκουγε τώρα μέσα του δύο φωνές. Η μία του 'λεγε: "Δεν είναι δυνατόν! Σοβαρέψου! Αυτά συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο!" και η άλλη: "Οπωσδήποτε! Έχεις πιθανότητες! Η τελευταία σου ελπίδα!" Και σε λίγο η δεύτερη φωνή είχε γίνει πολύ δυνατότερη και είχε σκεπάσει εντελώς την πρώτη. Όρμησε προς την πόρτα. Με μια γρήγορη ματιά διαπίστωσε πως δεν ήταν αδύνατον να βγάλει την επένδυση. Δύσκολο ναι, αλλά όχι αδύνατο! Προσπάθησε να ξεβιδώσει την πρώτη βίδα. Με τα χέρια! Δεν είχε κανένα εργαλείο. Ήταν στ' αλήθεια πολύ δύσκολο. Τα χέρια του μάτωσαν. Η βίδα όμως κινήθηκε και σε λίγο ξεβίδωσε. Πήρε θάρρος και συνέχισε. "Δούλευε" πυρετωδώς. Είχε μουσκέψει στον ιδρώτα. Οι βίδες αργά αλλά σταθερά, έβγαιναν μία-μία. Έβγαλε και την τελευταία. Ξεκόλλησε την επένδυση. Ήταν μια εύκαμπτη αλλά ανθεκτική λαμαρίνα. Τη δίπλωσε μερικές φορές. Έφτιαξε ένα θώρακα που σίγουρα οι σφαίρες δεν τον περνούσαν. Τον έκρυψε κάτω από τα ρούχα του. Σωριάστηκε αποκαμωμένος στο πάτωμα. Ξημέρωνε.........
Όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο σίγουρος ότι θα γλυτώσει. Αρκεί που δεν θα πέθαινε την ώρα που θα τον πυροβολούσε το απόσπασμα. Μετά κάποιο τρόπο θα έβρισκε. Σίγουρα. ΣΙΓΟΥΡΑ! Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο αξιωματικός και ο ιερέας, με δυσκολία έκρυψε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης. Τον κατέβασαν στην αυλή και οι οπλίτες τον περιστοίχισαν. Το απόσπασμα ξεκίνησε προς τον τοίχο. Ο παπάς δίπλα του, του έλεγε διάφορα τα οποία αυτός δεν άκουγε. Μόνο κουνούσε που και που καταφατικά το κεφάλι του. Αισθανόταν μιαν ανεξήγητη ευφορία. Είχαν τώρα πλησιάσει στον τοίχο όταν έφθασε μπερδεμένα στ' αυτιά του, η φωνή του αξιωματικού που είπε "Στροφή" ή κάτι τέτοιο. Και τότε αυτοί που προπορεύονταν άρχισαν να στρίβουν και ύστερα έστριψαν κι οι υπόλοιποι κι αναγκάστηκε κι αυτός να τους ακολουθήσει. Η πορεία τους είχε αλλάξει. Είχαν γυρίσει τις πλάτες τους προς τον τοίχο. Τί συνέβαινε; Δε μπορούσε να καταλάβει. Μπήκαν σ' ένα τμήμα της αυλής που δε μπορούσε να το δει από το παράθυρο του. Συνέχισαν να προχωρούν. Είχαν πια αφήσει πίσω τους τον τοίχο των εκτελέσεων. Κατευθύνονταν στο βάθος αυτού του τμήματος της αυλής. Εκεί όπου ήταν στημένη μια μεγάλη κρεμάλα.

Η γιορτή της βασίλισσας

Όταν ο πρίγκηπας πήρε την αγαπημένη του Χιονάτη και την πήγε στην μακρινή του χώρα, για να την κάνει γυναίκα του, οι 7 νάνοι έμειναν μόνοι. Συνέχισαν βέβαια να πηγαίνουν κάθε μέρα στο ορυχείο και να βγάζουν διαμάντια, όμως η αλήθεια είναι ότι σκυλοβαριόντουσαν. Αποφάσισαν λοιπόν να μάθουν να παίζουν μουσική. Πήγαν και αγόρασαν διάφορα όργανα: κιθάρες, λαούτα, τρομπέτες, σάλπιγγες, φλάουτα, βιολιά, τύμπανα κ.λ.π. και άρχισαν κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, να κάνουν πρόβες στο σπίτι τους, στο δάσος.
Λένε, πως όταν οι νάνοι έκαναν πρόβες, τα ζώα του δάσους (ελάφια, νυφίτσες, σκίουροι, τα πουλιά, ακόμα κι οι κάμπιες), έφευγαν τρομαγμένα. Επίσης λένε μερικοί, που όμως μάλλον υπερβάλλουν και η φαντασία τους τρέχει, πως και τα δέντρα ακόμα και τα λουλούδια και η χλόη γύρω απ' το σπίτι, σταμάτησαν ν' αναπτύσσονται τόσο γρήγορα όσο πριν. Ήθελαν να πουν μ' όλα αυτά πως οι νάνοι ήταν στην αρχή πολύ κακοί μουσικοί. Οι ίδιοι πάντως που έλεγαν τα παραπάνω, παραδέχονταν μετά από μερικούς μήνες ότι η ορχήστρα των 7 νάνων είχε κάνει μεγάλες προόδους.
Tην ίδια εποχή, η βασίλισσα αποφάσισε, με την ευκαιρία των γενεθλίων της (κανείς δεν ξέρει ποιών), να διοργανώσει μια γιορτή στο παλάτι. Θέλησε όμως η βασίλισσα, νά' ναι τόσο πλούσια και πρωτότυπη αυτή η γιορτή και να σημειώσει τέτοια επιτυχία, ώστε να συζητηθεί και έξω από τα σύνορα της χώρας και να μείνει στη μνήμη των ανθρώπων για πολλά-πολλά χρόνια μετά. Να λένε: Αχ! Τι γιορτή ήταν αυτή που είχε διοργανώσει τότε η βασίλισσα!......
Και μάλλον πρέπει να συγχωρήσει κανείς αυτή της τη ματαιοδοξία, γιατί στο κάτω-κάτω δεν ήταν παρά μια βασίλισσα. Άρχισε λοιπόν, βοηθούμενη από τους συμβούλους της, τις προετοιμασίες. Φρόντισε να διακοσμηθεί με απίστευτο πλούτο και χλιδή η τραπεζαρία και η μεγάλη σάλα του χορού. Φρόντισε τα φαγητά και τα ποτά να
είναι τέτοια ώστε να ικανοποιήσουν τα πιο λεπτά γούστα. Φρόντισε με προσοχή την επιλογή των καλεσμένων. Φρόντισε ακόμα και για την παραμικρή λεπτομέρεια. Όταν ήρθε η ώρα να διαλέξει την ορχήστρα που θα έπαιζε για το χορό, αποφάσισε να στείλει ανθρώπους στη γύρω περιοχή, να βρουν ενδιαφερόμενες ορχήστρες οι οποίες θα έπρεπε να έρθουν στο παλάτι, να παίξουν μπροστά στη βασίλισσα και αυτή να διαλέξει εκείνη που θα της άρεσε περισσότερο.
Οι 7 νάνοι όταν έμαθαν το νέο σκέφτηκαν πως ήταν πλέον έτοιμοι να παίξουν μπροστά σε κοινό και ότι αυτή ήταν πολύ καλή ευκαιρία. Ετοιμάστηκαν λοιπόν, ανέβηκαν στην άμαξα τους (που ήταν υπερβολικά μικρή για να χωρέσει 7 κανονικούς ανθρώπους, χωρούσε όμως άνετα 7 κανονικούς νάνους και τα μουσικά τους όργανα επιπλέον), και πήγαν στο παλάτι. Η βασίλισσα τους ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις υπόλοιπες ορχήστρες και αναλογίστηκε πόσο πρωτότυπη και γουστόζικη θα φάνταζε μια ορχήστρα με μέλη 7 νάνους. Όταν δε έπαιξαν μπροστά της με άψογο τρόπο τέσσερα-πέντε κλασσικά κομμάτια (τα οποία είχαν προβάρει εξαντλητικά), τους προσέλαβε χωρίς
δεύτερη συζήτηση.
Ο καιρός πέρασε και έτσι έφθασε κάποτε η μεγάλη μέρα - ή σωστότερα η μεγάλη νύχτα. Οι καλεσμένοι άρχισαν να έρχονται από νωρίς. Άρχοντες, ευγενείς, επίσημοι, όλη η καλή κοινωνία είχε έρθει να τιμήσει τη βασίλισσα. Όταν οι καλεσμένοι συγκεντρώθηκαν, οδηγήθηκαν στην τραπεζαρία όπου είχαν ένα - κατά γενική ομολογία -
υπέροχο δείπνο. Μετά όλοι πήγαν στην κατάφωτη σάλα του χορού. Έπιναν και κάπνιζαν και περίμεναν την ορχήστρα για να αρχίσει ο χορός. Η βασίλισσα ήταν πολύ ικανοποιημένη από την πορεία της γιορτής μέχρι στιγμής και περίμενε με αγωνία την αντίδραση του κόσμου στην έκπληξη που τους επιφύλασσε.
Κάποια στιγμή οι νάνοι, ντυμένοι με ομοιόμορφα κοστούμια, μπήκαν στη σάλα κουβαλώντας τα όργανα τους και πήγαν και στάθηκαν όρθιοι κοιτώντας προς τους καλεσμένους, πάνω στην ειδική εξέδρα.
Ο κόσμος δεν κατάλαβε αρχικά ότι αυτή μπροστά ήταν η ορχήστρα, σε λίγο όμως όλοι χαμογέλασαν και χειροκρότησαν θερμά. Πράγματι, ήταν μια ευχάριστη και ευπρόσδεκτη έκπληξη. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία νάνος, που οι υπόλοιποι τον σέβονταν και τον είχαν σαν αρχηγό, είχε αναλάβει το ρόλο του μαέστρου. Έκανε μια διακριτική χειρονομία στο κοινό να σωπάσει, ύστερα γύρισε στην ορχήστρα και φώναξε (μάλλον δυνατότερα απ' ότι θα 'πρεπε): Και ένα, και δύο, και ένα και δύο και τρία και πάμε!
Ω! Θεοί! Τι ήταν αυτό που ακούστηκε! Τι εκκωφαντική κακοφωνία, τι πρωτόγονος - άγριος - βάρβαρος ήχος! Τι συνοθύλευμα από μανιασμένα σφυρίγματα τρομπέτας, χτυπήματα τυμπάνων, στριγγλίσματα χορδών! Κυριολεκτικά ένας ρυθμικός θόρυβος, εντελώς πρωτάκουστος.
Οι άμοιροι καλεσμένοι που είχαν πάρει θέσεις για να χορέψουν ένα μινουέτο ή κάτι τέτοιο, είχαν μείνει καρφωμένοι στις θέσεις τους και με ανοιχτό το στόμα και διάπλατα τα μάτια (ενώ ορισμένοι βούλωναν τα αυτιά τους), κοιτούσαν αυτούς τους αλλόκοτους μουσικούς.
Πάνω στη σκηνή οι νάνοι οργίαζαν. Αυτός που ήταν πίσω από τα τύμπανα χτυπούσε με πρωτοφανή μανία και είχε αναψοκοκκινήσει από την προσπάθεια. Αυτοί που έπαιζαν πνευστά είχαν τόσο φουσκωμένα μάγουλα, εξαιτίας της δύναμης που φυσούσαν, ώστε έδειχναν εντελώς γελοίοι. Ο βιολιστής "έπαιζε" κάνοντας στροφές γύρω από τον εαυτό του. Και ο μαέστρος τους διεύθυνε (μα μπορεί κανείς να διευθύνει το χάος;) κουνώντας με νεύρο τα μικροσκοπικά του χέρια.
Η βασίλισσα παραλίγο να πάθει αποπληξία και, αφού άλλαξε κάμποσα χρώματα, κατόρθωσε να ψελλίσει στο διπλανό της (που ούτε πρόσεξε ποιος ήταν) : -Μα.....μα όταν τους δοκίμασα δεν έπαιζαν ΤΕΤΟΙΑ πράγματα! Και τότε - τι φρίκη - οι 7 νάνοι άρχισαν να τραγουδάνε!!! Όλοι μαζί και τρομερά δυνατά!

Και είπαν:

Το τραγούδι των 7 νάνων

(Όσα βρίσκονται σε παρενθέσεις είναι διάφορα σχόλια, τα υπόλοιπα είναι οι στίχοι του τραγουδιού.)


Όλη μέρα σκάβουμε (όλοι μαζί τραγουδώντας)

ντουπ! ντουπαπ- παπ! ντουπ! ντουπαπ-παπ!(ακούγεται μόνο ο ρυθμός από τα τύμπανα)

Τρύπες μέσα στο χώμα
(πάλι όλοι μαζί)

ντουπ! ντουπαπ-παπ! ντουπ! ντουπαπ-παπ!
(πάλι τα τύμπανα)

Και μας αρέσουνε πολύ τα πράσινα μανιτάρια
Πάρα πολύ μας αρέσουνε τα πράσινα μανιτάρια
Ω! Ναι! Πάραπάραπολύπολύπολύπάραπολύπάραπάρα
μας αρέσουνε τα πράααααααασινααα μανιτάρια
(και ενώ όλοι απορούσαν πώς σε μια τέτοια επίσημη γιορτή διάλεξε η βασίλισσα αυτή την παρανοϊκή ορχήστρα, ξεπετάχτηκε μες στη μέση της σάλας ο γελωτοποιός του παλατιού με τα αστεία του ρούχα και τα κουδουνάκια κι άρχισε ένα ξέφρενο χορό σύμφωνα με το ρυθμό της ορχήστρας, ενώ οι νάνοι συνέχιζαν:)

Δε μας αρέσουνε ούτε τα άσπρα, ούτε τα κίτρινα, ούτε τα καφέ
Μόνο τα πρά-πρά-πρά-πράσινα μανιτάρια
(εδώ ο φλαουτίστας έκανε ένα εξωφρενικό σόλο. Εν τω μεταξύ ο γελωτοποιός φαινόταν να διασκεδάζει τρομερά χορεύοντας αυτό τον ταχύτατο χορό, και τότε μερικοί από τους καλεσμένους που είτε είχαν πιει λίγο παραπάνω - είτε ήταν λιγότερο σεμνότυφοι, προχώρησαν κι αυτοί στη μέση της σάλας κι άρχισαν να χορεύουν προσπαθώντας να ταιριάξουν τις κινήσεις των ποδιών και του σώματός τους με το ΡΥΘΜΟ. Και οι νάνοι συνέχιζαν:)

Είναι σχεδόν απίστευτο το πόσο πολύ μας αρέσουνε
αυτά τα υπέροχα πράσινα μανιτάρια
(ήταν φανερό πως όλοι όσοι χόρευαν γλεντούσαν με την ψυχή τους και έτσι σιγά-σιγά όλο και πιο πολλοί επιχειρούσαν να χορέψουν αυτόν τον καινούριο χορό που αν μη τι άλλο ήταν διαβολεμένα κεφάτος)

Όσο δεν παίρνει μας αρέσουνε τα πράσινα
τα πράσινα τα πράσινα τα πράσινα τα πράσινα
τα πράσινα τα πράσινα τα πράσινα.........
(τώρα πια όλοι σχεδόν χόρευαν μετά μανίας, φαίνονταν να έχουν εξοικειωθεί με τη μουσική και το χορό και να το απολαμβάνουν κιόλας)

........ τα πράσινα τα πράσινα τα πράσινα τα
πράσινα τα πράσινα τα πράσινα τα πράσινα.......
(ένας παροξυσμός κεφιού επικρατούσε στη μεγάλη σάλα, οι άντρες έβγαζαν τα πανωφόρια τους για να χορεύουν πιο άνετα και τα πέταγαν ψηλά, μερικές κυρίες είχαν βγάλει τα παπούτσια τους)

τα πράσινα! να! ΝΑ! ΝΑ!
Μανιτάρια! Ω! ΝΑΙ!
(εδώ σόλαρε ο κιθαρίστας ξαπλωμένος στο πάτωμα και κλωτσώντας με τα πόδια στον αέρα, στο μεταξύ το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη της βασίλισσας που έβλεπε τον κόσμο να ξεφαντώνει και να το γλεντάει)

Ούτε τα κόκκινα, όχι! όχι!
Ούτε τα άσπρα, ΟΧΙ!
Ούτε τα μπλε με τις μικρές άσπρες βούλες
Όχι! που να πάρει, ΟΧΙ!
Μόνο τα πράσινα μανιτάρια
(σόλο από το βιολιστή με τη μία χορδή που του είχε απομείνει τις άλλες τις είχε σπάσει. Από κάτω όλοι μουσκεμένοι στον ιδρώτα χόρευαν σαν τρελλοί. Κι ο ρυθμός της ορχήστρας άρχισε να γίνεται όλο και πιο γρήγορος - όλο και πιο γρήγορος και άρχισαν
να σολάρουν όλοι μαζί, εκτός από τον κιθαρίστα που έσπαγε την κιθάρα του σε μια καρέκλα και το μαέστρο που έκανε κάτι απίστευτους πήδους ψηλά, φωνάζοντας: ΝΑΝΟΣ! ΝΑΙ! ΝΑΝΟΣ! και προσγειωνόταν με το κεφάλι στο πάτωμα. Όλα έδειχναν ότι το τραγούδι είχε φθάσει στο φινάλε. Τότε ο νάνος που έπαιζε τα τύμπανα ξετρύπωσε
(ένας θεός ξέρει από που) μια μικρή ξύλινη σκάλα, ανέβηκε στην κορυφή της και από 'κει πήδηξε με ορμή σ' ένα από τα τύμπανα. Και με τον ήχο αυτό το κομμάτι τελείωσε απότομα.).

Τα μέλη της ορχήστρας στάθηκαν εκεί εξουθενωμένα και ο εξίσου εξουθενωμένος κόσμος ξέσπασε σε ακράτητες επευφημίες και χειροκροτήματα που κράτησαν πολλή ώρα. Ο μαέστρος είπε: "ευχαριστούμε-ευχαριστούμε πολύ!" και οι μουσικοί άρχισαν να συμμαζεύουν τα κακοποιημένα τους όργανα. Από κάτω, μερικοί ακόμα κουνιόντουσαν
ρυθμικά ενώ μερικοί άλλοι τραγουδούσαν: "πόσο μας αρέσουν τα πράσινα μανιτάρια". Και μετά η ορχήστρα των νάνων ξανάρχισε να παίζει με τον ίδιο τρόπο και ο κόσμος ξανάρχισε κατενθουσιασμένος το χορό. Συνέχισαν έτσι και όταν μετά από πολλή ώρα η ορχήστρα αποχώρησε, ο κόσμος με ρυθμικά χειροκροτήματα και φωνές τους κάλεσε
αναγκαστικά πίσω στη σκηνή, όπου είπαν δύο ακόμη τραγούδια κι αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές πριν φύγουν οριστικά εντελώς εξαντλημένοι. Κι εγώ που τα παρακολουθούσα όλα αυτά, σιωπηλός, από μια γωνία της μεγάλης σάλας, αποφάσισα όταν η ώρα πήγε τρεις μετά τα μεσάνυχτα, να φύγω και να αφήσω τους άλλους να συνεχίσουν να γλεντάνε. Και είχα μια ανεξήγητα καλή διάθεση σ' όλη τη διαδρομή από το παλάτι μέχρι το σπίτι μου.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007

Η ρίγανη

Ένα ασκέρι ατσίγγανοι
πούλαγαν χλωρή ρίγανη.
Αγόρασα μια τσάντα,
την ξέρανα στον ήλιο
και την έβαλα στη μπάντα.

Κι άμα με πιάνει μελαγχολία
τρίβω λιγάκι στα δάχτυλα μου και τη μυρίζω.
Τότε η αψιά και δυνατή μοσκοβολία
διώχνει τις έγνοιες και τους καημούς μ’ ευκολία
καθώς θυμάμαι τους περιπάτους μου στην εξοχή
‘κει που φυτρώνει η ρίγανη η ταπεινή.

Μα πιο πολύ θυμάμαι το μονοπάτι στα ξεροτόπια
και τη μικρή, την κρυφή παραλία
και την όμορφη, λυγερή γοργόνα
πού’ λιαζε το κορμί της στην αμμουδιά
και μέσα στα κρυστάλλινα, τα διάφανα νερά
στα θαλλασόβραχα που είδα
να στέκουν γατζωμένοι, αγέρωχοι,
σα να τα ξέρανε όλα από πάντα
ένας γέρικος κάβουρας
και είκοσι ακαμάτες αχινοί.

Ντεκαντάνς

Ποιητής φαιδρός, γελοίος,
στιχοπλόκος της δεκάρας,
παρωδία λογοτέχνη,
καλλιτέχνης της σφαλιάρας.
Πού να κρύψεις τη ντροπή σου,
την ανώφελη ύπαρξη σου;
Εις του πέλαγου τα βάθη
εις την κορυφή στο όρος,
όπου και να πας θε νά’σαι
ξεπεσμένος ριμαδόρος.

Πώς την ώρα μου περνώ

Για να περνάω την ώρα μου
να ξεκουράζομαι και να ξεδίνω
έχω ένα σκεβρωμένο μαντολίνο,
ένα σουγιά να πελεκάω ξύλα,
ένα τούμπανο να το χτυπώ,
λίγα κραγιόνια να ζωγραφίζω,
μια γλάστρα με βασιλικό
να τον κλαδεύω, να τον ποτίζω,
ένα ραδιόφωνο παλιό
που παίζει μουσικές θαμπές,
ένα καλάμι για να ψαρεύω
και χάρτες να κοιτάζω
και να φαντάζομαι πως ταξιδεύω
με αυτοκίνητα, με τραίνα, με πλοία.
Κι έχω και τρεις χιλιάδες τόμους βιβλία.

Το τσοπανούδι

Απαλά έπαιζεν η φλογέρα
όμως στου δειλινού τη σιγαλιά
σ’ όλη ακουγότανε τη λαγκαδιά
και τις κορφές ως πέρα.
Ένα βραχνό, λυπημένο τραγούδι
φύσαε τ’ αμούστακο το τσοπανούδι.
Ότι αγάπησεν μια βοσκοπούλα
μια λυγερή, μια αρχοντοπούλα.
Αλλά εκείνη εξελογιάστει
μ’ έναν περαστικό, πραματευτή, ομορφονιό
και χάθηκε μαζί του μια μέρα.
Kαι μήτε γυρίζει – κι ας λαλεί η φλογέρα.

Το σκοτεινό χωριό

Χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ώρα και με βρήκε το σούρουπο ακόμα στο δρόμο να περπατάω. Κι είχε πια για τα καλά βραδιάσει όταν μπήκα σ’ εκείνο το χωριό. Βάδιζα τον κεντρικό δρόμο του χωριού και κοίταζα γύρω μου σαστισμένος που ήταν όλα σκοτεινά. Ούτε μια λάμπα στο δρόμο αναμμένη, ούτε ένα φως στα σπίτια ένα γύρω, ούτε τα κοντινά, ούτε τα μακρινά. Παντού πηχτή και μαύρη σκοτεινιά! Ίσα στο βάθος μονάχα κάτι φώτιζε θαμπά. Έφτασα ως εκεί και είδα πως ήταν η πλατεία του χωριού, με δυο ταβέρνες και τρία καφενεία γύρω γύρω. Ίσα που ήταν φωτισμένα. Και μέσα οι άνθρωποι ήσυχοι, σιωπηλοί και μισοσβησμένοι σ’ εκείνο το χαμηλό φως πίνανε τον καφέ τους, παίζανε χαρτιά ή τάβλι διάβαζαν εφημερίδα – πώς έβλεπαν με τόσο λίγο φως! – κι έτρωγαν το μεζέ τους κι έπιναν κρασί. Κάθε τόσο κάποιος τους σηκωνότανε, έβγαινε και κίναγε για το σπίτι του να επιστρέψει. Έπαιρνε έναν από τους δρόμους του χωριού που ξεκίναγαν από την πλατεία και το σκοτάδι τον κατάπινε, τον ρούφαγε και δε φαινόταν πια. Όμως πάλι, κάθε τόσο, κάποιος ερχότανε την ώρα εκείνη στην πλατεία κι εμφανιζόταν ξάφνου μέσα από κάποιον από τους σκοτεινούς δρόμους σα να τον έφτυνε, σα να τον ξέβραζε το σκοτάδι.Πλακώθηκε η καρδιά μου σε αυτό το μέρος κι ούτε που σκέφτηκα να ψάξω για πανδοχείο να περάσω τη νύχτα. Παρά συνέχισα το δρόμο μου, βγήκα από την πλατεία και μετά από λίγο έφτασα στα τελευταία σπίτια του σκοτεινού χωριού. Τότε είδα στα αριστερά του δρόμου το κοιμητήρι του χωριού και μέσα ένα σωρό φωτάκια να αιωρούνται στο σκοτάδι, όπως τα φαναράκια σε καλοκαιρινή γιορτή σε κήπο. Σκέφτηκα: «Για δες, σε τούτο το χωριό διώχνουν το φως οι ζωντανοί και το αποζητάνε οι κοιμημένοι.» Κατάλαβα πως ήταν τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους, αυτά τα αιωρούμενα φώτα. Το θέαμα με γαλήνεψε κάπως κι όταν μετά από λίγο που προχώρησα βγήκε και το φεγγάρι κι έκανε να γυαλίζουν ασημένια τα φύλλα στου κάμπου τις ελιές και μια αλεπού πετάχτηκε από’ να χωράφι με πεπόνια, βγήκε στο δρόμο, γύρισε με κοίταξε με τα γυαλιστερά της μάτια και ξαναχώθηκε τρέχοντας σ’ ένα αμπέλι στην απέναντι μεριά του δρόμου μα πρόλαβα να δω τη φουντωτή ουρά της να ξεχωρίζει σηκωμένη πριν χαθεί για τα καλά, η διάθεση μου έφτιαξε τελείως κι ούτε σχεδόν θυμόμουνα καθόλου το σκοτεινό χωριό που είχα πίσω μου αφήσει, παρά περπάταγα ξένοιαστος στη φεγγαράδα και σκεφτόμουν πού θα βρω καμμιά καλή μεριά να κοιμηθώ τη νύχτα. Κι όταν είδα μια μεγάλη χαρουπιά, λίγο πιο μέσα από το δρόμο, μια και δυο στρώθηκα από κάτω, έβαλα και το δισάκι μου για προσκεφάλι και με τα τριζόνια να με γλυκονανουρίζουν δεν άργησα ν’ αποκοιμηθώ.

Μπίερ

Άιν, Τσβο
Ντράι, Φίερ
Μπλάιστιφτ ουντ Παπίερ
Χίερ στετ Άινε Βάρνουνγκ:
ούμπερ Ντίχτουνγκ
κάινε Άννουνγκ.
Άλλε Φρόιντεν
κόμμεν Χίερ
βας τσου τρίνκεν;
νοχ Άιν Μπίερ!
Τρίνκεν Μπίερ
τρίνκεν Ουΐσκυ
τρίνκεν Τζιν
ουντ τρίνκεν Βάινε.
Ιχ μπιν Άιν Τρίνκερ
νιχτ Άιν Ντίχτερ
ουντ Ντας ιστ μάινε…..
ουνέντλιχε Γκεσίχτε.
Βας γκιμπτς Μερ;
Νουρ Άιν Βόρτ
Καμεράντ Γιόζεφ Ροτ:
«Γκέμπε Γκοττ
Ουνζ Άλλεν
Ουνζ Τρίνκερν
Άινε ζο λάιχτεν ουντ ζο σένεν Τοντ».

Ντίμον ιν δε μποτλ

Ε ντίμον ιν δε μποτλ
χώντεντ μάι νάιτς,
χώντεντ μάι νταίηζ,
αιντ μαίηντ μη σίβερ
γουαίν χη γουώζ πρέζεντ
μπατ μόστλυ γουαίν
χη γουώζ αιγουαίη.

Μπαομπάμπ

Τώρα που γέρασα πολύ, κατάλαβα και ξέρω
πως πια δεν προλαβαίνω κι ούτε θα καταφέρω
- έστω και για μια φορά - να πάω πάλι
στης νιότης μου την αγαπημένη χώρα,
τη μακρινή, εξωτική Σενεγάλη.

Να κοιτάξω με τις ώρες τον ωκεανό
τρώγοντας δροσερά, παράξενα φρούτα
σ’ ένα ξύλινο κιόσκι στην παραλία.

Να ακούσω τη γλυκιά, ρυθμική μουσική
που παίζει η ορχήστρα
γελαστή και ντυμένη πολύχρωμα ρούχα.

Να χορέψω ένα τελευταίο χορό στα ντανς κλαμπ
με τις πανέμορφες μιγάδες
με τα σκούρα, υγρά μάτια και τα - ένα χαμόγελο - πρόσωπα
που κάνουν την ψυχή να γλυκαίνεται
και το σώμα από πόθο ν’ ανάβει
καθώς ξυπόλητες λικνίζουν
τα αψεγάδιαστα, σοκολατένια κορμιά τους,
τα όλο φρεσκάδα και μαζί τέλεια λαγνεία.

Μα απ’ όλα πιο πολύ λαχτάρησα:
να πιω ένα τελευταίο κοκταίηλ στο παμπ
κι ευλογημένος λες από ένα αόρατο χέρι
κουρασμένος και ήσυχος, ήρεμος, πλήρης
να κοιμηθώ το ζεστό μεσημέρι
στη σκιά ενός μπαομπάμπ.

Ο Κουρσάρος

Δώδεκα μπάρκα κούρσευε
κι ύστερα σταματούσε,
κομμάτι να ξεκουραστεί
το αίμα να στεγνώσει
και τα ψαρρά τα γένια του
για να τα μπαρμπερίσει.

Ρώτησε η γερομάνα του
σαν πήγε στο χωριό του,
στερνή φορά ένα δειλινό
πάνε τριάντα χρόνια.

Πώς το μπορείς αγόρι μου
πουλάκι μου, παιδί μου,
το χάλασμα, το μακελλειό,
το κλάμα των παιδιώνε.

Μαύρο πουλί με σκέπασε
μάνα με τα φτερά του.
Ο χάροντας με διάλεξε
για νά’ μαι μπιστικός του
και οι δαιμόνοι οι σκοτεινοί,
οι μόνοι μου συντρόφοι.

Κακός βλαστός εγίνηκε
ο σπόρος σου Κυρά μου.
Αγκάθια όλο απαίσιο
φαρμακερό βοτάνι
βδέλυγμα και απόστημα
στου κόσμου το μποστάνι.

Βάγιες να φοβερίζουνε
και τα μωρά να κλαίνε:
«κάμμετε ήσυχα γιατί
θα έρθει ο κουρσάρος,
ο δράκοντας ο αχόρταγος,
ο λυσσασμένος σκύλος,
το ξέβρασμα της Κόλασης,
ο αιμματοβαμμένος».

Του το’ πε και η μάντισσα
κείνη η γριά φαφούτα
στης Μάλτας ένα καπηλειό
μια βροχερή Δευτέρα.

Διάβασε τα μελλούμενα
πα’ στου αρνιού τη σπάλα
και του’ πε με στριγγή φωνή
και με θολό το μάτι:

«Συγχώρα με αφέντη μου
μα αγάπης ούτε στάλα
θα σου γλυκάνει τη στερνή
την τελευταία ώρα.

Απελπισία και δυστυχιά
τον πόνο και το άλγος
σου έγραψε καημένε μου
και δεν ξεγράφει η μοίρα».

Της έδωκε δυο τάλληρα
και μια μπουκάλα ρούμι
πήγε μονάχος να την πιεί
στου καραβιού την πρύμη.

Για να γεμίσει σπίρτο η ψυχή
και λησμονιά για να’ χει
και κοίταζε ώρες μέσα τα νερά
πώς έπαιζε του φεγγαριού το φως
στου δελφινιού τη ράχη.

Στο βράχο που καθότανε
τούτα συλλογιζόταν
και τα λιγνά τα πόδια του
του τά’ βρεχε η αρμύρα,
Μαύρη ζωή, άδεια ζωή
και το κακό πλημμύρα

Ήπιε μια γουλιά θάλασσα
και πήδηξε απάνου
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε δυνατά
- σηκώθηκε ένα σύννεφο
σκιαγμένα γλαροπούλια -
«Όχι! Όχι! Όχι! Όχι!
Καταραμένοι νά ‘σαστε
όλους θα σας ξεκάνω
και δε θα μείνει ζωντανός
ούτε ένας να σας κλάψει.

Μην τύχει το ναυτόπουλο
κανείς σας να πειράξει
κείνο το αμούστακο παιδί
μικρό παλληκαράκι
που έχω στο καράβι μου
τη γέφυρα να πλένει
και να διπλώνει τα σκοινιά,
τις κάμμες ν’ ακονίζει,

που όταν το βλέπω σφίγγεται
δένει η καρδιά μου κόμπο
τι μου θυμίζει κάποτε
πού ‘μουν κι εγώ παιδάκι»!

Η παραίσθησις του Λευκού Ίππου

(White Horse Fine Old Scotch Whisky – The White Horse Cellar Established 1742, Glaskow Scotland)

Καλοκαίρι. Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Μεσημέρι. Και ζέστη πολύ. Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Τα μάτια μου ανοίγω. Πως πονάει, πως πονάει το κεφάλι μου. Γιατί ήπια (και πάλι) χθες βράδυ, πολύ. Σηκώνομαι. Στην αυλή βγαίνω. Το φως του ήλιου με τυφλώνει. Πηγαίνω μέχρι τη βρύση. Ρίχνω νερό στο κεφάλι μου, στο πρόσωπο μου. Κάθομαι κάτω απ’ το πεύκο. Λίγη σκιά. Λίγη δροσιά. Αισθάνομαι χάλια. Τί να κάνω; Πάλι να ξαπλώσω; Μήπως να πάω στη θάλασσα, μήπως συνέλθω; Εντάξει, θα πάω. Ξεκινάω. Περπατάω. Αισθάνομαι αδύναμος, ζαλίζομαι, τρέμω. Φοβάμαι μην πέσω και με κοροϊδεύει ο κόσμος. Συνεχίζω. Περπατάω. Εντάξει, δεν είναι μακριά. Φτάνω. Έφτασα. Βρίσκω ένα αρμυρίκι. Σωριάζομαι από κάτω. Στη σκιά του ξαπλώνω. Τα μάτια μου κλείνω. Είναι ωραία εκεί, στην παραλία. Φυσάει αεράκι. Ο ήχος των κυμάτων, του αέρα, του δέντρου με νανουρίζει. Μάλλον κοιμάμαι. Και τότε…… κάτι παράξενο συμβαίνει. Η ζεστή άμμος μ’ αγκαλιάζει. Μέσα της βουλιάζω. Με σκεπάζει. Σκοτάδι. Βυθίζομαι κι άλλο. Η άμμος γίνεται υγρή. Με νερό ανακατεμένη. Μεταφέρομαι υπόγεια. Διασχίζω τα λίγα μέτρα που με χωρίζουν από τη θάλασσα κι αναδύομαι εκεί, μέσα στο νερό. Μπορώ κι αναπνέω. Δεν έχω σώμα. Είμαι σαν ένα με το νερό, σαν κυματάκι, σαν ένα με το φως του ήλιου που μπαίνει μέσα στο νερό, σαν ηλιαχτίδα. Άυλος, ρευστός. Κινούμαι πάνω στα αυλάκια που σχηματίζει η άμμος. Σα να τα χαϊδεύω αλλά και σα να είμαι ένα μαζί τους. Σκορπίζομαι, διαχέομαι και συγκεντρώνομαι πάλι. Κινούμαι με ελευθερία απόλυτη. Πότε πέρα – δώθε, όπως το νερό με παρασέρνει και πότε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση που εγώ καθορίζω, κόντρα στο ρεύμα. Χαζεύω, θαυμάζω τα παιχνίδια που κάνει το φως καθώς μπαίνει στο νερό. Γυρίζω ανάποδα και βλέπω την επιφάνεια του νερού από κάτω. Φωτεινό, υγρό σεντόνι που όλο σχήματα αλλάζει. Προχωράω λίγο πιο μέσα. Πιο βαθιά. Μια παρέα κοριτσιών κολυμπάνε. Βλέπω όλο τους το σώμα απ’ το λαιμό και κάτω. Ακούω θαμπά τα γέλια και τα χαχανητά τους. Με μαγεύει ο τρόπος που κινούνται μέσα στο νερό τα μαλλιά τους. Πλησιάζω σε μία. Τι όμορφα πόδια! Τι όμορφα πόδια! Είπαμε, μπορώ να είμαι σαν ένα με το νερό. Δεν καταλαβαίνει ότι την αγγίζω. Ότι το πόδι της χαϊδεύω. Κινούμαι από τη φτέρνα κατά μήκος του πέλματος. Νοιώθω μία – μία τις ρώγες των δαχτύλων. Χωρίζομαι στα τέσσερα. Περνάω ανάμεσα στα δάχτυλα. Γλιστράω στη στιλπνή επιφάνεια των νυχιών. Σχεδόν με πονάει (αλλά πόσο μου αρέσει) η ίσια, κοφτερή άκρη, εκεί που τα νύχια τελειώνουν. Περνάω το πάνω μέρος του ποδιού. Φτάνω στον αστράγαλο. Περιδινίζομαι εκεί. Γύρω – γύρω. Και ξεκινάω πάλι να εξερευνώ την πατούσα της. Αργά, βασανιστικά, ηδονικά. Πηδάω στο άλλο της πόδι. Και μετά στα πόδια της διπλανής κοπέλλας. Άλλο μέγεθος, άλλο σχήμα. Και μετά στης άλλης. Νοιώθω το δέρμα, τους μύες και τα μικρά οστά. Τα μαλακά, τα σκληρά μέρη. Τις καμπύλες, τις ίσιες επιφάνειες, τα χωρίσματα. Αχ! Αχ! θα μπορούσα να το κάνω αυτό για ώρες, για μέρες, για χρόνια, για πάντα. Μετά, η μια κοπέλλα κάτι λέει (δεν καταλαβαίνω τί) στις άλλες. Ξεκινάνε να κολυμπούν γοργά προς την ακτή. Τα πόδια τους κάνουν αφρούς, καθώς χτυπούν στο νερό πάνω – κάτω. Γεια σας όμορφα πόδια! Μένω μόνος. Προχωράω πιο βαθιά. Πότε κοντά στην επιφάνεια. Πότε χαμηλά στο βυθό. Βαθαίνουν τα νερά. Γίνονται πιο κρύα. Και πιο σκοτεινά. Ένα κοπάδι ψαράκια! Μπαίνω ανάμεσα τους. Γίνομαι ένα από αυτά. Κινούμαι όπως εκείνα. Σα να με βλέπουν. Σα να με αναγνωρίζουν σα μέλος της ομάδας τους, σαν ίδιο με αυτά. Νομίζω ότι τα καταλαβαίνω. Νοιώθω ωραία, νοιώθω σαν ψάρι! Μα μετά τα αφήνω και συνεχίζω μόνος. Ο βυθός έχει αλλάξει. Τώρα δεν έχει μόνο άμμο. Έχει βράχια και φύκια. Κι ένα σωρό πλάσματα που εκεί κατοικούν. Καβούρια, όστρακα, αχινοί, χταπόδια και ψάρια, τόσα ψάρια! Ξαφνικά μπροστά μου…… κάτι μου φράζει το δρόμο. Ένας τεράστιος, σκοτεινός όγκος. Τί είναι, τί είναι; Ω, μα βέβαια! Είναι το λιμάνι. Οι μεγάλες, ορθογώνιες, χορταριασμένες πέτρες, στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Και οι βάρκες των ψαράδων δίπλα – δίπλα που κουνιούνται αργά, βαριά, στο νερό. Σαν ένα κοπάδι θαλάσσια άλογα, δεμένα με τα χοντρά σκοινιά από τους σιδερένιους, σκουριασμένους κρίκους που είναι βιδωμένοι πάνω στις πέτρες. Κάνω το γύρο του λιμανιού, περνάω κάτω απ’ το φάρο, βγαίνω στην πίσω πλευρά. Ο κυματοθραύστης. Οι τσιμεντένιοι ογκόλιθοι, ριγμένοι στο νερό με ακανόνιστο τρόπο. Σχηματίζονται τρύπες, κουφάλες, σπηλιές. Σε μία απ’ αυτές μια σμέρνα με κοιτάει επιφυλακτικά, έτοιμη να επιτεθεί αν πάω να την πειράξω. Καταλαβαίνει ότι δεν είμαι για κείνη απειλή και μου γυρίζει την πλάτη. Αποσύρεται στο εσωτερικό του σκοτεινού, υγρού παλατιού της. Συνεχίζω στη βαθιά θάλασσα. Δεκαπέντε. Είκοσι μέτρα. Και να! Να’ τη η βυθισμένη, αρχαία πολιτεία. Πριν από χίλια εφτακόσια χρόνια την καταπόντισε ο μεγάλος σεισμός. Να τα ερείπια, να οι τοίχοι των σπιτιών, να οι κολώνες, να οι πλακόστρωτοι δρόμοι. Να οι σπασμένοι αμφορείς του κρασιού. Του κρασιού είπα; Ε, λοιπόν τώρα πια το κεφάλι μου δε με πονάει καθόλου. Και με αυτήν την ευχάριστη σκέψη, προχωράω ακόμα πιο πέρα. Τώρα το φως του ήλιου δε φτάνει να φωτίσει το βυθό. Έχουν βαθύνει πολύ τα νερά. Ίσα που ξεχωρίζω το παράξενο σχήμα. Βουτάω. Πλησιάζω. Ε, ναι είναι το βυθισμένο καράβι. Του καπετάν Ρόρη το μπρίκι. Το χτύπησε μια οβίδα στον πόλεμο. Κι ο καπετάν Ρόρης, ο καλός και αισιόδοξος άνθρωπος, κέρασε όλα τα καφενεία, λες και δεν είχε καταστραφεί, επειδή κανένας δεν έπαθε τίποτα κι όλοι βγήκαν ζωντανοί στη στεριά. Συνεχίζω και πάω. Από κάτω μου απότομα……… ένα στρογγυλό, παράξενο πλάσμα. Είναι η χελώνα που νωχελικά κολυμπάει. Τη χαιρετάω. Με χαιρετάει. Και νομίζω πως βλέπω στο βλέμμα της ότι αναγνωρίζει κι επιδοκιμάζει και χαίρεται που καταλαβαίνω πόσο μεγάλη η σοφία της είναι. Ο κόλπος ανοίγει. Όπου νά ’ναι τελειώνει. Να, εκεί αριστερά: η χρυσή αμμουδιά. Η κρυφή παραλία. Είναι εκεί μια παρέα. Κορίτσια, αγόρια. Γυμνοί. Κάνουν μπάνιο. Ξαπλώνουν στον ήλιο. Αγκαλιάζονται. Παίζουν. Γελάνε. Ω! πόσο είναι ωραίες (και πόσο καμμιά φορά τις ζηλεύω) οι συντροφιές, οι συντροφιές των ανθρώπων! Να και το ακρωτήρι. Ο κάβος. Πέρα απ’ αυτό η ανοιχτή θάλασσα. Σε μια εσοχή των βράχων, σε μια ίσια μεριά, έχει ο αέρας στοιβάξει την άμμο. Μαλακιά και απάτητη στέκει εκεί. Να βγω λιγάκι, να ξεκουραστώ. Αποκτάω, βγαίνοντας απ’ το νερό και πάλι το ανθρώπινο μου σώμα. Ξαπλώνω στην πυρωμένη άμμο. Ο ήλιος με στεγνώνει. Ζεσταίνει τα γυμνά μου τα μέλη. Όμως…… τί είναι αυτό που γυαλίζει; Τί είναι αυτό το πτερύγιο που πάνω απ’ το νερό ξεχωρίζει; Ένα δελφίνι! Κολυμπάει δεξιά – αριστερά. Βουτάει – ανεβαίνει. Βγάζει το κεφάλι του έξω απ’ το νερό. Μου γνέφει. Με καλεί. Με παροτρύνει. Χωρίς καλά – καλά να το σκεφτώ, χωρίς λογική, χωρίς σκοπό, ξαναμπαίνω στο νερό. Κολυμπάμε. Το ακολουθώ. Μπροστά εκείνο, ξοπίσω εγώ. Ευθεία πορεία. Στο Πέλαγος. Στον Ωκεανό.

Ασέληνος νύχτα

Ασέληνος νύχτα
λάμπουν τα αστέρια
κρυμμένο, σβηστό το φεγγάρι.
Στο λιμάνι μονάχος
τρέμω, κρυώνω,
σκύβω, λυγίζω,
διπλώνω, τσακίζω,
σπαράω σαν το ψάρι.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ και μ’ αρνιέσαι
αφού τόσο σε θέλω;
Θά‘σαι κει να το δεις;
το πρωί που θα βρούνε,
θα το πάρει η παλίρροια
στην ακτή θα το πάει
και γύρω οι γυναίκες θα κλαίνε
το άψυχο μου κουφάρι.

Κυριακή 19 Αυγούστου 2007

Στοά Ορφέως – Εν χορδαίς και οργάνοις

Μπήκα στη στοά που ένωνε τους δύο κεντρικούς δρόμους. Κοίταζα γύρω τα αποτελέσματα της πρόσφατης ανακαίνισης στα καταστήματα και τους υπόλοιπους χώρους. Πρόσεξα στο βάθος κόσμο συγκεντρωμένο, σαν κάτι να παρακολουθεί. Η εικόνα ήταν οικεία από προηγούμενες φορές. Κάποιος πλανόδιος μουσικός ή ηθοποιός ή ταχυδακτυλουργός ή άλλος καλλιτέχνης του δρόμου θα έδινε εκεί, τη μικρή του παράσταση. Πλησίασα και εγώ στο σημείο εκείνο, ακριβώς απέναντι από το ιστορικό κατάστημα μουσικών οργάνων, από τα πιο παλιά της πόλης. Χώθηκα ανάμεσα στον κόσμο και είδα τον πλανόδιο μουσικό που έπαιζε κόντρα μπάσσο - χωρίς χορδές - !! Είχε στα πόδια του τη θήκη ανοιγμένη, με ένα πρόχειρο σημείωμα σε ένα χαρτάκι: «Για να πάρω χορδές από απέναντι»… έλεγε. Και άφηναν οι περαστικοί τον οβολό τους. Και εκείνος έπαιζε, έπαιζε όλο πάθος, σκύβοντας, αγκαλιάζοντας το μπάσσο, με τα δάχτυλα του να κινούνται πότε αργά, πότε γρήγορα πάνω στις αόρατες χορδές, με τα μάτια κλειστά, χαμένος, παρασυρμένος στην άηχη μουσική του. Κι ο κόσμος γύρω παρατηρούσε κι άκουγε (τί άκουγε;) σα μαγεμένος. Μέχρι που ήρθε από απέναντι ο καταστηματάρχης και τού ‘φερε τέσσερις ολοκαίνουριες, αστραφτερές, μέσα στο σελοφάν χορδές και του είπε: «Ορίστε κύριε, μία προσφορά από το κατάστημά μας».
Εκείνος τις πήρε, είπε «Ευχαριστώ κύριε», άνοιξε τη συσκευασία, τις προσάρμοσε στο όργανο κι αφού το κούρντισε ξεκίνησε να παίζει και πάλι, με ήχο αυτή τη φορά. Ξέσπασε τότε όλος ο κόσμος σε χειροκροτήματα. Γιατί κανείς δεν είχε φύγει όση ώρα εκείνος άλλαζε χορδές. Εκτός από μένα που ήμουνα ήδη στην έξοδο της στοάς όταν ακούστηκε το χειροκρότημα. Χαμογέλασα και συνέχισα να περπατάω με διάθεση ευχάριστη. Σφυρίζοντας μάλιστα μια μελωδία που ήμουν σίγουρος ότι πολύ πρόσφατα κάπου είχα ακούσει, αλλά δε θυμόμουν πού.

Άντρες γουρούνια

Τη μέρα που κατέπλευσε ο στόλος
(πω! πω! θυμάσαι τι γιορτή;)
φωνές χαράς, μπαλόνια γέμισε
του ουρανού ο θόλος.

Μα οι πιο πολλοί - οι άντρες εννοώ -
τα υπέροχα σκαριά δεν κοίταζαν ουδόλως.
Γιατί άλλος ήτανε για αυτούς
της προσοχής τους πόλος.

Εκείνη μόνο κοίταζαν και σκέπτονταν:
«Πανέμορφη, θεά, τι μάτια και τι πρόσωπο,
τι βάδισμα, τι υπέροχα μαλλιά,
τι αμαζόνα, τι καλλονή»
από πόθο βυθιζότανε ο μώλος
«πόσο γλυκό χαμόγελο,
τι δόντια αστραφτερά,
τι χάρη, τι φρεσκάδα, τι γλυκιά,
και τι ωραίος κώλος!»

Η κατσιβέλα

Στον καταυλισμό των τσιγγάνων, στην ποταμιά. Τα τσαντήρια στημένα. Η γιαγιά της έριχνε τα κόκαλα κι έλεγε τα μελλούμενα σε μια παρέα. Ο παππούς, απ’ το πρωί μεθυσμένος, καθόταν κάτω από μια τέντα κι έπαιζε το κλαρίνο του. Η μάνα της έπλενε τα σκουτιά. Ο πατέρας της, μαζί με τ’ αδέρφια της, γύριζε τα χωριά να πουλάει πεπόνια. Κι εκείνη ζεστάθηκε τόσο! Πήγε να δροσιστεί σε μια γωνιά κρυφή, στο ποτάμι. Πού να ξέρει ότι παραφυλάγαμε εκεί, κρυμμένοι πίσω από τις καλαμιές, οι φίλοι μου κι εγώ και τη βλέπαμε. Που όταν ερχόταν στο χωριό κάτι να αγοράσει, κάτι να χαζέψει, τόσο όμορφη που ήτανε με τα βραχιόλια και τα πολύχρωμα ρούχα, μη μπορώντας άλλο να κάνουμε (πόσο τη θέλαμε!, ας ήμασταν τόσο μικροί), μόνο την κοροϊδεύαμε: «Ουουου! τσιγγάνα, Ουουου! γύφτισσα, Ουουου! κατσιβέλα». Κι ας λιώναμε ύστερα λιγωμένοι από επιθυμία και πόθο. Έβγαλε εκείνη τη φουστάνα και την πουκαμίσα της και τις πέταξε στα βότσαλα. Κι απόμεινε με ένα βρακί μπλε ξεβαμμένο κι ένα παράταιρο στηθόδεσμο, ροζ, δαντελλένιο. Πώς κρατηθήκαμε και δεν ουρλιάξαμε όλοι μαζί, λες κι από μυστική συμφωνία βουλώσαμε ο ένας το στόμα του άλλου. Βούτηξε στο νερό με φωνούλες απόλαυσης κι ευχαρίστησης, κολύμπησε λίγο και ξαναβγήκε. Όρθια στην ακροποταμιά, βρεμένη, με τα εσώρουχα κολλητά στο κορμί της, κοίταξε γύρω – γύρω, δεν είδε κανέναν (ήμασταν καλά κρυμμένοι) και με δυο κινήσεις βιαστικές τά ‘βγαλε και τα δυο και τα πέταξε μακριά. Γυμνή, ολόγυμνη, με τα νερά να στάζουν στο κορμί της, χρυσό χνούδι οι τριχούλες στην πλάτη της, τα μαύρα πλούσια μαλλιά να σκεπάζουν το λαιμό της και κατσαρές, βρεμένες να στάζουν οι τρίχες στο εφηβαίο, ένα τόνο λιγότερο σκούρο το δέρμα στα στήθια, στους γλουτούς της, να γλιστράει το νερό στις καμπύλες, σε απόκρυφες κοιλότητες, ξανάπεσε στο ποτάμι, κολύμπησε για ώρα, βγήκε και ξάπλωσε, λιάστηκε, στέγνωσε, ντύθηκε κι έφυγε, ανέμελη, αθώα, μην ξέροντας πόσο βαθιά μας στιγμάτισε, πόσο μας τάραξε η εικόνα της, πόσο μας ταράζει ίσα με τώρα.

Ένα πρωινό στο Παρίσι το 1482 - Quasi Modo

Εισαγωγικό σημείωμα:
Victor Hugo “Notre Dame de Paris” (Βίκτωρ Ουγκώ – Η Παναγία των Παρισίων) - από τα σχόλια του μεταφραστή Αντώνη Θ. Μοσχοβάκη, εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για Όλους», Αθήνα 1966: ….στο εορτολόγιο της Καθολικής Εκκλησίας, η πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ονομάζεται Κυριακή του Quasimodo. Η ονομασία έχει προέλθει από τις δύο πρώτες Λατινικές λέξεις της πρώτης ευχής της λειτουργίας αυτής της Κυριακής, που είναι Quasimodo (= περίπου, πάνω – κάτω) αν και στη συγκεκριμένη ευχή έχουν την έννοια «σαν»: “Quasi modo geniti infantes= Ως νεογενείς παίδες». H προφορά των λέξεων είναι «Κβαζιμοντό». Οι Γάλλοι το προφέρουν «Καζιμοντό». Στα Ελληνικά έχει, από τις πρώτες μεταφράσεις του μυθιστορήματος του Ουγκώ, καθιερωθεί η προφορά «Κουασιμόδος». Τον ονόμασαν έτσι γιατί τέτοια μέρα τον βρήκαν στο ξυλοκρέβατο του πρόναου της Νοτρ Νταμ, εκεί που συνήθιζαν να αφήνουν στη φιλανθρωπία του κοινού, τα εγκαταλειμμένα παιδιά.

Την ώρα εκείνη που το σκοτάδι άρχιζε να παραχωρεί τη θέση του στο φως και σιγά – σιγά να διαλύεται, τότε άρχιζαν να διαλύονται και οι περίφημες ομίχλες της πόλης που εκεί, στην πλατεία, σκέπαζαν το λιθόστρωτο απ’ άκρη σ΄άκρη σαν τεράστιο πάπλωμα πουπουλένιο, σαν κοπάδι μεγάλο δασύμαλλα πρόβατα λευκά, σκέπαζαν τα πάντα σε ύψος ως ένα περίπου μέτρο από το έδαφος κι ότι εκεί υπήρχε και δεν κρυβόταν τελείως, εξείχε από μέσα μ΄ έναν παράξενο, αλλόκοτο τρόπο. Ε! τώρα λοιπόν, σαν το πάπλωμα να σχίστηκε σε λωρίδες, σαν το μεγάλο κοπάδι να χωρίστηκε σε ορισμένα μικρότερα που ακολουθούσαν τις μουσικές μαγεμένων αυλών, η ομίχλη διαλύθηκε, σύρθηκε και χάθηκε στα γύρω σοκκάκια. Τότε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που φορούσαν τις χαρακτηριστικές στολές των υπαλλήλων του Δήμου, εμφανίστηκαν από ένα δρομάκι και αθόρυβα πήγαν μέχρι το κέντρο της πλατείας, εκεί που ήταν στημένο το μεγάλο ξύλινο ικρίωμα και άρχισαν εκεί ν΄ ασχολούνται με κάποιες επεμβάσεις, μικρές μετατροπές, ελέγχους και άλλες δουλειές. Δούλευαν μηχανικά κι αμίλητοι και όταν σύντομα τελείωσαν, εξαφανίστηκαν το ίδιο αθόρυβα όπως είχαν έρθει, απ’ το ίδιο δρομάκι. Κι όταν ο ήλιος φάνηκε στην άκρη του ουρανού, άρχισαν να φαίνονται κι οι πρώτοι άνθρωποι στην πλατεία: μαγαζάτορες, διαβάτες, περαστικοί. Όμως, καθώς ο ήλιος ανέβαινε, άρχισε να συγκεντρώνεται κόσμος πολύς στην πλατεία που σύντομα έγινε μέγα πλήθος. Άντρες, γυναίκες, άνθρωποι κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και ιδιότητας που - δε μπορεί - όλοι (τόσοι πολλοί!) εκεί κάποια δουλειά να είχαν. Άρα άλλος ήταν ο λόγος. Ποιός ήταν ο λόγος; Ήταν ότι εκείνες τις δύσκολες εποχές της μεγάλης ένδειας, της μεγάλης φτώχιας, λίγες μόνο ευκαιρίες υπήρχαν για τον απλό λαό για ομαδική και δωρεάν διασκέδαση και θέαμα που θά ’δινε την ευκαιρία στους κουρασμένους, ταλαιπωρημένους κατοίκους της πόλης, λίγο να ξεδώσουν και να ξεχάσουν τα πολλά και άλυτα προβλήματα τους που είχαν αποδεχθεί πως τελικά ήταν η μοίρα τους. Τέτοιες ευκαιρίες δεν ήταν παρά οι δημόσιες γιορτές που λίγες φορές το χρόνο οργάνωναν οι αρχές της πόλης και η Εκκλησία κι ακόμα πιο συχνά ήταν (όσο αποτρόπαιο κι αν ακούγεται) οι δημόσιες εκτελέσεις, τιμωρίες και βασανισμοί! Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η σημερινή. Η δημόσια μαστίγωση ενός εγκληματία που είχε συλληφθεί δυο βράδια πριν, είχε δικαστεί χτες και αμέσως μετά την εκτέλεση της ποινής του θα τον οδηγούσαν στις φυλακές για - ποιός ξέρει πόσα χρόνια -, ίσως και για όλη την υπόλοιπη, θλιβερή ζωή του. Όμως, σήμερα ήταν και λίγο ξεχωριστό το γεγονός. Γι αυτό ίσως και ο τόσο πολύς κόσμος. Ο ένοχος δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ένας από τους θρύλους της πόλης, που λίγο μόνο καιρό πριν δεν ήταν παρά ελάχιστοι που πίστευαν ότι ήταν πραγματικό και όχι φανταστικό πρόσωπο. Ποιος ήταν; Δεν ήταν άλλος από τον κωδωνοκρούστη της Εκκλησίας της Παναγίας, το ανθρωπόμορφο τέρας, τη φοβέρα των μανάδων και των γιαγιάδων στα μικρά παιδιά, τον εφιάλτη των γυναικών που εγκυμονούσαν, το πλάσμα το σκοτεινό, τον έκπτωτο της Κόλασης, το φρικιαστικό Κουασιμόδο. Όσοι τον είχαν δει, έλεγαν πως δε μπορούσαν να πιστέψουν πως είχε η φύση δημιουργήσει τέτοιας απίστευτης ασχήμιας και κακίας πλάσμα, σα να ήθελε να εκδικηθεί ή να φοβερίσει ή να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για το τί μπορεί να κάνει: όσο το καλό και το ωραίο, άλλο τόσο και τη ζοφερή της πλευρά: το κακό και το άσχημο. Ήταν άλλοι πάλι που έλεγαν ότι δεν ήταν πλάσμα ανθρώπινο και γέννημα ανθρώπων, αλλά μια - με μάγια ζωντανεμένη - από ‘κείνες τις τερατόμορφες υδροροές που έστεκαν στους εξώστες του ναού, που γύρναγε όλη τη νύχτα μέσα στο δαιδαλώδες οικοδόμημα αλλά και στους δρόμους γύρω από την Εκκλησία, σκορπώντας τον τρόμο σε όποιον κακότυχο συναντούσε στο δρόμο του κι όταν έφτανε το πρωί, πέτρωνε πάλι κι έμενε για ώρες ακίνητος εκεί ψηλά, να κοιτάει μοχθηρά την πόλη και τους κατοίκους της, που βαθιά μισούσε. Όλοι πάντως, στην πλατεία οι συγκεντρωμένοι, περίμεναν με αγωνία ξέροντας ότι σε λίγο οι φήμες, οι εικασίες, οι απορίες θα λύνονταν όλα καθώς από κοντά και στ’ αλήθεια θα τον αντίκριζαν. Και να! Πράγματι! Από το βάθος και την κεντρική είσοδο της πλατείας, το απόσπασμα φάνηκε! Οι στρατιώτες που πήγαιναν μπροστά προσπαθούσαν ν΄ανοίξουν το δρόμο χρησιμοποιώντας τα δόρατα και τα σπαθιά τους. Τόσο αδιαπέραστο ήταν το πλήθος που ασφυκτιούσε και σπρωχνόταν, να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται και να τον δει. Και δεν άργησε τούτο να γίνει. Τον είχαν πάνω σ’ ένα κάρο μ’ ένα στύλο στη μέση καρφωμένο. Εκεί στεκόταν όρθιος, αλυσοδεμένος. Κραυγές έκπληξης, φρίκης και απέχθειας άρχισαν να ακούγονται παντού. Άλλοι απέστρεφαν το βλέμμα κι άλλοι αχόρταγα κοιτούσαν, καθώς το μόνο σίγουρο ήταν ότι τέτοιο θέαμα,
τέτοιο πλάσμα, κανείς δεν είχε ξανά αντικρίσει. Πώς να περιγράψουμε και να κάνουμε, έστω και λίγο, κατανοητό το μέγεθος της δυσαρμονίας και της - πέρα από κάθε όριο - ασχημίας που πάνω του συγκέντρωνε; Να πούμε για το τεράστιο, διπλό σε μέγεθος απ’ το κανονικό, κρανίο; Τις χοντρές, πυκνές, κόκκινες, με ακανόνιστο μήκος γουρουνότριχες που σκέπαζαν την κεφαλή; Την υπερμεγέθη, πολυεδρική. σα δεκάδες φορές σπασμένη και από μόνη της γιατρεμένη μύτη. Το στόμα με τα πρησμένα χείλη και τα σκόρπια, θηριώδη δόντια που εξείχαν και ακανόνιστα τα καβαλούσαν μαζί με μια - σα βοδιού – γλώσσα, μονίμως έξω κρεμασμένη; Δυο μικρούτσικα, σα μωρού παιδιού, αυτάκια που να λειτουργήσουν σωστά, σίγουρα δε μπορούσαν (γι αυτό άραγε έλεγαν πως ο Κουασιμόδος ήταν κουφός - και μουγγός - ); Ή για τα μάτια, που το ένα ήταν κλειστό, μια σχισμή που δεν άφηνε καν να φανεί η κόρη, καθώς πιεζόταν από ένα απαίσιο, σάρκινο εξόγκωμα φυτρωμένο από πάνω και το άλλο, σκεπασμένο μ’ ένα φουντωτό φρύδι, έλαμπε πυρετικά, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο από άλογο μίσος μαζί με βλακώδη έκπληξη αλλά κι απέραντη θλίψη; Και τί να πούμε για το σώμα; Που ανάμεσα στους ώμους κυριαρχούσε μια πελώρια καμπούρα, με το αντίστοιχο εξόγκωμα στο στήθος μπροστά; Και το υπόλοιπο; Ένα απίστευτο συναρμολόγημα μελών. Σαν ένα ανδρείκελο κατασκευασμένο από παρανοϊκό τεχνίτη, βαριά μεθυσμένο και κακόψυχο. Ασύμμετρα χέρια, στρεβλωμένα πόδια, αρπακτικά, γαμψά δάχτυλα, χοντρές, γιγάντιες πατούσες. Κι όλος γεμάτος με υπερφυσικούς μύες, σου έδινε την εντύπωση ακραίας αναπηρίας, ακαμψίας και παραδόξως ευλυγισίας μαζί. Οριστικής ανημπόριας συνδυασμένης με δύναμη κτηνώδη. Τό ‘παμε πάλι, τέτοια δυσμορφία ήταν για όλους πρωτόφαντη, απρόσμενη, πέρα από κάθε υποψία. Ωστόσο, η αρχική έκπληξη κι αμηχανία, γρήγορα ξεπεράστηκε και με την πρωτοβουλία κάποιων, που κι αμέσως άλλοι τους ακολούθησαν, δεν άργησε να μετατραπεί σε ομαδικό και γενικευμένο παροξυσμό από λοιδορίες, βρισιές, φτυσιές, απειλές και κατάρες. Και δεν ήταν και λίγοι που άρχισαν να πετούν καταπάνω του ότι έβρισκαν μπροστά τους: πέτρες, σκουπίδια, ακαθαρσίες, βρωμιές κι εκείνος σαστισμένος κι ερεθισμένος σαν άγριο θηρίο, άρχισε να γρυλίζει και να μουγκρίζει απειλητικά και να προσπαθεί τινάζοντας το κορμί του, τα δεσμά του να σπάσει για να προφυλαχτεί, να τρέξει, να γλιτώσει, να φύγει. Όμως οι αλυσίδες ήταν χοντρές και καλά στερεωμένες και τόσο σφιχτά πάνω του δεμένες που το μόνο που κατάφερε ήταν να μπουν μέσα στη σάρκα του, βαθιά να τον πληγώσουν, να τον ματώσουν. Συνειδητοποιώντας τότε, πόσο μάταιη ήταν η προσπάθεια του, απόμεινε πλέον ακίνητος, απαθής, δεχόμενος τη βροχή των αντικειμένων που πάνω του έπεφταν (γιατί τις φωνές δεν τις άκουγε - ήταν πράγματι κουφός) , χωρίς να αντιδρά, μόνο σε εκείνο, το μοναδικό του μάτι μπορούσες να δεις ζωγραφισμένη την απορία: Γιατί; Γιατί; Έφτασαν στο ξύλινο ικρίωμα. Τον ανέβασαν πάνω και τον έδεσαν εκ νέου, αυτή τη φορά πάνω στον ξύλινο τροχό. Ο αντιπρόσωπος του δικαστηρίου του διάβασε την ποινή του και την αιτία της καταδίκης του: «… που τον συνέλαβαν επ’ αυτοφόρω, προχτές το βράδυ, αυτόν κι έναν άλλον που διέφυγε τη σύλληψη, να προσπαθούν να απαγάγουν τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα… καταδικάζεται σε πενήντα βουρδουλιές δημόσια στην πλατεία και επ’ αόριστον φυλάκιση… έχεις να πεις κάτι;». Μάταιο! Δεν άκουσε τίποτα! Κοιτούσε με βλέμμα απλανές τα σανίδια του ικριώματος και στα χωρίσματα ανάμεσα ένα ψηφιδωτό της πλατείας που από κάτω φαινόταν. Δυο στρατιώτες τον γύμνωσαν από τη μέση και πάνω. Να και ο δήμιος. Στάθηκε από πίσω του. Να και το μαστίγιο, σατανικό κατασκεύασμα, με δερμάτινες λουρίδες πλεχτές και κάθε τόσο ενισχυμένες με ατσάλινα νύχια. Σήκωσε τα μανίκια, ζύγισε το μαστίγιο στο δεξί του χέρι, το ανέβασε ψηλά, κοίταξε ερωτηματικά τον εντεταλμένο του δικαστή, έλαβε νεύμα έγκρισης και κατέβασε το μαστίγιο με όλη του τη δύναμη. Ο πόνος ήταν ασύλληπτος. Το ξάφνιασμα ήταν μεγάλο. Αν και είχε προαισθανθεί ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε, τις τελευταίες δύο ημέρες η μονότονη, πικρή ζωή του, ήταν γεμάτη ανατροπές και δυσάρεστες αλλαγές. Όλα ξεκίνησαν όταν ο κύριος του τον διέταξε να αρπάξουν εκείνο το κορίτσι. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί, του φαινόταν τόσο μικρό και αθώο. Οι στρατιώτες τον έπιασαν, ο κύριος του εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ούτε την άλλη μέρα, στο δικαστήριο, που τον έστησαν εκεί κι ούτε καταλάβαινε τί του λέγανε (αφού δεν τους άκουγε) οι δικαστές κι έμενε βουβός και αμέτοχος. Και σήμερα εκείνος άφαντος ήταν, σήμερα που για πρώτη φορά οι άνθρωποι δεν τον αντιμετώπισαν με δέος και τρόμο, δεν έφυγαν από μπροστά του τρέχοντας αφήνοντας τον όπως πάντα μόνο, παρά κινημένοι από τη δύναμη που δίνει το πλήθος, τον χλεύασαν με τον τρόπο αυτόν. Πού ήταν; Πού ήταν, να ‘ρθει να τον προστατέψει, να τον παρηγορήσει όπως έκανε πάντα, τόσα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά λοιπόν δεν είχε μπορέσει να φανταστεί, να προβλέψει τέτοια οδύνη. Αυτός ο τόσο εξοικειωμένος με τον πόνο της ψυχής, να που γνώριζε τώρα και τον πόνο του σώματος τον ακραίο, που το δεύτερο χτύπημα τον πολλαπλασίασε κι έκανε το απλοϊκό μυαλό του να καταλάβει πως ο πόνος θα είχε διάρκεια και δε θα τελείωνε σύντομα. Και καθώς από τις ανοιχτές πληγές στην πλάτη του, άρχισε να τρέχει ποτάμι το αίμα, κατάλαβε - από ένστικτο πιο πολύ, παρά με τη λογική - πως ήταν αδύνατο αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει τη νέα του αυτή δυστυχία μένοντας αδρανής, εμπιστευόμενος τη σχεδόν πια σαν πέτρα σκληρή γινωμένη με τα χρόνια καρδιά του, μα έπρεπε να βρει ένα στήριγμα ν’ ακουμπήσει, να μεταφερθεί κάπου αλλού, γιατί μένοντας εκεί με πλήρη συνείδηση, ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να αντέξει. Και πού να πετάξει, και πού ν’ ακουμπήσει το δύστυχο μυαλό του; Τί είχε να βρει, να θυμηθεί από τον εικοσαετή του βίο (γιατί τέτοια ήταν πάνω - κάτω η ηλικία του Κουασιμόδου), μια ζωή νυχτερίδας σαν κι αυτές που φώλιαζαν στις κρυφές, σκοτεινές γωνίες των αψίδων του ναού, γεμάτη θλίψη, πίκρα, δυστυχία και παράπονο και καμιά φορά απορία, πώς γινόταν κι όλες αυτές οι γλυκές μορφές των εικόνων και των αγαλμάτων του ναού, δεν είχαν ούτε μια φορά στρέψει το αγαθό, σπλαχνικό τους βλέμμα και πάνω του. Άνθρωποι, πρόσωπα δεν υπήρχαν στη ζωή του. Κανείς. Παρεκτός από τον κύριο του, το μόνο για τον οποίο ένοιωθε κάτι άλλο από αδιαφορία ή μίσος, ένοιωθε πίστη τυφλή κι ευγνωμοσύνη και αφοσίωση απόλυτη, με τον τρόπο τον σκύλων θά ‘λεγε κανείς πιο πολύ, παρά με τον τρόπο των ανθρώπων. Αλλά, όπως είπαμε, εκείνος ήταν απών. Όσο για το άλλο πρόσωπο, που θά ‘παιζε στη ζωή του τον καθοριστικό, τον τελειωτικό ρόλο…… αυτό όμως δε θα συνέβαινε παρά αργότερα, που θά ‘χαν όλα τελειώσει και θα τον είχαν αφήσει εκεί δεμένο και αιμόφυρτο, για μία ώρα σύμφωνα με το νόμο και κείνος θα φώναζε με τη στριγγή, ακατέργαστη φωνή του που σχεδόν ποτέ πια δε χρησιμοποιούσε, από τότε που οι καμπάνες τον κούφαναν, είχε κουφαθεί και μαζί είχε πάψει πια να μιλάει, τρεις φορές θα φώναζε «Νερό!» ζητώντας και κανείς δε θα τού ‘δινε κι όχι μόνο αυτό παρά θα τον έβριζαν και θα τον κορόιδευαν ακόμα χειρότερα από πριν, ενώ θα πίστευε κανείς πως η μανία τους θά ‘χε κάπως σιγάσει μετά την τόσο σκληρή τιμωρία και μάλιστα μερικοί θα έπαιρναν με τις χούφτες λασπόνερα του δρόμου και θα του τα πέταγαν στο πρόσωπο φωνάζοντας πυρετικά «Να! πιες αφού διψάς, καμπούρη, καταραμένε!», όμως τότε, μετά την τρίτη φορά που φώναξε, άνοιξε το πλήθος να περάσει εκείνη η νεαρή κοπέλα με μια μικρή κατσικούλα να την ακολουθεί από πίσω, ήταν εκείνη!, η Εσμεράλδα, η ίδια που αυτός είχε πάει ν’ αρπάξει (με τί σκοπούς ποιός ξέρει) που με βήμα σταθερό πλησίασε το ικρίωμα κρατώντας ένα κανάτι με νερό πού ‘χε γεμίσει από την κρήνη της πλατείας κι ανέβηκε θαρρετά τα σκαλιά του ικριώματος και τού ‘δωσε να πιει και κείνος έπινε, κοιτώντας με ένα μάτι που έλεγε «Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ» μα ύστερα κάτι άλλο, κάτι καινούριο κι απίστευτο άρχιζε να σπιθίζει σε μια άκρη, σ’ εκείνο το μάτι…… όμως γι αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Τότε, τί άλλο έμενε; Μα βέβαια έμεναν… οι Καμπάνες! Οι Καμπάνες του! Η μόνη της ζωής του χαρά και παρηγοριά! Οι καμπάνες και η μουσική τους, ο ήχος τους που μόνον αυτόν μπορούσε να ακούσει και κανέναν άλλον, δυνατότητα που αυτές οι ίδιες του είχαν στερήσει, λες κι από ζήλια για ν’ ακούει εκείνες μονάχα. Και η γυαλάδα τους στο πρωινό φως και τα σκαλίσματα τους και η κίνηση τους και πάνω απ’ όλα η μουσική τους. Α! τις αγάπαγε, πώς τις αγάπαγε! Σαν κόρες, σαν κυράδες, σαν αδερφές, σαν ερωμένες, σα φίλες. Πόσο είχε ενθουσιαστεί όταν του ανέθεσαν τα καθήκοντα του κωδωνοκρούστη και πόσο ενθουσιαζόταν κάθε φορά που οι ιερείς του έδιναν την εντολή να ξεκινήσει την κωδωνοκρουσία. Ανέβαινε τα αμέτρητα, ανηφορικά σκαλιά του καμπαναριού πιο γρήγορα από ότι οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να τα κατέβει κι έφτανε εκεί ψηλά, με την ανάσα κομμένη, γράπωνε τα χοντρά σκοινιά και με την απίστευτη δύναμη του τα τράβαγε ή μερικές φορές κρεμόταν από αυτά με όλο το κορμί του. Οι καμπάνες άρχιζαν να κινούνται και όσο ο Κουασιμόδος τράβαγε τα σκοινιά, η γωνία της κίνησης τους μεγάλωνε κι όταν έφτανε το γλωσσίδι ν’ ακουμπήσει στο σώμα της καμπάνας, ο αέρας γύρω κι όλο το καμπαναριό δονούνταν κι ακουγόταν κυρίαρχος, εκκωφαντικός και μαζί τόσο μελωδικός ο ήχος: ΝΤΑΝ! Για τρίτη φορά το μαστίγιο έπεσε με δύναμη στην πλάτη του. Αχ! ουράνια μουσική! Αχ! εξαίσια μελωδία. Ήχοι γλυκείς, παντοδύναμοι που το εσωτερικό του ναού γέμιζαν κι απλώνονταν παντού πάνω απ’ την πόλη κι έφταναν ως τα πέρατα της κι ακούγονταν μίλια μακριά! ΝΤΑΝ! τέταρτο χτύπημα απ’ το μαστίγιο. Αχ! χαρά της ζωής μου! Αχ! βάλσαμο της ψυχής μου! Παίξτε γλυκές μου, ακουστείτε ΝΤΑΝ! πέμπτο χτύπημα, ανήλεο, σφοδρό. Ααααχ! μία - μία τις ήξερε, τις μικρές με το
ντελικάτο κελάηδισμα, τις μεσαίες με το μουντό, σοβαρό τόνο που κρατούσαν το ίσο και τη μεγάλη, βαριά καμπάνα, την πολυαγαπημένη, α! τι παρέα φωνακλάδικων κοριτσιών. ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! Έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, βροχή τα χτυπήματα από το δήμιο που το εγκληματικό του το έργο το ίδιο, τον είχε φρενιάσει και χτυπούσε μανιασμένα. ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! Ονόματα είχε δώσει σε κάθε μία τους: Μαργαρίτα, Ρωξάνη, Αμελότ, Ζακελίνα, Δάφνη, Κλωντέτ και πάνω απ’ όλες εκείνη: η χοντρο – Μαρία του, χτύπα καλή μου! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! τα χτυπήματα, μαρτύριο χωρίς τέλος που όμως σχεδόν το είχε ήδη ξεχάσει και είχε ολοκληρωτικά στο όραμα του βυθιστεί. Αχ! Μαρία μου, που τις στιγμές της κορύφωσης της έξαρσης, παράταγε τα σκοινιά, έπαιρνε φόρα, πήδαγε και γατζωνόταν επάνω της και ταλάντευε το σώμα του με δύναμη δίνοντας κι άλλη ορμή στη δική της τη φόρα και αγκαλιάζοντας την με λατρεία ριγούσε κι έτρεμε ολόκληρος μαζί της. ΝΤΑΝ! Ααααχ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! μουσική των αγγέλων, ουράνια ορχήστρα, τέκνα του Παραδείσου, σας ευχαριστώ που για άλλη μία φορά αφήσατε εμένα, το μίασμα απ’ την Κόλαση, το βέβηλο καλικάτζαρο, μαζί σας να παίξω και την τέχνη μου να σας δείξω, απ’ την καρδιά μου…ΝΤΑΝ! Ααααχ!…σας…ΝΤΑΝ! Ααααχ!…ευχαριστώ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! ΝΤΑΝ! Το χτύπημα το τελευταίο. Ο δήμιος παραπάτησε απ’ την ορμή που είχε πάρει και απ’ τον κόπο και απ’ την ένταση κι όταν στάθηκε ξανά, κρέμασε το χέρι του, τα δάχτυλα του άνοιξαν, το μαστίγιο έπεσε κι έμενε εκεί ιδρωμένος, λαχανιασμένος, εξαντλημένος. Την ίδια στιγμή, ο Κουασιμόδος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, έκλεισε το μάτι του και λιποθύμησε. Αφού πέρασαν λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής, άρχισαν μετά ν’ ακούγονται μουρμουρητά και σχόλια διάφορα απ’ το πλήθος, που άλλοι περίμεναν ότι αυτό το εξωανθρώπινο πλάσμα θά ’χε αντέξει το μαρτύριο κι άλλοι που
λέγανε πως με τέτοια βαριά αναπηρία, θά ’χε από τα πρώτα χτυπήματα πεθάνει κι άρχισαν να θυμούνται και να συγκρίνουν περιπτώσεις άλλων καταδίκων, πόσο πολύ είχε τότε ο ένας αντέξει και πόσο γρήγορα είχε ο άλλος τελειώσει και να, που κι αυτός τελικά λιποθύμησε.Ω! τους ανόητους. Πώς μπόρεσαν να μην το καταλάβουν; Ότι δε λιποθύμησε από εξάντληση και πόνο, αλλά από ευδαιμονία υπέρτατη, από τη μελωδία, από τη Μουσική!

Σάββατο 18 Αυγούστου 2007

Βίδες

Πριν από πολλά χρόνια, ο πατέρας του είχε επιννοήσει ένα νέο είδος υφάσματος και ένα καινούριο τρόπο ραφής. Άρχισε λοιπόν να φτιάχνει παντελόνια υπερ-ανθεκτικά, που άντεχαν σε κάθε κακομεταχείρηση και κρατούσαν για πάρα πολλά χρόνια, "παντελόνια αθάνατα" όπως τα ονόμαζε ο ίδιος (ο πατέρας του).
Οι πωλήσεις ήταν απ'την αρχή μεγάλες. Ο κόσμος διαπίστωσε αμέσως πως τα πλεονεκτήματα που διαφημίζονταν πως είχαν αυτά τα παντελόνια,τα είχαν στην πραγματικότητα. Όλοι όσοι χρειάζονταν αυτό το είδος των ανθεκτικών ρούχων (αγρότες, εργάτες κ.λ.π.) τα χρησιμοποιούσαν στην αρχή. Σιγά-σιγά όμως έγιναν μόδα και έφτασαν να τα φοράνε όλοι: άντρες, γυναίκες και κυρίως οι νέοι. Σ' αυτό συνέβαλλε φυσικά το γεγονός ότι φρόντιζε ο πατέρας του να είναι τα παντελόνια του εμφανίσιμα και κομψά παρ' όλο που δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους. Δεν άργησε λοιπόν η μικρή βιοτεχνία να εξελιχθεί σε βιομηχανία και στο τέλος να γίνει ο σημερινός κολοσσός - μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο. Ο πατέρας του ήταν ήδη εκατομμυριούχος πολλά χρόνια πριν αυτός γεννηθεί.
Ξύπνησε σχετικά νωρίς γι αυτόν, γύρω στις δέκα. Νυσταγμένος ακόμα προσπάθησε να θυμηθεί τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει σήμερα.......Θυμήθηκε! Έπρεπε να πάει στο εργοστάσιο του πατέρα του. Ωραία προοπτική! Ντύθηκε και κατέβηκε από τον τρίτο όροφο της τεράστιας έπαυλης (όπου ήταν το δωμάτιό του) στο ισόγειο. Βγήκε έξω και πήγε προς το γκαράζ. Αφού δίστασε λίγο, προτίμησε τη μαύρη Πόρσε από την άσπρη Τζάγκουαρ και ξεκίνησε.
Είχε μπει στη λεωφόρο τώρα και σκεφτόταν καθώς οδηγούσε. Ήταν εικοσιπέντε χρονών. Ο πατέρας του, του είχε δηλώσει από καιρό πως μόλις έμπαινε στα εικοσιέξι θα αναλάμβανε αυτός τη διεύθυνση της επιχείρησης. Ο ίδιος δεν είχε καμμία όρεξη να κάνει κάτι τέτοιο παρ'όλο που είχε σπουδάσει ειδικά γι αυτόν το σκοπό σε φημισμένες σχολές και μάλιστα με εξαιρετικές επιδόσεις. Κάποτε η ιδέα του φαινόταν ωραία. Τώρα είχε αλλάξει γνώμη. Είχε ενημερώσει τον πατέρα του για τις διαθέσεις του, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος.
Το κέφι του χάλασε όπως κάθε φορά που σκεφτόταν αυτά τα πράγματα. Άνοιξε το ραδιόφωνο της Πόρσε και η μουσική βελτίωσε κάπως την κατάσταση. Μετά από λίγο η μουσική σταμάτησε και άρχισαν ν'ακούγονται διαφημίσεις. Ετοιμαζόταν να κλείσει το ραδιόφωνο (δεν τις άντεχε τις διαφημίσεις) όταν πρόσεξε πως αυτή που είχε αρχίσει μόλις τώρα, έλεγε για τα παντελόνια του εργοστασίου τους. Ναι, βέβαια, ήταν το καινούριο διαφημιστικό κόλπο όπου δήλωναν πως αυτός που θα κατάφερνε να σκίσει (τραβώντας) ένα παντελόνι, θα έπαιρνε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Γέλασε γιατί ήξερε πως κανείς δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο.
Ο δρόμος ήταν άδειος. Οδηγούσε με το ένα χέρι. Το άλλο ακουμπούσε πάνω στο πόδι του. Ένοιωσε κάτω από τα δάχτυλά του το τραχύ ύφασμα του παντελονιού του. Φόραγε πάντα από τα παντελόνια που έφτιαχνε ο πατέρας του. Πάντα, ακόμα και στις πιο επίσημες στιγμές. Το είχε σκεφτεί ο ίδιος όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών. Έλεγε τότε πως θα ήταν καταπληκτική διαφήμιση και μάλιστα ζωντανή. Η ιδέα είχε ενθουσιάσει τον πατέρα του μα και ο ίδιος το έβρισκε διασκεδαστικό. Το βλέμμα του χαμήλωσε και αφέθηκε για λίγο να κοιτάει το παντελόνι του. Τι ειρωνία! σκέφτηκε. Είχε περάσει μια ωραία ζωή μέχρι τώρα και αιτία ήταν αυτά τα παντελόνια. Είχε γεννηθεί πλούσιος. Από μικρός ότι ήθελε, το αποκτούσε. Όταν μεγάλωσε ταξίδεψε σ'όλον τον κόσμο, γνώρισε τόσους ενδιαφέροντες και διάσημους ανθρώπους, ήταν ο ίδιος διάσημος.........Α! σίγουρα
είχε περάσει καλά ως εδώ. Όμως από εδώ και πέρα τα πράγματα θα αντιστρέφονταν. Τα παντελόνια αυτά θα ήταν η αιτία που η υπόλοιπη ζωή του θα κυλούσε δυσάρεστα. Θα ήταν αναγκασμένος να ασχολείται με την επιχείρηση, πράγμα εντελώς αδιάφορο γι αυτόν. Τα αγαπούσε και τα μισούσε παράλληλα αυτά τα παντελόνια.
Ξανακοίταξε για λίγο το παντελόνι του. Έτσι δεν είδε την προειδοποιητική πινακίδα στην άκρη του δρόμου: "ΠΡΟΣΟΧΗ,εκτελούνται έργα σε διακόσια μέτρα". Όταν σήκωσε το κεφάλι του ήταν πια αργά. Δεν κατάφερε να αποφύγει το σταματημένο φορτηγό και η Πόρσε έπεσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω του. Συνήλθε κάπως μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Πονούσε παντού και ήταν φοβερά ζαλισμένος. Παρ'όλα αυτά μπόρεσε να ακούσει το θανάσιμο θόρυβο που ερχόταν από τη μηχανή του αυτοκινήτου. Σαν τρελλός προσπάθησε να πεταχτεί έξω, όμως το ένα του πόδι ήταν παγιδευμένο. Ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο απειλητικός ενώ προσπαθούσε να ελευθερώσει το πόδι του. Τίποτα! Το παντελόνι του είχε πιαστεί σε κάποια προεξοχή. Βάλθηκε τώρα να προσπαθεί να σκίσει το παντελόνι του τραβώντας με όλη του τη δύναμη. Δεν τα κατάφερνε όμως. Δεν ήταν και εύκολο άλλωστε.
Η έκρηξη έκανε τη μαύρη Πόρσε βίδες.

Αχ!

Αχ! άσπρο μου πουλί
Αχ! μαύρο μου λουλούδι
Αχ! σάρκα μου κρουστή
Αχ! λυπημένο τραγούδι
Αχ! γάμπα τορνευτή
Αχ! κορμί τσακισμένο
Αχ! στήθια μου στητά
Αχ! στέρνο σκεβρωμένο
Αχ! μέση δαχτυλίδι
Αχ! από καιρό χαμένο παιχνίδι
Αχ! φρέσκια, δροσερή μυρωδιά μου
Αχ! σκοτεινή, βαριά κληρονομιά μου
Αχ! πόδια μου χυτά, λευκά, φιλντισένια
Αχ! γκρίζα, μακριά, μπερδεμένα μου γένεια
και Αχ! Αχ! Αχ! λαγόνες καμπύλοι
Αχ! λίγοι, καλοί, μετρημένοι μου φίλοι
Αχ! μάτια κανελλιά, άσπρα δοντάκια
Αχ! που ζωντανό με κρατάτε αστεία στιχάκια
Αχ! κόκκινα μαλλιά
Αχ! χαρτιά και βιβλία
Αχ! νιάτα, κέφι, ζωή
Αχ! σχεδόν στερεμένη,
λίγες μόνο σταγόνες
νεράκι να τρέχει πηγή.

3 Χαϊκού

Σα ζεστής βροχής
σταγόνες, τα δάκρυα
στο πρόσωπο της

(Το Χαϊκού των ξωτικών του δάσουςτου νησιού Οκουσίρι, για τη θλιμμένη βασίλισσα τους):
Νέο φεγγάρι
στην κυρά μας της νύχτας
τύχη θα φέρει

Μέρα ωραία
περάσαμε σήμερα,
έρχεται βράδυ

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2007

Western

Ο ήλιος έκαιγε πάνω από τη μικρή μεξικάνικη πόλη. Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι και κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Δηλαδή σχεδόν κανείς. Οι τρεις καβαλλάρηδες που φάνηκαν στην αρχή του δρόμου, είχαν τώρα πλησιάσει αρκετά. Ήταν φανερό ότι είχαν κάνει ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι. Ήταν σκονισμένοι και φαίνονταν κατάκοποι όπως και τα άλογα τους άλλωστε. Ξεπέζεψαν και αργά-αργά κατευθύνθηκαν προς το σαλούν. Μπήκαν μέσα αθόρυβα και κάθησαν σ'ένα τραπέζι. Οι λιγοστοί πελάτες είχαν τώρα γυρίσει και παρατηρούσαν τους ξένους. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία για το επάγγελμά τους. Ακόμα και κάποιος λίγο μόνο παρατηρητικός θα μπορούσε να διακρίνει τα σχετικά χαρακτηριστικά: τα δυο βαριά εξάσφαιρα που είχε κρεμασμένα στη μέση του ο καθένας, τις συγκρατημένες-σίγουρες κινήσεις, τα ζωηρά μάτια που συνέχεια κοιτούσαν ερευνητικά γύρω. Ναι, αυτοί οι
ξένοι ήταν πληρωμένοι φονιάδες που...........
Σταμάτησε να γράφει και άφησε την πέννα. Το χέρι του τον πονούσε. Τελευταία τα πράγματα είχαν χειροτερέψει πολύ. Ηταν βέβαια και κάπως περασμένης ηλικίας αλλά και πάλι: δέκα αντίτυπα του βιβλίου του (όλα χειρόγραφα) τα είχε ετοιμάσει μέσα σε δύο εβδομάδες. Ε, δεν ήταν και λίγο. Τελείωνε τώρα το δέκατο αντίτυπο. Αύριο σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να ξεμουδιάσει το ταλαιπωρημένο του χέρι,θα πάρω τα βιβλία και θα τα πάω στον εκδότη μου.Θα πάρω τα ψίχουλα που μου δίνει για αμοιβή και μετά τα βιβλία μου θα τα
βάλουν μαζί με τα υπόλοιπα στο πιο ψηλό ράφι του βιβλιοπωλείου της γωνίας . Ήταν αλήθεια πως τα κείμενά του είχαν ελάχιστη απήχηση. Οι λίγοι που τα είχαν διαβάσει διέδωσαν πως πρόκειται για άρρωστες φαντασιοπληξίες γραμμένες από έναν άρρωστο άνθρωπο. Και απορούσαν πώς τα σκεφτόταν όλα αυτά τα παράξενα πράγματα.
Μα δεν τα σκέφτομαι συλλογίστηκε, έρχονται μόνα τους και 'γώ δεν ξέρω από που και μου καρφώνονται στο μυαλό και δεν φεύγουν με τίποτα αν δεν καθήσω να τα γράψω να τα μάθουν κι άλλοι. Κι ο κόσμος με λέει τρελλό. Δε με νοιάζει όμως. Θα συνεχίσω.
Το χέρι του ήταν καλύτερα τώρα. Σηκώθηκε απ'το γραφείο του και πήγε μέχρι το παράθυρο. Κοίταξε έξω. Η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο. Λογικό ήταν. Μετά από μια μεγάλη περίοδο κακοκαιρίας, η άνοιξη τους αποζημίωνε από τις πρώτες κιόλας μέρες με μια υπέροχη λιακάδα. Αλήθεια -σκέφτηκε- ήταν πολύ βαρύς ο φετεινός χειμώνας. Ο χειμώνας του 1589 μ.Χ.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2007

Ο Κάστορας

Ο Κάστορας ήταν φιλόδοξος, φιλομαθής και είχε -όπως λέμε- μεγάλες πνευματικές ανησυχίες. Γι αυτό η ιδιότητα του απλού κάστορα καθόλου δεν τον ικανοποιούσε και έτσι αποφάσισε να γίνει μάστορας, πράγμα που κατάφερε με πολύ κόπο και μόχθο, όμως δε σταμάτησε εκεί παρά συνέχισε και κατάφερε τελικά να γίνει και πάστορας.
Ήταν πλέον και κάστορας και μάστορας και πάστορας, δηλαδή καστορομαστοροπάστορας ή καστοροπαστορομάστορας ή μαστοροκαστοροπάστορας ή ακόμα παστοροκαστορομάστορας ή ίσως μαστοροπαστοροκάστορας ή μήπως παστορομαστοροκάστορας ;
Ανήμπορος πια να καθορίσει τί και να καταννοήσει ποιός στην πραγματικότητα είναι, τρομοκρατημένος από τη σύγχυση και τον πολυεπίπεδο διχασμό της προσωπικότητας του, πραγματικά συντριμμένος, πήγε με βαριά βήματα μέχρι την όχθη της λίμνης, πήδηξε μέσα, και εκεί στον σκοτεινό βυθό, κράτησε την αναπνοή του ώσπου έσκασε. Ναι.

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο.....(Ι)

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.


Αγαπάρνηση, η: η άρνηση της αγάπης (προφανώς) που σου προσφέρει κάποιος ή κάποιοι, για προσωπικούς λόγους. Π.χ. "Η Κ. έχει γίνει τόσο φορτική μαζί του που του προκαλεί αγανάκτηση... που άμα συνεχίσει το ίδιο βιολί.. δε θ' αργήσει να γίνει αγαπάρνηση".

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Υπέρ πάντων ο αγών;

Σκύψε το κεφάλι, σκύψε το κεφάλι
μην αντιστέκεσαι
δεν έχει νόημα η αντίσταση, δεν έχει νόημα η πάλη.
Σκύψε το κεφάλι, σκύψε το κεφάλι.

Υποτάξου, συνθηκολόγησε, ανέξου,
την ντροπή, τις προσβολές, την υποδούλωση.
Σκύψε το κεφάλι, σκύψε το κεφάλι.

Σημασία έχει να ζήσεις. Θα συνηθίσεις
τη σκλαβιά και σε λίγο θα αρχίσεις
να σ’ αρέσει.
Σκύψε το κεφάλι, σκύψε το κεφάλι.

Μην ακούς για επανάσταση, για πόλεμο.
Σκέψου κι αυτό: μήπως ο κνούτος σου αξίζει τελικά;
Και τη γυναίκα σου, ο Αφέντης να τη χαίρεται;
Και τα παιδιά σκλαβόπουλα;
Σκύψε το κεφάλι, σκύψε το κεφάλι.

Τα χρόνια θα περάσουν, θα γεράσεις.
Την πίστη, τ΄όνομα σου θα ξεχάσεις.
Και θα πεθάνεις γέροντας και δούλος.
Αλλά θα έχεις ζήσει.
Σκύψε το κεφάλι. Σκύψε το κεφάλι.

Δεν παίρνεται πίσω

Αχ! να μπορούσα – αλλά – πίσω δεν παίρνεται
ποτέ τα μάτια μου να μην είχανε δει
στο τέλος κείνου του καλοκαιριού
πώς άσπριζε στα μέρη τα κρυφά
η ψημμένη από τον ήλιο σάρκα σου.
Μέσα από τ’ άνοιγμα της μπλούζας
κάτου από το σφιχτό, νεανικό, κρουστό βυζί
λίγο πιο κάτου από την απαλή την αμασχάλη
κι εκεί που ακούμπαγε, ακριβώς εκεί,
του λάγνου σου μικρού ποδιού η…
- μα δε με λυπάται πια κανείς; -
… η πατούσα στο σανδάλι.

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα

Ήταν απόγευμα, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όλοι ετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή. Στη μικρή κωμόπολη, ο κεντρικός δρόμος (εκεί όπου βρίσκονταν τα περισσότερα καταστήματα) ήταν γεμάτος κόσμο. Οι άνθρωποι έκαναν βιαστικά τα τελευταία απαραίτητα ψώνια. Χιόνιζε και έκανε πολύ κρύο και όλοι ήταν ντυμένοι με ζεστά παλτά και σκούφους και γάντια. Όχι όμως κι αυτό το κοριτσάκι που βρισκόταν μπροστά στην είσοδο του βιβλιοπωλείου. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, δέκα χρονών περίπου, ξανθό και χλωμό. Φαινόταν να υποφέρει από το κρύο. Και δεν ήταν ν' απορεί κανείς, αφού απλώς ήταν τυλιγμένο με μερικά λεπτά, τρυπημένα κουρέλια και τα πόδια και τα χέρια του ήταν γυμνά. Το κοριτσάκι είχε μπροστά του ένα μικρό κιβώτιο με κουτιά σπίρτα και τα πουλούσε. Βέβαια κανείς δε χρειαζόταν σπίρτα, όμως που και που κάποιος- περισσότερο επειδή λυπόταν το κοριτσάκι - αγόραζε ένα δύο κουτιά. Κι αν κάποιος παρατηρούσε καλύτερα θα καταλάβαινε πως δεν ήταν μόνο το κρύο που βασάνιζε το κοριτσάκι. Το βλέμμα του ήταν τόσο λυπημένο, τόσο δυστυχισμένο.
Πράγματι το κοριτσάκι που κρύωνε τόσο πολύ έβλεπε γύρω του όλα αυτά τα ευτυχισμένα πρόσωπα, τις οικογένειες και τα παιδάκια που περίμεναν με αγωνία τον ερχομό του νέου χρόνου και σκεπτόταν πως αυτό ήταν ορφανό και μόνο στον κόσμο και κανέναν δεν είχε να περάσουν μαζί αυτές τις γιορτινές μέρες και κρύωνε δύο φορές περισσότερο. Σκεπτόταν τους γονείς του που χάθηκαν και δάκρυα έρχονταν στα μάτια του .
Κι όταν πια τα χέρια του πάγωσαν τόσο πολύ που ούτε να τα αισθανθεί δε μπορούσε, αποφάσισε ν' ανάψει ένα σπίρτο για να τα ζεστάνει κάπως. Άναψε το σπίρτο και το κράτησε μες στα χέρια του. Κοίταξε την πορτοκαλιά φλόγα που τρεμόπαιζε. Τα χέρια του ζεστάθηκαν λίγο και το σπίρτο πλησίαζε να σβήσει όταν
για μια στιγμή σα μέσα σ' όνειρο του φάνηκε πως είδε τη μορφή της μητέρας του
να του χαμογελάει. Ύστερα το σπίρτο έσβησε και όλα έγιναν όπως πριν. Το κοριτσάκι ξαφνιάστηκε πολύ. Όμως έστω κι αυτή μόνο η στιγμή που "ξανάδε" τη μητέρα του, το συγκίνησε. Άναψε δεύτερο σπίρτο κι άρχισε πάλι να κοιτάζει την πορτοκαλιά φλόγα. Και να πάλι σα μέσα σ' όνειρο του φάνηκε πως βρέθηκε μες στο
παλιό σπίτι τους. Ήταν λέει το σπίτι στολισμένο για τις γιορτές και καθόταν το
κοριτσάκι μπροστά στο τζάκι και έπαιζε με τα παιχνίδια του. Μέσα από την κουζίνα έβγαιναν μυρωδιές από φαγητά και γλυκά και είδε τώρα καθαρά μέσα στην
κουζίνα τη μητέρα του με την ποδιά να ετοιμάζει τα απαραίτητα για το γιορτινό
τραπέζι. Και σε μια στιγμή γύρισε το κεφάλι της και είδε το κοριτσάκι και χαμογέλασε αλλά το σπίρτο έσβησε και χάθηκαν πάλι όλα.
Το κοριτσάκι άναψε και τρίτο σπίρτο και πάλι βρέθηκε στο σπίτι του και τώρα άνοιξε η εξώπορτα και μπήκε μέσα γελαστός και γεμάτος δώρα ο πατέρας του
και όταν έσβησε το τρίτο σπίρτο και έσβησαν μαζί όλα αυτά, γρήγορα γρήγορα άναψε άλλο ένα και να τώρα που όλοι μαζί χόρευαν και τραγουδούσαν μέσα στο σπίτι και το κοριτσάκι ήταν πια ευτυχισμένο και ούτε που κρύωνε καθόλου. Γέλαγε
και φώναζε από τη χαρά του και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο, ώσπου αποφάσισε σε μια στιγμή να τ' ανάψει όλα τα σπίρτα μαζί για ν' αργήσει πολύ να σβήσει η φλόγα, να μη σβήσει ποτέ. Και τ' άναψε όλα μαζί τα σπίρτα και βγήκε μια πολύ μεγάλη φλόγα και πήραν φωτιά τα ρούχα του και η φλόγα το τύλιξε. Άρχισε να φωνάζει τρομαγμένο και να στριγγλίζει με όλη του τη δύναμη. Όμως χωρίς να το
καταλάβει η ώρα είχε περάσει, όλοι είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους, ο δρόμος
ήταν πια έρημος και δεν το άκουσε κανείς. Το κοριτσάκι καιγόταν ζωντανό. (Και
βέβαια η ζέστη που ένοιωθε τώρα ήταν πολύ πολύ μεγαλύτερη απ' αυτή που επιθυμούσε λίγες ώρες πριν, όταν είχε παγώσει απ' το κρύο).
Κι αν την άλλη μέρα κάποιος περνούσε από εκεί σίγουρα θα παρατηρούσε αυτήν
την τόσο άσχημη αντίθεση: το άσπρο χιόνι, δηλαδή, που είχε σκεπάσει τα πάντακαι αυτόν το μικρό μαύρο σωρό μπροστά στην είσοδο του βιβλιοπωλείου.

Ο Κάης

Για ώρες ολόκληρες μετά το φονικό, γύριζε ο Κάης σα χαμένος στις ερημιές. Τού ‘καψε ο μεσημεριάτικος ήλιος το μέτωπο, το σβέρκο. Τού ‘σκασε το λιοπύρι τα χείλια. Του σκίσανε τα πόδια τα φρύγανα, τα βάτα, τα χαλίκια. Και μόνο όταν έφτασε εκεί, στην πηγή, κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, κατάλαβε πόσο πολύ διψούσε. Έσκυψε να πιει στη λιμνούλα και πρόλαβε να δει το ψαράκι που έπαιζε κολυμπώντας πέρα – δώθε. Βούτηξε το κεφάλι του στο νερό και ήπιε αχόρταγα, ήπιε τη δίψα του να σβήσει. Μετά που σηκώθηκε κι όταν τα ταραγμένα νερά ηρέμησαν πάλι, είδε πως το ψαράκι ήταν ακόμα εκεί. «Μπα! πώς δε φοβήθηκε, να φύγει;» απόρησε. Κι ύστερα είδε να καθρεφτίζεται το πρόσωπο του στο νερό αγριεμένο, φρικιαστικό, μια όψη τρελλού και κατάλαβε πως κάτι άσχημο πολύ είχε γίνει. Είδε μετά τα χέρια του στο αίμα βουτηγμένα κι έντρομος τά ‘βαλε στο νερό να τα πλύνει. Καθώς έφευγε απ’ τα χέρια το αίμα και χρωμάτιζε, γέμιζε τα νερά, το ψαράκι πανικόβλητο απομακρυνόταν, μέχρι που το ‘σκασε από κάποια τρύπα μυστική κι απόμεινε ο Κάης να κοιτάζει την άδεια πια, ροζ λιμνούλα. Και τότε θυμήθηκε. Κι είπε μόνο πνιχτά: «Αχ! Άβελ, αδέρφι μου». Και ξεκίνησε από εκείνη τη στιγμή, όλης της υπόλοιπης ζωής του η μοίρα, αυτό που μετά λίγα χρόνια θ’ άρχιζε να λέγεται στους αιώνες για πάντα «το δικό του σταυρό να σηκώνει». Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, πικρά… πικρά να μετανοιώνει.

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2007

Πώς μπορείς να το λες…

σε εμένα που για τόσους χειμώνες
περνάω έναν – έναν τους χιονισμένους λόφους,
ακολουθώντας των μαμμούθ τα αχνάρια.
Φτάνω στη μυστική σπηλιά της σοφής νυχτερίδας
που μιλάει όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Βγάζω τα ρούχα μου και φοράω
το κιμονό που έχω εκεί φυλαγμένο.
Αυτό με τις αόρατες τσέπες που μέσα τους κρύβω
τα χειρόγραφα με την ιστορία
της χαμένης πατρίδας μου
που βρισκόταν εκεί που τώρα είναι η Ατλαντίδα.
Κι ύστερα διασχίζω το πυκνό δάσος
που πάντα φυσάει δυνατός ο αέρας
και καθώς κουνάει τα φύλλα των δέντρων
κάνει ν’ ακούγονται τα πιο ωραία παραμύθια
που όμως μόλις τελειώσουν τά ’χεις κιόλας ξεχάσει.
Βγαίνω στο ξέφωτο που στο κέντρο του στέκει
η - σαν κάστρο - μεγάλη βελανιδιά.
Που έχει στον κορμό σκαλισμένα
χιλιάδες ονόματα ερωτευμένων ζευγαριών.
Που όμως μόνο αν πραγματικά αγαπιούνται
το σκάλισμα μένει, αλλιώς αμέσως χάνεται, σβήνει.
Βρίσκω εκεί τη βοσκοπούλα, που δεν ξέρει
πως είναι στ’ αλήθεια μια μαγεμένη βασιλοπούλα
που μένει εκεί, χρόνια και χρόνια,
μέχρι να λυθούνε τα μάγια.
Καθόμαστε ήσυχοι και κουβεντιάζουμε
και γύρω μας το κοπάδι της, οι μονόκεροι,
βόσκουν την πράσινη χλόη.
Μετά ακούμε τον ήχο που κάνουν
με τα φτερά τους οι πεταλούδες
που γυρίζουν στις φωλιές τους
στις κουφάλες των δέντρων.
Και βγαίνουν ύστερα από λίγο από κει
μεταμορφωμένες σε νύμφες του δάσους
με γέλια κελαρυστά και τραγούδια.
Ξέρω τότε πως είναι ώρα να φύγω,
να κινήσω και πάλι, ν’ ανέβω
στο οροπέδιο που έχει σταματήσει ο χρόνος.
Θα προλάβω – όπως κάθε φορά –
να είμαι εκεί πριν αρχίσει η γιορτή.
Και πόσο χαίρονται – κάθε φορά – όταν με βλέπουν,
οι καλοί μου φίλοι, οι νάνοι!

Σε εμένα λοιπόν, πώς μπορείς να το λες,
ότι δεν έχω ζήσει τη ζωή μου;