Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Ratcliff Highway - (R.I.P. Ronnie Drew, 1934 – 2008)

Παραδοσιακή βρετανική μπαλάντα, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Τραγουδισμένη ιδανικά από τους Ιρλανδούς Dubliners και το θρυλικό τραγουδιστή τους Ronnie Drew, που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, στις 16 Αυγούστου. Καλή ξεκούραση κι ευχαριστούμε αδερφέ.
Wapping, Ratcliff Highway: κακόφημη περιοχή του Λονδίνου της βικτωριανής εποχής, γεμάτη παμπ, καμπαρέ, καφέ σαντάν και κορίτσια, στέκι ναυτών όλων των εθνικοτήτων.
Deptford: περιοχή στις όχθες του Τάμεση ποταμού, στο νοτιοανατολικό Λονδίνο.

Περπατούσα μια βραδιά στο Λονδίνο
Απ’ το Γουάπινγκ στο Ράτκλιφφ Χαϊγουέη
κι είπα να μπω σε μια μπυραρία
να περάσω τη νύχτα μου εκεί.

Μια μορφονιά κουνιστή ήρθε κοντά μου
ρώτησε αν κερνάω κατιτίς
μια μπουκάλα κρασί για μια λίρα παρήγγειλα
και «τέτοιοι άντρες μ’ αρέσουν» είπε ευθύς.

Η μπουκάλα στο τραπέζι ακούμπησε
και γύρω ποτήρια για όλους να πιουν
κι όταν τα ρέστα από τη λίρα μου ζήτησα
με στίχους μ’ απάντησε που ακόμα στ’ αυτιά μου ηχούν.

Γιατί η κυρία απότομα θύμωσε
και στήριξε τα χέρια με πόζα στη μέση
«Μήπως θαρρείς ότι είσαι στο πλοίο ακόμα;»
είπε, «ναύτη, εμείς δε συνηθίζουμε έτσι».

«Λοιπόν, αν συνήθεια σας είναι να κλέβετε,
τέτοια συνήθεια δεν την ασπάζομαι εγώ,
Τράβα λοιπόν να μου φέρεις τα ρέστα
γιατί ο Διάβολος θα σε πάρει θαρρώ».

Ένα ρολόι χρυσό κρέμονταν στο τζάκι απάνω
τ’ άρπαξα κι έφυγα τρέχοντας σαν αστραπή
«τα ρέστα μου πήρα και με το παραπάνω»
πηδώντας τους φώναξα απ’ το τελευταίο σκαλί.

Ευτυχώς σκοτεινή ήταν η νύχτα
κι έφτασα γρήγορα ως το κανάλι
με μια βάρκα πήγα ως το Ντέπφορντ
και σώος βρέθηκα στο πλοίο μου πάλι.

Όλοι εσείς λοιπόν νέοι ναύτες
που συχνάζετε στο Ράτκλιφφ Χαϊγουέη
αν μπείτε σε καμμιά μπυραρία
ακούστε κι έναν πιο παλιό τί σας λέει:

«Ποιός μας δε θέλει τη νύχτα όλη
με κρασί και γυναίκες να τη γλεντάει;
Να θυμάστε όμως: μετά, από το Διάβολο
τα ρέστα μπορεί να βρεθεί να ζητάει».

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Θά 'ρθει ο Χριστός

Jesus gonna be here, τραγούδι του Tom Waits, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Ε, λοιπόν θά ΄ρθει ο Χριστός
Σύντομα θά 'ναι εδώ
Θα μας σκεπάσει όλους με φύλλα
Και μια κουβέρτα απ' το φεγγάρι
Με μια υπόσχεση κι ένα τάμα πού 'χω κάνει
Κι ένα νανούρισμα που τα φρύδια χαμηλώνει
Ααα! θά ΄ρθει ο Χριστός
Σύντομα θά 'ναι εδώ.

Ε, λοιπόν, ήσυχος εδώ θα περιμένω
Ούτε μιλιά θα βγάλω
Λόγους δεν έχω πια
Και ούτε αμφιβάλλω
Θα βρεθεί τρόπος - θα ξεφύγω
Απ' τη φασαρία του κόσμου
Γιατί θά 'ρθει ο Κύριος μου
Σύντομα θά 'ναι εδώ

Θά 'χω τα μάτια μου ανοιχτά για να Τον δω
Την ώρα που η μέρα θα αλλάξει
Στου ορίζοντα την άκρη θα φανεί
Μ' ένα καινούριο αμάξι

Και να!: ακούω καθαρά τα βήματα Του
Και λέω: Αγιασθήτω τ' όνομα Του
Ο Χριστός θα...
Σύντομα θά 'ναι εδώ.

Ε, λοιπόν ήμουνα πιστός
Κι όσο μπορούσα ήμουν καλός
Μόνο που έπινα πολύ...
...μα λες να μην το ξέρει Αυτός;
Έτσι, καλύτερο -πιστεύω- απ' ότι βρήκα
Τον κόσμο αφήνω κι άλλους πάω να δω
Γιατί θα έρθει ο Χριστός
Σύντομα θά 'ναι εδώ.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Cruel Sister

Βρεττανική μπαλλάντα του 17ου αιώνα, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.
(Δεκάδες εκτελέσεις, πιο γνωστή, αυτή των “Pentangle”)


Κάπου στην άκρη της βόρειας θάλασσας, ζούσε μια κυρά,
δυο κόρες έφερε στον κόσμο, γέλια – χαρά.
(Λαίη δε Μπεντ του δε Μπόννυ Μπρουμ)
Έγινε η μικρή μεγαλώνοντας, σαν τον ήλιο φωτεινή,
Κρύα έγινε η μεγάλη και σκοτεινή.

Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ένας ιππότης ευγενικός
είχε από μακριά ταξιδέψει για να γίνει γαμπρός.
Με δώρα: γάντια και δαχτυλίδια, γέμισε τη μεγάλη,
Μα ερωτεύθηκε παράφορα την άλλη.

«Ω, έλα αδερφούλα μαζί να περπατήσουμε,
τα πλοία που σαλπάρουν ν’ αποχαιρετήσουμε»,
κι ως περπατούσανε στην άκρη του γκρεμού, την ανεμοδαρμένη,
στη θάλασσα έσπρωξε η σκληρή, την αδερφούλα την αγαπημένη.

Πότε βυθίζονταν και πότε κολυμπούσε
«το χέρι σου άπλωσε αδερφή» έκλαιε, παρακαλούσε,
«βόηθα αδερφή, αδερφούλα μου να ζήσω
κι ότι είναι δικά μου, όλα θα στα χαρίσω».

«Τον άντρα που σ’ αγάπησε θέλω να μου χαρίσεις,
όμως γι αυτό πρέπει εσύ πια άλλο να μη ζήσεις».
Και να! το σώμα στον αφρό, έπλεε σαν άσπρου κύκνου,
αφρό του αρμυρού νερού και του μαύρου ύπνου.

Εκεί, στην ανεμοδαρμένη ακτή, το είδαν και το πέρασαν για ψάρι,
περιπλανώμενοι δυο τραγουδιστές, το ξεβρασμένο της κουφάρι.
Και με του θώρακα της τα οστά έπιασαν κι έφτιαξαν μια λύρα
με ήχο που εγέμιζε την πιο σκληρή καρδιά, γλυκιά πλημμύρα.

Απ’ τα ξανθά μαλλιά της, τρεις χρυσές κλωστές,
πήραν και βάλανε στη λύρα για χορδές.
Και πήγανε να παίξουνε στου γάμου τη γιορτή,
στον κόσμο, τον γαμπρό και νύφη τη μεγάλη αδερφή.

Μα πριν αγγίξουνε τη λύρα για αρχή,
ξεκίνησε εκείνη να παίζει μοναχή,
μια μελωδία η χορδή η πρώτη λυπητερή:
«έπνιξε η νύφη τη μικρή της αδερφή».

Και άμα έπαιξε θλιμμένα η δεύτερη χορδή,
να τρέμει άρχισε από φόβο η σκληρή αδερφή.
Μα όταν έπιασε, η τρίτη η χορδή, σιγά να ψιθυρίζει,
ξεκίνησε η σκληρή αδερφή, πικρά μετανοιωμένη να δακρύζει.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Matty Groves

Αγγλική μπαλλάντα του 17ου αιώνα (ή ενωρίτερα) - Απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.
(πολύ γνωστή εκτέλεση αυτή, των "Fairport Convention")


Μια καλή γιορτή του χρόνου, μία σχόλη, μια αργία
του αφέντη η όμορφη κυρά πήγε στη λειτουργία.
Κι όταν τελείωσε η εκκλησιά, κοίταε γύρω τις εικόνες του θεούλη
κι είδε ανάμεσα στο πλήθος το πιστό, τον Μάττυ Γκρόουβς, τον μικρούλη.
"Έλα μαζί μου Μάττυ Γκρόουβς, σπίτι μου τη νύχτα αυτή,
έλα μαζί μου Μάττυ Γκρόουβς και μείνε ως το πρωί".
"Ω, μα δε μπορώ και δε θαρθώ στο σπίτι σου Κυρά μου,
του Λόρδου μας Μυλαίδη εσύ και του άρχοντα μου".
"Τι κι αν είμαι καθώς λες του άρχοντα γυναίκα
στα μακρινά τα κτήματα, λείπει ημέρες δέκα".

Τί λέγαν όμως άκουε, ένας υπηρέτης λίγο πιο πέρα
κι ορκίσθηκε να μάθει ο Λόρδος, πριν τελειώσει η μέρα.
Και τσακίστηκε να τρέχει για να φτάσει να μιλήσει
και στο ρέμα το βαθύ έπεσε να κολυμπήσει.

Ο Μάττυ Γκρόουβς κοιμήθηκε στου κρεββατιού μιαν άκρη
κι ο Λόρδος τον εξύπνησε όλο οργή και δάκρυ.
κι είπε: "Ε, πώς σου φαίνονται λοιπόν, το πουπουλένιο στρώμα,
τα σεντόνια κι η γυναίκα μου στην αγκαλιά σου ακόμα;".
"Μ' αρέσουν τα σεντόνια σου, το πουπουλένιο στρώμα,
μα πιο πολύ η γυναίκα σου στην αγκαλιά μου ακόμα".
"Ντύσου τώρα" είπ' ο Λόρδος όλο οργή, όλο θυμό,
"γιατί άντρα η Αγγλία δε θα πει πως έσφαξα γυμνό".
"Ω, δε σηκώνομαι κι ούτε παλεύω για τη ζωή μου πια,
συ έχεις δυο καλά σπαθιά και γω ένα μικρό σουγιά".
"Ναι, έχω δυο καλά σπαθιά και ακριβά πολύ,
να πάρε το κοφτερό το μακρύ και γω το κοντό, το πλατύ.
Και χτύπα με σαν άντρας, την πρώτη τη σπαθιά
και δεύτερος γω, αν μπορέσω, στο στήθος σου βαθιά".

Κι ο Μάττυ χτύπησε το Λόρδο και τον έκοψε βαθιά,
κι ύστερα ο Λόρδος χτύπησε κι ο Μάττυ δε χτύπαε πια.
Και πήρε τη γυναίκα του μέσα στην αγκαλιά του
και ρώταε τώρα αν το Μάττυ αγαπά ή την αφεντιά του.
Και η γυναίκα μίλησε χωρίς να φοβάται άλλο:
"Κάλλιο απ' τα χείλη τα νεκρά του ένα φιλί, παρά μαζί σου άλλο".

Ούρλιαξε ο Λόρδος δυνατά με κολασμένο ήχο
την άμοιρη γυναίκα του, την κάρφωσε στον τοίχο.
Και τάφο ζήτησε στους δυο εραστές να σκάψουνε στη γης
και πάνω αυτή που ήταν.. ευγενικής καταγωγής.

Κυριακή 3 Αυγούστου 2008

Somewhere over the Rainbow

Κάπου πέρα από το ουράνιο τόξο
αναπαύεται ο Ισραήλ Καμακαβιβοόλε
ο άγγελος από τη Χαβάη που πέθανε
38 μόνο χρονών (και 344 κιλά)
και δίπλα στο τεράστιο σώμα του
το μικρό του γιουκαλίλι. Αλόχα.

http://www.youtube.com/watch?v=0OMLoAtC9RY

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (XI)...

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN: 960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα:

αδυναμάγκη, η: αιτία απόφασης, συμπεριφοράς ή πράξης στην οποία οδηγείται κανείς εξ ανάγκης που προκαλεί ο αδύναμος χαρακτήρας του, η έλλειψη πειθαρχίας, σθένους, θέλησης κ.λ.π. - π.χ. "Η Π. παραδέχθηκε τελικά πως δε μπορεί να ελέγξει τη βουλιμία της και αδυναμαγκάστηκε να πάει σε ειδικό κέντρο αδυνατίσματος με ψυχολογική υποστήριξη κ.λ.π. Άκου φίλε μου!"

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

Γεια Λίλλυ Λο

Στίχοι του τραγουδιού "High Lilly Lo" του Tim Buckley, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Το τραγούδι της αγάπης
είναι λυπημένο τραγούδι
έχουμε αγαπήσει και
το ξέρουμε καλά
έλα λοιπόν στην παράσταση Λίλλυ
έλα και γέλα λίγο και συ
Γεια Λίλλυ Λίλλυ γεια
Λο Λίλλυ Λίλλυ Λο
Γεια Λίλλυ Λίλλυ γεια Λο

Μια φορά το χρόνο μόνο
έρχεται ο θίασος Λίλλυ
και τότε πρέπει να είμαστε εκεί
έλα λοιπόν στην παράσταση Λίλλυ
έλα και γέλα λίγο και συ
έλα να χορέψεις, να χορέψεις λιγάκι
έλα να χορέψεις, να χορέψεις λιγάκι
έλα να χορέψουμε λίγο μαζί

Λι λι λι λι λι λι λι......

Άσε τον κόσμο γύρω μας Λίλλυ
τι λένε μην τους ακούς
έλα και γίνε λίγο χαρούμενη Λίλλυ
έλα κι άστους αυτούς
Γεια Λίλλυ Λίλλυ γεια
Λο Λίλλυ Λίλλυ Λο
Γεια Λίλλυ Λίλλυ γεια Λο

Αχ, μην αφήνεις τα παιδιά της γειτονιάς να κοροϊδεύουν Λίλλυ

Τραγούδι της αγάπης - λυπημένο τραγούδι
έχουμε αγαπήσει και ξέρουμε καλά
έλα λοιπόν στην παράσταση Λίλλυ
έλα και γέλα λίγο και συ
Γεια Λίλλυ Λίλλυ γεια
Λο Λίλλυ Λίλλυ Λο
Γεια Λίλλυ Λίλλυ γεια Λο

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Έξι μίλια ακόμα

Στίχοι του τραγουδιού "Six more miles (to the graveyard)" του Hank Williams, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Ω, η βροχή, αργά που πέφτει
κι η καρδιά μου τόσο βαριά
έξι μίλια ακόμα και σ'αφήνω γλυκιά μου
κι ούτε θα σε δω στον κόσμο αυτό ξανά.

Έξι μίλια, ακόμα ως το μνήμα,
λυπημένα, κοπιαστικά,
έξι μίλια και σ' αφήνω γλυκιά μου
και φίλη καλύτερη από παλιά.

Ω να! ακούω να έρχεται τρένο,
την αγάπη μου φέρνει από μακρυά,
έξι μίλια, ακόμα ως το μνήμα
κι ύστερα μόνος πάντα θά'μαι πια.

Έξι μίλια ακόμα.
Έξι μίλια ακόμα.

Η περίπτωση της Λαίδης Μπέττυ

Από παλαιότερο (Χριστουγεννιάτικο) φύλλο της εφημερίδος "Η Μεταμεσονυκτία" - στήλη Αστυνομικού Ρεπορτάζ

Αγαπητοί αναγνώστες της στήλης, εύχομαι ολόψυχα Χρόνια Πολλά και ότι καλύτερο για εσάς και τους αγαπημένους σας. Υγεία, κουράγιο, δημιουργικό πνεύμα και ακόμα: λίγη (όση χρειάζεται) τύχη καλή.
Πιστοί στο καθήκον μας και το λειτούργημα της ενημέρωσης του κοινού, το οποίο - με τη βοήθεια του Υψίστου που σαν αυτές τις ημέρες γεννήθηκε – διακονούμε επί σχεδόν εδώ και είκοσι χρόνια, θα ασχοληθούμε σήμερα με ένα από τα πιο καυτά θέματα του αστυνομικού ρεπορτάζ της τελευταίας δεκαετίας, που ωστόσο οι λεπτομέρειες του βρίσκονται (δυστυχώς) στον αντίποδα του πνεύματος της Αγάπης των ημερών.
Η περίπτωση έχει ως εξής: Η Ασφάλεια Αθηνών κατέγραψε πρόσφατα κατακόρυφη αύξηση της συχνότητας των ασύλληπτων βιοπραγιών και σφοδρών επιθέσεων καθώς και τεσσάρων φόνων που έχουν λάβει χώρα στο κέντρο της Αθήνας (περιοχή Νεαπόλεως Εξαρχείων). Περιστατικά ωμής βίας των οποίων τα θύματα, θανόντες ή επιζήσαντες (νοσηλευόμενοι ορισμένοι εκ των δευτέρων και μάλιστα κάποιοι σε κρίσιμη κατάσταση) κυριολεκτικώς κατακρεουργήθηκαν και αφέθηκαν αβοήθητα στον τόπο της επίθεσης να σφαδάζουν (οι εν ζωή) από αφόρητους πόνους, πλέοντας σε λίμνες αίματος ή στραγγαλίσθηκαν ανηλεώς.
Ο αυτουργός της επιθέσεως, άτομο σαφέστατα σαδιστικής, αιμοχαρούς ιδιοσυγκρασίας, συνηθίζει να αφήνει εν είδει «υπογραφής» σκίτσα των θυμάτων του, ως ήταν προ αλλά και μετά την «επίσκεψη» του. Η πρωτοφανής αυτή πρωτοτυπία, που καταδεικνύει όπως σημείωσαν οι ειδικοί αναλυτές της ασφάλειας, ένα είδος χαιρέκακης υπερηφάνειας του αυτουργού για το έργο του, που παραπέμπει – αλλίμονο – με ασφάλεια, στην περίπτωση των λεγόμενων «κατά συρροήν» δολοφόνων, του πλέον επικίνδυνου δηλαδή είδους (μαζί με τους τρομοκράτες) εγκληματιών.
Η σοβαρότητα της υποθέσεως λοιπόν, σε συνδυασμό με την αύξηση της συχνότητας των περιστατικών, ανάγκασε προ εβδομάδος τον αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας υποστράτηγο Παναγιώτη Τσικουδιά να δώσει εντολή όπως – με χαρακτήρα κατεπείγοντος – να αναλάβει την υπόθεση ο (θρυλικός) αστυνομικός, επικεφαλής του τμήματος «διώξεως υποθέσεων ειδεχθών εγκλημάτων», ταγματάρχης Φανούρης Φανφαρόνης.
Από τη στήλη αυτή έχουμε κατ΄επανάληψη αναφερθεί στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης Φανφαρόνη, αυτής της τόσο αντιφατικής προσωπικότητας που ωστόσο υπηρετεί με αξιοθαύμαστο και κυρίως απολύτως αποτελεσματικό τρόπο την υπεράσπιση του δικαίου και τη δίωξη και πάταξη του εγκλήματος εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, χαίροντας απεριόριστης εκτίμησης σε κύκλους της χώρας και του εξωτερικού, όσο και αντιστοίχως απεριόριστης περιφρόνησης σε (κατά πολύ) ευρύτερους κύκλους, περιφρόνησης που σχετίζεται κυρίως με τη θυελλώδη, εκρηκτική, αντισυμβατική ιδιοσυγκρασία του Φανφαρόνη ο οποίος έχει συγκρουσθεί με σχεδόν όλο το φάσμα του κατεστημένου σε όλους τους τομείς, οσάκις (δηλαδή σχεδόν πάντα) θεώρησε ότι έβρισκε «εμπόδια» στην προσπάθεια του να φέρει εις πέρας την εκάστοτε αποστολή του.
Σημειωτέον ωστόσο, και βασικότατο και αξιοθαύμαστο παραμένει το γεγονός ότι ο Φανφαρόνης είναι ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα παγκοσμίως επιθεωρητές (γεγονός που δεν έχει καθόλου περάσει – φυσικά – απαρατήρητο και από τους ειδικούς παρατηρητές του Εφ Μπη Άι Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής), που δεν έχει στο αρχείο του αδιαλεύκαντη υπόθεση.
Ο εν λόγω ταγματάρχης Φανφαρόνης λοιπόν, παρέλαβε την προηγούμενη Παρασκευή τον ογκωδέστατο φάκελλο της υπόθεσης και αποσύρθηκε προς μελέτην του (παρ’ ότι ερχόταν Σαββατοκύριακο) στα γραφεία του τμήματος του. Μαζί του ήταν ο αχώριστος πλέον συνεργάτης του, ο σκαιός ιατροδικαστής Ρωμύλος Μακαρώνης, ο επονομαζόμενος ειρωνικά από τους (δικούς του) επικριτές και «Χασάπης» ή – ακόμα χειρότερα – «Βρωμύλος Καμαρώνεις» για την αποτρόπαια ικανοποίηση που λέγεται ότι του χαρίζει το ειδεχθές επάγγελμα του.
Την επόμενη Δευτέρα οι πρώτοι πρωινοί εργαζόμενοι που προσήλθαν στην υπηρεσία, στον όροφο των γραφείων των δύο συνεργατών, βρήκαν τον Φανφαρόνη και τον Μακαρώνη εν εξάλλω καταστάσει και τόσο ο σαν βομβαρδισμένος περιβάλλων χώρος όσο και η εμφάνιση των δύο ανδρών (δεκάδες άδεια κύπελλα καφέ, φιάλες αναψυκτικών, κουτιά έτοιμου φαγητού, φάκελλοι, βιβλία, εκτυπώσεις, σημειώσεις, σχέδια, χάρτες και όλοι οι υπολογιστές του τμήματος σε διαρκή αναζήτηση στοιχείων τόσο στα Αρχεία όσο και στο διαδίκτυο και σε βάσεις δεδομένων υπηρεσιών άλλων χωρών, μαύροι κύκλο κάτω από τα μάτια, τσαλακωμένα ρούχα, γένεια τριών ημερών και βλέμμα πυρετικό…. όλα πρόδιδαν πως οι δύο συνεργάτες μάλλον δεν είχαν κοιμηθεί ούτε λεπτό και δούλευαν αδιάκοπα σε όλη τη διάρκεια των προηγούμενων εικοσιτετραώρων.
Επιπλέον (από ότι φαινόταν) είχαν τη συνδρομή μερικών ντετέκτιβ της ασφάλειας οι οποίοι (παρά την αργία) έσπευσαν να βοηθήσουν και τώρα ήταν και αυτοί στα γραφεία και συζητούσαν μεταξύ τους. Ο Φανφαρόνης όταν ήλθε η γραμματέας του τμήματος της ζήτησε να επικοινωνήσει με την ομόλογη της που υπηρετούσε στο γραφείο του Αρχηγού υποστράτηγου Τσικουδιά και να ζητήσει άμεση ακρόαση, πράγμα που όντως έγινε όταν ο Αρχηγός προσήλθε περί τις 8:30.
Τα επακόλουθα είναι λίγο πολύ γνωστά και από τα τηλεοπτικά κανάλια. Με εντολή του αρχηγού συννελήφθη πάραυτα νέα γυναίκα διαμένουσα στο κέντρο της Αθήνας (περιοχή Νεαπόλεως Εξαρχείων) γεννηθείσα και κάτοικος ανέκαθεν στην περιοχή, χωρίς καμμία προγενέστερη δίωξη ή εμπλοκή με το νόμο, εργαζόμενη, μητέρα και σε κάθε περίπτωση άτομο «υπεράνω πάσης υποψίας». Πλην όμως στο πρώτο δεκαπεντάλεπτο της ανακρίσεως ομολόγησε με απίστευτη απάθεια την εγκληματική της δράση με εξονυχιστικές λεπτομέρειες που έκαναν ακόμη και τους σκληροτράχηλους ανακριτές αξιωματικούς να ανατριχιάσουν. Κατόπιν τούτου και μετά τα τυπικά που ολοκληρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, οδηγήθηκε στη γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, στους θαλάμους υψίστης ασφαλείας. Με τη νέα χρονιά και την ολοκλήρωση της εορταστικής περιόδου, αναμένεται η δίκη και καταδίκη της «Λαίδης Μπέττυ» όπως διέρρευσε ότι είναι το προσωνύμιο που έχει προσεταιρισθεί η στυγερή δολοφόνος, το πραγματικό όνομα της οποίας συμπίπτει εν μέρει με το προσωνύμιο. Τι σημαίνει όμως αυτή η λεπτομέρεια και κυρίως πώς κατάφερε ο Φανφαρόνης (και ο Μακαρώνης) να ανακαλύψουν το δολοφόνο;

Αυτή τη φορά η απάντηση βρίσκεται σε μία από τις ειδικές ικανότητες που διαθέτουν οι δύο αξιωματικοί πέρα από όλες τις –πανθομολογούμενες- άλλες (όπως η αρτιότατη, υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και μετεκπαίδευση, μεθοδικότητα, υπομονή, επιμονή, αναλυτική σκέψη, αστυνομικό δαιμόνιο και ταλέντο, ικανότατους συνεργάτες, πηγές πληροφοριών και γνωριμίες, πάθος χωρίς όρια για τη δουλειά κ.ά.) και συγκεκριμένα: είναι και οι δύο από χόμπυ αναγνώστες και βιβλιόφιλοι από παιδιά, έχοντας διαβάσει χιλιάδες τόμους βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων, εγκυκλοπαιδιών κ.λ.π. και ειδικώτερα επίσης αρχειοδίφες και μελετητές των εγχώριων αλλά και παγκόσμιων εγκληματικών χρονικών. Δυσκολότατο να πει κανείς ποιος ξεπερνά τον άλλον στον τομέα αυτόν – το βέβαιον είναι ότι η άθροιση των γνώσεων των συνιστά έναν όγκο ασύλληπτο, έναν ποταμό πληροφοριών και γνώσεων, όπου συχνότατα βουτούν για να ανασύρουν στοιχεία χρήσιμα για τις υποθέσεις που ερευνούν – και πολύ συχνά το καταφέρνουν με εντυπωσιακή επιτυχία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση λέγεται ότι το βασικό ερέθισμα για την αρχειακή έρευνα στάθηκε το χαρακτηριστικό των σκίτσων με μολύβι (ή κάρβουνο) που η εγκληματίας άφηνε στον τόπο του εγκλήματος, των σκίτσων που απεικόνιζαν τα εν αγωνία άτυχα θύματα της.
Και στους δύο συνεργάτες η συγκεκριμένη πρακτική θύμιζε αμυδρά κάτι χωρίς ωστόσο να είναι - στην αρχή – δυνατόν να μπορούν να ανασύρουν από τη μνήμη τους το γεγονός. Κατόπιν όμως αρκετών ωρών συζήτησης, αλληλοσυμπληρούμενων στοχασμών, χρήσης των υπολογιστικών μηχανών αναζήτησης της Αστυνομίας στα αρχεία αλλά και στο διαδίκτυο καθώς και συνομιλιών με κάποιους συναδέλφους στο εξωτερικό με αντίστοιχες δεξιότητες, ο «κύκλος» άρχισε να στενεύει για είναι τελικά – όπως λέγεται – ο Φανφαρόνης αυτός που θυμήθηκε την περίπτωση και το σχετικό σύγγραμμα όπου την είχε συναντήσει. Το σύγγραμμα χάρη και στη συνδρομή ενός πολύ καλού και βιβλιόφιλου γνωστού εντοπίσθηκε και παραδόθηκε άμεσα (αφού ένα περιπολικό το παρέλαβε από το σπίτι του γνωστού στα προάστια των Αθηνών) εις τα χείρας των δύο αόκνων διωκτών του εγκλήματος.
Επρόκειτο για ένα έργο του πολύ αξιόλογου γνωστού Ιρλανδού γιατρού και συγγραφέα Σερ Γουίλλιαμ Ρόμπερτ Γουίλς Γουάιλντ (και πατέρα ενός γυιού επίσης συγγραφέα και πολύ περισσότερο γνωστού – του Όσκαρ).


Ο Σερ Γουάιλντ, τέκνο της κομητείας Ροσκομόν Ιρλανδίας, είχε γράψει μεταξύ άλλων το έργο «Δημοφιλείς Ιρλανδικές Προλήψεις» - αυτό που τώρα φυλλομετρούσαν οι δύο αστυνομικοί. Δεν άργησαν να εντοπίσουν το εδάφιο που τους ενδιέφερε και αφορούσε στην περίφημη «Λαίδη Μπέττυ», την εκτελέστρια - απαγχονίστρια των φυλακών του Ροσκομόν στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα, μια από τις ελάχιστες εκπροσώπους του φύλλου τους στο φρικιαστικό αυτό επάγγελμα.
Ο θρύλος λέει ότι όταν ήρθε η ώρα της εκτέλεσης της Λαίδης Μπέττυ που ήταν μια γυναίκα αμαρτωλή και είχε καταδικασθεί για πλήθος εγκλημάτων, συμπτωματικά ο εκτελεστής έλειπε. Τότε η Λαίδη Μπέττυ προθυμοποιήθηκε και πρότεινε στους εκπροσώπους των αρχών που ήταν ιδιαίτερα θορυβημένοι και ανήσυχοι καθώς ήταν μια μέρα με προγραμματισμένο πολύ μεγάλο πλήθος εκτελέσεων, να φροντίσει αυτή για τις εκτελέσεις ξεπαστρεύοντας όλους όσους περίμεναν τη σειρά τους με αντάλλαγμα τη ζωή της. Οι υπεύθυνοι μη έχοντας κάτι να χάσουν δέχθηκαν και η Λαίδη Μπέττυ εκτέλεσε τα καθήκοντα της με τόση επιμέλεια και τόσο καθ’ όλα άψογο τρόπο που της παραχωρήθηκε η θέση μόνιμα, θέση την οποία επάξια κράτησε για πολλά – πολλά χρόνια έως το θάνατο της. Αναρίθμητοι οι θρύλοι που σχετίζονται με τη Λαίδη Μπέττυ. Όπως ενδεικτικά ότι ο μονάκριβος εν ζωή γυιος της μετανάστευσε, όπως και τόσοι Ιρλανδοί την εποχή εκείνη, για να γλυτώσει από την ένδεια που μάστιζε την πάμπτωχη χώρα. Μετά από πολλά χρόνια και έχοντας πλέον αποκατασταθεί, αποφάσισε να επιστρέψει στην μόνη μητέρα του, της χτύπησε την πόρτα ένα βράδυ και εκείνη – χωρίς να τον γνωρίσει – τον δέχθηκε, τον φιλοξένησε και τον…. σκότωσε ενώ κοιμόταν για να τον ληστέψει. Ακόμα λέγεται ότι μετά το θάνατο της Λαίδης Μπέττυ, βρέθηκαν στο δωμάτιο της στον Πύργο των Φυλακών, εκατοντάδες σχέδια από κάρβουνο σε χαρτιά ή στους τοίχους, όλων των θυμάτων που η Λαίδη είχε στείλει με την κρεμάλα της στον άλλο κόσμο. Επίσης μας λέει ο Σερ Γουάιλντ ότι μέχρι τη δική του εποχή, δεκαετίες μετά δηλαδή, θυμάται σε όλην την Ιρλανδική επαρχία να φοβερίζουν τα ανήσυχα παιδιά απειλώντας ότι θα «έρθει η Λαίδη Μπέττυ» ή στα Ιρλανδικά Κέλτικα «Χούγκαθ α Πούκα» - “Huggath a’ Pooka”. Αυτή λοιπόν η λεπτομέρεια των σκίτσων των θυμάτων, ήταν που έκανε τους δύο αστυνομικούς να αναζητήσουν μια πιθανή ομοιότητα του σύγχρονου δολοφόνου με κάποιον «διάσημο» που είχε ιστορικά προηγηθεί και συγκεκριμένα τη Λαίδη Μπέττυ. Από κει και πέρα τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Με όλο σχεδόν το επιτελείο τους πλέον άρχισαν να αναζητούν μεθοδικά τον πιθανό ένοχο με βάση στοιχεία όπως: να είναι γυναίκα, κάτοικος της περιοχής, να είναι μακρινή απόγονος της

Λαίδης, να έχει το ίδιο ή παρόμοιο όνομα, να γνωρίζει ή να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη χώρα και την κουλτούρα της Ιρλανδίας κ.λ.π.
Η συλληφθείσα πληρούσε όλα τα παραπάνω και, ναι, ήταν μακρινή απόγονος της Λαίδης, ζούσε στην περιοχή, είχε ταξιδέψει παλαιότερα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αρεσκόταν επί πάρα πολλά χρόνια στη μελέτη της ιστορίας, του κινηματογράφου, της μουσικής, της λογοτεχνίας αλλά και γενικότερα της κουλτούρας της χώρας και είχε τελευταία ξεκινήσει μαθήματα Ιρλανδικών Κελτικών, κάτι που μετρημένοι στα δάχτυλα Έλληνες κάνουν και είχε ακόμα όνομα παρόμοιο με της Λαίδης «Μπέττυ…».
Έτσι λοιπόν η έρευνα αυτή έληξε αισίως και ευτυχώς η εγκληματική δράση της κακούργου γυναικός, δε θα συνεχισθεί.

Ο Φανφαρόνης και ο Μακαρώνης εκτέλεσαν για άλλη μια φορά το καθήκον τους με τρόπο άψογο. Μπορεί βέβαια η υπερπροσπάθεια τους να τους κόστισε τις αργίες των εορτών, όμως κατά κάποιον τρόπο θα ανταμειφθούν αφού θα αξιοποιήσουν το «μπόνους» χρηματικό έπαθλο που τους απένειμε (κατ’ εντολήν του Υπουργού Δικαιοσύνης) ο Αρχηγός και θα φύγουν για ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής φροντίζοντας βέβαια να είναι έγκαιρα πίσω αμέσως μετά τη γιορτή των Θεοφανείων ώστε να παραστούν στη δίκη.
Και ο προορισμός τους; Μετά από αυτά που έγιναν μόνο ο Φανφαρόνης και ο Μακαρώνης θα μπορούσαν να κάνουν τέτοια εκλογή. Οι δύο συνεργάτες θα περάσουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους στο Ρασκομόν της Ιρλανδίας!

Μέχρι το πικρό το τέλος

Στίχοι του τραγουδιού "Bis zum bitteren Ende" του γερμανικού πανκ συγκροτήματος "Die Toten Hosen", απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.

Καθώς τα χρόνια κυλάνε σα νερό
πίνουμε ασταμάτητα, πίνουμε με μανία
γιατί ένα μόνο είναι σίγουρο
ζωή χωρίς πιοτό: κατάρα και ανία.

Ουίσκυ, μπύρα, κρασί και τσικουδιά
ακούμε τα συκώτια μας να ουρλιάζουν
κι όταν το τέλος έρθει μια βραδυά
"μα πήγαινε γυρεύοντας" όλοι θα σχολιάζουν.

Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Η Θλιβεία

Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Θυμάμαι τη Θλιβεία.
Ένα αδύνατο, χλωμό κορίτσι.
Στα διαλείμματα καθόταν μόνο, σε μια γωνία στην αυλή
και παρατηρούσε με μεγάλα λυπημένα μάτια
τα παιδιά που έπαιζαν.

Και χρόνια μετά,
στις πιο μεγάλες τάξεις του σχολείου,
πάλι όλο μόνη ήταν η Θλιβεία.
Και ούτε συμμετείχε στις παρέες μας
και στις εκδρομές και τις φάρσες και τα ξενύχτια μας.

Και στο τέλος πια του σχολείου,
ολόκληρη κοπέλλα η Θλιβεία,
απέκρουε συστηματικά
όσους συμμαθητές θέλγονταν από την ιδιαιτερότητα της.
Κι όλο διάβαζε βιβλία μελαγχολικών ποιητών
κι όλο άκουγε - άμα πέρναγες κάτω από το σπίτι της -
θλιμμένες μουσικές.

Ξεκίνησα σπουδές σε άλλη πόλη, έφυγα.
Μα όταν γύριζα, στις διακοπές,
πάντα ρωτούσα για τη Θλιβεία.
Δεν πάει καλά μου έλεγαν.
Κυκλοφορεί στο δρόμη ατημέλητη.
Μιλά μονάχη.

Και την επόμενη φορά
μου είπαν ότι πήραν τη Θλιβεία.
Την πήγαν κάπου για να γίνει καλά.

Μα η Θλιβεία δεν έγινε καλά.
Πέθανε μετά από δύο χρόνια εγκλεισμού
σε ιδιωτική κλινική.

Οι δικοί της έφυγαν από τη γειτονιά.
Και πούλησαν το σπίτι.
Τώρα έχουν γίνει εκεί γραφεία.
Κι ούτε πια κανείς θυμάται τη Θλιβεία.

Μπύ - ρα

Δεν ξέρω αν το παρατηρήσατε ευγενικοί αναγνώστες, τώρα που ζέστανε ο καιρός. Συμβαίνει κάθε χρόνο στις νότιες, θερμές χώρες σαν τη δική μας. Λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι (και για όλες τις ζεστές ώρες που ακολουθούν), δεν ξέρω αν το έχετε ακούσει. Όχι αν το έχετε ακούσει με τα αυτιά σας εννοώ μα περισσότερο αν το έχετε «αισθανθεί». Αυτόν τον ρυθμικό ήχο, αυτόν τον βόμβο, αυτόν τον παλμό. Λες και τα πάντα γύρω σου, η φύση, τα μόρια στον αέρα, ο κόσμος όλος, το σύμπαν λες και συντονίζεται όπως το σφυγμό, όπως το ρυθμικό κτύπημα της καρδιάς που στέλνει το αίμα στο σώμα: μπουμ – μπουμ, μπουμ – μπουμ.
Και αν ακούσετε προσεκτικά (για εκείνους που μπορούν ν’ ακούν προσεκτικά), ο παλμός σχηματοποιείται σε δύο ευδιάκριτες συλλαβές που φτιάχνουν μια λέξη: μπουμ – μπουμ, μπουμ – μπουμ, μπουμ – μπουμ, μπύ – ρα, μπύ – ρα, μπύ – ρα. Μια λέξη που ερεθίζει το πνεύμα και τις αισθήσεις, με ένα νόημα που σε κάνει να νοιώθεις απόλυτη αρμονία γιατί τις ώρες αυτές τί άλλο θα μπορούσε κάποιος να θελήσει μπουμ – μπουμ, μπουμ – μπουμ, για τι άλλο ή ύπαρξη του να διψά μπουμ – μπουμ, και άλλο τί να επιθυμήσει, από παγωμένη μπύ – ρα, μπύ – ρα.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

Εξιτήριο

Για την αντιγραφή (παραλείπονται οι ονομασίες): Χ.Δ.Τ.

Ελληνική Δημοκρατία
Υπουργείο υγείας, πρόνοιας και κοινωνικών ασφαλίσεων
Νομαρχιακό γενικό ογκολογικό νοσοκομείο....
"................................................."

Κλινική:..........

Εξιτήριο ....α/α....
(για το τμήμα κίνησης ασθενών)

Ο Ασθενής .................... του.................... Ασφαλιστικό Ταμείο......................εισήλθε στο Νοσοκομείο την................... και εξήλθε την ................ με Κύρια διαγνωσθείσα νόσο.......(Ca - καρκίνο) ..............

- Ίαση
- Βελτίωση
- Ιδία Κατάσταση
- Διαγ. Μόνο
- Θάνατος

Ο Ιατρός

Ο Προϊστάμενος τμημ. κίνησης ασθενών

Ο Διευθυντής

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (X)...

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN: 960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα:


Ιμιτούμπα, η: σύνθετη λέξη από την αγγλική «imitation» (μίμηση, απομίμηση κ.λ.π.) και την ελληνική «τούμπανο», όπερ επί των ημερών μας: ποιοτικό, δυναμικό, σφύζον. Χρησιμοποιείται για καλλιτεχνικά δημιουργήματα που είναι μεν σαφέστατα επηρεασμένα σε βαθμό αντιγραφής από άλλα διάσημα, π.χ. της αλλοδαπής, πλην όμως τίμια και αξιοπρεπή σε βαθμό που αποκτούν δική τους αξία και αίγλη –π.χ. «Ρε συ, πριν από το ξένο συγκρότημα στη συναυλία ανέβηκαν support οι ΧΧΧ από την Πάτρα και παίξανε κάτι φοβερές ιμιτούμπες που βαρούσαν».

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Κουράρε

Ενάντια στις αποτρεπτικές παραινέσεις όλων ανεξαρτήτως των φίλων και γνωστών στους οποίους είχα μιλήσει για το πάθος που τον τελευταίο καιρό με είχε κατακυριεύσει, και την απόφαση μου να το αποκαλύψω, να εξομολογηθώ δηλαδή στην Ρ. τον απελπισμένο έρωτα μου για εκείνη..... εγώ το έκανα.
Η νεαρή Ρ., 10 χρόνια μικρότερη μου, είχε προσληφθεί πριν από λίγους μήνες στην Εταιρία, σε μία επικουρική θέση που κάλυπταν συνήθως έκτακτοι, εποχιακοί υπάλληλοι. Τους δύο πρώτους μήνες η σχέση μας ήταν αυστηρά επαγγελματική, με στενή ωστόσο συνεργασία λόγω της αρμοδιότητας μου για εποπτεία της συγκεκριμένης θέσης. Έπειτα, στις αρχές του τρίτου μήνα έτυχε, χωρίς ούτε κατά διάνοια να έχει προσχεδιασθεί, να συναντηθούμε τρεις φορές εκτός της Εταιρίας, να συζητήσουμε λίγο για θέματα που δεν σχετίζονταν με την επαγγελματική μας καθημερινότητα, και να περάσουμε κάποιες στιγμές μαζί χωρίς να περιστοιχιζόμαστε από το πλήθος των συναδέλφων, υπαλλήλων του γραφείου.
Δε χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Αίφνης με κατέκλυσε έρωτας κεραυνοβόλος, εντονότατος και θηριώδης. Που μάλιστα άρχισε να μεγαλώνει από την επόμενη κιόλας ημέρα και να μου κατασπαράζει τα σωθικά όσο ο χρόνος κυλούσε, φθάνοντας να γίνει – όταν έμαθα ότι η Ρ. διατηρούσε μόνιμο δεσμό – παντελώς αχαλίνωτος σε βαθμό που πλέον μου προκαλούσε απτό σωματικό πόνο. Βεβαίως, το γεγονός της αναγκαστικής, καθημερινής συνύπαρξης στο χώρο εργασίας και μάλιστα, πρακτικά, σε διπλανές θέσεις, επιδείνωνε δραματικά την κατάσταση.
Έτσι, ένα απαρηγόρητο όσο και – σχεδόν σίγουρα – μεθυσμένο βράδυ Σαββάτου, προσκάλεσα τη Ρ. με τρόπο που δεν επιδεχόταν αρνητική απάντηση, τόσο επιτακτικός ή (αλίμονο) τόσο ικετευτικός ήταν, σε μια συνάντηση που ορίσθηκε για την επόμενη ημέρα, Κυριακή, το απόγευμα.
Συναντηθήκαμε στο συμφωνημένο σημείο και μετά από προτροπή μου κατευθυνθήκαμε προς ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης, όπου σύχναζα για παραπάνω από δέκα χρόνια. Αυτήν την απογευματινή ώρα, το κατάστημα ήταν άδειο – οι πρώτοι και μόνοι πελάτες ήμασταν εμείς. Καθίσαμε στην αγαπημένη μου γωνία. Παρότι βρισκόμασταν στη μέση του χειμώνα, η βραδιά δεν ήταν κρύα και επιπλέον το μπαρ βρισκόταν (προστατευμένο) στο βάθος μίας στοάς. Ίσως γι αυτό αλλά και επειδή το προσωπικό του καταστήματος ακόμη καθάριζε και τακτοποιούσε, τα παράθυρα όλα ήταν ανοικτά.
Ο πάντα φιλικός και ευγενέστατος σερβιτόρος πάντως, έσπευσε να μας ρωτήσει αν τα ανοικτά τζάμια μας ενοχλούν, του απαντήσαμε πως όχι, πήρε την παραγγελία της Ρ. και απομακρύνθηκε – καθώς εγώ έπαιρνα πάντα το ίδιο ποτό και με σέρβιραν χωρίς ερωτήσεις. Τα ποτά ήρθαν και αρχίσαμε να συζητούμε περί διαφόρων.... κατάφερα να αντέξω περίπου ένα αγωνιώδες ημίωρο και τότε χωρίς περιστροφές και μετά από την απόλυτα στοιχειώδη εισαγωγή (Και τώρα να σου πω για τί ζήτησα να συναντηθούμε....)..... της το είπα.
Τα μάτια της άνοιξαν έκπληκτα. Τα σκέπασε ένα λεπτό στρώμα δακρύων που τελικά δεν κύλησαν. Το δέρμα γύρω από τα μάτια τρεμόπαιξε και η φλέβα στο δεξιό μέρος του λαιμού της (Αχ! αυτή η φλέβα) συσπάστηκε και το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει πολύ.
Βλέποντας αυτές τις έντονες και οπωσδήποτε αναπάντεχες αντιδράσεις, πρόλαβα στα λίγα δευτερόλεπτα που διήρκεσαν να κάνω διάφορες σκέψεις για το τί πιθανώς σήμαιναν (η τί θα ήθελα να σημαίνουν). Δε μπόρεσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να σκεφθεί την απίθανα ευνοϊκή έκβαση: μια ολόθερμη συγκατάβαση και ανταπόδοση και συμφωνία και την αρχή μιας μακράς συζήτησης για τις ενοχές που αισθανόταν, για τον τρόπο που θα έπρεπε να βρει για να διαλύσει τον παρόντα δεσμό της με έναν νεαρό που χωρίς να την ενθουσιάζει, της φερόταν τόοοσο πολύ καλά..... σχεδόν έβλεπα τον εαυτό μου να δείχνει τόοοση κατανόηση... τη στιγμή που ούρλιαζα (εντός μου) θριαμβευτικά.
Μετά βέβαια σκέφθηκα αστραπιαία μια σειρά από αρνητικές αντιδράσεις χωρίς να προλάβω να φαντασθώ το περιεχόμενο τους, μία προς μία. Και ως τελευταίο ενδεχόμενο, σκέφθηκα το χειρότερο δυνατό: την ακριβώς επόμενη στιγμή, η Ρ. να ξεσπούσε σε ένα βροντερό, περιπαικτικό, απαξιωτικό και ασυγκράτητο γέλιο.
Τίποτα από αυτά.
Την επόμενη στιγμή η Ρ. .... απλώς σωριάστηκε από το σκαμνί στο πάτωμα με ένα δυνατό γδούπο(!), τινάχτηκε εκεί ολόκορμη δυνατά δυο τρεις φορές κι έμεινε πια ακίνητη και με το μικροκαμωμένο σώμα της διπλωμένο με ένα παράδοξο τρόπο.
Οι άνθρωποι του καταστήματος (που η αλήθεια είναι ότι αντέδρασαν πιο γρήγορα από εμένα που είχα αποσβολωθεί), αλλά αμέσως μετά κι εγώ, σκύψαμε πάνω της και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τί συμβαίνει. Ήταν ο μπάρμαν που είπε χαμηλόφωνα: «Παιδιά, η κοπέλα δεν αναπνέει, νομίζω είναι νεκρή». Κάλεσαν την αστυνομία και την άμεση βοήθεια. Στο κοντινό εφημερεύον νοσοκομείο, περίπου μια ώρα μετά, απλώς πιστοποιήθηκε ο θάνατος της. Ενημέρωσα τους αστυνομικούς για τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της που μου είχε δώσει κάποια στιγμή. Δεν ήμουν εκεί όταν ήρθαν οι οικείοι της, οι αστυνομικοί με είχαν πάρει μαζί τους.
Ξεκίνησε ένας μαραθώνιος ανακρίσεων. Δεν έβγαινε άκρη. Η αιτία του θανάτου ήταν μια υπερτοξική ουσία με ολέθρια νευροπαραλυτική δράση. Η ουσία μπήκε στο σώμα με μια μικρή ξύλινη αιχμή που βρέθηκε καρφωμένη πίσω από το αυτί της. Οι αστυνομικοί με άφησαν με περιοριστικούς όρους μετά από δώδεκα ώρες περίπου. Στο σπίτι βούλιαξα σε ένα βαθύτατο λήθαργο μέχρι αργά το βράδυ. Τελικά το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα για πάνω από πέντε λεπτά, κατάφερε να με ξυπνήσει. Ήταν από την αστυνομία. Μου ζήτησαν να πάω πάλι στο τμήμα. Εκεί, μου ανακοίνωσαν ότι δε με βαραίνει πλέον καμία υποψία. Είχαν εν τω μεταξύ γίνει δύο ακόμα φόνοι(!) και ο ένοχος είχε συλληφθεί: ένας ινδιάνος του Αμαζονίου που είχε μόλις τέσσερις ημέρες πριν φθάσει στην πόλη (το απίθανο πώς είχε αυτό συμβεί, είναι ασφαλώς θέμα μια άλλης ιστορίας,) στους δρόμους του κέντρου της οποίας περιδιάβαινε και εκτόξευε με το φυσοκάλαμο του βέλη βουτηγμένα στο θανάσιμα μοιραίο δηλητήριο του Αμαζονίου Κουράρε, ενάντια σε νεαρές κοπέλες όμοιες λίγο πολύ στην όψη και τη σωματοδομή με την Ρ. Έφυγα από το τμήμα, γύρισα στο σπίτι κι έπινα μόνος μέχρι να ξημερώσει οπότε και με πήρε αποκαμωμένο ο ύπνος και ίσα που πρόλαβα να φθάσω και να παραστώ διακριτικά στην τελετή της ταφής και να συλλυπηθώ τυπικά την οικογένεια.
Το παραπάνω ιστορημένο περιστατικό, όπως το κατέγραψα, θα κατατεθεί σε έγκριτο συμβολαιογράφο της πόλεως μαζί με την ιδιόχειρη διαθήκη μου και έτσι θα αναγνωσθεί μόνο μετά το θάνατό μου, ώστε να μην υπάρξει πιθανότητα να διαταραχθούν οι σχέσεις μου με τα μέλη της οικογένειας μου, τη σύζυγο μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Γιατί αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελα σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία που έχω φθάσει.
Βλέπετε... δύο μήνες μετά το θάνατο της Ρ. εσύναψα δεσμό με τη δίδυμη (και πανομοιότυπη) αδελφή της και παντρευτήκαμε ενάμιση χρόνο μετά και κάναμε μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια και ζήσαμε αρμονικά κι ευτυχισμένα για πάρα πολλά χρόνια μαζί.

5/4 και 7/4 Αθήνα, Μαρούσι και Εξάρχεια, 18/4 και 19/4 Γερμανία, διαδρομή τρένου από Δρέσδη προς Αμβούργο και Muessen

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (IX)...

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN: 960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα:

Φερούδια, τα: μικρά δώρα και άλλα καλούδια που φέρνει ο μουσαφίρης στους ανθρώπους του σπιτιού όταν τους επισκέπτεται (σε χώρες που η συνήθεια είναι παγιωμένη υπάρχει και η -κανονική - αντίστοιχη λέξη όπως: Γερμανία - das Mitbringsel) - π.χ. "- Γειάσου θείε. Μαμάααα, που είναι τα φερούδια του θείουουου;".

Μουσική ΙΙΙ

Μικρό κοντσέρτο για σπιρτόκουτο και μπουκάλι μπύρας

Σύνθεση, ενορχήστρωση, διεύθυνση ορχήστρας και σολίστ: Χ.Δ.Τ.

Ο ιδιόρρυθμος ποιητής

Ο ιδιόρρυθμος ποιητής της
Χαλκίδος Σουρούπης Αντώνιος
τον βίον του όλον στην
πόλη αυτή έζησε όπου και
έγραψε τα πολλά του βιβλία.

Το απόγευμα έγραφε, τα
βράδυα, τις αργίες ή τις σχόλες.
Την ημέρα ηργάζετο σένα
γραφείον της πόλεως
«Διεθνούς εμπορίου».

Όπου και διεκπεραίωνε
την πολλή εμπορική αλληλογραφία καθότι
εγγράμματος και ομιλών
δύο ως τρεις ξένας γλώσσας.

Όταν σχολνούσε ξεκίναγε
για τη γειτονιά του με την
εξωτική ονομασία Καράμπαμπα
ένθα και όπου διαβιούσε να πάει.

(Μικρούτσικος κι ασουλούπωτος
αστεία φιγούρα
με μάτια όμως τόσο βαθιά
όσο δεν είδα ποτέ μου ξανά
σε καρικατούρα).

Το πιο συχνό στάση στο δρόμο
να έκαμνε για ένα έως δύο μπορεί
και τρία ουζάκια και μετά
ανηφόριζε προς τα γύρω
από το κάστρο τα σπίτια.

Λιτά εγευμάτιζε κιέπειτα
ολίγον εξάπλωνε καθώς νοερώς
τον νανούριζε το μακρινό
πηγαινέλα των κυκλοθυμικών
νερών του Ευρίππου.

Και μετά το απόγευμα ύστερα από
τον καφέ απαραίτητο έπιανε να
γράφει τα βιβλία όπου λέγαμε ή συχνά
να φροντίζει και με σπουδή να προβάρει
τις φιγούρες και το δράμα των έργων
του ιδιωτικού του Σκιών του Θεάτρου.

Η Κυριακή του μπαρμπά Θωμά

Την Κυριακή ο μπαρμπά Θωμάς εξ' ονόματος
και όλων των άλλων των σκλάβων που εργάζονταν
καταναγκαστικά στα μπαμπακοχώραφα είπε
στον αδίστακτο Σάιμον Λεγκρή πως δεν ήταν
σωστό να δουλέψουν μέρα αργία που έτσι
κι αλλιώς μια ανάπαυλα χρειαζόταν να κάνουνε
καθώς τη βδομάδα όλη δουλεύανε
από το πρωί ως το βράδυ και ότι
δεν πίστευε πως θα μπορούσε ο αφέντης τους
τόσο σκληρά να φερθεί.
"Δεν πιστεύεις λοιπόν τον Κύριο σου Θωμά
άπιστε" γρύλλισε εκείνος;
"Ίσως αν σε μαστιγώσω ανήλεα
μέχρι ο κνούτος - με τα λουριά
πούχουν πρόκες στην άκρη δεμένες -,
ο κνούτος με τα σφοδρά του κτυπήματα
να λιποθυμήσεις σε κάνει και τότε
καθώς μετά θα συνέρχεσαι και με τα δάχτυλα
ψηλαφάς το πληγωμένο κορμί σου, τότε καθώς
"επί τον τύπον των ήλων" θαγγίζουνε,
θα πιστέψεις μπαρμπά Θωμά άπιστε
και θα σηκωθείς όπως όπως
τσακισμένος να πας στο χωράφι
που ήδη από ώρα οι άλλοι δουλεύουνε
και μαζεύουν το χιονάτο μπαμπάκι".

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (VIII)....

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN: 960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Ψαλλωκόκαλο (ρήμα): άδω ψαλμούς σε κατάσταση μέθης. Συχνότατα όσοι τάχουν κοπανήσει, πιάνουν και το τραγούδι. Επιλέγονται διαφόρων ειδών άσματα, το συχνότερον ερωτικά, εύθυμα, πειρακτικά, του καημού και του παράπονου, ηρωικά, επαναστατικά και άλλα. Πολύ σπανίως ωστόσο και πολύ ολίγοι, επιλέγουν ψαλμούς και εκκλησιαστικά τραγούδια. Πιο γνωστός "ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων" Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (με πιο ήπιο και μειλήχιο βέβαια τρόπο από ότι το λήμμα εκφράζει), που αφού τραβούσε τα ποτήρια του στα ταβερνεία του Ψυρρή, τραβούσε έπειτα για το εκκλησάκι του αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα κι έπιανε θέση στο ψαλτήρι.
Παράδειγμα: Αστυνομικός σε σωριασμένο στο παγκάκι της πλατείας, άδοντα μεγαλοφώνως και παραφώνως απολυτίκια (!) η ώρα δύο το πρωί - "Ε, εσύ, άντε δρόμο, σπίτι τώρα να ξεκουραστείς, ξεσήκωσες τη γειτονιά!". Μεθυσμένος (τραυλίζοντας) - "Έχετε δίκιο κύριε διοικητά... κι εσείς και η διμοιρία σας (ο αστυνομικός είναι μόνος), εξάλλου (κοιτάει την ώρα στο ... δεξί χέρι - ενώ φοράει ρολόι στο αριστερό).... εξάλλου ψαλλωκόκαλο εδώ και μία ώρα. Αρκετά!".

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Δε θα πάω ποτέ στο Μανχάτταν

Δε θα πάω ποτέ στο Μανχάτταν
στη Φιφθ Αβενιού δε θα πάω
κι έτσι ούτως ούτε θα φάω
ένα κλάσσικ Νιούγιορκ Χοτ Ντογκ.
Δε θα πάω ποτέ στο Μανχάτταν.
Ε, τότε κι εγώ...ας φάω μια πατάταν.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Μια τελευταία

Μαρέσει ναφήνω μια τελευταία
στην κούπα γουλιά του
πρωϊνού του καφέ μου.
Την σκεπάζω με κάτι για να
μην πέσει μέσα η σκόνη.
Ύστερα φεύγω απ'το σπίτι
στην εργασία μου πάω.
Κι όταν γυρίζω πια το βραδάκι
παίρνω την κούπα μου και
στο παράθυρο στέκομαι και
κοιτάζω στοχαστικά έξω τον κόσμο,
αργοπίνω τον κρύο καφέ
και συλλογίζομαι κοίτα που πέρασε
της ζωής μου άλλη μια μέρα,
κι έρχεται βράδυ κι άλλη μια νύχτα.

Χα! Λες και κάποιο νόημα έχει.
Χα! Λες και είχε ποτέ.

Αμστερντάμ

Amsterdam – τραγούδι του Jacques Brel, απόδοση (από το Γαλλικό πρωτότυπο και την –κατά Anne Marie de Grazia - απόδοση στην Αγγλική) στα Ελληνικά: Χ.Δ.Τ.


Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
είναι ναυτικοί που πιάνουν το τραγούδι
για τα όνειρα που τους στοιχειώνουν τον ύπνο
μακριά απ’ το Αμστερντάμ.
Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
Είναι ναυτικοί που αποκοιμούνται
μ’ απλωμένο το σώμα σα λάβαρο ξετυλιγμένο
στην όχθη του πεθαμένου καναλιού.

Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
είναι ναυτικοί που πεθαίνουν
γεμάτοι μπύρα και τραγωδίες
με το πρώτο φως της αυγής.
Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
είναι ναυτικοί που γεννιούνται
στην πηχτή ζέστη και την
υπνηλία που φέρνει ο Ωκεανός.

Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
είναι ναυτικοί που γευματίζουν,
ντυμένοι λευκές αστραφτερές στολές,
τρώνε ασημόχρωμα ψάρια
και σου δείχνουν τα δόντια τους
τα καμωμένα να δαγκώνουν τη μοίρα,
να ξεκρεμούν το φεγγάρι
και να ροκανίζουν του καταρτιού τα σχοινιά.

Και διάχυτη παντού η μυρωδιά της μουρούνας,
ακόμα και μέσα στην ψίχα της τηγανισμένης πατάτας
γιατί με τα χοντρά τους τα χέρια νεύουν και την καλούν
νά’ ρχεται ολοένα και πιο δυνατή.
Ύστερα σηκώνονται απάνου γελώντας
και ουρλιάζουνε σαν καταιγίδες
κουμπώνουν τα πανταλόνια τους
ρεύονται δυνατά και βγαίνουν έξω.

Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
είναι ναυτικοί που χορεύουν
τρίβοντας τις κοιλιές τους απάνω
στις άσπρες μαλακές κοιλιές γυναικών
και στροβιλίζονται άτσαλα
σα φτυσμένα φλούδια ηλιόσπορου
στο στριγγό, βρώμικο ήχο
του ξεχαρβαλωμένου ακκορντεόν.

Στρέφουν το λαιμό τους αφύσικα
το γέλιο τους το ίδιο να ακούσουν
μέχρι που αιφνίδια ξοφλάει το όργανο
και σταματάει να παίζει.
Τότε αργά κι επίσημα, με υπερήφανο ύφος
ανοίγουν τα πανταλόνια τους πάλι
και το «θηρίο» τους βγάζουν
έξω στο φως το λαμπρό.


Στο λιμάνι του Αμστερντάμ
είναι ναυτικοί που πίνουν
και πίνουν και πίνουνε κι άλλο
κι ύστερα πίνουν και πίνουν ξανά.
Στην υγιειά σας πίνουμε πόρνες
των λιμανιών του Αμβούργου και του Αμστερντάμ
στην υγιειά σας Κυρίες, Γυναίκες για Εσάς
πίνουμε για.., πίνουμε για Σας.

Που μας δίνετε τα λαχταριστά κορμιά Σας
και την αρετή σας ακόμα για λίγα λεφτά…
..κι όταν πια έχουν πιει αρκετά,
στρέφουν το πρόσωπο αντίκρυ
στον ουρανό ψηλά κι αυστηρά,
και φυσάνε τη μύτη τους στ’ άστρα
και χύνουνε δάκρυα καυτά
για τις γυναίκες, τις άπιστες πόρνες…

Στο λιμάνι του Αμστερντάμ,
Στο λιμάνι του Αμστερντάμ….

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Παράξενα φρούτα

Strange fruit - τραγούδι σε στίχους Lewis Allan (Abel Meeropol), γνωστό από την εκτέλεση της Billie Holiday, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.


Παράξενα φρούτα βγάζουν τα δέντρα στο Νότο
βουτηγμένα στο αίμα από τα φύλλα ως τη ρίζα
μαύρα κορμιά λικνίζει ο αέρας
που κρέμονται σαν παράξενα φρούτα.

Βουκολικές σκηνές στο μεγαλόπρεπο Νότο
χυμένα έξω μάτια και το στόμα στραβό
ευωδία μανόλιας φρέσκια, γλυκιά
και ξάφνου σάρκας καμμένης βαριά αποφορά.

Να ένα φρούτο να μαδηθεί απ' τα κοράκια
να το ζαρώσει η βροχή, να το σαπίσει η νοτιά
να το ξεράνει ο ήλιος κι απ' το δέντρο να πέσει.
Να μια παράξενη, πικρή σοδειά.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο (VII)....

...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN: 960-6680-12-6). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα.

Αντριλέγω (αντρίλογος): συζήτηση ερωτικού περιεχομένου μεταξύ ατόμων θηλέων (ή αρρένων ομοερωτικού προσανατολισμού) περί άλλων ατόμων αρρένων - π.χ. "...τον είδες τον ψηλό, τον μελαχροινό, με το tatoo στο μπράτσο, που ήρθε αυτόν το μήνα στο γυμναστήριο; Πω! πω! Θεός!"... Κ.τ.λ.

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008

Η Μάβρη Χοίρα

Από παλαιότερο φύλλο της εφημερίδος "Η Μεταμεσονυκτία" - στήλη Αστυνομικού Ρεπορτάζ

Η περίπτωση της «Μάβρης Χοίρας» - αναχώρησε η Ελληνική αποστολή για Λονδίνο.

Η σειρά των αποτρόπαιων εγκλημάτων στην πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρεττανίας, με θύματα ενήλικες χοίρους και των δύο φύλων (οικόσιτους και ελεύθερους), είχε απασχολήσει για μεγάλο διάστημα την αστυνομία αλλά και τον τύπο. Μάλιστα, αρκετοί συνάδελφοι είχαμε εκφράσει την υποψία (βασισμένοι στον φρικιαστικό και ταυτόχρονα «τελετουργικό» τρόπο, με τον οποίο τα θύματα είχαν ανηλεώς σφαγιασθεί), ότι είχαμε πιθανώς να αντιμετωπίσουμε μια νέα περίπτωση ενός στυγερού κατά συρροήν δολοφόνου, από εκείνους που – αλίμονο! – η Βρεττανική Μεγαλούπολη, έχει τόσους γνωρίσει στη μακραίωνη ιστορία της.
Η προκήρυξη που απεστάλλει την προηγούμενη εβδομάδα (η οποία έλεγε: «η κατάσταση θα χοιροτερεύσει, σε λίγο δε θα βρίσκετε να φάτε μπέικον και ζαμπόν, υπογρ. Η Μάβρη Χοίρα») στην εφημερίδα «Καιροί» του Λονδίνου, απλώς επιβεβαίωσε τις υποψίες αυτές. Ο πρωθυπουργός της χώρας, κατ’ εντολήν της ίδιας της Βασίλισσας, ανέθεσε – με χαρακτήρα «δράσεως εκτάκτου ανάγκης» - στον αντιστράτηγο, Αρχηγό της «Σκώτλανδ Γυαρδ», Σερ Χοίραμ Αλλοΐσιους Αλλέιστερ Μακ Χογκ τη διαλεύκανση των εγκλημάτων και τη σύλληψη – οσονούπω – του δράστου. Προς επίτευξιν του στόχου, ο αντιστράτηγος Μακ Χογκ διετάχθει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που θα χρειασθούν και να ζητήσει οποιαδήποτε αρωγή απαιτηθεί, χωρίς φειδώ σε δαπάνες, υλικά ή ανθρώπινο δυναμικό.
Αξιοσημείωτο γεγονός και ταυτόχρονα μεγάλη τιμή για την Ελληνική Αστυνομία και – κατ’ επέκτασιν - για τη χώρα μας γενικότερα, αποτελεί η έκκληση για βοήθεια από τον Αρχηγό Σερ Χοίραμ Μακ Χογκ, στον παλιό του φίλο και συνεργάτη, επικεφαλής του τμήματος «Διώξεως υποθέσεων ειδεχθών εγκλημάτων», Ταγματάρχη Φανούρη Φανφαρόνη.
Αξίζει να αναφερθούμε στην ιστορία της σχέσης των δύο ανδρών που ξεκίνησε πριν από περίπου 30 χρόνια, όταν το Ομοσπονδιακό Γραφείον Ερευνών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (F.B.I.), εκάλεσε για μετεκπαιδευτικές ασκήσεις υψηλού επιπέδου, τους αριστεύσαντες των Αστυνομικών Σχολών από όλον τον κόσμο, που είχαν συμπληρώσει και ένα έτος επιτυχούς επαγγελματικής δράσης, με σκοπό την οργάνωση και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του Εγκλήματος και της Τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αντιπρόσωπος της Ελλάδος ήταν ο Φανφαρόνης και αντιπρόσωπος της Βρεττανίας ο Μακ Χογκ.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή της γνωριμίας τους, δημιουργήθηκε μεταξύ τους εντονώτατη αντιπάθεια. Ο μεν Έλληνας θεωρούσε το συνάδελφο του επιτηδευμένο, ψηλομύτη και σνομπ και χρησιμοποιούσε για εκείνον το απαξιωτικό – κοροϊδευτικό προσωνύμιο «ο μυλόρδος». Ο δε Βρεττανός (Σκώτος στην καταγωγή) πίστευε ότι ο ομόλογος του ήταν αμόρφωτος, άξεστος και χωρίς τρόπους και τον αποκαλούσε «ο χυδαίος, κουρελής ψαράς». Μετά το πέρας της θεωρητικής εκπαίδευσης, οι δύο νεαροί αξιωματικοί βρέθηκαν κατά ειρωνική σύμπτωση στην ίδια ομάδα πρακτικής άσκησης και άρα έπρεπε να συνεργασθούν. Το σενάριο προέβλεπε την αντιμετώπιση μιας (σύμφωνα με μυστικές πληροφορίες) αναμενόμενης τρομοκρατικής επίθεσης. Οι παλαιοί αναγνώστες της «Μεταμεσονυκτίας» θα θυμούνται (και οι νεότεροι μπορούν να αναζητήσουν το απόκομμα στα αρχεία) πώς αυτή εδώ η στήλη που τότε έκανε δειλά τα πρώτα της βήματα με τον υπογράφοντα, νεόκοπο – τότε – δημοσιογράφο του αστυνομικού ρεπορτάζ, είχε καλύψει την απροσδόκητη εξέλιξη και παρ’ ολίγον τραγική έκβαση της άσκησης εκείνης, καθώς δάκτυλοί της παγκόσμιας τρομοκρατίας προσπάθησαν – στην πραγματικότητα – να περεισφρήσουν με απώτερο στόχο την ανεμπόδιστη και καθολική στο εξής δική τους επικράτηση, το θρίαμβο με άλλα λόγια του Κακού στον κόσμο. Αλλά και πώς χάρη σε συντονισμένες ενέργειες παροιμιώδους αυταπάρνησης και θάρρους, σε αγαστή συνεργασία και με αλλεπάλληλους άθλους, μέσα σε λίγες ώρες ο Φανφαρόνης και ο Μακ Χογκ έσωσαν ο ένας τη ζωή του άλλου, αλλά και όλων των μελών της ομάδας τους, εξολοθρεύοντας τους τρομοκράτες, ρισκάροντας απέναντι σε καταλυτικούς κινδύνους, αψηφώντας τις καθ’όλα ενάντιες πιθανότητες, μην υπολογίζοντας απειλές που θα λύγιζαν ψυχολογικά κατά πολύ εμπειρότερους συναδέλφους και μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσουν μέσα και πρακτικές που η εκπαίδευση τους είχε εμφατικά υποδείξει ότι απαγορεύονται ρητά. Μετά το πέρας της αποστολής, αγκαλιασμένοι ενώπιον όλων των συναδέλφων τους, σε μια συγκινητική στιγμή έσφιξαν τα χέρια και αντήλλαξαν φιλοφρονήσεις του τύπου «Τελικά…….. είσαι παλληκάρι!» (Μακ Χογκ) – «Και συ ρε μάγκα! Και συ!» (Φανφαρόνης). Λίγες μέρες μετά, σε μια λαμπρή και επίσημη τελετή, οι Αρχηγοί της Αστυνομίας των Η.Π.Α., της Μεγάλης Βρεττανίας και της Ελλάδος, από κοινού ετιμώρησαν τους δύο νέους με στέρηση ενός βαθμού για τις παράτυπες και παράνομες ενέργειες τους κατά τη διάρκεια της άσκησης και ακολούθως τους προήγαγαν (επ’ ανδραγαθεία) κατά τέσσερις βαθμούς (!!!) ως βράβευση του απαράμιλλου θάρρους που επέδειξαν. Έκτοτε η καρριέρα των δύο νεαρών αξιωματικών εκτινάχθηκε, κατ’αναλογίαν, στα ύψη. Η «αναλογία» σχετίζεται με την τελείως διαφορετική τακτική που ακολούθησαν στη σταδιοδρομία τους οι δύο αστυνόμοι.
Ο μεν Μακ Χογκ «έπαιξε» το παιχνίδι της ιεραρχίας με όλους τους κανόνες του: σοβαρός, συνεπής, με άψογη εμφάνιση και συμπεριφορά «τζέντλμαν», διατηρώντας άριστες και διπλωματικές σχέσεις με ανωτέρους και υφισταμένους, πολιτικούς, οικονομικά ισχυρούς καθώς και με τον Τύπο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, δημοφιλής και χαίροντας καθολικής εκτίμησης και αναγνώρισης, αναρριχήθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα ύπατα αξιώματα και έλαβε προ τριετίας, από τη Βασίλισσα, τον τιμητικό τίτλο του «Σερ».
Αντιθέτως ο Φανφαρόνης, αντισυμβατικός, καβγατζής, κατ’ επανάληψιν παράτυπος, προσβλητικός έως και υβριστικός απέναντι σε συναδέλφους που θεωρούσε ανάξιους ή «βρώμικους» όπως και συλλήβδην απέναντι στους αντιπροσώπους της πολιτικής, του τύπου, της τηλεόρασης και τους κάθε φύσεως ισχυρούς και σημαίνοντες, με παροιμιωδώς ατημέλητη εμφάνιση και τρόπους ανθρώπου «του πεζοδρομίου» όπως έγραψε δηκτικά συνάδελφος άλλης εφημερίδας, («είμαι ΡΕ, ΕΙΜΑΙ!» λέγεται ότι ατύπως απάντησε ο Φανφαρόνης σε στενό κύκλο εμπίστων συναδέλφων του), κατηγορήθηκε – πέραν των άλλων – με σφοδρότητα και κατ’ επανάληψιν για τις στενές σχέσεις που διατηρεί με στοιχεία του υποκόσμου, τις οποίες ισχυρίζεται ότι αξιοποιεί ως πηγή πληροφοριών και βοήθημα στην «αποστολή» του. Σύσσωμος ο ειδικός τύπος και ασφαλέστατες πηγές μέσα από το Σώμα δηλώνουν ότι ο Φανφαρόνης θα είχε – με τέτοια έκδηλα παράτυπη συμπεριφορά – προ πολλού αποπεμφθεί, αν δεν τον έσωζε η διαρκής και αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα του καθώς είναι ο ΜΟΝΟΣ αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας που στο συρτάρι του οποίου δεν υπάρχει ουδεμία αδιαλεύκαντη υπόθεση.
Προς απόδειξιν των όσων ανεφέρθησαν για την ιδιαιτερότητα της δράσης και των μεθόδων του, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το «επιτελείο» του Ταγματάρχη Φανούρη Φανφαρόνη, αποτελούμενο άγνωστο (ακόμα και στους ανωτέρους του) από ποιους και πόσους ανώνυμους «συνεργάτες» αναχώρησε ήδη σύμφωνα με τις πληροφορίες, επίσης άγνωστο πότε ακριβώς και με τι μέσα, για τη Βρεττανική πρωτεύουσα.
Όσο για τον ίδιο τον Φανφαρόνη, ξέρουμε ότι προσήλθε χθες το πρωί στον αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος των Αθηνών, εξαιρετικά καθυστερημένος και προκαλώντας γενική αναστάτωση στους υπευθύνους της πρωινής πτήσης για Λονδίνο της εταιρίας «Μπριτις Αιργουέης», συνοδευόμενος από τον μόνιμο επί σειρά ετών συνεργάτη του, τον «σκαιό» και «ειδεχθή» ιατροδικαστή Ρωμύλο Μακαρώνη, ένα άλλο «φρούτο» της Ελληνικής Δικαιοσύνης με πορεία και δράση αντίστοιχη του Φανφαρόνη, αυτόν που οι επικριτές του – που μάλλον μόνο τέτοιοι (πλην του συνεργάτη του) υπάρχουν – ειρωνικά αποκαλούν (για τον ενθουσιασμό και την ανεξάντλητη περιαυτολογία με την οποία διαλαλεί την ευχαρίστηση που του προκαλεί η άσκηση του φρικιαστικού του επαγγέλματος): «Βρωμύλο Καμαρώνη».
Πέρα από αυτά και επί της ουσίας: η στήλη απερίφραστα δηλώνει ότι αφ’ ενός θα παρακολουθεί στενά και με δημοσιογραφική υπευθυνότητα τα τεκταινόμενα και αφετέρου ότι αναφανδόν τάσσεται υπέρ της προσπάθειας των Ελλήνων αστυνομικών και όλων των άλλων που θα συντρέξουν στις ενέργειες της Βρεττανικής Αστυνομίας για τη σύλληψη και τιμωρία της «Μάβρης Χοίρας», είτε πρόκειται περί οργανώσεως είτε περί προσώπου.
Διότι διαπαντός και διακαώς πιστεύουμε, αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες της «Μεταμεσονυκτίας» ότι ο διαρκής αγώνας ενάντια στις δυνάμεις τους σκότους που θέλουν στον κόσμο να επικρατήσει το Κακό, είναι ο αγώνας ο υπέρτατος, είναι ο Αγώνας ο Καλός.
Καλή δύναμη.