Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Ecce Hommo


28/3/’015 – Αραχώβης 41, Εξάρχεια – Αθήνα

Ηλικιωμένη, κατάκοιτη
βαρέως πάσχουσα η ασθενής
πασχίζει η γλώσσα
αργοσαλεύει στο στόμα
πίσω απ’ τα δόντια, στα χείλη
τα λόγια ν΄αρθρώσει
μα ότι βγαίνει, νόημα δεν έχει
σχεδόν ασύνδετοι φθόγγοι
συλλαβές τσακισμένες
ακατάληπτες λέξεις
να καταννοήσεις αδύνατον
όσο κι αν προσπαθείς
κι έτσι μάταιο αφού είναι
να πει ‘κείνο που θέλει
χάνεται πάλι στο βυθό της σιωπής

Mε κάποια ανακούφιση
μα κι ενοχές που έτσι νοιώθεις
στην πολυθρόνα διπλώνεσαι
παρόμοια αφήνεσαι, χάνεσαι
ανήμπορος νοιώθεις
και βαθιά δυστυχής.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Μην ξεγελιέσαι


Καθώς μεγαλώνεις
δεν είναι άσπρο - μαύρο
και την αλήθεια την βρίσκεις
γύρω, κάπου στη μέση
διαρκώς με το ζύγι
κριτής αενάως
τα υπέρ, τα κατά
να λογαριάζεις, να σκέπτεσαι
και σοφά να επιλέγεις
ποιό καλό περισσότερο
ποιό κακό το πιο λίγο

Τη μέσα φωνή
που διαμαρτύρεται ουρλιάζοντας
να πάψει την κάνεις
μ΄ένα καίριο "Σκασμός!"

Μα από αλλού πάλι έρχεται
η απαίσια λέξη
σαν κατηγόρια ακούγεται
ενοχή σε τρυπάει:
"Συμβιβασμός, Συμβιβασμός".

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Στίχοι για ένα παπούτσι


17&25/3/’015, οδός Νεοφύτου Δούκα, Κολωνάκι και Αραχώβης 41, Εξάρχεια - Αθήνα

Τί θυμάται αλήθεια  κανείς
καθώς τα χρόνια περνούνε
εικόνες που ανεξίτηλα μένουν
χαραγμένες στη μνήμη
κάτι παρόμοιο σήμερα είδα
το πρωί μες στο λεωφορείο
και αμέσως ο νους μου ταξίδεψε
πίσω, πιο πάνω από είκοσι χρόνια
εποχή καλοκαίρι και στο ορισμένο μας
ήρθες το ραντεβού με ελαφρότατα
ενδύματα που με βία εκάλυπταν
του σώματος σου τα πλούσια ελέη
κι ένα ζευγάρι ξεθωριασμένα μπλε πάνινα
-το ένα τρύπιο- παπούτσια
μόδα κι αυτή και τότε και τώρα
τρύπιες μπλούζες, σχισμένα τζην
φθαρμένα τρύπια παπούτσια – αχ! τα νειάτα
κι μια μικρή βαλιτσούλα
«να σε βοηθήσω;», «όχι, μπορώ»
το λοιπόν ολοταχώς στο λιμάνι
μικρό ταξίδι, μόνο στο Σαρωνικό
και κάπου στη μέση εν πλω
στου δελφινιού το μεσαίο το άνοιγμα
εγώ για τσιγάρο
κι άλλες φορές για διακοπές
με μέσο πλωτό ή άλλο σαν εταξίδευα
με παρέες γνωστών και με φίλους
μια αίσθηση γλυκιά με κυρίευε
προσμονής για τις ανέμελες μέρες
μα τώρα μαζί μου ήσουν εσύ
και ένοιωθα, καλά όπως τά ‘λεγε
αγαπημένος ο συγγραφέας
Μπουκόφσκι Τσαρλς Χένρι
αισθανόμουν «σωστά», έτσι ήταν «σωστά»
διακοπές με γυναίκα
γύρισα και δίπλα σου κάθησα
μισή ώρα πριν το νησί πορεία ακόμα
πάθος τρελλό μας κυρίευσε
κι εκεί, στα καθίσματα
επιδοθήκαμε σε ακόλαστες
ανομολόγητες πράξεις
ευτυχώς – τύχη βουνό!
κανείς δε μας πήρε χαμπάρι
την γνωστή μου κυρία σαν φτάσαμε
βρήκαμε καταλλύματα για να μας δείξει
κι αφού διαλέξαμε, μόλις ένα λεπτό
πίσω μας αφού κλείστηκε η πόρτα
τα ρούχα όλα ξεφορτωθήκαμε
και ξαπλώσαμε ευθύς στο κρεββάτι
όπου στις ίδιες πράξεις εκ νέου επιδοθήκαμε
χωρίς καμμία αιδώ ή προφύλαξη
αυτή τη φορά καθώς είμασταν μόνοι
και μετά να ετοιμάζόμαστε αρχίσαμε
για μια κοντινή παραλία
μαγιώ, πετσέτες, ψάθες, γυαλιά – τα απαραίτητα
κι εσύ εκεί, το ίδιο μπλε πάνινο
ξεθωριασμένο, τρύπιο παπούτσι.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

Σκληρή φυλή του ποταμού


28/3/'015,  Ζωοδόχου Πηγής, Χαριλάου Τρικούπη (καθ' οδόν), Super Market "Σκλαβενίτης" (επί της 2ας) και Μαυρομιχάλη 148Β, Εξάρχεια- Νεάπολη, Αθήνα

Τελευταία έχω πάψει να είμαι ευφράτης
πουθενά δε μ' οδήγησε η στάση αυτή
να ευφραίνομαι ευφρόσυνα
χαρές κι απολαύσεις
να γυρεύω ολοένα
και γλυκειά θαλπωρή

Σε σκληρούς καιρούς τώρα
πυγμαίοι νά 'μαστε πρέπει
και να μην χαλαρώνουμε ούτε στιγμή
μετρημένοι, σκληροί, πειθαρχημένοι και πάντα
μα πάντα να δείχνουμε
σιδερένια πυγμή.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (291)

 ...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα


Καταπλητικογράφος, ο: ο συγγραφέας (διηγημάτων, μυθιστορημάτων, ποιημάτων -  ο ποιητής - , δοκιμίων, μελετών, κριτικών), ο ζωγράφος, ο σκιτσογράφος, ο εικονογράφος, ο φωτογράφος, ο καλλιγράφος και εν γένει ο κάτοχος τέτοιων σπάνιων τάλαντων και χαρισμάτων, που κάνει - κατά δήλωση του - έργα «καταπλητικά» (ο κομπορρήμων, ο υπερφίαλος, ο ανερμάτιστος, ο εγωίσταρος, ο ψωροφαντασμένος, η ψωνάρα), όπως εξάλλου και την ίδια γνώμμη εκφράζουν ένα τσούρμο κόλακες, σφουγγοκωλάριοι, προσβλέποντας τίς οίδε σε τί ανταλλάγματα, εύννοιες, ενσωμάτωση σε κλίκες, ομάδες, παρέες και ελίτ, ότι λοιπόν - καθώς λέγαμε - τα έργα του είναι πάντα(!) καταπληκτικά. Φτου! Όξω ρεεε! Πάλι εκνευρίστηκα αναγνώστη μου, να με συγχωρείς. Εν πάσει περιπτώσει, αυτός είναι ο καταπληκτικογράφος. Όπως άλλωστε αναλύεται με τρόπο εξαιρετικό στο – αντικειμενικά και πέραν πάσης αμφιβολίας - καταπληκτικό κείμενο ανάπτυξης λήμματος που μόλις διάβασες.  

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Το λαστιχάκι στο ξύλινο αλογάκι


14&15/3/’015, Αραχώβης 41, Εξάρχεια-Αθήνα

Τα παιδικά μου παιχνίδια όταν σταμάτησα
πια να παίζω μαζί τους στην εφηβεία
δεν πετάχτηκαν ούτε χαρίστηκαν
σε ξαδέρφια μικρότερα ή γειτονόπουλα
ή – ξέρω γω – σε Συλλόγους Απόρων
παρά φυλάχτηκαν κι αυτό το χρωστάω στη μάνα μου
«και τα παιδιά σου να παίζουν μ’ αυτά»
τη θυμάμαι που έλεγε
κι ούτε χαθήκανε στις πολλές τις μετακομίσεις μας
από σπίτι σε σπίτι, πάντα στη γειτονιά, στα Εξάρχεια
σε απόσταση μέτρων λίγων δεκάδων από την πλατεία
(ίδια τύχη περίπου είχαν και τα παιδικά τα βιβλία μου
μα σε αυτά υπάρχουν απώλειες
που καθώς τις θυμάμαι πονάνε ακόμα)
σε πατάρια πάνω και μέσα σε ντιβανομπάουλα
σε χαρτόκουτα και σε σακούλες
κι όσο μεγάλωνα και να σπουδάζω πια άρχισα
γέμιζε το δωμάτιο με λογής χαρτιά, περιοδικά και βιβλία
(βλέπεις στο μικρό μας διαμέρισμα
εγώ είχα δικό μου δωμάτιο
η καημένη η μάνα μου ξάπλωνε
σ΄ένα μικρό, πτυσσόμενο, στο σαλόνι κρεββάτι
«για νά ‘χει το παιδί ησυχία και να διαβάζει»)
κι όλο στο δωμάτιο, στο σπίτι ο χώρος λιγόστευε
μα ζήτημα δε μπήκε ποτέ
τα παιχνίδια να φύγουνε, τόπος να γίνει
ώσπου σε μεγάλη ηλικία τελικά
αλίμονο πολύ αργά, μα αργά
όλα τα πράματα στη ζωή μου τα κάνω
ήρθε η ώρα να φύγω
να μετακομίσω σε δικό μου διαμέρισμα
ή για την ακρίβεια σ’ ένα παλιό
απ’ αυτά πολλά που υπάρχουνε
στα Εξάρχεια σπίτι
όπου φίλοι μου μένανε πάντα εκεί
και ο ένας το παραχωρούσε στον άλλον
μαζί λοιπόν με τα λιγοστά μου υπάρχοντα
κυρίως - ως είπαμε – χαρτιά και βιβλία
και τα παιχνίδια μου κοντά μεταφέρθηκαν
κι αφού πολλοί απ’ τους φίλους μου
παιδάκια είχανε τότε δικά τους
να μην κρύψω τα παιχνίδια εσκέφθηκα
κι έτσι τα βόλεψα χαμηλά
εκεί σ΄ένα συρτάρι ντουλάπας
όπου πράγματι νέα ζωή – τύχη πάλι
τα παιχνίδια μου βρήκανε
στων  μικρών παιδιών τα χεράκια
η μικρή κόρη της καλύτερης φίλης μου
πρωταγωνίστρια στην αναβίωση ήταν
και να στο σαλόνι, στο πάτωμα
ολόγυρα απλώνονταν τα θηρία της ζούγκλας
στρατιώτες κάθε εποχής, άρματα, κάστρα
αυτοκίνητα, κατασκευές, ξύλινα ζώα
εργαλεία, λέγκο και πλεϊμομπίλ
όπλα, σπαθιά και πιστόλια
και παίζαμε με τις ώρες, παίζαμε εκεί
χαρούμενοι όλοι που ήμασταν τόσο
η μικρή, τα παιχνίδια, εγώ
κι άλλα παιδάκια που ήρθαν παίζαν κι αυτά
ύστερα με βοηθούσανε να τα μαζέψω
μα άλλες φορές έτσι φεύγανε
το σαλόνι βομβαρδισμένο τοπίο
μοναχός μου τα μάζευα μα δε με πείραζε
και πόσο γελούσα αργότερα
όταν κάποιος από τους περιστασιακούς επισκέπτες
τυχαία ξετρύπωνε ένα βώλο, μια λεοπάρδαλη
ένα ρινόκερο, έναν ινδιάνο
μια μπετονιέρα, ένα σπαθί, έναν ιππότη
με απορία κοίταε και ρώταγε
«μπα σε καλό σου βρε, τί ειν΄αυτό;»
και τα χρόνια περνούσαν
τα παιδάκια αυτά, κι αυτά μεγαλώσανε
κι εγώ ήρθε η ώρα πάλι να μετακομίσω
οριστικά πλέον αυτή τη φορά
σε διαμέρισμα δικό μου που είχα αποκτήσει
άφησα πίσω μου διάφορα πράγματα
με εννοείται πήρα μαζί τα παιχνίδια
δυο μεγάλες κούτες αγόρασα
από διαφανές πλαστικό
να δεις μπόραγες μέσα
και όλα εκεί τα μετέφερα
στο πάνω της ντουλάπας του τοίχου το ράφι
και πάλι φίλοι νεότεροι
με παιδάκια μικρά ήρθαν στο σπίτι
κι έτσι παραπονεμένα δεν έμειναν
ούτε τούτη τη φορά τα παιχνίδια
καθώς τα τακτοποιούσα στις κούτες, θυμάμαι, αφαίρεσα
κι άφησα έξω ένα μικρό
αλογάκι ξύλινο με αναβάτη
ρόδες είχε, ήταν απ’ αυτά τα συρόμενα
από ένα σχοινάκι που τα κύλαγες όσο
ένας μηχανισμός το κεφάλι κουνούσε
βαμμένο ήταν με απίθανα χρώματα
κόκκινο, πράσινο, μωβ, ασημένιο
μα στα παιδικά μου μάτια μάλλον θα φάνταζε
πολύ φυσικό και υπέροχο πλάσμα
ο δε αναβάτης ένας καουμπόυ ήτανε
με μπλε, ελεκτρίκ, ολόσωμη φόρμα
ροδόχρωμα μάγουλα, πλατύ χαμόγελο
πορτοκαλί ένα καπέλλο σα νέο φεγγάρι
και πώς μού ΄ρθε εγώ που ποτέ
«διακοσμητικά αντικείμενα» δεν έχω στο σπίτι
στης βιβλιοθήκης πάνω ένα ράφι το άφησα
ως κάτι που ήταν να το βλέπεις ωραίο
παρατηρώντας το λίγες μέρες μετά, είδα, εντόπισα
στης μουσούδας μια τρύπα, ένα υπόλειμμα
από λαστιχάκι που ήταν δεμένο
ξεφτισμένο, παμπάλαιο, λερωμένο και κίτρινο
από στων ανδρών τα εσσώρουχα που μπαίνει το είδος
(και στων γυναικών ίσως, δεν ξέρω, μπορεί)
στη μέση για να τα κρατά, να τα σφίγγει
ανορθογραφία σκέφθηκα είναι και άσχημο
να το λύσω πήγα ή να το κόψω
μα κάτι με κράτησε και συλλογίστηκα
πριν από πενήντα χρόνια σχεδόν
κάποιο χέρι αντρός ή μάλλον γυναίκας
αυτού που μου το χάρισε ή ίσως της μάνας μου
ή το πιο πιθανό κάποιας εργάτριας
στην Ιαπωνία φερ΄ ειπείν ή στη Γερμανία
στο εργοστάσιο τέλος πάντων τα παιχνίδια που έφτιαχνε
έδεσε τούτο δω το μικρό κορδονάκι
με ποιό δικαίωμα άρα εγώ
τόσα χρόνια μετά να το αφαιρέσω;
κει που ήτανε τ΄άφησα
και ακόμα εκεί βρίσκεται
το επιβεβαιώνω σαν στρέφοντας
αριστερά, ψηλά το κεφάλι
το βλέμμα μου πάει εκεί
απ' την οθόνη του λάπτοπ
που πληκτρογραφώ αυτές τις γραμμές
στο ράφι που στέκεται
το παιδικό μου παιχνίδι.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Εικαστικό νυκτερινό κακοποίημα


2, 7 και 14/3/'015, 'Αγιος Θωμάς - Μαρούσι και Αραχώβης 41 - Εξάρχεια, Αθήνα

Θά 'θελα νά 'μαι ζωγράφος
σκιτσογράφος θα ήθελα νά 'μαι
εικονογράφος τέλος πάντων κάποιου τύπου
να μπορώ εικόνες να φτιάχνω
με την ικανότητα μου αυτή το λοιπόν
θά 'φτιαχνα δύο εικόνες
τη μία δίπλα στην άλλη
ίδιες περίπου μα όχι τελείως
παρόμοιες πάει να πει
αλλά με διαφορές
και θα απεικόνιζαν αυτές
την ίδια σκηνή απ' τη ζωή ενός ανθρώπου
αλλά σε φάσεις της διαφορετικές
ή σε διαφορετικές εκδοχές της
ή σε άλλη τροπή της
και οι εικόνες θα έδειχναν
ένα δωμάτιο, υπνοδωμάτιο
απλό, ταπεινό
σ' ένα μικρό σχετικά και παλιό
διαμέρισμα του κέντρου της πόλης
κάποιο γούστο πες ότι είχ' η διακόσμηση
ένα ιδιαίτερο χρώμα στον τοίχο
μια κουρτίνα, τα έπιπλα
όχι τίποτα εξεζητημένο ή σπάνιο
πιο πολύ θα τα χαρακτήριζε κανείς
"φθηνές, αξιοπρεπείς, απομιμήσεις"
ένα ξύλινο κομοδίνο με στοίβες βιβλία
ένα αμπαζούρ με πανί χρωματιστό
κινέζικο, χάρτινο φωτιστικό στο ταβάνι
πάπλωμα πλουμιστό, παρδαλά μαξιλάρια
στη γωνιά ένα μπαούλο
και θά 'ταν νύκτα, νύκτα βαθειά
χα! και πώς το ξέρουμε αυτό;
λοιπόν άκου να μάθεις
απ' το τζάμι θα φαίνεται της μπαλκονόπορτας
που είναι έξω βαθύ και πηκτό το σκοτάδι
να αναχαιτίσουν που προσπαθούν
τα φώτα του Δήμου, της πόλης
και πάνω απ' τα κτίρια κι ανάμεσα
στου ουρανού τα ορατά όσα τμήματα
φεγγάρι και άστρα
φεγγάρι και άστρα
μα και από μια λεπτομέρεια
ιδέα σπουδαία και πρωτότυπη
του ευφυούς καλλιτέχνη
στο κομοδίνο απάνω, το μαύρο
ηλεκτρονικό ξυπνητήρι με κόκκινη ένδειξη
ώρας τρεις κι έξη λεπτά, ξημερώματα, είδες;
κι ακόμα στο κρεββάτι να βρίσκεται
ξαπλωμένος ένας άντρας μεσήλικας
κι ως εδώ οι ομοιότητες

Στη μια εικόνα το δωμάτιο είναι τακτικό, καθαρό
πρόσφατα επιμελώς σκουπισμένο
στο μπαούλο πάνω απλωμένο
ένα ριχτάρι υφαντό κι ένας δίσκος
με κεριά κι αντικείμενα διάφορα
μια διακόσμησης σύνθεση οπού σχηματίζουν
μια ωραία γωνία αναμφίβολα
που μονάχα ξενίζει
η μεταλλική πινακίδα στην πρόσοψη
με την παράξενη επιγραφή
μια λέξη μονάχα: "Δαίμονες", γράφει
περίεργο σίγουρα και μακάβρια αταίριαστο
στης ντουλάπας στηριγμένα  στο πόμολο
προσεκτικά από τις κρεμάστρες τα ρούχα
παντελόνι, σακκάκι, πουκάμισο
κι από κάτω στο πάτωμα
ένα ζευγάρι γυαλισμένα υποδήματα
προφανώς η φορεσιά εργασίας
η αυριανή έτοιμη από τώρα
ο κάτοχος προσεκτικά που ετοίμασε
για μη σπαταλά τον πολύτιμο
πρωϊνό του το χρόνο
ο δε άντρας στο κρεββάτι ανάσκελα
σε δυο μαξιλάρια ακουμπισμένο κεφάλι
ως το λαιμό σηκωμένα σκεπάσματα
μα το ένα χέρι απ' έξω
μακάριο το πρόσωπο, βαθύς μάλλον ο ύπνος
χωρίς ή με - ποιός ξέρει - όνειρα
πάντως τέτοιος που φαίνεται
δίκαιη σαν μια ανταμοιβή
μιας γεμάτης και πλούσιας μέρας
μία απαραίτητη ανάπαυλα
γι άλλη μια τέτοια που θ' ακολουθήσει

Στην άλλη εικόνα όμως τα πράγματα
είναι αρκετά διαφορετικά ολωσδιόλου
ρημαδιό το δωμάτιο, αχούρι, ανάστατο
να καθαρισθεί πρέπει νά 'χει εβδομάδες
η σκόνη έχει επικαθήσει παντού
τά 'χει όλα σκεπάσει πέρα ως πέρα
σβώλοι τα χνούδια τρέχουν στο πάτωμα
που είναι όλο γεμάτο λεκέδες
στο κάτω κάγκελο του κρεββατιού
στοιβαγμένα σωρό ρούχα δεκάδες
φύρδην στοιβαγμένα εκεί
τσαλακωμένα, κουβάρι
των προηγούμενων πολλών ημερών αποφόρια
στο κομοδίνο τα βιβλία
(που στην άλλη εικόνα βαλμένα
σε τακτικές είναι σειρές και σε στοίβες)
ανοιγμένα τώρα εκεί χάσκουνε
το ένα πάνω στο άλλο
σελιδοδείκτες στο πάτωμα
τσαλακωμένες σελίδες
λες και με αγωνία ο ιδιοκτήτης τους
έψαχνε στίχους ή μία παράγραφο
παρηγοριά, σωτηρία να βρει μες στις λέξεις
και στο ρολόι με τα κόκκινα γράμματα
απενεργοποιημένη η αφύπνιση
(που στην άλλη εικόνα υπήρχε
για έγερση πρωϊνή ώρα εξ και τριάντα)
μπουκάλια νερού πλαστικά και υάλινα
και χάρτινα κουτιά "φυσικού" χυμού φρούτων
στο κρεββάτι δίπλα σε μεγάλες ποσότητες
σημάδια ακόρεστης δίψας τις νύχτες
το ριχτάρι και τ΄αντικείμενα διάφορα
είναι πια απ' το μπαούλο κάτω πεσμένα
καθώς στέκει το σκέπασμα υψωμένο, ορθάνοιχτο
φανερώνοντας άδειο το εσωτερικό του
και καταλαβαίνεις φρικτό περιεχόμενο
μέσα είχε που τώρα χύθηκε έξω
στους τοίχους σκαρφαλώνουνε απαίσια έντομα
δηλητηριώδεις αράχνες, φαλάγγια, σκορπίδια, σκαθάρια
γλοιώδεις κάμπιες αμέτρητες
η μια πίσω απ' την άλλη σε γραμμές - τί αηδία!
σαρανταποδαρούσες δυσοίωνες, αποκρουστικές
κάθε τόσο υψώνουνε ουρά και κεφάλι
ερπετά και αμφίβια τον τόπο γεμίζουνε
φίδια, σαλαμάνδρες και σαύρες
εκτοπλασματικά βατράχια ολοπράσινα
και τεραστίων διαστάσεων αρχέγονοι φρύνοι
τις ουρές και τα πόδια τυλίγουνε
στου κρεββατιού τα πόδια και προωθούνται
στου ταβανιού το φως κρεμασμένος
κατάμαυρος κόρακας
προς τα κάτω κοιτά μοχθηρά
μ' ένα σαν κάρβουνο μάτι
στο κουρτινόξυλο κουρνιάζει κακόβουλα
υπομονετικά περιμένοντας
- θα μπορούσε να το κάνει για πάντα -
ένας κολοσσιαίος και φαλακρός γύπας κακάσχημος
στο κεφαλάρι του κρεββατιού γραπωμένο
(πάλι στο κάγκελο) το πιο φρικαλέο
στον κόσμο γκαργκόιλ
ξεκολλημένο θαρρείς απ' τα ψηλά αετώματα
των πελώριων τοίχων του Ναού της Κυράς μας
στην ξακουστή όπου βρίσκεται πόλη της Εσπερίας
για αιώνες συναναστρεφόταν μόνο ομοίους του
εκεί δίπλα απ' τις γιγάντιες καμπάνες
εξόν από τότε που ένα πλάσμα ανθρώπινο
για σύντομο διάστημα μαζί τους εκεί διαβιούσε
μ' απ' την κακία του κόσμου κι αυτό πάει, χάθηκε
λες και ήταν κάποιο ον ζηλευτό - μπα, κάθε άλλο!
και μια φιγούρα, ένα ον πιο μεγάλο απ' όλα
στο κρεββάτι δίπλα σε ξύλινο
σκαμνί ένα κάθεται, είναι ένας γέρος
ρυπαρός, κουρελής, γενειοφόρος αλήτης
ένα μακρύ φορά, κοκκαλωμένο από τη βρώμα παλτό
ένα πλαστικό βαστά μπουκάλι δυο λίτρων
μισογεμάτο με το πιο φτηνό που υπάρχει κονιάκ
σπίρτο σκέτο, σχεδόν δηλητήριο
απ΄όπου κάθε τόσο δόσεις γενναίες ρουφά
στα από νικοτίνη ολοκίτρινα, βρώμικα του τα δάχτυλα
σιγοκαίει ένα κακοστριμμένο τσιγάρο
με καπνό λογιών που απόμεινε
σε μαζεμένες από κάτω διάφορες γόπες
όλο βήχει πνιχτά και συνέχεια γρυλλίζει
λες και μες στο λαρύγγι του βρίσκουνται
μεταλλικά δεκάδες καπάκια της μπύρας
προς το κρεββάτι κοιτά και αυτός
όπου είναι τα σκεπάσματα ανάστατα
διπλωμένα, μπερδεμένα απίστευτα
και ο άνδρας μεσήλικας, φαίνεται
να περνά βασανιστική αγωνία
χλωμός και αξύριστος, διπλωμένος στα δύο
μία έντονη στο πρόσωπο σύσπαση
μια γκροτέσκα γκριμάτσα τρόμου και ζόφου
μα απ' όλα τούτα το πιο αποτρόπαιο θέαμα
στης εικόνας την άκρη ίσα που φαίνεται
καθώς χάνεται μες στις σκιές
και την του φωτός απουσία
καιροφυλαχτούν σβησμένες σχεδόν
ένα τσούρμο γριές με μορφές ακαθόριστες
ξεδοντιάρες, φαφούτες, όλο ρυτίδες σαν μούμιες
σκεπασμένες από τα νύχια ως την κορφή
με παντούφλες, με κάλτσες, με ρόμπες, τσεμπέρια
ολοφάνερα κάποτε, όλα ολόμαυρα
που στα χρόνια τόσα, ποιός ξέρει; τα πάμπολλα
έχουνε πια ξεθωριάσει
κι έχουνε γίνει ένα ξεπλυμένο σταχτί
πιο απειλητικό κι απ' το μαύρο ακόμα
μπορεί ως τα τώρα την εικόνα κοιτώντας
το στομάχι σου νά 'χε σφιχτεί
μα πια η καρδιά σου σχεδόν σταματάει
σου παγώνει το αίμα, η ανάσα σου κόβεται
καθώς παρατηρείς στη γωνιά
τον πόλο αυτόν του Κακού
που λες έτσι θα κάνει και θα εξαπλωθεί
θα σκεπάσει κι αυτήν και την άλλη εικόνα
κι έξω θα βγεί, στον κόσμο και σύντομα
το Μεγάλο Γκρίζο Τίποτα θα κυριαρχήσει

Σε προβεβλημένη έκθεση
φαντάζομαι το έργο μου αυτό
να δεσπόζει σε περίοπτη θέση
κάτω δεξιά η διακριτική μου υπογραφή
και το καρτελλάκι που θα λέει "Επωλήθη,
σε συλλέκτη που επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος,
τιμή:  εννιακόσιες χιλιάδες".


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Τα χάπια


Κυριακή 15 Μαρτίου '015, Γ' Νηστειών (της Σταυροπροσκυνήσεως), Αραχώβης 41 - Εξάρχεια, Αθήνα

Κάθε Κυριακή βραδάκι
εδώ και χρόνια, τόσα χρόνια
τακτοποιώ τα χάπια
της εβδομάδας που έρχεται
χάπια κάθε λογής θεραπευτικά
για τις πολλές της παθήσεις και ασθένειες
χάπια προστατευτικά από τις παρενέργειες
που τόσα πολλά χάπια μπορεί να επιφέρουν
κατά καιρούς αλλάζουν τα σκευάσματα ή οι δοσολογίες
όσα δεν χορηγούνται πια, αφού ρωτήσω το γιατρό
είτε φυλώ για πιθανή χρήση μελλοντική
είτε τα πάω στο κοινωνικό
της γειτονιάς ιατρείο για απόρους
τα άλλα τα χάπια που είναι σε ισχύ
κάθε Κυριακή βραδάκι τα τακτοποιώ
με προσοχή ελέγχοντας
για να μη γίνει λάθος
και τα τοποθετώ επιμερίζοντας
σε ειδικές θήκες πλαστικές
μία για κάθε μέρα
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή
και βάζω όπου αντιστοιχούν
στα ειδικά προς τούτο διαμερίσματα
Πρωί, Μεσημέρι, Απόγευμα, Βράδι, Απόθεμα
τα αναλογούντα χάπια.