Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Αρχαίων ονομάτων παραφθορές

                 (ελλείψει εμπνεύσεως -ή ικανότητος- στίχοι για να γραφτούνε, 
                  σημ.λειτουργεί και ως κουΐζ ανευρέσεως των αρχικών)  

Αθηνατώρας, Αγαθοδίκη,
Αισκύλος, Αλκνήμη,
Αλκιβρυάδης, Ανδροπάχη,
Απιστοφάνης, Ανεφέλη,
Απληστογείτονας, Αντιμόνη,
Αργαθοκλής, Αφροδίχτη,
Αριστόμουλος, Δηιόνειρα,
Αρνιστόδημος, Δημαβέρτη,
Αρχίδιαμος, Δημαγκάθη,
Βελερεφώντας, Διοτώρα,
Γανυβίδης, Εριπύλη,
Δυομύδης, Ευλοξία,
Δυοχλαίνης, Ευρινίκη,
Εντεροκλής, Ευτέρψη,
Ερπήνωρας, Ηλέχθρα,
Ευριφίδης, Ινδοκάστη,
Ευρυστέρνης, Ιπποαλήτη,
Θεόκομπος, Ιφιαγένεια,
Θερμιστοκλής, Καλλιόψη,
Θουκιγίδης, Κλεολάτρα,
Θραδίβουλος, Κληταιπλύστρα,
Ισχνοκράτης, Μελπομπαίνη,
Κλεάβουλος, Μνησαβέρτη,
Κλεβάνθης, Μύθεια,
Κλεφτόβουλος, Ναυσισταράτη,
Ξερνοφώντας, Περσηγίδα,
Πιστήκρατος, Πινελόπη,
Πρωταμπόρας, Ρωξένη,
Πυθωναγόρας, Τερψικόρη,
Στομφοκλής, Υπαρτία,
Τηλέμαγχος, Φαιναρκέτη,
Φιλοκρήτης, Φερεφρίκη,
Φυρδυμίγδης, Φιλονίλα.


Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

Αυταπάται εργαζόμενου

Η μέρα ξεκινά

και όπου νά' ναι η εργασία

που τόσο πια τον δυσκολεύει

κάθε φορά νομίζει

ή πιο καλά ελπίζει

ήσυχα πως σήμερα

ήρεμα κάπως, ανθρωπινά

θα εξελιχθεί

μα κατά βάθος ξέρει

ότι αυταπατάται

σε λίγο πάλι η Κόλαση

θα ξεχυθεί.

 

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

Η Φρίκη


Όταν ήμουν παιδί στο χωριό, την πρώτη φορά που πήγα μόνος μου στο κουρείο, περιμένοντας τη σειρά μου, άκουσα με φρίκη το μπαρμπέρη ν' απευθύνεται στον ηλικιωμένο κύριο (τον "μπάρμπα" καθώς λέγαμε στο χωριό), τον οποίο είχε στην καρέκλα και μόλις τελειώσει μαζί του με τα βασικά και να τον ρωτά: "μύτη - αυτιά, κόβω;". Λίγο μετά, με ακόμα μεγαλύτερη φρίκη, κατάλαβα πως του ζητούσε την άδεια να κόψει τρίχες από τη μύτη και τ' αυτιά του. "Μα τί δουλειά έχουνε τρίχες στα μέρη αυτά;¨, αναρωτήθηκα. Κι ύστερα, με ακόμα πιο ακόμα μεγαλύτερη φρίκη, τις είδα τις τρίχες να φυτρώνουν πυκνές, άλλες μαύρες, άλλες καστανές, άλλες άσπρες, μες απ' τη μύτη και τ' αυτιά του μπάρμπα και τον μπαρμπέρη μ΄επιδέξιες, ταχείες κινήσεις μικρής έκτασης, με τη μύτη του ψαλιδιού τσίκι - τσίκι, ν' απομειώνει -όσο μπορούσε- το μήκος κείνου του φρικτού τριχώματος.
Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε. Έχω χρόνια να πάω στο χωριό. Δεν ξέρω καν αν το κουρείο υπάρχει ακόμα. Θυμάμαι όμως καλά πού ήταν. Ένα μικρό καμαράκι υπερυψωμένο, δίπλα απ' το καφενείο. Ανέβαινες με μια σιδερένια σκαλίτσα... Κι ο κουρέας; Να εργάζεται πια ή να έχει συνταξιοδοτηθεί; Όπως και νά ΄χει θα δίσταζα να μπω. Μην τυχόν έρθει κανά παιδί μετά από μένα κι ακούσει με φρίκη το μπαρμπέρη, αφού μ' έχει κουρέψει, βλέποντας τα επίμαχα σημεία γιομάτα τρίχες να με ρωτά: "μύτη - αυτιά, κόβω;".