Ένα ασκέρι ατσίγγανοι
πούλαγαν χλωρή ρίγανη.
Αγόρασα μια τσάντα,
την ξέρανα στον ήλιο
και την έβαλα στη μπάντα.
Κι άμα με πιάνει μελαγχολία
τρίβω λιγάκι στα δάχτυλα μου και τη μυρίζω.
Τότε η αψιά και δυνατή μοσκοβολία
διώχνει τις έγνοιες και τους καημούς μ’ ευκολία
καθώς θυμάμαι τους περιπάτους μου στην εξοχή
‘κει που φυτρώνει η ρίγανη η ταπεινή.
Μα πιο πολύ θυμάμαι το μονοπάτι στα ξεροτόπια
και τη μικρή, την κρυφή παραλία
και την όμορφη, λυγερή γοργόνα
πού’ λιαζε το κορμί της στην αμμουδιά
και μέσα στα κρυστάλλινα, τα διάφανα νερά
στα θαλλασόβραχα που είδα
να στέκουν γατζωμένοι, αγέρωχοι,
σα να τα ξέρανε όλα από πάντα
ένας γέρικος κάβουρας
και είκοσι ακαμάτες αχινοί.
πούλαγαν χλωρή ρίγανη.
Αγόρασα μια τσάντα,
την ξέρανα στον ήλιο
και την έβαλα στη μπάντα.
Κι άμα με πιάνει μελαγχολία
τρίβω λιγάκι στα δάχτυλα μου και τη μυρίζω.
Τότε η αψιά και δυνατή μοσκοβολία
διώχνει τις έγνοιες και τους καημούς μ’ ευκολία
καθώς θυμάμαι τους περιπάτους μου στην εξοχή
‘κει που φυτρώνει η ρίγανη η ταπεινή.
Μα πιο πολύ θυμάμαι το μονοπάτι στα ξεροτόπια
και τη μικρή, την κρυφή παραλία
και την όμορφη, λυγερή γοργόνα
πού’ λιαζε το κορμί της στην αμμουδιά
και μέσα στα κρυστάλλινα, τα διάφανα νερά
στα θαλλασόβραχα που είδα
να στέκουν γατζωμένοι, αγέρωχοι,
σα να τα ξέρανε όλα από πάντα
ένας γέρικος κάβουρας
και είκοσι ακαμάτες αχινοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου