Αχ! να μπορούσα – αλλά – πίσω δεν παίρνεται
ποτέ τα μάτια μου να μην είχανε δει
στο τέλος κείνου του καλοκαιριού
πώς άσπριζε στα μέρη τα κρυφά
η ψημμένη από τον ήλιο σάρκα σου.
Μέσα από τ’ άνοιγμα της μπλούζας
κάτου από το σφιχτό, νεανικό, κρουστό βυζί
λίγο πιο κάτου από την απαλή την αμασχάλη
κι εκεί που ακούμπαγε, ακριβώς εκεί,
του λάγνου σου μικρού ποδιού η…
- μα δε με λυπάται πια κανείς; -
… η πατούσα στο σανδάλι.
ποτέ τα μάτια μου να μην είχανε δει
στο τέλος κείνου του καλοκαιριού
πώς άσπριζε στα μέρη τα κρυφά
η ψημμένη από τον ήλιο σάρκα σου.
Μέσα από τ’ άνοιγμα της μπλούζας
κάτου από το σφιχτό, νεανικό, κρουστό βυζί
λίγο πιο κάτου από την απαλή την αμασχάλη
κι εκεί που ακούμπαγε, ακριβώς εκεί,
του λάγνου σου μικρού ποδιού η…
- μα δε με λυπάται πια κανείς; -
… η πατούσα στο σανδάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου