Για ώρες ολόκληρες μετά το φονικό, γύριζε ο Κάης σα χαμένος στις ερημιές. Τού ‘καψε ο μεσημεριάτικος ήλιος το μέτωπο, το σβέρκο. Τού ‘σκασε το λιοπύρι τα χείλια. Του σκίσανε τα πόδια τα φρύγανα, τα βάτα, τα χαλίκια. Και μόνο όταν έφτασε εκεί, στην πηγή, κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, κατάλαβε πόσο πολύ διψούσε. Έσκυψε να πιει στη λιμνούλα και πρόλαβε να δει το ψαράκι που έπαιζε κολυμπώντας πέρα – δώθε. Βούτηξε το κεφάλι του στο νερό και ήπιε αχόρταγα, ήπιε τη δίψα του να σβήσει. Μετά που σηκώθηκε κι όταν τα ταραγμένα νερά ηρέμησαν πάλι, είδε πως το ψαράκι ήταν ακόμα εκεί. «Μπα! πώς δε φοβήθηκε, να φύγει;» απόρησε. Κι ύστερα είδε να καθρεφτίζεται το πρόσωπο του στο νερό αγριεμένο, φρικιαστικό, μια όψη τρελλού και κατάλαβε πως κάτι άσχημο πολύ είχε γίνει. Είδε μετά τα χέρια του στο αίμα βουτηγμένα κι έντρομος τά ‘βαλε στο νερό να τα πλύνει. Καθώς έφευγε απ’ τα χέρια το αίμα και χρωμάτιζε, γέμιζε τα νερά, το ψαράκι πανικόβλητο απομακρυνόταν, μέχρι που το ‘σκασε από κάποια τρύπα μυστική κι απόμεινε ο Κάης να κοιτάζει την άδεια πια, ροζ λιμνούλα. Και τότε θυμήθηκε. Κι είπε μόνο πνιχτά: «Αχ! Άβελ, αδέρφι μου». Και ξεκίνησε από εκείνη τη στιγμή, όλης της υπόλοιπης ζωής του η μοίρα, αυτό που μετά λίγα χρόνια θ’ άρχιζε να λέγεται στους αιώνες για πάντα «το δικό του σταυρό να σηκώνει». Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, πικρά… πικρά να μετανοιώνει.
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου