Εισαγωγικό σημείωμα:
Victor Hugo “Notre Dame de Paris” (Βίκτωρ Ουγκώ – Η Παναγία των Παρισίων) - από τα σχόλια του μεταφραστή Αντώνη Θ. Μοσχοβάκη, εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για Όλους», Αθήνα 1966: ….στο εορτολόγιο της Καθολικής Εκκλησίας, η πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ονομάζεται Κυριακή του Quasimodo. Η ονομασία έχει προέλθει από τις δύο πρώτες Λατινικές λέξεις της πρώτης ευχής της λειτουργίας αυτής της Κυριακής, που είναι Quasimodo (= περίπου, πάνω – κάτω) αν και στη συγκεκριμένη ευχή έχουν την έννοια «σαν»: “Quasi modo geniti infantes= Ως νεογενείς παίδες». H προφορά των λέξεων είναι «Κβαζιμοντό». Οι Γάλλοι το προφέρουν «Καζιμοντό». Στα Ελληνικά έχει, από τις πρώτες μεταφράσεις του μυθιστορήματος του Ουγκώ, καθιερωθεί η προφορά «Κουασιμόδος». Τον ονόμασαν έτσι γιατί τέτοια μέρα τον βρήκαν στο ξυλοκρέβατο του πρόναου της Νοτρ Νταμ, εκεί που συνήθιζαν να αφήνουν στη φιλανθρωπία του κοινού, τα εγκαταλειμμένα παιδιά.
Την ώρα εκείνη που το σκοτάδι άρχιζε να παραχωρεί τη θέση του στο φως και σιγά – σιγά να διαλύεται, τότε άρχιζαν να διαλύονται και οι περίφημες ομίχλες της πόλης που εκεί, στην πλατεία, σκέπαζαν το λιθόστρωτο απ’ άκρη σ΄άκρη σαν τεράστιο πάπλωμα πουπουλένιο, σαν κοπάδι μεγάλο δασύμαλλα πρόβατα λευκά, σκέπαζαν τα πάντα σε ύψος ως ένα περίπου μέτρο από το έδαφος κι ότι εκεί υπήρχε και δεν κρυβόταν τελείως, εξείχε από μέσα μ΄ έναν παράξενο, αλλόκοτο τρόπο. Ε! τώρα λοιπόν, σαν το πάπλωμα να σχίστηκε σε λωρίδες, σαν το μεγάλο κοπάδι να χωρίστηκε σε ορισμένα μικρότερα που ακολουθούσαν τις μουσικές μαγεμένων αυλών, η ομίχλη διαλύθηκε, σύρθηκε και χάθηκε στα γύρω σοκκάκια. Τότε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που φορούσαν τις χαρακτηριστικές στολές των υπαλλήλων του Δήμου, εμφανίστηκαν από ένα δρομάκι και αθόρυβα πήγαν μέχρι το κέντρο της πλατείας, εκεί που ήταν στημένο το μεγάλο ξύλινο ικρίωμα και άρχισαν εκεί ν΄ ασχολούνται με κάποιες επεμβάσεις, μικρές μετατροπές, ελέγχους και άλλες δουλειές. Δούλευαν μηχανικά κι αμίλητοι και όταν σύντομα τελείωσαν, εξαφανίστηκαν το ίδιο αθόρυβα όπως είχαν έρθει, απ’ το ίδιο δρομάκι. Κι όταν ο ήλιος φάνηκε στην άκρη του ουρανού, άρχισαν να φαίνονται κι οι πρώτοι άνθρωποι στην πλατεία: μαγαζάτορες, διαβάτες, περαστικοί. Όμως, καθώς ο ήλιος ανέβαινε, άρχισε να συγκεντρώνεται κόσμος πολύς στην πλατεία που σύντομα έγινε μέγα πλήθος. Άντρες, γυναίκες, άνθρωποι κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και ιδιότητας που - δε μπορεί - όλοι (τόσοι πολλοί!) εκεί κάποια δουλειά να είχαν. Άρα άλλος ήταν ο λόγος. Ποιός ήταν ο λόγος; Ήταν ότι εκείνες τις δύσκολες εποχές της μεγάλης ένδειας, της μεγάλης φτώχιας, λίγες μόνο ευκαιρίες υπήρχαν για τον απλό λαό για ομαδική και δωρεάν διασκέδαση και θέαμα που θά ’δινε την ευκαιρία στους κουρασμένους, ταλαιπωρημένους κατοίκους της πόλης, λίγο να ξεδώσουν και να ξεχάσουν τα πολλά και άλυτα προβλήματα τους που είχαν αποδεχθεί πως τελικά ήταν η μοίρα τους. Τέτοιες ευκαιρίες δεν ήταν παρά οι δημόσιες γιορτές που λίγες φορές το χρόνο οργάνωναν οι αρχές της πόλης και η Εκκλησία κι ακόμα πιο συχνά ήταν (όσο αποτρόπαιο κι αν ακούγεται) οι δημόσιες εκτελέσεις, τιμωρίες και βασανισμοί! Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η σημερινή. Η δημόσια μαστίγωση ενός εγκληματία που είχε συλληφθεί δυο βράδια πριν, είχε δικαστεί χτες και αμέσως μετά την εκτέλεση της ποινής του θα τον οδηγούσαν στις φυλακές για - ποιός ξέρει πόσα χρόνια -, ίσως και για όλη την υπόλοιπη, θλιβερή ζωή του. Όμως, σήμερα ήταν και λίγο ξεχωριστό το γεγονός. Γι αυτό ίσως και ο τόσο πολύς κόσμος. Ο ένοχος δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ένας από τους θρύλους της πόλης, που λίγο μόνο καιρό πριν δεν ήταν παρά ελάχιστοι που πίστευαν ότι ήταν πραγματικό και όχι φανταστικό πρόσωπο. Ποιος ήταν; Δεν ήταν άλλος από τον κωδωνοκρούστη της Εκκλησίας της Παναγίας, το ανθρωπόμορφο τέρας, τη φοβέρα των μανάδων και των γιαγιάδων στα μικρά παιδιά, τον εφιάλτη των γυναικών που εγκυμονούσαν, το πλάσμα το σκοτεινό, τον έκπτωτο της Κόλασης, το φρικιαστικό Κουασιμόδο. Όσοι τον είχαν δει, έλεγαν πως δε μπορούσαν να πιστέψουν πως είχε η φύση δημιουργήσει τέτοιας απίστευτης ασχήμιας και κακίας πλάσμα, σα να ήθελε να εκδικηθεί ή να φοβερίσει ή να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για το τί μπορεί να κάνει: όσο το καλό και το ωραίο, άλλο τόσο και τη ζοφερή της πλευρά: το κακό και το άσχημο. Ήταν άλλοι πάλι που έλεγαν ότι δεν ήταν πλάσμα ανθρώπινο και γέννημα ανθρώπων, αλλά μια - με μάγια ζωντανεμένη - από ‘κείνες τις τερατόμορφες υδροροές που έστεκαν στους εξώστες του ναού, που γύρναγε όλη τη νύχτα μέσα στο δαιδαλώδες οικοδόμημα αλλά και στους δρόμους γύρω από την Εκκλησία, σκορπώντας τον τρόμο σε όποιον κακότυχο συναντούσε στο δρόμο του κι όταν έφτανε το πρωί, πέτρωνε πάλι κι έμενε για ώρες ακίνητος εκεί ψηλά, να κοιτάει μοχθηρά την πόλη και τους κατοίκους της, που βαθιά μισούσε. Όλοι πάντως, στην πλατεία οι συγκεντρωμένοι, περίμεναν με αγωνία ξέροντας ότι σε λίγο οι φήμες, οι εικασίες, οι απορίες θα λύνονταν όλα καθώς από κοντά και στ’ αλήθεια θα τον αντίκριζαν. Και να! Πράγματι! Από το βάθος και την κεντρική είσοδο της πλατείας, το απόσπασμα φάνηκε! Οι στρατιώτες που πήγαιναν μπροστά προσπαθούσαν ν΄ανοίξουν το δρόμο χρησιμοποιώντας τα δόρατα και τα σπαθιά τους. Τόσο αδιαπέραστο ήταν το πλήθος που ασφυκτιούσε και σπρωχνόταν, να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται και να τον δει. Και δεν άργησε τούτο να γίνει. Τον είχαν πάνω σ’ ένα κάρο μ’ ένα στύλο στη μέση καρφωμένο. Εκεί στεκόταν όρθιος, αλυσοδεμένος. Κραυγές έκπληξης, φρίκης και απέχθειας άρχισαν να ακούγονται παντού. Άλλοι απέστρεφαν το βλέμμα κι άλλοι αχόρταγα κοιτούσαν, καθώς το μόνο σίγουρο ήταν ότι τέτοιο θέαμα,
τέτοιο πλάσμα, κανείς δεν είχε ξανά αντικρίσει. Πώς να περιγράψουμε και να κάνουμε, έστω και λίγο, κατανοητό το μέγεθος της δυσαρμονίας και της - πέρα από κάθε όριο - ασχημίας που πάνω του συγκέντρωνε; Να πούμε για το τεράστιο, διπλό σε μέγεθος απ’ το κανονικό, κρανίο; Τις χοντρές, πυκνές, κόκκινες, με ακανόνιστο μήκος γουρουνότριχες που σκέπαζαν την κεφαλή; Την υπερμεγέθη, πολυεδρική. σα δεκάδες φορές σπασμένη και από μόνη της γιατρεμένη μύτη. Το στόμα με τα πρησμένα χείλη και τα σκόρπια, θηριώδη δόντια που εξείχαν και ακανόνιστα τα καβαλούσαν μαζί με μια - σα βοδιού – γλώσσα, μονίμως έξω κρεμασμένη; Δυο μικρούτσικα, σα μωρού παιδιού, αυτάκια που να λειτουργήσουν σωστά, σίγουρα δε μπορούσαν (γι αυτό άραγε έλεγαν πως ο Κουασιμόδος ήταν κουφός - και μουγγός - ); Ή για τα μάτια, που το ένα ήταν κλειστό, μια σχισμή που δεν άφηνε καν να φανεί η κόρη, καθώς πιεζόταν από ένα απαίσιο, σάρκινο εξόγκωμα φυτρωμένο από πάνω και το άλλο, σκεπασμένο μ’ ένα φουντωτό φρύδι, έλαμπε πυρετικά, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο από άλογο μίσος μαζί με βλακώδη έκπληξη αλλά κι απέραντη θλίψη; Και τί να πούμε για το σώμα; Που ανάμεσα στους ώμους κυριαρχούσε μια πελώρια καμπούρα, με το αντίστοιχο εξόγκωμα στο στήθος μπροστά; Και το υπόλοιπο; Ένα απίστευτο συναρμολόγημα μελών. Σαν ένα ανδρείκελο κατασκευασμένο από παρανοϊκό τεχνίτη, βαριά μεθυσμένο και κακόψυχο. Ασύμμετρα χέρια, στρεβλωμένα πόδια, αρπακτικά, γαμψά δάχτυλα, χοντρές, γιγάντιες πατούσες. Κι όλος γεμάτος με υπερφυσικούς μύες, σου έδινε την εντύπωση ακραίας αναπηρίας, ακαμψίας και παραδόξως ευλυγισίας μαζί. Οριστικής ανημπόριας συνδυασμένης με δύναμη κτηνώδη. Τό ‘παμε πάλι, τέτοια δυσμορφία ήταν για όλους πρωτόφαντη, απρόσμενη, πέρα από κάθε υποψία. Ωστόσο, η αρχική έκπληξη κι αμηχανία, γρήγορα ξεπεράστηκε και με την πρωτοβουλία κάποιων, που κι αμέσως άλλοι τους ακολούθησαν, δεν άργησε να μετατραπεί σε ομαδικό και γενικευμένο παροξυσμό από λοιδορίες, βρισιές, φτυσιές, απειλές και κατάρες. Και δεν ήταν και λίγοι που άρχισαν να πετούν καταπάνω του ότι έβρισκαν μπροστά τους: πέτρες, σκουπίδια, ακαθαρσίες, βρωμιές κι εκείνος σαστισμένος κι ερεθισμένος σαν άγριο θηρίο, άρχισε να γρυλίζει και να μουγκρίζει απειλητικά και να προσπαθεί τινάζοντας το κορμί του, τα δεσμά του να σπάσει για να προφυλαχτεί, να τρέξει, να γλιτώσει, να φύγει. Όμως οι αλυσίδες ήταν χοντρές και καλά στερεωμένες και τόσο σφιχτά πάνω του δεμένες που το μόνο που κατάφερε ήταν να μπουν μέσα στη σάρκα του, βαθιά να τον πληγώσουν, να τον ματώσουν. Συνειδητοποιώντας τότε, πόσο μάταιη ήταν η προσπάθεια του, απόμεινε πλέον ακίνητος, απαθής, δεχόμενος τη βροχή των αντικειμένων που πάνω του έπεφταν (γιατί τις φωνές δεν τις άκουγε - ήταν πράγματι κουφός) , χωρίς να αντιδρά, μόνο σε εκείνο, το μοναδικό του μάτι μπορούσες να δεις ζωγραφισμένη την απορία: Γιατί; Γιατί; Έφτασαν στο ξύλινο ικρίωμα. Τον ανέβασαν πάνω και τον έδεσαν εκ νέου, αυτή τη φορά πάνω στον ξύλινο τροχό. Ο αντιπρόσωπος του δικαστηρίου του διάβασε την ποινή του και την αιτία της καταδίκης του: «… που τον συνέλαβαν επ’ αυτοφόρω, προχτές το βράδυ, αυτόν κι έναν άλλον που διέφυγε τη σύλληψη, να προσπαθούν να απαγάγουν τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα… καταδικάζεται σε πενήντα βουρδουλιές δημόσια στην πλατεία και επ’ αόριστον φυλάκιση… έχεις να πεις κάτι;». Μάταιο! Δεν άκουσε τίποτα! Κοιτούσε με βλέμμα απλανές τα σανίδια του ικριώματος και στα χωρίσματα ανάμεσα ένα ψηφιδωτό της πλατείας που από κάτω φαινόταν. Δυο στρατιώτες τον γύμνωσαν από τη μέση και πάνω. Να και ο δήμιος. Στάθηκε από πίσω του. Να και το μαστίγιο, σατανικό κατασκεύασμα, με δερμάτινες λουρίδες πλεχτές και κάθε τόσο ενισχυμένες με ατσάλινα νύχια. Σήκωσε τα μανίκια, ζύγισε το μαστίγιο στο δεξί του χέρι, το ανέβασε ψηλά, κοίταξε ερωτηματικά τον εντεταλμένο του δικαστή, έλαβε νεύμα έγκρισης και κατέβασε το μαστίγιο με όλη του τη δύναμη. Ο πόνος ήταν ασύλληπτος. Το ξάφνιασμα ήταν μεγάλο. Αν και είχε προαισθανθεί ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε, τις τελευταίες δύο ημέρες η μονότονη, πικρή ζωή του, ήταν γεμάτη ανατροπές και δυσάρεστες αλλαγές. Όλα ξεκίνησαν όταν ο κύριος του τον διέταξε να αρπάξουν εκείνο το κορίτσι. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί, του φαινόταν τόσο μικρό και αθώο. Οι στρατιώτες τον έπιασαν, ο κύριος του εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ούτε την άλλη μέρα, στο δικαστήριο, που τον έστησαν εκεί κι ούτε καταλάβαινε τί του λέγανε (αφού δεν τους άκουγε) οι δικαστές κι έμενε βουβός και αμέτοχος. Και σήμερα εκείνος άφαντος ήταν, σήμερα που για πρώτη φορά οι άνθρωποι δεν τον αντιμετώπισαν με δέος και τρόμο, δεν έφυγαν από μπροστά του τρέχοντας αφήνοντας τον όπως πάντα μόνο, παρά κινημένοι από τη δύναμη που δίνει το πλήθος, τον χλεύασαν με τον τρόπο αυτόν. Πού ήταν; Πού ήταν, να ‘ρθει να τον προστατέψει, να τον παρηγορήσει όπως έκανε πάντα, τόσα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά λοιπόν δεν είχε μπορέσει να φανταστεί, να προβλέψει τέτοια οδύνη. Αυτός ο τόσο εξοικειωμένος με τον πόνο της ψυχής, να που γνώριζε τώρα και τον πόνο του σώματος τον ακραίο, που το δεύτερο χτύπημα τον πολλαπλασίασε κι έκανε το απλοϊκό μυαλό του να καταλάβει πως ο πόνος θα είχε διάρκεια και δε θα τελείωνε σύντομα. Και καθώς από τις ανοιχτές πληγές στην πλάτη του, άρχισε να τρέχει ποτάμι το αίμα, κατάλαβε - από ένστικτο πιο πολύ, παρά με τη λογική - πως ήταν αδύνατο αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει τη νέα του αυτή δυστυχία μένοντας αδρανής, εμπιστευόμενος τη σχεδόν πια σαν πέτρα σκληρή γινωμένη με τα χρόνια καρδιά του, μα έπρεπε να βρει ένα στήριγμα ν’ ακουμπήσει, να μεταφερθεί κάπου αλλού, γιατί μένοντας εκεί με πλήρη συνείδηση, ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να αντέξει. Και πού να πετάξει, και πού ν’ ακουμπήσει το δύστυχο μυαλό του; Τί είχε να βρει, να θυμηθεί από τον εικοσαετή του βίο (γιατί τέτοια ήταν πάνω - κάτω η ηλικία του Κουασιμόδου), μια ζωή νυχτερίδας σαν κι αυτές που φώλιαζαν στις κρυφές, σκοτεινές γωνίες των αψίδων του ναού, γεμάτη θλίψη, πίκρα, δυστυχία και παράπονο και καμιά φορά απορία, πώς γινόταν κι όλες αυτές οι γλυκές μορφές των εικόνων και των αγαλμάτων του ναού, δεν είχαν ούτε μια φορά στρέψει το αγαθό, σπλαχνικό τους βλέμμα και πάνω του. Άνθρωποι, πρόσωπα δεν υπήρχαν στη ζωή του. Κανείς. Παρεκτός από τον κύριο του, το μόνο για τον οποίο ένοιωθε κάτι άλλο από αδιαφορία ή μίσος, ένοιωθε πίστη τυφλή κι ευγνωμοσύνη και αφοσίωση απόλυτη, με τον τρόπο τον σκύλων θά ‘λεγε κανείς πιο πολύ, παρά με τον τρόπο των ανθρώπων. Αλλά, όπως είπαμε, εκείνος ήταν απών. Όσο για το άλλο πρόσωπο, που θά ‘παιζε στη ζωή του τον καθοριστικό, τον τελειωτικό ρόλο…… αυτό όμως δε θα συνέβαινε παρά αργότερα, που θά ‘χαν όλα τελειώσει και θα τον είχαν αφήσει εκεί δεμένο και αιμόφυρτο, για μία ώρα σύμφωνα με το νόμο και κείνος θα φώναζε με τη στριγγή, ακατέργαστη φωνή του που σχεδόν ποτέ πια δε χρησιμοποιούσε, από τότε που οι καμπάνες τον κούφαναν, είχε κουφαθεί και μαζί είχε πάψει πια να μιλάει, τρεις φορές θα φώναζε «Νερό!» ζητώντας και κανείς δε θα τού ‘δινε κι όχι μόνο αυτό παρά θα τον έβριζαν και θα τον κορόιδευαν ακόμα χειρότερα από πριν, ενώ θα πίστευε κανείς πως η μανία τους θά ‘χε κάπως σιγάσει μετά την τόσο σκληρή τιμωρία και μάλιστα μερικοί θα έπαιρναν με τις χούφτες λασπόνερα του δρόμου και θα του τα πέταγαν στο πρόσωπο φωνάζοντας πυρετικά «Να! πιες αφού διψάς, καμπούρη, καταραμένε!», όμως τότε, μετά την τρίτη φορά που φώναξε, άνοιξε το πλήθος να περάσει εκείνη η νεαρή κοπέλα με μια μικρή κατσικούλα να την ακολουθεί από πίσω, ήταν εκείνη!, η Εσμεράλδα, η ίδια που αυτός είχε πάει ν’ αρπάξει (με τί σκοπούς ποιός ξέρει) που με βήμα σταθερό πλησίασε το ικρίωμα κρατώντας ένα κανάτι με νερό πού ‘χε γεμίσει από την κρήνη της πλατείας κι ανέβηκε θαρρετά τα σκαλιά του ικριώματος και τού ‘δωσε να πιει και κείνος έπινε, κοιτώντας με ένα μάτι που έλεγε «Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ» μα ύστερα κάτι άλλο, κάτι καινούριο κι απίστευτο άρχιζε να σπιθίζει σε μια άκρη, σ’ εκείνο το μάτι…… όμως γι αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Τότε, τί άλλο έμενε; Μα βέβαια έμεναν… οι Καμπάνες! Οι Καμπάνες του! Η μόνη της ζωής του χαρά και παρηγοριά! Οι καμπάνες και η μουσική τους, ο ήχος τους που μόνον αυτόν μπορούσε να ακούσει και κανέναν άλλον, δυνατότητα που αυτές οι ίδιες του είχαν στερήσει, λες κι από ζήλια για ν’ ακούει εκείνες μονάχα. Και η γυαλάδα τους στο πρωινό φως και τα σκαλίσματα τους και η κίνηση τους και πάνω απ’ όλα η μουσική τους. Α! τις αγάπαγε, πώς τις αγάπαγε! Σαν κόρες, σαν κυράδες, σαν αδερφές, σαν ερωμένες, σα φίλες. Πόσο είχε ενθουσιαστεί όταν του ανέθεσαν τα καθήκοντα του κωδωνοκρούστη και πόσο ενθουσιαζόταν κάθε φορά που οι ιερείς του έδιναν την εντολή να ξεκινήσει την κωδωνοκρουσία. Ανέβαινε τα αμέτρητα, ανηφορικά σκαλιά του καμπαναριού πιο γρήγορα από ότι οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να τα κατέβει κι έφτανε εκεί ψηλά, με την ανάσα κομμένη, γράπωνε τα χοντρά σκοινιά και με την απίστευτη δύναμη του τα τράβαγε ή μερικές φορές κρεμόταν από αυτά με όλο το κορμί του. Οι καμπάνες άρχιζαν να κινούνται και όσο ο Κουασιμόδος τράβαγε τα σκοινιά, η γωνία της κίνησης τους μεγάλωνε κι όταν έφτανε το γλωσσίδι ν’ ακουμπήσει στο σώμα της καμπάνας, ο αέρας γύρω κι όλο το καμπαναριό δονούνταν κι ακουγόταν κυρίαρχος, εκκωφαντικός και μαζί τόσο μελωδικός ο ήχος: ΝΤΑΝ! Για τρίτη φορά το μαστίγιο έπεσε με δύναμη στην πλάτη του. Αχ! ουράνια μουσική! Αχ! εξαίσια μελωδία. Ήχοι γλυκείς, παντοδύναμοι που το εσωτερικό του ναού γέμιζαν κι απλώνονταν παντού πάνω απ’ την πόλη κι έφταναν ως τα πέρατα της κι ακούγονταν μίλια μακριά! ΝΤΑΝ! τέταρτο χτύπημα απ’ το μαστίγιο. Αχ! χαρά της ζωής μου! Αχ! βάλσαμο της ψυχής μου! Παίξτε γλυκές μου, ακουστείτε ΝΤΑΝ! πέμπτο χτύπημα, ανήλεο, σφοδρό. Ααααχ! μία - μία τις ήξερε, τις μικρές με το
ντελικάτο κελάηδισμα, τις μεσαίες με το μουντό, σοβαρό τόνο που κρατούσαν το ίσο και τη μεγάλη, βαριά καμπάνα, την πολυαγαπημένη, α! τι παρέα φωνακλάδικων κοριτσιών. ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! Έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, βροχή τα χτυπήματα από το δήμιο που το εγκληματικό του το έργο το ίδιο, τον είχε φρενιάσει και χτυπούσε μανιασμένα. ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! Ονόματα είχε δώσει σε κάθε μία τους: Μαργαρίτα, Ρωξάνη, Αμελότ, Ζακελίνα, Δάφνη, Κλωντέτ και πάνω απ’ όλες εκείνη: η χοντρο – Μαρία του, χτύπα καλή μου! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! τα χτυπήματα, μαρτύριο χωρίς τέλος που όμως σχεδόν το είχε ήδη ξεχάσει και είχε ολοκληρωτικά στο όραμα του βυθιστεί. Αχ! Μαρία μου, που τις στιγμές της κορύφωσης της έξαρσης, παράταγε τα σκοινιά, έπαιρνε φόρα, πήδαγε και γατζωνόταν επάνω της και ταλάντευε το σώμα του με δύναμη δίνοντας κι άλλη ορμή στη δική της τη φόρα και αγκαλιάζοντας την με λατρεία ριγούσε κι έτρεμε ολόκληρος μαζί της. ΝΤΑΝ! Ααααχ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! μουσική των αγγέλων, ουράνια ορχήστρα, τέκνα του Παραδείσου, σας ευχαριστώ που για άλλη μία φορά αφήσατε εμένα, το μίασμα απ’ την Κόλαση, το βέβηλο καλικάτζαρο, μαζί σας να παίξω και την τέχνη μου να σας δείξω, απ’ την καρδιά μου…ΝΤΑΝ! Ααααχ!…σας…ΝΤΑΝ! Ααααχ!…ευχαριστώ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! ΝΤΑΝ! Το χτύπημα το τελευταίο. Ο δήμιος παραπάτησε απ’ την ορμή που είχε πάρει και απ’ τον κόπο και απ’ την ένταση κι όταν στάθηκε ξανά, κρέμασε το χέρι του, τα δάχτυλα του άνοιξαν, το μαστίγιο έπεσε κι έμενε εκεί ιδρωμένος, λαχανιασμένος, εξαντλημένος. Την ίδια στιγμή, ο Κουασιμόδος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, έκλεισε το μάτι του και λιποθύμησε. Αφού πέρασαν λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής, άρχισαν μετά ν’ ακούγονται μουρμουρητά και σχόλια διάφορα απ’ το πλήθος, που άλλοι περίμεναν ότι αυτό το εξωανθρώπινο πλάσμα θά ’χε αντέξει το μαρτύριο κι άλλοι που
λέγανε πως με τέτοια βαριά αναπηρία, θά ’χε από τα πρώτα χτυπήματα πεθάνει κι άρχισαν να θυμούνται και να συγκρίνουν περιπτώσεις άλλων καταδίκων, πόσο πολύ είχε τότε ο ένας αντέξει και πόσο γρήγορα είχε ο άλλος τελειώσει και να, που κι αυτός τελικά λιποθύμησε.Ω! τους ανόητους. Πώς μπόρεσαν να μην το καταλάβουν; Ότι δε λιποθύμησε από εξάντληση και πόνο, αλλά από ευδαιμονία υπέρτατη, από τη μελωδία, από τη Μουσική!
Victor Hugo “Notre Dame de Paris” (Βίκτωρ Ουγκώ – Η Παναγία των Παρισίων) - από τα σχόλια του μεταφραστή Αντώνη Θ. Μοσχοβάκη, εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για Όλους», Αθήνα 1966: ….στο εορτολόγιο της Καθολικής Εκκλησίας, η πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα, ονομάζεται Κυριακή του Quasimodo. Η ονομασία έχει προέλθει από τις δύο πρώτες Λατινικές λέξεις της πρώτης ευχής της λειτουργίας αυτής της Κυριακής, που είναι Quasimodo (= περίπου, πάνω – κάτω) αν και στη συγκεκριμένη ευχή έχουν την έννοια «σαν»: “Quasi modo geniti infantes= Ως νεογενείς παίδες». H προφορά των λέξεων είναι «Κβαζιμοντό». Οι Γάλλοι το προφέρουν «Καζιμοντό». Στα Ελληνικά έχει, από τις πρώτες μεταφράσεις του μυθιστορήματος του Ουγκώ, καθιερωθεί η προφορά «Κουασιμόδος». Τον ονόμασαν έτσι γιατί τέτοια μέρα τον βρήκαν στο ξυλοκρέβατο του πρόναου της Νοτρ Νταμ, εκεί που συνήθιζαν να αφήνουν στη φιλανθρωπία του κοινού, τα εγκαταλειμμένα παιδιά.
Την ώρα εκείνη που το σκοτάδι άρχιζε να παραχωρεί τη θέση του στο φως και σιγά – σιγά να διαλύεται, τότε άρχιζαν να διαλύονται και οι περίφημες ομίχλες της πόλης που εκεί, στην πλατεία, σκέπαζαν το λιθόστρωτο απ’ άκρη σ΄άκρη σαν τεράστιο πάπλωμα πουπουλένιο, σαν κοπάδι μεγάλο δασύμαλλα πρόβατα λευκά, σκέπαζαν τα πάντα σε ύψος ως ένα περίπου μέτρο από το έδαφος κι ότι εκεί υπήρχε και δεν κρυβόταν τελείως, εξείχε από μέσα μ΄ έναν παράξενο, αλλόκοτο τρόπο. Ε! τώρα λοιπόν, σαν το πάπλωμα να σχίστηκε σε λωρίδες, σαν το μεγάλο κοπάδι να χωρίστηκε σε ορισμένα μικρότερα που ακολουθούσαν τις μουσικές μαγεμένων αυλών, η ομίχλη διαλύθηκε, σύρθηκε και χάθηκε στα γύρω σοκκάκια. Τότε μια μικρή ομάδα ανθρώπων που φορούσαν τις χαρακτηριστικές στολές των υπαλλήλων του Δήμου, εμφανίστηκαν από ένα δρομάκι και αθόρυβα πήγαν μέχρι το κέντρο της πλατείας, εκεί που ήταν στημένο το μεγάλο ξύλινο ικρίωμα και άρχισαν εκεί ν΄ ασχολούνται με κάποιες επεμβάσεις, μικρές μετατροπές, ελέγχους και άλλες δουλειές. Δούλευαν μηχανικά κι αμίλητοι και όταν σύντομα τελείωσαν, εξαφανίστηκαν το ίδιο αθόρυβα όπως είχαν έρθει, απ’ το ίδιο δρομάκι. Κι όταν ο ήλιος φάνηκε στην άκρη του ουρανού, άρχισαν να φαίνονται κι οι πρώτοι άνθρωποι στην πλατεία: μαγαζάτορες, διαβάτες, περαστικοί. Όμως, καθώς ο ήλιος ανέβαινε, άρχισε να συγκεντρώνεται κόσμος πολύς στην πλατεία που σύντομα έγινε μέγα πλήθος. Άντρες, γυναίκες, άνθρωποι κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και ιδιότητας που - δε μπορεί - όλοι (τόσοι πολλοί!) εκεί κάποια δουλειά να είχαν. Άρα άλλος ήταν ο λόγος. Ποιός ήταν ο λόγος; Ήταν ότι εκείνες τις δύσκολες εποχές της μεγάλης ένδειας, της μεγάλης φτώχιας, λίγες μόνο ευκαιρίες υπήρχαν για τον απλό λαό για ομαδική και δωρεάν διασκέδαση και θέαμα που θά ’δινε την ευκαιρία στους κουρασμένους, ταλαιπωρημένους κατοίκους της πόλης, λίγο να ξεδώσουν και να ξεχάσουν τα πολλά και άλυτα προβλήματα τους που είχαν αποδεχθεί πως τελικά ήταν η μοίρα τους. Τέτοιες ευκαιρίες δεν ήταν παρά οι δημόσιες γιορτές που λίγες φορές το χρόνο οργάνωναν οι αρχές της πόλης και η Εκκλησία κι ακόμα πιο συχνά ήταν (όσο αποτρόπαιο κι αν ακούγεται) οι δημόσιες εκτελέσεις, τιμωρίες και βασανισμοί! Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η σημερινή. Η δημόσια μαστίγωση ενός εγκληματία που είχε συλληφθεί δυο βράδια πριν, είχε δικαστεί χτες και αμέσως μετά την εκτέλεση της ποινής του θα τον οδηγούσαν στις φυλακές για - ποιός ξέρει πόσα χρόνια -, ίσως και για όλη την υπόλοιπη, θλιβερή ζωή του. Όμως, σήμερα ήταν και λίγο ξεχωριστό το γεγονός. Γι αυτό ίσως και ο τόσο πολύς κόσμος. Ο ένοχος δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ένας από τους θρύλους της πόλης, που λίγο μόνο καιρό πριν δεν ήταν παρά ελάχιστοι που πίστευαν ότι ήταν πραγματικό και όχι φανταστικό πρόσωπο. Ποιος ήταν; Δεν ήταν άλλος από τον κωδωνοκρούστη της Εκκλησίας της Παναγίας, το ανθρωπόμορφο τέρας, τη φοβέρα των μανάδων και των γιαγιάδων στα μικρά παιδιά, τον εφιάλτη των γυναικών που εγκυμονούσαν, το πλάσμα το σκοτεινό, τον έκπτωτο της Κόλασης, το φρικιαστικό Κουασιμόδο. Όσοι τον είχαν δει, έλεγαν πως δε μπορούσαν να πιστέψουν πως είχε η φύση δημιουργήσει τέτοιας απίστευτης ασχήμιας και κακίας πλάσμα, σα να ήθελε να εκδικηθεί ή να φοβερίσει ή να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για το τί μπορεί να κάνει: όσο το καλό και το ωραίο, άλλο τόσο και τη ζοφερή της πλευρά: το κακό και το άσχημο. Ήταν άλλοι πάλι που έλεγαν ότι δεν ήταν πλάσμα ανθρώπινο και γέννημα ανθρώπων, αλλά μια - με μάγια ζωντανεμένη - από ‘κείνες τις τερατόμορφες υδροροές που έστεκαν στους εξώστες του ναού, που γύρναγε όλη τη νύχτα μέσα στο δαιδαλώδες οικοδόμημα αλλά και στους δρόμους γύρω από την Εκκλησία, σκορπώντας τον τρόμο σε όποιον κακότυχο συναντούσε στο δρόμο του κι όταν έφτανε το πρωί, πέτρωνε πάλι κι έμενε για ώρες ακίνητος εκεί ψηλά, να κοιτάει μοχθηρά την πόλη και τους κατοίκους της, που βαθιά μισούσε. Όλοι πάντως, στην πλατεία οι συγκεντρωμένοι, περίμεναν με αγωνία ξέροντας ότι σε λίγο οι φήμες, οι εικασίες, οι απορίες θα λύνονταν όλα καθώς από κοντά και στ’ αλήθεια θα τον αντίκριζαν. Και να! Πράγματι! Από το βάθος και την κεντρική είσοδο της πλατείας, το απόσπασμα φάνηκε! Οι στρατιώτες που πήγαιναν μπροστά προσπαθούσαν ν΄ανοίξουν το δρόμο χρησιμοποιώντας τα δόρατα και τα σπαθιά τους. Τόσο αδιαπέραστο ήταν το πλήθος που ασφυκτιούσε και σπρωχνόταν, να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται και να τον δει. Και δεν άργησε τούτο να γίνει. Τον είχαν πάνω σ’ ένα κάρο μ’ ένα στύλο στη μέση καρφωμένο. Εκεί στεκόταν όρθιος, αλυσοδεμένος. Κραυγές έκπληξης, φρίκης και απέχθειας άρχισαν να ακούγονται παντού. Άλλοι απέστρεφαν το βλέμμα κι άλλοι αχόρταγα κοιτούσαν, καθώς το μόνο σίγουρο ήταν ότι τέτοιο θέαμα,
τέτοιο πλάσμα, κανείς δεν είχε ξανά αντικρίσει. Πώς να περιγράψουμε και να κάνουμε, έστω και λίγο, κατανοητό το μέγεθος της δυσαρμονίας και της - πέρα από κάθε όριο - ασχημίας που πάνω του συγκέντρωνε; Να πούμε για το τεράστιο, διπλό σε μέγεθος απ’ το κανονικό, κρανίο; Τις χοντρές, πυκνές, κόκκινες, με ακανόνιστο μήκος γουρουνότριχες που σκέπαζαν την κεφαλή; Την υπερμεγέθη, πολυεδρική. σα δεκάδες φορές σπασμένη και από μόνη της γιατρεμένη μύτη. Το στόμα με τα πρησμένα χείλη και τα σκόρπια, θηριώδη δόντια που εξείχαν και ακανόνιστα τα καβαλούσαν μαζί με μια - σα βοδιού – γλώσσα, μονίμως έξω κρεμασμένη; Δυο μικρούτσικα, σα μωρού παιδιού, αυτάκια που να λειτουργήσουν σωστά, σίγουρα δε μπορούσαν (γι αυτό άραγε έλεγαν πως ο Κουασιμόδος ήταν κουφός - και μουγγός - ); Ή για τα μάτια, που το ένα ήταν κλειστό, μια σχισμή που δεν άφηνε καν να φανεί η κόρη, καθώς πιεζόταν από ένα απαίσιο, σάρκινο εξόγκωμα φυτρωμένο από πάνω και το άλλο, σκεπασμένο μ’ ένα φουντωτό φρύδι, έλαμπε πυρετικά, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο από άλογο μίσος μαζί με βλακώδη έκπληξη αλλά κι απέραντη θλίψη; Και τί να πούμε για το σώμα; Που ανάμεσα στους ώμους κυριαρχούσε μια πελώρια καμπούρα, με το αντίστοιχο εξόγκωμα στο στήθος μπροστά; Και το υπόλοιπο; Ένα απίστευτο συναρμολόγημα μελών. Σαν ένα ανδρείκελο κατασκευασμένο από παρανοϊκό τεχνίτη, βαριά μεθυσμένο και κακόψυχο. Ασύμμετρα χέρια, στρεβλωμένα πόδια, αρπακτικά, γαμψά δάχτυλα, χοντρές, γιγάντιες πατούσες. Κι όλος γεμάτος με υπερφυσικούς μύες, σου έδινε την εντύπωση ακραίας αναπηρίας, ακαμψίας και παραδόξως ευλυγισίας μαζί. Οριστικής ανημπόριας συνδυασμένης με δύναμη κτηνώδη. Τό ‘παμε πάλι, τέτοια δυσμορφία ήταν για όλους πρωτόφαντη, απρόσμενη, πέρα από κάθε υποψία. Ωστόσο, η αρχική έκπληξη κι αμηχανία, γρήγορα ξεπεράστηκε και με την πρωτοβουλία κάποιων, που κι αμέσως άλλοι τους ακολούθησαν, δεν άργησε να μετατραπεί σε ομαδικό και γενικευμένο παροξυσμό από λοιδορίες, βρισιές, φτυσιές, απειλές και κατάρες. Και δεν ήταν και λίγοι που άρχισαν να πετούν καταπάνω του ότι έβρισκαν μπροστά τους: πέτρες, σκουπίδια, ακαθαρσίες, βρωμιές κι εκείνος σαστισμένος κι ερεθισμένος σαν άγριο θηρίο, άρχισε να γρυλίζει και να μουγκρίζει απειλητικά και να προσπαθεί τινάζοντας το κορμί του, τα δεσμά του να σπάσει για να προφυλαχτεί, να τρέξει, να γλιτώσει, να φύγει. Όμως οι αλυσίδες ήταν χοντρές και καλά στερεωμένες και τόσο σφιχτά πάνω του δεμένες που το μόνο που κατάφερε ήταν να μπουν μέσα στη σάρκα του, βαθιά να τον πληγώσουν, να τον ματώσουν. Συνειδητοποιώντας τότε, πόσο μάταιη ήταν η προσπάθεια του, απόμεινε πλέον ακίνητος, απαθής, δεχόμενος τη βροχή των αντικειμένων που πάνω του έπεφταν (γιατί τις φωνές δεν τις άκουγε - ήταν πράγματι κουφός) , χωρίς να αντιδρά, μόνο σε εκείνο, το μοναδικό του μάτι μπορούσες να δεις ζωγραφισμένη την απορία: Γιατί; Γιατί; Έφτασαν στο ξύλινο ικρίωμα. Τον ανέβασαν πάνω και τον έδεσαν εκ νέου, αυτή τη φορά πάνω στον ξύλινο τροχό. Ο αντιπρόσωπος του δικαστηρίου του διάβασε την ποινή του και την αιτία της καταδίκης του: «… που τον συνέλαβαν επ’ αυτοφόρω, προχτές το βράδυ, αυτόν κι έναν άλλον που διέφυγε τη σύλληψη, να προσπαθούν να απαγάγουν τη νεαρή τσιγγάνα Εσμεράλδα… καταδικάζεται σε πενήντα βουρδουλιές δημόσια στην πλατεία και επ’ αόριστον φυλάκιση… έχεις να πεις κάτι;». Μάταιο! Δεν άκουσε τίποτα! Κοιτούσε με βλέμμα απλανές τα σανίδια του ικριώματος και στα χωρίσματα ανάμεσα ένα ψηφιδωτό της πλατείας που από κάτω φαινόταν. Δυο στρατιώτες τον γύμνωσαν από τη μέση και πάνω. Να και ο δήμιος. Στάθηκε από πίσω του. Να και το μαστίγιο, σατανικό κατασκεύασμα, με δερμάτινες λουρίδες πλεχτές και κάθε τόσο ενισχυμένες με ατσάλινα νύχια. Σήκωσε τα μανίκια, ζύγισε το μαστίγιο στο δεξί του χέρι, το ανέβασε ψηλά, κοίταξε ερωτηματικά τον εντεταλμένο του δικαστή, έλαβε νεύμα έγκρισης και κατέβασε το μαστίγιο με όλη του τη δύναμη. Ο πόνος ήταν ασύλληπτος. Το ξάφνιασμα ήταν μεγάλο. Αν και είχε προαισθανθεί ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε, τις τελευταίες δύο ημέρες η μονότονη, πικρή ζωή του, ήταν γεμάτη ανατροπές και δυσάρεστες αλλαγές. Όλα ξεκίνησαν όταν ο κύριος του τον διέταξε να αρπάξουν εκείνο το κορίτσι. Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί, του φαινόταν τόσο μικρό και αθώο. Οι στρατιώτες τον έπιασαν, ο κύριος του εξαφανίστηκε και δεν παρουσιάστηκε ούτε την άλλη μέρα, στο δικαστήριο, που τον έστησαν εκεί κι ούτε καταλάβαινε τί του λέγανε (αφού δεν τους άκουγε) οι δικαστές κι έμενε βουβός και αμέτοχος. Και σήμερα εκείνος άφαντος ήταν, σήμερα που για πρώτη φορά οι άνθρωποι δεν τον αντιμετώπισαν με δέος και τρόμο, δεν έφυγαν από μπροστά του τρέχοντας αφήνοντας τον όπως πάντα μόνο, παρά κινημένοι από τη δύναμη που δίνει το πλήθος, τον χλεύασαν με τον τρόπο αυτόν. Πού ήταν; Πού ήταν, να ‘ρθει να τον προστατέψει, να τον παρηγορήσει όπως έκανε πάντα, τόσα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά λοιπόν δεν είχε μπορέσει να φανταστεί, να προβλέψει τέτοια οδύνη. Αυτός ο τόσο εξοικειωμένος με τον πόνο της ψυχής, να που γνώριζε τώρα και τον πόνο του σώματος τον ακραίο, που το δεύτερο χτύπημα τον πολλαπλασίασε κι έκανε το απλοϊκό μυαλό του να καταλάβει πως ο πόνος θα είχε διάρκεια και δε θα τελείωνε σύντομα. Και καθώς από τις ανοιχτές πληγές στην πλάτη του, άρχισε να τρέχει ποτάμι το αίμα, κατάλαβε - από ένστικτο πιο πολύ, παρά με τη λογική - πως ήταν αδύνατο αυτή τη φορά να αντιμετωπίσει τη νέα του αυτή δυστυχία μένοντας αδρανής, εμπιστευόμενος τη σχεδόν πια σαν πέτρα σκληρή γινωμένη με τα χρόνια καρδιά του, μα έπρεπε να βρει ένα στήριγμα ν’ ακουμπήσει, να μεταφερθεί κάπου αλλού, γιατί μένοντας εκεί με πλήρη συνείδηση, ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να αντέξει. Και πού να πετάξει, και πού ν’ ακουμπήσει το δύστυχο μυαλό του; Τί είχε να βρει, να θυμηθεί από τον εικοσαετή του βίο (γιατί τέτοια ήταν πάνω - κάτω η ηλικία του Κουασιμόδου), μια ζωή νυχτερίδας σαν κι αυτές που φώλιαζαν στις κρυφές, σκοτεινές γωνίες των αψίδων του ναού, γεμάτη θλίψη, πίκρα, δυστυχία και παράπονο και καμιά φορά απορία, πώς γινόταν κι όλες αυτές οι γλυκές μορφές των εικόνων και των αγαλμάτων του ναού, δεν είχαν ούτε μια φορά στρέψει το αγαθό, σπλαχνικό τους βλέμμα και πάνω του. Άνθρωποι, πρόσωπα δεν υπήρχαν στη ζωή του. Κανείς. Παρεκτός από τον κύριο του, το μόνο για τον οποίο ένοιωθε κάτι άλλο από αδιαφορία ή μίσος, ένοιωθε πίστη τυφλή κι ευγνωμοσύνη και αφοσίωση απόλυτη, με τον τρόπο τον σκύλων θά ‘λεγε κανείς πιο πολύ, παρά με τον τρόπο των ανθρώπων. Αλλά, όπως είπαμε, εκείνος ήταν απών. Όσο για το άλλο πρόσωπο, που θά ‘παιζε στη ζωή του τον καθοριστικό, τον τελειωτικό ρόλο…… αυτό όμως δε θα συνέβαινε παρά αργότερα, που θά ‘χαν όλα τελειώσει και θα τον είχαν αφήσει εκεί δεμένο και αιμόφυρτο, για μία ώρα σύμφωνα με το νόμο και κείνος θα φώναζε με τη στριγγή, ακατέργαστη φωνή του που σχεδόν ποτέ πια δε χρησιμοποιούσε, από τότε που οι καμπάνες τον κούφαναν, είχε κουφαθεί και μαζί είχε πάψει πια να μιλάει, τρεις φορές θα φώναζε «Νερό!» ζητώντας και κανείς δε θα τού ‘δινε κι όχι μόνο αυτό παρά θα τον έβριζαν και θα τον κορόιδευαν ακόμα χειρότερα από πριν, ενώ θα πίστευε κανείς πως η μανία τους θά ‘χε κάπως σιγάσει μετά την τόσο σκληρή τιμωρία και μάλιστα μερικοί θα έπαιρναν με τις χούφτες λασπόνερα του δρόμου και θα του τα πέταγαν στο πρόσωπο φωνάζοντας πυρετικά «Να! πιες αφού διψάς, καμπούρη, καταραμένε!», όμως τότε, μετά την τρίτη φορά που φώναξε, άνοιξε το πλήθος να περάσει εκείνη η νεαρή κοπέλα με μια μικρή κατσικούλα να την ακολουθεί από πίσω, ήταν εκείνη!, η Εσμεράλδα, η ίδια που αυτός είχε πάει ν’ αρπάξει (με τί σκοπούς ποιός ξέρει) που με βήμα σταθερό πλησίασε το ικρίωμα κρατώντας ένα κανάτι με νερό πού ‘χε γεμίσει από την κρήνη της πλατείας κι ανέβηκε θαρρετά τα σκαλιά του ικριώματος και τού ‘δωσε να πιει και κείνος έπινε, κοιτώντας με ένα μάτι που έλεγε «Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ» μα ύστερα κάτι άλλο, κάτι καινούριο κι απίστευτο άρχιζε να σπιθίζει σε μια άκρη, σ’ εκείνο το μάτι…… όμως γι αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά. Τότε, τί άλλο έμενε; Μα βέβαια έμεναν… οι Καμπάνες! Οι Καμπάνες του! Η μόνη της ζωής του χαρά και παρηγοριά! Οι καμπάνες και η μουσική τους, ο ήχος τους που μόνον αυτόν μπορούσε να ακούσει και κανέναν άλλον, δυνατότητα που αυτές οι ίδιες του είχαν στερήσει, λες κι από ζήλια για ν’ ακούει εκείνες μονάχα. Και η γυαλάδα τους στο πρωινό φως και τα σκαλίσματα τους και η κίνηση τους και πάνω απ’ όλα η μουσική τους. Α! τις αγάπαγε, πώς τις αγάπαγε! Σαν κόρες, σαν κυράδες, σαν αδερφές, σαν ερωμένες, σα φίλες. Πόσο είχε ενθουσιαστεί όταν του ανέθεσαν τα καθήκοντα του κωδωνοκρούστη και πόσο ενθουσιαζόταν κάθε φορά που οι ιερείς του έδιναν την εντολή να ξεκινήσει την κωδωνοκρουσία. Ανέβαινε τα αμέτρητα, ανηφορικά σκαλιά του καμπαναριού πιο γρήγορα από ότι οποιοσδήποτε άλλος μπορούσε να τα κατέβει κι έφτανε εκεί ψηλά, με την ανάσα κομμένη, γράπωνε τα χοντρά σκοινιά και με την απίστευτη δύναμη του τα τράβαγε ή μερικές φορές κρεμόταν από αυτά με όλο το κορμί του. Οι καμπάνες άρχιζαν να κινούνται και όσο ο Κουασιμόδος τράβαγε τα σκοινιά, η γωνία της κίνησης τους μεγάλωνε κι όταν έφτανε το γλωσσίδι ν’ ακουμπήσει στο σώμα της καμπάνας, ο αέρας γύρω κι όλο το καμπαναριό δονούνταν κι ακουγόταν κυρίαρχος, εκκωφαντικός και μαζί τόσο μελωδικός ο ήχος: ΝΤΑΝ! Για τρίτη φορά το μαστίγιο έπεσε με δύναμη στην πλάτη του. Αχ! ουράνια μουσική! Αχ! εξαίσια μελωδία. Ήχοι γλυκείς, παντοδύναμοι που το εσωτερικό του ναού γέμιζαν κι απλώνονταν παντού πάνω απ’ την πόλη κι έφταναν ως τα πέρατα της κι ακούγονταν μίλια μακριά! ΝΤΑΝ! τέταρτο χτύπημα απ’ το μαστίγιο. Αχ! χαρά της ζωής μου! Αχ! βάλσαμο της ψυχής μου! Παίξτε γλυκές μου, ακουστείτε ΝΤΑΝ! πέμπτο χτύπημα, ανήλεο, σφοδρό. Ααααχ! μία - μία τις ήξερε, τις μικρές με το
ντελικάτο κελάηδισμα, τις μεσαίες με το μουντό, σοβαρό τόνο που κρατούσαν το ίσο και τη μεγάλη, βαριά καμπάνα, την πολυαγαπημένη, α! τι παρέα φωνακλάδικων κοριτσιών. ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! Έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, βροχή τα χτυπήματα από το δήμιο που το εγκληματικό του το έργο το ίδιο, τον είχε φρενιάσει και χτυπούσε μανιασμένα. ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! Ονόματα είχε δώσει σε κάθε μία τους: Μαργαρίτα, Ρωξάνη, Αμελότ, Ζακελίνα, Δάφνη, Κλωντέτ και πάνω απ’ όλες εκείνη: η χοντρο – Μαρία του, χτύπα καλή μου! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! ΝΤΑΝ! τα χτυπήματα, μαρτύριο χωρίς τέλος που όμως σχεδόν το είχε ήδη ξεχάσει και είχε ολοκληρωτικά στο όραμα του βυθιστεί. Αχ! Μαρία μου, που τις στιγμές της κορύφωσης της έξαρσης, παράταγε τα σκοινιά, έπαιρνε φόρα, πήδαγε και γατζωνόταν επάνω της και ταλάντευε το σώμα του με δύναμη δίνοντας κι άλλη ορμή στη δική της τη φόρα και αγκαλιάζοντας την με λατρεία ριγούσε κι έτρεμε ολόκληρος μαζί της. ΝΤΑΝ! Ααααχ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! μουσική των αγγέλων, ουράνια ορχήστρα, τέκνα του Παραδείσου, σας ευχαριστώ που για άλλη μία φορά αφήσατε εμένα, το μίασμα απ’ την Κόλαση, το βέβηλο καλικάτζαρο, μαζί σας να παίξω και την τέχνη μου να σας δείξω, απ’ την καρδιά μου…ΝΤΑΝ! Ααααχ!…σας…ΝΤΑΝ! Ααααχ!…ευχαριστώ! ΝΤΑΝ! Ααααχ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! ΝΤΑΝ! Το χτύπημα το τελευταίο. Ο δήμιος παραπάτησε απ’ την ορμή που είχε πάρει και απ’ τον κόπο και απ’ την ένταση κι όταν στάθηκε ξανά, κρέμασε το χέρι του, τα δάχτυλα του άνοιξαν, το μαστίγιο έπεσε κι έμενε εκεί ιδρωμένος, λαχανιασμένος, εξαντλημένος. Την ίδια στιγμή, ο Κουασιμόδος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, έκλεισε το μάτι του και λιποθύμησε. Αφού πέρασαν λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής, άρχισαν μετά ν’ ακούγονται μουρμουρητά και σχόλια διάφορα απ’ το πλήθος, που άλλοι περίμεναν ότι αυτό το εξωανθρώπινο πλάσμα θά ’χε αντέξει το μαρτύριο κι άλλοι που
λέγανε πως με τέτοια βαριά αναπηρία, θά ’χε από τα πρώτα χτυπήματα πεθάνει κι άρχισαν να θυμούνται και να συγκρίνουν περιπτώσεις άλλων καταδίκων, πόσο πολύ είχε τότε ο ένας αντέξει και πόσο γρήγορα είχε ο άλλος τελειώσει και να, που κι αυτός τελικά λιποθύμησε.Ω! τους ανόητους. Πώς μπόρεσαν να μην το καταλάβουν; Ότι δε λιποθύμησε από εξάντληση και πόνο, αλλά από ευδαιμονία υπέρτατη, από τη μελωδία, από τη Μουσική!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου