Μικροκλοπές έκανε από μικρός. Κάποια στιγμή όμως, αποφάσισε πως το ρίσκο ήταν μεγάλο και τα κέρδη πολύ μικρά. Άρχισε να σκέφτεται σοβαρά πως ήταν καιρός για τη "μεγάλη δουλειά". Μια και καλή, θα "κέρδιζε" πολλά λεφτά ώστε να ζήσει πλούσια όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Κι επειδή ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι ακρότητες, διάλεξε κάτι κλασσικό: ληστεία τράπεζας. Ετοίμαζε το σχέδιο για πολύ καιρό, μεθοδικά και προσεκτικά. Κατέληξε στην τράπεζα μιας κοντινής επαρχιακής πόλης. Τη νύχτα στην τράπεζα αυτή, δεν υπήρχε κανένας φύλακας. Οι ιδιοκτήτες βασίζονταν στα υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα συναγερμού και προστασίας. Κι αυτός εκεί βασιζόταν. Τα ηλεκτρονικά ήταν το πάθος του από τότε που ήταν παιδί και ειδικά στους συναγερμούς ήταν αυθεντία. Αφού μελέτησε εξονυχιστικά και την τελευταία λεπτομέρεια, ξεκίνησε κάποιο βράδυ. Όλα έγιναν όπως τα είχε υπολογίσει. Έφθασε στην τράπεζα, μπήκε μέσα, εξουδετέρωσε το συναγερμό, άνοιξε εύκολα το χρηματοκιβώτιο και γέμισε μια βαλίτσα με αρκετές δεκάδες εκατομμύρια. Αφού τελείωσε, ετοιμάστηκε να βγει απ' το παράθυρο. Βέβαια τον παράγοντα "κακοτυχία" δεν τον είχε υπολογίσει. Τη στιγμή που αυτός πηδούσε στο πεζοδρόμιο, ένα περιπολικό, με δύο αστυνομικούς μέσα, έστριβε αθόρυβα από τη γωνία. Οι αστυνομικοί, που κατά σύμπτωση περνούσαν από εκεί, μόλις τον είδαν (ένα άνθρωπο με μαύρα ρούχα και μάσκα, να βγαίνει απ'το σπασμένο παράθυρο της τράπεζας κρατώντας μια βαλίτσα, στις τρεις το βράδυ), φυσικά τον υποπτεύθηκαν και τον κυνήγησαν. Προσπάθησε να τρέξει, το βάρος όμως της βαλίτσας τον εμπόδιζε. Αποφάσισε τότε να χρησιμοποιήσει το πιστόλι που για κάθε ενδεχόμενο είχε πάρει μαζί του. Και το χρησιμοποίησε πολύ καλά. Τον ένα αστυνομικό τον σκότωσε επί τόπου και τον άλλο τον τραυμάτισε θανάσιμα. Στρίβοντας στην επόμενη γωνία νόμιζε πως είχε γλυτώσει. Όταν όμως είδε τα τέσσερα περιπολικά και τους είκοσι περίπου αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους, έπαψε πια να το νομίζει. (Φαίνεται πως οι δύο πρώτοι πρόλαβαν να ειδοποιήσουν τους υπόλοιπους με τον ασύρματο). Η δίκη έγινε σε δέκα μέρες. Οι πολύ σοβαρές κατηγορίες: φόνος δύο αστυνομικών, ληστεία τράπεζας, δεν άφηναν περιθώριο για επιείκεια. Δεν μπορούσες να διακρίνεις ούτε τον παραμικρό δισταγμό στη φωνή του δικαστή όταν ανακοίνωσε την ποινή: "εις θάνατον". Η εκτέλεση θα γινόταν σε δύο εβδομάδες. Τον μετέφεραν στην πτέρυγα της φυλακής που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους. Απ' το παράθυρο του κελλιού του έβλεπε την αυλή της φυλακής. Αμέσως παρατήρησε ένα σημείο στον απέναντι τοίχο της αυλής, που ήταν κατατρυπημένο από σφαίρες. Εκεί - σκέφτηκε - κάποτε γίνονταν εκτελέσεις. Το επόμενο κιόλας πρωί διόρθωσε τη σκέψη του. Εκεί γίνονταν εκτελέσεις ακόμα και τώρα! Δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του βλέποντας το απόσπασμα να κατευθύνεται προς τον τοίχο. Ήταν οχτώ οπλίτες. Περπατούσαν σε δυάδες. Δύο εμπρός και δύο πίσω. Στη μέση ήταν ο κατάδικος. Φαινόταν από μακρυά ότι τα πόδια του είχαν παραλύσει απ' το φόβο. Δίπλα του περπατούσε ένας ιερέας. Κρατούσε μια βίβλο στα χέρια του και μιλούσε συνεχώς στον κατάδικο. Πλάι στους υπόλοιπους ήταν ένας αξιωματικός που έδινε διάφορα παραγγέλματα.
Όταν έφθασαν στον τοίχο, έστησαν το μελλοθάνατο σ' ένα σημείο και του έδεσαν τα μάτια. Παρατάχθηκαν στη σειρά απέναντι του. Ο ιερέας του είπε μερικά τελευταία λόγια και απομακρύνθηκε. Ο αξιωματικός έδωσε με δυνατή φωνή μερικά παραγγέλματα. Οι άντρες σήκωσαν τα όπλα, όπλισαν, σκόπευσαν, πυροβόλησαν συγχρόνως και έκαναν κόσκκινο τον κατάδικο. Ύστερα ξανασχημάτισαν δυάδες και απομακρύνθηκαν με ρυθμικό βήμα. Ο ιερέας πήγε πάνω από το νεκρό και μουρμούρισε κάτι κοιτώντας προς τον ουρανό. Μετά, δύο άντρες που στέκονταν παράμερα και παρακολουθούσαν όλη αυτή την ώρα, έβαλαν το νεκρό σ' ένα καρότσι και τον πήραν μακριά απ' τον τοίχο, χωρίς όμως – αυτοί - να κοιτάξουν καθόλου προς τον ουρανό. Πραγματικά δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. ΄Ηξερε βέβαια ότι τελευταία οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες για τους βαρυποινίτες, αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι οι εκτελέσεις θα γίνονταν μπροστά στα μάτια των μελλοθανάτων. Είχε κλονιστεί πολύ. Και μετά από δύο μέρες έγινε κι άλλη εκτέλεση και μετά κι άλλη κι άλλη. Οι δύο εβδομάδες πέρασαν κι έφθασε η προηγουμένη της δικής του εκτέλεσης. Όλη την ημέρα περπατούσε πέρα δώθε στο κελλί με το μυαλό του γεμάτο ασυνάρτητες σκέψεις. Το βράδυ τον βρήκε κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Εντελώς μηχανικά κοιτούσε τους τοίχους, το πάτωμα, το ταβάνι, το παράθυρο, την πόρτα. Καθώς η ώρα περνούσε, άρχισε να προσέχει τις λεπτομέρειες. Τις ζωγραφιές με κιμωλία στους τοίχους, την υγρασία στο πάτωμα, τις ξεφτισμένες μπογιές στο ταβάνι, τα κάγγελα στο παράθυρο, τη μεταλλική επένδυση στην πόρτα.................τη μεταλλική επένδυση στην πόρτα!!!... Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στη μεταλλική επένδυση της πόρτας, ενώ στο μυαλό του είχε καρφωθεί μια σκηνή από μια κινηματογραφική ταινία - ένα γουέστερν. Ο ήρωας στην ταινία αυτή, έφτιαξε ένα μεταλλικό θώρακα και τον έκρυψε στο στήθος του, κάτω από τα ρούχα του. Όταν οι αντίπαλοι του τον πυροβόλησαν, αυτός προσποιήθηκε ότι πέθανε, οι άλλοι το πίστεψαν και έτσι γλύτωσε. Άκουγε τώρα μέσα του δύο φωνές. Η μία του 'λεγε: "Δεν είναι δυνατόν! Σοβαρέψου! Αυτά συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο!" και η άλλη: "Οπωσδήποτε! Έχεις πιθανότητες! Η τελευταία σου ελπίδα!" Και σε λίγο η δεύτερη φωνή είχε γίνει πολύ δυνατότερη και είχε σκεπάσει εντελώς την πρώτη. Όρμησε προς την πόρτα. Με μια γρήγορη ματιά διαπίστωσε πως δεν ήταν αδύνατον να βγάλει την επένδυση. Δύσκολο ναι, αλλά όχι αδύνατο! Προσπάθησε να ξεβιδώσει την πρώτη βίδα. Με τα χέρια! Δεν είχε κανένα εργαλείο. Ήταν στ' αλήθεια πολύ δύσκολο. Τα χέρια του μάτωσαν. Η βίδα όμως κινήθηκε και σε λίγο ξεβίδωσε. Πήρε θάρρος και συνέχισε. "Δούλευε" πυρετωδώς. Είχε μουσκέψει στον ιδρώτα. Οι βίδες αργά αλλά σταθερά, έβγαιναν μία-μία. Έβγαλε και την τελευταία. Ξεκόλλησε την επένδυση. Ήταν μια εύκαμπτη αλλά ανθεκτική λαμαρίνα. Τη δίπλωσε μερικές φορές. Έφτιαξε ένα θώρακα που σίγουρα οι σφαίρες δεν τον περνούσαν. Τον έκρυψε κάτω από τα ρούχα του. Σωριάστηκε αποκαμωμένος στο πάτωμα. Ξημέρωνε.........
Όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο σίγουρος ότι θα γλυτώσει. Αρκεί που δεν θα πέθαινε την ώρα που θα τον πυροβολούσε το απόσπασμα. Μετά κάποιο τρόπο θα έβρισκε. Σίγουρα. ΣΙΓΟΥΡΑ! Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο αξιωματικός και ο ιερέας, με δυσκολία έκρυψε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης. Τον κατέβασαν στην αυλή και οι οπλίτες τον περιστοίχισαν. Το απόσπασμα ξεκίνησε προς τον τοίχο. Ο παπάς δίπλα του, του έλεγε διάφορα τα οποία αυτός δεν άκουγε. Μόνο κουνούσε που και που καταφατικά το κεφάλι του. Αισθανόταν μιαν ανεξήγητη ευφορία. Είχαν τώρα πλησιάσει στον τοίχο όταν έφθασε μπερδεμένα στ' αυτιά του, η φωνή του αξιωματικού που είπε "Στροφή" ή κάτι τέτοιο. Και τότε αυτοί που προπορεύονταν άρχισαν να στρίβουν και ύστερα έστριψαν κι οι υπόλοιποι κι αναγκάστηκε κι αυτός να τους ακολουθήσει. Η πορεία τους είχε αλλάξει. Είχαν γυρίσει τις πλάτες τους προς τον τοίχο. Τί συνέβαινε; Δε μπορούσε να καταλάβει. Μπήκαν σ' ένα τμήμα της αυλής που δε μπορούσε να το δει από το παράθυρο του. Συνέχισαν να προχωρούν. Είχαν πια αφήσει πίσω τους τον τοίχο των εκτελέσεων. Κατευθύνονταν στο βάθος αυτού του τμήματος της αυλής. Εκεί όπου ήταν στημένη μια μεγάλη κρεμάλα.
Όταν έφθασαν στον τοίχο, έστησαν το μελλοθάνατο σ' ένα σημείο και του έδεσαν τα μάτια. Παρατάχθηκαν στη σειρά απέναντι του. Ο ιερέας του είπε μερικά τελευταία λόγια και απομακρύνθηκε. Ο αξιωματικός έδωσε με δυνατή φωνή μερικά παραγγέλματα. Οι άντρες σήκωσαν τα όπλα, όπλισαν, σκόπευσαν, πυροβόλησαν συγχρόνως και έκαναν κόσκκινο τον κατάδικο. Ύστερα ξανασχημάτισαν δυάδες και απομακρύνθηκαν με ρυθμικό βήμα. Ο ιερέας πήγε πάνω από το νεκρό και μουρμούρισε κάτι κοιτώντας προς τον ουρανό. Μετά, δύο άντρες που στέκονταν παράμερα και παρακολουθούσαν όλη αυτή την ώρα, έβαλαν το νεκρό σ' ένα καρότσι και τον πήραν μακριά απ' τον τοίχο, χωρίς όμως – αυτοί - να κοιτάξουν καθόλου προς τον ουρανό. Πραγματικά δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. ΄Ηξερε βέβαια ότι τελευταία οι συνθήκες ήταν πολύ άσχημες για τους βαρυποινίτες, αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι οι εκτελέσεις θα γίνονταν μπροστά στα μάτια των μελλοθανάτων. Είχε κλονιστεί πολύ. Και μετά από δύο μέρες έγινε κι άλλη εκτέλεση και μετά κι άλλη κι άλλη. Οι δύο εβδομάδες πέρασαν κι έφθασε η προηγουμένη της δικής του εκτέλεσης. Όλη την ημέρα περπατούσε πέρα δώθε στο κελλί με το μυαλό του γεμάτο ασυνάρτητες σκέψεις. Το βράδυ τον βρήκε κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Εντελώς μηχανικά κοιτούσε τους τοίχους, το πάτωμα, το ταβάνι, το παράθυρο, την πόρτα. Καθώς η ώρα περνούσε, άρχισε να προσέχει τις λεπτομέρειες. Τις ζωγραφιές με κιμωλία στους τοίχους, την υγρασία στο πάτωμα, τις ξεφτισμένες μπογιές στο ταβάνι, τα κάγγελα στο παράθυρο, τη μεταλλική επένδυση στην πόρτα.................τη μεταλλική επένδυση στην πόρτα!!!... Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στη μεταλλική επένδυση της πόρτας, ενώ στο μυαλό του είχε καρφωθεί μια σκηνή από μια κινηματογραφική ταινία - ένα γουέστερν. Ο ήρωας στην ταινία αυτή, έφτιαξε ένα μεταλλικό θώρακα και τον έκρυψε στο στήθος του, κάτω από τα ρούχα του. Όταν οι αντίπαλοι του τον πυροβόλησαν, αυτός προσποιήθηκε ότι πέθανε, οι άλλοι το πίστεψαν και έτσι γλύτωσε. Άκουγε τώρα μέσα του δύο φωνές. Η μία του 'λεγε: "Δεν είναι δυνατόν! Σοβαρέψου! Αυτά συμβαίνουν μόνο στον κινηματογράφο!" και η άλλη: "Οπωσδήποτε! Έχεις πιθανότητες! Η τελευταία σου ελπίδα!" Και σε λίγο η δεύτερη φωνή είχε γίνει πολύ δυνατότερη και είχε σκεπάσει εντελώς την πρώτη. Όρμησε προς την πόρτα. Με μια γρήγορη ματιά διαπίστωσε πως δεν ήταν αδύνατον να βγάλει την επένδυση. Δύσκολο ναι, αλλά όχι αδύνατο! Προσπάθησε να ξεβιδώσει την πρώτη βίδα. Με τα χέρια! Δεν είχε κανένα εργαλείο. Ήταν στ' αλήθεια πολύ δύσκολο. Τα χέρια του μάτωσαν. Η βίδα όμως κινήθηκε και σε λίγο ξεβίδωσε. Πήρε θάρρος και συνέχισε. "Δούλευε" πυρετωδώς. Είχε μουσκέψει στον ιδρώτα. Οι βίδες αργά αλλά σταθερά, έβγαιναν μία-μία. Έβγαλε και την τελευταία. Ξεκόλλησε την επένδυση. Ήταν μια εύκαμπτη αλλά ανθεκτική λαμαρίνα. Τη δίπλωσε μερικές φορές. Έφτιαξε ένα θώρακα που σίγουρα οι σφαίρες δεν τον περνούσαν. Τον έκρυψε κάτω από τα ρούχα του. Σωριάστηκε αποκαμωμένος στο πάτωμα. Ξημέρωνε.........
Όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο σίγουρος ότι θα γλυτώσει. Αρκεί που δεν θα πέθαινε την ώρα που θα τον πυροβολούσε το απόσπασμα. Μετά κάποιο τρόπο θα έβρισκε. Σίγουρα. ΣΙΓΟΥΡΑ! Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα ο αξιωματικός και ο ιερέας, με δυσκολία έκρυψε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης. Τον κατέβασαν στην αυλή και οι οπλίτες τον περιστοίχισαν. Το απόσπασμα ξεκίνησε προς τον τοίχο. Ο παπάς δίπλα του, του έλεγε διάφορα τα οποία αυτός δεν άκουγε. Μόνο κουνούσε που και που καταφατικά το κεφάλι του. Αισθανόταν μιαν ανεξήγητη ευφορία. Είχαν τώρα πλησιάσει στον τοίχο όταν έφθασε μπερδεμένα στ' αυτιά του, η φωνή του αξιωματικού που είπε "Στροφή" ή κάτι τέτοιο. Και τότε αυτοί που προπορεύονταν άρχισαν να στρίβουν και ύστερα έστριψαν κι οι υπόλοιποι κι αναγκάστηκε κι αυτός να τους ακολουθήσει. Η πορεία τους είχε αλλάξει. Είχαν γυρίσει τις πλάτες τους προς τον τοίχο. Τί συνέβαινε; Δε μπορούσε να καταλάβει. Μπήκαν σ' ένα τμήμα της αυλής που δε μπορούσε να το δει από το παράθυρο του. Συνέχισαν να προχωρούν. Είχαν πια αφήσει πίσω τους τον τοίχο των εκτελέσεων. Κατευθύνονταν στο βάθος αυτού του τμήματος της αυλής. Εκεί όπου ήταν στημένη μια μεγάλη κρεμάλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου