Το παραμύθι του γέρο Μυλωνά
Τα παραμύθια της Άννας γράφτηκαν για τη μικρή Αννούλα και στολίστηκαν με εικόνες και σχέδια και ζωγραφιές και δέθηκαν σε βιβλία και της χαρίσθηκαν "για να τα διαβάζει όταν θα μεγαλώσει". Και έλα που μεγάλωσε και μπορεί (αν είναι δυνατόν!) πια να τα διαβάζει.
Δημοσιεύονται εδώ με τη συγκτάθεση που αισθάνομαι θα μου έδινε άμα τη ρωτούσα.
Ο γέρο Μυλωνάς, γελαστός όπως πάντα και στρουμπουλός όπως πάντα, καθόταν κάθε απόγευμα στον αγαπημένο του ξύλινο πάγκο που ήταν ακουμπισμένος στον πέτρινο τοίχο του μύλου του.
Ήταν εκείνη την ώρα πασπαλισμένος με αλεύρι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από τη δουλειά όλης της μέρας. Καθόταν λοιπόν εκεί άσπρος άσπρος και στήριζε την πλάτη του στον τοίχο κι ένοιωθε τις πέτρες του τοίχου ζεστές γιατί τις πύρωνε ο ήλιος όλη τη μέρα.
Έπαιρνε τότε την αγαπημένη του πήλινη πίπα, τη γέμιζε καπνό, την άναβε και κάπνιζε, κοίταζε κάτω τον κάμπο και σκεφτόταν. Έτσι έκανε κι ο πατέρας του, έτσι και παππούς του και ο πατέρας του παππού του και ο παππούς του παππού του και ο παππούς του παππού του παππού του. Γιατί όλοι του οι πρόγονοι ήταν κι αυτοί μυλωνάδες και δούλευαν όλοι σε αυτόν τον ίδιο μύλο. Και μετά τη δουλειά κάθονταν έξω από το μύλο, κάπνιζαν την πίπα τους, κοίταζαν τον κάμπο και σκέφτονταν.
Έβλεπε όλον τον κάμπο από τη θέση που καθόταν. Γιατί ο μύλος ήταν χτισμένος ψηλά στην πλαγιά του βουνού δίπλα στον καταρράκτη που το νερό του καθώς έπεφτε γύριζε τη μεγάλη ρόδα του μύλου. Έβλεπε τα χωράφια με το στάρι που όπως ο αέρας φύσαγε τα στάχυα, μοιάζανε με θάλασσα με κύματα. Μια θάλασσα που άλλαζε χρώματα, πράσινο – κίτρινο ανάλογα με την εποχή.
Το ρυάκι που γινόταν καταρράκτης στο σημείο που ήταν ο μύλος χτισμένος, συνέχιζε μετά και συναντούσε κι άλλα ρυάκια και γινόταν ποτάμι που διέσχιζε τον κάμπο. Από αυτό παίρνανε νερό οι γεωργοί και πότιζαν τα στάρια τους. Και στη μέση του κάμπου με τα χωράφια του σταριού, ήταν τα περιβόλια. Χωράφια με δέντρα με φρούτα (πορτοκαλιές, μανταρινιές, κερασιές, μηλιές και πολλά άλλα) και χωράφια με λαχανικά (λάχανα, κουνουπίδια, καρότα, κρεμμυδάκια και πολλά άλλα). Τα περιβόλια σχημάτιζαν ένα κύκλο που από τη μέση του περνούσε το ποτάμι.
Στη μέση του κύκλου με τα περιβόλια ήταν πόλη. Έτσι όπως ήταν τα σπίτια της χτισμένα σχημάτιζαν κι αυτά ένα κύκλο και βέβαια από τη μέση και αυτού του κύκλου, από τη μέση της πόλης δηλαδή, περνούσε το ποτάμι. Στην πόλη λοιπόν αυτή κατοικούσαν οι γεωργοί της περιοχής, οι ιδιοκτήτες των σταροχώραφων, οι πελάτες του γέρο μυλωνά.
Αυτοί ήταν που έρχονταν κάθε μέρα στο μύλο με τα ζώα τους φορτωμένα με τσουβάλια στάρι και τά ’διναν στο γέρο Μυλωνά. Αυτοί κάθονταν μετά στη σκιά των δέντρων, έπιναν σιγά σιγά το κρασάκι που είχαν φέρει μαζί τους και περίμεναν το Μυλωνά να τελειώσει τη δουλειά του. Χανότανε μέσα στο μύλο ο Μυλωνάς και μετά από λίγο άρχιζε να ακούγεται ο θόρυβος από τις μυλόπετρες που γύριζαν και έτριβαν το στάρι. Ύστερα από τα μικρά παράθυρα του μύλου έβλεπαν κάθε τόσο να βγαίνει λίγη από την άσπρη σκόνη του αλευριού και να σκορπίζεται στον αέρα. Έτσι λοιπόν περίμεναν ακούγοντας το νερό του καταρράκτη να πέφτει, την ξύλινη μεγάλη ρόδα γυρίζει και τις μυλόπετρες μέσα από το μύλο να γυρίζουν κι αυτές. Και βέβαια άκουγαν και το τραγούδι του Μυλωνά που συνήθιζε πάντα να δουλεύει τραγουδώντας, σημάδι σίγουρο πως του άρεσε η δουλειά του.
Έτσι πέρναγαν οι ώρες και όταν ο ήλιος άρχισε να δύει φαινότανε ο Μυλωνάς στην πόρτα του μύλου γελαστός και στρουμπουλός όπως πάντα και πασπαλισμένος με αλεύρι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ήξεραν τότε πως η δουλειά είχε τελειώσει και μόλις τους έκανε νόημα έμπαιναν ένας ένας μέσα στο μύλο. Ήταν εκεί γεμάτα τα τσουβάλια με το αλεύρι που ακόμα δεν τά’χε κλείσει ο Μυλωνάς. Ήταν το αλεύρι λευκό, κατάλευκο και ψιλό ψιλό τόσο που ούτε να βήξουν, ούτε να φταρνιστούν τολμούσαν και ανέπνεαν σιγά σιγά, γιατί νόμιζες ότι με το παραμικρό φύσημα θα σκόρπαγε όλο γύρω γύρω και τα τσουβάλια θα άδειαζαν. Τόσο φίνο ήταν το αλεύρι. Κάθονταν λοιπόν εκεί και σχολίαζαν τι σπουδαίο αλεύρι τους είχε φτιάξει ο μυλωνάς, πόσο άσπρο ήτανε και τι ωραίο άσπρο ψωμί θα φτιαχνότανε με αυτό το αλεύρι, «το καλύτερο της χώρας» και τι τυχερός που ήτανε ο τόπος που είχε τέτοιο Μυλωνά καλό, όπως και ο πατέρας του και ο παππούς του………. «Συγχαρητήρια!», «Μπράβο!», «Εύγε!», «Ευχαριστούμε πολύ». Τέτοια έλεγαν στο Μυλωνά κι αυτός χαμογελούσε και φούσκωνε από υπερηφάνεια.Μετά σφραγίζανε τα τσουβάλια, πληρώνανε το μυλωνά για τον κόπο του, φορτώνανε τα ζώα και άρχιζαν να κατηφορίζουν σιγά σιγά για τον κάμπο…..για την πόλη.
Τότε λοιπόν, όπως είπαμε και στην αρχή, καθόταν ο γέρο Μυλωνάς στον ξύλινο πάγκο, κάπνιζε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν όλα αυτά που είπαμε ως τώρα, σκεφτόταν με άλλα λόγια τη ζωή του και δεν τον κούραζε καθόλου που σκεφτόταν κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Γιατί πολύ απλά του άρεσε η ζωή που έκανε, του άρεσε η δουλειά του και οι μέρες και τα χρόνια πέρναγαν ήσυχα, ευχάριστα, χωρίς προβλήματα.
Χμμμμ!….Όλα αυτά είχαν όμως αλλάξει τον τελευταίο καιρό.
Άλλαξαν από τη στιγμή που ο βασιλιάς της περιοχής που ήταν μεγάλος πολύ στην ηλικία αποφάσισε πως κουράστηκε πια να κυβερνά και έπρεπε να σταματήσει και στη θέση του να συνεχίσει ο νεαρός γιος του. Έτσι κι έγινε. Ο νεαρός βασιλιάς είχε ζήσει για πολλά χρόνια ταξιδεύοντας σε ξένες χώρες. Εκεί είχε σπουδάσει και είχε μάθει γράμματα πολλά και όλοι το ήξεραν πως ήτανε πολύ μορφωμένος. Φαίνεται όμως πως τα πολλά γράμματα του κάνανε και κακό – έτσι έλεγαν οι γεωργοί – γιατί με το που πήρε τη θέση του βασιλιά άρχισε να προσπαθεί να εφαρμόσει όσα πράγματα είχε μάθει.
Έβγαζε λόγους στους γεωργούς, έδινε διαταγές και οδηγίες, έστελνε τους αξιωματικούς του στην εκκλησία, στην αγορά και στα σπίτια να μοιράζουνε φυλλάδια. «Μια Νέα Εποχή αρχίζει» έλεγε ο νεαρός άρχοντας. «Όλα θα αλλάξουν, τίποτα δε θα γίνεται όπως παλιά. Θα γίνουμε σύγχρονοι και μοντέρνοι».
Και πράγματι όλα ήθελε να τα αλλάξει. Όλα όσα ήξεραν τόσα και τόσα χρόνια οι γεωργοί και τα έκαναν με τον ίδιο τρόπο όπως τα είχαν μάθει από τους μεγαλύτερους, έπρεπε τώρα να τα ξεχάσουν και να μάθουν από την αρχή να τα κάνουν με διαφορετικό τρόπο. Σε κανέναν δεν πολυάρεσαν αυτές οι αλλαγές. Όμως δε μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Αφού έτσι διέταζε ο βασιλιάς έπρεπε αυτοί να υπακούσουν και έτσι έκαναν.
Ο γέρο Μυλωνάς όμως είχε πρόβλημα μεγάλο. Γιατί μια μέρα ο νεαρός βασιλιάς μιλώντας στους γεωργούς για διάφορα θέματα, είπε και το εξής:
- …και το θέμα της διατροφής είναι επίσης πολύ σημαντικό και πρέπει και σε αυτό το θέμα οι συνήθειες μας να αλλάξουν. Πρέπει να κάνουμε όλοι «Υγιεινή Διατροφή» όπως λένε και οι επιστήμονες που γνώρισα όταν ήμουνα στο εξωτερικό. Για να είμαστε υγιείς, δυνατοί και να ζήσουμε όλοι πολλά χρόνια. Για να κάνουμε υγιεινή διατροφή πρέπει να τρώμε υγιεινές και όχι βλαβερές τροφές. Για παράδειγμα παρατήρησα ότι όλοι τρώνε ψωμί άσπρο κάτασπρο. Αυτό είναι λάθος και απαράδεκτο. Όλοι ξέρουν ότι υγιεινό ψωμί είναι το μαύρο ψωμί και αυτό πρέπει να τρώμε. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό. Από εδώ και πέρα πρέπει να τρώμε όλοι μαύρο ψωμί. Είπα και εμίλησα!Πήγαν λοιπόν την άλλη μέρα οι άνθρωποι στο μύλο, βρήκαν το Μυλωνά και του είπαν τι είχε γίνει και του ζήτησαν από εδώ και πέρα να τους φτιάχνει το αλεύρι έτσι που το ψωμί γίνεται μαύρο. Αυτά είπαν οι γεωργοί στο Μυλωνά και έφυγαν. Κι ο γέρο Μυλωνάς για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια έχασε το κέφι του και το χαμόγελο του. Πώς θα το έλυνε το πρόβλημα αυτό; Αυτός που το είχε καμάρι που έβγαζε τόσο άσπρο το αλεύρι όσο άλλος κανείς. Πώς τώρα θα έβγαζε αλεύρι μαύρο για να φτιάχνουν και να τρώνε οι άνθρωποι μαύρο το ψωμί; Δεν ήξερε τί να κάνει. Ξύπναγε το πρωί και δεν είχε δουλειά αφού πια οι άνθρωποι δεν του έφερναν στάρι για να το αλέσει. Δεν είχε όρεξη να κάτσει στον πάγκο του τον ξύλινο, τον αγαπημένο ούτε και να καπνίσει την πίπα του την πήλινη, την αγαπημένη. Αυτό που έκανε ήταν περίπατοι μεγάλοι, πότε στο βουνό πάνω από το μύλο, πότε στον κάμπο δίπλα στο ποτάμι, πότε στα δρομάκια πού ‘χανε φτιάξει οι γεωργοί μέσα στα σταροχώραφα.
Περπάταγε και περπάταγε, σκεφτότανε και σκεφτότανε το πρόβλημα του το μεγάλο αλλά άκρη δεν έβγαζε κι είχε αρχίσει να τον πιάνει απογοήτευση μεγάλη.
Ώσπου μια μέρα………….λίγο πριν δύσει ο ήλιος, εκεί που περπάταγε μέσα στα σταροχώραφα και χάζευε τους λίγους ανθρώπους εδώ κι εκεί που δούλευαν ακόμα, έτυχε ένας από αυτούς να δουλεύει στην άκρη του χωραφιού, δίπλα στο δρόμο κι ο Μυλωνάς πέρασε από κοντά του. Στην αρχή έβλεπε μόνο την πλάτη του όταν όμως πλησίασε περισσότερο είδε και το πρόσωπο του και τότε ο γέρο Μυλωνάς σταμάτησε απότομα, γούρλωσε τα μάτια του και άνοιξε το στόμα του δυο πιθαμές και έτσι έμεινε να κοιτάει τον εργάτη. Αστείος που ήτανε!
Τί ήτανε όμως αυτό που είχε ξαφνιάσει τόσο το γέρο Μυλωνά; Πολύ απλά, βλέποντας τον εργάτη αυτόν του ήρθε μια ιδέα φοβερή για το πώς θα έλυνε το πρόβλημα του. Και τί το ξεχωριστό είχε ο εργάτης αυτό κι έκανε την ιδέα τη φοβερή να μπει μες στο κεφάλι του Μυλωνά; Πολύ απλά, ήταν μαύρος!
- Και τί με αυτό; θα με ρωτήσετε.
Ούτε κι εγώ δεν ξέρω! Ας δούμε παρακάτω τί σκέφτηκε ο Μυλωνάς. Όταν λοιπόν συνήλθε λίγο από το ξάφνιασμα της ιδέας της καλής που τόσο απότομα του είχε έρθει, πλησίασε λίγο ακόμα και φώναξε στον εργάτη.
- Εεεε! Για έλα εδώ εσύ!
Ο εργάτης σταμάτησε τη δουλειά του, έβαλε το δικρυάνι του στο ώμο και γρήγορα γρήγορα πλησίασε και στάθηκε μπροστά στο γέρο μυλωνά. Καθόταν εκεί χαμογελαστός και περίμενε να δει τί ήθελε ο άνθρωπος αυτός.
Τον ρώτησε λοιπόν ο Μυλωνάς:
- Πώς σε λένε παιδί μου;
Και απάντησε ο μαύρος:
- Τόμ κύριε.
- Και δε μου λες Τομκύριε, είσαι ευχαριστημένος από τη δουλειά σου εδώ στα χωράφια; Το αφεντικό σου σε πληρώνει καλά;
- Α! Μάλιστα κύριε, μάλιστα! Είμαι πολύ ευχαριστημένος και πληρώνομαι πολύ καλά. Μισό καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο φακές και δυο κρεμμύδια κάθε μέρα. Την Κυριακή λαχανόσουπα και δυο μπουκάλια μπύρα. Ρούχα και παπούτσια, τα παλιά των γιών του αφεντικού. Και στο τέλος του μήνα παίρνω και το μισθό μου, 30 ολόκληρες δραχμές. Μάλιστα! Όπως βλέπετε κύριε έχω κάθε λόγο να είμαι ευχαριστημένος και δεν αφήνω τη δουλειά και το αφεντικό μου με τίποτα. Αλλά, αν επιτρέπεται, γιατί ρωτάτε παρακαλώ;
- Γιατί Τομκύριε, του είπε ο Μυλωνάς, σκεφτόμουν να σου πω να έρθεις μαζί μου να δουλέψεις με 100 δραχμές το μήνα. Αλλά αφού είναι έτσι και είσαι τόσο ευχαριστημένος άστο, δεν πειράζει. Λοιπόν, άντε καλό βράδυ!
Τότε ο μαύρος άφησε το δικρυάνι του κάτω, κούμπωσε το πουκάμισο του, έφτιαξε το καπέλο του το ψάθινο, πήγε και στάθηκε δίπλα στο Mυλωνά και του είπε:
- Και πότε αρχίζουμε δουλειά αφεντικό;
Ξεκίνησαν μαζί για το μύλο. Όταν έφθασαν εκεί είχε βραδιάσει. Έφαγαν λιγάκι και μετά ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Όμως ο μόνος που κοιμήθηκε το βράδυ εκείνο ήταν ο Τομ. Κοιμήθηκε του καλού καιρού, όπως λέμε και μάλιστα ροχάλιζε δυνατά. Ο γέρο Μυλωνάς δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Στριφογύριζε στο κρεββάτι του όλη τη νύχτα. Δε μπορούσε να κοιμηθεί γιατί είχε αγωνία μεγάλη. Περίμενε να ξημερώσει για να κάνει δοκιμή, να δει αν η ιδέα που είχε σκεφτεί ήταν σωστή και αν θα έλυνε τελικά το πρόβλημα του. Πριν ακόμα βγει η ήλιος σηκώθηκε, ντύθηκε, πήγε και ξύπνησε τον Τομ και του είπε να ετοιμαστεί γιατί σε λίγο ξεκινούσαν τη δουλειά.
O Toμ, ο καλός εργάτης, δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου παρά σηκώθηκε αμέσως χαμογελώντας. Άρχισε τότε ο γέρο Μυλωνάς να εξηγεί στον Τομ πώς γίνεται το άλεσμα του σταριού, πώς δουλεύουν τα μηχανήματα του μύλου, τί πρέπει να προσέχει. Κι αφού του εξήγησε τη δουλειά και τα μυστικά της πήγε και βρήκε σε μια γωνιά του μύλου μισό τσουβαλάκι στάρι και το έδωσε στον Τομ και του είπε:
- Και τώρα Τομκύριε θα κάνουμε μια δοκιμή να δούμε αν κατάλαβες τις οδηγίες που σου έδωσα. Εγώ θα κάθομαι και θα σε βλέπω αν τα κάνεις όλα όπως πρέπει. Μπορείς να ξεκινήσεις.
Και ξεκίνησε ο Τομ. Κι ο Μυλωνάς κοιτούσε. Κοιτούσε από τη μια πώς δούλευε ο Τομ κι από την άλλη η αγωνία του μεγάλωνε και μεγάλωνε να δει τί θα γίνει στο τέλος! Όλα σωστά, ολόσωστα τα έκανε ο Τομ, όμως η καρδιά του γέρο Μυλωνά πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Και όταν ήρθε η ώρα να αρχίσει να βγαίνει το αλεύρι, πλησίασε και έσκυψε στο σημείο εκείνο, φύσαγε και ξεφύσαγε, σκούπιζε με το μαντίλι του τον ιδρώτα από το μέτωπο του και κοίταζε………και κοίταζε.
Νά’το που βγήκε το πρώτο αλεύρι! Ψιλό ψιλό, απαλό και φίνο όπως πάντα. Αλλά στο χρώμα; Το αλεύρι ήταν μαύρο!!!
- ΖΗΗΗΤΩΩΩΩΩΩ!!!!!, φώναξε με όλη του τη δύναμη ο γέρο Μυλωνάς. ΖΗΗΗΤΩΩΩΩΩΩ!!! και πέταξε το σκούφο του ψηλά και γέλαγε δυνατά. ΖΗΤΩ!, ΖΗΤΩ!, πέτυχε!, φώναζε ο Μυλωνάς και χοροπηδούσε γύρω από τις μυλόπετρες και ανάμεσα στα μηχανήματα. Και έπαιρνε χούφτες το μαύρο αλεύρι και το σκόρπιζε ψηλά στον αέρα και όλο γελούσε…..γελούσε.
Γελούσε και ο Τομ που έβλεπε το αφεντικό του τόσο ευχαριστημένο. Πήγε ο Μυλωνάς κοντά του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και στα δυο του μάγουλα και σφίγγοντας το χέρι του, του είπε:
- Δουλεύει Τομκύριε, δουλεύει! Το βλέπεις που δουλεύει; Ήταν η ιδέα μου σωστή. Το βλέπεις Τομκύριε; Μαύρο το αλεύρι, μαύρο!- ΜΑΥΡΟ ΤΟ ΑΛΕΥΡΑΚΙ, ΜΑΥΡΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!, άρχισε να τραγουδά με δυνατή φωνή ο Μυλωνάς και να χοροπηδάει πάλι γύρω γύρω μες στο μύλο, όλο χαρά, όλο ευτυχία.Γιατί την είχε βρει τη λύση στο πρόβλημα του και ήταν η ιδέα του σωστή.Πιστεύω πως τώρα καταλάβαμε όλοι την ιδέα που ήρθε στο Μυλωνά όταν είδε τον Τομ να δουλεύει στο χωράφι. Σκέφτηκε: «Μαύρος ο Μυλωνάς, μαύρο και το αλεύρι». Τόσο απλό! Και τόσο έξυπνο! Και νά’το που στην πραγματικότητα γινόταν έτσι όπως το είχε σκεφτεί. Όταν πέρασε λίγο η ώρα και ηρέμησε κάπως ο Μυλωνάς, γέμισε ένα σακούλι με μαύρο αλεύρι, το έδωσε στον Τομ και του είπε:
- Πάρε αυτό Τομκύριε και πήγαινε στην πόλη. Θα λες στους ανθρώπους: «Είμαι ο βοηθός του Μυλωνά. Μου παρήγγειλε να σας πω ότι είναι έτοιμος και από αύριο σας περιμένει στο μύλο με το στάρι σας». Και θα ανοίγεις το σακούλι και θα τους δείχνεις. Αυτοί θα καταλάβουν. Εντάξει;- Εντάξει κύριε, είπε ο Τομ.- Άντε τότε στο καλό, είπε ο Μυλωνάς.Ξεκίνησε λοιπόν ο Τομ και γύρισε μετά από ώρες πολλές, το βράδυ.
- Τους τό’πες; τον ρώτησε ο Μυλωνάς.- Μάλιστα κύριε, το είπα σε όλους, απάντησε ο Τομ.
- Μπράβο! Άντε λοιπόν τότε, πάμε να κοιμηθούμε γιατί αύριο μας περιμένει δουλειά πολύ.Έτσι είπε και έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε τις πυτζάμες του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν είχε περάσει ένα λεπτό καλά καλά και τον είχε πάρει ο ύπνος. Και παρατήρησε ο Τομ πως παρόλο που κοιμότανε βαθιά, χαμογελούσε. Έπεσε κι ο Τομ για ύπνο. Την άλλη μέρα από πρωί, πολύ πρωί άρχισαν να έρχονται οι γεωργοί με τα ζώα τους φορτωμένα τσουβάλια στάρι.- Καλώς τους! Καλώς τους!, έλεγε ο Μυλωνάς, και ξεφόρτωνε μαζί με τον Τομ τα τσουβάλια και τα κουβαλάγανε στο μύλο μέσα.Οι γεωργοί κάθισαν όπως συνήθιζαν κάτω από τη σκιά των δέντρων κι όταν ο Μυλωνάς αντί να μείνει μέσα στο μύλο και να ξεκινήσει τη δουλειά ήρθε και κάθισε μαζί τους, άρχισαν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον απορημένα. Αλλά ο Μυλωνάς χαμογελούσε. Ύστερα από λίγο άρχισε να ακούγεται ο θόρυβος από τις μυλόπετρες που γυρνούσαν. Και τότε κατάλαβαν πως στο μύλο δούλευε ο Τομ και φάνηκαν κάπως να ανησυχούν, αλλά ο Μυλωνάς τους έκανε ένα νόημα που σήμαινε «εντάξει! εντάξει! όλα πάνε καλά, έχετε υπομονή». Και πέρασε λιγάκι η ώρα, σηκώθηκε ο Μυλωνάς και πήγε μέχρι την πόρτα του μύλο και κοίταξε μέσα. Ύστερα γύρισε στους γεωργούς που τον παρακολουθούσαν και τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Πήγαν αυτοί έως την πόρτα.- Περάστε, τους είπε ο Μυλωνάς, περάστε μέσα να δείτε.Μπήκανε μέσα και είδανε τον Τομ να δουλεύει ιδρωμένος και χαμογελαστός.
- Ελάτε, είπε ο Μυλωνάς, ελάτε.Τους πήγε στο σημείο που έβγαινε το αλεύρι. Και είδαν οι γεωργοί με τα μάτια τους το αλεύρι στην ίδια την ποιότητα την εξαιρετική, όπως την ήξεραν, αλλά με χρώμα μαύρο! Με τέτοιο μαύρο αλεύρι θά ‘βγαινε και το ψωμί μαύρο. Ακριβώς όπως ο βασιλιάς το ζήτησε. Άρχισαν τότε πάλι όπως παλιά να λένε «συγχαρητήρια» στο Μυλωνά και «μπράβο», «εύγε», «ευχαριστούμε πολύ», «μας έσωσες» και τέτοια.Όλο χαρές και γέλια βγήκαν από το μύλο, κάθισαν πάλι στις σκιές κάτω από τα δέντρα οι γεωργοί κι ο Μυλωνάς μαζί. Έπιναν το κρασάκι τους, κουβέντιαζαν κι άκουγαν το νερό του καταρράκτη να πέφτει, την ξύλινη ρόδα του μύλου να γυρίζει, τις μυλόπετρες που άλεθαν το στάρι και τον Τομ που δούλευε και τραγουδούσε.Όταν άρχισε ο ήλιος να δύει πήραν τα τσουβάλια με το μαύρο αλεύρι, τα σφραγίσανε, τα φορτώσανε στα ζώα κι άρχισαν να κατηφορίζουν για τον κάμπο.….για την πόλη.
Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι πρωί πρωί με τα ζώα φορτωμένα στάρι. Και την άλλη μέρα πάλι. Και την άλλη. Κάθε μέρα έρχονταν τώρα στο μύλο όπως παλιά. Κάτω στην πόλη οι νοικοκυρές, οι φουρνάρηδες και οι ζαχαροπλάστες έπιασαν δουλειά αμέσως. Και δώστου ψωμιά: καρβέλια, φρατζόλες, κουλούρια κι ακόμα: παξιμάδια, κέικ, πίττες, γλυκά και τόσα άλλα να φτιάχνουν με το καινούριο αλεύρι και να μοσχοβολάει ο τόπος όλος. Και ξέρετε και κάτι; Ήταν όλα πολύ πολύ νόστιμα. Όλοι το λέγανε όταν δοκίμαζαν. Δεν άργησαν τα νέα να φτάσουν και στα αυτιά του νεαρού βασιλιά. Μόλις το άκουσε αυτός αμέσως διέταξε να του φέρουν μαύρο ψωμί να το δοκιμάσει. Μόλις δοκίμασε έκανε:
- Μμμμμ! Υπέροχο!Και είπε στους αυλικούς του:- Ορίστε κύριοι! Όπως σας το είχα πει. Μια Νέα Εποχή αρχίζει!Ζήτησε μετά να μάθει ποιός ήταν υπεύθυνος που είχαν οι οδηγίες του αρχίσει να εφαρμόζονται τόσο γρήγορα. Όλοι του είπαν για το γέρο Μυλωνά. Αποφάσισε τότε ο βασιλιάς να ανταμείψει τον υπάκουο και πιστό αυτό υπήκοο του και να δώσει δείπνο επίσημο προς τιμήν του. Έστειλε αμέσως τους απεσταλμένους να του δώσουν την πρόσκληση.Είπε ο γέρο Μυλωνάς στους αγγελιοφόρους:- Είναι τιμή μεγάλη για μένα. Να πείτε στον Μεγαλειότατο ότι τον ευχαριστώ πολύ και μετά χαράς θα έρθω.Το βράδυ εκείνο του δείπνου ο γέρο Μυλωνάς, με τη βοήθεια του Τομ, φόρεσε την επίσημη στολή της συντεχνίας των Μυλωνάδων που είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του και πήγε στο παλάτι.Η τελετή ήταν λαμπρή.Ο βασιλιάς έβαλε το Μυλωνά να κάτσει στα δεξιά του. Μετά έβγαλε λόγο και τού’δωσε συγχαρητήρια και είπε πως μακάρι όλοι να ακολουθούσαν το παράδειγμα το δικό του. Στο τέλος του καρφίτσωσε πάνω στη στολή το χρυσό παράσημο της πόλης που ήταν διάκριση πολύ μεγάλη. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν το γέρο Μυλωνά. Κι αυτός δάκρυζε από συγκίνηση και φούσκωνε από υπερηφάνεια.
Το χρυσό παράσημο το έβαλε σε κορνίζα και το κρέμασε σε ένα τοίχο στο μύλο πάνω από το γραφείο του και τό ‘βλεπε ο γέρο Μυλωνάς και χαιρόταν. Μα ακόμα πιο πολύ χαιρόταν γιατί όλα ήταν όπως πρώτα.
Και κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, ο γέρο Μυλωνάς με τον Τομ μαζί κάθονταν στον ξύλινο πάγκο έξω από τον μύλο, στήριζαν την πλάτη τους στον τοίχο, κοίταζαν κάτω τον κάμπο, σκέφτονταν και κάπνιζαν…..ο γέρο Μυλωνάς την αγαπημένη του ξύλινη πίπα και ο Τομ το ναργιλέ που είχε φέρει από τη μακρινή και εξωτική πατρίδα του.
Τα παραμύθια της Άννας γράφτηκαν για τη μικρή Αννούλα και στολίστηκαν με εικόνες και σχέδια και ζωγραφιές και δέθηκαν σε βιβλία και της χαρίσθηκαν "για να τα διαβάζει όταν θα μεγαλώσει". Και έλα που μεγάλωσε και μπορεί (αν είναι δυνατόν!) πια να τα διαβάζει.
Δημοσιεύονται εδώ με τη συγκτάθεση που αισθάνομαι θα μου έδινε άμα τη ρωτούσα.
Ο γέρο Μυλωνάς, γελαστός όπως πάντα και στρουμπουλός όπως πάντα, καθόταν κάθε απόγευμα στον αγαπημένο του ξύλινο πάγκο που ήταν ακουμπισμένος στον πέτρινο τοίχο του μύλου του.
Ήταν εκείνη την ώρα πασπαλισμένος με αλεύρι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από τη δουλειά όλης της μέρας. Καθόταν λοιπόν εκεί άσπρος άσπρος και στήριζε την πλάτη του στον τοίχο κι ένοιωθε τις πέτρες του τοίχου ζεστές γιατί τις πύρωνε ο ήλιος όλη τη μέρα.
Έπαιρνε τότε την αγαπημένη του πήλινη πίπα, τη γέμιζε καπνό, την άναβε και κάπνιζε, κοίταζε κάτω τον κάμπο και σκεφτόταν. Έτσι έκανε κι ο πατέρας του, έτσι και παππούς του και ο πατέρας του παππού του και ο παππούς του παππού του και ο παππούς του παππού του παππού του. Γιατί όλοι του οι πρόγονοι ήταν κι αυτοί μυλωνάδες και δούλευαν όλοι σε αυτόν τον ίδιο μύλο. Και μετά τη δουλειά κάθονταν έξω από το μύλο, κάπνιζαν την πίπα τους, κοίταζαν τον κάμπο και σκέφτονταν.
Έβλεπε όλον τον κάμπο από τη θέση που καθόταν. Γιατί ο μύλος ήταν χτισμένος ψηλά στην πλαγιά του βουνού δίπλα στον καταρράκτη που το νερό του καθώς έπεφτε γύριζε τη μεγάλη ρόδα του μύλου. Έβλεπε τα χωράφια με το στάρι που όπως ο αέρας φύσαγε τα στάχυα, μοιάζανε με θάλασσα με κύματα. Μια θάλασσα που άλλαζε χρώματα, πράσινο – κίτρινο ανάλογα με την εποχή.
Το ρυάκι που γινόταν καταρράκτης στο σημείο που ήταν ο μύλος χτισμένος, συνέχιζε μετά και συναντούσε κι άλλα ρυάκια και γινόταν ποτάμι που διέσχιζε τον κάμπο. Από αυτό παίρνανε νερό οι γεωργοί και πότιζαν τα στάρια τους. Και στη μέση του κάμπου με τα χωράφια του σταριού, ήταν τα περιβόλια. Χωράφια με δέντρα με φρούτα (πορτοκαλιές, μανταρινιές, κερασιές, μηλιές και πολλά άλλα) και χωράφια με λαχανικά (λάχανα, κουνουπίδια, καρότα, κρεμμυδάκια και πολλά άλλα). Τα περιβόλια σχημάτιζαν ένα κύκλο που από τη μέση του περνούσε το ποτάμι.
Στη μέση του κύκλου με τα περιβόλια ήταν πόλη. Έτσι όπως ήταν τα σπίτια της χτισμένα σχημάτιζαν κι αυτά ένα κύκλο και βέβαια από τη μέση και αυτού του κύκλου, από τη μέση της πόλης δηλαδή, περνούσε το ποτάμι. Στην πόλη λοιπόν αυτή κατοικούσαν οι γεωργοί της περιοχής, οι ιδιοκτήτες των σταροχώραφων, οι πελάτες του γέρο μυλωνά.
Αυτοί ήταν που έρχονταν κάθε μέρα στο μύλο με τα ζώα τους φορτωμένα με τσουβάλια στάρι και τά ’διναν στο γέρο Μυλωνά. Αυτοί κάθονταν μετά στη σκιά των δέντρων, έπιναν σιγά σιγά το κρασάκι που είχαν φέρει μαζί τους και περίμεναν το Μυλωνά να τελειώσει τη δουλειά του. Χανότανε μέσα στο μύλο ο Μυλωνάς και μετά από λίγο άρχιζε να ακούγεται ο θόρυβος από τις μυλόπετρες που γύριζαν και έτριβαν το στάρι. Ύστερα από τα μικρά παράθυρα του μύλου έβλεπαν κάθε τόσο να βγαίνει λίγη από την άσπρη σκόνη του αλευριού και να σκορπίζεται στον αέρα. Έτσι λοιπόν περίμεναν ακούγοντας το νερό του καταρράκτη να πέφτει, την ξύλινη μεγάλη ρόδα γυρίζει και τις μυλόπετρες μέσα από το μύλο να γυρίζουν κι αυτές. Και βέβαια άκουγαν και το τραγούδι του Μυλωνά που συνήθιζε πάντα να δουλεύει τραγουδώντας, σημάδι σίγουρο πως του άρεσε η δουλειά του.
Έτσι πέρναγαν οι ώρες και όταν ο ήλιος άρχισε να δύει φαινότανε ο Μυλωνάς στην πόρτα του μύλου γελαστός και στρουμπουλός όπως πάντα και πασπαλισμένος με αλεύρι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ήξεραν τότε πως η δουλειά είχε τελειώσει και μόλις τους έκανε νόημα έμπαιναν ένας ένας μέσα στο μύλο. Ήταν εκεί γεμάτα τα τσουβάλια με το αλεύρι που ακόμα δεν τά’χε κλείσει ο Μυλωνάς. Ήταν το αλεύρι λευκό, κατάλευκο και ψιλό ψιλό τόσο που ούτε να βήξουν, ούτε να φταρνιστούν τολμούσαν και ανέπνεαν σιγά σιγά, γιατί νόμιζες ότι με το παραμικρό φύσημα θα σκόρπαγε όλο γύρω γύρω και τα τσουβάλια θα άδειαζαν. Τόσο φίνο ήταν το αλεύρι. Κάθονταν λοιπόν εκεί και σχολίαζαν τι σπουδαίο αλεύρι τους είχε φτιάξει ο μυλωνάς, πόσο άσπρο ήτανε και τι ωραίο άσπρο ψωμί θα φτιαχνότανε με αυτό το αλεύρι, «το καλύτερο της χώρας» και τι τυχερός που ήτανε ο τόπος που είχε τέτοιο Μυλωνά καλό, όπως και ο πατέρας του και ο παππούς του………. «Συγχαρητήρια!», «Μπράβο!», «Εύγε!», «Ευχαριστούμε πολύ». Τέτοια έλεγαν στο Μυλωνά κι αυτός χαμογελούσε και φούσκωνε από υπερηφάνεια.Μετά σφραγίζανε τα τσουβάλια, πληρώνανε το μυλωνά για τον κόπο του, φορτώνανε τα ζώα και άρχιζαν να κατηφορίζουν σιγά σιγά για τον κάμπο…..για την πόλη.
Τότε λοιπόν, όπως είπαμε και στην αρχή, καθόταν ο γέρο Μυλωνάς στον ξύλινο πάγκο, κάπνιζε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν όλα αυτά που είπαμε ως τώρα, σκεφτόταν με άλλα λόγια τη ζωή του και δεν τον κούραζε καθόλου που σκεφτόταν κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Γιατί πολύ απλά του άρεσε η ζωή που έκανε, του άρεσε η δουλειά του και οι μέρες και τα χρόνια πέρναγαν ήσυχα, ευχάριστα, χωρίς προβλήματα.
Χμμμμ!….Όλα αυτά είχαν όμως αλλάξει τον τελευταίο καιρό.
Άλλαξαν από τη στιγμή που ο βασιλιάς της περιοχής που ήταν μεγάλος πολύ στην ηλικία αποφάσισε πως κουράστηκε πια να κυβερνά και έπρεπε να σταματήσει και στη θέση του να συνεχίσει ο νεαρός γιος του. Έτσι κι έγινε. Ο νεαρός βασιλιάς είχε ζήσει για πολλά χρόνια ταξιδεύοντας σε ξένες χώρες. Εκεί είχε σπουδάσει και είχε μάθει γράμματα πολλά και όλοι το ήξεραν πως ήτανε πολύ μορφωμένος. Φαίνεται όμως πως τα πολλά γράμματα του κάνανε και κακό – έτσι έλεγαν οι γεωργοί – γιατί με το που πήρε τη θέση του βασιλιά άρχισε να προσπαθεί να εφαρμόσει όσα πράγματα είχε μάθει.
Έβγαζε λόγους στους γεωργούς, έδινε διαταγές και οδηγίες, έστελνε τους αξιωματικούς του στην εκκλησία, στην αγορά και στα σπίτια να μοιράζουνε φυλλάδια. «Μια Νέα Εποχή αρχίζει» έλεγε ο νεαρός άρχοντας. «Όλα θα αλλάξουν, τίποτα δε θα γίνεται όπως παλιά. Θα γίνουμε σύγχρονοι και μοντέρνοι».
Και πράγματι όλα ήθελε να τα αλλάξει. Όλα όσα ήξεραν τόσα και τόσα χρόνια οι γεωργοί και τα έκαναν με τον ίδιο τρόπο όπως τα είχαν μάθει από τους μεγαλύτερους, έπρεπε τώρα να τα ξεχάσουν και να μάθουν από την αρχή να τα κάνουν με διαφορετικό τρόπο. Σε κανέναν δεν πολυάρεσαν αυτές οι αλλαγές. Όμως δε μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Αφού έτσι διέταζε ο βασιλιάς έπρεπε αυτοί να υπακούσουν και έτσι έκαναν.
Ο γέρο Μυλωνάς όμως είχε πρόβλημα μεγάλο. Γιατί μια μέρα ο νεαρός βασιλιάς μιλώντας στους γεωργούς για διάφορα θέματα, είπε και το εξής:
- …και το θέμα της διατροφής είναι επίσης πολύ σημαντικό και πρέπει και σε αυτό το θέμα οι συνήθειες μας να αλλάξουν. Πρέπει να κάνουμε όλοι «Υγιεινή Διατροφή» όπως λένε και οι επιστήμονες που γνώρισα όταν ήμουνα στο εξωτερικό. Για να είμαστε υγιείς, δυνατοί και να ζήσουμε όλοι πολλά χρόνια. Για να κάνουμε υγιεινή διατροφή πρέπει να τρώμε υγιεινές και όχι βλαβερές τροφές. Για παράδειγμα παρατήρησα ότι όλοι τρώνε ψωμί άσπρο κάτασπρο. Αυτό είναι λάθος και απαράδεκτο. Όλοι ξέρουν ότι υγιεινό ψωμί είναι το μαύρο ψωμί και αυτό πρέπει να τρώμε. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό. Από εδώ και πέρα πρέπει να τρώμε όλοι μαύρο ψωμί. Είπα και εμίλησα!Πήγαν λοιπόν την άλλη μέρα οι άνθρωποι στο μύλο, βρήκαν το Μυλωνά και του είπαν τι είχε γίνει και του ζήτησαν από εδώ και πέρα να τους φτιάχνει το αλεύρι έτσι που το ψωμί γίνεται μαύρο. Αυτά είπαν οι γεωργοί στο Μυλωνά και έφυγαν. Κι ο γέρο Μυλωνάς για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια έχασε το κέφι του και το χαμόγελο του. Πώς θα το έλυνε το πρόβλημα αυτό; Αυτός που το είχε καμάρι που έβγαζε τόσο άσπρο το αλεύρι όσο άλλος κανείς. Πώς τώρα θα έβγαζε αλεύρι μαύρο για να φτιάχνουν και να τρώνε οι άνθρωποι μαύρο το ψωμί; Δεν ήξερε τί να κάνει. Ξύπναγε το πρωί και δεν είχε δουλειά αφού πια οι άνθρωποι δεν του έφερναν στάρι για να το αλέσει. Δεν είχε όρεξη να κάτσει στον πάγκο του τον ξύλινο, τον αγαπημένο ούτε και να καπνίσει την πίπα του την πήλινη, την αγαπημένη. Αυτό που έκανε ήταν περίπατοι μεγάλοι, πότε στο βουνό πάνω από το μύλο, πότε στον κάμπο δίπλα στο ποτάμι, πότε στα δρομάκια πού ‘χανε φτιάξει οι γεωργοί μέσα στα σταροχώραφα.
Περπάταγε και περπάταγε, σκεφτότανε και σκεφτότανε το πρόβλημα του το μεγάλο αλλά άκρη δεν έβγαζε κι είχε αρχίσει να τον πιάνει απογοήτευση μεγάλη.
Ώσπου μια μέρα………….λίγο πριν δύσει ο ήλιος, εκεί που περπάταγε μέσα στα σταροχώραφα και χάζευε τους λίγους ανθρώπους εδώ κι εκεί που δούλευαν ακόμα, έτυχε ένας από αυτούς να δουλεύει στην άκρη του χωραφιού, δίπλα στο δρόμο κι ο Μυλωνάς πέρασε από κοντά του. Στην αρχή έβλεπε μόνο την πλάτη του όταν όμως πλησίασε περισσότερο είδε και το πρόσωπο του και τότε ο γέρο Μυλωνάς σταμάτησε απότομα, γούρλωσε τα μάτια του και άνοιξε το στόμα του δυο πιθαμές και έτσι έμεινε να κοιτάει τον εργάτη. Αστείος που ήτανε!
Τί ήτανε όμως αυτό που είχε ξαφνιάσει τόσο το γέρο Μυλωνά; Πολύ απλά, βλέποντας τον εργάτη αυτόν του ήρθε μια ιδέα φοβερή για το πώς θα έλυνε το πρόβλημα του. Και τί το ξεχωριστό είχε ο εργάτης αυτό κι έκανε την ιδέα τη φοβερή να μπει μες στο κεφάλι του Μυλωνά; Πολύ απλά, ήταν μαύρος!
- Και τί με αυτό; θα με ρωτήσετε.
Ούτε κι εγώ δεν ξέρω! Ας δούμε παρακάτω τί σκέφτηκε ο Μυλωνάς. Όταν λοιπόν συνήλθε λίγο από το ξάφνιασμα της ιδέας της καλής που τόσο απότομα του είχε έρθει, πλησίασε λίγο ακόμα και φώναξε στον εργάτη.
- Εεεε! Για έλα εδώ εσύ!
Ο εργάτης σταμάτησε τη δουλειά του, έβαλε το δικρυάνι του στο ώμο και γρήγορα γρήγορα πλησίασε και στάθηκε μπροστά στο γέρο μυλωνά. Καθόταν εκεί χαμογελαστός και περίμενε να δει τί ήθελε ο άνθρωπος αυτός.
Τον ρώτησε λοιπόν ο Μυλωνάς:
- Πώς σε λένε παιδί μου;
Και απάντησε ο μαύρος:
- Τόμ κύριε.
- Και δε μου λες Τομκύριε, είσαι ευχαριστημένος από τη δουλειά σου εδώ στα χωράφια; Το αφεντικό σου σε πληρώνει καλά;
- Α! Μάλιστα κύριε, μάλιστα! Είμαι πολύ ευχαριστημένος και πληρώνομαι πολύ καλά. Μισό καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο φακές και δυο κρεμμύδια κάθε μέρα. Την Κυριακή λαχανόσουπα και δυο μπουκάλια μπύρα. Ρούχα και παπούτσια, τα παλιά των γιών του αφεντικού. Και στο τέλος του μήνα παίρνω και το μισθό μου, 30 ολόκληρες δραχμές. Μάλιστα! Όπως βλέπετε κύριε έχω κάθε λόγο να είμαι ευχαριστημένος και δεν αφήνω τη δουλειά και το αφεντικό μου με τίποτα. Αλλά, αν επιτρέπεται, γιατί ρωτάτε παρακαλώ;
- Γιατί Τομκύριε, του είπε ο Μυλωνάς, σκεφτόμουν να σου πω να έρθεις μαζί μου να δουλέψεις με 100 δραχμές το μήνα. Αλλά αφού είναι έτσι και είσαι τόσο ευχαριστημένος άστο, δεν πειράζει. Λοιπόν, άντε καλό βράδυ!
Τότε ο μαύρος άφησε το δικρυάνι του κάτω, κούμπωσε το πουκάμισο του, έφτιαξε το καπέλο του το ψάθινο, πήγε και στάθηκε δίπλα στο Mυλωνά και του είπε:
- Και πότε αρχίζουμε δουλειά αφεντικό;
Ξεκίνησαν μαζί για το μύλο. Όταν έφθασαν εκεί είχε βραδιάσει. Έφαγαν λιγάκι και μετά ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Όμως ο μόνος που κοιμήθηκε το βράδυ εκείνο ήταν ο Τομ. Κοιμήθηκε του καλού καιρού, όπως λέμε και μάλιστα ροχάλιζε δυνατά. Ο γέρο Μυλωνάς δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Στριφογύριζε στο κρεββάτι του όλη τη νύχτα. Δε μπορούσε να κοιμηθεί γιατί είχε αγωνία μεγάλη. Περίμενε να ξημερώσει για να κάνει δοκιμή, να δει αν η ιδέα που είχε σκεφτεί ήταν σωστή και αν θα έλυνε τελικά το πρόβλημα του. Πριν ακόμα βγει η ήλιος σηκώθηκε, ντύθηκε, πήγε και ξύπνησε τον Τομ και του είπε να ετοιμαστεί γιατί σε λίγο ξεκινούσαν τη δουλειά.
O Toμ, ο καλός εργάτης, δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου παρά σηκώθηκε αμέσως χαμογελώντας. Άρχισε τότε ο γέρο Μυλωνάς να εξηγεί στον Τομ πώς γίνεται το άλεσμα του σταριού, πώς δουλεύουν τα μηχανήματα του μύλου, τί πρέπει να προσέχει. Κι αφού του εξήγησε τη δουλειά και τα μυστικά της πήγε και βρήκε σε μια γωνιά του μύλου μισό τσουβαλάκι στάρι και το έδωσε στον Τομ και του είπε:
- Και τώρα Τομκύριε θα κάνουμε μια δοκιμή να δούμε αν κατάλαβες τις οδηγίες που σου έδωσα. Εγώ θα κάθομαι και θα σε βλέπω αν τα κάνεις όλα όπως πρέπει. Μπορείς να ξεκινήσεις.
Και ξεκίνησε ο Τομ. Κι ο Μυλωνάς κοιτούσε. Κοιτούσε από τη μια πώς δούλευε ο Τομ κι από την άλλη η αγωνία του μεγάλωνε και μεγάλωνε να δει τί θα γίνει στο τέλος! Όλα σωστά, ολόσωστα τα έκανε ο Τομ, όμως η καρδιά του γέρο Μυλωνά πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Και όταν ήρθε η ώρα να αρχίσει να βγαίνει το αλεύρι, πλησίασε και έσκυψε στο σημείο εκείνο, φύσαγε και ξεφύσαγε, σκούπιζε με το μαντίλι του τον ιδρώτα από το μέτωπο του και κοίταζε………και κοίταζε.
Νά’το που βγήκε το πρώτο αλεύρι! Ψιλό ψιλό, απαλό και φίνο όπως πάντα. Αλλά στο χρώμα; Το αλεύρι ήταν μαύρο!!!
- ΖΗΗΗΤΩΩΩΩΩΩ!!!!!, φώναξε με όλη του τη δύναμη ο γέρο Μυλωνάς. ΖΗΗΗΤΩΩΩΩΩΩ!!! και πέταξε το σκούφο του ψηλά και γέλαγε δυνατά. ΖΗΤΩ!, ΖΗΤΩ!, πέτυχε!, φώναζε ο Μυλωνάς και χοροπηδούσε γύρω από τις μυλόπετρες και ανάμεσα στα μηχανήματα. Και έπαιρνε χούφτες το μαύρο αλεύρι και το σκόρπιζε ψηλά στον αέρα και όλο γελούσε…..γελούσε.
Γελούσε και ο Τομ που έβλεπε το αφεντικό του τόσο ευχαριστημένο. Πήγε ο Μυλωνάς κοντά του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και στα δυο του μάγουλα και σφίγγοντας το χέρι του, του είπε:
- Δουλεύει Τομκύριε, δουλεύει! Το βλέπεις που δουλεύει; Ήταν η ιδέα μου σωστή. Το βλέπεις Τομκύριε; Μαύρο το αλεύρι, μαύρο!- ΜΑΥΡΟ ΤΟ ΑΛΕΥΡΑΚΙ, ΜΑΥΡΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!, άρχισε να τραγουδά με δυνατή φωνή ο Μυλωνάς και να χοροπηδάει πάλι γύρω γύρω μες στο μύλο, όλο χαρά, όλο ευτυχία.Γιατί την είχε βρει τη λύση στο πρόβλημα του και ήταν η ιδέα του σωστή.Πιστεύω πως τώρα καταλάβαμε όλοι την ιδέα που ήρθε στο Μυλωνά όταν είδε τον Τομ να δουλεύει στο χωράφι. Σκέφτηκε: «Μαύρος ο Μυλωνάς, μαύρο και το αλεύρι». Τόσο απλό! Και τόσο έξυπνο! Και νά’το που στην πραγματικότητα γινόταν έτσι όπως το είχε σκεφτεί. Όταν πέρασε λίγο η ώρα και ηρέμησε κάπως ο Μυλωνάς, γέμισε ένα σακούλι με μαύρο αλεύρι, το έδωσε στον Τομ και του είπε:
- Πάρε αυτό Τομκύριε και πήγαινε στην πόλη. Θα λες στους ανθρώπους: «Είμαι ο βοηθός του Μυλωνά. Μου παρήγγειλε να σας πω ότι είναι έτοιμος και από αύριο σας περιμένει στο μύλο με το στάρι σας». Και θα ανοίγεις το σακούλι και θα τους δείχνεις. Αυτοί θα καταλάβουν. Εντάξει;- Εντάξει κύριε, είπε ο Τομ.- Άντε τότε στο καλό, είπε ο Μυλωνάς.Ξεκίνησε λοιπόν ο Τομ και γύρισε μετά από ώρες πολλές, το βράδυ.
- Τους τό’πες; τον ρώτησε ο Μυλωνάς.- Μάλιστα κύριε, το είπα σε όλους, απάντησε ο Τομ.
- Μπράβο! Άντε λοιπόν τότε, πάμε να κοιμηθούμε γιατί αύριο μας περιμένει δουλειά πολύ.Έτσι είπε και έβγαλε τα ρούχα του, φόρεσε τις πυτζάμες του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν είχε περάσει ένα λεπτό καλά καλά και τον είχε πάρει ο ύπνος. Και παρατήρησε ο Τομ πως παρόλο που κοιμότανε βαθιά, χαμογελούσε. Έπεσε κι ο Τομ για ύπνο. Την άλλη μέρα από πρωί, πολύ πρωί άρχισαν να έρχονται οι γεωργοί με τα ζώα τους φορτωμένα τσουβάλια στάρι.- Καλώς τους! Καλώς τους!, έλεγε ο Μυλωνάς, και ξεφόρτωνε μαζί με τον Τομ τα τσουβάλια και τα κουβαλάγανε στο μύλο μέσα.Οι γεωργοί κάθισαν όπως συνήθιζαν κάτω από τη σκιά των δέντρων κι όταν ο Μυλωνάς αντί να μείνει μέσα στο μύλο και να ξεκινήσει τη δουλειά ήρθε και κάθισε μαζί τους, άρχισαν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον απορημένα. Αλλά ο Μυλωνάς χαμογελούσε. Ύστερα από λίγο άρχισε να ακούγεται ο θόρυβος από τις μυλόπετρες που γυρνούσαν. Και τότε κατάλαβαν πως στο μύλο δούλευε ο Τομ και φάνηκαν κάπως να ανησυχούν, αλλά ο Μυλωνάς τους έκανε ένα νόημα που σήμαινε «εντάξει! εντάξει! όλα πάνε καλά, έχετε υπομονή». Και πέρασε λιγάκι η ώρα, σηκώθηκε ο Μυλωνάς και πήγε μέχρι την πόρτα του μύλο και κοίταξε μέσα. Ύστερα γύρισε στους γεωργούς που τον παρακολουθούσαν και τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Πήγαν αυτοί έως την πόρτα.- Περάστε, τους είπε ο Μυλωνάς, περάστε μέσα να δείτε.Μπήκανε μέσα και είδανε τον Τομ να δουλεύει ιδρωμένος και χαμογελαστός.
- Ελάτε, είπε ο Μυλωνάς, ελάτε.Τους πήγε στο σημείο που έβγαινε το αλεύρι. Και είδαν οι γεωργοί με τα μάτια τους το αλεύρι στην ίδια την ποιότητα την εξαιρετική, όπως την ήξεραν, αλλά με χρώμα μαύρο! Με τέτοιο μαύρο αλεύρι θά ‘βγαινε και το ψωμί μαύρο. Ακριβώς όπως ο βασιλιάς το ζήτησε. Άρχισαν τότε πάλι όπως παλιά να λένε «συγχαρητήρια» στο Μυλωνά και «μπράβο», «εύγε», «ευχαριστούμε πολύ», «μας έσωσες» και τέτοια.Όλο χαρές και γέλια βγήκαν από το μύλο, κάθισαν πάλι στις σκιές κάτω από τα δέντρα οι γεωργοί κι ο Μυλωνάς μαζί. Έπιναν το κρασάκι τους, κουβέντιαζαν κι άκουγαν το νερό του καταρράκτη να πέφτει, την ξύλινη ρόδα του μύλου να γυρίζει, τις μυλόπετρες που άλεθαν το στάρι και τον Τομ που δούλευε και τραγουδούσε.Όταν άρχισε ο ήλιος να δύει πήραν τα τσουβάλια με το μαύρο αλεύρι, τα σφραγίσανε, τα φορτώσανε στα ζώα κι άρχισαν να κατηφορίζουν για τον κάμπο.….για την πόλη.
Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι πρωί πρωί με τα ζώα φορτωμένα στάρι. Και την άλλη μέρα πάλι. Και την άλλη. Κάθε μέρα έρχονταν τώρα στο μύλο όπως παλιά. Κάτω στην πόλη οι νοικοκυρές, οι φουρνάρηδες και οι ζαχαροπλάστες έπιασαν δουλειά αμέσως. Και δώστου ψωμιά: καρβέλια, φρατζόλες, κουλούρια κι ακόμα: παξιμάδια, κέικ, πίττες, γλυκά και τόσα άλλα να φτιάχνουν με το καινούριο αλεύρι και να μοσχοβολάει ο τόπος όλος. Και ξέρετε και κάτι; Ήταν όλα πολύ πολύ νόστιμα. Όλοι το λέγανε όταν δοκίμαζαν. Δεν άργησαν τα νέα να φτάσουν και στα αυτιά του νεαρού βασιλιά. Μόλις το άκουσε αυτός αμέσως διέταξε να του φέρουν μαύρο ψωμί να το δοκιμάσει. Μόλις δοκίμασε έκανε:
- Μμμμμ! Υπέροχο!Και είπε στους αυλικούς του:- Ορίστε κύριοι! Όπως σας το είχα πει. Μια Νέα Εποχή αρχίζει!Ζήτησε μετά να μάθει ποιός ήταν υπεύθυνος που είχαν οι οδηγίες του αρχίσει να εφαρμόζονται τόσο γρήγορα. Όλοι του είπαν για το γέρο Μυλωνά. Αποφάσισε τότε ο βασιλιάς να ανταμείψει τον υπάκουο και πιστό αυτό υπήκοο του και να δώσει δείπνο επίσημο προς τιμήν του. Έστειλε αμέσως τους απεσταλμένους να του δώσουν την πρόσκληση.Είπε ο γέρο Μυλωνάς στους αγγελιοφόρους:- Είναι τιμή μεγάλη για μένα. Να πείτε στον Μεγαλειότατο ότι τον ευχαριστώ πολύ και μετά χαράς θα έρθω.Το βράδυ εκείνο του δείπνου ο γέρο Μυλωνάς, με τη βοήθεια του Τομ, φόρεσε την επίσημη στολή της συντεχνίας των Μυλωνάδων που είχε κληρονομήσει από τους προγόνους του και πήγε στο παλάτι.Η τελετή ήταν λαμπρή.Ο βασιλιάς έβαλε το Μυλωνά να κάτσει στα δεξιά του. Μετά έβγαλε λόγο και τού’δωσε συγχαρητήρια και είπε πως μακάρι όλοι να ακολουθούσαν το παράδειγμα το δικό του. Στο τέλος του καρφίτσωσε πάνω στη στολή το χρυσό παράσημο της πόλης που ήταν διάκριση πολύ μεγάλη. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν το γέρο Μυλωνά. Κι αυτός δάκρυζε από συγκίνηση και φούσκωνε από υπερηφάνεια.
Το χρυσό παράσημο το έβαλε σε κορνίζα και το κρέμασε σε ένα τοίχο στο μύλο πάνω από το γραφείο του και τό ‘βλεπε ο γέρο Μυλωνάς και χαιρόταν. Μα ακόμα πιο πολύ χαιρόταν γιατί όλα ήταν όπως πρώτα.
Και κάθε απόγευμα, μετά τη δουλειά, ο γέρο Μυλωνάς με τον Τομ μαζί κάθονταν στον ξύλινο πάγκο έξω από τον μύλο, στήριζαν την πλάτη τους στον τοίχο, κοίταζαν κάτω τον κάμπο, σκέφτονταν και κάπνιζαν…..ο γέρο Μυλωνάς την αγαπημένη του ξύλινη πίπα και ο Τομ το ναργιλέ που είχε φέρει από τη μακρινή και εξωτική πατρίδα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου