Χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ώρα και με βρήκε το σούρουπο ακόμα
στο δρόμο να περπατάω. Κι είχε πια για τα καλά βραδιάσει όταν μπήκα σ’ εκείνο
το χωριό. Βάδιζα τον κεντρικό δρόμο του χωριού και κοίταζα γύρω μου σαστισμένος
που ήταν όλα σκοτεινά. Ούτε μια λάμπα στο δρόμο αναμμένη, ούτε ένα φως στα
σπίτια ένα γύρω, ούτε τα κοντινά, ούτε τα μακρινά. Παντού πηχτή και μαύρη
σκοτεινιά! Ίσα στο βάθος μονάχα κάτι φώτιζε θαμπά. Έφτασα ως εκεί και είδα πως
ήταν η πλατεία του χωριού, με δυο ταβέρνες και τρία καφενεία γύρω γύρω. Ίσα που
ήταν φωτισμένα. Και μέσα οι άνθρωποι ήσυχοι, σιωπηλοί και μισοσβησμένοι σ’
εκείνο το χαμηλό φως πίνανε τον καφέ τους, παίζανε χαρτιά ή τάβλι διάβαζαν
εφημερίδα – πώς έβλεπαν με τόσο λίγο φως! – κι έτρωγαν το μεζέ τους κι έπιναν κρασί.
Κάθε τόσο κάποιος τους σηκωνότανε, έβγαινε και κίναγε για το σπίτι του να επιστρέψει.
Έπαιρνε έναν από τους δρόμους του χωριού που ξεκίναγαν από την πλατεία και το
σκοτάδι τον κατάπινε, τον ρούφαγε και δε φαινόταν πια. Όμως πάλι, κάθε τόσο, κάποιος
ερχότανε την ώρα εκείνη στην πλατεία κι εμφανιζόταν ξάφνου μέσα από κάποιον από
τους σκοτεινούς δρόμους σα να τον έφτυνε, σα να τον ξέβραζε το σκοτάδι.Πλακώθηκε
η καρδιά μου σε αυτό το μέρος κι ούτε που σκέφτηκα να ψάξω για πανδοχείο να
περάσω τη νύχτα. Παρά συνέχισα το δρόμο μου, βγήκα από την πλατεία και μετά από
λίγο έφτασα στα τελευταία σπίτια του σκοτεινού χωριού. Τότε είδα στα αριστερά
του δρόμου το κοιμητήρι του χωριού και μέσα ένα σωρό φωτάκια να αιωρούνται στο
σκοτάδι, όπως τα φαναράκια σε καλοκαιρινή γιορτή σε κήπο. Σκέφτηκα: «Για δες,
σε τούτο το χωριό διώχνουν το φως οι ζωντανοί και το αποζητάνε οι κοιμημένοι.» Κατάλαβα
πως ήταν τ’ αναμμένα καντήλια στους τάφους, αυτά τα αιωρούμενα φώτα. Το θέαμα
με γαλήνεψε κάπως κι όταν μετά από λίγο που προχώρησα βγήκε και το φεγγάρι κι
έκανε να γυαλίζουν ασημένια τα φύλλα στου κάμπου τις ελιές και μια αλεπού
πετάχτηκε από’ να χωράφι με πεπόνια, βγήκε στο δρόμο, γύρισε με κοίταξε με τα
γυαλιστερά της μάτια και ξαναχώθηκε τρέχοντας σ’ ένα αμπέλι στην απέναντι μεριά
του δρόμου μα πρόλαβα να δω τη φουντωτή ουρά της να ξεχωρίζει σηκωμένη πριν
χαθεί για τα καλά, η διάθεση μου έφτιαξε τελείως κι ούτε σχεδόν θυμόμουνα
καθόλου το σκοτεινό χωριό που είχα πίσω μου αφήσει, παρά περπάταγα ξένοιαστος
στη φεγγαράδα και σκεφτόμουν πού θα βρω καμμιά καλή μεριά να κοιμηθώ τη νύχτα. Κι
όταν είδα μια μεγάλη χαρουπιά, λίγο πιο μέσα από το δρόμο, μια και δυο στρώθηκα
από κάτω, έβαλα και το δισάκι μου για προσκεφάλι και με τα τριζόνια να με
γλυκονανουρίζουν δεν άργησα ν’ αποκοιμηθώ.
Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου