Δώδεκα μπάρκα κούρσευε
κι ύστερα σταματούσε,
κομμάτι να ξεκουραστεί
το αίμα να στεγνώσει
και τα ψαρρά τα γένια του
για να τα μπαρμπερίσει.
Ρώτησε η γερομάνα του
σαν πήγε στο χωριό του,
στερνή φορά ένα δειλινό
πάνε τριάντα χρόνια.
Πώς το μπορείς αγόρι μου
πουλάκι μου, παιδί μου,
το χάλασμα, το μακελλειό,
το κλάμα των παιδιώνε.
Μαύρο πουλί με σκέπασε
μάνα με τα φτερά του.
Ο χάροντας με διάλεξε
για νά’ μαι μπιστικός του
και οι δαιμόνοι οι σκοτεινοί,
οι μόνοι μου συντρόφοι.
Κακός βλαστός εγίνηκε
ο σπόρος σου Κυρά μου.
Αγκάθια όλο απαίσιο
φαρμακερό βοτάνι
βδέλυγμα και απόστημα
στου κόσμου το μποστάνι.
Βάγιες να φοβερίζουνε
και τα μωρά να κλαίνε:
«κάμμετε ήσυχα γιατί
θα έρθει ο κουρσάρος,
ο δράκοντας ο αχόρταγος,
ο λυσσασμένος σκύλος,
το ξέβρασμα της Κόλασης,
ο αιμματοβαμμένος».
Του το’ πε και η μάντισσα
κείνη η γριά φαφούτα
στης Μάλτας ένα καπηλειό
μια βροχερή Δευτέρα.
Διάβασε τα μελλούμενα
πα’ στου αρνιού τη σπάλα
και του’ πε με στριγγή φωνή
και με θολό το μάτι:
«Συγχώρα με αφέντη μου
μα αγάπης ούτε στάλα
θα σου γλυκάνει τη στερνή
την τελευταία ώρα.
Απελπισία και δυστυχιά
τον πόνο και το άλγος
σου έγραψε καημένε μου
και δεν ξεγράφει η μοίρα».
Της έδωκε δυο τάλληρα
και μια μπουκάλα ρούμι
πήγε μονάχος να την πιεί
στου καραβιού την πρύμη.
Για να γεμίσει σπίρτο η ψυχή
και λησμονιά για να’ χει
και κοίταζε ώρες μέσα τα νερά
πώς έπαιζε του φεγγαριού το φως
στου δελφινιού τη ράχη.
Στο βράχο που καθότανε
τούτα συλλογιζόταν
και τα λιγνά τα πόδια του
του τά’ βρεχε η αρμύρα,
Μαύρη ζωή, άδεια ζωή
και το κακό πλημμύρα
Ήπιε μια γουλιά θάλασσα
και πήδηξε απάνου
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε δυνατά
- σηκώθηκε ένα σύννεφο
σκιαγμένα γλαροπούλια -
«Όχι! Όχι! Όχι! Όχι!
Καταραμένοι νά ‘σαστε
όλους θα σας ξεκάνω
και δε θα μείνει ζωντανός
ούτε ένας να σας κλάψει.
Μην τύχει το ναυτόπουλο
κανείς σας να πειράξει
κείνο το αμούστακο παιδί
μικρό παλληκαράκι
που έχω στο καράβι μου
τη γέφυρα να πλένει
και να διπλώνει τα σκοινιά,
τις κάμμες ν’ ακονίζει,
που όταν το βλέπω σφίγγεται
δένει η καρδιά μου κόμπο
τι μου θυμίζει κάποτε
πού ‘μουν κι εγώ παιδάκι»!
κι ύστερα σταματούσε,
κομμάτι να ξεκουραστεί
το αίμα να στεγνώσει
και τα ψαρρά τα γένια του
για να τα μπαρμπερίσει.
Ρώτησε η γερομάνα του
σαν πήγε στο χωριό του,
στερνή φορά ένα δειλινό
πάνε τριάντα χρόνια.
Πώς το μπορείς αγόρι μου
πουλάκι μου, παιδί μου,
το χάλασμα, το μακελλειό,
το κλάμα των παιδιώνε.
Μαύρο πουλί με σκέπασε
μάνα με τα φτερά του.
Ο χάροντας με διάλεξε
για νά’ μαι μπιστικός του
και οι δαιμόνοι οι σκοτεινοί,
οι μόνοι μου συντρόφοι.
Κακός βλαστός εγίνηκε
ο σπόρος σου Κυρά μου.
Αγκάθια όλο απαίσιο
φαρμακερό βοτάνι
βδέλυγμα και απόστημα
στου κόσμου το μποστάνι.
Βάγιες να φοβερίζουνε
και τα μωρά να κλαίνε:
«κάμμετε ήσυχα γιατί
θα έρθει ο κουρσάρος,
ο δράκοντας ο αχόρταγος,
ο λυσσασμένος σκύλος,
το ξέβρασμα της Κόλασης,
ο αιμματοβαμμένος».
Του το’ πε και η μάντισσα
κείνη η γριά φαφούτα
στης Μάλτας ένα καπηλειό
μια βροχερή Δευτέρα.
Διάβασε τα μελλούμενα
πα’ στου αρνιού τη σπάλα
και του’ πε με στριγγή φωνή
και με θολό το μάτι:
«Συγχώρα με αφέντη μου
μα αγάπης ούτε στάλα
θα σου γλυκάνει τη στερνή
την τελευταία ώρα.
Απελπισία και δυστυχιά
τον πόνο και το άλγος
σου έγραψε καημένε μου
και δεν ξεγράφει η μοίρα».
Της έδωκε δυο τάλληρα
και μια μπουκάλα ρούμι
πήγε μονάχος να την πιεί
στου καραβιού την πρύμη.
Για να γεμίσει σπίρτο η ψυχή
και λησμονιά για να’ χει
και κοίταζε ώρες μέσα τα νερά
πώς έπαιζε του φεγγαριού το φως
στου δελφινιού τη ράχη.
Στο βράχο που καθότανε
τούτα συλλογιζόταν
και τα λιγνά τα πόδια του
του τά’ βρεχε η αρμύρα,
Μαύρη ζωή, άδεια ζωή
και το κακό πλημμύρα
Ήπιε μια γουλιά θάλασσα
και πήδηξε απάνου
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε δυνατά
- σηκώθηκε ένα σύννεφο
σκιαγμένα γλαροπούλια -
«Όχι! Όχι! Όχι! Όχι!
Καταραμένοι νά ‘σαστε
όλους θα σας ξεκάνω
και δε θα μείνει ζωντανός
ούτε ένας να σας κλάψει.
Μην τύχει το ναυτόπουλο
κανείς σας να πειράξει
κείνο το αμούστακο παιδί
μικρό παλληκαράκι
που έχω στο καράβι μου
τη γέφυρα να πλένει
και να διπλώνει τα σκοινιά,
τις κάμμες ν’ ακονίζει,
που όταν το βλέπω σφίγγεται
δένει η καρδιά μου κόμπο
τι μου θυμίζει κάποτε
πού ‘μουν κι εγώ παιδάκι»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου