… σε εμένα που για τόσους χειμώνες
περνάω έναν – έναν τους χιονισμένους λόφους,
ακολουθώντας των μαμμούθ τα αχνάρια.
Φτάνω στη μυστική σπηλιά της σοφής νυχτερίδας
που μιλάει όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Βγάζω τα ρούχα μου και φοράω
το κιμονό που έχω εκεί φυλαγμένο.
Αυτό με τις αόρατες τσέπες που μέσα τους κρύβω
τα χειρόγραφα με την ιστορία
της χαμένης πατρίδας μου
που βρισκόταν εκεί που τώρα είναι η Ατλαντίδα.
Κι ύστερα διασχίζω το πυκνό δάσος
που πάντα φυσάει δυνατός ο αέρας
και καθώς κουνάει τα φύλλα των δέντρων
κάνει ν’ ακούγονται τα πιο ωραία παραμύθια
που όμως μόλις τελειώσουν τά ’χεις κιόλας ξεχάσει.
Βγαίνω στο ξέφωτο που στο κέντρο του στέκει
η - σαν κάστρο - μεγάλη βελανιδιά.
Που έχει στον κορμό σκαλισμένα
χιλιάδες ονόματα ερωτευμένων ζευγαριών.
Που όμως μόνο αν πραγματικά αγαπιούνται
το σκάλισμα μένει, αλλιώς αμέσως χάνεται, σβήνει.
Βρίσκω εκεί τη βοσκοπούλα, που δεν ξέρει
πως είναι στ’ αλήθεια μια μαγεμένη βασιλοπούλα
που μένει εκεί, χρόνια και χρόνια,
μέχρι να λυθούνε τα μάγια.
Καθόμαστε ήσυχοι και κουβεντιάζουμε
και γύρω μας το κοπάδι της, οι μονόκεροι,
βόσκουν την πράσινη χλόη.
Μετά ακούμε τον ήχο που κάνουν
με τα φτερά τους οι πεταλούδες
που γυρίζουν στις φωλιές τους
στις κουφάλες των δέντρων.
Και βγαίνουν ύστερα από λίγο από κει
μεταμορφωμένες σε νύμφες του δάσους
με γέλια κελαρυστά και τραγούδια.
Ξέρω τότε πως είναι ώρα να φύγω,
να κινήσω και πάλι, ν’ ανέβω
στο οροπέδιο που έχει σταματήσει ο χρόνος.
Θα προλάβω – όπως κάθε φορά –
να είμαι εκεί πριν αρχίσει η γιορτή.
Και πόσο χαίρονται – κάθε φορά – όταν με βλέπουν,
οι καλοί μου φίλοι, οι νάνοι!
Σε εμένα λοιπόν, πώς μπορείς να το λες,
ότι δεν έχω ζήσει τη ζωή μου;
περνάω έναν – έναν τους χιονισμένους λόφους,
ακολουθώντας των μαμμούθ τα αχνάρια.
Φτάνω στη μυστική σπηλιά της σοφής νυχτερίδας
που μιλάει όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Βγάζω τα ρούχα μου και φοράω
το κιμονό που έχω εκεί φυλαγμένο.
Αυτό με τις αόρατες τσέπες που μέσα τους κρύβω
τα χειρόγραφα με την ιστορία
της χαμένης πατρίδας μου
που βρισκόταν εκεί που τώρα είναι η Ατλαντίδα.
Κι ύστερα διασχίζω το πυκνό δάσος
που πάντα φυσάει δυνατός ο αέρας
και καθώς κουνάει τα φύλλα των δέντρων
κάνει ν’ ακούγονται τα πιο ωραία παραμύθια
που όμως μόλις τελειώσουν τά ’χεις κιόλας ξεχάσει.
Βγαίνω στο ξέφωτο που στο κέντρο του στέκει
η - σαν κάστρο - μεγάλη βελανιδιά.
Που έχει στον κορμό σκαλισμένα
χιλιάδες ονόματα ερωτευμένων ζευγαριών.
Που όμως μόνο αν πραγματικά αγαπιούνται
το σκάλισμα μένει, αλλιώς αμέσως χάνεται, σβήνει.
Βρίσκω εκεί τη βοσκοπούλα, που δεν ξέρει
πως είναι στ’ αλήθεια μια μαγεμένη βασιλοπούλα
που μένει εκεί, χρόνια και χρόνια,
μέχρι να λυθούνε τα μάγια.
Καθόμαστε ήσυχοι και κουβεντιάζουμε
και γύρω μας το κοπάδι της, οι μονόκεροι,
βόσκουν την πράσινη χλόη.
Μετά ακούμε τον ήχο που κάνουν
με τα φτερά τους οι πεταλούδες
που γυρίζουν στις φωλιές τους
στις κουφάλες των δέντρων.
Και βγαίνουν ύστερα από λίγο από κει
μεταμορφωμένες σε νύμφες του δάσους
με γέλια κελαρυστά και τραγούδια.
Ξέρω τότε πως είναι ώρα να φύγω,
να κινήσω και πάλι, ν’ ανέβω
στο οροπέδιο που έχει σταματήσει ο χρόνος.
Θα προλάβω – όπως κάθε φορά –
να είμαι εκεί πριν αρχίσει η γιορτή.
Και πόσο χαίρονται – κάθε φορά – όταν με βλέπουν,
οι καλοί μου φίλοι, οι νάνοι!
Σε εμένα λοιπόν, πώς μπορείς να το λες,
ότι δεν έχω ζήσει τη ζωή μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου